Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγηματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγηματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14 Ιαν 2024

ΟΙ ΤΡΑΜΠΑΛΕΣ

Κανείς δεν με ρώτησε πριν με φέρει στον κήπο με τις τραμπάλες ή, μάλλον, για να είμαι ακριβής, δεν θυμάμαι να με ρώτησε κανείς. Ετσι, ξημερώθηκα ένα πρωί σ’ αυτόν τον τόπο που δεν φανταζόμουν καν ότι υπάρχει. Ξάπλωσα, δηλαδή, ένα βραδάκι να κοιμηθώ στο απαλό μου στρωματάκι και -τσούπ!- ξύπνησα δεμένος σε έναν θρόνο -ξέρεις, αυτή τη μεγάλη πολυθρόνα με την ψηλή ράχη- κολλημένον σε μια τραμπάλα κι αυτό το κατάλαβα όταν, ενώ πάταγα γερά στο χώμα, ξαφνικά έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου και τινάχτηκα ψηλά.

Τότε, είδα όλον τον τόπο πανοραμικά. Ηταν ένας κήπος, μια παιδική χαρά σα να λέμε, γεμάτος με τραμπάλες όπου μυριάδες άνθρωποι τραμπαλίζονταν καθισμένοι σε πανομοιότυπες πολυθρόνες με ψηλές ράχες και η μόνη διαφορά μεταξύ τους ήταν στις ταπετσαρίες. Καμμιά πολυθρόνα δεν ήταν ντυμένη με την ίδια ποιότητα υφάσματος, ούτε είχε το ίδιο χρώμα με την άλλη. Η δική μου ήτανε βελούδινη σε χρώμα μπλε μαρέν, αυτό το μπλε που το λένε “του ναυτικού”.

Η βασική ιδιομορφία όμως, ήταν ότι οι τραμπαλιζόμενοι άνθρωποι δεν βλέπαν τον απέναντί τους, τον παρτενέρ τους στο παιχνίδι δηλαδή, επειδή οι πολυθρόνες ήταν καρφωμένες με τη ράχη προς το κέντρο της τραμπάλας κι έτσι ο κάθε παίχτης μπορούσε να τα βλέπει όλα εκτός από τον συμπαίχτη του.

Ευτυχώς, μετά από κάποια συνεννόηση -για καλή μου τύχη, μιλούσαμε την ίδια γλώσσα- με τον απέναντί μου, μπόρεσα να έχω μια εικόνα για το ποιος βρισκόταν πίσω μου, αφού του έδωσα κι εκεινού σχετικές πληροφορίες. Οταν λέω “απέναντι” εννοώ τον όχι ακριβώς απέναντι αλλά τον απέναντι μεν, αλλά κάπως πλαγίως, αυτόν που θα μπορούσε να έχει μια καλή εικόνα για την δική μου την τραμπάλα. Ο απέναντι λοιπόν, με πληροφόρησε ότι πίσω μου βρισκόταν μια γυναίκα αρκετά σωματώδης και νευρική ώστε να προκαλεί ισχυρές ταλαντώσεις στην τραμπάλα μας -γιατί ήταν φυσικά και δική της η συγκεκριμένη τραμπάλα- προσπαθώντας να με ρίξει κάτω, ενώ πίσω από τον απέναντι βρισκόταν ένα αδύναμο παιδάκι και ήταν στην κρίση του να το ρίξει ή να το προστατέψει. Για την ώρα, του φερόταν με αβρότητα, κάνοντας ελαφρούς τραμπαλισμούς και το παιδάκι έδειχνε να το διασκεδάζει γελώντας δυνατά.

 Δεν ξέρω αν η σύντροφός μου στο παιχνίδι είχε πληροφορηθεί για το ποιόν μου, πάντως προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με ξεφορτωθεί. Εκεί που ηρεμούσα ακουμπώντας τα πέλματα στο χώμα, ξαφνικά τιναζόμουν ψηλά χωρίς καμμιά προειδοποίηση. Η τραμπάλα έτριζε και νόμιζα ότι θα διαλυθεί, θα σπάσει σε χίλια κομμάτια. “Ε, κυρά μου τι κάνεις; θα με πετάξεις κάτω!” σκέφτηκα να της φωνάξω και ίσως και να το φώναξα καναδυό φορές, αλλά τα τινάγματα δυνάμωσαν κι ένα άγριο μουγκρητό έγλειψε το σβέρκο μου διαπερνώντας την ψηλή ράχη του θρόνου μου.

Προσπαθούσα να κρατηθώ με όλη μου τη δύναμη, γαντζωμένος γερά δεξιά κι αριστερά στα μπράτσα της πολυθρόνας κι αναρωτιόμουν πόσο άραγε θα κρατήσει αυτό το βιολί, όταν ακούστηκε ο ήχος μιας σάλπιγγας. Τι άραγε να σάλπιζε; την ώρα του φαγητού ή την ώρα της ανάπαυλας; Τίποτε από τα δύο, όπως παρατήρησα. Ηταν η ώρα της βαθμολόγησης και της απαλλαγής από το μαρτυρικό αυτό παιχνίδι όσων είχαν φερθεί ανθρωπινά στους συμπαίχτες τους. Ο πλαγίως απέναντί μου, αυτός που διασκέδαζε το παιδάκι, κατεβάστηκε από την τραμπάλα του. Αραγε θα είχε απαλλαγεί χωρίς τη δική μου συνδρομή; αν δεν τον πληροφορούσα ότι πίσω του βρισκόταν ένα αδύναμο παιδάκι τι θα είχε συμβεί; Ισως να είχε ρίξει κάτω το μικρό αυτό πλάσμα, οπότε; Ας μη το σκέφτομαι καλύτερα κι ας συγκεντρωθώ στο δικό μου πρόβλημα: πώς να καταφέρω να ηρεμήσω το άγριο πλάσμα – συγκάτοικο στην τραμπάλα.

Εδώ που τα λέμε πάντως, οι απότομες εκτινάξεις έχουν και τα καλά τους. Μπορούσα να πηγαίνω όλο και ψηλότερα, αποκτώντας έτσι πλήρη θέαση του περιβάλλοντος κι έτσι κατάφερα να δω σχεδόν ολόκληρο τον κήπο με τις τραμπάλες. Ισως ο σκοπός της αυμπαίχτριας να είναι αυτός, σκέφτηκα: να ζητάει από μένα παρόμοια επιθετική συμπεριφορά ώστε να τιναχτεί κι εκείνη ψηλά να βλέπει καλύτερα. Ετσι, σε μια ύστατη προσπάθεια συνεννόησης μαζί της, έδωσα φτερά στην τραμπάλα, της έδωσα και κατάλαβε που λένε. Πίσω μου άκουσα κραυγές ευτυχίας με αποτέλεσμα, στο επόμενο σάλπισμα, να απαλλαγώ με τη σειρά μου από το μαρτύριο.

Με κατέβασαν λοιπόν από την τραμπάλα και με οδήγησαν πίσω, στο κρεβατάκι μου. Ισως αναρωτηθείς -και δικαιολογημένα- ποιοι ήταν αυτοί που με παίρναν και με φέρναν και με οδηγούσαν, αλλά την ίδια απορία έχω επίσης. Δεν έβλεπα κανέναν αλλά είχα την αίσθησή του: ένοιωθα κάτι ή κάποιον που φρόντιζε για τις μετακινήσεις μου, δεν ήταν η δική μου βούληση που επικρατούσε, δεν ήμουν εγώ, αλλά ήταν αυτό ή αυτός ή εκείνοι που αποφάσιζε ή αποφασίζαν αντί για μένα.

Σε επόμενη φάση, οδηγήθηκα σε μια αίθουσα γεμάτη καθρέφτες, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
_______________
ΣΗΜ. γράφτηκε στις 30/5/2019 και στάλθηκε την ίδια μέρα σε διαγωνισμό διηγήματος.

12 Οκτ 2022

άρωμα υπονόμου


Μια φορά, ήταν ένας που ζούσε σε ένα σπιτάκι με κήπο. Ο κήπος είχε πολλά όμορφα λουλούδια που μύριζαν υπέροχα. Κάποια μέρα ήρθαν εργάτες του Δήμου και έσκαψαν τον κήπο για να περάσει ο υπόνομος. Ο άνθρωπος διαμαρτυρήθηκε, έκανε μηνύσεις, στοίβαξε ένα σωρό χαρτιά, κατέβηκε στο δρόμο για να φύγει ο υπόνομος από τον κήπο του. 
 
Οι ειδικοί όμως τον συμβούλευαν "μη τα σκαλίζεις" του λέγανε, "ο υπόνομος εξυπηρετεί τόσο κόσμο, περνάει κι απο το Δικαστήριο κι από την Εκκλησία, πρέπει να υποχωρήσεις" και υποχώρησε για το κοινό καλό.
 
