«Εκανα έκτρωση», είπε άχρωμα και κατέβασε το ακουστικό. «Και καλά έκανα», συνέχισε να μιλάει μέσα της, «άλλωστε δεν ξέρω τίνος είναι το παιδί». Θα ήθελε να ήταν δικό του, ένα όμορφο αποτέλεσμα μιας σχέσης θυελλώδους στο πανέμορφο ερωτικό νησί του Αιγαίου, μιας σχέσης που κράτησε όσο ένα τρελλό γαμήσι, τόσο σύντομης μα και τόσο περιεκτικής, ώστε να νοιώσει την επιτακτική ανάγκη να την κάνει πέρα αυτή τη σχέση που έδειχνε πως θα την υποδούλωνε εντελώς. Μόλις είχε πάρει διαζύγιο απο ένα σύντομο γάμο και ήθελε να γευτεί, να ποτιστεί απο ελευθερία, όχι να ξαναρχίσει τα ίδια και μάλιστα με την επιβάρυνση ενός παιδιού που δεν έφταιγε σε τίποτα να δει τον κόσμο μέσα απο αμφισβητούμενα συναισθήματα. Αλλωστε, δεν ήταν καθόλου ώριμη για μάνα -ακόμη. Για το παιδί, του το είχε πει στο τηλέφωνο, πως δηλαδή, η πιθανότητα να είναι δικό του ήταν μία προς τρεις.
Εκείνος, ένας νέος ηθοποιός περιστασιακός κομπάρσος ελληνικών ταινιών, έπαιζε το ρόλο της ζωής του όταν της δήλωνε πως δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η πατρότητα και πως αγαπούσε εκείνη και μέσω εκείνης θα αγαπούσε και το παιδί και πως όταν γεννιόταν θα έβλεπαν σε ποιον μοιάζει και και... Ελεγε κι έλεγε για να την πείσει να το κρατήσει, βλέποντας αυτό το αγέννητο παιδί σαν το σκοινί που θα την έδενε στο πλευρό του. Κι όμως, μπορούσε να την κρατήσει και με άλλο τρόπο. Αφήνοντάς την ελεύθερη, τονώνοντας την αυτοπεποίθησή της, δεχόμενος την ανάγκη της για ανεξαρτησία -περιστασιακή έστω. Αντί γι αυτό, την είχε αφήσει έρμαιο των ορέξεων των δυο συντρόφων του στο ταξίδι διακοπών, κοροϊδεύοντας τον εαυτό του πως ήταν μια ακόμα τυχούσα περιπετειούλα, πως δε σήμαινε γι αυτόν απολύτως τίποτα, πως θα την ξεχνούσε και θα συνέχιζε το δρόμο του προς τη δόξα και την καταξίωσή του μπροστά απο την κάμερα. Θυμήθηκε πολύ καλά, μπήγοντας τα νύχια στα μάγουλά του σα μανιάτισσα μοιρολογίστρα μετά την ψυχρή της ανακοίνωση περί έκτρωσης, θυμήθηκε τη νύχτα εκείνη που απολάμβανε τις ερωτικές κραυγές της στην αγκαλιά του φίλου του, περιμένοντας με αμηχανία έξω απο το παράθυρο του ενοικιαζόμενου δωματίου, στην αυλή με τη μουριά. Εμεινε να περιμένει μέχρι το ξημέρωμα καθιστός στο πέτρινο πεζούλι κι ύστερα έγειρε και τον πήρε ο ύπνος και ποιος ξέρει τι όνειρο έβλεπε όταν οι εραστές έφυγαν στα κλεφτά για να πάρουν το πρωϊνό τους στη μικρή πλατεία. Μόλις ξύπνησε, πιασμένος μετά το μισοξαπλωτό ύπνο στο μάρμαρο, έτρεξε να τους βρει. Εκείνη έλαμπε αλείφοντας βούτυρο και μέλι τις φέτες του σταρένιου ψωμιού και ρουφώντας γουλιά γουλιά το φρέσκο γάλα. Πόσο την ήθελε δική του εκείνη την ώρα! Αντί όμως να την πλησιάσει, να την αγγίξει, να της ψιθυρίσει κάτι όμορφο, άρχισε να πετάει σα βαρελότα πασχαλιάτικα ένα σωρό βρώμικες λέξεις, που εκτροχιάζονταν κι απομακρύνονταν σφυρίζοντας μετά την πρόσκρουση στο στεγανό περίβλημα της ακοής της. Με δυο λόγια, σημασία δεν του έδινε. Γραμμένο τον είχε. Θα της έδειχνε αυτός! Οταν γυρνούσαν στην πόλη τους θα της τηλεφωνούσε και θα την έλουζε κανονικά. Ε, ρε και νά 'ξερε τότε πως ο τρίτος της παρέας του, ο πλασιέ, είχε γευτεί πριν απο εκείνον το μυρωδάτο κορμί της! Δεν το ήξερε όμως και μάλλον ευτυχώς -για κείνην φυσικά.
