13 Φεβ 2006

ΕΡΓΕΝΗΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ


Ο Θόδωρος καθάρισε το λαιμό του και, φτύνοντας το καθημερινό του φλέμμα στο νιπτήρα, κατούρησε την πρωϊνή του στύση -στο νιπτήρα επίσης. Ολοι του οι δυνάστες λείπανε διακοπές κι είχε ξεμείνει μονάχος, οπότε, ποιον να φοβηθεί; Αλλωστε την παραμονή της επιστροφής τους θά 'παιρνε την παραδουλεύτρα να συγυρίσει τις βρωμιές και την ακαταστασία.

Πόσο το φχαριστιόταν, αυτές τις λίγες καλοκαιρινές μέρες, να μένει μόνος! Στο τηλέφωνο έπαιζε το δυστυχισμένο, η καρδούλα του όμως γελούσε απο μέσα σχεδιάζοντας τα επόμενα βήματα. Πρώτο βήμα η απόλαυση της γυμνής περιφοράς, να τριγυρνά δηλαδή θεόγυμνος χωρίς να υπάρχει καμμιά περίπτωση να θίξει την αιδώ κάποιου, των παιδιών, της μάνας του ή της γυναίκας του. Δεύτερο βήμα το κατούρημα στο νιπτήρα, που, φυσικά, ήταν απαγορευμένο δια ροπάλου, όπως και στο ντους. «Μυστήριες αυτές οι γυναίκες να θέλουν να γίνονται όλα με τα δικά τους μέτρα» αναλογίστηκε και προχώρησε στο τρίτο βήμα, την ολοκληρωτική κατάληψη του καναπέ. Απλώθηκε καταλαμβάνοντας όσο περισσότερο χώρο μπορούσε κι έβγαλε ένα στεναγμό ανακούφισης. Φτου! Ξέχασε τον καφέ στην κουζίνα και ήταν υποχρεωμένος να σηκωθεί να πάει να τον φέρει, αναγνωρίζοντας το πρώτο μειονέκτημα της εργένικης ζωής που επιβάλλει να τα κάνεις όλα μόνος σου. Σε αντίθετη περίπτωση απλά θα φώναζε «Μαρία! Τον καφέ μου!» κι ο καφές θα 'ρχόταν φρεσκοχτυπημένος με τα παγάκια του άλιωτα. Θα τον έπινε όμως καθισμένος στην πολυθρόνα, μια και ο καναπές θα ήταν κατειλημμένος απο τη μάνα του, που στηνόταν με την τσίμπλα στο μάτι περιμένοντας τα πρωϊνάδικα στην τιβί. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή.

Για τσιγάρα είχε φροντίσει απο χτες το βράδυ, ευτυχώς. Απολαμβάνοντας λοιπόν τον καναπέ του, το φραπέ του και το σέρτικο τσιγαράκι του, άπλωσε το χέρι κι έπιασε το κινητό. Μεγάλη εφεύρεση αδερφέ μου! Πώς ζούσαν οι άνθρωποι τα προηγούμενα χρόνια χωρίς αυτό το μικρό μαντζαφλάρι, όπου μπορούν να κρυφτούν και να μείνουν φυλαγμένα, όλοι οι μύχιοι πόθοι, οι ανομολόγητες αταξίες και τα απύθμενα απωθημένα μιας επιφανειακά λουστραρισμένης μόστρας;