Σε λίγο καιρό, ο υπόνομος άρχισε να βρωμάει κι ο άνθρωπος άρχισε να διαμαρτύρεται ξανά. Μηνύσεις, χαρτιά, κλπ, τα γνωστά. Οι ειδικοί τον ξανασυμβούλεψαν "τι τα θες, έτσι είναι οι υπόνομοι: βρωμάνε. Εχεις συναντήσει υπόνομο να μοσχομυρίζει; πρέπει να το υποστείς" κι ο άνθρωπος κλείστηκε στο σπίτι του, σφάλισε καλά καλά πόρτες και παράθυρα για να μη μπαίνει η μπόχα. Εβαζε μουσική, μαγείρευε αγαπημένα φαγιά, διάβαζε για να ξεχνάει τί γινόταν απέξω.
 
Μια μέρα είπε απομέσα του "βαρέθηκα πια κλεισμένος" κι αποφάσισε να βγει έξω. Οταν βγήκε, είδε ότι σε όλη τη γειτονιά υπήρχαν υπόνομοι, βρώμαγε ο τόπος. Ρώτησε λοιπόν ένα γείτονα "εσένα δεν σε ενοχλεί αυτή η κατάσταση;" και "ποια κατάσταση;" απάντησε ο γείτονας με ερώτηση και "αυτή η μπόχα των υπονόμων" συμπλήρωσε ο άνθρωπος, αλλά ο γείτονας τον κατακεραύνωσε "για ποια μπόχα μιλάς αδερφέ; αυτή είναι η νέα κατάσταση και δεν γίνεται να τη γλιτώσουμε".
 
Σκέφτηκε λοιπόν ο άνθρωπός μας και είπε απομεσα του: αφού δεν γίνεται να γλιτώσω, ας υποκριθώ ότι μού αρέσει. Ετσι, άρχισε να παίρνει βαθειές ανάσες σκατίλας, πίστεψε κιόλας ότι αυτή η βρώμα ωφελεί τα πνευμόνια, δεν κολλάς γρίππη, κανει καλό στα ρευματικά και τις αρθρώσεις, κι άλλα τέτοια ωραία.
 
Μια μέρα μάλιστα κατέβασε μια ιδέα. Να ανοίξει επιχείρηση αρωματοποιΐας. Η κυβέρνηση έδινε επιδοτήσεις και οι τράπεζες δάνεια, κι άρπαξε την ευκαιρία! Το άρωμα με τη μεγαλύτερη επιτυχία ήτανε το SkatoL και η σούπερ κολώνια η SkatiLa. Εγιναν και τα δυο προϊόντα διάσημα σε όλο τον κόσμο, ο άνθρωπος πλούτισε, άφησε το σπιτάκι με τον κήπο και μετακόμισε σε ένα προάστειο όπου δεν έφταναν οι βρωμιές των υπονόμων. Το εργοστάσιο συνέχισε, φυσικά, να δουλεύει στο φουλ και ο άνθρωπος αυτός να πλουτίζει.
 
Τί είχε συμβεί; ο κόσμος είχε συνηθίσει και αγαπήσει τη βρωμιά. Απλά πράγματα.

21 Δεκ 2020

η τελική μετάλλαξη του κορονοϊού

 Σήμερα λοιπόν, ξύπνησα με ένα όνειρο που θα μπορούσε να είναι και πραγματικό, με μια σκέψη που βασάνισε ολόκληρη τη νύχτα το μυαλό μου, μια σκέψη που είπα να την βάλω σε λέξεις, που ίσως να σώσουνε τον κόσμο από την τρέλλα που έχει πήξει την ατμόσφαιρα.

Πάμε λοιπόν.

Σε μια ασιατική χώρα ζει μια επιστήμων βιολόγος, με ελληνική καταγωγή φυσικά, η Ρίκα Κρις, η οποία έβαλε στόχο να βρει τη λύση στο πρόβλημα των κορονοϊών και όχι απλώς μια κάποια λύση, αλλά την καλύτερη λύση, και τη βρήκε! 

Μετά από πειράματα που κράτησαν μια δεκαετία περίπου, ένα πρωΐ, μετά από κάποιο όνειρο καθώς φαντάζομαι, δοκίμασε να στάξει λίγες σταγόνες από χυμό αβοκάντο στον πειραματικό σωλήνα όπου φύλαγε το πρόσφατο απόθεμα κορονοϊών. Κατόπιν, πήγε στη βεράντα κι άπλωσε την αρίδα της στην αγαπημένη της πολυθρόνα από μπαμπού. Εκλεισε τα μάτια για μισή ωρίτσα, περιμένοντας το αποτέλεσμα του πειράματός της.

Τη στιγμή που θεώρησε ότι ο χυμός του αβοκάντο ίσως να είχε αντιδράσει κάπως με αυτά τα σιχαμένα πλασματίδια, που ούτε πλασματίδια μπορούσε να τα πει κανείς, μια και αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία ειδών στον πλανήτη, επειδή ούτε ζώα είναι ούτε φυτά, σηκώθηκε από το προσωρινό χουζούρεμα, άνοιξε την πόρτα του εργαστηρίου και τι να δει! Οι μικροσκοπικοί κορονοϊοί, οι εντελώς αόρατοι και μυστηριώδεις, είχαν αποκτήσει ένα μέγεθος ικανό ώστε να διακρίνονται πλέον πεντακάθαρα: είχαν γίνει σαν χρωματιστοί βώλοι, σαν γκαζές μάλλον, επειδή γυαλίζαν κιόλας στις ακτίνες του ήλιου.

Η Ρίκα Κρις, ξετρελλάθηκε κι άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της! Ενα Νόμπελ τουλάχιστον το είχε στην τσέπη, χώρια οι διάφορες άλλες διακρίσεις. Αυτά όμως θα ερχόντουσαν αργότερα, έδιωξε τις εγωϊστικές σκέψεις και στρώθηκε στη δουλειά. Επρεπε να συντάξει το συνοδευτικό άρθρο όπου θα εξηγούσε τη μέχρι τώρα εργασία της, όλο το σκεπτικό, το πώς, πότε και γιατί, όλα αυτά που κάνουν τους επιστήμονες να ανακαλύπτουν καινούργια πράγματα. 

Παράλληλα, θα έπρεπε να εξετάσει αν η ανακάλυψή της ήταν πραγματικά χρήσιμη για την ανθρωπότητα, βεβαίως. Αν ήταν άχρηστη ή, ακόμα χειρότερα, βλαβερή, δεν θα έβγαζε κιχ, που λένε, θα έθαβε το αποτέλεσμα σε βάθος τέτοιο που να μη την έβρισκαν οι έλικες της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου της στον αιώνα τον άπαντα!

Φόρεσε γάντια και μάσκα και, παράτολμα φερόμενη, βούτηξε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού -ήταν αριστερόχειρας, βλέπεις- στο μπολ με τις φαινομενικές γκαζές. Ανάδευσε απαλά και ξεχύθηκαν υπέροχα αρώματα! Γνώριζε καλά από αρώματα η Ρίκα, επειδή η πρώτη της δουλειά στην Ασία ήταν σε εργοστάσιο παραγωγής αρωμάτων. Ωραία, είπε μέσα της, καλό αυτό, αλλά για να δούμε παρακάτω...

Ετοίμασε διάφορα αντιδραστήρια, ή όπως τις λένε τελοσπάντων αυτές τις μαγικές συσκευές που χρησιμοποιούν οι βιολόγοι για τα πειράματά τους, για να εξετάσει με τη σειρά τι μέρος λόγου είναι αυτά τα σφαιρικά πραγματάκια. Τα μπαλάκια άρχισαν να αποκαλύπτουν σιγά σιγά τα μυστικά τους, στην αρχή τί δεν ήταν: Πρώτα πρώτα, δεν είναι τοξικά, δεν περιέχουν κανένα δηλητήριο, δηλαδή. Αυτό είναι το βασικό, σκέφτηκε η Ρίκα κι έβγαλε τα γάντια.

Εβαλε ένα μπαλάκι στον πάγκο κι άρχισε να το κόβει σε φέτες, να δει τι έχουν μέσα, και βρήκε αέρα! Μάλιστα. Ηταν φούσκες, λοιπόν, δεν ήταν συμπαγή. Αχα! αναστέναξε κι άναψε τσιγάρο. Δεν ήταν συστηματική καπνίστρια, αλλά ένα τσιγαράκι στο τόσο βοηθάει τη σκέψη, αυτή ήταν ανέκαθεν η θεωρία της. Παρακολουθώντας από το ανοιχτό παράθυρο ένα πιθηκάκι να φέρνει τούμπες παίζοντας με μια πλαστική σακκούλα -μα πού βρέθηκε κι αυτή η σακκούλα; θα μάλωνε τον επιστάτη του εργαστηρίου γι αυτό, αλλά αργότερα- έστρεψε για λίγο το βλέμμα προς τον πάγκο.

