25 Δεκ 2019

αέναο φαγοπότι ή το πιάτο

Ενας κάθεται και τρώει. Γύρω του μαζεύονται μερικοί και "τι ωραία που τρώτε" του λένε, αλλά δεν δίνει σημασία. Μπροστά του έχει ένα πιάτο γεμάτο φαγητό. Οταν το πιάτο αδειάζει, το ξαναγεμίζουν αμέσως. Εξακολουθεί να τρώει ευχαριστημένος. Νιώθει αρχηγός. Μόνος του τρώει. Είναι αφοσιωμένος στο πιάτο του και δεν ρίχνει ματιές τριγύρω να δει αν τρώνε και άλλοι, του είναι αρκετό να έχει να τρώει αυτός.

Κάποια στιγμή, το πιάτο αδειάζει και δεν ξαναγεμίζει. Περιμένει, αλλά αδίκως. Κοιτάζει προσεκτικά το πιάτο, είναι αφοσιωμένος απολύτως σε αυτό, νομίζει πως φταίει το ίδιο το πιάτο που δεν ξαναγεμίζει. Το πιάτο εξακολουθεί να μένει άδειο.

Τότε, αποφασίζει να σηκώσει τα μάτια του και να κοιτάξει γύρω. Βλέπει κάποιους άλλους να τρώνε. Ορμάει να βουτήξει ένα πιάτο κι αυτός, ο χορτάτος, διαλέγοντας με τα μάτια τον πιο αδύναμο, εκείνον που πιστεύει πως δεν θα του αντισταθεί.

Η ορμή του όμως κόβεται, επειδή τα πόδια του είναι κολλημένα στο δάπεδο και ο πισινός του στην καρέκλα, όπως κολλημένο επίσης είναι και το άδειο του πιάτο στο τραπέζι. Κάνει φιλότιμες προσπάθειες αποκόλλησης, αλλά ματαίως.

Οπότε, βάζει τα μεγάλα μέσα: αρχίζει να φωνάζει "θέλω το πιάτο μου! και "γιατί δεν μου βάζετε να φάω;" ρωτάει παραπονιάρικα. "Αρκετά δεν έφαγες;" του απαντά με ερώτηση μια φωνή και "άσε να φάει και κάνας άλλος" συμπληρώνει.

Σιγά σιγά, μαζεύονται γύρω του διάφοροι, οι χορτάτοι οπαδοί της μάσας που έχασαν τα πιάτα τους και προσπαθούν να βρούνε τί έφταιξε. Ο ένας ρίχνει τα βάρη στον άλλο, πιάνονται στα χέρια, οι κυρίες ξεμαλλιάζονται, μερικοί κύριοι τραβούν τα πέτα των σακακιών κάποιων άλλων κυρίων.

Ο αρχηγός μένει κολλημένος στην καρέκλα. Τους μιλάει, αλλά τα σκέτα λόγια δεν αρκούν για να τους χωρίσουν. Εχει εξαντληθεί κιόλας το ρεπερτόριό του σε καθησυχαστικά μηνύματα. Οι οπαδοί ενώνονται τελικά και ρίχνουν το φταίξιμο σε κείνον, τον κολλημένο. "Εσύ φταις" του λενε "που μένουν τώρα τα πιάτα μας άδεια" και "αρκετά δεν φάγατε;" τους απαντά με ερώτηση. Τότε, ορμούν επάνω του, τον ξεσκίζουν, τον κόβουν κομματάκια και τον τρώνε. Τον τρώνε κομψά, με μαχαιροπήρουνα.

Οταν αδειάζουν τα πιάτα, ψάχνουν να βρουν άλλον αρχηγό να τους εξασφαλίσει τροφή.

Ενας άλλος κάθεται και τρώει. Γύρω του μαζεύονται μερικοί και "τι ωραία που τρώτε" του λένε...
__________________
ΣΗΜ. το κειμενάκι βρέθηκε προχτές ανάμεσα στο χαρτομάνι που ετοιμαζόμουν να πετάξω, είχε γραφτεί στις 26/3/2008, ώρα 19:20. Την αφορμή δεν τη θυμάμαι.

18 Αυγ 2019

μαύρες σακούλες για τη Λάουρα

Οταν τη γνώρισα σε μια νησιώτικη παραλία, στη χώρα μας είχαμε χούντα και η Λάουρα θα ήτανε γύρω στα πενήντα κάτι, πράγμα που δεν της φαινότανε και τόσο γιατί παιδιάριζε. Είχα βρεθεί σε μια συντροφιά καλλιτεχνών και, καθισμένοι στα βραχάκια κοντά σε κάτι παλιούς στάβλους που είχαν διαμορφωθεί σε εξοχικό σπιτάκι, μιλάγαμε για την σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική απόδραση του υπουργού Γιώργου Μυλωνά.

Η Λάουρα δεν ήταν καλλιτέχνις, μόνο κάπου κάπου παρίστανε αμισθί το μοντέλο σε μια φίλη γλύπτρια, καθώς και σε δυο καταξιωμένες φωτογράφους που συστεγάζονταν σε ένα μυθικό για την εποχή στούντιο, γιατί η Λάουρα είχε ένα τέλειο κορμί και της άρεσε να το δείχνει. Η δουλειά της, πρόσφατα κληρονομημένη από τον πάμπλουτο πατέρα της, ήταν έμπορος λιπαντικών για αυτοκίνητα και μηχανές και θα πήγαινε καλά αν δεν την εξαπατούσε ο βασικός παράγοντας της εταιρείας και σύζυγός της.

Δυστυχώς, έπεσε θύμα του και πριν το καλοκαταλάβει βρέθηκε να λουφάζει σε ένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Κάνιγγος, πεταμένη κυριολεκτικά έξω από τα πολυτελή γραφεία του Κολωνακίου και τη βίλλα του Ψυχικού. Ζούσε λοιπόν στο τριαράκι της Κυψέλης με μια πενιχρότατη σύνταξη του μπαμπά, ενεχυριάζοντας κατά διαστήματα μερικά πολυτελή αντικείμενα και κοσμήματα, μη θέλοντας να απαρνηθεί τις συνήθειες μιας ολόκληρης ζωής. Ηταν περήφανη και δέχτηκε τη μοίρα αυτή με αξιοπρέπεια, μη θέλοντας να παραδεχτεί τη βλακεία της να παντρευτεί κάποιον κατώτερο, από ηθική άποψη κυρίως, ένα ρεμάλι δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα όπως είναι.

Πρέπει να ήταν πολύ μόνη και δυστυχισμένη, αλλά το έκρυβε τεχνηέντως που λένε, με γέλια τρανταχτά και χορευτικές κινήσεις αταίριαστες για την ηλικία της, που όμως η συντροφιά κατανοούσε και δικαιολογούσε ψιθυρίζοντας ολοένα "η καημένη η Λάουρα". Ούτε στιγμή δεν θα της πέρασε από το νου να ζητήσει βοήθεια από φίλους δοκιμασμένους, γιατί δεν ήθελε μάλλον "να δώσει δικαιώματα" να τη λυπηθούν. Αλήθεια, πίστευε, με την αφέλεια που την έδερνε, ότι μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους μπορεί να κρατηθεί μυστική.

Τελοσπάντων, όταν γύρισα στο σπίτι μετά τις μακρόσυρτες εκείνες διακοπές κι έδειχνα τις αναμνηστικές φωτογραφίες, "α, η Λάουρα!" ξεφώνησε ο θείος Στέφανος, εξηγώντας στη συνέχεια "ήταν συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό" και συμπλήρωσε περιεργαζόμενος προσεκτικότερα τις φωτογραφίες "κρατιέται καλά, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και κρίμα που ατύχησε στο γάμο της".