Το άνοιξε να δει τα μηνύματα που του έστελναν διάφορες αέρινες υπάρξεις που είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο -μηνύματα με μια ατέλειωτη συνοδεία απο αρκουδάκια και καρδούλες- κι ένοιωσε σα μωρό που θηλάζει, εντελώς ανέμελος. Χμμ.. σκέφτηκε λίγο κι άρχισε να απαντά με όσο μπορούσε πιο έξυπνες ατάκες, μήπως τελικά του κάτσει κάποια απο αυτές. Απ' το πλήθος των γνωριμιών είχε καταφέρει να καταλήξει σε τέσσερις που φαίνονταν πρόθυμες να γνωριστούν μαζί του. Με το νου του έφτιαχνε το περιβάλλον όπου θα πήγαινε την καθεμιά τους. Τη Σόφι θα την πήγαινε κοντά στη θάλασσα σε κεντράκι με μουσική, την Τάνια κάπου στην Πλάκα, τη Φώφη θα την έφερνε σπίτι κατευθείαν, όντας σίγουρος πως -με τη λύσσα της- δε θα πρόσεχε την ακαταστασία. Το πρόβλημα ήταν με τη Μάρα. Αυτή όλο να μαθαίνει ήθελε, δεν είχε δώσει κανένα στίγμα για τον εαυτό της και τον δυσκόλευε να πλάσει την εικόνα της. Λες να είναι καμμιά στεγνή γεροντοκόρη; Αναρωτήθηκε, μα έδιωξε γρήγορα τη σκέψη. Η Μάρα ήταν η πιο τολμηρή απ' όλες, οπότε, αποκλείεται! Αυτή συδαύλιζε περισσότερο την έξαψη της φαντασίας του.

Οπως γυρόφερνε στο μυαλό του την ώρα και τον τόπο συνάντησης με καθένα απο τα ουρί του άϋλου διαδικτυακού παραδείσου, μια ιδέα του σφηνώθηκε εκτοξευμένη απο το μπαζούκας του χρονικού περιορισμού. Πως θα προλάβαινε να τις συναντήσει όλες τους μέσα στις λίγες μέρες που απέμεναν μέχρι την επιστροφή της οικογένειας; Η λύση ήταν μία: Να τις δει όλες μαζί! Φαντάστηκε την ώρα και τον τόπο αλλά και την ξεχωριστή δικαιολογία που θά 'λεγε στην καθεμία. Πρώτα θα καλούσε τη Σόφι στο κεντράκι το παραλιακό να πάρουν μαζί τον απογευματινό καφέ τους και θα την έκανε σύμμαχό του, πείθοντάς τη δηλαδή να δεχτεί να παίξει το ρόλο της δήθεν γραμματέως του στις υπόλοιπες. Απο την Τάνια θα αποσπούσε την υπόσχεση να παίξει το ρόλο της παιδικής του φίλης και να τον περιμένει σε ένα πλακιώτικο ταβερνάκι κατά τις οχτώ, όπου θα 'ρχόταν με τη γραμματέα του. Θα άφηνε μετά τις δυο τους να τον περιμένουν για λίγο και θά 'τρεχε στο ραντεβού με τη Φώφη στην πλατεία Συντάγματος, και, αφού της εκδήλωνε το θαυμασμό του, θα την έπειθε να παίξει το ρόλο της ζωηρής ζωντοχήρας συναδέλφου του απο την προηγούμενη δουλειά. Θα επέστρεφαν μαζί στο ταβερνάκι, όπου θα παιζόταν μια θεότρελλη φάση με τις τρείς τους κι αυτόν, πανευτυχή, ανάμεσά τους!

Το δύσκολο κομμάτι ήταν αυτό με τη Μάρα, που, εκφράζοντάς της τηλεφωνικά την απόγνωσή του για τις γυναίκες του διαδικτύου που δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί, θα την παρακαλούσε να παίξει το ρόλο της συζύγου και να ενσκήψει στο ταβερνάκι κατά τις δέκα για να διαλύσει τη συντροφιά και να τον πάρει μαζί της, τάχα γλυτώνοντάς τον.