Αυτό που είδε, την αποσβώλωσε, ήταν εντελώς αναπάντεχο, κόντεψε να μείνει σέκος επιτόπου: ο καπνός του τσιγάρου της πήγαινε φυσέκι κατευθείαν προς το μπολ με τα μπαλάκια! Η ανακάλυψη του αιώνα, μη πω και της χιλιετίας! Τα μπαλάκια απορροφούν τους ρύπους του περιβάλλοντος, αυτό κι αν είναι έκπληξη πια!

Υστερα από αυτές τις ιδιοτητες, το άρωμα και την απορρόφηση των ρύπων, τι θα μπορούσε να την εκπλήξει; Εχοντας αφεθεί σε ονειροπολήσεις πρώτου μεγέθους, το πιθήκι πήδηξε μέσα στο εργαστήριο εξακολουθώντας να παίζει με την πλαστική σακκουλίτσα και, πριν προλάβει να το διώξει, η σακκουλίτσα είχε εξαφανιστεί: την έφαγαν τα κορονοϊομπαλάκια, εκβάλλοντας έναν ήχο μυστηριωδώς απολαυστικό!! 

Η Ρίκα δεν πίστευε στα μάτια, στη μύτη και, μόλις τώρα δα, στα αυτιά της. Οχι μόνο είχε καταφέρει, χάρη στην καλή της τύχη και μόνο, να εξολοθρεύσει τον μεγάλο εχθρό της ανθρωπότητας, αλλά να αποκαλύψει τα μυστικά του προτερήματα, τα ωφελιμότατα για τον πλανήτη και το είδος των ανθρώπων. Μάλιστα. Και όλα αυτά συνέβησαν μετά από ένα εμπνευσμένο όνειρο.

Τελικό συμπέρασμα: Μην υποτιμάμε τα όνειρα!

(συνεχίζεται, όταν μου κάνει ξανά κλικ ή όταν ονειρευτώ τη συνέχεια)

11 Σεπ 2017

το μπουρδέλο της καρδιάς μου

Οταν ειργαζόμην εις το μπουρδέλον της πλατείας Κολιάτσου, είχα την ευκαιρίαν να γνωρίσω πολλούς καλούς κυρίους, οι οποίοι συνέδραμαν μετ' ευχαριστήσεως και εφούσκωναν τον τραπεζικόν λογαριασμόν μου, καθώς και συμπαρίσταντο εις τας ψυχικάς μου καταπτώσεις. Ενας εξ αυτών, ενθυμούμαι καλώς, ελέγετο "κύριος Κοσμάς" και ήτο μεγαλοχασάπης εις την κεντρικήν αγοράν. Εις τον οίκον ενοχής (ιδικής μου) ήρχετο εποχούμενος επί τετρακυλίνδρου οχήματος πετρελαιοκινήτου, εκάστην Παρασκευήν. Δεν ήρχετο τα Σάββατα επειδή την επομένην ήτο επίτροπος εις τον Ιερόν Ναόν του Οσίου Λουκά και επεθύμη να είναι αμόλυντος η προηγουμένη νύκτα αυτού, ήντινα διήρχετο μετά της συζύγου του εις έν καταγώγιον στις Τζιτζιφιές, πλάι εις τον Ιππόδρομον, τουτέστιν εθεωρούσε τας λαρυγγώδεις αοιδούς υψηλοτέρας ηθικής υποστάσεως από εμέ. Τι να είπω δε δια την σύζυγον ήτις τον εκεράτωνε -ωσάν να ήτο τάρανδος ανοιξιάτικος επερίσσευαν τα κέρατα.

Το μπουρδέλον ανήκεν εις την μαντάμ Φώφην, μίαν υπέρκομψον κυρίαν πεντήκοντα ετών, ήτις έπαιρνε τα καλύτερα τεκνά και άφηνε την σαβούραν δι ημάς τας νεωτέρας. Ολο κάτι καράφλες και κοιλαράδες έπεφταν στο μερτικό των νεαρών αιθερίων υπάρξεων, τουτέστιν εις εμέ και την Εστρέλλαν. Η Εστρέλλα ήτο ένα έτος μεγαλυτέρα από εμέ, πέντε πόντους χαμηλωτέρα και δύο οκάδας βαρυτέρα. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ο πάσα ενας ότι ήμουν η πλέον ριγμένη εντός του οίκου της μαντάμ Φώφης. Το καλόν ήτο όμως ότι οι δευτεροκλασσάτοι εις την εμφάνισιν ήσαν πρωτοκλασσάτοι εις την οικονομικήν κατάστασιν, ούτωπως ισοφαρίζετο η απώλεια ευχαριστήσεως ημών των νεωτέρων, άλλωστε -ως είναι γνωστόν- η πουτάνα δεν χρήζει απολαύσεων. Αρκείται εις την αγοραπωλησίαν του σαρκίου αυτής και, όσον καλυτέρα η τιμή τόσον μεγαλυτέραν ικανοποίησιν λαμβάνει. Βεβαίως, η μαντάμ Φώφη ελάμβανε την μερίδα του λέοντος εκ των ειπράξεών μας, ούτω της ερχόταν μία η άλλη. Η απώλεια ρευστού απο τα θυλάκια της πτωχής νεολαίας ισοφαρίζετο από τα γεμάτα πορτοφόλια των σοβαρών κυρίων, αλλά η απώλεια η ιδική μας, δεν ισοφαρίζετο με τίποτε.

Η Εστρέλλα είχεν καταγωγήν αρμενικήν, δια τούτο διέθετε μύτην τεραστίων διαστάσεων, εν αντιθέσει με την μαντάμ Φώφην ήτις ήτο γαλλίς υπήκοος, δια τούτο είχεν το ελεύθερον να διατηρεί μπουρδέλον πολυτελείας. Διέθετε βεβαίως και καταλλήλους γνωριμίας μετ' οργάνων της τάξεως. Καλοστημένη επιχείρησις λέμε. Η μαντάμ Φώφη είχεν μικρών διαστάσεων ρίνα, αλλά δεν της έλειπεν η όσφρησις. Εμυριζότανε από δέκα μέτρα τον καλόν πελάτην. Η Εστρέλλα ήτο αμνός του Θεού και η μούρη μου απλώς μάθαινα το επάγγελμα τις ώρες που έκανα σκασιαρχείο από το 8ο Γυμνάσιο.

Εμείς αι τρεις ειμεθα αι πλέον τακτικαί εις τον οίκον, ομού μετά της κυρά Σοφίας της καθαριστρίας. Λεγόταν ότι η κυρά Σοφία ήτο η παλαιά ιδιοκτήτρια και είχε πωλήσει την επιχείρησιν εις την μαντάμ Φώφην όταν ησθένησε ο πατήρ της και εχρειάζετο επιπλέον χρήματα δια να τα φέρει βόλτα. Ο πατήρ απεθανεν αλλά το μπουρδέλον είχεν αλλάξει χέρια, η κυρά Σοφία έμεινε απένταρη και η μαντάμ την περιμάζεψε δια να καθαρίζει. Η κυρά Σοφία ήτο επιφορτισμένη να συλλέγει κορασίδες με απαιτήσεις πλέον του χαρτζηλικίου το οποίον ελάμβανον εκ του πατρός των ή που ήσαν απένταρες και εκόπτοντο να εργασθούν οπουδήποτε, φθάνει να διέθετον στοιχειώδη ευμορφίαν και χάριν. Η Εστρέλλα δεν διέθετε τίποτε από τα δύο, πλην όμως ήτο εξαιρετικά πρόθυμη να ικανοποιεί βίτσια, πράγμα ιδιαιτέρως επιθυμητόν εις τοιάυτας επιχειρήσεις. Εμένα με ονόμαζον "στριμμένην" διότι δεν ανεχόμουν βίτσια. Μοι ήτο αρκετόν να ανέχομαι τους καράφλες και τους κοιλαράδες και τους καράβλαχους.

Εν τω μπουρδέλι ειργάζοντο και άλλαι νεάνιδες έκτακται, τας οποίας ειδοποιούσεν η κυρά Σοφία όταν έπεφτε δουλειά με τη σέσουλα, ήτοι δι εξυπηρέτησιν του στόλου ή κλιμακίων του διπλωματικού σώματος εκ βαλκανικών χωρών. Τότε, έλεγα και εις μερικάς συμμαθητρίας μου να κάνουν μίαν περατζάδαν να ίδουν πόσα απίδια βάνει ο σάκκος. Βεβαίως επρόσεχα πολύ ποίας εκάλουν εις τον οίκον, μη τύχει και γίνει καμιά στραβή και το μάθει ο Γυμνασιάρχης ο κύριος Φούφωτος. Οι γονείς είχον μαύρα μεσάνυχτα και ήσαν πεπεισμένοι ότι εμελετούσα και ότι οι οφθαλμοί μου ήσαν βουλιαγμένοι από την πολλήν μελέτην και με παρεκάλουν να επισκεφθώ συντόμως τον οφθαλμίατρον, τον κύριον Πεσκέσην.

