21 Ιουν 2010

Οταν αυτοκτονούν οι νεκροί

Ξυπνώ με γροθιές σφιγμένες.
Ηρθαν στον ύπνο μου αγαπημένοι νεκροί.
Ηρθαν να αυτοκτονήσουν,
να σκοτωθούν ξανά απ' το δικό τους χέρι.
Κρατούν πιστόλι, ένα μπαμ στον κρόταφο
και πάει, ξαναπεθαίνουν!

Η αιτία ακατανόητη,
ή μάλλον, αιτία είναι η αδυναμία κατανόησης.
Οι νεκροί δεν μπορούν να καταλάβουν
το γιατί κανείς δεν τους καταλαβαίνει σήμερα.
Και αυτοκτονούν.

Και έρχονται οι παλιοί πεθαμένοι,
σαν να είναι πάντα και παντού παρόντες,
οι περασμένοι, από αιώνες πεθαμένοι,
να πλύνουν και να στολίσουν το ξόδι.

Μάνες, που αν ζούσαν σήμερα θα ήταν δυο αιώνων,
χωρίς ήχο και χωρίς σπαραγμό,
με κινήσεις λιτές -σαν από πάντα-
πλένουν τρυφερά τα ξανασκοτωμένα κορμιά,
και συγκολλούν πρόσωπα
στραπατσαρισμένα απο πυροβολισμούς
σε νεκρά κεφάλια.

Κι όμως! Ειναι τόσο ζωντανοί αυτοί οι νεκροί.
Τους βλέπω από τη μισάνοιχτη πόρτα.
Ολα συμβαίνουν μέσα στην κουζίνα,
όπου τα παιδιά μελετούν τα μαθήματα.
Και λέω, ας μείνω μακριά, μην ενοχλώ,
άλλωστε καλό κάνουν στα παιδιά οι νέες εμπειρίες.

Και τα παιδιά παρατηρούν. Βλέπουν
πώς είναι να πλένεις ένα νεκρό που ξανασκοτώθηκε,
βλέπουν τί είναι θάνατος -ξανά και ξανά θάνατος-
βλέπουν ότι ο ήχος δεν ωφελεί
-τι δύναμη έχει ένα μοιρολόι; καμμιά!

Καταλαβαίνουν τα παιδιά στοργή τί σημαίνει,
να κρατά τρυφερά η πεθαμένη από αιώνες μάνα
να κρατά το κορμί του πεθαμένου από αιώνες παιδιού
να συγκολλά τα κόκκαλα του κρανίου με αγάπη
και να χώνει μέσα τα μυαλά που ξεχειλίζουν
μετά τον αυτοπυροβολισμό,
για να είναι όμορφο το πρόσωπο του νεκρού,
που αποφάσισε να ξανασκοτωθεί.

Αχ, αυτές οι πεθαμένες μάνες που είναι πάντα ζωντανές!
Ερχονται από τους αιώνες,
αφήνοντας την ησυχία του θανάτου,
έρχονται πρόθυμες να θυμίσουν
ότι εδώ βρίσκονται και να μη φοβόμαστε.
Εδώ βρίσκονται και θα τα κάνουν όλα κατά πώς πρέπει.
Και αφήστε τα παιδιά να βλέπουν,
καλό είναι να μαθαίνουν τα παιδιά.
________________________
Γράφτηκε πριν απο λίγο εδώ

10 Ιουν 2010

Ιστορίες της γιαγιάς μου της κεφαλλονίτισσας


Η γιαγιά μου η Ολγα μού διηγότανε ιστορίες για τη νόνα της την Πηνελόπη, που εκλέφτηκε στα δώδεκά της με το γερουσιαστή. Δεν ήτονε, βέβαια, γερουσιαστής όντις τον επαντρεύτηκε, μα έγινε αργότερα, όταν του εγέννησε δώδεκα παιδιά. Ολα τους εζήσανε, και θά 'πε μέσα του ο άθρωπος: «Αφού αντιπροσωπεύω τόσους νοματαίους, έ, ας έμπω και στη Γερουσία». Κι έτσι, εβρέθηκε Γερουσιαστής!