Ετσι, έμαθα αρκετά πράγματα για εκείνη τη γυναίκα, που έμελλε πολύ αργότερα, μετά από είκοσι και πλέον χρόνια, να απασχολήσει αρνητικά τον τύπο της εποχής. Περιττό να σημειώσω ότι, ενώ είχα υποσχεθεί να περάσω από το μαγαζάκι της να τα πούμε καμμιά μέρα, πέρασα μονάχα απέξω: δεν μπήκα γιατί ντράπηκα να τη δω σε ένα περιβάλλον τόσο αταίριαστο με την εικόνα που εξακολουθούσε να επιδεικνύει. Να δει το βλέμμα μου, δηλαδή, πόσο απογοητευτικά θα την κοίταζα.

(συνεχίζεται)

Θα μπορούσα, βέβαια, να ξεκινήσω την ιστορία με τον καυτό ήλιο που έψηνε ανελέητα τα βραχάκια στο Κίνι ή με το κυματάκι που τα δρόσιζε, ή ακόμα και με την πλάτη του φίλου μου του Πάρη, που ήταν η αναμφίβολη πρωταγωνίστρια εκείνου του αυγουστιάτικου μεσημεριού, μια και ήταν η πρώτη τριχωτή πλάτη που συναντούσα στη ζωή μου και οι τρεις κυρίες -η εμπόρισσα και οι δυο καλλιτέχνιδες φωτογράφοι- τρέχανε ποια θα την πρωτοπασαλείψει αντηλιακά λάδια. Εμένα, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, απλώς με αηδίαζε να βλέπω τρίχες σε πλάτη, μαθημένη να βλέπω ίσαμε τότε όμορφες πλάτες αγαλματένιες, πάλευκες και λείες. Η πλάτη του Πάρη λοιπόν, ήταν μια μεγάλη απογοήτευση: αυτές οι τρίχες που κρεμόντουσαν δεξιά κι αριστερά σαν έτοιμες να πλεχτούν σε πλεξούδες, έκλεισαν κάθε δρόμο προς την καρδιά μου. Εξαφάνισε με μιας τη γοητεία από τις αστείες ιστορίες που με κάναν να ξεκαρδίζομαι στα γέλια, παραβλέποντας το φαλακρό της κεφαλής του, που τον έκανε να δείχνει τουλάχιστον σαραντάρης. Και να σκεφτείς ότι όδευε προς τη συμπλήρωση των εικοσιέξι χρόνων του, ενώ η αφεντιά μου είχα ήδη κλεισμένα τα εικοσιεφτά! Ο Πάρης ήταν ένας γεννημένος σαραντάρης και το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να μη βγάζει ποτέ το πουκάμισό του.

(συνεχίζεται)

Ο θείος Στέφανος συνάντησε την παλιά του συμμαθήτρια ένα απογευματάκι να περιπλανιέται στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Είπαν μερικές κουβέντες στα πεταχτά, αντάλλαξαν τηλέφωνα, εκείνη υποσχέθηκε να τον επισκεφτεί στο σπίτι του εκεί κοντά την επομένη, περίπου την ίδια ώρα, κατά τις επτά, επειδή θα είχε πάλι ραντεβού με κάποιον που θα κανόνιζε τα χρέη της, αλλά θα του εξηγούσε με λεπτομέρειες την επομένη, όπως του είπε. Η επόμενη μέρα έφτασε, αλλά η Λάουρα δεν φάνηκε. "Κρίμα", είπε η θεία μου, που είχε φτιάξει κέικ για το τσάι προς τιμήν της Λάουρας, αλλά ο θείος μου δεν έδωσε μεγάλη σημασία "είναι ξεμυαλισμένη από μικρή, μπορεί να το ξέχασε" απάντησε.

"Μου φάνηκε ανήσυχη", κατέθεσε σε λίγες μέρες στο αστυνομικό τμήμα, όπου πήγε αυτοβούλως να καταθέσει μετά την ανακάλυψη του τεμαχισμένου πτώματος και τις σχετικές δημοσιεύσεις των εφημερίδων: η Λάουρα είχε κοπεί σε κομμάτια, γεμίζοντας 4-5 μαύρες σακκούλες παρατημένες σε ένα χαντάκι στον Περιφερειακό του Λυκαβηττού. Μάλλον ο δολοφόνος της υπολόγιζε να τις παραλάβει ο Δήμος μαζί με τις υπόλοιπες σακκούλες με τα μαζεμένα πούσια των πεύκων, αλλά δεν είχε υπολογίσει καθώς φαίνεται την απεργία των εργατών του Δήμου, ούτε και τα σκυλιά που έσκισαν τις σακκούλες. Ηταν και καλοκαιράκι βλέπεις, και τα πτώματα σαπίζουν γρήγορα.

"Τι άλλο γνωρίζετε για την υπόθεση; μπορείτε να περιγράψετε το θύμα;" ρώτησε ο αξιωματικός δίωξης και ο θείος μου περιέγραψε την Λάουρα ως μια πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της, αλλά λίγο μυστικοπαθή και κάπως επιπόλαιη που, μετά την κατρακύλα των οικονομικών της, απέφευγε τους παλιούς της φίλους. Επίσης, ανέφερε ότι, κατά τα λόγια της, είχε χρέη και περίμενε κάποιον που της είχε υποσχεθεί να τα τακτοποιήσει "ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί του" συμπληρώνοντας. Ο αστυνομικός του έδωσε να υπογράψει την κατάθεσή του, ο θείος μου υποσχέθηκε να είναι στη διάθεση της αστυνομίας και το θέμα έληξε.

(συνεχίζεται)

Την διαλεύκανση του εγκλήματος ανέλαβε ο επιθεωρητής Μολφέτας, νέος και σχετικά άπειρος αλλά εύστροφος αστυνομικός, με πρόσφατη προαγωγή λόγω εξιχνίασης κάποιου παλιού εγκλήματος της "συμμορίας των τεσσάρων" αν έχεις ακουστά, ενός αστυνομικού γρίφου που έλιωσε πολλά ζευγάρια παπούτσια αστυνομικών που σκεφτόντουσαν με τα πόδια και όχι με το μυαλό: τρέχανε δηλαδή, με αποτέλεσμα να μπει η υπόθεση στο αρχείο.Ο Μολφέτας δούλεψε με το σύστημά του, έναν περίεργο τρόπο που είχε να ψάχνει τα πράγματα εντελώς ανορθόδοξο για τους πολλούς, την ξεδιάλυνε και κέρδισε την προαγωγή με το σπαθί του. Μετά από αυτό, η μοναξιά του στο Τμήμα είχε μεγαλώσει, παράλληλα με το σεβασμό αλλά και τη μιρμίρα των συναδέλφων που απέδιδαν την επιτυχία του σε καθαρή τύχη: "όλα του έρχονται βολικά του μπαγάσα" λέγανε πίσω του μερικά φυντάνια, ενώ μπροστά του υποκλίνονταν.

Τελοσπάντων, ο Μολφέτας διέθετε και υπομονή και δεν πίεσε καθόλου τον ιατροδικαστή να βγάλει το πόρισμα που ήρθε φυσιολογικά μια βδομάδα αργότερα: η νεκρή είχε ναρκωθεί και είχε τεμαχιστεί όντας ακόμα ζωντανή, που σημαίνει πως το έγκλημα έγινε κατόπιν προμελέτης, δεν ήταν δηλαδή κάτι που συνέβη εν βρασμώ ψυχής, που λένε, πράγμα που θα δικαιολογούσε ένας πιθανός πανικός του δράστη με αποτέλεσμα τη μανία εξαφάνισης του πτώματος. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, ξεκίνησε συστηματικός έλεγχος για στοιχεία σε μικρή ακτίνα γύρω από την περιοχή ανακάλυψης της κομματιασμένης νεκρής.