Ο κύριος Πεσκέσης ήτο τακτικός πελάτης του μπουρδέλου και μάλιστα προετίμα τας ιδικάς μου υπηρεσίας, ούτω του έθεσα το ζήτημα των οφθαλμών μου επί τάπητος και εδέχθη να με εξετάσει ένα απόγευμα όπου επήγα εις το ιατρείον του συνοδευομένη υπό της μητρός μου. Προς τιμήν του, δεν εδέχθη πεντάραν δια την εξέτασιν και η εμή μήτηρ είχε να λέγει πόσον ευγενής ήτο ο κύριος ούτος. Εδωσεν ένα κολλύριον, έγραψεν και την συχνότητα χρήσεώς αυτού και εφύγαμε δια το φαρμακείον του κυρίου Σαββατιανού, όστις ήτο επίσης πελάτης του οίκου και με ελιγουρεύετο όλως ιδιαιτέρως. Δεν ήτο δυνατόν βεβαίως να αρνηθεί να πληρωθεί διότι η μήτηρ μου θα εψυλλιάζετο οπωσδήποτε κάτι, δεν ήτο δα και εντελώς βλακεντία. Ούτω, κατά την αναχώρησίν μας, με εφώναξε ιδιαιτέρως ίνα μοι δώσει ωρισμένας εξηγήσεις δια το φάρμακον δήθεν, και μοι ενεχείρησεν δέκα δραχμάς -την αξίαν του κολλυρίου- κάτωθεν του πάγκου εργασίας του φαρμακοτρίφτου.

Είχον κάνει μίαν καλήν μπάζαν εις την Εθνικήν Τράπεζαν δια καλόν σκοπόν. Εσκεπτόμην να υπάγω εις Μασσαλίαν μετά την λήψιν του απολυτηρίου μου, όπου ήτο ο παράδεισος των μπουρδέλων κατά την εποχήν εκείνην, όπως έλεγεν κατ' επανάληψιν η μαντάμ. Θα το έκαμνε και η ιδία, αν δεν ήτο ερωτευμένη με τον κύριον Σκολοπέα τον μοίραρχον, ένα τεκνό μπουκιά και συχώριο λέμε. Ετών τριάκοντα ο κύριος μοίραρχος, μόνο μοίραρχος δεν ήταν. Ενας χωροφυλακίσκος της πεντάρας ήτο, αλλά η μαντάμ Φώφη του είχε ανεβάσει το βαθμό του ομού μετά της ψωλής του ήντινα ανεβοκατέβαζεν κατά βούλησιν εκάστην Τρίτην και Πέμπτην απόγευμα. Εις τον κύριον Σκολοπέαν οφείλεται το ναυάγιον του σχεδίου μου μέσω της αποκαλύψεως του τι ακριβώς συνέβαινε εντός του οίκου της μαντάμ Φώφης, ένεκα που ο κύριος μοίραρχος ήτο λίαν ζουλιάρης και μάλιστα εκρηκτικώς πως.

Η μαντάμ εφρόντιζε κατά τας επισκέψεις του κυρίου μοιράρχου να είναι ο οίκος απηλαγμένος ετέρων προσώπων ή, εις περίπτωσιν όπου ευρισκόμεθα εκεί, να είμεθα κεκλεισμένων των θυρών εντός των δωματίων μας και να μη βγάζουμε κιχ. Ελα όμως που έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και κατά την στιγμήν όπου έκρουε τον κώδωνα ο μεγαλοχασάπης ένα βραδάκι Παρασκευής του εκατέβηκε του κυρίου Σκολοπέα να έλθει ίνα προσκαλέσει την μαντάμ δι έξοδον εις τα μπουζούκια! Επέτυχε λοιπόν τον κύριον Κοσμάν να κτυπά την θύραν και η θύρα να ανοίγει και να ευρίσκεται προ υπερθεάματος υπερπαραγωγής αμερικανικού σινεμά εγχρώμου, τουτέστιν όλαι αι γυναίκες φόρα παρτίδα εξαπλωμέναι εις καναπέδες και πολυθρόνας με ανοικτούς πόδας και μερικαί εξ ημών εις το δάπεδον επί ταπήτων περσικών μεγάλης αξίας -η μαντάμ δεν εφείδετο πολυτελών αισθητικών παροχών προς τέρψιν των πελατών βεβαίως- διότι ανεμένετο ορδή αμερικανών ναυτών επί τη εισπλεύσει του στόλου.

Μας επέτυχεν το λοιπόν ο κύριος μοίραρχος ξώβυζες και γυμνόποδες να καπνίζουμε ναργιλέδες επί το ποιητικώτερον. Η φαντασία βλέπετε είναι κάτι λίαν σημαντικόν εις την εργασίαν ημών, το παραμύθι συμβάλλει τα μέγιστα εις την ταχείαν εκσπερμάτισιν και ημείς είχομεν να ξεπετάξωμεν εκείνην την ημέραν ικανόν αριθμόν πελατών. Η μουσική εν τω γραμμοφώνω έπαιζεν εις το διαπασών το "εγώ είμαι η νέα γυναίκα" και ημείς ως φουγάρα επιβεβαιώναμε τους στίχους περί του μοντέλου της νέας γυναίκας. Ο μεγαλοχασάπης ώρμηξεν προς το μέρος μου ίνα με οδηγήσει εν τω δωματίω μου του οποίου καλώς εγνώριζεν την θέσιν, αλλά ο κύριος Σκολοπέας τον εσταμάτησεν με την φωνήν του την βαθείαν και ελαφρώς ένρινον "Τι γίνεται δω μέσα μπρε!"

Ο κύριος μοίραρχος ουδεμίαν ιδέαν είχεν περί του οίκου, δεδομένου ότι η μαντάμ Φώφη είχεν εξορκίσει τον πραγματικόν μοίραρχον κύριον Βρακάκην, όστις ανενέωνεν και την άδειαν λειτουργίας του μπουρδέλου, ίνα μη αποκαλύψει λεπτομερείας εις ουδένα υφιστάμενόν του, ούτω ο μοίραρχος μαϊμού κυριος Σκολοπέας ευρίσκετο εις βαθύ σκότος, νομίζων ο πανύβλαξ ότι η μαντάμ ήτο μία αξιότιμος κυρία, ανωτέρας τάξεως και υπεράνω πάσης υποψίας. Μανία που την έχουν ωρισμένοι άνδρες να έλκονται από τάχα μου δήθεν σπουδαίες γυναίκες και αρνούνται να βρουν και να κουκουλωθούν καμιά γυναικούλα της σειράς τους! Τελοσπάντων, την κάτσαμε τη βάρκα εκείνη την ημέρα -απόγευμα ήτο- όπου εξαμπαρκάριζε ο στόλος και, ταξιδεύων με τον υπόγειον ηλεκτρικόν σιδηρόδρομον, θα αριβάριζε οσονούπω. Η μαντάμ ώρμηξεν προς την τηλεφωνικήν συσκευήν ίνα επικοινωνήσει μετά του αληθούς μοιράρχου να έλθει να μαζέψει τον υφιστάμενόν του, ο κύριος Σκολοπέας ώρμηξεν και ήρπαξεν την μαντάμ από τας τρίχας της κεφαλής της, άρτι φιλοτεχνηθείσας εις περίλαμπρον κόμμωσιν ένεκα οι ναύται, ημείς αι δευτεροκλασσάται πουτάναι οδυρόμεθα ομού και ολοφυρόμεθα μετ' αφθόνων ολολυγμών και δακρύων.

Την προσωρινήν λύσιν εις το πρόβλημα το οποίον ανεφύει εν ριπή οφθαλμού έδωσεν η κυρά Σοφία, ήτις εξεπρόβαλλεν από την κουζίναν όπου κατοικοέδρευε συνήθως, μόλις ήκουσεν τας κραυγάς απελπισίας της μαντάμ. Ως αιλουροειδές επλησίασεν τον κύριον Σκολοπέαν και τον ήρπασεν εκ του πέτου της στολής του λέγουσα προς έκπληξιν όλων ημών "ογλήγορα σπίτι τσογλάν μπουρέκ και μη σε ξαναδώ σε τέτοια μέρη!" και ο κύριος μοίραρχος εξαφνίσθη τοσούτον ώστε έμεινε κόκκαλο σύρων τα βήματα προς την έξοδον μετά κόπου, ωσάν κεραυνοβολημένος, ψελλίζων σιγανά "θα μου πεις τουλάχιστον τι συμβαίνει, ε". Τι είχεν συμβεί; Τι άλλον από το ότι η κυρά Σοφία ήτο η μήτηρ αυτού, ήτις έκανε τα στραβά μάτια δια την σχέσιν του υιού της με την πατρόνα ελπίζουσα να επανακτήσει την κυριότητα του μπουρδέλου εν ευθέτω χρόνω, μέσω ακριβώς αυτής της σχέσεως. Τι σου είναι η ζωή τελικώς!

