Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες οι οποίες μας δυναστεύουν, κάθε 15ήμερο θα ανεβαίνει και απο μια τολμηρή ιστορία.
Ο νεαρός αρχαιολόγος στέκει πλάϊ σε μια κολόνα, παρόμοιος μ’ έναν αρχαίο περήφανο Κούρο, εντελώς ακίνητος. Τα ρούχα του είναι απλά και απέριττα, ένα τζιν ξεβαμμένο κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι στο χρώμα της άμμου. Η νεαρή τουρίστρια -μάλλον γαλλίδα- πλησιάζει με τη μηχανή της, καταγοητευμένη απο την εικόνα του νέου άνδρα πλάϊ στον αρχαίο κίονα, που, με τον ήλιο ακριβώς πίσω του, φαντάζει ως τμήμα γλυπτικής σύνθεσης -αναπόσπαστος απο το απομεινάρι του αρχαίου οικοδομήματος. Ενα κλικ! ακούγεται και η κοπέλα αφήνει ένα χαρούμενο γελάκι, που το μοντέλο της δεν κινήθηκε καθόλου κι έτσι κατάφερε να πετύχει μια υπέροχη φωτογραφία. Ο νεαρός αρχαιολόγος κινείται τώρα χαλαρά προς το μέρος της, ανταποδίδοντας το γέλιο με την αστραφτερή του οδοντοστοιχία. Λάμπει ολόκληρος με τον ήλιο πίσω του να στεφανώνει τα πλούσια μαλλιά του.
Η γαλλίδα ετοιμάζει την ψηφιακή μηχανή της για μια ακόμα φωτογραφία και το ευτυχές μοντέλο στέκει ξανά ακίνητο, έχοντας λάβει μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Ενα ακόμα κλικ! και η κοπέλα ξανασκάει στα γέλια. Λίγα βήματα προς το μέρος της, ένα δυο μικρά βηματάκια εκείνη προς τα πίσω, σκοντάφτει και μισοκάθεται με τα πόδια βυθισμένα σ’ ένα αβαθές όρυγμα. Ο νεαρός αρχαιολόγος βρίσκεται τώρα ακριβώς μπροστά της, τα επιδέξια χέρια του αγγίζουν τον αριστερό της βραχίονα και -χαμογελώντας πάντα, σαν άλογο που επιδεικνύεται στο μελλοντικό αγοραστή του- «χτυπήσατε;» ρωτάει στα γαλλικά. «Οχι, δεν είναι τίποτα..» απαντά η κοπέλα χωρίς να βιάζεται καθόλου να σηκωθεί. Τότε, κάθεται κι εκείνος πλάϊ της και αφοσιώνονται κι οι δυο τους στην απόλαυση της εικόνας του ήλιου που κοντεύει να δύσει.
Οι στιγμές αυτές είναι εντελώς δικές τους, μια και το γκρουπ έχει ήδη στραφεί προς την έξοδο του μνημείου. Μια φίλη της φωνάζει «έλα, έλα, σε λίγο θα κλείσει ο αρχαιολογικός χώρος» εκείνη απαντά «ναι, ναι, το ξέρω, έρχομαι» και, γονατίζοντας μπροστά στο νεαρό αρχαιολόγο, ξεκουμπώνει στα σβέλτα τα κουμπιά του τζιν του. Με εκπληκτική δεξιοτεχνία μπουκώνει το στύλο που ξεπετάγεται και του δίνει να καταλάβει τι εστί γλυπτική. Σμιλεύει με την τρυφερή της γλωσσίτσα τις ανύπαρκτες ατέλειες του σπαρασσόμενου μέλους και με τα δοντάκια της λαξεύει την απόληξή του τρυφερά, γύρω γύρω, και πάλι και πάλι... Ούτε ωχ! δεν προλαβαίνει να πει ο νεαρός αρχαιολόγος μπροστά στην καθηγήτρια των Καλών Τεχνών, που του κάνει την τιμή να ασχοληθεί μαζί του επι τόσην ώρα συνεχώς. Κάποτε, «πώς μπορώ να ανταποδώσω;» ρωτάει ψιθυριστά στο γαλλικό αφτάκι της, κι εκείνη σηκώνεται και τον κουκουλώνει πάραυτα με το φαρδύ και μακρύ της φουστάνι. Ευτυχώς η κοπέλα είχε προνοήσει να μη φορά τίποτε απο μέσα, κι εκείνος -ω, ευτυχία του!- επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ με δάχτυλα και γλώσσα. Η φίλη της, έχοντας φτάσει πλέον στην έξοδο, της ξαναφωνάζει, κι ενώ εκείνη απαντά «έρχομαι, έρχομαι, μια φωτογραφία ακόμη!» ανοίγει όλο και περισσότερο τα πόδια, όπως ο επαγγελματίας φωτογράφος που κρατά ισορροπία για να μη κουνηθεί η μηχανή του. Ο νεαρός αρχαιολόγος, χαμένος μέσα στις δίπλες του φουστανιού, ανταποδίδει απλόχερα τις προηγουμένως προσφερθείσες υπηρεσίες.
