11 Απρ 2006

Η ΜΑΓΕΙΡΙΚΗ

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε 15ήμερο θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία.


«Εχουμε κλείσει μαντάμ, αύριο πάλι, κι εμείς άνθρωποι είμαστε.. » λέει ο μάγειρας, η γυναίκα όμως εκλιπαρεί για κάποιο τρόφιμο, μια κι έχει πολύ δρόμο μπροστά της και δε θέλει να χασομερήσει σταματώντας στο κοντινό χωριό. Την κόβει με το εξασκημένο του μάτι ο μάγειρας και ένα χαμόγελο σκάει κάτω απο το παχύ του μουστάκι. «Για σας κάτι θα γίνει» της λέει με τσαχπινιά, πλησιάζει το ψυγείο, και, «να είστε καλά, δεν ξέρετε απο τι με γλυτώνετε κύριέ μου» απαντά η γυναίκα, πλησιάζοντας κι εκείνη για να διαλέξει κάτι τι φαγώσιμο. Ο μάγειρας βγάζει απο ένα καφάσι δυο ντομάτες και τις βάζει σε μια νάϋλον σακκουλίτσα. Σε μια άλλη σακκουλίτσα τοποθετεί λίγο τυρί, σε μια τρίτη λίγο ψωμί, και ψάχνει και για κανα φρούτο. «Μα που είναι οι μπανάνες;» ρωτάει τον εαυτό του «που τις έβαλαν τα παλιόπαιδα; μήπως τέλειωσαν και δεν το πήρα χαμπάρι;» ξαναρωτάει χωρίς να κοιτάζει προς το μέρος της γυναίκας. «Αφήστε, αρκετά είναι αυτά που μου δίνετε» λέει εκείνη κι απλώνει το χέρι να πάρει τα σακκουλάκια. Οπως απλώνει το χέρι της, αγγίζει το μπράτσο του μάγειρα, και αυτό το άγγιγμα είναι αρκετό για να προκαλέσει έναν ισχυρό σπινθήρα.

Πέφτουν τα σακκουλάκια με τα τρόφιμα στο σφουγγαρισμένο δάπεδο του μαγειρείου, η γυναίκα σκύβει να τα σηκώσει και «μάνα μου!» αναφωνεί ο μάγειρας, «αχ, μα τι κάνετε εκεί πέρα;» αναστενάζει η γυναίκα, και γίνεται μια φάση άλλο πράγμα! «Δε σ’ αρέσει μάνα μου; όχι, πες μου το να το ξέρω..» επιμένει ο μάγειρας χώνοντας το χέρι του το δεξί ανάμεσα στα πόδια της γυναίκας, έχοντας χουφτώσει με τ' αριστερό και τα δυο βυζιά της, αγκαλιάζοντάς την απο πίσω. Η γυναίκα μένει άφωνη με το αναπάντεχο δώρο που της επιφύλαξε η εκδρομή της στον αρχαιολογικό χώρο. Μαγεμένη απο το Δελφικό Τοπίο, σχεδόν αποχαυνωμένη, είχε ξεχαστεί να ρομαντζάρει κάτω απο τα αστέρια, αναβάλλοντας την αναχώρησή της, μια και δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Κανείς δεν την περίμενε στο έρημο σπιτάκι της στη μακρινή επαρχιακή της πόλη. Μια εκδρομή είπε να κάνει να ξεσκάσει μετά απο τα απανωτά βάσανα που την είχαν βρει τον τελευταίο καιρό και της βγήκε σε καλό, όπως φαίνεται.