Αμα τη αναχωρήσει του χωροφυλακίσκου, η μαντάμ έτρεξε να διορθώσει την κόμμωσίν της καθησυχάζουσα ημάς, καθώς και τον κύριον Κοσμάν, όστις ελαφρώς μουδιασμένος ηκολούθη την πορείαν μου προς το δωμάτιον ανόρεκτος, ανακτήσας όμως δυνάμεις μόλις ήκουσεν την μαντάμ να λέγει "σήμερα δωρεάν κύριε Κοσμά η πρώτη βολή, χρεώνεται μόνον η δευτέρα αν το βαστά η περδικούλα σας, έχομεν και κέρασμα ηδύποτον" και "συμφωνείς χρυσό μου, έτσι δεν είναι;" συνεπλήρωσεν απευθυνόμενη εις εμέ, και τι να κάμνω, συνεφώνησα. Εγνώριζα καλώς ότι ο μεγαλοχασάπης δεν θα με άφηνε παραπονούμενη -του εθύμιζα την ανεψιά του και με συνεπάθει σφόδρα. Αύτη ήτο και η τελευταία φορά που προσέφερα τας υπηρεσίας μου εις το μπουρδέλο της μαντάμ Φώφης. Μόλις έληξεν η συνεύρεσις μετά του κυρίου Κοσμά, με εκάλεσεν αύτη εις τα ενδότερα, δηλαδή εντός της μεγάλης πολυτελούς κρεββατοκάμαρής της, μοι ενεχείρησεν μικρόν τινα σάκκον εντός του οποίου υπήρχον μερικά κοσμήματα, δύο φορέματα μεταξωτά, τρία μεσοφόρια με τελείωμα μπιμπίλα, καθώς και έν δερμάτινον πορτοφόλιον εκ δέρματος όφεως χρώματος βαθέως πρασίνου, και με εσχόλασεν από την εργασίαν μου λες και έφταιγα εγώ δια την αθλίαν συμπεριφοράν του ερωμένου της. Τι σου είναι οι άνθρωποι! Σε τίποτα δεν τό'χουν να σε πετάξουν στο δρόμο.

Το τραύμα το οποίον έλαβεν η ψυχή μου από την αχαρακτήριστον συμπεριφοράν της μαντάμ Φώφης είχεν αντίκτυπον εις την διάθεσίν μου, έπεσα εις βαθείαν κατάθλιψιν σκεπτομένη την ματαίωσιν του ταξιδίου εις Μασσαλίαν και την εξεέλιξίν μου εις πουτάνα πολυτελείας με ιδιόκτητον οίκον εν τω εγγύς μέλλοντι. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, ηναγκάσθην να συμβιβαστώ με τα τρέχοντα ισχύοντα και ήρχισα να μελετώ μετά πάθους, ούτως ώστε να αναπληρώσω τα κενά. Το ευτύχημα είναι ότι ο νους μου γίνεται ξουράφι όταν το θέλω, έτσι ετελείωσα με άριστα και διαγωγήν κοσμιωτάτην το όγδοον εξατάξιον Γυμνάσιον Κολιάτσου. Ημουν πλέον μία δεσποινίς ετών είκοσιν, δεδομένου ότι είχα μείνει στάσιμος δύο έτη λόγω επιπλοκής των αμυγδαλών μου, αλλά αυτή η ηλικία είναι η πλέον ώριμος ώστε να αποφασίζει ο άνθρωπος δια το μέλλον αυτού. Τα κοσμήματα, τα φορέματα και τα μεσοφόρια τα επώλησα εις μίαν καθηγήτριάν μου ελαφρώς ψωνάραν με τα είδη πολυτελείας, λέγουσα εις αυτήν μίαν πονεμένην ιστορίαν περί πτωχών συγγενών οίτινες ξεπουλούν το βιος τους λόγω ανεχείας, και το ποσόν κατέθεσα εις τον λογαριασμόν μου. Ημουν αρκετά πλουσία ως εικοσαετής απόφοιτος Γυμνασίου και ησθανόμην αρκετά δυνατή.

Εις την οικίαν μου ουδείς είχεν αντιληφθεί τι επαιζόταν τα δύο τελευταία χρόνια εις το χορόδραμα της κωμικοτραγικής μου ζωής, σχεδόν ούτε η αφεντιά μου το είχεν καταλάβει εις βάθος. Είχον την βεβαιότητα ότι ευρισκόμην εις την ορθήν οδόν της επιτυχίας, επειδή οι γονείς μου τα πάντα τα υπελόγιζαν με την χρηματικήν κλίμακα. Κατείχα ικανόν αριθμόν τραπεζογραμματίων, άρα ήμουν αρκετά πλουσία, άρα και αρκετά επιτυχημένη. Αυτό το οποίον καλείται "ηθική φθορά" δεν με είχεν εγγίσει ουδαμού, άλλωστε με το πρεσσάρισμα του αουτσάϊντερ, χάρις εις το οποίον επέτυχα την ηρωϊκήν μου έξοδον από τας βασικάς σπουδάς, είχον αποκτήσει και ένα λούστρο μορφώσεως επιπλέον. Εκείνην την εποχήν, το απολυτήριον του Γυμνασίου -Λυκείου λέγεται σήμερον- ήτο ικανόν ίνα κατακτήσει ένας νέος άνθρωπος μίαν θέσιν ικανώς αμοιβομένην εις τον δημόσιον ή τον ιδιωτικόν τομέα. Προετοίμησα τον δημόσιον, προς μεγάλην ευχαρίστησιν της εμής οικογενείας. Το υπουργείον Εσωτερικών προεκήρυξε θέσεις τινάς γραμματέων και δακτυλογράφων, εξητάσθην, επέτυχον και προσελήφθην κατά μήνα Απρίλιον -ολίγον προ του Πάσχα.

Σκέτο μπουρδέλο το Υπουργείον, ηυρέθην κολυμβώσα εις γνωστά ύδατα, πασίγνωστα μάλλον, διότι το ήμισυ τουλάχιστον των υπαλλήλων ετύγχανον παλαιοί μου πελάται, καθώς και η πλειονότης των επισκεπτών του Υπουργείου, όθεν εστί μεθερμηνευόμενον, ότι συνέχισα μετά πάσης ελευθερίας να εφαρμόζω την παροιμίαν "παλιά μου τέχνη κόσκινο" και να διάγω βίον ανέφελον και πολλά αγαθά αποφέροντα. Ζωή και κότα, οπού λέγουσιν, με μόνην διαφοράν ότι η κότα δεν ήμουν εγώ. Η κότα η μεγάλη ήταν ο κύριος Παρλαβούρας ο διευθυντής της Υπηρεσίας μου, συνοδευόμενος από πλείστα όσα κοτόπουλα -υπαλλήλους και επισκέπτας κυρίως- τα οποία εμαδούσα δια της μεθόδου την οποίαν εγνώριζα λίαν καλώς. Εγώ ήμουν, και εξακολουθώ να είμαι η Ζωή.

---------
ΣΗΜ. Γράφτηκε σήμερα -μονοκοντυλιά σε 3 ωρίτσες- λόγω αναγκαστικής αγρυπνίας. Οταν ξεκίνησα να γράφω, δεν είχα ιδέα πού θα καταλήξω, όπως συμβαίνει πάντα ως τώρα. Πλάκα δεν έχει;
__________________
μεταφέρθηκε από εδώ γιατί νομίζω ότι αυτή η θέση είναι πιο κατάλληλη.

19 Απρ 2017

Oι Κατερίνες και το ψάρι

Ηταν μια Κατερίνα που δούλευε στο φούρνο και ήταν πεντάμορφη, έσφυζε από νιάτα και υγεία, ένα τσακ νά 'κανες πάνω στο δέρμα της το κάτασπρο και τεντωμένο και δροσερό και λες πως, αν το άγγιζες, δε θα χρειαζόταν να ξαναπιείς σε όλη τη ζωή σου. Είχε κόκκινα μαλλιά μακριά που πετούσαν ελεύθερα ένα γύρω και σάρωναν ξαφνικά τον αέρα, όταν άλλαζε κατεύθυνση στο πρασινόγκριζο βλέμμα της.

Τη γνώρισα όταν πήγα για ψήσιμο το ψάρι. Ενα ψάρι στρουμπουλό κι ασημένιο, τυλιγμένο σε λαδόκολλα κι αλουμινόχαρτο, να ψηθεί στο φούρνο της γειτονιάς για να μη μυρίσει το σπίτι ψαρίλα. Κάθε που πήγαινα στο φούρνο, η Κατερίνα λες και με περνούσε από ρεκτιφιέ. Το κέφι μου έφτιαχνε στο πιτς φιτίλι, το γέλιο της σαν νά 'ταν κολλητικό. Το ίδιο θα σκεφτόταν κάθε άντρας στην ηλικία μου, αλλά αυτό δεν είχε περάσει από το νου μου -τότε. Ηταν στα είκοσί της και 'γώ στα εικοσπέντε μου, άρτι απολυθείς του στρατεύματος και άνευ σταθερής εργασίας, θα κάναμε το τέλειο ζευγάρι λέμε, αν δεν την πλεύριζε ο μηχανικάκιας της απέναντι υπόγας, ένας μπαρμπούλης ψαρομάλλης γύρω στα σαράντα κάτι. Αυτός της φούσκωσε τα μυαλά και η Κατερίνα, αχ, γράφτηκε σε μια δραματική σχολή της πλάκας να γίνει ηθοποιός του θεάτρου.

