Κανείς
δεν με ρώτησε πριν με φέρει στον κήπο
με τις τραμπάλες ή, μάλλον, για να είμαι
ακριβής, δεν θυμάμαι να με ρώτησε κανείς.
Ετσι, ξημερώθηκα ένα πρωί σ’ αυτόν τον
τόπο που δεν φανταζόμουν καν ότι υπάρχει.
Ξάπλωσα, δηλαδή, ένα βραδάκι να κοιμηθώ
στο απαλό μου στρωματάκι και -τσούπ!-
ξύπνησα δεμένος σε έναν θρόνο -ξέρεις,
αυτή τη μεγάλη πολυθρόνα με την ψηλή
ράχη- κολλημένον σε μια τραμπάλα κι αυτό
το κατάλαβα όταν, ενώ πάταγα γερά στο
χώμα, ξαφνικά έχασα το έδαφος κάτω από
τα πόδια μου και τινάχτηκα ψηλά.
Τότε,
είδα όλον τον τόπο πανοραμικά. Ηταν ένας
κήπος, μια παιδική χαρά σα
να λέμε, γεμάτος με τραμπάλες όπου
μυριάδες άνθρωποι τραμπαλίζονταν
καθισμένοι σε πανομοιότυπες πολυθρόνες
με ψηλές ράχες και η μόνη διαφορά μεταξύ
τους ήταν στις ταπετσαρίες. Καμμιά
πολυθρόνα δεν ήταν ντυμένη με την ίδια
ποιότητα υφάσματος, ούτε είχε το ίδιο
χρώμα με την άλλη. Η δική μου ήτανε
βελούδινη σε χρώμα μπλε μαρέν, αυτό το
μπλε που το λένε “του ναυτικού”.
Η
βασική ιδιομορφία όμως, ήταν ότι οι
τραμπαλιζόμενοι άνθρωποι δεν βλέπαν
τον απέναντί τους, τον παρτενέρ τους
στο παιχνίδι δηλαδή, επειδή οι πολυθρόνες
ήταν καρφωμένες με τη ράχη προς το κέντρο
της τραμπάλας κι έτσι ο κάθε παίχτης
μπορούσε να τα βλέπει όλα εκτός από τον
συμπαίχτη του.
Ευτυχώς,
μετά από κάποια συνεννόηση -για καλή
μου τύχη, μιλούσαμε την ίδια γλώσσα- με
τον απέναντί μου, μπόρεσα να έχω μια
εικόνα για το ποιος βρισκόταν πίσω μου,
αφού του έδωσα κι εκεινού σχετικές
πληροφορίες. Οταν λέω “απέναντι” εννοώ
τον όχι ακριβώς απέναντι αλλά τον
απέναντι μεν, αλλά κάπως πλαγίως, αυτόν
που θα μπορούσε να έχει μια καλή εικόνα
για την δική μου την τραμπάλα. Ο απέναντι
λοιπόν, με πληροφόρησε ότι πίσω μου
βρισκόταν μια γυναίκα αρκετά σωματώδης
και νευρική ώστε να προκαλεί ισχυρές
ταλαντώσεις στην τραμπάλα μας -γιατί
ήταν φυσικά και δική της η συγκεκριμένη
τραμπάλα- προσπαθώντας να με ρίξει κάτω,
ενώ πίσω από τον απέναντι βρισκόταν ένα
αδύναμο παιδάκι και ήταν στην κρίση του
να το ρίξει ή να το προστατέψει. Για την
ώρα, του φερόταν με αβρότητα, κάνοντας
ελαφρούς τραμπαλισμούς και το παιδάκι
έδειχνε να το διασκεδάζει γελώντας
δυνατά.
Δεν
ξέρω αν η σύντροφός μου στο παιχνίδι
είχε πληροφορηθεί για το ποιόν μου,
πάντως προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με
ξεφορτωθεί. Εκεί που ηρεμούσα ακουμπώντας
τα πέλματα στο χώμα, ξαφνικά τιναζόμουν
ψηλά χωρίς καμμιά προειδοποίηση. Η
τραμπάλα έτριζε και νόμιζα ότι θα
διαλυθεί, θα σπάσει σε χίλια κομμάτια.