Οι δυο νέοι είναι εντελώς φουντωμένοι απο έρωτα, σα μπουμπούκια έτοιμα να σκάσουν στην άκρη του μίσχου τους. Ομως, ο χώρος πρέπει να κλείσει, ο φύλακας ήδη μπαίνει για να ρίξει μια ματιά μήπως έχει ξεχαστεί κάποιος επισκέπτης. Εκείνη τον βλέπει με το κοφτερό της βλέμμα και ξεσκεπάζει επιδέξια τον εραστή της, που ξαφνιάζεται, αλλά σύντομα καταλαβαίνει το κρίσιμο της στιγμής. «Πίσω απο το τουριστικό περίπτερο» της ξεφυσά λιγωμένος και προχωρά πρώτος, τάχα πως δε γνωρίζονται καν. «Αντε κοπέλα μου, άντε» μουρμουράει ο φύλακας, προσθέτοντας «τι σου είναι αυτές οι ξένες με τις φωτογραφίες τους» τη στιγμή που ο νεαρός αρχαιολόγος περνάει δίπλα του, κατευθυνόμενος προς την πίσω πλευρά του περιπτέρου. Η κοπέλα δεν αργεί καθόλου να τον φτάσει και, πίσω απο τα στοιβαγμένα κασόνια των αναψυκτικών, παίζεται η δεύτερη πράξη στα όρθια. Εμπρός, πίσω, τη στροβιλίζει στα νευρώδη του μπράτσα και το σώμα της ανταποκρίνεται, σα να είχαν προβάρει αλλεπάλληλες φορές αυτή τη συγκεκριμμένη χορογραφία. Τα κασόνια τους προστατεύουν τόσο, ώστε να τολμήσουν να γδυθούν εντελώς και να κρεμάσουν τα ρούχα τους σφηνώνοντάς τα στις εγκοπές τους. Ρουφάει βυζαίνοντας τα ηλιοψημμένα τσουρεκάκια που βρίσκονται στη θέση του στήθους της, ξεπλένει την πλάτη της με τη γλώσσα πάνω κάτω, κι εκείνη κάνει το ίδιο στους τρυφερούς του ώμους, εκεί, στην κλείδα. Για μια υπέροχη κι ανεπανάληπτη στιγμή, τα σώματά τους κλειδώνουν απόλυτα και η γεύση τους αναζητά την ύψιστη ηδονή. Την κρατά γυρισμένη ανάποδα με το κεφάλι προς τα κάτω και τους μηρούς της στους ώμους του, ώστε εκείνη να γευτεί τα περισσευούμενα υγρά του, ενώ εκείνος γεύεται τα δικά της που αναβλύζουν απο μια ρόδινη πηγή, στεφανωμένη με ολόξανθα αρωματισμένα ρείκια.
Κορεσμένοι απο την ποσότητα και την ποιότητα της αμφίδρομης έκφρασης της ηδονής τους, ντύνονται βιαστικά, αλληλλοβοηθούμενοι. Η κοπέλα μπαίνει στο περίπτερο λαχανιασμένη κι αναψοκοκκινισμένη, τάχα πως έτρεχε στο δρόμο, κι ο νεαρός αρχαιολόγος εισβάλλει στο χώρο του μαγειρείου γυρεύοντας απεγνωσμένα νερό.