Το σχέδιο του φάνηκε μεγαλοφυές κι άρχισε να το βάζει σε εφαρμογή πληκρολογώντας απλά τα σχετικά μηνύματα. Η πολυπόθητη μέρα ορίστηκε σχετικά εύκολα και γρήγορα. Ηταν η επόμενη Δευτέρα. Η Σόφι είχε φτάσει πρώτη στον τόπο του ραντεβού και ήταν πραγματικά μια θεσπέσια ύπαρξη. Ψηλή και λεπτή, φυσική ξανθιά με μπλε μάτια, ρομαντική με όμορφο χαμόγελο και σωστή άρθρωση. Πήραν τον καφέ τους κι έτσι του 'ρχόταν να σταματήσει εδώ, να μη προχωρήσει στην εξέλιξη του υπόλοιπου σχεδίου και ν' αφήσει τις άλλες να πάνε να κουρεύονται. Ελα όμως που δεν τον άφηνε η περιέργεια και το αντρικό του δαιμόνιο που είχε φτάσει σε ύψη παροξυσμού! Ετσι λοιπόν, κατά τις εφτάμισυ ξεκίνησαν για την Πλάκα. Η Συγγρού είναι έρημη τον Αύγουστο, οπότε είχαν αρκετό χρόνο ακόμα μπροστά τους. Οχτώ παρά πέντε βρέθηκαν στο ταβερνάκι, όπου η Τάνια περίμενε κόβοντας βόλτες γύρω απο το τετράγωνο. Οχτώ ακριβώς, μπήκε και προχώρησε κατά το τραπέζι τους.

-Και πολύ κούκλα η γραμματέας σου δικέ μου! είπε στο Θόδωρο και τον φίλησε σταυρωτά, γέρνοντας αρκετά ώστε να αποκαλύψει δυο υπέροχα ζουμερά στήθη και να τον ζαλίσει με το άρωμά της.

-Ούτε ώρα δεν πέρασε από πάνω σου φιλαράκι μου! Τι κάνει η Θεσσαλονίκη; της απάντησε λες και ήταν πραγματικά κολλητάρια, και παλάμιασε τη λεπτή της μέση με τη χερούκλα του, φουντώνοντας απο την αίσθηση του σφιχτού της σώματος. «Τεφαρίκι κι αυτή!» σκέφτηκε.

Αρχισαν να μιλούν μεταξύ τους για δήθεν κοινές παιδικές αναμνήσεις κάπου στη Θεσσαλονίκη, ενώ η Σόφι έκανε χάζι. Στις οχτώμισυ, αφού παρήγγειλεν τα ορεκτικά, σηκώθηκε για να πάει να φέρει την παλιά του συνάδελφο τη Φώφη, που είχε χωρίσει πρόσφατα η καημένη, όπως τους εξήγησε, και ήθελε παρέα.

Η Φώφη βρισκόταν κολλημένη δίπλα στην πόρτα του κλειστού Ταχυδρομείου και ήταν ένα μανούλι άλλο πράγμα! Δίμετρη μελαχροινή με ένα κομματάκι μαύρο ύφασμα αντί για φουστάνι, με μαύρα σπορτέξ για να βαδίζει άνετα, όπως του είπε, επειδή είναι φαν της πεζοπορίας. Τρόμαζε ν' ακολουθάει τις απλωτές δρασκελιές της, του βγήκε η ανάσα μέχρι να φτάσουν στο ταβερνάκι και να καθήσει στην καρέκλα του. Εγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και καθεμιά τους έπαιζε το ρόλο της στην εντέλεια. Η καρδιά του Θόδωρου όμως κόντευε να σπάσει απο την αγωνία για το τι θα υνέβαινε κατά τις δέκα η ώρα. Μέχρι τώρα τα πράγματα είχαν κυλήσει καλύτερα απο όσο θα μπορούσε να τα φανταστεί και ο πιο διεστραμμένος συγγραφέας.

-Μπα μπα μπα! Ωστε εδώ είσαι πουλάκι μου!

Μια βαθειά φωνή χώθηκε απ' το χωνί των αυτιών μέσα για μέσα και κόντεψε να κάψει τις συνάψεις του εγκεφάλου του. Εστριψε προς τα πίσω κι αντίκρυσε ένα θεοκόμματο ντυμένο προκλητικά αλλά και πολύ κομψά συνάμα, πανύψηλο ουρί με προσεγμένο μαλλί καστανό και δυο κατάμαυρα κάρβουνα αστραφτερά στη θέση των ματιών. Τα μάτια αυτά λες κι έβγαζαν αληθινές φωτιές, τόσο έντονο ήταν το βλέμμα τους.