Οταν έκλεισε το τηλέφωνο, η εικόνα του δεν έλεγε να φύγει απο το νου της. Δε θυμόταν τόσο το πρόσωπό του όσο την υπέροχη ψωλή του, τόσο απαλή και γλυκειά -η αφή και η γεύση κυριαρχούσαν. Και η φωνή του ήταν όμορφη, απαλή και γλυκειά, όταν δεν εξακόντιζε βρισιές. Ισως αν τον είχε δεχτεί πρώτον να έμενε και να γινόταν δούλα του εκπληκτικού του οργάνου ηδονής. Ευτυχώς όμως, για την επιτυχία του αγώνα της απεξάρτησής της απο τον άνδρα ως αφέντη, είχε προλάβει να γαμηθεί με τον πρώτο της παρέας των τριών νεαρών μόλις έφτασε στο δωμάτιο της μικρής αυλής. Εκείνος ήταν ένας ξανθόψειρας ψηλός και άχαρος κι εκείνη το έκανε μαζί του ακριβώς επειδή ένοιωθε σίγουρη πως ήταν αδύνατο να ερωτευτεί ένα παρόμοιο πλάσμα. Ενα κρυόπλαστο ήταν, ένα μαμόθρεφτο, που όταν έμπαινε μέσα της φώναζε «μαμά μου» και δώστου και άρμεγε άγαρμπα τα βυζάκια της τα στητά που δεινοπαθούσαν έτοιμα να πανιάσουν. Α, παπα, είχε αποφασίσει πως δε θα ξανάκανε έρωτα ώσπου να φύγει απο κει πέρα, μόνο παρέα, γιατί πώς να περάσει μια βδομάδα μόνη εντελώς...
Τους συνομήλικούς της νεαρούς τους είχε γνωρίσει στο πλοίο, έλυναν μαζί σταυρόλεξα κι έλεγαν ανέκδοτα πιπεράτα. Γελούσαν τρανταχτά όλοι μαζί ταυτόχρονα κι αυτό της άρεσε, την ξεκούραζε. Λίγο-πολύ είχε καθένας διηγηθεί ένα κομμάτι απο τη ζωή του, πώς κυλούσε τελευταία δηλαδή και τι περίμεναν απο αυτές τις διακοπές. Ο ξανθόψειρας ήταν πλασιέ σε μια εταιρεία και μόλις είχε χωρίσει απο μια κοπέλα που η μάνα του δε γουστάριζε. Ηθελε να μείνει μόνος και να σκεφτεί τις πιθανότητες που είχε για επανασύνδεση και γάμο χωρίς την έγκριση της μαμάς, πόσο άραγε θα μπορούσε να ζήσει χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τις παρεμβατικές συμβουλές της και πόσο η κοπέλα του θα άντεχε την ατμόσφαιρα κρεματορίου που είχε το σπίτι του, μια και, για την ώρα, δε γινόταν να μείνουν ξεχωριστά από τη μαμά. Ο δεύτερος ήταν ο πιο κοντός απο τους τρεις τους, με τη μεγαλύτερη γοητεία όμως. Κοίταζε παιχνιδιάρικα και γελούσε γενναιόδωρα. Μόλις είχε πληρωθεί για τη συμμετοχή του σε μια ταινία και ήταν ο πλουσιώτερος, εκείνες τις μέρες τουλάχιστον, τόσο που τσοντάρισε και για τα εισιτήρια των φίλων του, μπροστά στον κίνδυνο να μην έχει παρέα στο ταξίδι. Ολο τους το υπενθύμιζε με χιούμορ, πως την επόμενη φορά θα ήταν δικός τους καλεσμένος. Απο φάτσα δεν έλεγε και πολλά πράγματα, η ατμόσφαιρα γύρω του όμως ήταν άκρως ερωτική. Τώρα που βλέπει ξεκάθαρα μέσα της, έχει τη δύναμη να σκεφτεί πως μάλλον εσκεμμένα έπεσε στην ψυχρή αγκαλιά του ξανθού απο φόβο για τη γοητεία του κομπάρσου. Ο τρίτος ήταν οδηγός ταξί, ένα καλόγνωμο παιδί μελαχροινό με γλοιώδη επιδερμίδα, απο εκείνες που όσο και να πλένονται φαίνονται λιγδερές. Μέτριος σε όλα, και στα λόγια και στην εξυπνάδα. Βαρύ αντράκι, με βαρειά φωνή κι ένα υποφώσκον πάθος. Περισσότερο παρακολουθούσε παρά συμμετείχε στα δρώμενα της παρέας και δήλωνε απλά τη συμφωνία του -για διαφωνία, ούτε λόγος.
