13 Δεκ 2006

ΕΡΕΥΝΑ: επισκέπτες από το Google στο Blogometro



Είχα την ιδέα να δω ποιοι είναι οι επισκέπτες που κρατούν σε εγρήγορση το Blogometro με τις ιστορίες μου, και να τα αποτελέσματα! Εκτός από δυο τρεις που μπήκαν από το προφίλ, οι υπόλοιποι μπήκαν μέσω αναζήτησης λέξεων. Ποιές λέξεις αναζητούσαν και σε ποια κείμενα έπεσαν..? Βουαλά (από τα πρόσφατα προς τα παλαιότερα):



01. Χριστουγεννιάτικες ζωγραφιές, 13 Dec, Wed, 18:52:39
Χριστουγεννιάτικες μέρες

02. άλογο , 13 Dec, Wed, 18:37:21
Το άλογο

03. καναπεσ γωνια, 13 Dec, Wed, 18:35:11
Ο ΚΑΝΑΠΕΣ

04. ΠΟΥΤΑΝΕΣ, 13 Dec, Wed, 18:20:18
“ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ”!

05. οικολογικα καλλυντικα, 13 Dec, Wed, 18:07:52
ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ

06. καρκινος και ρόδια, 13 Dec, Wed, 17:55:00
Επιστολή προς διαδικτυακό φίλο

07. Λιλιπούπολη, 13 Dec, Wed, 17:31:47
Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

08. ΠΟΥΤΑΝΕΣ, 13 Dec, Wed, 17:05:26
“ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ”!

09. βροχη, 13 Dec, Wed, 17:03:20
Η ΒΡΟΧΗ

10. καναπεσ γωνια, 13 Dec, Wed, 16:58:55
Ο ΚΑΝΑΠΕΣ

11. ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ, 13 Dec, Wed, 16:28:44
Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

12. ΜΟΥΝΙ, 13 Dec, Wed, 16:07:21
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΙΟΥΛΙΑ

13. εικονες νοσοκομειου, 13 Dec, Wed, 16:00:32
Ιστορια με εικονες

14. ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ, 13 Dec, Wed, 15:59:20
Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ

15. <<ΤΣΟΥΛΑ>>, 13 Dec, Wed, 15:45:03
Η μοιραία βαρώνη

16. παιδικο μουνι, 13 Dec, Wed, 15:36:25
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΙΟΥΛΙΑ & ΤΟ ΠΑΡΤΥ

17. είμαι μαλάκας, 13 Dec, Wed, 15:35:51
“ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ”!

18. ΠΟΥΤΑΝΕΣ, 13 Dec, Wed, 14:52:34
“ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ”!

19. Χριστουγεννιάτικες ζωγραφιές, 13 Dec, Wed, 14:43:58
Χριστουγεννιάτικες μέρες

------------
ΣΗΜ. Παρατηρώ ότι τα γυναικεία γεννητικά όργανα και σχετικές λέξεις κυριαρχούν. Ενας γωνιακός καναπές αγχώνει κάποιον αναζητητή, καθώς και ένας ελέφαντας! Ε, λόγω των ημερών, υπήρχαν και δυο αναζητήσεις για χριστουγεννιάτικες ζωγραφιές -ευτυχώς!

23 Νοε 2006

ΤΟ ΔΩΡΟ ΜΟΥ (Η ΒΟΛΤΑ)

Σαν θα γιορτάσω τα γενέθλιά μου,
για δώρο από σένα θέλω βόλτα.
Μεγάλη,
να ξεκινάει ανοίγοντας την πόρτα
και να τελειώνει σε μιά ψάθα, στ' ακρογιάλι.

*****

Χειμώνας θάναι και θα κάνει κρύο,
μα σκέψου!
Θάλασσα, ουρανός κι εμείς οι δύο!
Στην ψάθα καθισμένοι θα ρουφάμε το ρακί
μέσ' από το παγούρι,
χρώματος χακί!

*****

Του χρόνου, πάλι στα γενέθλιά μου,
να έρθεις να με πάρεις απ' το σπίτι.
Κι απέξω,
θα καρτερώ, το μάτι στο φεγγίτη,
και πριν προφτάσεις ν' ανεβείς, εγώ θα τρέξω!

*****

Μιά βόλτα θέλω να με πάς με πλοίο.
Και πάλι,
Θάλασσα, ουρανός, κι εμείς οι δύο!
Στην πλώρη καθισμένοι θα μιλάμε σιγανά,
διπλοκουκουλωμένοι,
κύματα βουνά!

*****

Toν τρίτο χρόνο, δώρο στη γιορτή μου,
θέλω μια βόλτα μ' ένα καραβάκι.
Σαν λάδι
θάναι η θάλασσα, μεσημεράκι,
κι η βόλτα θα τελειώσει μ' ένα χάδι.

*****

Μα θάναι καλοκαίρι και βραδάκι,
Φαντάσου!
Θάλασσα, ουρανός κι ένα φιλάκι!
Στην άμμο χέρι - χέρι, δίχως σύννεφα η καρδιά,
γαλήνια θ' αρμενίζει
μέσ' στην ξαστεριά!


--------------
γράφτηκε στις 19-12-93/ 9:45 π.μ.

13 Νοε 2006

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΕ ΤΑ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΕΝΤΟΜΑ


(Θεατρική κωμικοτραγική παράσταση)


Πρόσωπα


1. Αντώνης
(πατέρας, μεσόκοπος συνταξιούχος, παραιτημένος απο τις χαρές της ζωής, πικρόχολος)
2. Αννα
(μητέρα, μεσόκοπη, ουδέτερο θηλυκό, άχαρη, ανέκφραστη)
3. Αρης
(γιός, νευρώδες σώμα και πνεύμα)
4. Βαρβάρα
(κόρη, παχουλή, ανέραστη νέα, δείχνει μικρότερη από την ηλικία της)
5. Γιάγκος
(περιπτεράς, 40άρης, πολυδιαβασμένος αλλά με άστοχο χιούμορ)
6. Ρούλα
(γειτόνισσα, μεσόκοπη αλλά νεάζουσα, συνταξιούχος καθηγήτρια ή κάτι τέτοιο)
7. Αβραάμ
(ηλεκτρολόγος, 40άρης, τεμπελάκος για όλες τις δουλειές της γειτονιάς, νεανική εμφάνιση, έξυπνος παρ’ όλ’ αυτά)
8. Λάρρυ
(ευρωπαίος τουρίστας, μουσικός, «ρεμάλι» της Τέχνης)
9. Αμάντα
(30άρα νεαρή σερβιτόρα της κοντινής ταβέρνας, έξυπνη, μέσα για μέσα στη ζωή)
10. Αρετή
(ταμίας του μπακάλικου, φίλη κολλητή της Αμάντας, κάπως ωμή και κάπως μεγαλύτερη)


Σκηνικό

Σε μια μικρή πλατεία, πόλης, χωριού, οπουδήποτε. Με παγκάκια, φωτιστικά δρόμου, φυτά, πιθανόν και συντριβάνι.

πρώτο πλάνο (εμπρός)

Αριστερά: Ενας τοίχος με μπαλκόνι χαμηλό, π.χ. ημιορόφου (κάπως λοξά βαλμένος, σχετικά με την πλατεία)
Κρέμονται παπλώματα, σεντόνια, κλπ.
Στρωμένο τραπέζι για πρωϊνό.

Δεξιά: Ενα περίπτερο (η μια του πλευρά απ’ όπου φαίνεται ο περιπτεράς, όταν βρίσκεται μέσα)

δεύτερο πλάνο (πίσω)

ταβέρνα + μπακάλικο (ζωγραφισμένα στο βάθος της σκηνής)


Ηχοι


Ακούγονται ήχοι δρόμου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, παράλληλα με τις ατάκες των ηθοποιών.
Κορναρίσματα, λεωφορείο που κάνει στάση, τραγούδια απο τζουκ-μποξ, φωνές, ομιλίες, γαυγίσματα, παιδιά που παίζουν, κλπ. Η ένταση αυξομειώνεται ανάλογα με τις συζητήσεις. Ο σκηνοθέτης αποφασίζει για το είδος και το πλήθος των ήχων.


Σκηνή 1η


Είναι πρωΐ. Λιακάδα.

α) στο μπαλκόνι

Η Αννα (μάνα) βγαίνει στο μπαλκόνι να τινάξει τα σεντόνια. Παίρνει ένα, το τινάζει ελαφρά και το μαζεύει τυλίγοντάς το.
Μουρμουρίζει βραχνά κάτι σαν τραγούδι. Στρώνει τραπέζι για πρωϊνό.
Κινεί τα χέρια στον αέρα, λες και σκοτώνει κουνούπια.
Εμφανίζεται δίπλα της ο Αντώνης (πατέρας). Μετά, τα παιδιά τους, (Αρης και Βαρβάρα) καθένα με τη σειρά του. Κάποτε βρίσκονται όλοι μαζί στο μπαλκόνι, κάποτε τρείς απο αυτούς, πότε εμφανίζονται δυο δυο και πότε ένας μόνος του.
Πότε κάθονται και πότε στέκουν όρθιοι.

β) στο περίπτερο

Ο Γιάγκος ταχτοποεί τις εφημερίδες, κλπ, έξω απο το περίπτερο. Φτάνει ο Αβραάμ και πιάνουν την κουβέντα.

γ) στην πλατεία, γενικά

Περνούν διαδοχικά διάφορα πρόσωπα, η Ρούλα, ο Λάρρυ, η Αμάντα, η Αρετή. Μιλούν μεταξύ τους, αλλά και με τους ενοίκους του μπαλκονιού (Αρης, Αννα, Βαρβάρα, Αντώνης), καθώς και με τον περιπτερά (Γιάγκος) και τον ηλεκτρολόγο (Αβραάμ)

Γενικές σημειώσεις για την 1η σκηνή

1. Οι διάλογοι μπερδεύονται μεταξύ τους και είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιος μιλά σε ποιον, ποιος ρωτά και ποιος απαντά και σε τί ακριβώς. Οσοι βρίσκονται στην πλατεία κινούνται καθώς μιλούν, καθώς επίσης και όσοι μένουν στο διαμέρισμα με το μπαλκόνι -μπαινοβγαίνουν.

2. Γενικά, ο Αντώνης απευθύνεται στην Αννα, που δεν του δίνει σημασία. Κανείς δεν του δίνει σημσία. Ολοι απευθύνονται στην Αννα. Πιστεύουν ότι η Αννα έχει τις απαντήσεις για όλα. Η Αννα όμως βρίσκεται στον κόσμο της, καθώς και τα παιδιά της.

3. Ολοι τους χρησιμοποιούν λέξεις των οποίων -είναι φανερό- ότι δεν γνωρίζουν το ακριβές νόημα, σαν να θέλουν να επιδείξουν γνώσεις που δεν έχουν. Επίσης, παίζουν ένα παιχνίδι εντυπωσιασμού, παράλληλλα με το παιχνίδι λέξεων που παίζουν με τη Βαρβάρα.

4. Ο Γιάγκος το παίζει σοφολογιώτατος.
Ο Αβραάμ, διαβασμένος, ερωτύλος.
Η Ρούλα κάνει τη χαζούλα.
Ο Λάρρυ μιλάει ξενικά και συμπληρώνει τα κενά.
Η Αμάντα βάζει καίρια ερωτήματα.
Η Αρετή δίνει καφτές απαντήσεις.
Ο Αρης είναι συνεπής με την εικόνα του, ο μόνος αυθεντικός.


ΑΝΟΙΓΕΙ Η ΑΥΛΑΙΑ

Η Αννα βγαίνει στο μπαλκόνι και στρώνει το τραπέζι για πρωϊνό. Τα σκεπάσματα ήδη κρέμονται για να αεριστούν.
Μετά την Αννα βγαίνει ο Αντώνης.
Ο Γιάγκος βρίσκεται έξω απο το περίπτερο, όταν έρχεται (από δεξιά) ο Αβραάμ. Στη συνέχεια, μπαινοβγαίνει ταχτοποιώντας τις εφημερίδες.

Αννα: Σιδερένια έντομα! Πανάθεμά σας! (κυνηγά κουνούπια)

Αντώνης: Τίποτα για σήμερα. Νεκρός. Ετσι Αννα; (τεντώνεται με χασμουρητό)

Αβραάμ: ’Οξινος ηλεκτρισμός μετάλλου... (κοιτάζει την Αννα, αλλά μιλά στον περιπτερά Γιάγκο)

Γιάγκος: (διαβάζει τίτλους εφημερίδων) Ο πρώϊμος νοήμων διαφθορέας διαρρηγνύει τα ιμάτιά του. Κοίτα πράγματα! Ο μανάβης Απόστολος πνίγηκε στη θάλασσα... Τι γίνεται εκεί βρε Αβραάμ; (στρέφει προς το μπαλκόνι)

Αβραάμ: Η οργή είναι πιο γλυκειά από τον έρωτα.

Γιάγκος: Ο έρωτας είναι πιο οργισμένος από το θυμό.

Αβραάμ: Ο έρωτας χωρίς πρόσωπο.

Αννα: Ο έρωτας... Πφφ... Λαστιχένιο πλάσμα, όξινο πλαστικό. Καλημέρα Γιάγκο. Καλά δεν τα λέω Αβραάμ;
Ξύπνησες αγοράκι μου; (στον Αρη που βγαίνει)

Αρης: Η εσκεμμένη συμπύκνωση των υπολειμμάτων του περιεχομένου, μπορεί να αποβεί επικίνδυνη ή μοιραία για την αποχέτευση! Καλά τα λες μάνα. Μάνα είναι μόνο μία. (τη χαϊδεύει στην πλάτη)

Η Αννα και ο Αντώνης μπαίνουν στο διαμέρισμα. Στο μπαλκόνι μένει ο Αρης. Κάθεται σε μια καρέκλα. Λίγο αργότερα, βγαίνει και η Βαρβάρα κρατώντας τετράδιο και μολύβι, όπου κάτι σημειώνει κάθε τόσο.


Αβραάμ: Ελαστικό λιπγκλός, συνθετικο τίποτα, νάϊλον,
πλέξιγκλας, τεχνητό φως. Εχει κάτι απο αυτά το περίπτερο; ’Η πρέπει να πάω στο μπακάλη;


Μπαίνει η Ρούλα από αριστερά, πίσω απο τον τοίχο με το μπαλκόνι. Πηγαίνει προς το περίπτερο σχεδόν χοροπηδώντας.


Ρούλα: χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα (ξεκαρδίζεται στα γέλια) Καλημέρα Γιάγκο! ’Ηρθε η εφημερίδα μου;
Γεια σου Αβραάμ με τα τρελλά σου!
Πότε θά ’ρθεις για κείνη την πρίζα;

Αρης: (μονολογεί) Εσπασα και χάθηκα... Τώρα είμαι ένας χαζός ποντικός που δεν ξέρει αν είναι ψάρι ή πουλί...

Αβραάμ: Και βέβαια θά ’ρθω ζουμερή μου γοργόνα!

Γιάγκος: Η εφημερίδα σου.. η εφημερίδα σου... (ψάχνει)


Βγαίνει η Βαρβάρα στο μπαλκόνι και μονολογεί σαν να παίζει ένα παιχνίδι, σημειώνοντας διαρκώς στο τετράδιό της:


Βαρβάρα: smile +(συν) σμίλη = (ίσον) σμιλεύω χαμόγελο
smallsmile = (ίσον) μικρό εργαλείο γλυπτικής για χαμογελαστά αγάλματα
nice party! = (ίσον) Να η Σπάρτη!

Γιάγκος: action s.t. = (ίσον) 'Aξιον Εστί! (φωναχτά για να ακουστεί καλά)

Βαρβάρα: όταν ένας ποντικός πιστεύει ότι είναι ψάρι ή πουλί παραμένει ποντικός; (στον Αβραάμ)

Αβραάμ: αλουμίνιο!

Ρούλα: αλουμινένιος ποντικός!

Αβραάμ: αλουμινένιο ψάρι ή πουλί!

Ρούλα: σκέψεις αλουμινίου!

Γιάγκος: σκεπτικός ποντικός!

Βαρβάρα: ανοξείδωτη σκέψη!

Αρης: Πόσο παράξενος θάνατος. Να πνιγεί τώρα που τα φρούτα πήζουν την αγορά... Τα πράγματα αντιστρέφονται και επιστρέφουν στον εαυτό τους. Τα φρούτα τρώνε το ένα το άλλο.

Αβραάμ: Ανοξείδωτη μνήμη! (συνεχίζει το παιχνίδι)

Βαρβάρα: φρούτα κανιβαλίζοντα!

Αρης: Καλή φάση! Το μυαλό... Είσαι μακριά... ρε... ξύπνα!!! Δεν είναι αργά!!!

Βαρβάρα: Τα φρούτα θα μας φάνε. Εμείς..;

Αρης: ’Ακαρδο μυαλό ή χαζή καρδιά, δεν έχει σημασία, έχεις την καταστροφή μέσα σου, αγαπάς πολύ τον εαυτό σου, φυγόπονο ζώο.

Βαρβάρα: αυτοκαταστροφικό αλουμίνιο

Ρούλα: ανοξείδωτο ξυπνητήρι!

Βαρβάρα: φυγόπονο φρούτο!

Γιάγκος: Το μήλο το έφαγε η Εύα, το φίδι τι έτρωγε όμως κι έγινε φίδι;

Αβραάμ: Οφιούχος Εύα!

Βαρβάρα: Δε γνωρίζω τι έτρωγε το φίδι. Πάντως είχε ιδέες! Πιθανό να έτρωγε ξυπνητήρια...

Αρης: Τα φίδια τρώνε ξυπνητήρια!

Αβραάμ: Κι όμως! Τα αληθινά ξυπνητήρια μπορούν να φάνε κάθε λογής φίδια.

Ρούλα: Τα ψεύτικα ξυπνητήρια τρώνε ανθρώπινο χρόνο!

Γιάγκος: Τα ρολόγια του Νταλί επανέρχονται στη φυσική τους κατάσταση και οι άνθρωποι στρεβλώνονται σε ερπετά...

Βαρβάρα: Τα ρολόγια του ο Νταλί τα πήρε μαζί του...

Γιάγκος: ύπατα πατώματα! (συνεχίζει το παιχνίδι)

Αβραάμ: πατώ σε επίφοβα πατώματα!

Βαρβάρα: η ’Υπατη Αρμοστία του ΟΗΕ πάσχει απο κίρρωση του ήπατος!