-Να σου εξηγήσω γλυκειά μου... αποπειράθηκε να ψελλίσει. Απο εδώ οι κυρίες... κυρίες μου η γυναίκα μου...

-Ασε τις συστάσεις, τώρα θα σε μάθω μπερμπαντάκο; Αντε, πλήρωσε και πάμε να φύγουμε! Να δω απο που θα σε μαζέψω την επόμενη φορά. Αν θα υπάρξει επόμενη φορά! τόνισε με νόημα.

Εβγαλε το πορτοφόλι του κι έριξε ένα μεγάλο χαρτονόμισμα στο τραπέζι, «τα ρέστα δικά σας κορίτσια, χάρηκα πολύ που τα είπαμε» είπε και σηκώθηκε άρον άρον. Με το μάτι έκοψε τη Μάρα, ήταν πράγματι γιγαντιαίων διαστάσεων, άξιζε που την άφησε τελευταία. Ο Θόδωρος είναι ένας άντρας ψηλός κι όπως όλοι σχεδόν οι ψηλοί έχει αδυναμία στα μικρά μεγέθη γυναικών, τον συναρπάζουν όμως και τα εξόχως μεγαλύτερα. Καλοφτιαγμένος και σχετικά αγύμναστος, θα ήθελε πολύ να καθρεφτιστεί κάπου με αυτό το πελώριο θηλυκό σε φάση έξαλλου σεξ. Ενα μικρό ανώδυνο βίτσιο που έχει είναι να απολαμβάνει στον καθρέφτη τις επιδόσεις του, να παίρνει μάτι τον εαυτό του δηλαδή.

Πήρε τη Μάρα απο τη μέση, χωρίς να χρειαστεί καθόλου να αλλάξει τη γωνία του πήχυ του, και ξεκίνησαν προς το άγνωστο. Περπατούσαν προς το πάρκινγκ για να πάρει το αυτοκίνητο και κοιταζόντουσαν στα μάτια κατευθείαν, μια και τα μάτια τους βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο. Η αίσθηση αυτή τον ξάφνιαζε αρκετά, του ήταν εντελώς πρωτόγνωρη. Μια γυναίκα στο ύψος του! Και το ύψος αυτό δεν ήταν και λίγο, ένα και ογδόντα πέντε παρακαλώ.

-Είσαι πολύ γλυκό μωρό μπούλη! Του ψιθύρισε στο αφτί ψιλοδαγκώνοντάς το κιόλας κι αυτό έκανε τη φαντασία του να πάρει μια απότομη στροφή προς τ' αστέρια.

-Κι εσύ, μάνα μου, δεν πας πίσω! Τι έτρωγε η μαμά σου πριν σε γεννήσει;

-Ο,τι έτρωγε κι η δική σου, αστέρι μου!

Δε μπόρεσε να περιμένει να φτάσουν στο αυτοκίνητο, έτσι, περνώντας απο ένα σκοτεινό δρομάκι, τη χούφτωσε για τα καλά αναζητώντας τα χείλη της. Ενα αξέχαστο φιλί με γλώσσα ως τον οισοφάγο, κόντεψε να τα παίξει τελείως. Τα χέρια του παλάμιαζαν αχόρταγα το κορμί της το σφιχτό, όταν όμως έφταναν κοντά στο επίμαχο σημείο εκείνη τον εμπόδιζε τεχνηέντως.

-Ελα μάνα μου, αφού θα το κάνουμε, δε θα το κάνουμε; Γιατί δε μ' αφήνεις να πάρω ένα ορεκτικούλι; Λίγο μονάχα, τόσο δα ν’ αγγίξω το μουνάκι σου...