Κάθε που σχόλαγε απο την οχτάωρη ορθοστασία του φούρνου και πριν πάει στη Σχολή, πέρναγε από το γραφειάκι του τυπά να δανειστεί βιβλία λογοτεχνικά να καλλιεργήσει το πνεύμα της και, βάζω στοίχημα, ότι ο μπάρμπας όλο και κάτι θα σούφρωνε από το καλλιεργημένο της κορμάκι. Τι κορμάκι δηλαδή, κορμάρα ήταν η Κατερίνα, ζουμερή κορμάρα με τέλειες αναλογίες λέμε. Μεταξύ μας, έσκασα που δεν πρόλαβα να παίξω τον κηπουρό σε αυτό τον Παράδεισο και να κατοικήσω μέσα του δια βίου, που λένε, αλλά έτσι είναι με τους νέους κι άβγαλτους άντρες. Διστάζουμε, να πάρει!

Πέρασαν κάτι χρόνια και τη συνάντησα στο δρόμο, κοντά στο καινούργιο μου σπίτι. Σουρωμένο το πρόσωπο, τα μαλλιά κατσιασμένα, τα μάτια ανήσυχα να παίζουν πέρα δώθε, το κορμί μαραγκιασμένο αλλά λεπτό -τάχα μου, τι λεπτό, πετσί και κόκκαλο-, οι κινήσεις της αγχωμένες, της είπα πως γράφω στην εφημερίδα, με ρώτησε αν γνωρίζω συγγραφείς, της είπα πως όλο και κάτι γίνεται, μου έδωσε το τηλέφωνό της αν ακούσω για κάνα θεατρικό ή κάνα βίντεο, είπα πως θά 'χω το νου μου, με ευχαρίστησε και χωρίσαμε. Γύρισα να την ξανακοιτάξω, να μαντέψω πού να είχε πάει εκείνο το γάργαρο σαν καταρράχτης γέλιο της, μπορεί και νά 'χε χαθεί κάτω από τα βήματά της που έσκαφταν την άσφαλτο όπως έτρεχε να διασχίσει το δρόμο.

Πάνω από δεκαπέντε χρόνια είναι που μετακόμισα στη γειτονιά όπου κατοικώ τώρα και μόλις σήμερα πρόσεξα την Κατερίνα που δουλεύει στο φούρνο της πλατείας. Κοντούλα και ζουμερή, τριανταπέντε πάνω κάτω, κοκκινωπό μαλλί με ανταύγειες, φωνή μπάσα κι ένα γέλιο θεϊκό, με εξυπηρέτησε πρόθυμα αν και είχε τελειώσει το αγιορείτικο καρβελάκι που ψωνίζω συνήθως, ένεκα η ώρα. «Αργήσατε πάλι» μου είπε, «να σας φυλάξω γι αύριο;» ρώτησε στο καπάκι, την παρακάλεσα να μου φυλάξει, έγραψε τ' όνομά μου σ' ένα χαρτάκι και το κόλλησε στην ταμειακή μηχανή, τη ρώτησα αν ψήνουν ψάρι στο χαρτί, με διαβεβαίωσε πως ναι, αλλά να το πάω γύρω στις έντεκα που θά 'χει πάψει να βγαίνει ψωμί, είπα ότι θα το φροντίσω και γύρισα σπίτι.

Σαράντα κάτι εγώ, λογάριασα με το νου μου, σταθερή δουλειά έχω για την ώρα, αλλά και να τη χάσω δεν τρέχει τίποτα θα βρω άλλη, Κατερίνα όμως έχω καιρό να ξαναβρώ άραγε; Πετάχτηκα στα γρήγορα χωρίς να το πολυσκεφτώ, έτρεξα στην πλατεία, μπήκα στο φούρνο, η Κατερίνα δεν ήταν στο πόστο της, τη ζήτησα, «μόλις έφυγε, θα την προλάβετε στη στάση» μου είπαν, την πρόλαβα, την πήρα για ένα καφέ στο κοντινό μπαράκι, τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, παντρευόμαστε, πετάω πετάω πετάω!!!

-------------
ΣΗΜ. Η ιστορία ατάκα κι επιτόπου, ανέβηκε στις 8-3-2007 από τη Rodia στο ΦιλοξενείοΦιλοξενείο
------------
Σχόλια: 
anonymous_bythelake said...
Άντε και καλούς απογόνους.
8 Μαρτίου 2007 - 12:25 π.μ.
 A.F.Marx said...
Πάνος Τούντας said:

Όταν περνώ για να σε ιδώ
αχ πώς με βασανίζεις
έχεις κεφτέδες στη φωτιά
αχ, Κατερίνα μου γλυκιά
και γλυκοτηγανίζεις

Αμάν Κατερίνα μου
κούζουμ Κατερίνα μου
τα παραπονάκια μου θέλω να στα πω
μάτια σαν τα κάστανα
μ' έβαλαν στα βάσανα
κι όλο από την πόρτα σου θέλω να περνώ
8 Μαρτίου 2007 - 10:32 π.μ.
 
Filoxeneio said...
Και η Αλίκη άδει: Βγαίνει η Κατερίνα τσάρκα στην Αθήνα :)
Ροδιά μου καλώς μας ήρθες ..
8 Μαρτίου 2007 - 11:45 π.μ.
 
Αλεπού said...
Κατερίνα, κατερινάκι
είσαι της ζωής τ' αεράκι
που έλεγε κι ένα παλιό τραγουδάκι.

Ωραίο άνεμο φύσηξες Ροδιά με την ιστορία σου, ανοιξιάτικο!
8 Μαρτίου 2007 - 12:33 μ.μ.
 
Olyf said...
....κι άμα σε ρωτάνε πετάει τό ψάρι; πετάει πετάει νά λες..λαχτάρα και σήμερα rodia μας :)
8 Μαρτίου 2007 - 12:37 μ.μ.
 
mpampakis said...
Πω-πω-πω, μύρισε φρεσκοψημένο ψωμί εδώ μέσα! :^)

(είναι όμως κάποια επαγγέλματα που είναι ξεδιάντροπα και δροσερά σέξυ, σωστά;)
8 Μαρτίου 2007 - 12:39 μ.μ.
 
dimitris-r said...
Ωραία!
Είχαμ' "ένα ψάρι στρουμπουλό κι ασημένιο", έναν που "στάθηκε αναποφάσιστος στη σωστή την ώρα", και μια Κατερίνα που το "δέρμα της το κάτασπρο και τεντωμένο και δροσερό (δεν δόθηκε σε διστακτικούς)...νέους κι άβγαλτους άντρες".
Και τί παίρνουμε στο χέρι; μια "κοντούλα και ζουμερή" (ένα ψάρι;), "τριανταπέντε πάνω κάτω, κοκκινωπό μαλλί με ανταύγειες"
Κι έτσι ο "κατερινάκιας" ο ...ψεκάστε, σκουπίστε, τυλήχτε τη φουρναροπούλα στο λαδόχαρτο... τύπος, απέδειξε κι ας ήταν και χωρίς να το πολυσκεφτεί πως "κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει".

Τσιπούρα μάλλον το πρώτο ψάρι, το δεύτερο δεν προέκυψε. Μας κρύψατε και τη συνταγή...
Απολαύσαμε όμως ένα κείμενο, που μοσχομύρησε ως εδώ κάτω στα μέρη μας, τα παράλια, μ' όλα του τα λαδολέμονα και τις φρεσκοτριμένες ρίγανες.
8 Μαρτίου 2007 - 5:30 μ.μ.
 
Στέφανος said...
Γειτονιά μύρισε και απλότητα.
Δουλειά ανθρώπινη και μεγαλωσύνη.

μας τύλιξες σε μιά (λαδό) κόλα χαρτί και μας έψησες σαν ψάρι σε χείλια :-)
Και μοσχομύρισε η γειτονιά!

Μαυρόασπρη παλιά Ελληνική ταινία μου θύμισε

Ευχαριστούμε
8 Μαρτίου 2007 - 6:45 μ.μ.
 
Χαρτοπόντικας said...
Τελικά ψάρι του έψησε;;;
9 Μαρτίου 2007 - 7:58 π.μ.
 