Αβραάμ: ΗΠΑ-τος (τονίζει το ΗΠΑ)

Βαρβάρα: ΗΠΑ-τώνουμε... μη πνιγούμε κιόλας!

Αρης: ή πάτος ή άνως. Ο Απόστολος πήγε στον πάτο πάντως...

Ρούλα: Η Παταγονία ή πάτα γωνία ύπατη αγωνία!

Βαρβάρα: Να σβήσω και κάτι! Γράφω ΚΑΙ ανοησίες! (σβήνει)

Αβραάμ: Βλέπω την τέχνη σοβαρά μα φοβάμαι τη λογοκρισία. Κάθε φορά που κλαδεύω, λογοκρίνω πρωταρχικά εμένα. Ας καθοδηγήσουμε το ποτάμι μέσα μας μοναχοί μας. Σαν ρεύμα ηλεκτρικό.

Βαρβάρα: Νοιώθω την τέχνη σαν παιχνίδι.

Αβραάμ: Σοβαρό παιχνίδι!

Ρούλα: Παίζω υπεύθυνα για τον άλλο!

Βαρβάρα: Παίζω. Μου αρέσει να παίζω. Το παιχνίδι είναι κάτι τι σοβαρό. Εχει κανόνες, γι αυτό.

Ρούλα: ΗΠΑ-τίτιδα!

Βαρβάρα: ΗΠΑ-ξίππα!

Αβραάμ: Πανώρια στέππα!

Ρούλα: στεπππάσου!!! Χαχαχαχαχαχα (χασκογελάει)

Βαρβάρα: Παίζω υπεύθυνα για μένα. Ο «άλλλος» απλώς... δεν παίζεται!

Αβραάμ: ο άλλλος που ποτέ για μας δεν έχει σταθερή ορθογραφία

Βαρβάρα: Ο άλλλος έχει άλλλη ορθογραφία. Με πολλά -λ-.

Ρούλα: ΟΥΑΟΥ!!!

Αρης: ΥΟΑΥΟ!!!

Αβραάμ: ΥΟΑΥΟ σημαίνει επιφώνηση από το αντίστροφο είδωλο του κόσμου. Μια επιφωνηματική επινόηση για εκείνο που δεν ειπώθηκε.

Γιάγκος: εκείνο_που_δεν_ειπώθηκε = (ίσον) ήχος_δίχως. Καλό;

Αβραάμ: Υπάρχουν πράγματα που δεν ειπώθηκαν, μόνο και μόνο επειδή δεν τόλμησαν να ειπωθούν.

Βαρβάρα: Πράγματα ή πλάσματα;

Αβραάμ: Πλάσματα. ’Ομως τι είναι πραγματικό;

Βαρβάρα: Πραγματικό είναι η εικόνα που φτιάχνουμε.

Ρούλα: Η εικόνα είναι πριβέ. Πρέπει να πάρουμε λουλούδια για τον τάφο του Απόστολου.

Αβραάμ: Πολλά κιλά λουλούδια για τη βιομηχανία των αρωμάτων. Η εικόνα του Απόστολου χάθηκε. Πνίγηκε μαζί του.

Βαρβάρα: χίλια κιλά = (ίσον) λουλούδια με τόννο! (σημειώνει)

Αρης: ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΑΩ ..ΘΕΛΩ ΜΟΝΟ ΝΑ ΣΟΥ ΟΥΡΛΙΑΖΩΩΩΩ!!!

Βαρβάρα: Γ Ι Ο Υ Ρ Γ Ι Α ! ! !

Αρης: Θέλω να μιλήσω αλλά οι λέξεις νεκρές.

Βαρβάρα: ουρλιαξεμουαρη (ισοπεδωμένος τόνος φωνής)

Αρης: ΟΥΡΛΙΑΖΩ ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ ΣΤΙΣ 6:00 ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΟΥ ΜΥΡΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΣΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΔΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΚΟΛΛΗΣΗΣ... (σταθερά δυνατός τόνος)
ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Βαρβάρα: Αννα, να ένα μήλο!

Αβραάμ: Ας επανεφεύρουμε τη γλώσσα ξαναδιαβάζοντας ασυμμόρφωτα τα αλφαβητάρια μας. Κάθε σφάλμα στην ανάγνωση του παλιού εμπεριέχει κάτι καινούριο. Σαν τον έρωτα. Σαν να ερωτευόμαστε ξανά και ξανά.

Βαρβάρα: Αννα να ένα πόδι!

Αρης: ...θελω πολύ να αλλάξω nickname: ΑΑΑΑΑΑΑ... ίσως μόνο τότε,κάποιος κάπου να με ακούσει. Θα αλλάξω nickname και θα απλώσω τα χέρια μου στην οθόνη....

Βαρβάρα: Αννα, να ένα χέρι!

Αρης: ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ


Μπαίνει ο Λάρρυ. Ερχεται από το βάθος της σκηνής. Φορά πέδιλα και τσαλακωμένα ρούχα. Είναι αξύριστος. Μιλά με ξενική προφορά.


Λάρρυ: Φοβισμένα αντρωπάκια... μας χαλάτε... Τα σας φάνε τα παιντιά σας... εκντίκηση τα πάρουνε...

Βαρβάρα: Αννα, να ο Λάρρυ!

Αβραάμ: Αννα! το καλώδιοοοοοο!!!

Λάρρυ: Αννα, να ένα nickname: Καλώντιο!

Βαρβάρα: Αννα, ο φόβος υπάρχει;

Αρης: Αννα - Μάνα, δώσε την απάντηση. Πόσο πολύ φοβάσαι κάθε βράδυ. Οταν σιδερώνεις το μυαλό σου στην κουζίνα σου...

Αντώνης: (ακούγεται από μέσα) Το δικό μου το μυαλό το έκαψες... Θυμάσαι Αννα; ...που το ξέχασες το σίδερο στο μυαλό μου...

Βαρβάρα: (σημειώνει) «...Αρη σε φοβάμαι, είπε η Αννα και άλλαξε πλευρό...
Μετά, πήγε στην κουζίνα και έβγαλε το σίδερο απο την πρίζα. Το μυαλό είχε καεί αρκετά.
Για τούτο αφήνω το μυαλό μου ασιδέρωτο.»

Λάρρυ: Αντώνη, ντεν έκεις ντικαίωμα να ανατινάζεις το τρύπιο στομάκι σου... το κοιλιά σου τεσπάντων. Φτάνει πια με τον μέσα κόσμο. Σε περιμένουμε έξω...

Αρης: Ποιός είμαι και τι θέλεις από σένα; (παραλογίζεται)

Ρούλα: το ΜΗ και το ΘΑ τα σκοτώνει ο ΜΥ-ΘΟΣ

Αρης: MH ΘΑ ΝΑ ΤΑ ΝΤΑ ΝΤΑ Η ΘΑΛΑΤΤΑ.

Βαρβάρα: O υπερσυντέλικος είναι πολύ βαρύς... περισσότερο κι από τον παρακείμενο. Μόνο ντοπαρισμένοι τον ανατρέπουν (σημειώνει)

Λάρρυ: ΝΤΟ ΝΤΟ ΝΤΟ ρε μι φα σολ λα σι... Γιάγκο είντες το κιτάρα μου; Εντώ το άφησα εκτές... Στο παγκάκι.

Γιάγκος: Οχι Λάρρυ, δεν το είντα το κιτάρα σου! (κοροϊδευτικά) Εδώ την έχω.. μη τρομάζεις βρε... Τι σκάρωσες πάλι; Κάνα τραγουδάκι αντιπολεμικό; Πότε θα μας το πεις;

Λάρρυ: Μετά το κηντεία ή πριν; Πότε είναι πιο καλά; (παίρνει την κιθάρα του με λαχτάρα και κάθεται στο παγκάκι)

Αννα: (βγαίνει στο μπαλκόνι, τινάζει ελαφρά ένα σεντόνι, το τυλίγει γύρω από το χέρι της και ετοιμάζεται να ξαναμπεί μέσα στο διαμέρισμα) Πες τι θα δούμε για να ξέρουμε αν αξίζει τον κόπο. Θα είναι καλή η κηδεία ή θα τσιγγουνευτούνε το κονιάκ;

Λάρρυ: Τα παιντιά σου Αννα, παρά τη μετάλλαξη, έκουν ανάγκη ακόμη από ψυγκείο.

Γιάγκος: Σε χωματερές κλεισμένες τα φρούτα σαπίζουν αβίαστα. Καλά που τα αφήνει να βγαίνουν στο μπαλκόνι δε λες;

Ρούλα: Δεν είναι ανάγκη να λέγονται όλα... Αρκεί η μπόχα να κρατιέται μακριά.

Αντώνης: ΑΝΝΑΑΑΑ (φωνάζει από μέσα)

Αβραάμ: (συμπληρώνει γελώντας) βγάλε τα παιδιά απο την κατάψυξηηηη

Ρούλα: (συνεχίζει την ατάκα του Αβραάμ γελώντας και αυτή) ...και βαλε τον ιπποπόταμοοο

Αρης: Αυτοκαταπίεση Ολέ!

Λάρρυ: Και αυτολογκοκρισία... αλλά ντεν είναι ανάγκη να λέγκονται όλα...


Ερχονται η Αμάντα με την Αρετή από το βάθος, πιασμένες χέρι χέρι. Προχωρούν προς το περίπτερο.


Αμάντα: Ποιος αντέχει την αλήθεια, ποιος ξεβολεύεται για χάρη της;

Αρετή: Η αλήθεια είναι το απλούστερο πράγμα. Βοηθά να θυμάσαι τι έχεις πει.

Γιάγκος: Γιατί λοιπόν να «ξεβολεύει» η αλήθεια; Επειδή το ψέμμα είναι βολικό;

Αβραάμ: Καλώς τα τα κορίτσια! Τα μάθατε για τον Απόστολο... Θα ’ρθείτε στην κηδεία έτσι; Φρίκη... και να μην ήξερε κολύμπι... να πω... ’Ηταν και χειμερινός κολυμβητής πανάθεμα! Ωχ! (δαγκώνεται για την απρέπεια)

Ρούλα: Αλλωστε, καθένας έχει μια δική του ξεχωριστή αλήθεια να εκφράσει.

Αβραάμ: ΤΟ ΑΫΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ. ΑΑΑΧΧΧ

Βαρβάρα: Το εφήμερο της Υλης σταυρώνει τις αλήθειες!

Αρετή: Το άϋλο και το εφήμερο εξημερώνουν την αλήθεια.

Αμάντα: Αρετή, φοβάσαι; Τι φοβάσαι; Γιατί φοβάσαι;

Αρετή: Αυτό που θα μπορούσα να φοβηθώ ειναι οι δικές μου εικόνες. ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΕΙΚΟΝΕΣ... ιδίως ο φόβος.

Βαρβάρα: Δηλαδή... όταν δεν σχηματίζω την εικόνα του φόβου στο μυαλό μου, δεν έχω τίποτα να φοβηθώ..; Να το σημειώσω... (σημειώνει)

Ρούλα: Ο μπαμπούλας κρύβεται προσεχτικά στα πιο όμορφα πράγματα. Λες να φοβάται;

Αρης: Φόβος-Φενάκη-Εικόνες- Δειλία-Τεμάχια Ανάμνησης. Δεν έχετε άδικο τελικά! Φοβάμαι όμως πάλι... Πάμε απ’ την αρχή: Φόβος, φενάκη, εικόνες, δειλία... (ο ήχος της φωνής του σβήνει βαθμηδόν)

Αβραάμ: Ο φόβος, όπως και η επιθυμία, είναι... και κάτι πριν τη σκέψη... δεν έπεται μόνο αλλά και προηγείται. Είναι σε μεγάλο βαθμό εγγενής. Αναβλύζει, όπως και η επιθυμία, άλαλος.

Γιάγκος: Ο φόβος όπως και η επιθυμία δεν μπορούν να στοχευτούν εύκολα από τη σκέψη, οι σκέψεις αναβλύζουν από το φόβο. Ο φόβος είναι σαν ένας προβολέας που φωτίζει τη συνείδηση.

Αρης: ΦΟΒΑΚΙ ΜΟΥ ΚΑΛΟ ΦΕΓΓΕ ΜΟΥ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΩ...

Βαρβάρα: ο φόβος ειναι σκοτΑδι (το Α βαθύ, μια οκτάβα κάτω)

Λάρρυ: Η Φύση ντίνει το κρώμα ο άντρωπος το κρήμα.. τα λεφτά ντηλαντή... που ντεν έκουν κρωματάκι...

Αρετή: Ο άνθρωπος δίνει το χρώμα στην «εικόνα» η Φύση στο «πραγματικό».

Αμάντα: Τι σημαινει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ..; ο φόβος είναι κάτι τι «πραγματικό»; Τι χρώμα έχει;

Αρης: Δεν υπάρχει φόβος... Υπάρχουν άδεια δωμάτια μόνο, χαλασμένα πρωτοβρόχια και βουβά ραδιόφωνα... Υπάρχει το πτώμα του κυρ Απόστολου... και περιμένει να θαφτεί...

Αμάντα : Tα σκυλιά μυρίζουν το φόβο! Δεν είναι πραγματικός..;

Αβραάμ: Οταν πλησιάσω τη φλόγα του αναπτήρα ξαφνικά μπροστά στα μάτια σου δε θα τρομάξεις; Στο φόβο υπάρχει μια ενστικτώδης αρχή αυτοσυντήρησης που θέτουμε ως άλλοθι για την παθητικότητα.

Ρούλα: (επαναλαμβάνει σαν ηχώ του Αβραάμ)
Οταν πλησιάσω τη φλόγα του αναπτήρα ξαφνικά μπροστά στα μάτια σου δε θα τρομάξεις; Στο φόβο υπάρχει μια ενστικτώδης αρχή αυτοσυντήρησης που θέτουμε ως άλλοθι για την παθητικότητα.

Αμάντα: Ο φόβος είναι κάτι βαθύτερο απο τη ΣΤΙΓΜΙΑΙΑ τρομάρα... και... τα σκυλιά μυρίζουν τις εκκρίσεις μας. Οταν δεν φοβόμαστε δεν αλλάζει η μυρωδιά μας. Ετσι δεν είναι;

Αρετή: Φόβος δεν σημαίνει αυτοσυντήρηση. Συντηρώ καλύτερα τον εαυτό μου όταν δεν του επιβάλλω το μαρτύριο του φόβου.

Βαρβάρα: Τι θα γίνει με το παιχνίδι μας; Ντρέπομαι να σας το θυμίζω.. αλλά.. πρέπει να το τελειώσω...

Λάρρυ: Τα πάμε όλοι μαζί στο κηντεία του Απόστολος; Εντάξει;

Βαρβάρα: O φόβος αναπτύσσεται όπου η λειτουργία των νεφρών είναι προβληματική. Το διάβασα μόλις πριν από λίγο.. το είπε και η τηλεόραση.. Το σημείωσα: ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΤΑ ΝΕΦΡΑ ΣΑΣ!

Γιάγκος: Μου αρέσει αυτό το κουτάκι επειδή με περιορίζει.

Αρης: Φοβάμαι!!! τα νεφρά μου!!!

Αντώνης: (μισοβγαίνει στο μπαλκόνι) Δεν μου αρέσει εδώ.. Αυτή η γειτονιά με χαλάει... Εχω κλειστοφοβία.

Αρετή: Να αποφεύγετε τα νεφρά. Είναι λιπαρά.

Λάρρυ: Με τα λόγκια φαίνεται πως έκουμε λύσεις γκια το φόβο. Φτιάκνουμε μύτους γκια το τι είναι και τι ντεν είναι...

Βαρβάρα: «Τα λόγια είναι όπλα, οι σκέψεις οχυρά.» Κάποιος το είπε και το έχω σημειώσει.. Νάτο! (δείχνει το τετράδιό της)

Αρετή: Το μικρό μυαλό φρακάρει απο το φόβο, για τούτο ας φροντίζουμε για την ανάπτυξή του.

Αντώνης: Αννα, να μια κατσαρίδα! Μεταλλική μάλιστα...

Βαρβάρα: Αρη, φοβάσαι τις σιδερένιες κατσαρίδες;

Αρης: Δεν φοβάμαι τη βλάττη, φοβάμαι τις γαρίδες... Οι γαρίδες άραγε τρώνε ανθρώπινα κρέατα;

Βαρβάρα: Αρη, το παραξήλωσες! Τι είναι η βλάττη; Να ανοίξω λεξικό; Α! Βλάττη, κοινώς κατσαρίδα...

Αντώνης: Αννα, να μια... κατσαβίδα! (καγχάζει δείχνοντας τα αχαμνά του)

Αρης: Σημείο, σχήμα, εικόνα, μαγική αξία, συνθηματική Πίστη. Ξέρει κανείς το τροπάριο... αυτό που ψέλνουν στις κηδείες δηλαδή...

Αμάντα: Φοβάστε τις λέξεις;

Αρης: Να μια λέξη φοβερή: Ζαβαρακατρανέμια!!!

Αρετή: Και ο φόβος έχει σημεία στίξης,να κάτι κοινό με τις λέξεις. Παρενθέσεις, αγκύλες, σταυρουδάκια..

Αρης: «ΑΥΤΗ Η ΑΓΑΠΗ ΓΛΑΣΤΡΑ ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ» χιχιχι (κρατά μια γλάστρα, έτοιμος να την εκσφενδονίσει καθώς λέει τραγουδιστά -σε σκοπό γνωστού τραγουδιού- την φράση, σκάζοντας ειρωνικό γελάκι) Αννα, να την πάμε στον τάφο;

Βαρβάρα: Αννα - Μάνα, ποια λέξη φοβάσαι; Πες τη να τη σημειώσω...

Αμάντα: Ποιο σημείο στίξης σας προκαλεί πανικό;

Αβραάμ: Ερωτευτείτε τα ερωτηματικά σας..!

Λάρρυ: Η τελεία μέτε-λειώνει και η παύλα μέσκο-τώνει! χαχαχαχαχα (ξεκαρδίζεται στα γέλια) Σωστά ντεν το είπα; Ντεν έκανα ούτε ένα λάθος! Λαλαλα

Ρούλα: Η τελεία με σκοτώνει και η παύλα με ξενερώνει... δώσ’ μου κόμμα με λατρεία και ας είν’ και στην κηδεία... Μπορεί και στη δική μου... Αχ, βρε Απόστολε τι πήγες κι έκανες..!