Την επαφή της με τον ξανθό δεν την είχε πάρει χαμπάρι κανείς τους -ούτε ο ίδιος πρέπει να κατάλαβε πολλά πράγματα. Το σκηνικό είχε συμβεί το μεσημέρι, άμα τη αφίξει. Το ίδιο βράδυ τα έπιναν οι τέσσερίς τους σε ένα μαγαζί στο λιμάνι. Εκείνη είχε πιει τ’ άντερά της, τόσο που μόλις πήγε να σηκωθεί έπεσε στα γόνατα και τα πλήγωσε. Γελούσαν πολύ, το παραμικρό φαινόταν πολύ αστείο, ξενοιασιά κι άγιος ο θεός που λένε. Ο κομπάρσος ανέλαβε να την υποστηρίζει στο δρόμο της επιστροφής -κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας- για το σπίτι με την αυλή, όπου είχαν βρει δυο δωμάτια, ένα δικό της κι ένα για τους άντρες. Οι άλλοι δυο προχωρούσαν γρηγορώτερα κι έτσι το ζευγάρι ξέμεινε παραπίσω. Στα όρθια ξεκίνησαν, πίσω απο κάτι θάμνους, με φιλιά όλο πάθος και πόθο. Μια ψωλή δυνατή χωρίς να είναι επιθετική, πλασμένη λες για το δικό της μουνί μονάχα, ξεπήδησε απο το άνοιγμα του παντελονιού και βρήκε στα γρήγορα το δρόμο της με επιτυχία. Ούτε λέξεις, ούτε κραυγές, μονάχα ανάσες που ίσα και ακούγονταν κι αυτές. Μετά, την πήρε στην άμμο ξαπλωμένη. Εστριβαν ελισσόμενα σα φίδια τα κορμιά τους και η ψωλή όργωνε το μουλιασμένο απο την ηδονική βροχή χωράφι επιδέξια και με ευκολία. Οταν άκουσαν τους άλλους δυο να τους φωνάζουν ανησυχώντας για την αργοπορία τους, τινάχτηκαν και λούφαξαν για λίγο. Μετά, οι πρόσκαιροι εραστές σηκώθηκαν και συνέχισαν μαζί με τους άλλους το δρόμο, δικαιολογούμενοι πως στάθηκαν λίγο στην άμμο για να συνέλθουν απο την κρασοκατάνυξη. Προχωρώντας για το σπίτι με την αυλή, ο ταξιτζής -παράδοξο για την άχρωμη φύση που είχε επιδείξει ως τότε- έρριξε την ιδέα να μπουν στο κλαμπ του νησιού να κόψουν κίνηση και κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Ο ξανθός δε χόρευε, κι ο κομπάρσος δεν έκανε κέφι, όπως είπε. Ετσι, έμειναν ο ταξιτζής κι εκείνη να χορεύουν κολλημένοι σα στρείδι, αν και η μουσική δεν το απαιτούσε πάντα. Μύριζε τον ιδρώτα του, άγγιζε τα λιγδερά μαλλιά του, ένοιωθε να συνεχίζεται η προηγούμενη οργιαστική κατάσταση ή ήθελε να ξαγκιστρωθεί απο την πετονιά του πόθου για τον μόλις προηγηθέντα εραστή, μυστήριο, ούτε η ίδια καταλάβαινε τι γινόταν. Είχε ξεμεθύσει εντελώς