-Αμα θες να το κάνουμε, μονάχα απο πίσω παρακαλώ, απάντησε η Μάρα και του έκοψε όλη τη φόρα, έχω περίοδο. Προφυλακτικό έχεις;

-Εχω απ' όλα κούκλα μου. Αλλά γιατί απο πίσω; Δε μ' ενοχλεί η περίοδός σου.

-Εμένα μ' ενοχλεί. Του τό 'κοψε απότομα.

Προβληματίστηκε κάπως ο Θόδωρος κι έβαλε το μυαλό του στην πρίζα. Μια γυναίκα που της λες πως δε σ' ενοχλεί η περίοδός της κανονικά θά 'πρεπε να πετάξει απο τη χαρά της. Ετούτη όμως να τον ξενερώσει έτσι απότομα... κάτι δεν του κόλλαγε. Την κοίταξε περισσότερο προσεχτικά κάτω απο το φανάρι της γωνίας, πριν μπούν στο πάρκινγκ, και τότε πρόσεξε καλύτερα το δέρμα του προσώπου της το πηγμένο στο μέϊκ απ. Πρόσεξε τους γεροδεμένους της ώμους που γυάλιζαν στο σκοτάδι. Πρόσεξε τα μακρυά της δυνατά δάχτυλα με τα βαμμένα νύχια, του έμενε όμως ακόμα ο πόθος σαν κακός σύμβουλος, κάτι μέσα του όμως τον πρόσταζε να προσέχει.

-Ελα, κούκλε, ποιό είναι το αμάξι; ρώτησε με τη λάγνα φωνή της.

-Εδώ το έχω αφήσει.. ή κάπου αλλού; Με σένα μάτια μου τά 'χω χαμένα. Απάντησε διπλωματικά, συνεχίζοντας: Δεν το βλέπω εδώ πέρα.. να θυμηθώ..

-Τελικά έχεις αμάξι μάγκα ή δεν έχεις; Αμα δεν έχεις, πες το, μη ντρέπεσαι, παίρνουμε το δικό μου.

Πρόσεξε τότε λίγο καλύτερα τη φωνή της. Αυτή η βαθειά λάγνα φωνή όταν θύμωνε άφηνε μερικά λεπτότερα κοκκοράκια. Παναγία μου! σκέφτηκε και η σκέψη του παραλίγο να εκφραστεί και με λόγια. Που έμπλεξα και πως θα ξεμπλέξω τώρα; Το πέρασμα απο την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη ξεφτίλα δεν είναι και λίγο! Εκατό στροφές το δευτερόλεπτο έπαιρνε το τσερβέλο το έρημο, αλλά απάντηση στο πρόβλημα δεν έδινε. Πως να δώσει το στίγμα πως είχε καταλάβει το παιχνίδι «της» χωρίς να γίνει το μπέρδεμα χειρότερο, ήταν και πολύ γεροδεμένη πανάθεμά τη, και δε ρισκάριζε ένα νυχτερινό ξυλοδαρμό.

-Ασε ρε Μάρα, ξενέρωσα με το θέμα της περιόδου. Αναψα τόσο και μετά μ' έριξες, ξέχασα και που έχω βάλει το αμάξι, θυμήθηκα και τη γυναίκα μου... Πρέπει να την πάρω τηλέφωνο τέτοια ώρα.. το ξέχασα με τούτα και με κείνα.

-Αστα, δεν περνάνε αυτά σε μένα. Είσαι ξύπνιο μαγκάκι αδερφέ μου. Πες πως δεν έγινε τίποτα! είπε με μεγαλοθυμία η Μάρα. Μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Είσαι για κανα καφέ να γλυκάνουμε τα ξύδια ή μου θέλεις κανα ουϊσκάκι; Γουστάρω παρέα απόψε, έχω βαρεθεί τα στεγνά γαμίσια.

Μπροστά στην ειλικρινή της εξήγηση, ο Θόδωρος ανάσανε με ανακούφιση και της απάντησε στα ίσια κι αυτός.