Γιάγκος: (βγάζει το κεφάλι του απο το περίπτερο)
Με τρείς τελείες που ένωσες... Με μιά σου παύλα μ’ αποξένωσες. Καλό;

Αρης: Το δηλητηριασμένο μυαλό αποδέχεται γλυκούς περιορισμούς... Παρενθέσεις... τελείες... εισαγωγικά...

Αβραάμ: Φοβάμαι το θαυμαστικό γιατί μου θυμίζει τη λέξη που με πανικοβάλλει περισσότερο απ’ όλες... «απεραντωσύνη»!

Βαρβάρα: Εμένα με φοβίζει το λατινικό ερωτηματικό.

Ρούλα: Κι αν ερωτευτώ, με ένα ερωτηματικό... θα ερωτηθώ για τον έρωτα αυτό... ή θα σωριαστώ σαν το ναυαγό... στην παύλα μου να κρεμαστώ... κι έτσι να θαυμαστώ..; χιχιχι (χαζογελάει)

Αρης: Μη κρεμαστείς στην παύλα.. Δεν αντέχει! (ωμά)

Βαρβάρα: Φοβάμαι το λατινικό ερωτηματικό, γι αυτό το χρησιμοποιώ. Κάνω απομυθοποίηση. Καλό, ε;

Αρης: Τα σσσσφάξαμε τα ερωτηματικά! Μείνανε μόνο κόμματα και εμείς. Από την σύγκρουση κομματιάστηκαν και οι παύλες σε τελείες....

Ρούλα: Να ερωτευτούμε το φόβο μας για να ξεδηλητηριαστεί το μυαλό μας.

Αμάντα: Πόσες τελείες πρέπει να κολλήσουμε για να έχουμε μια παύλα;

Αρης: Τόσες όσες φορές σφαδάζει η γλώσσα για.. για να ξεστομίσει ενα ερωτηματικό!

Βαρβάρα: ΑΝΝΑ! η γλώσσα σφαδάζει! αποτελειώστε τη!


Αρης: Δεν ξέρω τί φταίει... Η γλώσσα δεν τεμαχίζεται, διαλύεται μόνο σε λάθος χρώματα. Κάθε φορά που ξεκινά... ξεγλυστράει! Σαν το ψάρι... Χρειάζεται καμάκι να την καμακώσεις για να σταθεί ακίνητη. Οι καλύτερες γλώσσες είναι οι νεκρές. Σανσκριτικά ας πούμε. Μόνο που δεν τρώγονται τηγανητά... χαχαχα (γελά και αμέσως μετά συννεφιάζει)
Και του Απόστολου η γλώσσα είναι νεκρή τώρα, αν και, μόλις προχθές, λαλούσε σαν πουλάκι...

Βαρβάρα: ΓΛΩΣΣΑ ΓΛΥΣΤΕΡΗ ΓΥΑΛΙΣΤΕΡΗ (σημειώνει)

Αμάντα: Δεν κοιτάζουμε τα μούτρα μας ταχτικά στον καθρέφτη.. γι αυτό δεν τα αναγνωρίζουμε..; χμμμ...

Αρετή: ΟΜΙΧΛΗ... (υπόκωφα) ο καθρέφτης θόλωσε...

Ρούλα: Ολα τα κατάπιε η ομίχλη... ο χαρακτήρας έλυωσε... χάθηκε σαν ποτέ να μην υπήρξε... (με ποιητική διάθεση)

Βαρβάρα: ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (σημειώνει)

Αβραάμ: Eχουμε ακόμη τις αναμνήσεις ενός παλιού ειδώλου του ανθρώπου και της κοινωνίας του, που θεωρούσαμε απλό και ξεκάθαρο.

Αρης: Ψηλαφίσματα, προσανατολισμοί, ψίχουλα, συντρίμμια, κομμάτια πριονιού, κάποια παράφρονα παραληρήματα... Ολα μπορούν να βοηθήσουν να αποκατασταθεί το χαμένο μήνυμα (μονολογεί απευθυνόμενος στον εαυτό του)

Βαρβάρα: Η ομίχλη καλύπτει τα χρώματα και τα γυαλιά δε βοηθούν την όραση. ΒΟΗΘΕΙΑ!!! ΔΕ ΒΛΕΠΩΩΩΩ
Πώς θα γράψω τώρα;

Αρης: Αυτό το γραπτό δεν εξαιρείται, παρά κάνει -όπως όλα τα γραπτά- μια παράλογη και αηδιαστική προσπάθεια να κάνει εντύπωση σ’ έναν κόσμο ακίνητο και άπληστο. (συνεχίζει τον παράξενο μονόλογό του)

Λάρρυ: Ο κορός αρκίζει. Σκουλήκια ασυντόνιστα πάλλονται παράφωνα, το κατένα με το ντικό του τέμπο... Κορευτικά κύματα καράς. Πάμε παιντιά; Τα κάσουμε το κηντεία.

Αρης: Και δεν πάμε..; Μάζα μ’ αγαπάς; (προς όλους)
Αννα, να η μάζα! (δείχνει προς την πλατεία)

Αρετή: Βαρβάρα, το βρήκα! Το χαμένο μήνυμα βρέθηκε! Ειναι το ΜΗ-νήμα των λέξεων που συντίθενται ΑΠΟ-χωριζόμενες. Σημείωσέ το!

Βαρβάρα: Αννα, ΝΑΤΟ το μήνυμα! (σημειώνει)

Αρετή: Ask me, ask me, ask me about everything! Ask me about skull and bones

Λάρρυ: I bye I bye I bye I bye I bye

Αρης: Μπλα μπλα μπλα μπλα και μπλα

Βαρβάρα: Blue, blue, blue, blue and blue

Αμάντα: Αντε πια! Κατεβείτε να πηγαίνουμε!..


Φεύγουν όλοι μαζί με το Λάρρυ να πηγαίνει μπροστά με την κιθάρα του, το Γιάγκο να κατεβάζει τα ρολά του περιπτέρου, τον Αβραάμ να κρατά τη Ρούλα αγκαλιά, την Αρετή με την Αμάντα αχώριστες, την Αννα να κρεμιέται από το μπράτσο του Αρη, τη Βαρβάρα να περπατά σημειώνοντας πάντα, και τον Αντώνη τελευταίο να προχωρεί παραπατώντας.


Κλείνει η ΑΥΛΑΙΑ ενώ ακούγεται να τραγουδούν το τραγούδι*:

Ζωγραφίζω το κόκκινο
βλέπω αίμα αντί χαρά
ζωγραφίζω το ρόδινο
βλέπω σπλάχνα ανοιχτά.
Ζωγραφίζω γαλάζιο
γύρω μελανιασμένα πτώματα
πράσινο βάζω της ελπίδας
στο χορτάρι χολή.

Μαύρο έβαλα στο τέλος
μ’ ένα μικρό αστράκι
ν’ αχνοφέγγει στα βάθη
κατακίτρινο φωτεινό.

Ο ήλιος μίκρυνε αλλά ήλιος πάντα μένει...
Ο ήλιος μίκρυνε αλλά ήλιος πάντα μένει...


*Είναι μελλοποιημένο.

Σκηνή 2η


Είναι βράδυ.

α) στο μπαλκόνι

Η Αννα στέκεται όρθια στο μπαλκόνι και κυνηγά κουνούπια με το γνωστό τρόπο.

β) στο περίπτερο

Ο Γιάγκος ταχτοποιεί τις εφημερίδες, κλπ, έξω απο το περίπτερο. Τις ντανιάζει δεμένες. Το περίπτερο ανοιχτό, φωτισμένο.

γ) στην πλατεία

Η πλατεία είναι φωτισμένη. Ενα μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της, όπου κάθονται οι ήρωες, εκτός από την Αννα και τον Λάρρυ.
Ο Λάρρυ κάθεται στο παγκάκι και γρατσουνά την κιθάρα του. Μιλούν μεταξύ τους για την κηδεία του Απόστολου.
Ο τρόπος που κάθονται, καθώς και η θέση του καθένα, μένουν στην έμπνευση του σκηνοθέτη.


Γενικές σημειώσεις για την 2η σκηνή


1. Γίνεται κάτι σαν μνημόσυνο του Απόστολου. Ψάχνουν να βρουν την αιτία της αυτοκτονίας του. Επειδή ο Απόστολος αυτοκτόνησε, όπως αποκάλυψε η γυναίκα του, η Ελπίδα.

2. Οπως στην πρώτη σκηνή ο Απόστολος ήταν ένας αφανής πρωταγωνιστής, έτσι στη δεύτερη είναι η γυναίκα του, επίσης αφανής, πρωταγωνίστρια. Ολοι μιλούν για λογαριασμό της χωρίς να είναι παρούσα, αν και ζωντανή.

3. Οι διάλογοι είναι σαφείς και δεν μπερδεύονται πια μεταξύ τους. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ποιός μιλά σε ποιόν, ποιος ρωτά και ποιος απαντά και σε τι ακριβώς.



Αβραάμ: Ωραία κηδεία!

Ρούλα: Ναι, πολύ κυριλέ...

Αμάντα: Μα... έχω μια απορία...

Αρετή: Και ’γώ!

Αμάντα: Για πες...

Αρετή: Οχι, πρώτα εσύ.

Αρης: Να πω εγώ;

Ολοι μαζί: Ναι!

Αρης: Να... γιατί το πτώμα ήταν ακέφαλο;

Αβραάμ: Αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα...

Αντώνης: (φωνάζει) Αννα!!! τι λες..;

Γιάγκος: Ασ’ την αυτήν. Αν δε σκοτώσει και το τελευταίο κουνούπι, δεν κατεβαίνει!

Βαρβάρα: Να του τό ’φαγε κανας καρχαρίας...

Γιάγκος: Καρχαρίας στη Βάρκιζα..; Θα τό ’χαν γράψει οι εφημερίδες.

Ρούλα: Θα τό ’χε πει η τηλεόραση!

Αρης: Εγώ ακούω ραδιόφωνο.. δεν είπαν τίποτα.

Βαρβάρα: Τότε..;

Αβραάμ: Η γυναίκα του, η Ελπίδα, έδωσε κάποια εξήγηση;

Αντώνης: Τι να ξέρει η γυναίκα!

Αβραάμ: Κι όμως, κάτι θα ξέρει. Για θυμήσου το ύφος της... Πώς μας κοίταζε...

Αρετή: Ναι... το βλέμμα της έκρυβε κάποιο μυστήριο... Κυρία πάντως με τα όλα της... δεν τσίριζε όπως γίνεται συνήθως.

Αμάντα: Τελικά, ο κυρ Απόστολος αυτοκτόνησε..;

Λάρρυ: (στρέφει προς τους άλλους) Μπορεί... αλλά μπορεί και όκι... Γκιατί να το κάνει αυτό στον εαυτό του; Μια καρά πήγκαινε το μαγκαζάκι του... το μανάβικο...

Αβραάμ: Νά ’τανε χειμώνας, να πω... αλλά... καλοκαιριάτικα..;

Γιάγκος: Σωστά. Το καλοκαίρι είναι η εποχή των μανάβηδων!

Αντώνης: Επασχε από τα νεφρά του.

Γιάγκος: Δύσκολος ο κολικός του νεφρού.

Αβραάμ: Μήπως είχε καρκίνο;

Ρούλα: ...Εητζ...

Αβραάμ: Αντε βρε! Οικογενειάρχης άνθρωπος! Ακου, έητζ...

Ρούλα: Γιατί; Μπορεί κάπου να τσιλιμπούρδιζε...

Αντώνης: Ποιος; Ο Απόστολος; χαχαχαχα ας γελάσω!

Ρούλα: Αν είχε κάνει κάποια μετάγγιση... άσε που κολλάει και στον οδοντίατρο...

Αβραάμ: Σώωωωωπα! Μια χαρά ήταν ο άνθρωπος!

Ρούλα: Τότε;

Αμάντα: Ε, θα το μάθουμε σε λίγο. Υπομονή.

Αρετή: Σωστά. Γιατί μαζευτήκαμε εδώ πέρα; Επειδή μας παρακάλεσε η Ελπίδα. Θα στείλει κάτι, είπε, που αφορά όλους μας.

Ακούγεται ήχος από μηχανή που μαρσάρει και, αμέσως μετά, χτυπά το κινητό τηλέφωνο του Γιάγκου. Το σηκώνει και απαντά.


Γιάγκος: Ναι... Α! Μάλιστα. Θα κοιτάξω αμέσως. (κλείνει και απευθύνεται στους υπόλοιπους)
Είναι ένα δέμα πίσω από το περίπτερο. Η Ελπίδα ήταν. Μόλις άφησαν ένα δέμα για μας κι ένα γράμμα... Πάμε να δούμε!

Αρης: Δεν είμαι περίεργος.

Βαρβάρα: Θα ήθελα να δω το γράμμα. Αν έχει καμμιά καινούρ-ι-α λέξη. «Και + (συν) νι, χάριν ευφωνίας, + (συν) ούρια = (ίσον) και ευτυχισμένη λέξη...»
(σημειώνει, πάντα στον κόσμο της)


Σηκώνονται ο Αβραάμ και ο Αντώνης και πάνε μαζί με το Γιάγκο να κοιτάξουν πίσω από το περίπτερο. Επιστρέφουν σηκώνοντας με κόπο ένα μεγάλο δέμα.
Ο Αντώνης κρατά ένα φάκελλο. Τοποθετούν το δέμα πάνω στο τραπέζι. Ο Αβραάμ, ξετυλίγει το -καλά συσκευασμένο- δέμα και αποκαλύπτει έναν μεγάλο, μαύρο σιδερένιο τέντζερη με καπάκι. Ξεχύνεται μια μυρωδιά ψητού. Μετά, δίνει το γράμμα στην Αμάντα.


Αβραάμ: Πάρε. Κοιτάξτε.. «Αμάντα» γράφει απ’ έξω.

Αμάντα: Γράφει και κάτι άλλο: «Να ανοιχτεί και να διαβαστεί από την Αμάντα, επειδή έχει ωραία φωνή και επειδή δουλεύει στην ταβέρνα. Επίσης, όταν ανοιχτεί αυτό το γράμμα, να μη λείπει κανείς από τους αγαπητούς μου γείτονες και φίλους. Να είναι όλοι παρόντες, εκτός από την Ελπίδα, την αγαπημένη μου γυναίκα.» Μάλιστα...
(στρέφει προς το μπαλκόνι και φωνάζει)
Αννα!!! Κατέβα επιτέλους!

Ολοι μαζί: Αααανννναααα!!!!

(πριν τελειώσουν, η Αννα είναι ήδη στην πλατεία και κάθεται δίπλα στον Αρη, το γιο της. Ο Λάρρυ αφήνει την κιθάρα του στο παγκάκι και παίρνει θέση κι αυτός στο τραπέζι.)

Αμάντα: Απαρτία λοιπόν. (σκίζει το φάκελλο) Προσοχή τώρα. Διαβάζω:
«Αγαπημένοι μου γείτονες και φίλοι,
Θα απορείτε σίγουρα πώς μου ήρθε να πάω να πνιγώ στα καλά του καθουμένου. Και μάλιστα, σε μια εποχή που το μαγαζάκι μου πήγαινε τόσο καλά, τα οικονομικά μου ήταν ανθηρότατα και η γυναικούλα μου, η Ελπίδα μου, με λάτρευε.
Για τούτο ακριβώς λοιπόν πήγα και φουντάρησα! Τι δηλαδή, να περιμένω να καταντήσω χούφταλο, με προβλήματα στην καρδιά και τα νεφρά, ένας γκρινιάρης γέρος, ένας γεροξεκούτης και γεροπαράξενος;
Γιατί διάλεξα να πνιγώ; Επειδή, όπως ξέρετε, λατρεύω τη θάλασσα... Ηθελα να χαθώ στη γαλάζια της αγκαλιά. Απλούστατο δεν είναι;
Μη βάλετε στο νου σας τίποτα κακό. Υγιέστατος είμαι μέχρι τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις, μια μέρα πριν πεθάνω δηλαδή.
Στη ζωή μου δεν έβλαψα κανένα, ήμουνα τίμιος και σωστός. Παρ’ όλ’ αυτά, έκανα μια μικρή περιουσία. Στην Ελπίδα μου άφησα ένα μεγάλο μερίδιο για να συνεχίσει τη ζωή της όπως θέλει. Αν θα κρατήσει το μανάβικο ή αν θα το πουλήσει, αυτή θα το κρίνει.
Σε σας, αγαπημένοι μου γείτονες και φίλοι, σκέφτηκα να αφήσω το μυαλό μου και το αριστερό μου πόδι. Επειδή κρίνω ότι αυτά σας χρειάζονται για να καταφέρετε κάτι καλό στη δική σας ζωή, αυτή που σας απομένει δηλαδή...»

Αβραάμ: Τι θα πει αυτό..; Πως δηλαδή... θα...

Ολοι μαζί: Σταμάτα! Ασε να το διαβάσει όλο η Αμάντα!

Αμάντα: (η Αμάντα συνεχίζει) «..το μυαλό μου, επειδή αυτό με βοήθησε να είμαι σωστός και τίμιος και να κάνω καλούς λογαριασμούς και το πόδι μου το αριστερό, επειδή, όπως θα θυμάστε, είμαι αριστερόχειρας.. (σχόλιο Αμάντας: ζερβοκουτάλας που λένε.. χαχαχα!) ..και το αριστερό πόδι είναι πιο δυνατό από το δεξί και αντέχει στο τρέξιμο.
Η ζωή θέλει τρέξιμο και σκέψη. Θα σας παρακαλούσα λοιπόν να δοκιμάσετε ένα μεζεδάκι από μένα..! Αλλωστε, και ζωντανός που ήμουνα, θα με τρώγατε ευχαρίστως! Σας αφήνω την ευχαρίστηση να με δοκιμάσετε και να ωφεληθείτε κιόλας. Στο δέμα που ετοίμασε η αγαπημένη μου γυναικούλα, βρίσκονται καλομαγειρεμένα αυτά τα ακριβά εδέσματα. Αφού με φάτε, μπορείτε να ανοίξετε το επόμενο φακελλάκι, που βρίσκεται μέσα στον τέντζερη, για να περάσετε στο επόμενο βήμα. Σας παρακαλώ πολύ να εκπληρώσετε την επιθυμία μου, για να αναπαυτεί η ψυχούλα μου.
Καλό υπόλοιπο ζωής σε όλους σας,
Απόστολος.»


Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, καθένας εκδηλώνεται με το δικό του τρόπο:
Ο Γιάγκος κουνιέται κάθε τόσο στο κάθισμά του, η Ρούλα χασκογελάει, ο Αβραάμ λέει σιγανά «γιατί μας τό’κανες αυτό ρε φίλε; Θα ξεράσω», η Αρετή έχει σκύψει ήδη και κάνει εμετό, ο Αντώνης φαίνεται πρόθυμος να αρχίσει να τρώει λέγοντας «Εδώ είναι το μυστικό φαίνεται!», η Βαρβάρα σημειώνει λέξεις (τη στιγμή που εκφωνούνται) «ανθηρότατα, φουντάρησα, χούφταλο, γεροξεκούτης, μερίδιο, μεζεδάκι, καλομαγειρεμένα, ψυχούλα», ο Αρης έχει τεντώσει τα αφτιά του να ακούει καλύτερα, η Αννα δείχνει αδιάφορη, ο Λάρρυ μιλά πρώτος.



Λάρρυ: Εγκω ντεν τέλει μεζεντάκι.. ντεν ήταν και τόσο φίλος.. ντεν τον γκνώριζα και πολύ το κυρ Απόστολος.. Ντεν πεινάει κιόλας... Ντεν ειμαι και κανίβαλο.. ε..; Ντεν τέλει φάει μυαλουντάκι και πονταράκι κυρ Απόστολος. Οκι, ποτέ!

Αμάντα: Ούτε ’γώ θα βάλω μπουκιά ανθρώπινο κρέας στο στόμα μου. Ούτε πιστεύω στην ανάπαυση της ψυχής του κυρ Απόστολου. Είναι δυνατό να αναπαυτεί μετά το χουνέρι που μας έκανε;

Αρης: ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ!!! (εκρήγνυται)

Βαρβάρα: Τα ξέπλεκα μαλλιά του γέμισαν αλμύρα.. μύρα.. μύρα... μύρα... (σημειώνει)

Αρετή: Εγώ θα φάω τελικά! Πρέπει να χάσουμε το κεφάλι μας για να μπούμε μέσα στο κορμί μας. (αποφαίνεται συβιλλικά)

Γιάγκος: Γιατί αυτός ο πανικός; Να το σκεφτούμε βρε παιδιά.. Για καθήστε.. Για ποιο λόγο ο μακαρίτης άφησε αυτό το γράμμα..; Και.. τι να γράφει στο επόμενο..; Αυτό το «..όποιος φάει θα περάσει στο επόμενο βήμα..» μου εξάπτει επικίνδυνα την περιέργεια..!

Αβραάμ: Σα νά ’χει δίκιο ο Γιάγκος. Να σκεφτούμε πρώτα και μετά να αποφασίσουμε. Αν θα φάμε και ποιος θα φάει... και γιατί. Είναι σύνθετο το πράγμα...

Αμάντα: Αναθεωρώ πάραυτα. Δηλώνω ότι θα το σκεφτώ. Πρέπει να βλέπουμε στο βάθος των πραγμάτων. Πέρα από τις λέξεις.

Ρούλα: Βίρα τις άγκυρες!!! Πόσο μ’ αρέσουν οι συσκέψεις..!

Βαρβάρα: Τα μαλλιά μου είναι ξέπλεκα και υγρά...

Αννα: Τελικά, κάθε «άλλος» έχει σημασία για μας..;

Αντώνης: Κάθε «άλλος» είναι καλύτερος!

Ρούλα: Μερσί για τη συνταγή!

Αρης: Μία είναι η ουσία: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ρούλα: Δεν αρνούμαι ότι είμαι παιδί.. χαχαχαχα

Αβραάμ: Προσοχή στους καλλιτέχνες. Δεν είναι πολύ καλά στα μυαλά τους.

Λάρρυ: Το κυρ Απόστολος μανάβη ντεν ήταν; Γκια ποιους καλλιτέκνες λέτε Αμπραάμ..;

Αβραάμ: Και για σένα αγαπητέ μου Λάρρυ. Καλλιτέχνης ίσον πεινάλας..!

Αρης: Ο καλλιτέχνης είναι στην υπηρεσία της κατανάλωσης έξω από την εργασία..!

Λάρρυ: Κσέκασα το αινιγκματικό καμόγκελό μου... σόρρυ.. Οκι, ντεν τέλω να μιλήσω...

Γιάγκος: Η Τέχνη έγινε η άρνηση του εαυτού της. Καλό..;

Αρετή: Ξέρει κανείς πότε η κοινωνία ήξερε πού πήγαινε;

Γιάγκος: Ξέρουμε μόνο από πού ερχόμαστε, π.χ. τα σαράντα παληκάρια από τη Λειβαδιά... Καλό, ε;

Αμάντα: Η Τέχνη είναι ο τροχονόμος, αλλά η Κοινωνία κάνει διαρκώς -και εσκεμμένως!- παραβάσεις.

Αβραάμ: Η Τέχνη είναι ο γιατρός, αλλά η άρρωστη κοινωνία νομίζει ότι τα ξέρει όλα και ότι είναι καλύτερα να γιατρεύεται μόνη της.

Ρούλα: Μπορεί κανείς να έχει πυρετό τμηματικά; Μπορώ να ισχυριστώ πως έχει πυρετό η δεξιά μου πατούσα..; χαχαχαχα

Αρης: Η κοινωνία δεν είναι ποτέ άρρωστη. Γι αυτό κάποτε τρελλαίνεται. Εγώ είμαι άρρωστος, οπότε, μπορεί και να γίνω καλά..!

Βαρβάρα: Πεινάλας, αινιγματικό, καλλιτέχνης, τέχνη, παληκάρια, Λειβαδιά, κοινωνία, άρρωστη, πυρετό, πατούσα, τρελλαίνεται... (σημειώνει)

Αννα: Οσο περισσότερο υγιή δηλώνουν τα μέλη της, τόσο βαρύτερα ασθενεί η κοινωνία.

Αντώνης: Τι θα γίνει τελικά; Θα φάμε; Αν και προτιμώ το μπακαλιάρο σκορδαλιά... Αλλά κι αυτό το ψητό μυρίζει τόσο γαργαλιστικά.. μού ’χει σπάσει τη μύτη..! Αραγε έχει μέσα σκόρδο; Το σκόρδο κατεβάζει την πίεση... Να σηκώσω το καπάκι..;

Ολοι μαζί: ΟΟΟΧΙ... !!! (με αποτροπιασμό) Δεν σκεφτήκαμε ακόμα...

Αντώνης: Μα, τι να σκεφτείτε..; Εσείς όλο για τέχνη και κοινωνία μιλάτε.. Το ψητό είναι εδώ..!!!

Αρης: Ευτυχώς που οι γονείς είναι ακόμα ερασιτέχνες! Ετσι μπαμπά; (ειρωνικά)

Αντώνης: Μπα; Με θυμήθηκες; Η μάνα σου τι λέει γι αυτό; Καλημέρα σας. (στην Αννα)

Αννα: Μη δίνεις σημασία παιδί μου, ο πατέρας σου είναι ένα τέρας..! Κάθε μέρα είναι καλή, εκτός αν σου ευχηθεί αυτός να είναι καλή. Κι αυτά τα κουνούπια... Σα να με ακολουθούν φαίνεται... Αμάν πια..!
(κινεί τα χέρια να τα διώξει ή να τα σκοτώσει)

Βαρβάρα: Μπαμπά, θα το ανοίξω εγώ το καπάκι. Αφού όλοι το θέλουν αλλά κανείς δεν αποφασίζει... Δηλώνω πάντως ότι δεν θα δοκιμάσω τη σπεσιαλιτέ του κυρ Απόστολου, να εξηγούμαι...

Ολοι μαζί: ΟΟΟΧΙ... !!! ΜΗ..!!!!

Αντώνης: Μπράβο Βαρβαρούλα μου, εσύ είσαι παιδί μου! Ανοιξέ το το αναθεματισμένο και δεν το φτάνω καλά από εδώ...


Η Βαρβάρα απλώνεται πάνω από το τέντζερη και τραβά το καπάκι με δύναμη. Ολοι κρύβουν τα πρόσωπά τους με αποτροπιασμό, βγάζοντας ένα ουρλιαχτό, εκτός από τον Αντώνη και την Αρετή που κοιτάζουν με περιέργεια.
Μόλις ανοίγει το καπάκι, πετιέται από μέσα ένας φασουλής και ακούγεται μια φωνή από ένα κασετόφωνο.

Είναι η φωνή του κυρ Απόστολου που λέει:

«Το χάσατε το στοίχημα παιδιά! Αν δεν το θυμάστε, πέρσι είχαμε στοιχηματίσει για το αν μπορεί να φαγωθούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, αν μπορεί να φάει ο ένας τον άλλο δηλαδή. Αντώνη, θυμάσαι τι έλεγες; Οτι ποτέ μα ποτέ σου δε θα έκανες κάτι τέτοιο. Τώρα, μάλλον θα έτρωγες το κρέας μου μονάχα από περιέργεια.. για να διαβαστεί το επόμενο γράμμα... Τα λέω καλά; Και.. δεν υπάρχει άλλο γράμμα..!

Δεν είμαι μαζί σας για να ξέρω ποιος άνοιξε το καπάκι τελικά. Ούτε θέλω να υποψιαστώ. Μου φτάνει, όχι τόσο το ότι νίκησα, αλλά το ότι έβαλα ξεκάθαρα μπροστά στα μάτια σας μια ωμή -ή τάχα... ψητή;- πραγματικότητα.

Ανθρωποφάγοι είμαστε φιλάρες! Κανίβαλοι με τα όλα μας! Δεν βγάζω εμένα απ’ έξω, μια και δεν ξέρω τι θά ’κανα στη θέση σας. Ενα σας λέω μονάχα. Είμαι καλά, και δεν αυτοκτόνησα, φυσικά. Μια φάρσα ήταν.. Το πτώμα στο φέρετρο ήταν ένα άδειο κουστουμάκι!

Πούλησα το μανάβικο και το σπίτι μου και βρίσκομαι.. περιμένω και τη γυναικούλα μου.. σε ένα εξωτικό νησάκι.. μπορεί και σε ένα νησάκι πολύ κοντινό, χωρίς σιδερένια έντομα.. και μη ψάξετε να με βρείτε..!

Εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να ξυπνήσατε επιτέλους.. γιατί.. ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ..! Υπάρχει ελπίδα για όλους.. αλλά.. σαν τη δική μου την Ελπίδα, τη γυναίκα μου, που μαζί της σκάρωσα αυτή την ιστορία, σας το λέω υπεύθυνα.. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ..!

Κάτω από το φασουλή, θα βρείτε ένα ψητό αρνάκι μούρλια! Ετσι, για να το γλεντήσετε και να πάψετε να μιλάτε περί ανέμων και υδάτων, να φιλοσοφείτε για ένα σωρό άσχετα πράγματα όταν ο κόσμος χάνεται και η ζωή είναι τόσο μικρή. Με τις υγείες σας!»


Η παρέα μένει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. Ολοι σχολιάζουν:


Αννα: Εγώ σας τό ’λεγα!

Λάρρυ: Εγκώ ντεν το πίστεψα ποτέ μου.

Ρούλα: Το είχα καταλάβει πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα...

Βαρβάρα: Φάβα... φάβα... Εχει και φάβα..;

Γιάγκος: Βρε τον άτιμο τον Απόστολο, μας την έφερε!

Αρετή: Και δεν του φαινότανε... Του φαινότανε..; Σιγανό ποταμάκι...

Αβραάμ: Και πολύ μάγκας αδερφέ μου ο Απόστολος...!

Αντώνης: Μας έβαλε τα γυαλιά...

Αμάντα: Εχει κανείς κρασί; Θα κρυώσει το αρνάκι!


Ο Γιάγκος βγάζει από το ψυγείο του περιπτέρου ένα μπουκάλι, η Βαρβάρα έχει φέρει κιόλας ποτήρια και μια κασέτα για το κασετόφωνο. Ο Λάρρυ πέφτει με τα μούτρα στο φαΐ. Μετά, παίρνει την κιθάρα του και όλοι το γλεντάνε τραγουδώντας το «δυό πόρτες έχει η ζωή» ή άλλο σχετικό, κατά την κρίση του σκηνοθέτη, ανάλογα με το χρόνο και τον τόπο που θα παιχτεί το έργο.

Το τραγούδι, καθώς και ο ήχος από μαχαιροπίρουνα και τσουγκρίσματα ποτηριών ακούγεται σαν ηχητικό «χαλί» στο τραγούδι του Αρη.

Ο Αρης είναι ο μόνος σκεπτικός που δεν απλώνει χέρι στο μεζέ. Οσο οι άλλοι τρώνε και πίνουν, ο Αρης, με πρόσωπο προς το κοινό, απαγγέλει τραγουδιστά:


Αρης: Φοβάμαι το σκοτάδι όπου μας σπρώχνει κάθε μέρα η αδιαφορία
Φοβάμαι πως η ζωή δεν περιμένει στην αίθουσα αναμονής του χρόνου
Φοβάμαι την υποκρισία και το ψεύτικο χαμόγελο των άλλων
Φοβάμαι πως η ελπίδα θα καεί μέσα στις φλόγες της ανθρώπινης μανίας
Φοβάμαι...

Φοβάμαι τον πόλεμο που σκοτώνει αθώους κάθε μέρα
Φοβάμαι πως το αίμα θα μας πνίξει και η ειρήνη φριχτά πεθαίνει μόνη
Φοβάμαι την αρρώστεια που τσακίζει κάθε ώρα τη ζωή
Φοβάμαι πως ο ουρανός θα σπάσει όταν κάθε λεπτό σβήνει και ένα αστέρι
Φοβάμαι...

Φοβάμαι τον άνθρωπο που τη φύση ανελέητα βιάζει
Φοβάμαι πως το μέλλον θα μας θάψει κάτω από τα μολυσμένα πέπλα του αέρα
Φοβάμαι ότι θα πεθάνει ό,τι ζήσαμε μαζί
Φοβάμαι το θάνατο που μας αγκαλιάζει όλους στοργικά
Φοβάμαι...


ΑΥΛΑΙΑ - ΤΕΛΟΣ

8 Νοε 2006

Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ


Θά 'ρθει και πάλι,
και πάλι θα φύγει.
Η σκιά της ελπίδας
θα φωτίσει και θα χαθεί.
Σαν αστραπή.
Για πάντα.
Σαν σκοτεινή αστραπή.
Πόσο μαύρα είναι όλα!

(Παραμύθι ή σχέδιο για σενάριο ή θεατρικό έργο)


Κάποτε, σε μιά χλωμή χώρα, όπου όλα ήταν κιτρινισμένα, απ’ τον ουρανό μέχρι τα δέντρα και τα λουλούδια, τις λίμνες και τα ποτάμια, τη θάλασσα και τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων, υπήρχε ένα μικρό κι ασήμαντο χωριουδάκι.

Στη μέση της πλατείας του μικρού χωριού βρισκόταν ένα μαγαζάκι με μιά μεγάλη ταμπέλλα που έγραφε με ξεθωριασμένα γράμματα:


ΕΔΩ ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

Μιά μικρή κοπέλλα ξεπρόβαλε από ένα στενό δρομάκι μαντηλοδεμένη και το πλησίασε διστακτικά. Ανοιξε την πόρτα του μαγαζιού. Οι μεντεσέδες της έτριξαν μ’ ένα διαπεραστικό ήχο, γιατί ήταν εδώ και πολύ καιρό αχρησιμοποίητη. Μέσα στο μαγαζί, πίσω από ’να σκωροφαγωμένο πρασινωπό πάγκο, κάθονταν ένας γέρος και μιά γριά. Η μικρή κοπέλλα μίλησε:

- Λίγη ελπίδα, παρακαλώ.
- Λυπάμαι, μόλις μάς τελείωσε.
- Γιατί λυπάστε; Επειδή δεν έχετε να μού δώσετε;
- Οχι, επειδή δεν κρατήσαμε ούτε για μάς.
- Ευχαριστώ, θα πάω αλλού.
- Μή κάνετε τον κόπο. Πουθενά δεν πωλείται πλέον.
- Κι όμως. Ελπίζω να βρώ λίγη κάπου.
- Αν σας περισσεύει δεσποινίς, δώστε μας λίγη από τη δική σας.
- Ευχαρίστως. Ελάτε να ψάξουμε μαζί.

Σιγά - σιγά, ένα μικρό πλήθος ακολουθούσε τη μικρή κοπέλλα που έψαχνε ν’ αγοράσει λίγη ελπίδα. Το περίεργο είναι πως η ίδια δεν είχε καταλάβει ότι όχι μόνο δεν της έλειπε, αλλά είχε τεράστιο απόθεμα, που το μοίραζε απλόχερα σε όσους την ακολουθούσαν. Ετσι, απόχτησε οπαδούς.

Αρχισαν να περπατάνε μέσα από δάση, πόλεις, λιβάδια και χωριά, χωρίς τροφή, χωρίς ύπνο, χωρίς νερό: Η ελπίδα της μικρής κοπέλλας τους έτρεφε.

Μετά από μερικές ημέρες έφτασαν μπροστά σ’ ένα πανύψηλο τοίχο. Εκεί σταμάτησαν. Ο τοίχος ήταν κάτασπρος, σαν τεράστια παγοκολόνα. Ηταν και παγωμένος. Η μικρή κοπέλλα ακούμπησε το χεράκι της στο κέντρο του τοίχου, μα το τράβηξε απότομα, μη παγώσει.

- Αχ! Έκανε κατάπληκτη. Ελάτε! Φώναξε, ελάτε!
- Ελάτε, ν’ αχνίσουμε όλοι μαζί με τα χνώτα μας!

Πλησίασαν όλοι κι άρχισαν ν΄αχνίζουν “χού - χού” με τα χνώτα τους, εκεί, στη μέση του τοίχου. Ο τοίχος άρχισε να βαθουλώνει και να στάζει. Ηταν πραγματικά μιά τεράστια παγοκολόνα!

Οταν άνοιξε μιά μικρή τρύπα, μετά από χιλιάδες καυτές ανάσες, πέρασε από μέσα της η μυρωδιά της Ανοιξης.

Τότε, μόλις οι άνθρωποι τη μύρισαν, συνέχισαν ν’ αχνίζουν τον τοίχο με ξέφρενη χαρά, όλοι μαζί. Τα μάτια τους έλαμπαν, τα πρόσωπά τους είχαν στρογγυλέψει, τα χλωμά τους μάγουλα απόχτησαν χρώμα.