(συνεχίζεται)


Περιμένοντας το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης, ο Μολφέτας δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Εξέτασε εξονυχιστικά τα ρούχα της Λάουρας μαζί με τον βοηθό του το Μενέλαο Στραπατσινόπουλο, Στραπ σε συντομία. Ο Στραπ είχε το πλεονέκτημα να δέχεται εντολές χωρίς να τις αμφισβητεί και να προβληματίζεται μονάχα αν του ζητούσαν τη γνώμη του. Ψάχνοντας λοιπόν, ανακάλυψε μερικά μικρά πραγματάκια ραμμένα στο στρίφωμα του φουστανιού, όπως π.χ. ένα χαρτονάκι με τα στοιχεία της! Φαίνεται ότι η Λάουρα ήταν πράγματι κρυψίνους και φοβισμένος άνθρωπος για να σκεφτεί κάτι τέτοιο: να κρύβει τον εαυτό της γραμμένο σε ένα ραμμένο χαρτονάκι. Στο στρίφωμα υπήρχαν ακόμα μερικά μικρούτσικα διαμαντάκια, για ώρα ανάγκης μάλλον. Φαίνεται ότι ο δολοφόνος ήταν περιορισμένης νοητικής ικανότητας για να μη ψάξει τα στριφώματα, ίσως πάλι να μην είχε και πολύ χρόνο για τέτοια λεπτομερή έρευνα. Ετσι λοιπόν, η ταυτότητα του θύματος αποκαλύφθηκε σχετικά νωρίς και ο Τύπος -άλλο που δεν ήθελαν οι δημοσιογράφοι- οργίασε με εικασίες και σχετικές ανακοινώσεις, κατόπιν αστυνομικής άδειας φυσικά: “Ζητείται κάθε πληροφορία περί του περιβάλλοντος της νεκρής” και τα τοιαύτα. Μια τέτοια ανακοίνωση θα είδε και ο θείος Στέφανος και ανταποκρίθηκε αμέσως.

(συνεχίζεται)


Οφείλω εδώ (για χατήρι του αναγνώστη που εξακολουθεί να διαβάζει την ιστορία, αλλά και για τα δικά μου μάτια, επειδή ο χαρακτηρισμός “νέος” είναι ανεπαρκής) να συμπληρώσω την εικόνα του επιθεωρητή Μολφέτα, που ξεπηδάει με το έτσι θέλω, που λένε, να αρπάξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τον εαυτό του. Ετσι συμβαίνει συχνά με τις ιστορίες: πλάθονται και καθοδόν, σπάνια βρίσκονται ολόκληρες μέσα στο κεφάλι εκείνου που τις γράφει. Ο επιθεωρητής Μολφέτας λοιπόν, πέρα από το ότι είναι νέος και το “νέος” αυτό δεν χαρακτηρίζει τόσο την ηλικία, γιατί για νέος λογαριάζεται ένας άνθρωπος 25-40 χρονών σήμερα, αλλά νέος είναι και ένας άνθρωπος με κοφτερό και ξύπνιο μυαλό, αλλά εδώ το “νέος” νοείται όσον αφορά τον χρόνο υπηρεσίας του επιθεωρητή στον τομέα του: στο Εγκληματολογικό Τμήμα της Αστυνομίας. Οπότε, μένει ελεύθερη η φαντασία να τον διαπλάσει όπως επιθυμεί και, επειδή για εικοσπεντάρη δεν τον βλέπω, μάλλον τοποθετείται γύρω στα σαράντα. 

Ενας σαραντάρης λοιπόν, ένας άντρας στην ακμή του, με σπινθιροβόλο βλέμμα ανεξάρτητα από χρώμα ματιών, που, μεταξύ μας, θα τα προτιμούσα γκρίζα αλλά αν δεν συμφωνεί ο αναγνώστης μπορεί να τα βάψει όποιο χρώμα θέλει και το ίδιο μπορεί να κάνει και με το χρώμα του δέρματος. Εδώ ακριβώς, άραγε, αναδύεται ένας γόης μελαμψός με ανοιχτόχρωμα μάτια; Απαπαπα, θα κλέψει όλη την παράσταση! Άσε που είναι δύσκολο ένας τόσο ωραίος άντρας να θάβεται στα ντουλάπια των αρχείων ψάχνοντας παλιές υποθέσεις ώστε να εκμαιεύει την προαγωγή του, τη στιγμή που θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει παίζοντας σε διαφημιστικά σποτάκια. Επίσης, ένας ωραίος δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητος, πράγμα απαραίτητο για έναν ερευνητή δολοφονιών. Ο κύβος ερρίφθη: ο επιθεωρητής Μολφέτας είναι ένας άχρωμος κοινός άνθρωπος, σχετικά παχουλός και ήρεμος, μέσου αναστήματος και σωματικής διάπλασης, με μόνο διακριτό χαρακτηριστικό το σπινθιροβόλο βλέμμα: εδώ δεν σηκώνω διαφωνία!
 
(συνεχίζεται)