Μου διηγότανε πολλές ιστορίες η γιαγιά μου η Ολγα. Οι πιό πολλές δικές της, από τα παιδικάτα της. Τότες που έτρεχε στους αγρούς, στα Ομαλά, κι εφόριε το μεγάλο άσπρο φιόγκο στα μαλλιά, που της τον έφιαχνε η μάνα της -η σιόρα Ελένη- όταν επηγαίνανε επισκέψεις. Ετσι και τότες, κατακαλόκαιρο, επήγανε επίσκεψη στη θειά την Αντριανούλα, να τη δούνε πώς πορεύεται με τους σέμπρους της, να τους φιλέψει εκείνη την αξέχαστη σουμάδα της και το βύσσινο το γλυκό. Η γιαγιά μου, το Ολγάκι, θά 'τανε δε θά 'τανε οχτώ χρονώνε τότε. Σαν παιδάκι το λοιπόν, μόλις έφαγε το γλυκό της κι ήπιε και τη σουμάδα της και κατάλαβε πως οι μεγάλοι αποξεχάστηκαν με τις κουβέντες τους, εβγήκε απ' την αυλόπορτα κι αρχίνησε να τρεχαλάει έξω, στα χωράφια. Ετρεχε σαν παλαβωμένο μετά από την κλεισούρα του σχολειού και τ' Αργοστολιού, και το φουστάνι το κάτασπρο από οργκαντίνα και τα περκάλινα μεσοφόρια ανέμιζαν και γραπώνονταν απ' τα κλωνάρια της αγράμπελης και γέμιζαν αγκάθια και κομματάκια απ' άχυρα χρυσά. Τα μαλλάκια τα μακρυά, τα καλοχτενισμένα, λύθηκαν κι αυτά, λευτερώθηκαν απ' τον τεράστιο επίσημο φιόγκο, κι ανέμιζαν στο καλοκαιριάτικο μελτεμάκι.

Μα, ξάφνου, ακούστηκαν φωνές: «Ολγα!» και πάλι «Ολγα!» που την εξύπνησαν θαρρείς απ' τ' όνειρο το ευτυχισμένο. Επήρε το δρόμο προς το σπίτι το δίπατο -εκείνο που το '64, όταν επισκέφτηκα την Κεφαλλονιά, σωζώταν μόνο ο μπροστινός του τοίχος με το πολυφωτογραφημένο μπαλκόνι. Οπως εγύρναγε, ετίναζε τα ρούχα της από τ' άχυρα, κι έστρωνε όπως-όπως τις πιέτες και τις σούρες του φουστανιού και των μεσοφοριών. Απλωσε και τα χεράκια της να στρώσει και τ' ατίθασσα μαλλάκια κι απόμεινε πετρωμένη: «Τί να εγίνηκε ο φιόγκος; Ωχ, και να μη τήνε δεί η μάνα της. Ωχ, και πώς θα γλυτώσει!» Παρ' όλη την τρομάρα της, έψαχνε να βρεί λύση και φαίνεται πως τήνε βρήκε γιατί έτρεξε κι εμπήκε στο σπίτι από το πίσω πορτάκι. Εκεί, επερίμενε στη σκιά, πίσ' από τη μεγάλη κονσόλα.

«Ολγα!» και πάλι «Ολγα!» ακουγόντανε ακόμα οι φωνές και κάποιος εκατέβηκε στο κατώϊ. Το Ολγάκι ξεμύτησε με προφύλαξη κι εβρέθηκε φάτσα με φάτσα με τη μεγάλη θειά που ανέβαινε με μιά αγκαλιά ρίγανη. «Ωχου το πουλάκι μου! Και πώς εγίνηκες έτσι; Ελα να σε συγυρίσω να μη σε σκοτώσει η μάνα σου!»