Rodia said...
Καλημέρα παιδιά!:-)
Ευχαριστώ που μπήκατε στον κόπο να σχολιάσετε την ιστοριούλα μου. Ταλαντεύτηκα μεταξύ μιας ιστορίας γκραν γκινιόλ -ξέρετε, αίματα, παράδοξο, κλπ- και μιας ιστορίας καθημερινής, σαν αυτές που σκαρώνει η ζωή. Είναι συρραφή τριών ιστοριών και μερικές φράσεις είναι απολύτως αληθινές. Οι Κατερίνες υπάρχουν, το ψάρι υπάρχει, η δραματική σχολή υπάρχει. Αυτό που πρόσθεσα είναι ο συνδετικός κρίκος, ο αφηγητής δηλαδή.
Γνωρίζω πως είναι μια βιαστική αφήγηση, αλλά δεν ήθελα να της δώσω μεγαλύτερη έκταση -την αντιμετώπισα ως δείγμα γραφής κι αν δεν βγήκε το καλύτερο, ε, δεν πάμε για το Νόμπελ!
Χαίρομαι που έδωσε μυρωδιές και άνοιξη, το μόνο που ήθελα κατά βάθος είναι να δώσω ένα σήμα στα μοναχικά παληκάρια μας, ότι η ζωή είναι ανοιχτή για τους τολμηρούς -παντού!!!

:-)) σμουτς! σε όλους

(να επανέλθω για αναλυτικές απαντήσεις ως είθισται?)

..αν έγραφα σήμερα, θα έγραφα ένα ποιηματάκι..
9 Μαρτίου 2007 - 11:11 π.μ. 
 
aeipote said...
Άψογο και. . . Κατερινάτο
[Ας πάει και το παλιόψαρο!]

Καλό Βράδυ.
12 Μαρτίου 2007 - 8:36 μ.μ.

12 Μαρ 2015

Ο ΛΕΚΕΣ (Απόγνωση)


Χύθηκε κυριολεκτικά. Πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στο μονό κρεβάτι του ξενοδοχείου, ένοιωσε σαν ένας πελώριος λεκές. Ένας λεκές παχύς και πηχτός, με ακαθόριστο σχήμα, όπως είναι τα νησιά στο χάρτη περίπου, άχρωμος εντελώς. Ένας παχύρρευστος λεκές, που ξεχείλιζε και χυνόταν σα σεντόνι τσαλακωμένο στα πλάγια του κρεβατιού. Έτσι ακριβώς ένοιωσε, σα να χύθηκαν τα μυαλά του, σα να ήταν ολόκληρος ένα χυμένο μυαλό. Τώρα κατάλαβε πλέον που τον οδηγεί η μοίρα του. Στην απόλυτη μοναξιά. Γιατί που αλλού είχε να πάει παρά σ’ ένα ξενοδοχείο; Ακριβό, φτηνό, έχει καμιά σημασία; Σημασία έχει πως βρισκόταν τώρα εδώ, εντελώς μόνος, όπως μόνος προέβλεπε πως θα 'ταν πια στην υπόλοιπη ζωή του.

Η Μάγδα είχε φύγει το ίδιο πρωί μαζί με τα παιδιά για τη χώρα της. Τό 'γραφε στο σύντομο σημείωμα που άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Να μη τη γυρέψει του 'γραφε, δε θα ξαναγύριζε πίσω, ούτε ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της, αρκετά είχε τραβήξει μαζί του. Τα παιδιά μικρά ήταν, θα συνήθιζαν άλλον για πατέρα τους, αν αποφάσιζε να τους χαρίσει ένα πατέρα –τέτοιοι άχρηστοι που είναι σήμερα οι άντρες.
Μα τόσο πολύ βλάκας ήταν θέ μου, τόσο παρωπιδιασμένος; Κάθε μέρα που περνούσε μαζί με την οικογένειά του, του φαινόταν όμορφη και γεμάτη ζωντάνια. Έπαιζε με τα παιδιά πάνω στο χαλί, έβαζε την αγαπημένη του μουσική μόλις γύρναγε στο σπίτι –και τί σπίτι! Σωστό παλατάκι στα βόρεια προάστια είχε στήσει. Με κήπο, με σιντριβάνι, με σπιτάκι για τη Μπέλλα τη σκυλίτσα –το θηλυκό λυκόσκυλο- που την πήρε κι αυτή μαζί της η κακούργα. Όχι όμως, όχι μίσος, είπε μέσα του. Τι ωφελεί να μισήσω; Το θέμα είναι να σκεφτώ. Να καταφέρω να σκεφτώ... Ούτε να κλάψει μπορούσε. Όχι επειδή «οι άντρες δεν κλαίνε» δεν είχε αναστολές πάνω σ' αυτό. Είχε φάει όμως τόσο απότομα την κεραμίδα που στέγνωσε η ψυχή του.

Κάποτε συνήλθε κάπως και το κατάλαβε επειδή αισθάνθηκε ν' ακουμπάει κάπου το σώμα του. Ένοιωσε το στρώμα κάτω απ' τις παγωμένες του παλάμες και κατάλαβε πως «κάπου» βρίσκεται. Όμως δεν ήταν έτοιμος ακόμα να σηκωθεί. Ήθελε να μείνει έτσι χυμένος μέχρι να σκεφτεί κάτι, να ξέρει το λόγο για τον οποίο θα 'πρεπε να σηκωθεί. Για πρώτο βήμα άνοιξε σιγά σιγά ένα μάτι, αυτό που δεν ήταν βουτηγμένο στο στρώμα του κρεββατιού. Απέναντι απ’ το μάτι αυτό ήταν το παράθυρο. Εξω απ’ το παράθυρο ένα κλαδί γυμνό απο φύλλα –το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, Νοέμβρης κιόλας. Ενα μικρό πουλάκι στεκόταν απέναντι απ’ το μάτι του και τσιμπούσε κάτι τι ή ακόνιζε το ράμφος του. Ενας λόγος ακόμα για να μείνει ακίνητος: Μη τρομάξει το πουλάκι. Εκείνο ούτε πού 'χε πάρει χαμπάρι πως ένας άνθρωπος εντελώς απελπισμένος βρισκόταν πίσω απ' το τζάμι, όπου καθρεφτίζονταν τα γκριζοπράσινα φτεράκια του. Έστριβε το κεφαλάκι του δώθε κείθε ανέμελο, χωρίς να νοιώθει κίνδυνο –και γιατί να νοιώσει άλλωστε;

Έστριψε κι αυτός ολόκληρο το κεφάλι του προς το παράθυρο, να παρατηρεί και με τα δυο του μάτια το πλασματάκι αυτό που ζούσε ελεύθερο στη φύση, χωρίς ευθύνες και υποχρεώσεις και καθήκοντα κι όλ' αυτά που καταφέρνουν και βαραίνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αποφάσισε να σηκωθεί. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και στάθηκε στα πόδια του, που τον οδήγησαν στο νιπτήρα. Μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ένα βιαστικό κοίταγμα στον καθρέφτη... Πως ήταν έτσι, θε μου, ανατσουτσουριασμένος, με τα μαλλιά κάγκελο, μια κατακόκκινη μύτη απ’ το πατίκωμα –τόση ώρα μπρούμυτα- το δέρμα του προσώπου σα χαρακωμένο; Τρόμαξε κι έψαξε γρήγορα για το χαμόγελό του. Μια δυο, προσπάθεια στην προσπάθεια, η στραβή γκριμάτσα κάπως πήγαινε προς χαμόγελο επιτέλους!

Σήκωσε τον κορμό και τέντωσε τα χέρια στην έκταση, μετά ανάταση κι έκταση ξανά, σπρώχνοντας τις πλάτες προς τα πίσω. Αν κατάφερνε να βγάλει και τον αναστεναγμό που τον έπνιγε θα 'νοιωθε σίγουρα καλύτερα. Ξανά νερό στο πρόσωπο, ήθελε κούρεμα το μαλλί, τώρα το πρόσεξε, να μια καλή ιδέα! Θα πήγαινε να κουρευτεί. Έστρωσε τα ρούχα του πάνω στο κορμί του, καλύτερα να 'βγαζε το σακάκι, παραήταν τσαλακωμένο. Στο σάκο του είχε ένα παλιό μπουφάν. Το φόρεσε και βγήκε σφυρίζοντας απ' το δωμάτιο. Άφησε το κλειδί στη ρεσεψιόν και βγήκε κι απ' το ξενοδοχείο. Περπατούσε αρκετή ώρα κάτω απ' τα δέντρα του πάρκου όταν κατάλαβε κι ο ίδιος πως εξακολουθούσε να σφυρίζει... 
________________________________
ΣΗΜ1. πρωτοανέβηκε εδώ: http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=285
ΣΗΜ.2. έτσι φανταζόμουν την απόγνωση το 2003.. εκεινη την παλιά μυθική εποχή! 