3 Ιουλ 2019

Η καθημερινότητα στον πλανήτη Πλάστη

Κάθε πρωΐ κάνω μπάνιο. Γεμίζω τη μπανιέρα ιαματική λάσπη ανακατεμένη με αρωματικό λάδι καουτσούκ και χώνομαι ίσαμε το λαιμό. Η λάσπη έχει προθερμανθεί στους τριανταεφτά βαθμούς. Πριν μερικά χρόνια, αναγκάστηκα να προμηθευτώ το ειδικό μηχάνημα προθέρμανσης για λάσπη, μετά την απεργία των λασπεργατών και λασποδιανομέων, η οποία μου είχε στερήσει την πρωϊνή μου απόλαυση επί πενθήμερον. 
Το μηχάνημα προθέρμανσης για λάσπη, το θερμόλασπο, το έχτισα πάνω στην ταράτσα του κτιρίου όπου κατοικώ. Εχει χωρητικότητα διακοσίων λίτρων και αρκεί για τρία καλά λασπόλουτρα. Η ταράτσα είναι γεμάτη θερμόλασπα, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα, που καλύπτουν τις ανάγκες όλων των ενοίκων. 
Μετά το λασπόλουτρό μου, ξεβγάζω το σώμα μου με κρύο νερόμελο, ένα μείγμα αποτελούμενο από ένα μέρος μέλι σε τρία μέρη νερού. Δίνω ιδιαίτερη προσοχή στο ξέπλυμα όλων των κοιλοτήτων του σώματος, ώστε να μη μείνει το παραμικρό ίχνος λάσπης. Υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας κάποιας αποικίας από βρύα και άλλους μήκυτες, η οποία θα καταστρέψει ό,τι κέρδισα μέχρι τώρα, δηλαδή την ομοιογενή κατάσταση του δέρματός μου, το σφρίγος. 
Το κυνήγι της αιώνιας νεότητας ήταν η αιτία που εγκατέλειψα τη Γη. Σήμερα είμαι κιόλας πεντακοσίων δέκα τριών ετών -γήϊνων φυσικά- και φαίνομαι και νοιώθω σαν δεκαεφτάχρονος έφηβος. Το νερόμελο αφήνει μια απόχρωση χρυσαφιά στο δέρμα, που φαίνεται σαν ηλιοκαμένο. Επίσης, φράζει τους πόρους και το δέρμα δείχνει ακόμα πιο νεανικό. Οσοι χρησιμοποιούν νερό σκέτο χωρίς μέλι, έχουν όψη σουρωτηριού με τους πόρους να φαίνονται σαν μαύρες τρύπες. 
Τον τελευταίο καιρό οι διεσταλμένοι πόροι έχουν γίνει μόδα, επειδή, μάλλον, οι τεμπέληδες θέλησαν με τον τρόπο αυτό να επιβάλλουν την άποψή τους. Τι άλλο εκτός από την τεμπελιά εμποδίζει τη χρήση του μελιού, που κοστίζει μάλιστα φτηνότερα από το νερό; Λένε πως με το μέλι νοιώθουν φαγούρα και θα μπορούσα να το πιστέψω αν δεν λασπομπανιαρίζονται κάθε μέρα, γιατί, πράγματι, το μέλι φέρνει φαγούρα αν μείνει πάνω από τρείς μέρες στο σώμα. Το κλίμα του πλανήτη εδώ πέρα, ευνοεί την ταχύτατη ανάπτυξη κάθε μικροοργανισμού. 
Αντί για τη σκόνη που υπήρχε στη Γη, εδώ υπάρχουν οι μήκυτες. Πρέπει να ξεμηκυτίζω το σπίτι μου καθημερινά, διαφορετικά παίρνει μια όψη πρασινωπή. Οι μήκυτες εξαπλώνονται πάνω στα έπιπλα αλλά και μέσα σε αυτά. Ιδίως μέσα στα ντουλάπια και τα συρτάρια, όπου αλλάζουν τη σύσταση των ρούχων και των βιβλίων. Για τούτο, αφήνω τα συρτάρια ελαφρώς ανοιχτά, να αερίζονται κάπως. Χαλάλι όμως! Αξίζει τον κόπο. Αλλωστε, ο κόπος δεν σημαίνει κάτι σπουδαίο για μένα, μια και διατηρώ ακόμα τις δυνάμεις μου ακμαίες. 
Οταν τελειώνω με το λασπόλουτρο και το ξεμηκύτισμα του σπιτιού, κάθομαι στο αναπαυτικό μου ανάκλιντρο και τρώω ένα γερό πρωϊνό από φύκια τηγανητά. Τα συλλέγω και τα τηγανίζω μόνος μου σε φρέσκο καουτσούκ. Κυκλοφορούν και έτοιμα προτηγανισμένα, αλλά έχουν μια γεύση σαμπρέλας και δεν τα προτιμώ. 
Μετά, ανεβαίνω στο ιπτάμενο πατίνι μου και πάω να βολτάρω στο πάρκο με τις λεμονιές. Οι λεμονιές αυτές είναι τεράστιες, φτάνουν σε ύψος τα εκατό μέτρα. Οι καρποί τους, τα ζουμερά λεμόνια, γίνονται τεράστια, πάνω από τριάντα κιλά το καθένα. Παλαιότερα, συνέβαιναν ατυχήματα όταν έπεφτε ξαφνικά κάποιο λεμόνι σε κάποιον περιπατητή, έτσι ο Πρόεδρος αποφάσισε να απαγορέψει την είσοδο στο πάρκο. Δεδομένου δε ότι το λεμονοκούκουτσο είναι το εθνικό νόμισμα του πλανήτη, αρκετοί περίμεναν πως και πως την πτώση λεμονιών για να πλουτίσουν. 
Σήμερα, τα πράγματα είναι καλύτερα. Ο νέος Πρόεδρος έβαλε να τοποθετήσουν ένα δίχτυ, που εκτείνεται οριζοντίως σε ύψος περίπου δέκα μέτρων, λίγο πριν αρχίσουν να διακλαδίζονται οι κορμοί των δέντρων. Ετσι, αποφεύγονται οι τραυματισμοί, οι θάνατοι και οι κλοπές. 
Το δίχτυ είναι εξαιρετικά ασφαλές, αποτελούμενο από διαπλεκόμενες ίνες καουτσούκ και τιτανίου. Μόνο που η πυκνότητά του εξαφανίζει τη θέα του ουρανού. Ισως όμως αυτό να είναι καλό, αφού εμποδίζει επίσης να το διαπερνά η υπεριώδης ακτινοβολία, η οποία αντανακλάται προς τα πάνω, πράγμα που προκαλεί την υπερκαρποφορία των δέντρων με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της οικονομίας του πλανήτη. Το Δημόσιο Ταμείο ξεχειλίζει απο λεμονοκούκουτσα, λέμκουτς για συντομία, και κανείς δεν εργάζεται από ανάγκη. Εργαζόμαστε όποτε θέλουμε και όταν θέλουμε και καθένας ασχολείται με τις δικές του τις δουλειές κυρίως. 
Να, ας πούμε, σε λίγο θα πάω να γράψω μερικούς ήχους στο Ωδείο, επειδή έχω κέφι και έμπνευση. Κανείς δεν με υποχρεώνει. Κάθε βδομάδα μπαίνει αυτόματα στο χρηματικό λογαριασμό μου ένα ποσόν λέμκουτς ίσο με ένα υψηλό γήϊνο ετήσιο εισόδημα, το οποίο εισπράττω με την επίδειξη του βιβλιαρίου μου στο Κεντρικό Μηχάνημα Χρήματος, και το ξοδεύω αγοράζοντας πράγματα συνήθως άϋλα, όπως ήχους και εικόνες χώρου. 
Κάποτε, αν ανακαλύψω κάποιον καλλιτέχνη χειρώνακτα, ψωνίζω έναν όμορφο πίνακα για το ταβάνι του σπιτιού μου. Κάποτε άλλοτε, όταν οι δυνάμεις μου με πνίγουν, κάνω διανομή λάσπης φροντίζοντας να εφοδιάζω πρώτα το δικό μου θερμόλασπο. Εδώ πέρα, υπάρχει διαρκώς φως. Σχεδόν έχω ξεχάσει πώς είναι το φυσικό σκοτάδι. Οταν καλώ φίλους, φροντίζω να φτιάχνω τεχνητό σκοτάδι και ανάβω λυχνάρια με αρωματικό λάδι καουτσούκ. 
Η ατμόσφαιρα γίνεται οικεία και μικραίνουν οι αποστάσεις μεταξύ μας τόσο, ώστε να μπορεί ο καθένας να εκφράζεται με άνεση εξομολογούμενος τα πιο κρυφά του μυστικά και τους ανομολόγητους πόθους του. Ο κοινός μας πόθος είναι βέβαια μια επίσκεψη στον πλανήτη καταγωγής μας, τη Γη. Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο να γίνει, μια και θα σημάνει το τέλος μας, το θάνατό μας δηλαδή. Κάτι άλλο, που δύσκολα το αφήνουμε να εκδηλωθεί, είναι ο πόθος μας για έρωτα, για συνεύρεση με κάποια γυναίκα. 