και δεν υπήρχε ούτε ένα ελαφρυντικό όταν έφυγε μαζί του για το σπίτι, εξακολουθώντας να βρίσκεται κολλημένη πάνω του, με ολόκληρο το κορμί της να ακολουθεί την κίνηση της περπατησιάς του. Αυτή την κίνηση ακολουθούσε πεισματικά κι όταν βρέθηκε στο κρεββάτι μαζί του, για να επαναλάβει ό,τι ακριβώς έκανε και νωρίτερα. Εκείνος όμως παρουσίαζε τέλεια έλλειψη φαντασίας. Το ίδιο στερεότυπο. Πολλές φορές αλλά το ίδιο. Μια στιγμή εκείνη πήγε να στρίψει στο πλάϊ κι εκείνος την επανέφερε στην τάξη. Πάνω-κάτω-συμβατικά. Λες και αντί για πούτσα είχε ένα κρουστικό τρυπάνι με ρυθμικά επαναλαμβανόμενη κίνηση ή ένα μέσου βεληνεκούς όπλο που πυροβολούσε μονάχα απο προκαθορισμένη θέση. Κουραζόταν να παρακολουθεί αυτό το μαρτυρικό νταραβέρι, η ευγένειά της όμως δεν της επέτρεπε να σταματήσει πρώτη. Υποκρίθηκε κάμποσους οργασμούς κι εκεί, κάπου κοντά στον τελευταίο, άκουσε τις ομιλίες των άλλων δυο που είχαν φτάσει στην αυλή. «Αντε, τι κάνετε πια, νυστάζουμε» φώναξαν «να μπούμε να βλέπουμε» έκαναν πλάκα. Ο εραστής σηκώθηκε, πήγε στην πόρτα, διαβεβαίωσε τους φίλους του πως είχε κάποια άλλη γυναίκα στο δωμάτιο και τους έδιωχνε, να γυρίσουν αργότερα μην εκθέσει τη γυναίκα. Ο κομπάρσος δεν έφευγε με τίποτα, περίμενε να βεβαιωθεί ποιά ήταν η γυναίκα που γαμιόταν με το φίλο του, να δει με τα ίδια του τα μάτια την προδοσία. Εκείνη σηκώθηκε πανικόβλητη, ευχαριστώντας παράλληλλα απο μέσα της τον απο μηχανής θεό που έδωσε τέλος στο μαρτύριό της, και ντύθηκε στο πίτσι-φυτίλι. Το δωμάτιο μύριζε ορμόνες, μια βαρειά ερωτική μυρωδιά, και δε θα μπορούσε να πείσει κανένα αυτό που είχε αρχικά σκεφτεί να πει ως δικαιολογία ο μελαχροινός, πως δηλαδή απλά και μόνο είχαν ξαπλώσει για λίγο και τους πήρε ο ύπνος. Ο ταξιτζής ξανάπεσε και κοιμήθηκε κανονικά ενώ εκείνη περίμενε, καθισμένη σε μια σκληρή και άβολη ξύλινη καρέκλα, να ξημερώσει. Το λάθος ήταν πως δεν είχαν πάει στο δικό της δωμάτιο, αλλά αυτό το κατάλαβε το επόμενο πρωΐ, όταν βρέθηκαν καθισμένοι στην πλατεία για το πρωϊνό, κι ο κομπάρσος -ως επίδοξος νέος αφέντης κατακτητής- άρχισε να ξαμολάει σφυριχτά τις πιο φοβερές βρισιές που είχαν ακούσει μέχρι τότε τα ευαίσθητα αφτάκια της.