Παραδίδεται στον έμπειρο κατασκευαστή μουσακάδων και γεμιστών. Τα ίδια χέρια που πλάθουν ένα σωρό λιχουδιές, πλάθουν τώρα το μαλακό της δέρμα. Ο έμπειρος μάγειρας την απλώνει πάνω στο πλατύ τραπέζι του μαγειρείου και, αποκαλύπτοντας τα απόκρυφα μέρη του κορμιού της, καμαρώνει το κελεπούρι που του έτυχε αυτή τη μοιραία βραδιά. Η γυναίκα δεν κάνει καμμιά κίνηση να σκεπαστεί, απολαμβάνοντας και κείνη την επίδειξη του σώματός της σε κάποιον που το θαυμάζει και το ευχαριστιέται -όπως φαίνεται καθαρά. Κάτι παγωμένο ξεχύνεται στην καφτή απόκρυφη έρημο, «μάλλον μαγιονέζα» σκέφτεται, και μετά, η αίσθηση του μουστακιού που τη γαργαλάει ευχάριστα γλείφοντας το παχύρευστο παγωμένο υγρό ταυτόχρονα με το όργανο της ηδονής της, την κάνει να σπαράξει μέχρι δακρύων. «Φώναξε μάνα μου, φώναξε, μη βαστιέσαι» την παροτρύνει ο μάγειρας, κι εκείνη αφήνει κάτι μικρές κραυγούλες σαν πουλάκι, και ύστερα κάτι βραχνούς συριγμούς σα γουρουνοπούλα που ζευγαρώνει. Το σώμα το απλωμένο πάνω στο τραπέζι του μαγειρείου μοιάζει με αφράτο ζυμάρι έτοιμο να πλαστεί με τον πλάστη, για να ετοιμαστούν απο αυτό υπέροχα φύλλα για γλυκά και τυροπιττάκια.

Ο μάγειρας, έμπειρος και πολυταξιδεμένος, σκαρφαλώνει πάνω σε αυτή τη ζύμη, που φλέγεται να πλαστεί, και την πλάθει με όλο του το κορμί, πριν τοποθετήσει προσεκτικά το πλαστρόξυλό του στη σχετική υποδοχή, που το περιμένει με λαχτάρα. Πλάθει τα βυζιά, μια το ένα και μια το άλλο, και μετά και τα δυο μαζί, πλάθει την πλατειά κοιλιά, ανεβαίνει, κατεβαίνει, σύρεται πάνω στο μικρό βουναλάκι της αφράτης και κατάλευκης ζύμης. Ρουφάει και ψευτοδαγκώνει τις ρόγες που έχουν σκληρύνει απο τον πόθο, ενώ, με τα επιδέξια δάχτυλά του τρίβει το αφράτο της σπήλαιο με ταχύτητα και δύναμη, σα να τρίβει το κεφαλοτύρι στον τρίφτη. Η γυναίκα έχει δώσει ρέστα. Δε σκέφτεται ούτε το δρόμο που έχει να κάνει, ούτε τίποτε άλλο παρεκτός απο το κορμί της που φλέγεται και αποζητά τη δροσιά του σπέρματος για να σβηστεί. Ο μάγειρας απο την άλλη, το μόνο πού 'χει στο νου του είναι πώς να κάνει αυτό το θεσπέσιο όγκο απο σάρκα και οστά να καταλαγιάσει και να σταματήσει να σπαράσσεται πάνω στο τραπέζι του μαγειρείου. Η ορμή του είναι πολύ δυνατή, φοβάται όμως πως το στυλιάρι του δε θα αντέξει για περισσότερη ώρα, έτσι σταματά για λίγο να πάρει μιαν ανάσα. Η γυναίκα γυρνά στο πλάϊ να καμαρώσει με τη σειρά της τον τεχνίτη εραστή που της έλαχε. Ανακαθίζει στο τραπέζι, εντελώς απελευθερωμένη απο ντροπές και τα τοιαύτα, και αγκαλιάζει τρυφερά τον άντρα με τη φαλακρίτσα. Φιλιούνται ασυγκράτητα, ενώνοντας χείλη και γλώσσες. «Τι γλυκός που είναι ο ουρανίσκος σου» του ψιθυρίζει, κάνοντάς τον να ανάψει και να κορώσει.