Την περιέλαβε και την έπλυνε, τη χτένισε και της εφόρεσε ένα φιόγκο, μα ένα φιόγκο, τρείς φορές καλύτερον απ' τονε δικόνε της! Ετσι, επαρουσιαστήκανε μαζί στη σιόρα Ελένη. «Τί φωνάζεις καημένη μου; Το παιδί ήτανε κάτω, στη γωνιά κι είχε πάρει έναν υπνάκο! Για τούτο, επειδή ήτανε πολύ φρόνιμη, της εχάρισα και το φιόγκο που βλέπεις, και να μη της ξαναβάλεις άσκημα πράματα στα μαλλάκια της!»

Ο λογος της θειάς της Αντριανούλας ήτανε νόμος και δεν εχώραγε καμμία συζήτηση. Ετσι, έληξε η επίσκεψη εκείνη. Μόνο ένα βλέμμα της έρριξ' η μάνα της και την επήρε, ανέβηκαν στην άμαξα κι εγύρισαν στ' Αργοστόλι.

Μιά άλλη ιστορία που μου διηγόταν η γιαγιά μου ήτανε πολύ αστεία. Είχανε πάει με τη μάνα της, τη σιόρα Ελένη, επίσκεψη στην κοντέσσα Μελπομένη. Ενα σπίτι δυό φορές μεγαλύτερο απ' το δικό τους κι από μέσα... δέκα φορές πιό πλούσιο! Τα έπιπλα αστράφτανε φρεσκολουστραρισμένα, οι πολυέλαιοι, οι κουρτίνες, ήτανε άλλο πράγμα. Οταν εχτυπήσανε το κουδούνι και τους άνοιξε ο πορτιέρης, μιά νεαρή καμαριέρα τις έμπασε στο μικρό σαλονάκι. Εκεί να δείς πολυτέλεια! Ολα όμορφα και με πλούσια φαντασία τοποθετημένα. Η γιαγιά μου -εφτά χρονώνε τότε- εκάθησε σ' ένα πολύχρωμο σκαμνάκι. Η μάνα της όμως εδιάλεξε την πολυθρόνα στη γωνία του σαλονιού, που πάνω της ήτανε ριγμένο ένα αστραφτερό ύφασμα. Ισως νά 'πε μέσα της πως ετούτη τη θέση την προώριζε η κοντέσσα για τους πιό διαλεχτούς καλεσμένους.

Με το που θρονιάστηκε όμως η σιόρα Ελένη στην πλουμιστή πολυθρόνα, εγίνηκε το θάμα! Τα ματάκια της μικρής Ολγούλας αντικρύσανε ξαφνικά τα πόδια της μάνας της σηκωμένα στον αέρα, να κοιτάνε οι σόλες των παπουτσιώνε το ταβάνι, σφηνωμένα ανάμεσα στις νταντέλλες των πολυπληθών μεσοφοριώνε της, την ανάποδη του υφάσματος του κρινολίνου της και του αστραφτερού πανιού που -μόλις μιά στιγμή νωρίτερα- εσκέπαζε την πολυθρόνα. Ποτέ μέχρι τότε δεν την είχε δεί τη μάνα της σε τέτοια παράξενη στάση, και για τούτο την επιάσανε κάτι γέλια, μα κάτι γέλια! «Βόηθησέ με, μωρή να ξαγκιστρωθώ από δώ μέσα!» της εφώναζε πνιχτά η σιόρα Ελένη, μα η Ολγούλα τίποτα. Δεν εμπόριε να κουνηθεί απ' το ξεκάρδισμα. Εκοίταζε τη μάνα της και τα ματάκια της κοντεύανε να πεταχτούνε όξω απ' τίς κόγχες τους. «Βόηθησέ με μην έρτει κανένας! Βόηθησέ με, κακομοίρα μου, μη σε σκοτώσω!» Η μικρή όμως είχε μαρμαρώσει. Ενα άγαλμα ξεκαρδισμένο απ' τα γέλια, αν γίνεται κάτι τέτοιο.