«Τι γίνεται αφεντικό;» ρωτάει ο μάγειρας «με πόσες τον έπαιξες σήμερα;» Ο νεαρός όμως δεν είναι σε θέση ούτε να μιλήσει, μόνο ένα «αχ!» βγαίνει απο την ψυχή του, σωριάζεται αποκαμωμένος σε μια καρέκλα, και πίνει νερό απο το μπουκάλι που του προσφέρεται παγωμένο. Μετά, ξεκινώντας να φύγει, ρίχνει το περίσσευμα του μπουκαλιού στην κορφή του κεφαλιού του και στο πρόσωπο. «Αντε, αύριο πάλι» λέει ο μάγειρας καμαρώνοντας τα νιάτα και τη λεβεντιά του νεαρού, κι αυτός «ναι, αύριο, τα λέμε» απαντά και χάνεται στο σκοτάδι, που έχει ρίξει κιόλας το μουχρωμένο του μανδύα πάνω στη μαγική πόλη με τα αρχαία μυστήρια.
Ο μάγειρας συγυρίζει τα τελευταία σκεύη που έχουν μείνει αταχτοποίητα. Εχει φύγει όλο το προσωπικό για το κοντινό χωριό κι έχει μείνει τελευταίος -όπως κάθε βράδυ- για να κλείσει το κατάστημα. Ηταν μια κουραστική μέρα και για κείνον η σημερινή. Ευχαρίστως όμως θα άλλαζε την κούραση του μαγειρείου με τη γλυκειά κόπωση του έρωτα. Που ευκαιρίες για τέτοια όμως στην ηλικία του! σκέφτεται, τρίβοντας τη γυαλιστερή του καραφλίτσα με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό χαϊδεύει τα πρησμένα του αχαμνά. Θυμάται με νοσταλγία τα νιάτα του, όταν ήταν καραβομάγειρας στα καράβια του Ωνάση -θειός σχωρέστον- και ταξίδευε πέρα δώθε στον Ατλαντικό. Εβγαλε τα κλειδιά απο τη ζώνη του και, πάνω που θά ’κλεινε το μαγειρείο, νάσου και μπαίνει μια ψωμωμένη τουρίστρια γύρω στα πενήντα, που κάτι ζητάει -ένα κομματάκι ψωμί για το δρόμο, λίγο νερό, κανα φρούτο...
Ο νεαρός αρχαιολόγος στέκει πλάϊ σε μια κολόνα, παρόμοιος μ’ έναν αρχαίο περήφανο Κούρο, εντελώς ακίνητος. Τα ρούχα του είναι απλά και απέριττα, ένα τζιν ξεβαμμένο κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι στο χρώμα της άμμου. Η νεαρή τουρίστρια -μάλλον γαλλίδα- πλησιάζει με τη μηχανή της, καταγοητευμένη απο την εικόνα του νέου άνδρα πλάϊ στον αρχαίο κίονα, που, με τον ήλιο ακριβώς πίσω του, φαντάζει ως τμήμα γλυπτικής σύνθεσης -αναπόσπαστος απο το απομεινάρι του αρχαίου οικοδομήματος. Ενα κλικ! ακούγεται και η κοπέλα αφήνει ένα χαρούμενο γελάκι, που το μοντέλο της δεν κινήθηκε καθόλου κι έτσι κατάφερε να πετύχει μια υπέροχη φωτογραφία. Ο νεαρός αρχαιολόγος κινείται τώρα χαλαρά προς το μέρος της, ανταποδίδοντας το γέλιο με την αστραφτερή του οδοντοστοιχία. Λάμπει ολόκληρος με τον ήλιο πίσω του να στεφανώνει τα πλούσια μαλλιά του.
Η γαλλίδα ετοιμάζει την ψηφιακή μηχανή της για μια ακόμα φωτογραφία και το ευτυχές μοντέλο στέκει ξανά ακίνητο, έχοντας λάβει μια ελαφρά κλίση προς τα δεξιά. Ενα ακόμα κλικ! και η κοπέλα ξανασκάει στα γέλια. Λίγα βήματα προς το μέρος της, ένα δυο μικρά βηματάκια εκείνη προς τα πίσω, σκοντάφτει και μισοκάθεται με τα πόδια βυθισμένα σ’ ένα αβαθές όρυγμα. Ο νεαρός αρχαιολόγος βρίσκεται τώρα ακριβώς μπροστά της, τα επιδέξια χέρια του αγγίζουν τον αριστερό της βραχίονα και -χαμογελώντας πάντα, σαν άλογο που επιδεικνύεται στο μελλοντικό αγοραστή του- «χτυπήσατε;» ρωτάει στα γαλλικά. «Οχι, δεν είναι τίποτα..» απαντά η κοπέλα χωρίς να βιάζεται καθόλου να σηκωθεί. Τότε, κάθεται κι εκείνος πλάϊ της και αφοσιώνονται κι οι δυο τους στην απόλαυση της εικόνας του ήλιου που κοντεύει να δύσει.