“Ε, κυρά μου τι κάνεις; θα με πετάξεις
κάτω!” σκέφτηκα να της φωνάξω και ίσως
και να το φώναξα καναδυό φορές, αλλά τα
τινάγματα δυνάμωσαν κι ένα άγριο
μουγκρητό έγλειψε το σβέρκο μου
διαπερνώντας την ψηλή ράχη του θρόνου
μου.
Προσπαθούσα
να κρατηθώ με όλη μου τη δύναμη, γαντζωμένος
γερά δεξιά κι αριστερά στα μπράτσα της
πολυθρόνας κι αναρωτιόμουν πόσο άραγε
θα κρατήσει αυτό το βιολί, όταν ακούστηκε
ο ήχος μιας σάλπιγγας. Τι άραγε να
σάλπιζε; την ώρα του φαγητού ή την ώρα
της ανάπαυλας; Τίποτε από τα δύο, όπως
παρατήρησα. Ηταν η ώρα της βαθμολόγησης
και της απαλλαγής από το μαρτυρικό αυτό
παιχνίδι όσων είχαν φερθεί ανθρωπινά
στους συμπαίχτες τους. Ο πλαγίως απέναντί
μου, αυτός που διασκέδαζε το παιδάκι,
κατεβάστηκε από την τραμπάλα του. Αραγε
θα είχε απαλλαγεί χωρίς τη δική μου
συνδρομή; αν δεν τον πληροφορούσα ότι
πίσω του βρισκόταν ένα αδύναμο παιδάκι
τι θα είχε συμβεί; Ισως να είχε ρίξει
κάτω το μικρό αυτό πλάσμα, οπότε; Ας μη
το σκέφτομαι καλύτερα κι ας συγκεντρωθώ
στο δικό μου πρόβλημα: πώς να καταφέρω
να ηρεμήσω το άγριο πλάσμα – συγκάτοικο
στην τραμπάλα.
Εδώ
που τα λέμε πάντως, οι απότομες εκτινάξεις
έχουν και τα καλά τους. Μπορούσα να
πηγαίνω όλο και ψηλότερα, αποκτώντας
έτσι πλήρη θέαση του περιβάλλοντος κι
έτσι κατάφερα να δω σχεδόν ολόκληρο τον
κήπο με τις τραμπάλες. Ισως ο σκοπός της
αυμπαίχτριας να είναι αυτός, σκέφτηκα:
να ζητάει από μένα παρόμοια επιθετική
συμπεριφορά ώστε να τιναχτεί κι εκείνη
ψηλά να βλέπει καλύτερα. Ετσι, σε μια
ύστατη προσπάθεια συνεννόησης μαζί
της, έδωσα φτερά στην τραμπάλα, της έδωσα
και κατάλαβε που λένε. Πίσω μου άκουσα
κραυγές ευτυχίας με αποτέλεσμα, στο
επόμενο σάλπισμα, να απαλλαγώ με τη
σειρά μου από το μαρτύριο.
Με
κατέβασαν λοιπόν από την τραμπάλα και
με οδήγησαν πίσω, στο κρεβατάκι μου.
Ισως αναρωτηθείς -και δικαιολογημένα-
ποιοι ήταν αυτοί που με παίρναν και με
φέρναν και με οδηγούσαν, αλλά την ίδια
απορία έχω επίσης. Δεν έβλεπα κανέναν
αλλά είχα την αίσθησή του: ένοιωθα κάτι
ή κάποιον που φρόντιζε για τις μετακινήσεις
μου, δεν ήταν η δική μου βούληση που
επικρατούσε, δεν ήμουν εγώ, αλλά ήταν
αυτό ή αυτός ή εκείνοι που αποφάσιζε ή
αποφασίζαν αντί για μένα.
Σε
επόμενη φάση, οδηγήθηκα σε μια αίθουσα
γεμάτη καθρέφτες, αλλά αυτή είναι μια
άλλη ιστορία.
_______________
ΣΗΜ. γράφτηκε στις 30/5/2019 και στάλθηκε την ίδια μέρα σε διαγωνισμό διηγήματος.