Εδώ δεν υπάρχουν γυναίκες και η διατροφή με βάση το καουτσούκ έχει αμβλύνει τη λίμπιντο. Το σώμα μας δεν λειτουργεί, όπως θα περίμενε κανείς, ως σώμα εφηβικό, ούτε καν ως σώμα ενήλικα άντρα ή, έστω, γηραλέου. Δεν λειτουργεί καθόλου. Η στύση απουσιάζει εντελώς. Μένουμε λοιπόν στη διήγηση φανταστικών ιστοριών με γυναίκες και, εφόσον δεν υπάρχει καμμιά επίδραση, μπορούμε να μπαίνουμε σε απίθανες λεπτομέρειες. 
Οταν κουράζομαι, συχνότερα από ανία, πέφτω για ύπνο. Εδώ, ο χρόνος δεν μετριέται και δεν ξέρω αν και στη Γη τον μετρούν ακόμα και σήμερα. Το «σήμερα» είναι σχήμα λόγου και το λέμε συνήθως αντί για το «τώρα». Δεν υπάρχει μέρα και νύχτα, ούτε εικοστετράωρο και, φυσικά, ούτε ρολόγια που να δουλεύουν. Υπάρχουν κάτι αρχαία ρολόγια στο Μουσείο Παλαιών Τεχνών και Αντικειμένων. 
Εχω φυλάξει κι ένα ρολόϊ δικό μου, που το χρησιμοποιούσα όταν κατοικούσα στη Γη, μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια. Μόλις έφτασα εδώ, το εξαφάνισα σε ένα κουτάκι στο βάθος ενός συρταριού. Δυστυχώς, αν και το ξεμηκυτίζω καλά καλά που και που, έχουν αναπτυχθεί βρύα στο μηχανισμό του. Μένω μόνος μου σε ένα σπίτι τεράστιο για έναν άνθρωπο, έστω και πλαστικοποιημένο. Φυσικά και είμαι πλαστικοποιημένος, πώς αλλοιώς θα ζούσα τόσα χρόνια; Ολοι πλαστικοποιημένοι είμαστε εδώ, στον πλανήτη Πλάστη, στο Αλφα του Κενταύρου. 
Η πλαστικοποίηση των εσωτερικών οργάνων είναι σχετικά απλή, το δύσκολο στη συντήρηση είναι το πλαστικοποιημένο δέρμα. Αν το δέρμα πάθει κάτι, προσβληθεί από μήκυτες π.χ. ή από κάποιο έντομο ασύμβατο, η ζωή βαθμηδόν εξασθενεί μέχρι που εξαφανίζεται, και το πλαστικοποιημένο σώμα εξαϋλώνεται. Γίνεται, που λένε, καπνός και είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ευτυχώς, τα τελευταία μη συμβατά έντομα, τα κουνούπια, εξαφανίστηκαν πριν από δυο αιώνες και υπάρχουν μονάχα συμβατές μέλισσες. 
Το τσίμπημα της μέλισσας μάλιστα, αν το τολμήσει το έντομο που απεχθάνεται γενικώς τη μυρωδιά του καουτσούκ, είναι εξαιρετικά ευεργετικό για το δέρμα μας. Ετσι, όταν πετύχω μια μέλισσα την προκαλώ να με τσιμπήσει. Θα πήγαινα και για μελισσοκόμος, αν δεν υπήρχε τέτοιος συνωστισμός σε αυτή την εργασία. Ολοι διαγκωνίζονται για μια θέση μελισσοκόμου. Ποιός στραβός δε θέλει το φως του; 
Τα εσωτερικά όργανα, συκώτι, εγκέφαλος, κλπ, έχουν τεράστια αντοχή και μπορούν να ζουν επί αιώνες. Ο εγκέφαλος ιδίως, έχει τη δυνατότητα να πλησιάσει στο όριο πληρότητάς του. Αποθηκεύει στις πλαστικές του έλικες κάθε είδους γνώση. Καθένας μας έχει μελετήσει εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία. Ολη η γνωστή ανθρώπινη παραγωγή σε βιβλία είναι αποτυπωμένη στον εγκέφαλο κάθε πλαστικοποιημένου ανθρώπου. Τίποτε δεν μας εντυπωσιάζει, εμένα και τους ομοίους μου. Ολα είναι γνωστά. 
Αυτό που με ελκύει και το μελετώ με προσοχή και με διαρκείς επαναλήψεις, είναι η Ανατομία του ανθρώπινου σώματος. Μοιράζομαι αυτή την εμμονή με αρκετούς φίλους μου, αν και όλοι μας εδώ είμαστε φίλοι. Η έννοια της εχθρότητας είναι κάτι τι το ακατανόητο σε μας. Και άλλες έννοιες είναι ακατανόητες, όπως π.χ. αυτή του εγωϊσμού και της ψυχικής ασθένειας. 
Εχω μελετήσει με προσοχή όλα τα βιβλία με τις διάφορες θεωρίες των μεγάλων ψυχιάτρων, αλλά άκρη δεν έβγαλα. Οι αναλύσεις περί των διαφόρων συναισθημάτων δεν χωρούν στα πλαίσια του εγκεφάλου μου. Ρώτησα και άλλους να μου πουν τη γνώμη τους, αλλά κανείς δεν βρέθηκε να με κάνει να καταλάβω. Ισως είναι καλύτερα έτσι, γιατί, αν καταλάβαινε, να ήταν ψυχικά άρρωστος, κάτι απίθανο φυσικά μια και το κύριο πρόβλημα βρίσκεται στην κατανόηση του όρου «ψυχή». 
Ο έρωτας όμως είναι άλλο πράγμα. Τόσα και τόσα έχουν γραφτεί για τον έρωτα! Είναι το μόνο που πολλοί απο μας εδώ θα ήθελαν να γνωρίσουν. Φαίνεται πως είναι συνυφασμένος με τη γυναίκα όμως και είναι, εκ των πραγμάτων, αδύνατο να συμβεί σε κάποιον από μας, μια και γυναίκες εδώ πέρα δεν υπάρχουν. 
Μελετούμε λοιπόν την Ανατομία του Γυναικείου Σώματος στις φιλικές μας συγκεντρώσεις, προσπαθώντας να βγάλουμε άκρη. Σχεδιάζουμε ξανά και ξανά ροδαλά και πτυχωτά γυναικεία μουνιά καθώς και φουσκωτά βυζιά αλλά είδηση δεν παίρνουμε για το τι αυτά θα μπορούσαν να πουν σε έναν άντρα γήϊνο. Τα δικά μου συναισθήματα έχουν πλέον σβηστεί από τη μνήμη μου, τόσες εκατοντάδες χρόνια που έχω φύγει από τη Γη. Σήμερα θα ξαναμαζευτούμε και θα ξανασυζητήσουμε για γυναίκες. Και στη Γη, όπως έχουμε μάθει μελετώντας, γίνονται τέτοιες συζητήσεις μεταξύ αντρών, στις λεγόμενες «αντροπαρέες». 
Το δυστύχημα είναι ότι όλοι όσοι έρχονται από τη Γη δεν θυμούνται τίποτε το ιδιαίτερο για όλα αυτά, επειδή το πρώτο πράγμα που πλαστικοποιείται, πριν την έναρξη του διαπλανητικού ταξιδιού, είναι ο εγκέφαλος. Διαφορετικά, δεν θα άντεχε ο ανθρώπινος οργανισμός μια παρόμοια ταλαιπωρία. Τα υπόλοιπα όργανα, μαζί με το δέρμα, πλαστικοποιούνται μόλις το ανθρώπινο φορτίο φτάσει εδώ πέρα, στον πλανήτη Πλάστη. 
Μετά από όσα ανέφερα, δημιουργείται πιθανόν η εύλογη απορία πώς γνωρίζω την ηλικία μου και πώς ξέρω ότι είναι πρωΐ όταν μπανιαρίζομαι με τη θαυματουργή λάσπη. Το πράγμα είναι απλούστατο. Την ηλικία μου μπορώ να την υπολογίσω μετρώντας στο βιβλιάριό μου τους κωδικούς των εβδομαδιαίων αποδοχών μου σε λέμκουτς -κάθε πενηνταδύο κωδικούς, προσθέτω ένα γήϊνο έτος. Βαφτίζω «πρωΐ» τη στιγμή που ξυπνώ μετά από ένα βαθύ ύπνο. Βαφτίζω «σήμερα» την κάθε στιγμή. Οπως βαφτίζω «ημέρα» και «καθημερινότητα» ένα σύνολο ασχολιών που σχηματίζουν κύκλο, που αναπτύσσονται κυκλικά, η μια μετά την άλλη δηλαδή, επαναλαμβανόμενες διαρκώς. Κάθε κύκλος αποτελεί την καθημερινότητα, όπως ακριβώς συμβαίνει στη γήϊνη ημέρα. 
Ε, βλέπετε ότι οι συνήθειες αυτές είναι γερά συνδεδεμένες με τα γονίδιά μας ή, ίσως, εμείς εδώ θέλουμε να μην αποκοπούμε εντελώς από την ιστορία της γήϊνης προέλευσής μας. Πλαστικοποιημένοι μεν, προπάντων όμως άνθρωποι. Πάνω από όλα άνθρωποι.
__________________
ΣΗΜ. πρωτογράφτηκε εδω: http://sadness.e-e-e.gr/users/rodia/05/index.html