Κάποτε, δεν μπορώ να υπολογίσω πότε ακριβώς, άνοιξε ένα μεγάλο πέρασμα στον τοίχο. Η μικρή κοπέλλα γύρισε, τους κοίταξε όλους προσεκτικά και τους είπε:

- Μέχρι τώρα δουλέψαμε όλοι μαζί για να τρυπήσουμε τον τοίχο. Τώρα, πρέπει να προσέξουμε. Ενας - ένας να περάσουμε, να μη χαλάσουμε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας.

Στάθηκε στο πλάϊ επιβλέποντας να μη χαλάσει το άνοιγμα, απ’ όπου περνούσαν όλοι προσεκτικά, ένας - ένας. Μα σιγά - σιγά, το πέρασμα μίκραινε, στένευε.

Η μικρή κοπέλλα εκλιπαρούσε να συνεχίσουν να το αχνίζουν με τα χνώτα τους περνώντας το, οι άνθρωποι όμως δεν της έδιναν πιά σημασία κι απλώς περνούσαν βιαστικοί για να φτάσουν γρηγορότερα, ν’ αγγίξουν την Ανοιξη. Ευτυχώς δεν ήταν και τόσοι πολλοί, έτσι η μκρή κοπέλλα πρόλαβε να περάσει κι εκείνη, τελευταία.

Αυτό που αντίκρυσε περνώντας ήταν ένα τεράστιο ανθισμένο λιβάδι, όσο έπιανε το μάτι, γεμάτο χαρούμενους ανθρώπους, που χόρευαν και τραγουδούσαν.

Χωρίστηκαν σε ομάδες και άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους. Η μικρή κοπέλλα έχτισε ένα μικρό μαγαζάκι κι έβαλε μιά μεγάλη ταμπέλλα που έγραφε:


ΕΔΩ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΟΙΡΑΖΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

Πιστεύω πως θα περάσουν πολλά χρόνια για να χρειαστεί κάποιος σ’ αυτόν τον τόπο να γυρέψει ελπίδα. Ο καθένας έχει μπόλικη στην ψυχή του. Κι όσο τη μοιράζεται με τους άλλους, όσο τη χαρίζει, η ελπίδα θα περισσεύει.

7 Νοε 2006

Της Κοσμοσφαίρας (πολύ βαρύ κι ασήκωτο)

Το άσμα διορθώθηκε επί τα βελτίω:

Κοσμοσφαίρα, αγάπη γλυκιά μου
(τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ)
έλα μέσ' στη θερμή αγκαλιά μου
(τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ)
από τότε που έφυγες λιώνω
τ' όνομά σου θυμάμαι με πόνο
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα

Με μύδια βρασμένα στους δρόμους γυρνώ
ένα ούφο βλαμένο ζητάω να βρω
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα

Το ιχώρ μου συχνά εξετάζω
(τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ)
για να βλέπεις καλά πως σου μοιάζω
(τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ)
Κινδυνεύω να πάθω αναιμία
γύρνα πίσω γλυκιά μου λατρεία
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα

Σε βράχια, σε όρη γυρίζω ο πτωχός
και τ' αστέρι που ψάχνω έχει γίνει μπουχός
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα

Στα βιβλία λοιπόν τό 'χω ρίξει
(τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ)
και μ' αυτά διασκεδάζω τη θλίψη
(τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ τεριρεμ)
πακετάρω, τυπώνω, πουλάω
το μαράζι για σένα ξεχνάω
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα

Σαβούρες γυρεύω με μάτια θολά
για τη πάρτη σου ψάχνω βιβλία τρελλά
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα
Κοσμοσφαί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αί-αίρα


ΣΗΜ. Ηχητικά εδώ για 7 μέρες
Αν δεν προλάβετε, τραγουδείστε το κατά τα διάσημα Δυνατά και ΕΛληνικά άσματα Μαντουβάλα, Ζιγκουάλα, κλπ

3 Νοε 2006

Πόσο κοστίζει ένα όνειρο;



Μια φορά, ήταν ένας παραμυθάς που καθόταν μπροστά στο τζαμί του Οράν. Ναι, της γνωστής σταυρολεξούπολης, λιμάνι αλγερινό είναι -υπάρχει ακόμα.
Καθόταν λοιπόν στο πεζούλι, κοντά στο αυλάκι με το νερό όπου πλένουν τα ποδάρια οι προσκυνητές πριν μπούνε στο τζαμί, και πουλούσε όνειρα. Τρία ρεάλια το ένα. Φτηνά, αν σκεφτεί κανείς ότι το ρεάλι πια δεν υπήρχε, δεν είχε αντίκρυσμα. Ακριβά, αν υπολογίσουμε ότι είναι πολύ δύσκολο σήμερα να βρεθεί ρεάλι στην αγορά.

- «Να δώσω μπάρμπα ένα ευρώ;» ρώτησε ένας γάλλος τουρίστας που ήξερε και τη γλώσσα «τι όνειρο μου δίνεις;»

- «Τρία ρεάλια το πουλώ κι αν έχεις τ' αγοράζεις» απάντησε ο παραμυθάς και κοίταξε πέρα με τα τυφλωμένα του μάτια.

Οι παραμυθάδες είναι συνήθως τυφλοί, δεν έχουν ανάγκη την όραση -βλέπουν καλύτερα με τα μάτια της καρδιάς και του μυαλού.
Ο γάλλος πείσμωσε, ήθελε το όνειρο επειγόντως, κι έψαξε στα παλιατζήδικα και βρήκε τρία ρεάλια ξεχασμένα σ' ένα μαστραπαδάκι και το πήρε, μισό ευρώ του κόστισαν και τα τρία, μαζί με το μαστραπά.
Πάει ξανά να βρει τον παραμυθά ν΄αγοράσει τ' όνειρο, αλλά ο μπάρμπας είχε φύγει. Εμεινε ο γάλλος πέντε μέρες παραπάνω στο Αλγέρι και ψηνόταν καλά στον ήλιο του Οράν και στην αλμύρα της θάλασσας και ξημεροβραδιαζόταν μπροστά στο τζαμί περιμένοντας τον παραμυθά, αλλά του κάκου! Παραμυθάς πουθενά. Εβγαλε λοιπόν εισιτήριο να φύγει με το επόμενο καράβι.

Λίγο πριν επιβιβαστεί στο πλοίο για Μασσαλία, πέρασε απο το τζαμί να δει μπας και ο παραμυθάς είχε γυρίσει στο πόστο του, και, πράγματι, εκεί ήταν ο γκαβούλιακας. Ο τουρίστας έτρεξε γρήγορα και του είπε:

- «Μπάρμπα, εδώ έχω τα τρία ρεάλια που ζήτησες. Πούλα μου τώρα τ' όνειρο!»

- «Σήμερα το όνειρο κοστίζει πέντε ρεάλια, ο πληθωρισμός βλέπεις παιδί μου...» απάντησε ο παραμυθάς και ο γάλλος φουρκισμένος έτρεξε να ακυρώσει το εισιτήριό του και ύστερα, γραμμή στο παλιατζήδικο να ψάξει γι άλλα δυο ρεάλια να συμπληρώσει το ποσό. Το είχε μεγάλη ανάγκη αυτό το όνειρο!

Η ιστορία επαναλήφτηκε τόσες φορές, όσες χρειάστηκαν για να φτάσει στα δεκαπέντε ρεάλια η αξία του ονείρου και να μείνει ο γάλλος τουρίστας κοντά ένα μήνα και κάτι στο αλγερινό λιμάνι.

- «Τελικά, μπάρμπα, θα το πουλήσεις τ' όνειρο ή μήπως με γελάς κι όνειρο δεν έχεις για πούλημα;» είπε στον παραμυθά λίγο πριν μπαρκάρει, αποφασισμένος πια να φύγει και χωρίς όνειρο απο τ' Αλγέρι ο γάλλος.

- «Τόσες μέρες που έμεινες εδώ πέρα, τι έκανες;» του απάντησε με ερώτηση ο παραμυθάς.

- «Περίμενα το όνειρο» απάντησε εκείνος, «περίμενα τ' όνειρο και έβγαζα εισιτήρια και τα ακύρωνα κι έψαχνα να βρίσκω ρεάλια στα παλιατζήδικα».

- «Δεν έτρωγες; Δεν κοιμόσουνα; Δεν έκανες καμμιά βόλτα στα πάρκα με τις φοινικιές; Δε χάζευες τα παπόρια στο λιμάνι;» ξαναρώτησε ο παραμυθάς.

- «Ναι, τα έκανα όλα αυτά που λες, ένα μήνα και κάτι έμεινα στο Οράν» απάντησε ο γάλλος, «αλλά τι σημασία έχει;»

- «Ενα μήνα και κάτι...» μουρμούρισε ο παραμυθάς, «κι όνειρο δε βρήκες;»

- «Αφού δε μου πούλησες, πώς να βρω;»

- «Αφού δε βρήκες μόνος σου τόσον καιρό, νομίζεις πως αυτό που θ' αγοράσεις θα το δεις;»

..... κόκκαλο ο γάλλος.

- «Τα όνειρα αφεντικό, τα έχουμε μέσα μας. Αν εσύ δεν έχεις μέσα σου όνειρο, αν δε θέλεις να βρεις το όνειρό σου, πώς είσαι σίγουρος ότι αυτό που θ' αγοράσεις απο μένα θα έχει αξία για σένα; Τελοσπάντων, αφού περίμενες τόσο για τ' όνειρο, θα σου χαρίσω τώρα δα ένα τζάμπα. Για στρίψε τα μάτια σου δεξιά και κοίταξε τι κρύβεται πίσω απο την κολόνα του τζαμιού. Τι βλέπεις; Ο,τι δεις είναι τ' όνειρό σου. Αντε και καλό ταξίδι!»

Εστριψε ο γάλλος τουρίστας προς τα εκεί όπου του είπε ο παραμυθάς και είδε πίσω απο την κολόνα του τζαμιού να μισοφαίνεται μια άσπρη φουστίτσα. Οπως πλησίαζε, μια κοπέλα του φώναξε στη γλώσσα του «μεσιέ, φαίνεστε γάλλος και θα ήθελα να σας παρακαλέσω να με φωτογραφίσετε με την κάμερά μου δίπλα στην κολόνα. Σε λίγο το πλοίο μου φεύγει και θέλω μια ανάμνηση απο το λιμάνι. Παρακαλώ...» και του έτεινε τη φωτογραφική της μηχανή.

Ο γάλλος φωτογράφισε την κοπέλα κι έτρεξε να βγάλει εισιτήριο να ταξιδέψει μαζί της, με το πλοίο της, για Μασσαλία.

Υστερα απο πολλά πολλά χρόνια, καθόντουσαν ένα ζευγάρι γεροντάκια στο πεζούλι του τζαμιού στο Οράν, αυτό το σταυρολεξολίμανο της Αλγερίας, κι έλεγαν:

- «Αγαπημένη μου, θα είχα χάσει τη μισή μου ζωή αν δε σε γνώριζα, αν δεν υπήρχε εκείνος ο παραμυθάς να μου χαρίσει τ' όνειρο...»

- «Ναι, αγαπημένε, κι εγώ του χρωσταω χάρη που μου είπε να κρυφτώ πίσω απο την κολόνα του τζαμιού και να ζητήσω από τον πρώτο που θα δω να πλησιάζει προς το μέρος μου να με φωτογραφίσει...»

-----------
Κυριακή, 23 Οκτώβρη 2005, ώρα 14:38 (επιτόπου.. και όταν άρχιζα δεν ήξερα το τέλος του παραμυθιού. Εδώ πωλούνται κάθε είδους όνειρα.)
από barbarian
2005-10-23 12:33:35
-----------


Ενα όνειρο κοστίζει όσο ο χρόνος του ύπνου εκείνου που το βλέπει, τίποτα δηλαδή, εκτός κι αν είναι νυχτοφύλακας, οπότε μάλλον του κοστίζει ακριβά -αν τον τσακώσουν να κοιμάται!
Ενα όνειρο αξίζει το χρυσάφι όλου του κόσμου για κείνον που -και το χρυσάφι αν το είχε θα τό 'δινε- θέλει πολύ να ονειρευτεί αλλά έχει στερέψει η καρδιά του απο αγάπη και φαντασία.
Περιφρονούν το όνειρο, όχι τόσο όσοι το έχουν στο τσεπάκι τους, αλλά πιο πολύ όσοι δε γίνεται, δε μπορούν, να το αποχτήσουν. Για άλλα πράγματα, υλικά, συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: Επιθυμεί κάποιος τα αγαθά του διπλανού του και θέλει να τα αρπάξει. Για τα όνειρα όμως, εκείνος που δε μπορεί να τα έχει κτήμα του τα εχθρεύεται -δε μπορεί βλέπεις με τη βία να τα αποκτήσει- και δε μπορεί να χωνέψει πώς γίνεται κι έχει όνειρα ο διπλανός του.
Γιατί, τι είναι το όνειρο; Πιάνεται; Φυλακίζεται; Μπορεί να δεθεί για να μη φύγει;
Το όνειρο είναι η αστραπή του νου, το κουκούτσι της ύπαρξης, το κέλυφος της καρδιάς, η ασπίδα του ερωτευμένου, το δόρυ της περηφάνειας, η φλόγα της ζωής. Ολα όνειρο είναι και όλα άπιαστα.

από barbarian
2005-11-01 21:34:44
-----------
Αναρτήσεις στην ενότητα: Story-tellers, kivernologotexnia.com
(μόνο για τα μέλη)
-----------
ΣΗΜ. Τότε με λέγανε barbarian

2 Νοε 2006

μελετώντας περί κάβουρα


Μελετώντας το ρητό «τ' είν' ο κάβουρας, τ' είν' το ζουμί του» με απασχολούν τα ερωτήματα:

1. Ο καβουροστίφτης μοιάζει με λεμονοστίφτη;

2. Πώς στίβεται ο κάβουρας;

3. Αν πράγματι ο κάβουρας στίβεται και ο καβουροστίφτης μοιάζει με λεμονοστίφτη, γιατί ο κάβουρας δεν έχει κουκούτσια;

4. Εάν ο κάβουρας είχε κουκούτσια, το λεμόνι θα είχε δαγκάνες;



-------------
Το έστειλα στο flytoistros.com στις 27/10/2006

28 Οκτ 2006

Ιστορια με εικονες




εικονα -001 - Στο στρατιωτικό νοσοκομείο

Ο πατέρας ψάχνει το γιό του στο ημιϋπόγειο του Β΄στρατιωτικού νοσοκομείου. Μια αδελφή νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού του λεει πως τον έχουν στο δωμάτιο δίπλα στο νεκροθάλαμο, επειδή βρίσκεται στα τελευταία του. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα. Το δωμάτιο έχει δυο κρεβάτια. Βλέπει δυο απολειφάδια της ζωής, κλείνει την πόρτα. Αυτά τα κάτασπρα νεκρικά πρόσωπα δεν του θυμίζουν κάτι. Αδύνατα κορμάκια, σα να είναι άδεια τα κρεβάτια. Πετσί και κόκκαλο και ασπρίλα.

- Αδελφή, δεν είναι εδώ ο γιός μου.

- Ελα να σε πάω.

Τον παίρνει απο το χέρι και τον πάει στο κρεββάτι πλάϊ στο παράθυρο.

- Αυτός είναι ο γιός σου, του λέει.

Ο πατέρας δακρύζει. Δε μιλάει. Κάθεται στην καρέκλα δίπλα κάμποσην ώρα και κοιτάζει τον τραυματία. Απομακρύνεται για να φύγει. Ξαναπλησιάζει. Σκύβει. «Τι να πω στη μάνα σου;» ρωτάει.

- Είμαι καλά. Θα γερέψω1, να της πεις. Ψιθυρίζει το ανάπηρο παληκάρι.

----------------------
1. θα γερέψω = μέλλοντας του ιδιωμ. ρ. γερεύω, απο το γερός, θα (ξανα)γίνω γερός δηλαδή


εικονα -002 - Στο στρατιωτικό νοσοκομείο

Το ανάπηρο παληκάρι ανοίγει τα μάτια. Συνέρχεται απο το λήθαργο. Το κρεβάτι βρίσκεται πλάϊ στο παράθυρο του θαλάμου. Είναι ψηλό το παράθυρο, φτάνει ως το ταβάνι, επειδή ο θάλαμος είναι στο ημιϋπόγειο του Β΄ στρατιωτικού νοσοκομείου. Βλέπει ένα κομμάτι ουρανό. Στήνει το αφτί ν’ ακούσει κάτι. Ακρα ησυχία. Η πόρτα τρίζει. Με κόπο στρέφει ελαφρά το κεφάλι, τόσο όσο να την πιάσει το βλέμμα του. Στο άνοιγμά της το κεφάλι του πατέρα του, που τον κοιτάζει, μα δεν τον αναγνωρίζει! Τόσο έχει αλλάξει λοιπόν; Βάζει όλη του τη δύναμη να φωνάξει «πατέρα, εδώ είμαι!» ούτε ψίθυρος όμως δε βγαίνει απο τα χείλη του. Το κεφάλι του πατέρα χάνεται, η πόρτα κλείνει. Απελπισία. Κλείνει τα μάτια ξανά. Ακούει την πόρτα να ξανανοίγει. Πλησιάζουν βήματα. Είναι ο πατέρας του με την Αδελφούλα. Κοιτάζει στα μάτια τον πατέρα, πώς να μπορούσε να του πει όλα όσα έχει σφηνωμένα στην ψυχή του; Βλέπει ένα δάκρυ στα μάτια του πατέρα, που το σφουγγίζει στα κλεφτά με το μανίκι. Ο πατέρας του κλαίει; Πρώτη φορά βλέπει τον πατέρα να δακρύζει.


εικονα -003 - Στο χωριό

Η μάνα κρατάει το τηλεγράφημα στα χέρια και το στριφογυρίζει. Δεν ξέρει να διαβάζει. Περιμένει τον άντρα της να μάθει τι γράφει. Τον βλέπει νά 'ρχεται απο μακριά και τρέχει να τον συναπαντήσει.

- Τι γράφει; Τηλεγράφημα για το π'δί θα νάναι!

- Φέρε να ιδώ. Ναι, είναι στο στρατιωτικό νοσοκομείο.

- Τι κάθεσαι; Τοιμάσου να φύβγ'ς! Τώρα! Να μάσω κάτι να τ'πάς τ'πιδιού.