Οι τρεις φίλοι ούτε για μια στιγμή δεν παρεξηγήθηκαν μεταξύ τους, όλα τα έριχναν στη γυναίκα. Η τετραμελής παρέα των διακοπών είχε διαλυθεί εις τα εξ ών συνετέθη φυσικά, εκείνη νοίκιασε στα γρήγορα ένα δωμάτιο σε άλλο σπίτι κι έπεσε να κοιμηθεί σαν τούβλο. Κοιμήθηκε ένα εικοσιτετράωρο γεμάτο και ξύπνησε απο γυναικείες φωνές που μιλούσαν ιταλικά. Και τα τρία δωμάτια του σπιτιού ήταν νοικιασμένα σε γυναίκες, δυο ιταλίδες στο πάνω δωμάτιο, τρεις ιρλανδές και μια γαλλίδα στη μεγάλη σάλα του σπιτιού και η αφεντιά της στο μικρό κουζινάκι παραδίπλα. Βγήκε να πλυθεί στο βρυσάκι που ήταν στην αυλή κι έπιασε κουβέντα με τα σπασμένα ιταλικά της. Κανόνισαν να πάνε για μπάνιο όλες μαζί, μια μεγάλη αποτοξινωτική γυναικοπαρέα, χωρίς άντρες και το μπελά τους, αλλά ο διάολος δεν την άφησε να χαρεί και πολύ, μια και, σε κάτι βραχάκια κοντά στην αμμουδιά, κάθονταν οι τρεις που είχαν συνθέσει το χθεσινό της εφιάλτη. Οι ξένες κοπέλες έπεσαν με τα μούτρα στο κόρτε των νεαρών κι εκείνη δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να τις αποθαρρύνει, δεν το ήθελε κιόλας να ανακατευτεί. Το μόνο που απόλαυσε εκείνη τη μέρα ήταν ένα παρατεταμένης διάρκειας κολύμπι, λες και είχε γεννηθεί γοργόνα. Οι υπόλοιπες λιάζονταν μαζί με τους νεαρούς άντρες ανταλλάσσοντας πειράγματα, χασκόγελα και πόζες για φωτογράφιση. Μετά τις απανωτές βουτιές βγήκε ψόφια και πεινασμένη. Είχε πάει τρεις η ώρα κι η καινούργια συντροφιά μαζεύτηκε στο παραλιακό μαγαζάκι για ψαροφαγία. Προσποιήθηκε πονόδοντο και τους άφησε, ετοίμασε το σάκκο της και πήρε το πρώτο καράβι για Πειραιά. Από εκεί, με το τρένο, ξεκίνησε για την επαρχιακή της πόλη, βλαστημώντας την ιδέα που είχε να γνωρίσει αυτό το -κατά τα άλλα πανέμορφο- νησί του Αιγαίου.
Δεν την είχε ενοχλήσει η ελεύθερη διάθεση του κορμιού της -μια ανάγκη του είχε εκπληρώσει μόνο, όπως το φαγητό ή οι άλλες ανάγκες επιβίωσης- ούτε ένοιωθε καμμιά ενοχή γι αυτό. Αυτό που την είχε πληγώσει ήταν η συμπεριφορά των αντρών. Εδειχναν ολοφάνερα πως απλά τη χρησιμοποίησαν, δεν είχαν τη δύναμη να δείξουν τη χαρά τους, απλά και όμορφα. Εβαζαν ανάμεσα σε κείνη και τους εαυτούς τους μια κουρτίνα καθωσπρεπισμού, υποβιβάζοντας το δικό της ρόλο και, παράλληλλα, έδιναν στον καθένα τους το ρόλο του θύματος. Σχιζοφρενικό, αλλά κάπως έτσι ήταν, έτσι το ένοιωθε τουλάχιστον. Εκείνη ήταν η νεαρή τρελλοζωντοχήρα κι αυτοί τα άβγαλτα νεαρούδια. Εκείνη ήταν η μάγισσα κι αυτοί τα σχολιαρόπαιδα ή αυτοί ήταν τα αφεντικά κι εκείνη η υποταγμένη σκλάβα τους, που επιφορτίστηκε να ικανοποιήσει τις ορμές τους. Ούτε μια στιγμή δεν έδειξαν να συμβιβάζονται με την ιδέα κατανομής ρόλων ισότιμων μεταξύ τους. Ούτε αφέντες, ούτε δούλοι, ούτε μάγισσες, ούτε ξεπεταρούδια -κοτζάμ μαντράχαλοι! Το αίσθημα της ιδιοκτησίας στην πλήρη έκφρασή του, αυτό ήταν μάλλον που είχε υπερισχύσει σε αυτή την περίπτωση, ερήμην της. Η γυναίκα πρέπει στον έρωτα να είναι κτήμα και θύμα, έτσι είχαν μάθει.
Λίγες μέρες μετά την επιστροφή της, έλαβε τηλεφώνημα απο τον κομπάρσο που τη ρωτούσε αν είχε εμφανίσει το φιλμ της μηχανής της. Το είχε δώσει στο φωτογράφο, του είπε, αλλά δεν το είχε πάρει ακόμη. Μίλησαν αρκετή ώρα, εκείνος ήταν πολύ τρυφερός κι εκείνη προβληματιζόταν για τις προθέσεις του. Την άλλη μέρα πήρε το φιλμ και τις φωτογραφίες. Μεταξύ των τοπίων του νησιού με τις πόρτες, τα δρομάκια και τις αυλές, βρισκόταν η δική του φωτογραφία που φιγουράριζε πάνω στο βραχάκι ξεβράκωτος σε πλήρη στύση. Την έκοψε με το ψαλίδι σε χίλια κομμάτια μαζί με το αρνητικό της και ορκίστηκε πως δε θα του ξαναμιλήσει στο τηλέφωνο, κι αυτό έκανε συστηματικά, επί δυο μήνες κατέβαζε το ακουστικό χωρίς να απαντά όταν άκουγε τη φωνή του, μέχρι εκείνο το απόγευμα που γύρισε απο το γυναικολόγο. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε με αγωνία, βρισκόταν βλέπεις σε πρωτόγνωρη κατάσταση, να ξέρει πως μεγαλώνει ένα έμβρυο στα σπλάχνα της. Το ότι δε γνώριζε τον πατέρα του παιδιού δεν την απασχολούσε για την ώρα και τόσο, το πρόβλημα ήταν πως δεν ένοιωθε ώριμη για τη μητρότητα. Στο τηλέφωνο ήταν εκείνος. Του είπε στα γρήγορα για την εγκυμοσύνη της κι εκείνος, αντί να συμπαρασταθεί, άρχισε πάλι να βρίζει. Κατέβασε το ακουστικό, έπεσε με τα μούτρα στο πάτωμα, πάνω στα μαξιλάρια, κι άρχισε ένα κλάμα γοερό. Μούγκριζε και γρύλλιζε σα ζώο που το σφάζουν. Τόσος πόνος που δε μπορούσε να εξηγήσει την προέλευσή του, τόσος πόνος και πίκρα για τη γκαντεμιά της. Οταν συνήλθε κάπως, έβαλε τα πράγματα κάτω και λογάριασε. Δε μπορούσε, δε γινόταν να κρατήσει το παιδί και για πρακτικούς βιολογικούς λόγους, μαζί με το βασικό λόγο της ανωριμότητάς της. Ηταν αδύνατο να προσδιορίσει τον πατέρα. Αν ήταν ο κομπάρσος, όλα καλά, μα αν ήταν ο ξανθόψειρας ή ο ταξιτζής; Φανταζόταν να βγαίνει απο τη δική της κοιλιά ένα αντιπαθητικό πλάσμα που θα το λουζόταν για ολόκληρη τη ζωή της. Α, παπα, χίλιες φορές να μη γεννιόταν αυτό το παιδί. Τηλεφώνησε στην κολλητή της φιλενάδα και το άλλο πρωΐ πήγε για την έκτρωση.
Το απόγευμα της τηλεφώνησε εκείνος, προσπαθώντας να την πείσει να το κρατήσει, της ορκιζόταν πως δεν τον ένοιαζε καθόλου αν δεν ήταν δικό του, της ζήτησε να παντρευτούν, έκλαιγε μαζί του ακόμα και το σύρμα της συσκευής -τόσο ταραγμένος ακουγόταν. «Εκανα έκτρωση» του απάντησε ψυχρά και του έκλεισε το τηλέφωνο. Τότε, εκείνος έμπηξε τα νύχια του στα μάγουλά του κι έσκουξε ένα γοερό «όχι» και πάλι «όχι, όχι, όχι» φώναζε μέχρι που τον άκουσε ο πατέρας του και μπήκε στο δωμάτιο να δει τι συμβαίνει. «Δεν την πρόλαβα πατέρα» του είπε και αναλύθηκε σε λυγμούς «είμαι μαλάκας πατέρα» συνέχισε σκούζοντας χωρίς ντροπή. Οταν πλημμυρίζει ο πόνος την καρδιά δεν αφήνει χώρο για τη ντροπή του άντρα που -τάχα- δεν κλαίει. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος επειδή ακριβώς χρέωνε τον εαυτό του με ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αποτυχία του να κρατήσει τη γυναίκα που λαχταρούσε η ψυχή και το κορμί του -το κορμί του κυρίως. «Αν τη θέλεις τόσο πολύ, υπάρχει ακόμα ελπίδα» είπε ο πατέρας και συνέχισε χτυπώντας τον στον ώμο «αρκεί να μπορέσεις να ξεχάσεις και να ξεκινήσεις απο την αρχή, σα να τη γνώριζες τώρα, μετά απο όλ’ αυτά». Σηκώθηκε όρθιος, προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε, «δε μπορώ πατέρα, η έκτρωση θα βρίσκεται ανάμεσά μας, θα μας χωρίζει για πάντα» είπε, και βγήκε έτοιμος για νέες περιπέτειες.