1 Ιουν 2019

τον καιρό των ιπποτών
πίναμε κάνα ποτόν
τώρα πάν' τα μεγαλεία
χάθηκε κι η πανοπλία!

14 Μαΐ 2019

Θάνατος από σύμπτωση

Μόλις η ρεπόρτερ Μάνια Δαντελάκη αποκάλυψε στο Δελτίο Ειδήσεων την καρδιακή προσβολή της Πάττυ Μέισον-Βαμβούρη και τον επικείμενο θάνατό της, άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου, πριν καν μεταφερθεί η αυστραλέζα σύζυγος του μεγαλοεπιχειρηματία -και διοικητή μεγάλου οργανισμού της χώρας- Αλφόνσου Βαμβούρη στο πλησιέστερο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε απλώς ο θάνατός της. 
 
Σε επόμενα Δελτία δόθηκαν πλήρεις ανατριχιαστικές περιγραφές περί του πτώματος της θανούσης, πόσο έξω ήταν πεταγμένα τα μάτια, πόση έκπληξη είχε αποτυπωθεί στο βλέμμα, πόσο είχαν ασπρίσει οι ρίζες των μαλλιών. Οι παρουσιαστές των ειδήσεων διερωτούνταν τί άραγε να ήταν εκείνο που είχε προκαλέσει το σοκ που άφησε στον τόπο τη μακαρίτισσα την Πάττυ και μάλιστα μέσα στο γραφείο του συζύγου της, παρουσία της ρεπόρτερ Μάνιας Δαντελάκη, η οποία εκείνη την ώρα λάβαινε συνέντευξη από τον κύριο Διοικητή. 
 
Τα μέλη του τηλεοπτικού συνεργείου -οπερατέρ, ηχολήπτης, σκηνοθέτης- είχαν ξετιναχτεί από όλα τα Μέσα και τους εκπροσώπους τους όσον αφορά τις ερωτήσεις, με αποτέλεσμα μηδέν. Εδιναν την εντύπωση, με τις ομοιόμορφες τυποποιημένες απαντήσεις τους, ότι διατηρούσαν έναν όρκο σιγής, μια ομερτά.

Ο Αλφόνσος Βαμβούρης ήταν άφαντος. Μετά την κηδεία της συζύγου του έφυγε με το σωφέρ του, το Σάββα Λάμπρου, προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν έδωσε πληροφορίες ούτε στην αστυνομία. Η μνηστή του σωφέρ, η δεσποινίς Ζέτα Μακρυπόδη, γνώριζε πού βρισκόντουσαν ο κύριος διοικητής με τον μνηστήρα της, αλλά αυτήν δεν σκέφτηκε κανείς να την ρωτήσει ό,τιδήποτε.

Εντωμεταξύ, ο πατέρας της Πάττυ από την Αυστραλία ενεργεί για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για το θάνατο της κόρης του, δεδομένου ότι ήταν βέβαιος πως ο σύζυγός της δεν ήταν άμοιρος ευθυνών για ό,τι συνέβη. Ετσι, αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γκας Καλτσοράψη να ερευνήσει περαιτέρω.

Ο Γκας, έμπειρος και πονηρός, δεν άργησε να καταλήξει στη δεσποινίδα Μακρυπόδη, αφού περιηγήθηκε για λίγο διάστημα διάφορους ύποπτους χώρους και στέκια. Η υπόθεση δεν ήταν όσο περίπλοκη μπορούσε να φανταστεί κάποιος με συνομωσιολογικές εξάρσεις, ούτε όσο απλή φαινόταν. Ηταν απλώς παράλογη, αλλά με ένα παραλογισμό απολύτως συμβαδίζοντα με τη λογική της σύγχρονης πραγματικότητας. Η δεσποινίς Ζέτα αποκάλυψε όλη την αλήθεια στο Γκας μέσα στο παρκάκι της γειτονιάς της, πίνοντας σόδα και τρώγοντας πατατάκια.

Ο μεγαλοεπιχειρηματίας λοιπόν, τα είχε κανονίσει έτσι ώστε να έχει ως προκάλυμμα το τηλεοπτικό συνεργείο για να γαμείται από τον σωφέρ του, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό πριν να τον προσλάβει στην υπηρεσία του, όταν ακόμη ο Σάββας Λάμπρου ήταν ένας απλός ταξιτζής. Ο Σάββας, όπως διαβεβαίωσε η δεσποινίς Ζέτα τον Γκας, το είχε συζητήσει μαζί της το θέμα και μαζί συμφώνησαν την οικονομική εκμετάλλευση των ορμών του κυρίου Διοικητή μέχρι να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα ώστε να καταφέρουν να στήσουν το σπιτικό τους. Η Ζέτα δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής, επειδή τίποτα δεν είχε συζητηθεί εκ των προτέρων για το θέμα αυτό. Απλώς, το είχε ανακαλύψει τυχαία ένα μεσημέρι που αγνόησε την προειδοποιητική κάρτα στην πόρτα του γραφείου του κ. Βαμβούρη -ότι δηλαδή γυριζόταν συνέντευξη εκεί μέσα- και άνοιξε την πόρτα και τα είδε όλα.

Είδε τη δημοσιογράφο Μάνια Δαντελάκη να καπνίζει καθισμένη σε μια πολυθρόνα, είδε το συνεργείο να στέκονται όλοι με την πλάτη στον τοίχο πίνοντας μπίρες, είδε και τον μνηστήρα της να γαμεί τον κύριο Διοικητή πεσμένο στα τέσσερα στο πλάι του γραφείου του. Τα είδε όλα, έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά έγινε η συζήτηση και, φαινομενικά, δέχτηκε τους όρους του Σάββα της, που δεν ήταν μόνο δικός της βέβαια, να κάνει μόκο και να δεχτεί την κατάσταση, γιατί πόσο θα κράταγε ο έρωτας του Αλφόνσου; μερικούς μήνες ακόμα και θα βγαίναν και οι δυο τους κερδισμένοι, να στήσουν το σπιτικό τους και να βάλουν την περιπόθητη κουλούρα.

Ο Γκας, παλιά καραβάνα, δεν έδωσε πλήρη αναφορά στο αφεντικό του, τον πατέρα της άτυχης Πάττυ. Προτίμησε να κρατήσει τα στοιχεία για τον εαυτό του. Είχε στο χέρι δυο καλά χαρτιά, έναν επιχειρηματία ολκής και ένα κανάλι, και τα κρατούσε γερά. Μπορεί να του χρειαζόντουσαν στο μέλλον. Μέσω της ρεπόρτερ Μάνιας Δαντελάκη και του συνεργείου εξωτερικών τηλεοπτικών μεταδόσεων, ίσως να κέρδιζε κάτι που ήταν δύσκολο να συλλάβει ο νους του αυτή τη στιγμή.

Μετά από λίγες μέρες απουσίας από το προσκήνιο, επιστρέφει ο Αλφόνσος Βαμβούρης με τον σωφέρ του. Τα πράγματα ρέουν σαν να μην τρέχει τίποτα, μόνο που η Ζέτα το σκάει με τον Γκας για την Αυστραλία.