Γεμίζει ένα ντορβά2 πράματα. Ψωμί πρώτ' απ' όλα. Ενα μεγάλο καρβέλι. Σταρένιο. Βάζει και λίγο τραχανά, χυλοπίττες και καρύδια. Βάζει κι ένα χράμι3 νάχει ο άντρας της κάπου να γείρει4. Βάζει κι ένα μακρύ σώβρακο και τσουράπια5. Ράβει τον ντορβά απο πάνω, με τη σακοράφα. Ο άντρας παίρνει τον ντορβά, καβαλάει το γαϊδούρι και φεύγει.

- Εχε το νου σ' στα πράματα6, λέει στη γυναίκα του, μπορεί να κάνω και δέκα μέρες σαπέρα7.

- Εννοια σ', καλό δρόμο.

Μια μικρή κοπέλα πλησιάζει. Είναι η κόρη, η αδελφή του τραυματία. Χώνεται στο στήθος της μάνας. Κλαίει.

- Μη κλαίς αρή8, τραυματίας είναι, δεν πέθανε. Μη γρουσουζέβ'ς.

----------------------
2. ντορβάς = σακκούλι μάλλινο υφαντό, ταγάρι μεγάλο, που χρησιμοποιούνταν όπως σήμερα η βαλίτσα.
3. χράμι = μάλλινο μικρό χαλί υφαντό
4. να γείρει = ρ. γέρνω, ιδιωμ. υποννοείται «να κοιμηθεί»
5. τσουράπια ή τσ’ράπια = κάλτσες μάλλινες ή βαμβακερές πλεχτές με τις βελόνες
6. πράματα = εννοεί τα ζωντανά, το κοπάδι πρόβατα (στην περίπτωση αυτή)
7. σαπέρα = εκεί πέρα (απο το ίσα+πέρα) εδώ χρησιμοποιείται για μακρινή απόσταση
8. αρή = μαρή, μωρή (χαϊδευτικά χρησιμοποιείται εδώ)


εικονα -004 - Σε ένα αρχοντικό στο Κολονάκι

Μπαίνει φουριόζα η μεγάλη κόρη, 27 χρονών, ντυμένη νοσοκόμα εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού.

- Μαμά, μαμά! Φωνάζει.
- Βγάλε πρώτα τη στολή, πλύσου και μετά μιλάμε.

Η μάνα, αρχόντισσα απο σόϊ, κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και πλέκει. Δε σηκώνει καν το βλέμμα για να μιλήσει στην κόρη της. Η κόρη τρέχει, ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα, πετάει τη στολή στο κρεβάτι της και μπαίνει στο λουτρό βάζοντας μια φωνή:

- Βιτώρια! Τη στολή μου να σιδερώσεις! Θα ξαναφύγω σε δυο ώρες. Τι φαΐ έχουμε;
- Ε, τι νάχουμε; Κάτι λαχανίδες φέρανε σήμερα κι ένα κομματάκι τυρί. Ευτυχώς που δε μας λείπει το λάδι να λες.
- Πάλι; Ασε, θα φάω στο νοσοκομείο. Οι μικρές δε γυρίσανε ακόμα;
- Οχι. Αργούν ακόμα. Ερχονται ποδαράτο απο του Γκύζη. Πάει ο μπάρμπας σου να τις φέρει.

Η κόρη κατεβαίνει αναψοκοκκινισμένη και κάθεται στον καναπέ, πλάϊ στη μάνα.

- Λοιπόν... Τι ήθελες να μου πεις;
- Να, φέρανε σήμερα ένα παληκάρι που μοιάζει με τον αδελφό μας. Ξανθός και γαλανομάτης κι αυτός. Βαρειά τραυματίας.. και.. τον υιοθέτησα!
- Που σημαίνει τι;
- Ε.. θα τον έχω υπό την προστασία μου, θα τον προσέχω.. είναι σχεδόν ετοιμοθάνατος.

Δακρύζει. Θυμάται τον αδελφό της, που είναι στο μέτωπο, γι αυτό.

- Καλά έκανες. Συνεχίζει το πλέξιμο.
- Ξέρεις μαμά...
- Ναι...
- Σήμερα περιμένουμε νά 'ρθει ο πατέρας του απο το χωριό και πρέπει κάπου να τον πάω να τον φιλοξενήσουν.
- Πού δηλαδή; Και απο ποιο χωριό;
- Δεν ξέρω, δε θυμάμαι το χωριό. Λέω να τον πάω στης θειάς που έχει χώρο.
- Κι εμείς έχουμε χώρο. Στο δωμάτιο δίπλα στης Βιτώριας.
- Στο σιδερωτήριο;
- Ναι, γιατί; Τι έχει το σιδερωτήριο; Το κρεβάτι είναι καλό. Το στρώμα πέρυσι το τινάξαμε.
- Καλά μαμά. Πάω να ξαπλώσω λιγάκι γιατί πρέπει να ξαναφύγω. Σηκώνεται και σκύβει να τη φιλήσει, αλλά η μάνα αποτραβιέται. Δεν της αρέσουν οι πολλές οικειότητες, ούτε κι απο τα παιδιά της.

Ακούγεται η βαρειά ξύλινη εξώπορτα να κλείνει. Ο ιδιότυπος ήχος της, ένα αργόσυρτο «γκλιιι-α-γκλακ» στριγγλίζει στ’ αφτιά. Η μάνα σηκώνεται και φωνάζει τη Βιτώρια να ετοιμάσει τραπέζι. Πηγαίνει προς την πόρτα του αντρέ9 και ανοίγει πριν χτυπήσει το κουδούνι. Δυο κοπελίτσες 13 και 15 χρονών ορμούν στο σπίτι. Η μικρότερη πέφτει στην αγκαλιά της μάνας της. Είναι η μόνη που η κοντέσσα δεν της αρνείται την αγκαλιά της. Τη φιλάει στο μέτωπο, σπρώχνοντάς την ελαφρά. Η μεγαλύτερη -πολύ ψηλή για την ηλικία της- έχει ανέβει κιόλας τη σκάλα πετώντας! Πίσω απο τα κορίτσια ξεπροβάλλει μια αντρική φιγούρα. Είναι ο θείος, ο αδερφός του πατέρα τους, που τις συνόδεψε απο το σχολείο.

- Αντε να πλυθείτε τώρα, βγάλετε και τις ποδιές για να φάμε. Δε θα μείνεις Ευτύχιε; Απευθύνεται στον κουνιάδο της.
- Οχι μάτια μου, πρέπει να πάω στης αδελφής μου, να δω τι γίνεται κι εκεί πέρα.
- Οπως νομίζεις Ευτύχιε. Σε ευχαριστώ που μου τις έφερες και σήμερα.
- Μα τι λες τώρα; Υποχρέωσή μου. Καλή όρεξη.
- Τι όρεξη και για ποιο φαΐ... Μονολογεί ψιθυριστά η κοντέσσα, πηγαίνοντας προς την τραπεζαρία.

Ο θείος φεύγει, η βαρειά εξώπορτα κλείνει πίσω του και η μάνα κάθεται στο στρωμένο τραπέζι. Τα κορίτσια κατεβαίνουν τρέχοντας, κάθονται κι αυτά, και η Βιτώρια τα σερβίρει. Μετά, στέκεται όρθια δίπλα στο σερβάν -όπως πάντα. Ετοιμη να εκτελέσει κάθε επιθυμία, να κόψει ψωμί ή να βάλει νερό από τη μεγάλη κρυστάλλινη κανάτα. Η μάνα δεν τρώει ακόμα. Περιμένει τον άντρα της.

----------------------
9. αντρέ = ο προθάλαμος, το χωλ



25 Οκτ 2006

Το μυρμηγκάκι



Μια φορά, σε μια μικρή φωλιά κάτω απο τη γη, ζούσε ένα μυρμηγκάκι. Ηταν πανέμορφο, με χρυσόξανθο κορμάκι και φορούσε παπουτσάκια στο ίδιο ακριβώς χρώμα. Τα μυρμηγκάκια φοράνε μονάχα παπούτσια, επειδή περπατάνε συνέχεια για να βρούνε την τροφή τους. Κάνουν τόσο μακρινούς αναγκαστικούς περιπάτους κάθε μέρα, σα να πήγαινε ένας άνθρωπος Αθήνα - Πάτρα και να γύριζε κιόλας!

Κουραζόταν πολύ το καημένο το μυρμηγκάκι, αλλά δε γινόταν αλλοιώς. Επρεπε να μαζέψει αρκετή τροφή για το χειμώνα, χώρια που λογάριαζε να παντρευτεί κιόλας. Χρειαζόταν λοιπόν αρκετή τροφή. Τα μυρμηγκάκια ζουν σε ομάδες μεγάλες. Στον τόπο όμως που ζούσε το δικό μας το μυρμηγκάκι ήταν το τελευταίο που είχε απομείνει μετά απο μια μεγάλη καταστροφή. Ετσι, τώρα ήταν το πρώτο που θα ξεκινούσε μια καινούργια ομάδα μυρμηγκιών. Γι αυτό σκεφτόταν να παντρευτεί μια καλή και όμορφη μυρμηγκίτσα, να γεννήσουν πολλά μικρούτσικα μυρμηγκάκια και να ζήσουν όλα μαζί στη φωλίτσα τους κάτω απο τη γη ευτυχισμένα. Πως και πως περίμενε αυτή τη μέρα το μυρμηγκάκι μας!

Φανταζόταν να ξημερώνει μια όμορφη λιακάδα και να βγαίνει απο τη φωλιά του με τα χίλια μύρια παιδάκια του και τα εγγονάκια του, να κάνει τους αναγκαστικούς μακρινούς περιπάτους του με παρέα πλέον... «Το θέλω πολύ αυτό και σίγουρα θα το πετύχω» σκεφτόταν και έπαιρνε κουράγιο και συνέχιζε τις κουραστικές πορείες.

Μια μέρα, εκεί που ετοιμαζόταν να βγει απο την τρύπα της φωλιάς του, είδε ένα μεγάλο σπόρο να έχει πέσει μέσα. «Πω πω» είπε μέσα του «τι μεγάλος σπόρος! Δε θα μπορούσα με τίποτα να τον κουβαλήσω μονάχο μου». Βγήκε όμως απο τη φωλιά και άρχισε το περπάτημα. Περπάτησε πολύ εκείνη την ημέρα χωρίς αποτέλσμα. Ξεθεωμένο γύρισε το σούρουπο, έχοντας μαζέψει μονάχα κάτι μικρά ψιχουλάκια. «Δεν πειράζει, αύριο πάλι» είπε κι έπεσε να κοιμηθεί.

Το άλλο πρωϊ που σηκώθηκε ξημερώματα για να ξανακινήσει, βρήκε δυο μεγάλους σπόρους στη φωλίτσα του. «Μπα! Τυχερό που είμαι!» σκέφτηκε και, όπως ήταν κουρασμένο, ξάπλωσε να κοιμηθεί λιγάκι ακόμα. Θα έβγαινε αργότερα στο σεργιάνι. Οταν ξύπνησε, βρήκε κι άλλους σπόρους, όμορφους και ζουμερούς. «Εχω μεγάλη τύχη φαίνεται, θα γίνει γρήγορα πραγματικότητα το όνειρό μου» είπε μέσα του κι αφέθηκε στην καλή του τύχη, όπως πίστευε.

Εξω απο τη φωλιά όμως παραφύλαγε ένας μεγαλομπάμπουρας που δεν ήθελε μυρμήγκια στη γειτονιά του. Ετσι, σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο για να εξολοθρέψει και το τελευταίο μυρμηγκάκι που είχε απομείνει. Θα το τάϊζε πολύ μέχρι που να χοντρύνει και να μη μπορεί να βγει απο τη φωλιά του. Ετσι, με τα σπόρια που έρριχνε κάθε μέρα, είχε βάλει μπρος το καταχθόνιο σχέδιό του.

Το μυρμηγκάκι μας ήταν εντελώς απονήρευτο. Χαιρόταν πολύ για τα σπόρια που έμπαιναν μόνα τους στη φωλιά του -έτσι πίστευε τουλάχιστον- και σιγά σιγά ξέμαθε το περπάτημα κι έγινε ένα τεμπέλικο μυρμήγκι, που όλο έτρωγε και όλο ξάπλωνε. Είχε παχύνει πολύ και το πάχος έκανε και το μυαλουδάκι του δυσκίνητο. Μια μέρα όμως είπε να βγει λίγο να δει τι γίνεται ο έξω κόσμος.

Ανεβαίνει προς την τρύπα εξόδου της φωλιάς κι έπαθε πλάκα, που λέμε! Δε χωρούσε με τίποτα να περάσει απο εκεί. Στριμώχτηκε, έσπρωξε το χώμα, τίποτα. Φώναξε βοήθεια, αλλά δεν υπήρχε ψυχή να το ακούσει, μονάχα ο μεγαλομπάμπουρας το άκουγε κι έτριβε την κοιλιά του απο ευχαρίστηση. «Χαχαχα, ήρθε το τέλος σου μυρμηγκάκι!» φώναξε με την τσιριχτή φωνή του.

Το μυρμηγκάκι τότε ακριβώς κατάλαβε το παιχνίδι εξόντωσης, που του έπαιξε ο μεγαλομπάμπουρας. Δεν απάντησε, ούτε είπε τίποτα, μονάχα κατάφερε να ξεσφηνώσει το κορμάκι του και να κατέβει πάλι στη φωλιά του. Σκέφτηκε πολύ σοβαρά πως τα εύκολα αποκτήματα, αυτά που λαβαίνεις απο άλλους χωρίς κόπο, ωφελούν εκείνους που στα δίνουν και πως το πιθανότερο είναι να σε βλάψουν. Με τη σκέψη αυτή δεν παραιτήθηκε απο την προσπάθεια να πετύχει το σκοπό του. Αποφάσισε να μη τρώει τίποτα σχεδόν για λίγες μέρες. Να του δείξει του παλιομπάμπουρα!

Ετσι κι έκανε και κατάφερε να βγει απο τη φωλιά του και να ξανακάνει τους αναγκαστικούς μακρινούς περιπάτους αναζητώντας τροφή. Σε ένα περίπατο απο αυτούς γνώρισε τη μυρμηγκίτσα των ονείρων του, το αγάπησε κι εκείνη πολύ, πήγαν μαζί στη μυρμηγκοφωλίτσα, έκαναν ένα σωρό μυρμηγκοπαιδάκια κι έζησαν ευτυχισμένοι ως τα βαθειά τους γεράματα -το μυρμηγκάκι έγινε γερομυρμηγκοπαπούλης κι η μυρμηγκίτσα έγινε μυρμηγκογιαγιάκα- μέχρι που είδαν και τρισέγγονα!

Ο γερομυρμηγκοπαπούλης δεν ξεχνούσε να διηγηθεί το νεανικό του πάθημα σε κάθε μυρμηγκάκι που ξετσούμιζε κι έκανε τον έξυπνο στα άλλα, παρασυρμένο απο την ορμή της ηλικίας του. Ολα μα όλα τα μυρμηγκάκια έμαθαν αυτή την ιστορία και ποτέ κανένα δεν έπαθε το ίδιο με το μυρμηγκοπαπούλη του. Επαθαν άλλα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι...


23 Οκτ 2006

Η γοργόνα Κλυταιμνήστρα (μπαλάντα)

Κανόνας για να γράφουμε μπαλάντες, καθώς και ένα παράδειγμα.

Μπαλάντα:

1. Η μπαλάντα αποτελείται από τρείς στροφές των δέκα στίχων και μία (τελευταία) στροφή των πέντε στίχων.
2. Κάθε στίχος είναι ενδεκασύλλαβος.
3. Οι ομοιοκαταληξίες των πρώτων τριών στροφών είναι ως εξής:
1η: Α
2η: Β
3η: Α
4η: Β
5η: Β
6η: Γ
7η: Γ
8η: Δ
9η: Γ
10η: Δ
4. Οι ομοιοκαταληξίες της τελευταίας στροφής είναι ως εξης:
1η: Γ
2η: Γ
3η: Δ
4η: Γ
5η: Δ
5. Ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται ο ίδιος.


Παράδειγμα:

Η γοργόνα Κλυταιμνήστρα (μπαλάντα)

1. Στην Αίγινα σ' αντίκρυσα ένα βράδυ, Α
2. μακρύ μαλλί στην πλάτη σου ριγμένο, Β
3. να βγαίνεις σα γοργόνα στο σκοτάδι. Α
4. Το βλέμμα σου σα βέλος φλογισμένο, Β
5. κατάστηθα με βρήκε τον καημένο. Β
6. Ξαφνιάστηκα, ζαλίστηκα λιγάκι, Γ
7. παράγγειλα ακόμα ένα ουζάκι. Γ
8. Μου είπες πως σε λένε Κλυταιμνήστρα Δ
9. κι απάντησα: "Ευτυχώς, με λένε Λάκη"! Γ
10. Στο βάθος ακουγόταν η ορχήστρα... (δις) Δ

*****

1. Πώς μπήκες στο δικό μου παραγάδι, Α
2. λιγνό κορμί σε τόρνο σμιλεμένο, Β
3. σαν κόμπρα και σα χέλι, σα ζαρκάδι; Α
4. Να καταλάβω ακόμα περιμένω, Β
5. πώς βρήκες των ονείρων μου το τρένο! Β
6. Δεν ήσουνα τυχαίο κοριτσάκι, Γ
7. γι αυτό και δε σου ζήτησα φιλάκι. Γ
8. Θυμήθηκα την άλλη Κλυταιμνήστρα, Δ
9. αυτή με το μεγάλο μαχαιράκι! Γ
10. Στο βάθος ακουγόταν η ορχήστρα... (δις) Δ

*****

1. Βαθειά η φωνή σου, σαν από πηγάδι, Α
2. και μ' ένα τόνο παραπονεμένο, Β
3. μου μίλαγε στης νύχτας το μαγνάδι Α
4. για μοίρα, για γητιές και πεπρωμένο... Β
5. και πάτησα το γκάζι αντί για φρένο! Β
6. Βρεθήκαμε στου Δήμου το παγκάκι, Γ
7. το ζουμερό σου φίλησα χειλάκι.... Γ
8. Μα τ' όνομά σου αυτό, το «Κλυταιμνήστρα» Δ
9. με φόβιζε πολύ κι όχι λιγάκι! Γ
10. Στο βάθος ακουγόταν η ορχήστρα...(δις) Δ

*****

1. Πηγαίνω ταχτικά στο ταβερνάκι Γ
2. που έπεσες εκεί, σαν αστεράκι. Γ
3. Τι κρίμα που σε λέγαν Κλυταιμνήστρα! Δ
4. Ποιός σού 'δωσε αυτό τ' ονοματάκι;! Γ
5. Στο βάθος, πάντα ακούγετ' η ορχήστρα...(δις) Δ


----------------
ΣΗΜ. Η μπαλάντα γράφτηκε την 1/Νοε/1999 και ανέβηκε στις 14-Ιουν-2005 στα E-books του kivernologotexnia.com, που είναι επισκέψιμα από τα μέλη.