Οι στιγμές αυτές είναι εντελώς δικές τους, μια και το γκρουπ έχει ήδη στραφεί προς την έξοδο του μνημείου. Μια φίλη της φωνάζει «έλα, έλα, σε λίγο θα κλείσει ο αρχαιολογικός χώρος» εκείνη απαντά «ναι, ναι, το ξέρω, έρχομαι» και, γονατίζοντας μπροστά στο νεαρό αρχαιολόγο, ξεκουμπώνει στα σβέλτα τα κουμπιά του τζιν του. Με εκπληκτική δεξιοτεχνία μπουκώνει το στύλο που ξεπετάγεται και του δίνει να καταλάβει τι εστί γλυπτική. Σμιλεύει με την τρυφερή της γλωσσίτσα τις ανύπαρκτες ατέλειες του σπαρασσόμενου μέλους και με τα δοντάκια της λαξεύει την απόληξή του τρυφερά, γύρω γύρω, και πάλι και πάλι... Ούτε ωχ! δεν προλαβαίνει να πει ο νεαρός αρχαιολόγος μπροστά στην καθηγήτρια των Καλών Τεχνών, που του κάνει την τιμή να ασχοληθεί μαζί του επι τόσην ώρα συνεχώς. Κάποτε, «πώς μπορώ να ανταποδώσω;» ρωτάει ψιθυριστά στο γαλλικό αφτάκι της, κι εκείνη σηκώνεται και τον κουκουλώνει πάραυτα με το φαρδύ και μακρύ της φουστάνι. Ευτυχώς η κοπέλα είχε προνοήσει να μη φορά τίποτε απο μέσα, κι εκείνος -ω, ευτυχία του!- επιδίδεται στο αγαπημένο του σπορ με δάχτυλα και γλώσσα. Η φίλη της, έχοντας φτάσει πλέον στην έξοδο, της ξαναφωνάζει, κι ενώ εκείνη απαντά «έρχομαι, έρχομαι, μια φωτογραφία ακόμη!» ανοίγει όλο και περισσότερο τα πόδια, όπως ο επαγγελματίας φωτογράφος που κρατά ισορροπία για να μη κουνηθεί η μηχανή του. Ο νεαρός αρχαιολόγος, χαμένος μέσα στις δίπλες του φουστανιού, ανταποδίδει απλόχερα τις προηγουμένως προσφερθείσες υπηρεσίες.
Οι δυο νέοι είναι εντελώς φουντωμένοι απο έρωτα, σα μπουμπούκια έτοιμα να σκάσουν στην άκρη του μίσχου τους. Ομως, ο χώρος πρέπει να κλείσει, ο φύλακας ήδη μπαίνει για να ρίξει μια ματιά μήπως έχει ξεχαστεί κάποιος επισκέπτης. Εκείνη τον βλέπει με το κοφτερό της βλέμμα και ξεσκεπάζει επιδέξια τον εραστή της, που ξαφνιάζεται, αλλά σύντομα καταλαβαίνει το κρίσιμο της στιγμής. «Πίσω απο το τουριστικό περίπτερο» της ξεφυσά λιγωμένος και προχωρά πρώτος, τάχα πως δε γνωρίζονται καν. «Αντε κοπέλα μου, άντε» μουρμουράει ο φύλακας, προσθέτοντας «τι σου είναι αυτές οι ξένες με τις φωτογραφίες τους» τη στιγμή που ο νεαρός αρχαιολόγος περνάει δίπλα του, κατευθυνόμενος προς την πίσω πλευρά του περιπτέρου. Η κοπέλα δεν αργεί καθόλου να τον φτάσει και, πίσω απο τα στοιβαγμένα κασόνια των αναψυκτικών, παίζεται η δεύτερη πράξη στα όρθια. Εμπρός, πίσω, τη στροβιλίζει στα νευρώδη του μπράτσα και το σώμα της ανταποκρίνεται, σα να είχαν προβάρει αλλεπάλληλες φορές αυτή τη συγκεκριμμένη χορογραφία. Τα κασόνια τους προστατεύουν τόσο, ώστε να τολμήσουν να γδυθούν εντελώς και να κρεμάσουν τα ρούχα τους σφηνώνοντάς τα στις εγκοπές τους. Ρουφάει βυζαίνοντας τα ηλιοψημμένα τσουρεκάκια που βρίσκονται στη θέση του στήθους της, ξεπλένει την πλάτη της με τη γλώσσα πάνω κάτω, κι εκείνη κάνει το ίδιο στους τρυφερούς του ώμους, εκεί, στην κλείδα. Για μια υπέροχη κι ανεπανάληπτη στιγμή, τα σώματά τους κλειδώνουν απόλυτα και η γεύση τους αναζητά την ύψιστη ηδονή. Την κρατά γυρισμένη ανάποδα με το κεφάλι προς τα κάτω και τους μηρούς της στους ώμους του, ώστε εκείνη να γευτεί τα περισσευούμενα υγρά του, ενώ εκείνος γεύεται τα δικά της που αναβλύζουν απο μια ρόδινη πηγή, στεφανωμένη με ολόξανθα αρωματισμένα ρείκια.
Κορεσμένοι απο την ποσότητα και την ποιότητα της αμφίδρομης έκφρασης της ηδονής τους, ντύνονται βιαστικά, αλληλλοβοηθούμενοι. Η κοπέλα μπαίνει στο περίπτερο λαχανιασμένη κι αναψοκοκκινισμένη, τάχα πως έτρεχε στο δρόμο, κι ο νεαρός αρχαιολόγος εισβάλλει στο χώρο του μαγειρείου γυρεύοντας απεγνωσμένα νερό.
«Τι γίνεται αφεντικό;» ρωτάει ο μάγειρας «με πόσες τον έπαιξες σήμερα;» Ο νεαρός όμως δεν είναι σε θέση ούτε να μιλήσει, μόνο ένα «αχ!» βγαίνει απο την ψυχή του, σωριάζεται αποκαμωμένος σε μια καρέκλα, και πίνει νερό απο το μπουκάλι που του προσφέρεται παγωμένο. Μετά, ξεκινώντας να φύγει, ρίχνει το περίσσευμα του μπουκαλιού στην κορφή του κεφαλιού του και στο πρόσωπο. «Αντε, αύριο πάλι» λέει ο μάγειρας καμαρώνοντας τα νιάτα και τη λεβεντιά του νεαρού, κι αυτός «ναι, αύριο, τα λέμε» απαντά και χάνεται στο σκοτάδι, που έχει ρίξει κιόλας το μουχρωμένο του μανδύα πάνω στη μαγική πόλη με τα αρχαία μυστήρια.
Ο μάγειρας συγυρίζει τα τελευταία σκεύη που έχουν μείνει αταχτοποίητα. Εχει φύγει όλο το προσωπικό για το κοντινό χωριό κι έχει μείνει τελευταίος -όπως κάθε βράδυ- για να κλείσει το κατάστημα. Ηταν μια κουραστική μέρα και για κείνον η σημερινή. Ευχαρίστως όμως θα άλλαζε την κούραση του μαγειρείου με τη γλυκειά κόπωση του έρωτα. Που ευκαιρίες για τέτοια όμως στην ηλικία του! σκέφτεται, τρίβοντας τη γυαλιστερή του καραφλίτσα με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό χαϊδεύει τα πρησμένα του αχαμνά. Θυμάται με νοσταλγία τα νιάτα του, όταν ήταν καραβομάγειρας στα καράβια του Ωνάση -θειός σχωρέστον- και ταξίδευε πέρα δώθε στον Ατλαντικό. Εβγαλε τα κλειδιά απο τη ζώνη του και, πάνω που θά ’κλεινε το μαγειρείο, νάσου και μπαίνει μια ψωμωμένη τουρίστρια γύρω στα πενήντα, που κάτι ζητάει -ένα κομματάκι ψωμί για το δρόμο, λίγο νερό, κανα φρούτο...
4 σχόλια:
7 days here: Glyptiki-mp3 3,26MB
Βρε συ, Ροδιά, μήπως ξέρεις σε ποιον αρχαιολογικό χώρο θα είναι ο αρχαιολόγος την επόμενη Κυριακή??
:p
Αυτό που γνωρίζω στα σίγουρα είναι ότι σε 15 μέρες θα παίξει ο μάγειρας!
Μετά τον κ. Ιππότη και τη Δεσποσύνη, έρχεται ο νεαρός αρχαιολόγος και ο μάγειρας. Αχ, κυρία Ροδιά πως μας καταλαβαίνετε... Την καλημέρα μου με πολλές εμπνεύσεις και ακόμα πιο σκανδαλιστική διάθεση, Μ.
Δημοσίευση σχολίου