Κατεβαίνουν απο το τραπέζι και κάθονται σε δυο καρέκλες αντικρυστά. «Ελα μάνα μου, έλα πάνω μου» λέει ο μάγειρας κι εκείνη ανεβαίνει πάνω του χωρίς δισταγμό, στηρίζοντας τα πέλματα στα ξύλα της καρέκλας για να μη τον βαραίνει και πολύ. Είναι αρκετά δύσκολο αυτό το χορευτικό για την ηλικία τους, αλλά το πάθος εξισορροπεί την έλλειψη σφρίγους. Η πράξη τελειώνει με την εκτόξευση του φαλλικού υγρού και τη λαίμαργη αναρρόφησή του απο τον διψασμένο κόλπο. Μένουν αγκαλιασμένοι αρκετήν ώρα, έτσι καθισμένοι, ακουμπώντας ο ένας το κεφάλι του στον ώμο του άλλου με τρυφερότητα, σαν άλογα ερωτευμένα. Η γυναίκα σηκώνεται, ντύνεται προσεχτικά, επιβλέποντας τις λεπτομέρειες του φορέματός της. Ο μάγειρας κάνει το ίδιο, αλλά εντελώς παραζαλισμένος. «Πως θα οδηγήσεις τώρα; μπορείς;» τη ρωτάει, και εισπράττει ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη «και βέβαια μπορώ! σαν πουλάκι πετάω τώρα!» του απαντά κάνοντας την καρδιά του να πετάξει μαζί με τη δική της.

Κερνάει αναψυκτικό και της βάζει στο χέρι τα σακκουλάκια με τα τρόφιμα για το δρόμο. Εκείνη στρέφει προς την πόρτα, τείνοντας το χέρι σε έναν ενθουσιώδη χαιρετισμό. Χαιρετάει κι εκείνος χαμογελώντας και κλειδώνει την πόρτα του μαγειρείου απο μέσα. Σήμερα το βράδυ δε θα γυρίσει σπίτι του, θα πέσει για ύπνο στο μικρό ντιβανάκι του προθαλάμου του εστιατορίου. Είναι ψόφιος, αλλά και πανευτυχής συνάμα. Με ελαφρά στραβωμένο στόμα οσμίζεται τη μυρωδιά της γυναίκας στο παχύ του μουστάκι, μια ευωδιά που είχε αρκετό καιρό να απολαύσει. Αύριο ξημερώνει μια όμορφη μέρα, μια μέρα που ο μάγειρας δε θα ζηλεύει και τόσο πολύ τα νιάτα και τη λεβεντιά του νεαρού αρχαιολόγου...

_________________
ΣΗΜ.1. Γράφτηκε στις 14 Σεπτ. 2003
ΣΗΜ.2. Για 7 μέρες ηχητικά εδώ
ΣΗΜ.3. Αφιερωμένο στο μάγειρα Αθήναιο (για τα καβούρια)
ΣΗΜ.4. Η φωτο via Χνούδι

8 σχόλια:

Αθήναιος είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ για την αφιέρωση. Το κείμενο είναι απόλυτα ρεαλιστικό κ τί να λέω τί σκηνικά μου θύμισε. :-)

NinaC είπε...

Εγώ επιμένω: Πότε θα οργανώσουμε εκδρομή στους Δελφούς???

:ppppp

Annabooklover είπε...

Συγχαρητήρια Ροδιά! Μάκαρι κάποιοι να το έχουν ζήσει!

Λαμπρούκος είπε...

Καλέ ωραίο πράμα η μαγειρική. Και γω που τη βαριόμουνα ο μαλάκας. Από αύριο πάω να πάρω ποδιά και σκούφο!

Marialena είπε...

Καλημέρα Ροδιά μου και από μένα. Ξέρεις ήδη πόσο μου αρέσουν οι αναφορές σου σε τέτοια θέματα με χροιά Μεγάλου Ανατολικού. Λίγο βαρβάτος ο μάγειρας σε σχέση με τους δύο προηγούμενους ήρωές σου, αλλά και πολύ μα πολύ ανθρώπινος!

(Υ.Γ. σήμερα έχω γιορτούλα στο Moments. Αν θες πέρασε να πάρεις και το δωράκι σου... σε φιλώ, Μ.)

Epicuros είπε...

Κι εμείς οι ερασιτένες μάγειρες τι πρέπει να κάνουμε για να έχουμε τέτοια τυχερά; Πολύ καλό! Μόλις ανεκάλυψα αυτό το blog σου... Χάρις στον Αθήναιο που με παρέπεμψε εδώ! 'Αρχισα να βλέπω με άλλο μάτι τη μαγειρική... Πρέπει να κάνω σχέδια!!!

Μίλτος Ρηγόπουλος είπε...

μιά χαρά το πας... συνέχισε. μα τι λέω , αφού έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσεις...

aeipote είπε...

Ε, ρε γλέντια!