22 Οκτ 2006

Εικόνες των ανθρώπων

Χτίζουμε την εικόνα μας
Με ταπεινά υλικά
Μετά τη μπογιατίζουμε
Πασπαλίζουμε με χρυσόσκονη
Κοιτάζουμε στον καθρέφτη
Λέμε: Ποιός είμ' εγώ!
Και βγαίνουμε στο δρόμο

Βρίσκουμε την εικόνα μας
Κάθε μέρα και κάπου αλλού
Ολο καινούργια βλέμματα
Μας αντικατοπτρίζουν
Πρέπει να κινούμαστε διαρκώς
Να μη τη χάσουμε

Βγάζουμε την εικόνα μας
Απ' το μπαούλο σκονισμένη
Την ξεσκονίζουμε
Μα φοβόμαστε να βγούμε
Δεν έχει μάθει στον ήλιο

Η εικόνα μας είναι βαλσαμωμένη
Την παραλαμβάνουμε απ' τους γεννήτορες
Που την έχουν παραλάβει απ’ τους δικούς τους
Και πάει λέγοντας...
Τη στήνουμε σ' ένα βάθρο
Προσκυνώντας τη καθημερινά
Δε χρειάζεται να κυκλοφορήσουμε
Οι άλλοι έρχονται σε μας
Σαν τα ζουζούνια στο μέλι

Η εικόνα μας πεταμένη στη λάσπη
Αυτοί που λέγαν πως μας αγαπούσαν
Την πέταξαν
Μόλις σκούριασε λίγο στην άκρη
Αντι να την περιποιηθούν,
Να τη φροντίσουν
Με λίγο, τόσο δα, αντισκωρικό...

Η εικόνα μας γίνεται λάβαρο
Σε χέρια άλλων, ξένα χέρια
Ούτε ξέραμε, ούτε θέλαμε
Ποτέ δε θέλαμε τίποτα
Οι άλλοι παίρνουν πάντα την εικόνα μας
Πότε τη βάζουν ψηλά
Πότε την κατρακυλούν στα τάρταρα
Και πάλι και πάλι απ' την αρχή

Η εικόνα του ποιητή
Πλάθεται κάθε μέρα
Κάθε ώρα αλλάζει απ' τον ίδιο
Εξ ού και ποιητής, ποιεί,
Δημιουργεί την εικόνα του
Και δείχνει κάτι λίγο
Απ' τις εικόνες που νοιώθει,
Τις άλλες εικόνες που ζουζουνίζουν
Με τρέλλα γύρω του
Εκτεθειμένες στον άνεμο
Προστατευμένες απ' τη βροχή...
Κι η ποίηση νάμα, πηγή, ποτάμι
Συντριβάνι, έλος,
Βόρβορος, οχετός,
Ολα ταυτόχρονα.

(19/10/2002)

20 Οκτ 2006

αναδόμηση

Τι μας παρακινεί λοιπόν εδώ
στα νοτερά χνάρια;
Ποια στενή, νυσταλέα συνήθεια;
Και τι σχημανία έχει πια
που τα φλογοβόλα ημερολόγια
έθαψαν χνούδι - χνούδι
το Χιόνι στα αζημείωτα;

Διότι αν η μοναδική φθορά
υπήρξε αναγλομπή
της επι χούν εικόνας μας έσωθεν
προστιμούσαμε τα μακρομπούτια
στο αφιώδες υλικό των ονειρώξεων.
Και πάντα επιστρέμαμε άλλοι
από μια γυμνή εφηβεία.

10 Οκτ 2006

Η ΒΡΟΧΗ



Μπόρα
μπόρα δυνατή
βροντές
αστραπές
παρά τρίχα χαλάζι
μπουμπουνητά
κάθε λογής μπουμπουνητά
κι ακόμα
βρέχει
έξω βρέχει
μέσα βρέχει
καταρρακτωδώς
σφίγγω το στόμα
μη βγεί βροχή
κλείνω σφιχτά τα μάτια
μα πάλι
φουρτούνα
θάλασσα 'γριεμένη
μπλε καταμπλε
εντελώς
σα μάτι
φοβερής ματιάστρας
αστράφτει
η ματιά
τ' ουρανού
γκριζομπλέ βαθύ
μαύρο
παρα κάτι λίγο
κατάμαυρο
κι η θάλασσα φουρτουνιασμένη
ιδια η καρδιά μου
πολλή θλίψη
πολλή
βρε παιδί μου
μ' έχει φάει
μου τρώει το συκώτι
το πάγκρεας
το πάγκρεας
και τη χολή



-----------
Γράφτηκε στις 5/Νοε/2002
(έβρεχε και τότε)

7 Οκτ 2006

Η ΠΑΤΑΤΟΧΩΡΑ ή ΚΑΤΩ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ !


Τα χρόνια τα παλιά η μεγάλη και ξακουστή Πατατοχώρα εφοδίαζε όλο τον κόσμο με τις νόστιμες και ολόγερες στρογγυλές πατάτες της. Κάποτε όμως έπεσε ένα φοβερό σκουλήκι που τις έφαγε όλες, μα όλες, κι ένα πρωί ξημερώθηκε η Πατατοχώρα χωρίς ούτε μιά πατάτα.

Σα να λέμε σήμερα πως η Κίνα στέρεψε από μετάξι, η Αραβία από πετρέλαιο, η Ιταλία από μακαρόνια κι η Ελλάδα από πολιτισμό.

Μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι σοφοί της Πατατοχώρας, το γνωστό Συμβούλιο Των Σοφών, και συζητούσαν για τον τρόπο που έπρεπε ν' αντιμετωπίσουν αυτό το σοβαρό πρόβλημα.

Η ιδέα που κυριάρχησε ήταν ν' αλλάξουν το όνομα της χώρας τους και ν' αρχίσουν να καλλιεργούν άλλα προϊόντα, "όπως όλος ο κόσμος" -έτσι είπε ο Πρόεδρός τους.

Ενα μικρό αγόρι όμως, που άκουσε την ανακοίνωση του Συμβουλίου από το ραδιόφωνο, δε συμφώνησε καθόλου μ’ αυτή την ιδέα. Είχε γεννηθεί πατατοχωρίτης και δεν ήθελε ν’ αλλάξει πατρίδα. Εγραψε λοιπόν για τη δική του ιδέα στους σοφούς και, παράλληλα, τη διαφήμισε στους τοίχους της πόλης του. Πίστευε δηλαδή, πως έπρεπε να πολεμήσουν το σκουλήκι που κατέτρωγε τις πατάτες και όχι ν’ αλλάξουν όνομα στη χώρα τους αποδεχόμενοι την καταστροφή, που στο κάτω - κάτω κανείς δεν ήξερε πόσο θα διαρκούσε.

“Ζήτω οι πατάτες - Κάτω τα σκουλήκια” έγραφε παντού.

Οι σοφοί ξαναμαζεύτηκαν για να ξανασκεφτούν. Εν τω μεταξύ, οι νέοι επιστήμονες της Πατατοχώρας έψαχναν πυρετωδώς για να βρούν το φάρμακο που θα καταπολεμήσει τον εχθρό της πατάτας. Νύχτα - μέρα στα εργαστήρια, ανάμεσα σε μικροσκόπια και σε περίεργα χρωματιστά υγρά, δεν σταματούσαν την έρευνα, ώσπου ένα μεσημέρι ανακοίνωσαν ότι, επί τέλους, βρέθηκε το ποθητό φάρμακο.

Ο κόσμος έτρεξε αμέσως να το προμηθευτεί από τα φαρμακεία και τα καταστήματα γεωργικών φαρμάκων. Οι σοφοί όμως, που δεν είχαν αποφασίσει ακόμα άν θ' αναιρέσουν την προηγούμενη απόφασή τους, απαγόρεψαν την πώληση του φαρμάκου. Ευτυχώς που μερικοί καλλιεργητές είχαν προλάβει να τ' αγοράσουν.

Μετά από λίγους μήνες κυκλοφόρησαν πάλι στην αγορά νέες τροφαντές πατάτες, νοστιμότερες κι από πριν. Εστειλαν και στους σοφούς μιά παρτίδα για να τους πείσουν ότι η χώρα τους δεν έπρεπε ν' αλλάξει όνομα.

Οι σοφοί, που ακόμα συνεδρίαζαν, δεν μπήκαν στον κόπο να δοκιμάσουν τις καινούργιες πατάτες, επειδή δεν τις θεωρούσαν εκλεπτυσμένη τροφή.

Ο λαός αδημονούσε, είχε ακόμα εμπιστοσύνη στους σοφούς και περίμενε την απόφασή τους πριν ν’ αρχίσει και πάλι την εξαγωγή της περίφημης πατάτας.

Τα άλλα κράτη, εκμεταλλευόμενα την παρατεταμένη σιωπή των σοφών της Πατατοχώρας καθώς και την πρώτη τους απόφαση για αλλαγή του ονόματός της, άρχισαν να καλλιεργούν πατάτες και ν’ απαγορεύουν την εισαγωγή τους από την Πατατοχώρα. Οι σοφοί, εν αγνοία τους, ενεργούσαν εναντίον της πατρίδας τους με την ολιγωρία τους. Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν στα κανάλια της τηλεόρασης. Ενας σοφός βγήκε σ' ένα "παράθυρο" και είπε πως οι νέοι επιστήμονες δεν έχουν βρεί πραγματικά το φάρμακο και σπέρνουν ψεύτικες ελπίδες στο λαό, τους συγχωρεί όμως "λόγω του νεαρού της ηλικίας τους". Ενας άλλος σοφός ανακοίνωσε ότι η θέση του Συμβουλίου Των Σοφών είναι αμετακίνητη: Η χώρα πρέπει ν' αλλάξει όνομα.

Ο λαός καταλάβαινε πως κάτι μαγειρεύεται πίσ' από την πλάτη του, δεν μπορούσε όμως να ενεργήσει γιατί περίμενε τη γνώμη του Συμβουλίου, ακόμα κι όταν δεν έμενε η παραμικρή αμφιβολία πως οι νέοι επιστήμονες είχαν δίκιο, πως το φάρμακο είχε βρεθεί και ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικό στην καταπολέμηση των σκουληκιών της πατάτας.

Πέρασαν αρκετά χρόνια και η χώρα έμενε μετέωρη. Δεν είχε όνομα και κανείς στον κόσμο δεν την αναγνώριζε. Η παλιά της δόξα είχε σβήσει και λίγοι, πολύ λίγοι, θυμόντουσαν το ένδοξο παρελθόν της. Ακόμα περισσότερο το λησμονούσαν οι εχθροί της, που δεν τους συνέφερε καθόλου να το θυμούνται.

Οι νέοι επιστήμονες έβαζαν όλα τους τα δυνατά για να ενημερώνουν το λαό σχετικά με την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, έγραφαν στους τοίχους και μιλούσαν στα λεωφορεία, μιά και κανένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός δεν τους έδινε βήμα ώστε να ακουστούν περισσότερο. Ετσι όμως η γνώμη των νέων επιστημόνων έχανε το βάρος της και ο πολύς κόσμος τους αντιμετώπιζε με δυσπιστία και διατηρούσε τις ελπίδες του στους σοφούς, που, με τη στάση τους, μόνο σοφοί δεν ήταν.

Οι εχθροί, που τώρα είχαν φτάσει την παραγωγή της πατάτας τους σε δυσθεώρητα ύψη, είχαν κάθε λόγο να εξαφανίσουν την πρώην ξακουστή Πατατοχώρα. Δεν στάθηκαν λοιπόν απλοί παρατηρητές και, με το πρόσχημα πως η χώρα αυτή δεν είχε αποκτήσει ακόμα όνομα, οπότε δεν είχε πίστη στη διεθνή αγορά, την απέκλειαν συνεχώς από τα διεθνή συνέδρια και από τα κέντρα λήψης αποφάσεων για το μέλλον του πλανήτη. Οι σοφοί της Πατατοχώρας δεν καταλάβαιναν γιατί είχαν απομονωθεί, για ποιόν λόγο τους επιστρέφονταν οι συμμετοχές τους στα διεθνή συνέδρια όλο και πιό συχνά.

Πέρασαν τα χρόνια και οι επιστήμονες δεν ήταν πιά τόσο νέοι κι οι σοφοί είχαν αλλάξει θέση με αντικαταστάτες, που ακολουθούσαν με συνέπεια τα χνάρια τους.

Υπήρχε έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στους κατοίκους της χώρας, που κανείς πιά δε θυμόταν γιατί και πώς είχε αρχίσει.

Ο λαός, πάντως, έτρωγε ακόμα πατάτες που καλλιεργούνταν παράνομα και που, χάρη στα επίσης παράνομα φάρμακα, ήταν πεντανόστιμες και απρόσβλητες από το φοβερό σκουλήκι που κόντευε να εξολοθρευτεί εντελώς.

Το μικρό παλληκαράκι, που είχε πρώτο δυσπιστήσει στην πρώτη απόφαση του Συμβουλίου Των Σοφών περί αλλαγής ονόματος της Πατατοχώρας, είχε γίνει πλέον ολόκληρος άντρας. Δρώντας για πολύ καιρό στην αφάνεια, είχε καταφέρει να πλουτίσει από το παράνομο εμπόριο πατάτας και αντισκουληκικού φαρμάκου. Με την τεράστια περιουσία του έστησε δικό του ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο με παγκόσμια εμβέλεια και, ενημερώνοντας για το τί ακριβώς συμβαίνει στην πατρίδα του, απέκτησε φίλους και υποστηρικτές σ' όλόκληρο τον κόσμο.

Ετσι, η Πατατοχώρα ξαναβρήκε τ' όνομά της, οι σοφοί πήγαν σπίτι τους και οι επιστήμονες, στηριζόμενοι από το λαό, ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας στο παρά πέντε, μιά και οι εχθροί, που παραμόνευαν σαν αρπακτικά, κήρυξαν τον πόλεμο με όλα τα μέσα, με απαγορεύσεις αλλά και με όπλα. Απαγόρευαν την κατανάλωση της πατατοχωριανής πατάτας κι έριχναν με τ’ αεροπλάνα τους νέα σκουλήκια στους αγρούς της Πατατοχώρας.

Ο λαός ενώθηκε σε μιά μάζα και, με μιά καρδιά και μιά ψυχή, αντιστάθηκε σθεναρά και νίκησε τους εχθρούς κατά κράτος.

Οταν όλα τέλειωσαν, ακούστηκε απ' όλα τα δίκτυα του πλανήτη το χαρούμενο τραγούδι της Πατατοχώρας και κανείς δεν αμφισβήτησε πλέον την ποιότητα της παραγωγής της. Οι πατατοχωρίτες ξαναβρήκαν τη χαμένη τους περηφάνεια και από τότε ζούν ευτυχισμένοι καλλιεργώντας, τρώγοντας και εξάγοντας τις υπέροχες πατάτες τους.

----------------------
ΣΗΜ. Το παραμύθι γράφτηκε στις 12 Δεκ. 1997 ως σχέδιο για σενάριο ή θεατρικό έργο. Πριν 2-3 χρόνια κάποιος ενδιαφέρθηκε και ζήτησε να το διαμορφώσω για παιδικό θέατρο, αλλά, στη συνέχεια, διάλεξε κάτι τι πιο εύπεπτο. Το θεατρικό παραμένει αζήτητο μαζί με τα τραγουδάκια του.

30 Σεπ 2006

Τι ειναι ο συγγραφεας?



Κάτι που Δημοσιεύτηκε στις 02/12/2003 στο site ISTROS. Το είχα στείλει με το παρωνύμιο mixer, αλλά, όσο και αν είχα αλλάξει τον τρόπο της γραφής μου, με... ανακάλυψαν!


Μπορεί και να τα καταφερω να γινω συγγραφεας. Γιατι, τι ειναι ο συγγραφεας? Ειναι μια γυναικα που «αν μ' αγαπας, τότε μπορεις να μ' αγγιξεις» λέει, ή ένας άντρας που αλληλοξυλοκοπιεται στα αποδυτηρια των γηπεδων χωρις να του καιγεται καρφι πού (σε ποιο σημειο του σωματος) θα φαει -και θα δωσει- την ξυλια? Ενας συγγραφεας αγγιζει, δεν αγγιζεται. Αγγιζει μυαλα με το συναισθημα του -και σωματα καμμια φορα, μια και η αντιδραση του σωματος ξεκιναει απο το μυαλο. Αν αφηνοταν να αγγιχτει απο οτιδηποτε αλλο, εκτος απο τα δικα του συναισθηματα, θα ηταν απλα μια κατινα κουτσομπολα ή ενας χαμαλης υβριστης.


Ενας συγγραφεας λοιπον ειναι κατι το ουδετερο, όπως ενα μιξερ π.χ. που ομως δεν εχει αναγκη να τον βαζουν στην πριζα: Μπαινει μονος του, ή, μαλλον, ειναι στην πριζα μονιμως. Το υλικο που ανακατευει διαφερει καθε φορα μοναχα. Μια δοση γερη πονου μαζι με δυο κουταλιες της σουπας λυρισμο μπορουν να εχουν ένα πεντανοστιμο αυτοσαρκαστικο αποτελεσμα. Μπορουν να παραγουν επισης και μια αηδη σουπιτσα. Δεν εξαρταται λοιπον η γευση ενος εργου τόσο απο τη δοσολογια, όσο απο τον τρόπο αναμειξης των υλικων. Ουτε πολυ ανακατεμα ουτε λιγο. Το πόσο, το ανακαλύπτει κανεις γραφοντας. Για τουτο ο συγγραφεας δεν πρεπει να σταματα να γραφει. Εστω και αν γραφει σαχλαμπουρδες. Αυτες εκ των υστερων αξιολογουνται. Αν δεν γραφτουν, δε θα γνωριζει κανεις -ουτε ο ιδιος ο συγγραφεας- τι ειναι.


Συγγραφεας ειναι μονο λοιπον οποιος γραφει? Και βεβαια. Διαφορετικα, αν δεν εγραφε, πώς θα λεγοταν? Αγραφεας μαλλον! Γιατι λεγεται ΣΥΝγραφεας? Μαζι με ποιον αλλον γραφει? Αφου γραφει για να εκφραζει τον εαυτο του, χωρις να του υπαγορευει κανεις... Δεν ειναι ετσι! Ο συγγραφεας ειναι καποιος που εχει ανακαλυψει αυτη την εσωτερικη φωνη που του υπαγορευει τι να γραψει. Πότε ειναι μια φυλακισμενη κραυγη που δεν αντεχει να κρατηθει άλλο δεμενη μεσα του, πότε ειναι ψιθυρος που βγαινει σαν απαλό αερακι, πότε ειναι απλα μια φωνη. Φωνη διαρκειας. Δε σταματαει να απασχολει την ακοη του. Τοσο που κινδυνευει να παρασυρθει στο δρομο απο κανα οχημα, για τουτο και απαγορευεται να οδηγει. Ενα τεστ αναγνωρισης του συγγραφεα ειναι αυτο ακριβως: Ενας συγγραφεας ή θα ειναι οδηγος φορμουλας-1 ή δε θα εχει διπλωμα οδηγησης. Στην πρωτη περιπτωση για να σβηνει τις εσωτερικες του φωνες με το θορυβο (γγγρρρρ γγγρρρρ) και με την αδρεναλινη να του βραχυκυκλωνει τις καλωδιωσεις των νευρων, και στη δευτερη για να ακουει τα κλαξον, μη και γινει λυωμα στην ασφαλτο πριν προλαβει να γραψει!


Ενα μιξερ κραυγαζει ανακατευοντας. Ενας συγγραφεας κραυγαζει γραφοντας. Το μιξερ ακουγεται ετσι κι αλλιως. Ο συγγραφεας πρεπει να διαβαστει απο καποιον αλλο -εστω και έναν- για να «ακουστει». Ενας συγγραφεας ΔΕΝ ειναι συγγραφεας πριν εκδοθει? Οποιος γραφει και εκδοθει μετα θανατο, τοτε, πεθαμενος δηλαδη, γινεται συγγραφεας? Οξυμωρο: Γινεται (στο μελλον) συγγραφεας καποιος που ήταν (στο παρελθον) συγγραφεας αλλα και δεν ήταν ταυτοχρονα, αφου κανεις δεν το γνωριζε -ουτε ο ιδιος, εφόσον δεν αρκει ο εαυτος του ως μοναδικος αναγνωστης. Δε γινεται να σταματησω να γραφω. Το υλικο μου ειναι άπειρο. Δεν εχει τελος λοιπον, δεν υπαρχει επιλογος εδω. Θα μπορουσα να συνεχισω με τον αυτοσαρκασμο ως πηγη εμπνευσης και ως ερεθισμα, με τον αυτοσαρκασμο ως προδρομο και δασκαλο της αισθησης του (αμεταφραστου) χιουμορ. Δε θα το κανω τωρα. ΣΤΟΠ. Τα υλικα ξεχειλισαν απο το μηχανηματακι. Φρεναρω τη φορμουλα και παω για συνεργειο!

-----------------
...και.. το σχόλιο στον εαυτό μου:

Re: Τι ειναι ο αναγνώστης?
από Rodia στις 04/12/2003

Αλλο ένα επίμαχο ερώτημα. Ανα+γνώστης είναι κάποιος που "γνωρίζει ξανά", έτσι τουλάχιστον το ερμηνεύω ετυμολογικά (καμμιά αντίρρηση???)

Ο αναγνώστης λοιπόν αναγιγνώσκει ό,τι ήδη γνωρίζει αλλά δε μπορεί να το γράψει -δεν ξέρει τον τρόπο ή δεν τολμά. Γι αυτό συμφωνώ πως δύσκολα γράφει κάποιος αν δεν έχει διαβάσει προηγουμένως αρκετά...

Το κείμενο το διάβασα αναγνωρίζοντας τον αυτοσαρκασμό του εκπονητή του -το ίδιο πράττω άλλωστε συχνά!;-)- και δεν έχω παρά να συμφωνήσω στο ζήτημα της ανάμειξης. Αυτό μου είχε εξομολογηθεί ένας φίλος συνθέτης: "Η μουσική δεν είναι τίποτε άλλο απο ένα συνδυασμό απο νότες και παύσεις. Η καλή μουσική είναι ένας καλός συνδυσμός, αυτό που ψάχνουμε όλοι οι μουσικοί να πετύχουμε". Γιατί να μην ισχύει το ίδιο και με τη λογοτεχνία???
..και.. η πρακτική εξάσκηση είναι απαραίτητη παντού...
..και όσον αφορά τους συγγραφείς αλλά και τους αναγνώστες...

4 Σεπ 2006

Τα πλακάκια του "Κήρυκα"



Ο σιορ Γρηγοράκης, του σιορ Τζανέτου του νοδάρου ο γιός, άπλωσε το δεξί του κι έχωσε την πένα στο καλαμάρι με το μελάνι το μαβί. Αφού την ετίναξε να φύγει η σταγόνα η περίσσεια, έβαλε με προσοχή την τελευταία τελεία στο χαρτί που είχε μπροστά του, μια τελεία ολοστρόγγυλη σαν και του τύπου. Την εκαμάρωσε για μισό λεπτό κι ίσα που επρόλαβε ν' απλώσει προς τα δεξιά της μια παχιά παύλα, πριν το μελάνι στην πένα στεγνώσει εντελώς. Α, ήτανε πολύ προσεχτικός ο σιορ Γρηγοράκης. Δεν τ' αρέσανε οι μουντζαλιές, γι αυτό.

Απομακρύνθηκε ολίγον τι από το γραφείο του παπάκη του, του νοδάρου, όπου ήτανε καθισμένος κι έγραφε εδώ και κάτι ώρες, κι εκαμάρωσε το γραπτό. Τα ωραία και περίτεχνα κεφαλαία του με τις τζιριτζάντζουλες εξεχώριζαν από μίλια και βάλε. Ητανε μεγάλος μάστορης ο σιορ Γρηγοράκης στο να σιάχνει κεφαλαία γράμματα, ιδίως εκείνο το έψιλον πολύ το επετύχαινε. Ετούτο το γραπτό θα το πήγαινε στην εφημερίδα "Ο Κήρυκας" να το τυπώσουνε στο παχύ φύλλο της Κυριακής, κάτω από τα μνημόσυνα. Εκεί όπου βάζουνε συνήθως τα ποιήματα που βραβεύονται.

Αυτό ήτανε τ' όνειρό του. Να δει τυπωμένο ένα γραπτό του, να βραβευτεί και να τυπωθεί το ποίημά του, κι ας τί καλό! Εφώναξε και τη Μαυρογιαννάκαινα την πλύστρα, να έρθει από την αυλή, να ιδεί το γραπτό. Εκείνη δεν εμπόριε γιατί άπλωνε τη μπουγάδα, αλλά "θα 'ρθώ σιορ Γρηγοράκη μου, μόλις αποσώσω" του εφώναξε. Η λαχτάρα του όμως ήτανε τόσο μεγάλη, που εβγήκε στην αυλή να της το δείξει, είχε ανάγκη από έναν έπαινο, και "μπράβο αφέντη, τι ωραίο πράμα που είν' τούτο πού έσιαξες" του είπε η καψερή, που δεν εγνώριζε γράμματα αλλά ένιωθε να εκτιμά τις ωραίες ζωγραφιές με τις ουρίτσες.

Ανέμιζε το χαρτί στον ήλιο και φάνταζαν σαν πεταλούδες τα κεφαλαία του. Ολο το γραπτό ήτανε γραμμένο με μελάνι μαβί, αλλά στα κεφαλαία είχε προσθέσει και λίγο πράσινο που τα εφώτιζε όπως οι πυγολαμπίδες το σκοτάδι, ο ήλιος όμως τους έδινε τη χάρη της πεταλούδας. Τόσο ωραίο γραπτό, δεν επίστευε στα μάτια του πως ήτανε δικό του έργο! Με τη βεβαιότητα της έγκρισής του από τον συντάκτη του "Κήρυκα", εξεκίνησε για τα γραφεία της εφημερίδας.

Οπως επήγαινε στο δρόμο, εσυνάντησε τη δασκάλα του πιάνου, τη σιόρα Ελενα. Επεριπάτει σκυφτή, ωσάν να γύρευε κάτι τι χαμένο στο ρείθρο του καλντεριμιού, αλλά μια στιγμή που εσήκωσε το βλέμμα και είδε να πλησιάζει ο αγαπημένος της μαθητής άστραψε από χαρά. Εκείνος εκοκκίνησε από αιδημοσύνη σαν κοπελούδα, γιατί, εντελώς μεταξύ μας, την εγουστάριζε τη σιόρα Ελενα παρ' όλο που τον επέρναγε κοντά δέκα χρονάκια.

- Καλήν ημέρα σιόρα Ελενα, πώς είστε;
- Καλήν ημέρα γιε μου, δόξα σοι ο Θεός, και τί 'ναι τούτο που κρατείς;
- Ενα ποίημα! Το πάω στον "Κήρυκα" όπου έχει διαγωνισμό για ποίηση ετούτη την εβδομάδα.
- Αλήθεια, μόλις επήγα τώρα και το δικό μου.
- Ναίσκε; Γράφετε κι εσείς ποίηση; Δεν το εγνώριζα.
- Ε, κάπου κάπου σκαρώνω κάνα δυο στιχάκια... Αλλά πήγαινε, μη σε κρατώ, και καλήν επιτυχία.
- Καλήν επιτυχία επίσης!

Τον έτρωγε η περιέργεια τώρα να μάθει τι σόι ποιήματα γράφει η σιόρα Ελενα, και μπας και είναι καλύτερο το δικό της από το δικό του, αλλά μέσα του ήτανε τόσο βέβαιος για την ικανότητά του στην καλλιγραφία, που εσβήστη κάθε φόβος και ταραχή κι έφτασε πετούμενος στην είσοδο των γραφείων της εφημερίδας. Ο πορτιέρης του έκαμε μια μικρήν ανάκριση -λες και δεν τον ήξερε- πριν του επιτρέψει να περάσει για να συναντήσει τον κύριο συντάκτη, τον υπεύθυνο για το διαγωνισμό.

Επήρε μια βαθειάν ανάσα, όρθωσε το κορμί, έσφιξε το στομάχι, και προχώρησε με βήματα αργά ατενίζοντας πέρα μακριά, στο τέρμα του διαδρόμου, την κοπέλα που εσφουγγάριζε τα πλακάκια. Επήγαινε προς τα πέρα πισωπατώντας στα τέσσερα, το κεφάλι σκυφτό, να φαίνεται ο σφιχτός της κότσος με τις φουρκέτες τις κοκκάλινες προς την πλευρά του. Ενα μαύρο κουβάρι, στρογγυλό σαν μπάλα, ήτανε το κεφάλι της και, όπως πισωπατούσε σφουγγαρίζοντας, εφαινόταν σαν να σπρώχνει αυτή η μπάλα από μαλλιά το υπόλοιπο κορμί που, όπως ήταν μαζεμένο κουρκουμιαστά, έμοιαζε με άλλη μια μπάλα, πολύ μεγαλύτερη όμως.

Εθαύμασε την ικανότητα της φαντασίας του να φτιάχνει ιστορίες και εικόνες από το τίποτα, χαμογέλασε από μέσα του με τη σκέψη να σκαρώσει ένα ποίημα για ετούτη την κοπέλα-μπάλα-μπαλίτσα, και συνέχισε να προχωρεί με το κεφάλι ψηλά πάντα. Στο νου του, το είχε παρμένο κιόλας το βραβείο της ποίησης. Οσο προχωρούσε όμως, όλο και πιο υγρό γινότανε το πάτωμα και, σε στρίψη ματιού, εξαγλίστρησε κι εβρέθηκε τέντα κάτω φαρδύς πλατύς.

Ετρεξε η κοπέλα που σφουγγάριζε, έβαλε τις φωνές, ανοίξανε οι πόρτες των γραφείων, εβγήκανε συντάκτες και συντακτάκια, ρεζίλι των σκυλιών έγινε ο σιορ Γρηγοράκης. Τον εσηκώσανε με ζόρι -τα είχε τα παχάκια του- και τον εκαθίσανε σε μια καρέκλα, αλλά εκείνος σφάδαζε από τους πόνους. Ηρθε το φορείο να τονε πάρει για το νοσοκομείο, τον εξέτασε ο δετόρος, ευτυχώς είχε σπάσει μόνο το χέρι του το δεξί, σ' ένα μήνα θα ήτανε πάλι γερό σαν και πρώτα, έτσι του είπε με βεβαιότητα και το ετύλιξε σε ένα πανί που το περιέλουσε με μπόλικο γύψο. Μετά, κρέμασε το ξερό του σε ένα άσπρο μεγάλο μαντίλι κι ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

"Πονάτε σιορ Γρηγοράκη;" τον ερώτησε ο δετόρος κι εκείνος απάντησε "όχι γιατρέ μου" αλλά πονούσε και τατάραζε -από μέσα του όμως. Γιατί; Επειδή το γραπτό του με το ποίημα, αυτό το υπέροχο γραπτό που πεταλούδιζε ιριδίζοντας στον ήλιο, με τις ουρίτσες του και τα ωραία δίχρωμα κεφαλαία του, με την ολοστρόγγυλη τελεία και την παχιά παύλα στο τέλος, αυτό το αριστούργημα της καλλιγραφίας, αχ, είχε απλωθεί πάνω στα φρεσκοσφουγγαρισμένα πλακάκια των γραφείων του "Κήρυκα" και είχε αφήσει εκεί πάνω το μελάνι του και το χέρι του το μπανταρισμένο με το γύψο ήτανε αδύνατο να το ξαναγράψει και ο διαγωνισμός δεν έπαιρνε παράταση και είχε ξεχάσει και το ποίημα που μέχρι πριν λίγες ώρες το σιγοτραγούδαγε πίσω απ' τα δόντια του.

Μόλις έφτασε στο σπίτι εξάπλωσε στον καναπέ ώσπου να γυρίσει η θειά του -ορφανόν από μωρό τον εμεγάλωνε η αδερφή του παπάκη του. Είχε πάει να κάνει βίζιτα στου παπά Δοξανά τη γυναίκα, που ήτανε πάλι λεχώνα. Καρπερός ο παπάς, τόλμησε να ψιλοχαμογελάσει κιόλας ξεχνώντας τους πόνους του -έναν απ' έξω κι έναν από μέσα. Ο παπάκης του ο νοδάρος ήτανε σε κάτι χωριά περιοδεία, μια και περιμένανε εκλογές οσονούπω. Πώς αλλιώς θα εμπόριε να κάτσει στο μεγάλο γραφείο να γράψει το ποίημα; Αχ, το ποίημα! Πάλι εμελαγχόλησε με τη σκέψη του χαμένου αριστουργήματος. Εγειρε πάντως και τον επήρε ο ύπνος αγάλια αγάλια.

Αργά το μεσημέρι εκόπιασε η θειά κι έδωσε όρντινο να στρωθεί το τραπέζι κι έμαθε και τα μαντάτα για τον κανακάρη της. Επήγε κοντά το λοιπόν, του εχάιδεψε τα μαλλιά σαν να ήτανε και πάλι μωρό της αγκαλιάς, εκείνος αναστέναξε "μάνα μου" είπε κι άνοιξε το ένα μάτι, το δεξί, γιατί το άλλο ήτανε βουλιαγμένο στο βελούδινο μαξιλάρι του καναπέ. Είπανε τα νέα όλα, για το ποίημα και το διαγωνισμό του "Κήρυκα" και το συναπάντημα με τι σιόρα Ελενα και την κοπέλα με τον κότσο που εσφουγγάριζε τα πλακάκια και για την τούμπα και για το χαρτί που εβράχηκε κι εξέβαψαν τα μελάνια απά στο πάτωμα.

- Και τούτο δώ τι είναι μάτια μου; ερώτησε η θειά.
- Ποιο;
- Ετούτο, απά στο γραφείο του παπάκη σου.

Είπε, κι έδειξε ένα χαρτί με γραμμένα καλλιγραφικά γράμματα με ουρίτσες, στολισμένα κεφαλαία δίχρωμα σαν πεταλουδίτσες, με την τελεία την ολοστρόγγυλη στο τέλος και την παύλα την παχιά.

- Α! Αυτό είναι! και πού εβρέθηκε θειά; Θαύμα έγινε, θαύμα!

- Οχι και θαύμα αφέντη, η σιόρα Ελενα το ήφερε λίγο πριν έρτεις από το νοσοκομείο και είπε να το υπογράψεις κιόλας που το ξέχασες.

Είπε η Μαυρογιαννάκαινα η πλύστρα, που έμπαινε για να πάει στο δωμάτιο υπηρεσίας να σιδερώσει τα σεντόνια και τα άλλα για τη λινοθήκη. Τα πουκάμισα και τα ψιλά τα σιδέρωνε η θειά αυτοπροσώπως.

- Βάλε με το μυαλό σου, κυρά μου, τι τρέξιμο έκανε η δασκάλα να προκάμει να φέρει ετούτο εδώ και μετά να ξαναπάει στον "Κήρυκα" να μάθει τι θα γίνει με το χαρτί του σιορ Γρηγοράκη μας και μου είπε να το παει αύριο, θα τον επεριμένουνε να το πάει.

Σαν ποίημα μονορούφι μίλησε η Μαυρογιαννάκαινα, χαρούμενη που ακουγόντουσαν με τόσο ενδιαφέρον τα λόγια της. Ο νεαρός ανακάθισε στον καναπέ κι επήρε στο χέρι του τ' αριστερό το χαρτί και είδε ότι φαινότανε κάπως αλλιώτικο και έριξε το βλέμμα στην πλύστρα. Εκείνη τού 'κλεισε το μάτι με νόημα και "ε, αφεντόπουλό μου, το εσιδέρωσα, ήτανε μουσκίδι μαθές" τού είπε και τον εκοίταξε μη και της εθύμωσε. Ο σιορ Γρηγοράκης όμως χαμογέλασε πλατειά και είπε "ε, όσο για μια υπογραφή, δεν θα κουραστώ να τήνε βάλω" και "θα το πας εσύ όμως θειά αύριο στη φημερίδα, έτσι;" κι εσηκώθηκε ελαφρά υποβασταζόμενος από τις δυο γυναίκες και κινήσανε κατά την τραπεζαρία. Ευτυχώς, είχανε φαΐ της ορεξιάς του, πατάτες γιαχνί, που τρώγονται με πιρούνι.


________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "τα κεφαλονίτικα"