Τα πράγματα έμειναν έτσι για κάμποσην ώρα, μέχρι που εμπήκε η κοντέσσα Μελπομένη και -κρυφογελώντας κι εκείνη- εφώναξε τη δούλα να βοηθήσει τη σιόρα Ελένη να σηκωθεί. Εζήτησε τα χίλια συγνώμη «Ω, σιόρα μου, τι επάθετε! Την είχα για το μάστορη την πολυθρόνα και για να μη φαίνεται την εκουκούλωσα με τούτο το πανί... Και πώς δε σας τό 'πε το δουλικό! Ω, τι ετραβήξετε! Ω,ω,ω! Λαχτάρα που θα επήρατε!» «Τίποτε, κοντέσσα μου, τίποτε, έχω και τούτο το μόμολο που άλλο δεν ηξέρει απ' το να χάσκει το βλοημένο!» «Αμ, θα σου δείξω εγώ κακομοίρα μου, όταν φτάσουμε οπίσω στο σπίτι!» εσφύριξε της γιαγιάς μου κάποια στιγμή.

Οταν ετελειώσανε τις κουβέντες τους οι δυό κυράδες, ήτανε κιόλας σούρουπο. Τα νεύρα της σιόρας προγιαγιάς μου ήτανε τεντωμένα σα συρματόσκοινα, για τούτο κι εγυρίσανε με τα πόδια, μήπως και τα μολάρει. Η Ολγούλα ακολουθούσε τη μάνα της αμίλητη, ούτε κιχ δεν έβγαλε μέχρι το σπίτι ελπίζοντας να ξεχάσει η σιόρα μάνα της το ρεζιλίκι. Μα πού! Μόλις εκλείστηκ' η αυλόθυρα οπίσω τους και, σαν εμπήκε κι ο καδινάτσος, πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Εφαγε της χρονιάς της η μικρή κι επί πλέον εκοιμήθηκε και νηστική εκείνο το βράδυ.

Σκέφτομαι ώρες-ώρες πως ίσως η γιαγιά μου να μην εκατάλαβε καθόλου το λόγο που την καταχέριασε η μάνα της και γι αυτό εθυμότανε τόσο ζωντανά ετούτη την ιστορία μέχρι τα γεράματά της. Πάντως, όσες φορές και να τηνε διηγότανε, εξέσπαγε σε κάτι γέλια, μα κάτι γέλια!

Αλλη μιά ιστορία ήτανε εκείνη στον Εληό, οπού εκάνανε Κούλουμα, κι ο αδερφός της ο Μεμάς επιάστηκ' απ' την ουρά του αετού για να πετάξει, κι όπως ήτανε αλαφρύς τον επήρ' ο αετός και ποιός ξέρει πού θα τόνε πήγαινε αν δεν εκατάφερνε να πιαστεί απ' την κορφή του γεροπλάτανου, ή μήπως ήτανε θεόρατη συκιά; Τόση φαντασία αυτό το παιδί!

Με τη φαντασία του εκόντεψε να τρελλάνει την κακομοίρα τη δούλα της θειάς της Αντριανούλας, όταν εσκάρωσε το στρατό με τους μπούμπουρες. Εμάζεψε για τούτο το σκοπό πολλούς μπούμπουρες, αυτά τα μαύρα στρουμπουλά ζουζούνια που αφθονούν το καλοκαίρι στα χωράφια, κι εστέριωσε πάνω στα καβούκια τους κέρινα απολειφάδια. Είχε ματιάσει και μιά τρύπα στον τοίχο του κατωγιού, απ' όπου εχώριαν ίσα-ίσα να περάσουνε. Οταν λοιπόν η θειά έστειλε τη δούλα στο κατώϊ να φέρει κι άλλο κρασί, εκείνος αμόλαρε απ' όξω τους μπούμπουρες, αφού άναβε τα κεράκια στην καμπούρα τους. Τί να υποθέσει η καημένη η δούλα όταν αντίκρυσε μέσ' στο σκοτάδι μιά φωτεινή σειρά να περπατάει απά στο πάτωμα του κατωγιού; Τί διαβόλους της κόλασης, τί πλάσματα σατανικά νά 'τανε τούτα; Της έφυγε το λαγήνι απ' τα χέρια κι έσπασε με κρότο κι εκείνη εβρέθηκε λιγοθυμισμένη στο πάτωμα. Με το "μπάμ" εκατέβηκε η θειά στο κατώϊ και -μιά και τα μυαλά της τά 'χε τετρακόσια- επετάχτηκε στα γρήγορα όξω κι άρπαξε το δράστη από τ' αυτί. Με τό 'να χέρι εκράτιε τ' αυτί, με τ' άλλο έψαχνε νά 'βρει κάνα ξύλο να του της βρέξει, έστριψε κάπως ο διαολάκος και της τό 'σκασε.