-Μέσα! Είσαι ξηγημένο παιδί. Πάμε σ' ένα μπαράκι που ξέρω εδώ κοντά, αλλά κομμένο το αγκαζέ, έτσι; Μη βγάλω κανα όνομα...

Πέρασαν μαζί σχεδόν ολόκληρη τη νύχτα συζητώντας διάφορα, εκτός απο τις τετριμμένες εξομολογήσεις των τραβεστί περί της άτιμης κοινωνίας και της οικογένειας που τους εξώθησε στην πορνεία. Η Μάρα αποδείχτηκε εξαιρετικός συζητητής, με οργανωμένη σκέψη, με θέσεις για τα πολιτικά ζητήματα και τα κοινωνικά προβλήματα του κόσμου. Δε χόρταινε να ακούει τη μπάσα φωνή της να αναλύει και να συνθέτει για ώρες ατέλειωτες, που δεν ήθελε να τελειώσουν. Είχε ο Θόδωρος πολλές αναστολές και προκαταλήψεις σχετικά με τους τραβεστί, έφυγαν όμως όλες μονομιάς, έγιναν καπνός μπροστά στην όμορφη και ζεστή παρέα της Μάρας. Μετά μίλησαν και για τις γυναίκες και εντύπωση του έκανε η γνώση του φύλου αυτού, του τόσο δυσανάγνωστου για κείνον, απο τη Μάρα. Του μίλησε εντελώς ανοιχτά δίνοντάς του και συμβουλές που θα έκαναν το γάμο του πιο ανεκτό κι επιτυχημένο. Ενα διαμάντι αυτή η κοπέλλα. Ετσι την έβλεπε, ως κοπέλλα, μια και ο φόβος του άγνωστου είχε υποχωρήσει μαζί με το φόβο του βιασμού του. Χώρισαν κατά τις πέντε το πρωΐ αφού έμειναν σύμφωνοι να τηλεφωνιούνται ταχτικά, όπως και πριν, και τράβηξε καθένας το δρόμο του.

Στην ψυχή του Θόδωρου είχε μείνει μια υπέροχη γλύκα ανακατεμένη με ανακούφιση. Και δεν είχε απιστήσει στη γυναίκα του, και είχε κάνει μια υπέροχη γνωριμία. Οχι μόνο μιας διαφορετικής «γυναίκας» που έκρυβε στο βάθος της ψυχής της ένα κανονικό άντρα, αλλά και ενός πλάσματος ενδιαφέροντος, που μαζί του μπορούσε να εκφράζεται ελεύθερα και να λύνει αιώνιες απορίες. Οταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού του, κατάλαβε κάτι ακόμα. Κατάλαβε αυτό το κάτι που πρέπει να παρέχει καθένας απο τη μεριά του για να έχει μια ζωή πλήρη, απαλλαγμένη απο το φόβο της μοναξιάς και της απαξίωσης. Ετσι, αποφάσισε να σέβεται τους γενικούς κανόνες συμβίωσης ακόμα και τώρα που έλειπαν όλοι οι «δυνάστες» του στην εξοχή. Δε θα ξανακατούραγε λοιπόν στο νιπτήρα, ούτε θα ξανακαθόταν στον καναπέ. Με πρώτη ευκαιρία θα τηλεφωνούσε στην παραδουλεύτρα να φροντίσει την καθαριότητα και την τάξη. Μερικές φορές συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου πράγματα ανεξήγητα. Τίποτε απο όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν ο Θόδωρος σταματούσε π.χ. στη Σόφι ή, απλά, δεν άφηνε τη Μάρα ως τελευταία του επιθυμία. Δε μπορεί, κάποιο σχέδιο κοσμικό θα υπάρχει που ρυθμίζει τη ζωή μας... Με αυτή την τελευταία σκέψη έγειρε να κοιμηθεί για δυο τρεις ωρίτσες, ίσα να μη πάει στο γραφείο του σα μπαγιάτικο μύδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: