Ο ταξιδιώτης παρκάρισε το τζιπ του στην άκρη της πλατείας. Ηταν κιόλας μεσάνυχτα και είχε απομείνει λίγος δρόμος ακόμα μέχρι το μικρό λιμάνι, που ήταν ο προσωρινός του προορισμός. Αποφάσισε όμως να κάνει μια σύντομη στάση για ξεμούδιασμα. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος από σύννεφα και τ’ αστέρια έλαμπαν με διπλή ένταση αυτή τη Νοεμβριάτικη νύχτα, μια και το φεγγάρι ξεκουραζόταν ακόμα πριν φανεί στο στερέωμα. Ολα γύρω ήταν θεοσκότεινα, λες και είχε διακοπή ρεύματος. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν ο υπόλευκος όγκος της εκκλησίας, που δέσποζε στην ανατολική πλευρά της μαρμαρόστρωτης πλατείας.
Ο ταξιδιώτης έφερε μια βόλτα γύρω γύρω, σφυρίζοντας τον αγαπημένο του σκοπό. Περπατούσε αργά αργά σφυρίζοντας όταν, απέναντί του, ξεδιάλυνε μια φιγούρα, που λές και κατέβηκε κατευθείαν απο το πολικό αστέρι. Μια κατάμαυρη λεπτή και ψηλή γυναικεία φιγούρα, με ένα ρούχο γυαλιστερό σα βουτηγμένο σε αστερόσκονη, στεκόταν απέναντί του και σφύριζε κι εκείνη πρίμο σεκόντο. Το άκουσμα ήταν εκπληκτικό. Ο ταξιδιώτης καρφώθηκε στη θέση του χωρίς να πάψει να σφυρίζει -αυτή η μάχη ήταν το απολαυστικώτερο που του είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες του ταξιδιού του. Ο ήχος δυνάμωνε απο την αντήχηση στον όγκο της εκκλησίας και οι δυο σφυριχτές φαίνονταν αποφασισμένοι να μη διακόψουν με τίποτα την ανταλλαγή ηχητικών πυρών. Ο ίδιος σκοπός επαναλαμβανόταν ξανά και πάλι ξανά με όλα του τα γυρίσματα και τις τρίλλιες, και τα δυο ανθρώπινα πλάσματα έμοιαζαν με ξωτικά πεσμένα κατευθείαν απο κάποιο αστέρι ή με παράξενα πουλιά που ξύπνησαν απο λήθαργο βαθύ και αντήλλασσαν το απεγνωσμένο ερωτικό τους τραγούδι, θέλοντας να μετατρέψουν σε άνοιξη αυτή τη βαρειά χειμωνιάτικη νύχτα.
Ο χρόνος προσπερνούσε χωρίς να τους αγγίζει, μέχρι που ακούστηκε η μπουρού του φέρρυ, που έμπαινε στο λιμάνι. Το ένστικτο του ταξιδιώτη τον ειδοποίησε τότε πως έφτασε η ώρα να ξανακινήσει, μη χάσει το καράβι. Απο τη μια το πλοίο και η συνέχεια του ταξιδιού, κι απο την άλλη η παράξενη γυναίκα. Τι δίλημμα κι αυτό! Στα ταξίδια του είχε συναντήσει γυναίκες και γυναίκες, καμμιά τους όμως έτσι, στο ύπαιθρο, μέσα στην κρύα νύχτα, εντελώς αναπάντεχα, και μάλιστα να σφυρίζει τόσο εκπληκτικά το δικό του αγαπημένο σκοπό, να σφυρίζει τόσο απόλυτα συντονισμένα με κείνον. Συνέχισε να στέκεται στη θέση του, λες και τα πόδια του είχαν καρφωθεί στα μάρμαρα. Συνέχισε και το σφύριγμα, που δεν το είχε διακόψει καθόλου. Ο χρόνος όμως μετρούσε μέσα του. Τα δευτερόλεπτα στάλαζαν, μαζί με το φλογισμένο αίμα του, σε μια καρδιά που ήταν έτοιμη να εκραγεί σαν ωρολογιακή βόμβα. Τότε, λίγο πριν την έκρηξη, η γυναίκα έπαψε να σφυρίζει και η φιγούρα της έσβησε απότομα, όπως είχε εμφανιστεί.
Το φεγγάρι έσκασε ολόγιομο πίσω απο το βουνό, ο ταξιδιώτης πήδηξε στο τζιπ και ίσα που πρόλαβε το φέρρυ. Αραξε σ’ ένα πάγκο νοτισμένο απο την αλμύρα. Κρύωνε, αλλά δεν ήθελε να χάσει την προηγούμενη εικόνα τόσο γρήγορα, καθισμένος στο μπαρ του καραβιού ανάμεσα στους καπνούς των νταλικιέρηδων. Το φεγγάρι, με το ασημένιο του καθρέφτισμα, χάραζε τη στράτα στο καράβι σε μια θάλασσα μαύρη και ήρεμη. Ο ταξιδιώτης σηκώθηκε, σα να τον τραβούσε κάτι προς την κουπαστή. Στύλωσε το βλέμμα στη φεγγαρόστρατα και σα να είδε τη γνώριμη γυναικεία σιλουέττα να οδεύει, ελαφρά λικνιζόμενη, προς το φεγγάρι. Σα να άκουσε μάλιστα και το σφύριγμά της. Το αριστερό του χέρι σηκώθηκε άθελά του σ’ ένα χαιρετισμό για καλό κατευόδιο ή για καλή αντάμωση, και τα χείλη του ξανάρχισαν να σφυρίζουν.
«Ε, τι γίνεται φίλε; Ελα μέσα, θα ξεπαγιάσεις!» ακούστηκε η φωνή του ελεγκτή των εισιτηρίων. Ο ταξιδιώτης σήκωσε το γιακά του κι έδωσε το εισιτήριό του αμίλητος. Δεν ήθελε να βεβηλώσει με λέξεις αυτή την υπέροχη βραδυά. Για την ώρα, με τίποτε δεν ήθελε να συμμετάσχει στη βαβούρα του κόσμου τούτου. Ηταν βαθειά δοσμένος στον κόσμο των ονείρων και των ξωτικών. Ηθελε να συγκρατήσει στο νου του την αναπάντεχη συνάντηση, που θα έμενε αξεδιάλυτο μυστήριο για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Ο ταξιδιώτης έφερε μια βόλτα γύρω γύρω, σφυρίζοντας τον αγαπημένο του σκοπό. Περπατούσε αργά αργά σφυρίζοντας όταν, απέναντί του, ξεδιάλυνε μια φιγούρα, που λές και κατέβηκε κατευθείαν απο το πολικό αστέρι. Μια κατάμαυρη λεπτή και ψηλή γυναικεία φιγούρα, με ένα ρούχο γυαλιστερό σα βουτηγμένο σε αστερόσκονη, στεκόταν απέναντί του και σφύριζε κι εκείνη πρίμο σεκόντο. Το άκουσμα ήταν εκπληκτικό. Ο ταξιδιώτης καρφώθηκε στη θέση του χωρίς να πάψει να σφυρίζει -αυτή η μάχη ήταν το απολαυστικώτερο που του είχε συμβεί τις τελευταίες μέρες του ταξιδιού του. Ο ήχος δυνάμωνε απο την αντήχηση στον όγκο της εκκλησίας και οι δυο σφυριχτές φαίνονταν αποφασισμένοι να μη διακόψουν με τίποτα την ανταλλαγή ηχητικών πυρών. Ο ίδιος σκοπός επαναλαμβανόταν ξανά και πάλι ξανά με όλα του τα γυρίσματα και τις τρίλλιες, και τα δυο ανθρώπινα πλάσματα έμοιαζαν με ξωτικά πεσμένα κατευθείαν απο κάποιο αστέρι ή με παράξενα πουλιά που ξύπνησαν απο λήθαργο βαθύ και αντήλλασσαν το απεγνωσμένο ερωτικό τους τραγούδι, θέλοντας να μετατρέψουν σε άνοιξη αυτή τη βαρειά χειμωνιάτικη νύχτα.
Ο χρόνος προσπερνούσε χωρίς να τους αγγίζει, μέχρι που ακούστηκε η μπουρού του φέρρυ, που έμπαινε στο λιμάνι. Το ένστικτο του ταξιδιώτη τον ειδοποίησε τότε πως έφτασε η ώρα να ξανακινήσει, μη χάσει το καράβι. Απο τη μια το πλοίο και η συνέχεια του ταξιδιού, κι απο την άλλη η παράξενη γυναίκα. Τι δίλημμα κι αυτό! Στα ταξίδια του είχε συναντήσει γυναίκες και γυναίκες, καμμιά τους όμως έτσι, στο ύπαιθρο, μέσα στην κρύα νύχτα, εντελώς αναπάντεχα, και μάλιστα να σφυρίζει τόσο εκπληκτικά το δικό του αγαπημένο σκοπό, να σφυρίζει τόσο απόλυτα συντονισμένα με κείνον. Συνέχισε να στέκεται στη θέση του, λες και τα πόδια του είχαν καρφωθεί στα μάρμαρα. Συνέχισε και το σφύριγμα, που δεν το είχε διακόψει καθόλου. Ο χρόνος όμως μετρούσε μέσα του. Τα δευτερόλεπτα στάλαζαν, μαζί με το φλογισμένο αίμα του, σε μια καρδιά που ήταν έτοιμη να εκραγεί σαν ωρολογιακή βόμβα. Τότε, λίγο πριν την έκρηξη, η γυναίκα έπαψε να σφυρίζει και η φιγούρα της έσβησε απότομα, όπως είχε εμφανιστεί.
Το φεγγάρι έσκασε ολόγιομο πίσω απο το βουνό, ο ταξιδιώτης πήδηξε στο τζιπ και ίσα που πρόλαβε το φέρρυ. Αραξε σ’ ένα πάγκο νοτισμένο απο την αλμύρα. Κρύωνε, αλλά δεν ήθελε να χάσει την προηγούμενη εικόνα τόσο γρήγορα, καθισμένος στο μπαρ του καραβιού ανάμεσα στους καπνούς των νταλικιέρηδων. Το φεγγάρι, με το ασημένιο του καθρέφτισμα, χάραζε τη στράτα στο καράβι σε μια θάλασσα μαύρη και ήρεμη. Ο ταξιδιώτης σηκώθηκε, σα να τον τραβούσε κάτι προς την κουπαστή. Στύλωσε το βλέμμα στη φεγγαρόστρατα και σα να είδε τη γνώριμη γυναικεία σιλουέττα να οδεύει, ελαφρά λικνιζόμενη, προς το φεγγάρι. Σα να άκουσε μάλιστα και το σφύριγμά της. Το αριστερό του χέρι σηκώθηκε άθελά του σ’ ένα χαιρετισμό για καλό κατευόδιο ή για καλή αντάμωση, και τα χείλη του ξανάρχισαν να σφυρίζουν.
«Ε, τι γίνεται φίλε; Ελα μέσα, θα ξεπαγιάσεις!» ακούστηκε η φωνή του ελεγκτή των εισιτηρίων. Ο ταξιδιώτης σήκωσε το γιακά του κι έδωσε το εισιτήριό του αμίλητος. Δεν ήθελε να βεβηλώσει με λέξεις αυτή την υπέροχη βραδυά. Για την ώρα, με τίποτε δεν ήθελε να συμμετάσχει στη βαβούρα του κόσμου τούτου. Ηταν βαθειά δοσμένος στον κόσμο των ονείρων και των ξωτικών. Ηθελε να συγκρατήσει στο νου του την αναπάντεχη συνάντηση, που θα έμενε αξεδιάλυτο μυστήριο για όλη την υπόλοιπη ζωή του.
4 σχόλια:
Ροδιά είσαι ένας άνθρωπος που ζει μέσα στις ιστορίες του.
Φαντάζομαι ότι σε πλημμυρίζου, ότι τις σκέφτεσαι και μετά ψάχνεις ελεύθερη ώρα για να σημειώσεις έστω τα βασικά.
Είναι απόλαυση αυτό...
Χμμ.. μάλλον το αντίθετο συμβαίνει Λαμπρούκο μ' και λυπάμαι αν σε στενοχωρώ.. Ευχαριστώ πολύ πάντως που μου δίνεις την ευκαιρία να απομυθοποιήσω τα πράγματα:-)
Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να γράψω μια ιστορία που να περιλαμβάνει κάτι που έχω ζήσει και, αν προσπαθήσω να το κάνω αυτό, βγαίνει ένα κατασκεύασμα εντελώς ξενέρωτο! Ούτε με "πνίγουν" διάφορες ιστορίες..
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι υπάρχει μια "ανάγκη" για γράψιμο. Κάθομαι π.χ. και λέω «τώρα θα γράψω κάτι» και φέρνω στο νου μου μια μικρή λεπτομέρεια οπτική, ακουστική, ή ό,τι άλλο αφορά μια αίσθηση ή ένα συναίσθημα.. κάτι τι πολύ μικρό πάντως. Από εκεί "πιάνομαι" και ξετυλίγεται ένα κουβάρι διήγησης χωρίς να επεμβαίνω σχεδόν καθόλου στο ρυθμό ξετυλίγματος.
Σε αυτή την ιστορία έπαιξε βασικό ρόλο ένα σφύριγμα. Ολα τα άλλα ήρθαν μόνα τους να το πλαισιώσουν.
Καμιά φορά, σημειώνω τίτλους που μου έρχονται στο νου, αλλά είναι πολύ σπάνιο να τους εκμεταλλευτώ.. και λυπάμαι γι αυτό.. γιατί είναι ωραίοι τίτλοι!
:-)
Καμιά φορά, σημειώνω τίτλους που μου έρχονται στο νου, αλλά είναι πολύ σπάνιο να τους εκμεταλλευτώ.. και λυπάμαι γι αυτό.. γιατί είναι ωραίοι τίτλοι
ωραιοι τιτλοι, ωραιοι όπως και αυτη η ιστορια :-)
Καληνυχτα, σφυριζεις; εγω ναι, συχνα :-)
Ροδιά, μού χρωστάς κάτι.
Την "αναπάντεχη συνάντηση".
Δεν μπορείς να πετάς έτσι μιαν αναπάντεχη σανάντηση στο τραπέζι και να εξαφανίζεσαι!!!!!
Σ;)
Δημοσίευση σχολίου