Μετά από τούτο το κάζο, έκανε κάμποσες μέρες να τηνε πλησιάσει, την άφησε να ξεθυμάνει μέχρι που την άκουσε ένα βράδυ απ' το κρεββάτι του να διηγιέται το κατόρθωμά του μικρανεψιού της σε κάποιους επισκέπτες και να σκάει στα γέλια. Ετσι ξεθάρρεψε κι έγινε και το αγαπημένο της, το καμαρωμένο της ανηψάκι.

Δεν ξανασκάρωσε διαολιές στον Εληό, στο σπίτι της θειάς της Αντριανούλας, σα νά 'χε κάνει κάποια μυστική συμφωνία μαζί της, κι όταν επήγαινε η οικογένεια εκεί για να ξεκαλοκαιριάζει, ο Μεμάς είχε το λεύτερο να διατάζει σαν αφεντικό.

Μιά ιστορία μ' ένα κατόρθωμα της θειάς της Αντριανούλας αυτή τη φορά, είναι τότε που είχε μαγερέψει κουκιά για να φάνε οι σέμπροι ένα μεσημέρι. Δεν τους αρέσανε τα κουκιά κι όλο εφτύνανε τα φλούδια στα τσίγκινα πιάτα τους. «Ετσι εισάστενε, ε;» είπε μέσα της η θειά και το βράδυ τους εμαγέρεψε τα ίδια τα φλούδια με ωραία σάλτσα και μοσκομυρίζανε. «Εφκειό είναι φαί σιόρα Αντριάνα, όχι το που εμαγέρεψες το μεσημέρι!» είπε ο αρχισέμπρος. Πού να μολογήσει το μυστικό του εξαιρετικού φαγητού τότες η θειά η Αντριανούλα. Επερίμενε κάμποσες μέρες, να τελειώσουν οι σέμπροι όλες τις δουλειές κι όταν τους αποχαιρέταγε για καλό χειμώνα, τους τό 'σκασε το πράμα. Για τούτο την εσεβόντανε όλοι αυτήν τη θειά που εζούσε μόνη της και τά 'βγαζε πέρα σαν άντρας και καλύτερα, για τη σοφία και τη νοικοκυρωσύνη της.

Δε θυμάμαι άλλη ιστορία της γιαγιάς μου, αν και θα πρέπει να μού 'χει διηγηθεί πολλές, τόσες φορές που πήγαινα να την επισκεφτώ στο διαμέρισμα της οδού Δροσοπούλου, όπου είχε καταντήσει μετά από τα μεγαλεία και τα πλούτη. Ανοιγε το μπαούλο κι έβγαζε από μέσα κομμάτια από αστραφτερά φορέματα κεντημένα με χάντρες, ένα καπέλλο με φτερά και βέλο, μιά εφημερίδα πολυκαιρισμένη πού 'γραφε για τότε που είχε βγεί "μις Αργοστόλι", κι άλλα πολλά θυμητικά. Οταν έσβησε το φως από τα μάτια της τα λαμπερά, σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη και δεν επήγα ούτε στην κηδεία γιατί μου τό 'κρυψαν επειδή είχα εξετάσεις. Εκανα όνειρα τότε, πως θα τελειώσω τις σπουδές μου και θα νοικιάσω ένα σπίτι και θα δουλεύω και θα ζώ με την αγαπημένη μου γιαγιά να μου λέεει ιστορίες για την Κεφαλλονιά, όπως μονάχα εκείνη ήξερε να διηγείται. Τα όνειρα όμως όνειρα έμειναν, όπως γίνεται συνήθως, μα δεν τό 'ξερα ακόμα. Αυτό ήταν ένα ακόμα σκληρό μάθημα για μένα.
_______________________
FIL2053 - απο τα σκουπίδια του PC