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια, όταν η γυναίκα μπήκε σε ένα ταξί με το δεκάχρονο γιό της. Ζούσε στην Αθήνα πλέον, επιτυχημένη επαγγελματίας, νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα. Ενα σφίξιμο στην καρδιά την προειδοποίησε για τη μελαχροινή ματιά που έβλεπε στο καθρεφτάκι. Ο ταξιτζής, αφού ρώτησε για τον προορισμό, «τι κάνετε κυρία» της είπε, και «να σας ζήσει το παιδάκι, γιός σας;» εξακολούθησε πρόσχαρα. «Ναι, γιος μου» απάντησε συμπληρώνοντας -μαζί με τη διεύθυνση- και μια ερώτηση «εσείς έχετε παιδιά;» απο αυτές που δε χρειάζονται απάντηση, μια ερώτηση τυπική, στον αέρα. «Ναι, ένα γιο και μια κόρη» απάντησε ο ταξιτζής συνεχίζοντας αδιάφορα το δρομολόγιο. Η γυναίκα πλήρωσε και κατέβηκε, συνόδευε το γιο της στη γιορτή ενός μικρού του φίλου. Για μια στιγμή πέρασαν απο το νου της εκείνες οι τρεις παράξενες μέρες των διακοπών, που είχαν ως αποτέλεσμα να μάθει τόσα πολλά για τον εαυτό της, τις αντοχές της και τη λαγνεία της. Αφησε το μικρό στο πάρτυ και πήγε στο θέατρο που βρισκόταν εκεί κοντά για να περάσει δυο ευχάριστες ώρες. Στο ταμείο καθόταν ο ξανθόψειρας, που δεν έδειξε να την αναγνωρίζει. Στο πρόσωπο ενός ηθοποιού, που κρατούσε με επιτυχία ένα δεύτερο ρόλο στο έργο, αναγνώρισε τον κομπάρσο. Σπιρτόζος και πνευματώδης, γοητευτικότατος, τον είχε δει και σε κάποια εκπομπή στην τηλεόραση πριν λίγο καιρό. Κάποια στιγμή, ένοιωσε το βλέμμα του να την ξεγυμνώνει. Ηταν ιδέα της ή μήπως οι ηθοποιοί βλέπουν καθαρά στην πλατεία, αναρωτήθηκε. Τέλειωσε το έργο και αποφάσισε να ξεμείνει λίγο να δει, απο περιέργεια ή απο νοσταλγία για τη νεότητά της, τον εραστή που είχε απορρίψει. Μισοκρυμμένη στη σκιά των δέντρων του απέναντι απο την είσοδο του θεάτρου πεζοδρομίου, τον είδε τελικά να βγαίνει αγκαζέ με τον ταμία. Πέρασαν από μπροστά της χαριεντιζόμενοι χωρίς να έχουν αντιληφθεί την παρουσία της ή μήπως χαριεντίζονταν τόσο φανερά επειδή γνώριζαν πως ήταν εκεί και τους έβλεπε; Τι φάρσες σκαρώνει η ζωή, σκέφτηκε και προχώρησε σταθερά να παραλάβει το γιόκα της. Το παιδικό πάρτυ θα είχε πάρει πια τέλος.
______________________________
ΣΗΜ. Πρωτοαναρτήθηκε στη σελίδα flytoistros.com στις 24/01/2004 και ανήκει στη συλλογή ΑΠΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