(συνεχίζεται) 
___________________
ΣΗΜ. γραμμένο στις 30/8/2017 στις "σημειώσεις" του φουμπούκ

5 Μαρ 2019

η Μυρτούλα και ο Μίλτος

κι έτσι, σκόνταφτε κι έπεφτε πάντα στο ίδιο μέρος της αυλής η Μυρτούλα η κουτσή τσιγγανοπούλα, ίσα για να βρουν το δρόμο οι αστραπές των ματιών της, να περάσουν από τα φθαρμένα σανίδια του πατώματος, να διασταυρωθούν με το βλέμμα του Μίλτου που έμενε για ώρες στηλωμένο στην ίδια τρύπα, ενώ έπλεκε καλάθια με τα παραμορφωμένα του χεράκια, εκεί πάνω, στο πατάρι της αποθήκης όπου τον είχε η μάνα του δεμένον μη τυχόν της φύγει και φαληρίσει την επιχείρηση. Αλλες φορές πάλι, ξαγλίστραγε από τα χεράκια της κι έπεφτε στο χώμα κάτι που κρατούσε κι έσκυβε να το πιάσει, τρέμοντας μη τυχόν προσέξει κάποιος ότι όλα αυτά συνέβαιναν στο ίδιο πάντα μέρος, αλλά οι κάτοικοι της αυλής είχαν άλλα πράγματα ν' ασχοληθούν εκτός από την παρακολούθηση μιας μικρής τσιγγάνας και μάλιστα κουτσής.
________________________
ΣΗΜ. σήμερα ξύπνησα με την εικόνα αυτή στο νου

4 Μαρ 2019

εις σάρκα μία

Γνωρίζω δυο ανθρώπους που αλληλοτρώγονται.
Αρχισαν να τρώγονται με τα μάτια.
Εκείνος την έτρωγε με τα μάτια,
εκείνη τον έτρωγε με τα μάτια.

Σιγά σιγά, προχώρησαν σε αναγνωριστικές ελαφρές δαγκωματιές σε όλο το σώμα, αρχής γενομένης από τα αυτιά, προχώρησαν στα κρινένια δακτυλάκια, μετά σε ολόκληρα τα χέρια, πέρασαν από βουνά και λαγκάδια και κατέληξαν στους αστραγάλους.

Αργότερα, το πράγμα σκλήρυνε:
Εκείνος της έψηνε το ψάρι στα χείλη,
εκείνη του έτρωγε τα συκώτια.

Σήμερα πλέον, τρώγονται κανονικά,
όλη μέρα και για ψύλλου πήδημα:

«Θα σε φάω μωρή!» της λέει αυτός
«Μ' έφαγες!» φωνάζει εκείνη
«Σ' έφαγα!» ξαναλέει αυτός για να το πιστοποιήσει
«Μ' έφαγες, βρε κερατά!» ξαναφωνάζει εκείνη
και η ζωή τους κυλάει μέσα σ' ένα αδιάκοπο φαγοπότι...

Οπου νά 'ναι, πλησιάζουν να συμπτυχθούν "εις σάρκα μία"

Πότε;

Στο τέλος τέλος της τροφής!
_________________________
ΣΗΜ. πρωτογράφτηκε στις 4 Μαρτίου 207, εδώ: https://taparaponasas-stomixer.blogspot.com/2007/03/blog-post_04.html

4 Φεβ 2019

πλοίο φλεγόμενο

Και που λες, το καράβι λαμπάδιασε. Δυο πιθαμές έξω από το λιμάνι. Το πλήθος, όλοι αυτοί που είχαν αποβιβαστεί ταχτικά ταχτικά πριν κάμποσην ώρα χωρίς να μυριστούν τη φωτιά που σιγόκαιγε στ' αμπάρια του καραβιού, το χάζευαν τώρα, από την ασφάλεια της προκυμαίας, να καίγεται.

Η φωτιά ξεπήδησε ξαφνικά από τα σπλάχνα του, όπως ανάβει ένα σπίρτο: μια τεράστια πορτοκαλιά φλόγα όρμησε προς τον ουρανό. Ο κόσμος, οι πρώην επιβάτες, έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος. Κάποιος είπε "ας κάνουμε κάτι", κάποιος άλλος "να πάρουμε την πυροσβεστική", ένας άλλος "τι να κάνουμε; εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια" και κάποιος άλλος παραπέρα "οι καλύτεροι είναι μέσα στο καράβι, αυτοί θα ξέρουν τι να κάνουν" κι έτσι το πλοίο έμεινε να καίγεται για ώρες, όσες ώρες ακριβώς έμειναν οι απέξω να το βλέπουν.

Μέσα στο καράβι, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, επικράτησε πανικός: τρέχανε ο κοσμάκης, άλλος να μαζέψει τις βαλίτσες κι άλλος τα παιδιά του. Ευτυχώς, μέσα στο πλοίο βρισκόταν ο κύριος Ινγκλις, εκείνος ο αμερικανός χωριάτης που ζούσε στο μικρό σπίτι μέσα στο λιβάδι και που όλα τα παιδιά θα θέλαν να τον είχανε πατέρα, όλοι οι άντρες φίλο κι όλες οι γυναίκες σύζυγο, κι έβαλε σε μια τάξη τα πράγματα. Αλλά, τι να σου κάνει κι αυτός; ένας μονάχα μέσα σε εκατοντάδες πανικόβλητους ανθρώπους που τρέχαν από δω κι από κει;

Οι απέξω πάντως, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι απομέσα ήταν καλύτεροι, πιο ικανοί να αντιμετωπίσουν τη φωτιά, την ίδια ώρα που οι απομέσα δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αργούσε η έξωθεν βοήθεια.

Το καράβι εξακολουθεί να καίγεται ως τα σήμερα, η φωτιά να θεριεύει, οι απέξω να κοιτάζουν αποσβολωμένοι και οι απομέσα να παλεύουν και να περιμένουν βοήθεια.

30 Ιαν 2019

mexan-01

στον Μεξάν αρέσει ο ύπνος, επειδή όταν κοιμάται δεν είναι πια φαλακρός, στο γυμνό δέρμα του κεφαλιού φυτρώνουν πλούσια καταπράσινα μαλλιά και δροσίζουν τα όνειρά του

ο Μεξάν πιστεύει ότι είναι μελαμψός σαν ινδός, αλλά στις φωτογραφίες βγαίνει κάτασπρος σαν βίκινγκ και συχνά καταστρέφεται το φιλμ από τη λάμψη του, άσε που στραβώνονται οι συνάδελφοί του στις συναυλίες αν ο φωτιστής δεν προσέξει και του ρίξει γαλάζιο προβολέα αντί για καφετί

29 Ιαν 2019

Diana, η φοβερή γαλλίδα βιολίστρια

Η Ντιάνα είναι ξανθιά εκ πεποιθήσεως και ντύνεται πάντα σε αποχρώσεις του γαλάζιου, αλλά στα όνειρά της είναι κοκκινομάλλα και φοράει καταπράσινα γυαλιστερά συνολάκια, αν και στις φωτογραφίες βγαίνει πάντα μελαχροινή με τεράστια φωτεινά κατάμαυρα μάτια και μοιάζει με ινδή πριγκήπισσα.

Η Ντιάνα είναι πρώτο βιολί στην Εθνική Ορχήστρα Εγχόρδων της Γαλλίας, που περιοδεύει ανά τον πλανήτη δίνοντας κονσέρτα υψηλής πιστότητας, πράγμα που κάνει τις αίθουσες των απανταχού Μεγάρων Μουσικής να πλημμυρίζουν κόσμο, όπως έγινε προχτές στο Αθηναϊκό Μέγαρο όπου δεν έπεφτε ούτε καρφίτσα που λένε και τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί εδώ και μήνες.

Η Ντιάνα, που μπορεί και να μην είναι αυτό το αληθινό της όνομα, ίσως και να τη λένε Τατιάνα Γκιγκόροβνα, ζει τόσο στο ξύπνιο της όσο και στον ύπνο της και συχνά δυσκολεύεται να ξεχωρίσει αυτές τις δυο καταστάσεις.

Η Ντιάνα μιλάει σπαστά και όλοι την περνάνε για γαλλίδα, αν και δεν κατέχει αυτή τη γλώσσα -δεν ξέρει γρυ γαλλικά- μόνο αγγλικά μιλάει και μάλιστα με παλιά ελισσαβετιανή προφορά, αν και η μητρική της γλώσσα είναι τα ελληνικά.

Η Ντιάνα έχει μανία με τη φωτογραφική τέχνη, φωτογραφίζει οτιδήποτε, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί -τσαφ!- πατάει το κουμπάκι της ενσωματωμένης στον εγκέφαλο φωτογραφικής της μηχανής και αποτυπώνει πιστά κάθε στιγμή της ζωής (και της ορχήστρας όπου συμμετέχει) με εξαιρετική ευστοχία. Κατόπιν, πηγαίνει το φιλμ στο πιο κοντινό φωτογραφείο για εμφάνιση, όπως έπραξε και χτες που το πήγε στον φωτογράφο της μικρής πλατείας ζητώντας του να τυπώσει προσεκτικά όλες τις φωτογραφίες σε μέγεθος καρτ-ποστάλ για να διαλέξει ποιες θα κορνιζάρει.

Η Ντιάνα είναι παντρεμένη με το πρώτο βιολί της Εθνικής Ορχήστρας Εχγόρδων της Ρωσίας κι έχουν δυο πεντάμορφα παιδάκια, που δεν τα εμπιστεύεται ποτέ στη φύλαξη της γιαγιάς τους (της μάνας της δηλαδή) αλλά έχει πάντα μαζί μια εξειδικευμένη γκουβερνάντα, ειδική στη φύλαξη παιδιών με μεγάλες καλλιτεχνικές και άλλες ανησυχίες. Πρόκειται δηλαδή για μια γυναίκα υπομονετική, που ενισχύει αντί να κόβει τα φτερά της φαντασίας των παιδιών, πράγμα που κάνει και η γιαγιά βέβαια, μόνο που είναι υπερβολική και μπορεί -αν της τα εμπιστευτεί- να τα δει κάποια φορά να πετάνε ελεύθερα από κάνα μπαλκόνι. Αυτός είναι  μόνος λόγος που εμπιστεύεται περισσότερο την Αλίσα, την γκουβερνάντα.

Στη μικρή πλατεία, σε μια γειτονιά της Αθήνας, βρέθηκε προχτές, επειδή παρακολουθούσε τη συναυλία της Εθνικής Ορχήστρας Εγχόρδων της Ρωσίας για να μεταφέρει τις εντυπώσεις της στον σύζυγο, τον (Γάλλο) Μεξάν, που είχε ζαλιστεί στο αεροπλάνο κι έπρεπε να μείνει δυο μέρες στο κρεββάτι για να συνέλθει κι έτσι δεν θα ήταν παρών. Θα μου πεις τώρα πώς θα έπαιζε η Ε.Ο.Ε.Ρ. χωρίς το πρώτο βιολί της, αλλά ευτυχώς είχε φροντίσει να έχει αντικαταστάτη, τον πασίγνωστο επίσης και ικανότατο Ιγκόρ. Θα απορήσεις ίσως πώς γίνεται μια εθνική Ρωσική ορχήστρα να έχει για πρώτο βιολί έναν Γάλλο, αλλά στις ορχήστρες όλα γίνονται, ιδίως στις εθνικές.

Η Ντιάνα δεν ζαλίζεται ποτέ στο αεροπλάνο, ίσα ίσα τα αεροπορικά ταξίδια βελτιώνουν την ακοή της, την καθαρίζουν, μια και έχει βρει από μικρή το κόλπο να τεντώνει τις ευσταχιανές της σάλπιγγες στα μεγάλα υψόμετρα. Αυτό το κόλπο δύσκολα διδάσκεται αλλά, αν και το έχει κατά καιρούς προσπαθήσει μια και της αρέσει να μοιράζεται τις εμπειρίες της, το μάθημα δεν έχει επιτυχία ίσαμε τώρα.

Εκεί που περίμενε την έναρξη της ορχήστρας και αφού είχε πεταχτεί στο κοντινό φωτογραφείο, άκουσε ένα παλιό κουτσομπολιό για μια παράσταση της Ε.Ο.Ε.Ρ. όταν έπαιζε το φοβερό κομμάτι «Ο χορός των Σπαθιών» του Αράμ Χατσατουριάν σαν ξεκουρδισμένη, τόσο που γιουχάριζαν από κάτω κι ένας με αγριοφωνάρα από τη γαλαρία τους μπουμπούνησε ότι καλύτερα να βάζανε τα σπαθιά στον πισινό τους οι βιολιστές μήπως αυτό τους ανάγκαζε να παίξουν καλύτερα!

Το κουτσομπολιό αυτό το μετέφερε η Ντιάνα στον Ιγκόρ μετά το τέλος της παράστασης, που ήταν επίσης επεισοδιακό μια και οι ακροατές περίμεναν υπομονετικά την τελευταία πενιά αλλά το φινάλε δεν ερχόταν και αναγκάστηκαν να χειροκροτήσουν νωρίτερα γιατί είχανε πιαστεί να κάθονται τόσην ώρα στα παγκάκια. Ο Ιγκόρ ήταν έξαλλος και διαμαρτυρόταν στην Ντιάνα ότι το κοινό ήταν απαίδευτο και θα έπαιρνε το πρώτο τρένο να γυρίσει στην πατρίδα του και ρώταγε τη γνώμη της, οπότε η Ντιάνα του ξεφούρνισε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τι μεταξύ ορχήστρας και κοινού, υπήρχε δηλαδή κάτι σαν παράδοση στις παραστάσεις της Ε.Ο.Ε.Ρ. και τότε εκείνος την περιβούτηξε στέλνοντάς την πακέτο στον ελεγκτή του τρένου που έτυχε να περνάει εκείνην ακριβώς τη στιγμή από τη μικρή πλατεία, λέγοντάς του να τη φυλάξει στον αχυρώνα μέχρι να πάει ο ίδιος να τη συγυρίσει όπως πρέπει.

"Σε ποιόν αχυρώνα κύριε;" φώναξε δυνατά ο ελεγκτής, ενώ το τρένο ανέπτυσσε ταχύτητα και η μικρή πλατεία απομακρυνόταν σαν βολίδα από το οπτικό πεδίο της Ντιάνας μαζί με τα παιδιά, την γκουβερνάντα και τη γιαγιά, και την ξύπνησε!

Σηκώθηκε με την τσίμπλα στο μάτι, που λένε, κι έτρεξε να ετοιμάσει το πρωϊνό της ρόφημα, σοκολάτα Yiotis με μια κουταλίτσα κονιάκ, την ώρα που πέρναγε το λεωφορείο της γραμμής, ώρα 6:40 ακριβώς.

_________________________________
ΣΗΜ. γραμμένο ατάκα κιεπιτόπου, ένα όνειρο που ευτυχώς μπόρεσα με χίλια βάσανα να συγκρατήσω και να μεταφέρω. Τέτοια βλέπω στον ύπνο μου σχεδόν κάθε βράδυ, αλλά σπάνια τα θυμάμαι όταν ξυπνάω. Αυτό σκέφτηκα ότι ίσως είναι ωραίο να γίνει παιδικό βιβλίο σε συνέχειες.