Ενα μυγάκι έχει καθήσει στο πλάϊ της μύτης του. Κάνει πολλή ζέστη, καιρός ασυνήθιστος για το Λονδίνο. Ζέστη και υγρασία μαζί, το κοκτέϊλ είναι αφόρητο. Χειρότερο κι από μολότωφ. Με τη ζέστη, έχουν εγκαταλείψει και τα τσογλάνια την πόλη. Πόσο αποζητά τώρα τη φασαρία τους! Ακόμα και μια μπόμπα θα ήταν ευπρόσδεκτη, μια και θα μπορούσε -επιτέλους!- να κουνηθεί λιγουλάκι. Η μύγα εκεί, κάνει καλά τη δουλειά της. Αλλοιθωρίζοντας ελαφρά, τη συλλαμβάνει να ξύνει νωχελικά τα πίσω της ποδαράκια. Κι αυτή η αμερικάνα, είναι ανάγκη να στέκεται τόσην ώρα μπροστά του και να τον φωτογραφίζει; Ούτε να παίξει λίγο το μάγουλό του δε μπορεί, πόσο μάλλον να φυσήξει στα κλεφτά λίγο προς τα πάνω, μήπως και τη διώξει.
Παλιόμυγα! Ποιος ξέρει απο πού έχει έρθει. Εκεί γύρω δεν έχει, βέβαια, σκουπίδια. Απο τους καμπινέδες του παλατιού ίσως; Χμμ.. σκέφτεται, «ίχνη απο βασιλικό σκατό στη μύτη μου», και ξεκαρδίζεται -απο μέσα του ευτυχώς. Μπορεί να είναι κι απο την κουζίνα του παλατιού όμως. Αν η μύγα κρατούσε στα ποδάρια της κάτι μεγαλύτερο, θα μπορούσε τώρα να γνωρίζει -από την οσμή- τι μαγει-ρεύεται σήμερα στα μπρούτζινα κατσαρολικά του Μπάκιγχαμ. Κρίμα που μια μύγα δε μπορεί να κρατά κάτι τι μεγάλο στα ποδάρια της, όπως π.χ. τα μυρμήγκια. Αν γινόταν αυτό, σίγουρα δε θα μπορούσε να πετάξει, οπότε δε θα μπορούσε να βρεθεί και πάνω στην καημένη τη μύτη του.
Μετά βίας συγκρατεί ένα ηχηρότατο φτάρνισμα. Του έρχεται να φταρνιστεί απανωτά, αλλά η αυτοπειθαρχία του είναι σιδερένια. Δεν τον αφήνει να κινηθεί, πόσο μάλλον να φταρνιστεί. Η αμερικάνα συνεχίζει να τον φωτογραφίζει. Τώρα δα, φωνάζει και τη φίλη της, να φωτογραφηθούν μαζί. Δίνει την κάμερα σε κάποιον περαστικό -πού βρέθηκε κι αυτός τώρα εδώ μεσημεριάτικα;- και τον παρακαλεί να τις τραβήξει μαζί. Ο περαστικός άλλο που δε θέλει. Παίρνει τη μηχανή με προθυμία κι εξαφανίζεται τρέχοντας.
Αχ! Πόσο τη χαίρεται αυτή την αναπάντεχη τροπή! Εγλημα και τιμωρία. Τώρα οι δυο αμερικάνες τρέχουν πίσω απο τον κλέφτη αλαφιασμένες, φωνάζοντας κιόλας προς τον αστυνομικό υπηρεσίας, που δεν κινείται καθόλου, αραγμένος στη σκιά. Δεν είναι δουλειά του να κυνηγά τους κλέφτες, αλλά να προσέχει μήπως πλησιάσει κάποιος σε απόσταση ανεπίτρεπτη τους φύλακες της πύλης των ανακτόρων.
Ρίχνει κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά, κανείς. Αφήνει ένα ελαφρύ φύσημα προς τα πάνω, τίποτα. Η μύγα ούτε που το κατάλαβε, ή, αν το κατάλαβε, μπορεί και να της άρεσε κιόλας. Ωχ! Πλησιάζουν κάτι γιαπωνέζοι. Μάλλον οικογένεια είναι. Με δυο παιδιά γύρω στα δέκα-δώδεκα. Ο πατέρας, απολύτως συστηματικός, κρατά κάμερα και τον βιντεοσκοπεί γύρω γύρω, κι αυτόν και το περιβάλλον. Τα παιδιά είναι φρόνιμα, ευτυχώς. Στέκονται σούζα.
Φεύγουν οι γιαπωνέζοι και πλακώνει τώρα μια κοπελίτσα μελαχροινή. Δεν κρατάει κάμερα. Τι στο καλό γυρεύει ντάλα μεσημέρι κάτω απο τον καφτό ήλιο; Αρχίζει να τον πλησιάζει επικίνδυνα, σε απόσταση αναπνοής. Ρίχνει μια απελπισμένη ματιά στον αστυνομικό υπηρεσίας που παρατηρεί τα τεκταινόμενα και με λύπη του βλέπει πως πρέπει να αφήσει για λίγο τον ίσκιο του. Ποιος ξέρει τι πάει να σκαρώσει τώρα η μικρή, που ανοίγει κιόλας την τσάντα της. Ο αστυνομικός, που έχει πάρει χαμπάρι την κοπέλα, σηκώνεται. Η κοπέλα βγάζει ένα μαντηλάκι και το τινάζει μπροστά στο πρόσωπό του. Αχ! Πάει η μύγα! Επιτέλους.
Ο αστυνομικός, αρπάζει την κοπέλα απο το μπράτσο. Εκείνη εξηγεί με φτωχά αγγλικά «είχε μια μύγα στο πρόσωπό του» κι ο αστυνομικός την αφήνει, αφού ρίξει μια ματιά στο διαβατήριό της. Η κοπέλα προχωρεί προς το απέναντι πεζοδρόμιο, στέκεται και του ρίχνει ένα γελαστό βλέμμα. Εκείνος, χωρίς να δώσει καμμιά σημασία, ούτε στον αστυνομικό, ούτε στην αυτοπειθαρχία του, της σκάει ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Η κοπέλα στρίβει και χάνεται. Η μύγα έχει ήδη χαθεί. Πριν προλάβει να του ανακοινώσει ο αστυνομικός την ποινή του, πέφτει ξερός μπρούμυτα στις πλάκες. Αύριο θα γράψουν οι εφημερίδες πόσο επηρρέασε ο καύσωνας τον πληθυσμό της πόλης. Τόσο πολύ, που ακόμα κι ένας σκληροτράχηλος ουσάρος της ανακτορικής φρουράς δε μπόρεσε να την αντέξει.
__________________
ηχητικά εδώ
Παλιόμυγα! Ποιος ξέρει απο πού έχει έρθει. Εκεί γύρω δεν έχει, βέβαια, σκουπίδια. Απο τους καμπινέδες του παλατιού ίσως; Χμμ.. σκέφτεται, «ίχνη απο βασιλικό σκατό στη μύτη μου», και ξεκαρδίζεται -απο μέσα του ευτυχώς. Μπορεί να είναι κι απο την κουζίνα του παλατιού όμως. Αν η μύγα κρατούσε στα ποδάρια της κάτι μεγαλύτερο, θα μπορούσε τώρα να γνωρίζει -από την οσμή- τι μαγει-ρεύεται σήμερα στα μπρούτζινα κατσαρολικά του Μπάκιγχαμ. Κρίμα που μια μύγα δε μπορεί να κρατά κάτι τι μεγάλο στα ποδάρια της, όπως π.χ. τα μυρμήγκια. Αν γινόταν αυτό, σίγουρα δε θα μπορούσε να πετάξει, οπότε δε θα μπορούσε να βρεθεί και πάνω στην καημένη τη μύτη του.
Μετά βίας συγκρατεί ένα ηχηρότατο φτάρνισμα. Του έρχεται να φταρνιστεί απανωτά, αλλά η αυτοπειθαρχία του είναι σιδερένια. Δεν τον αφήνει να κινηθεί, πόσο μάλλον να φταρνιστεί. Η αμερικάνα συνεχίζει να τον φωτογραφίζει. Τώρα δα, φωνάζει και τη φίλη της, να φωτογραφηθούν μαζί. Δίνει την κάμερα σε κάποιον περαστικό -πού βρέθηκε κι αυτός τώρα εδώ μεσημεριάτικα;- και τον παρακαλεί να τις τραβήξει μαζί. Ο περαστικός άλλο που δε θέλει. Παίρνει τη μηχανή με προθυμία κι εξαφανίζεται τρέχοντας.
Αχ! Πόσο τη χαίρεται αυτή την αναπάντεχη τροπή! Εγλημα και τιμωρία. Τώρα οι δυο αμερικάνες τρέχουν πίσω απο τον κλέφτη αλαφιασμένες, φωνάζοντας κιόλας προς τον αστυνομικό υπηρεσίας, που δεν κινείται καθόλου, αραγμένος στη σκιά. Δεν είναι δουλειά του να κυνηγά τους κλέφτες, αλλά να προσέχει μήπως πλησιάσει κάποιος σε απόσταση ανεπίτρεπτη τους φύλακες της πύλης των ανακτόρων.
Ρίχνει κλεφτές ματιές δεξιά-αριστερά, κανείς. Αφήνει ένα ελαφρύ φύσημα προς τα πάνω, τίποτα. Η μύγα ούτε που το κατάλαβε, ή, αν το κατάλαβε, μπορεί και να της άρεσε κιόλας. Ωχ! Πλησιάζουν κάτι γιαπωνέζοι. Μάλλον οικογένεια είναι. Με δυο παιδιά γύρω στα δέκα-δώδεκα. Ο πατέρας, απολύτως συστηματικός, κρατά κάμερα και τον βιντεοσκοπεί γύρω γύρω, κι αυτόν και το περιβάλλον. Τα παιδιά είναι φρόνιμα, ευτυχώς. Στέκονται σούζα.
Φεύγουν οι γιαπωνέζοι και πλακώνει τώρα μια κοπελίτσα μελαχροινή. Δεν κρατάει κάμερα. Τι στο καλό γυρεύει ντάλα μεσημέρι κάτω απο τον καφτό ήλιο; Αρχίζει να τον πλησιάζει επικίνδυνα, σε απόσταση αναπνοής. Ρίχνει μια απελπισμένη ματιά στον αστυνομικό υπηρεσίας που παρατηρεί τα τεκταινόμενα και με λύπη του βλέπει πως πρέπει να αφήσει για λίγο τον ίσκιο του. Ποιος ξέρει τι πάει να σκαρώσει τώρα η μικρή, που ανοίγει κιόλας την τσάντα της. Ο αστυνομικός, που έχει πάρει χαμπάρι την κοπέλα, σηκώνεται. Η κοπέλα βγάζει ένα μαντηλάκι και το τινάζει μπροστά στο πρόσωπό του. Αχ! Πάει η μύγα! Επιτέλους.
Ο αστυνομικός, αρπάζει την κοπέλα απο το μπράτσο. Εκείνη εξηγεί με φτωχά αγγλικά «είχε μια μύγα στο πρόσωπό του» κι ο αστυνομικός την αφήνει, αφού ρίξει μια ματιά στο διαβατήριό της. Η κοπέλα προχωρεί προς το απέναντι πεζοδρόμιο, στέκεται και του ρίχνει ένα γελαστό βλέμμα. Εκείνος, χωρίς να δώσει καμμιά σημασία, ούτε στον αστυνομικό, ούτε στην αυτοπειθαρχία του, της σκάει ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Η κοπέλα στρίβει και χάνεται. Η μύγα έχει ήδη χαθεί. Πριν προλάβει να του ανακοινώσει ο αστυνομικός την ποινή του, πέφτει ξερός μπρούμυτα στις πλάκες. Αύριο θα γράψουν οι εφημερίδες πόσο επηρρέασε ο καύσωνας τον πληθυσμό της πόλης. Τόσο πολύ, που ακόμα κι ένας σκληροτράχηλος ουσάρος της ανακτορικής φρουράς δε μπόρεσε να την αντέξει.
__________________
ηχητικά εδώ
3 σχόλια:
Είχα δει μια ταινία μικρού μήκους νομίζω με θέμα έναν τσολία του συντάγματος και μια αγγλίδα τουρίστρια που ερωτεύονται ας πούμε...Αυτό μου θύμησε το κείμενό σου.
Αλλά γιατί το έριξες χάμου το παλικάρι? Όπως και να έχει μου άρεσε.
Μόνος του έπεσε.. για να γλιτώσει την ψειρού!
:-)
..ναι.. τη θυμάμαι την τανία, με το Νίκο (νομίζω) .. δε θυμάμαι επίθετο.. ενας κούκλος ήταν!
Πάνω από όλα μ' αρέσουν οι τίτλοι σου
Δημοσίευση σχολίου