26 Μαΐ 2010

Διαχειρίστριες του θανάτου


Η Ελίζα έτριβε με οινόπνευμα τα μουδιασμένα πέλματα του Μάκη, όταν εκείνος άφηνε την τελευταία του πνοή. Ο παιδικός της φίλος ήταν κατάκοιτος εδώ και δυο χρόνια περίπου, μετά από ένα γλύστρημα σε αγώνες σκι. Ο λαιμός του είχε σπάσει, το κορμί του είχε παραλύσει σχεδόν εντελώς, και ήταν θαύμα πως συνέχισε να ζει μετά απο αυτή την αεροπλανική τούμπα. Μόνο το δεξί του χέρι μπορούσε να κινεί, κι αυτό αδέξια.

Η Ελίζα είχε σταθεί στο πλάϊ του, όλο αυτό το διάστημα, σαν αδελφή και σα μητέρα, μια και ο Μάκης δεν είχε γονείς ούτε άλλους συγγενείς και η λύση του ασύλου δε θα ταίριαζε καθόλου σε ένα νέο άνθρωπο, εξαιρετικά δραστήριο μέχρι την τραγική μέρα του δυστυχήματος.

Τρίβοντας λοιπόν τα άχρηστα πέλματα του φίλου της του Μάκη, κάτι που συνήθιζε να κάνει κάθε απόγευμα για να βοηθάει την τόνωση του κυκλοφορικού του, ένοιωσε σαν κάτι να κινείται, τους τένοντες να τεντώνονται, και λαχτάρησε. Μόλις ήταν έτοιμη να φωνάξει «ζήτω» πιστεύοντας πως η ζωή ξαναγύριζε στα απονεκρωμένα μέλη. Η ζωή όμως την ξεγέλασε κι έφυγε μακριά, αφήνοντας οριστικά ολόκληρο το σώμα εντελώς άψυχο. Η Ελίζα το κατάλαβε δυστυχώς ένα δευτερόλεπτο αργότερα, όταν σήκωσε το βλέμμα προς το πρόσωπο του αγαπημένου της φίλου και, παρατηρώντας το δικό του, αντίκρυσε μια παγωμένη ματιά στυλωμένη στο πουθενά.

Η αίσθηση του θανάτου, που πέρασε ακριβώς δίπλα της χωρίς να την αγγίξει, ήταν σαν ένα μαγικό και έξοχο ξάφνιασμα για την Ελίζα. Δεν αισθάνθηκε τον παραμικρό φόβο. Ισα ίσα, μια μεγάλη χαρά γέμισε την καρδιά της μέχρι τα μπούνια. Από τότε, δεν έπαψε να προσφέρει αφιλοκερδώς -και με άπειρη ευχαρίστηση μάλιστα- τις υπηρεσίες της σε πάσχοντες κάθε είδους, με φανερή προτίμηση σε εκείνους που τα ψωμιά τους φαίνονταν λίγα. Μόλις ο τυχών τραυματίας ή βαρειά ασθενής άρχιζε να αναρρώνει, η Ελίζα χανόταν απο την καρέκλα δίπλα στο κρεββάτι του πόνου.

«Εξις Δευτέρα φύσις» λέει το παλιό ρητό, που είχε απόλυτη εφαρμογή στην περίπτωση της νεαρής γυναίκας. Κάθε απόγευμα επισκεπτόταν νοσοκομεία και κλινικές ως αδελφή ειδικευμένη να παρέχει τις στερνές ανακουφιστικές υπηρεσίες σε ετοιμοθάνατους -άνδρες ή γυναίκες, αδιάφορο. Με τον καιρό απέκτησε μια ιδιότητα παράξενη, να μαντεύει την παρουσία του θανάτου, αν ο θάνατος δηλαδή βρισκόταν κάπου εκεί κοντά ή αν είχε φύγει οριστικά η απειλή του απο το πλευρό του νοσηλευόμενου. Τόσο εξαπλώθηκε ως δια μαγείας η φήμη της, που τη ζητούσαν οι διάφοροι συγγενείς για να τους πληροφορήσει περί της πορεία της υγείας του δικού τους ανθρώπου. Δεν πάει νά ’λεγαν οι γιατροί πως ο άρρωστος όπου νά ’ναι πεθαίνει, αν η Ελίζα είχε διαφορετική γνώμη, την έδειχνε με την αποχώρησή της απο το δωμάτιο της εντατικής, οπότε, οι συγγενείς αναθαρρούσαν. Οπου όμως η Ελίζα παρουσιαζόταν, οι συγγενείς ανατρίχιαζαν και περίμεναν με αγωνία μια πιθανή δυσμενή εξέλιξη.

Κάποιες φορές, την πλησίαζαν κιόλας προσφέροντάς της χρήματα για να διώξει μακριά το θάνατο, επειδή πίστευαν στ’ αλήθεια -μέσα στην απόγνωσή τους- πως είχε πράγματι κάποια δύναμη υπερφυσική, πως μπορούσε να συνομιλεί μαζί του, πως μπορούσε να τον αποτρέψει ή να τον καθυστερήσει. Ακόμα, κάποτε κάποτε, την παρακαλούσαν να παζαρέψει μαζί του τον ακριβή χρόνο αναχώρησης του υποψήφιου νεκρού, ώστε να προλάβει εκείνος να τελειώσει κάποιες υποχρεώσεις πριν αφήσει τα εγκόσμια. Η Ελίζα είχε συνηθίσει πλέον να την τριγυρίζουν αυτές οι ανόητες πεποιθήσεις, και, πιστή στο λειτούργημά της, δεν έδινε καμμιά σημασία στο οικογενειακό περιβάλλον των ασθενών. Αφοσιωνόταν στα αδύναμα σώματα με κάθε ειλικρίνεια, και πάντα χωρίς να δέχεται να εισπράξει το παραμικρό.

Πέρασαν πολλά χρόνια απο τότε που η Ελίζα, τρίβοντας τα μουδιασμένα πέλματα του φίλου της του Μάκη, αντιλήφθηκε τη ζωηρή παρουσία του θανάτου που πέρασε απο δίπλα της. Πήρε σύνταξη απο την εργασία της -ήταν υπάλληλος τραπέζης- και πήγαινε και τα πρωϊνά πλέον στα νοσοκομεία και τις κλινικές. Οπως ήταν φυσικό, δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει οικογένεια. Ισως, επειδή ο θάνατος ήταν τόσο οικείος γι αυτήν, να μη θέλησε να μπερδέψει στα πόδια του ανθρώπους πολυαγαπημένους της, μη τυχόν και τον κάνει να ζηλέψει δηλαδή και τους πάρει από κοντά της. Ποιος ξέρει... Ισως πάλι να αγάπησε, να ερωτεύτηκε πραγματικά το θάνατο, οπότε, με έναν απτό σύζυγο θα απιστούσε σε εκείνον, τον άϋλο μοναδικό δυνάστη της καρδιάς της.

Η Ελίζα έζησε πάρα πολλά χρόνια και πέθανε με ένα ζωηρό χαμόγελο στα χείλη. Τη βρήκαν καθισμένη στην πέτσινη πολυθρόνα της, όπου συνήθιζε να ξεκουράζεται τα μεσημέρια, όταν επέστρεφε απο τις καθημερινές της περιήγησεις στα πονεμένα κρεββάτια των νοσοκομείων. Μονάχα ο θάνατος είχε τη δύναμη να τη σταματήσει απο αυτή την -τόσο ενδιαφέρουσα για εκείνην- απασχόληση.

Λίγο μετά την αποχώρηση της Ελίζας απο τη ζωή, μια νεαρή κοπέλλα έκανε αισθητή την παρουσία της στα νοσοκομεία. Η Ξανθή είναι υπάλληλος τραπέζης και τα απογεύματα επισκέπτεται ανελλιπώς τις μονάδες εντατικής παρακολούθησης ως αδελφή-επισκέπτρια. Δεν έχει καμμιά ιδιαίτερη πίστη σε υπερφυσικά φαινόμενα ούτε ανήκει σε κάποια ομάδα ή φιλανθρωπικό σύλλογο -όπως ακριβώς και η Ελίζα. Πρέπει να αποκλειστούν λοιπόν οποιεσδήποτε κοινωνικές ή μεταφυσικές επιδράσεις και καταναγκασμοί.

Συζητώντας μαζί της, κάτι σπάνιο μια και αποφεύγει τις συζητήσεις, διαπίστωσα πως αγνοούσε τελείως την ύπαρξη της προκατόχου της σε αυτό το δύσκολο αντικείμενο, οπότε, δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να είχε εμπνευστεί απο εκείνη το ενδιαφέρον για τους ετοιμοθάνατους ασθενείς και τραυματίες. Μένει λοιπόν μετέωρο το ερώτημα: Τι είναι εκείνο που έλκει μια γυναίκα στη «συντροφιά» του θανάτου; Πόσο ερεθιστική είναι η άϋλη -μα και τόσο δυναμική- παρουσία του; Υπάρχει άραγε τόσο πολλή ζωή μέσα στις γυναίκες αυτές που πλησιάζουν το χώρο του θανάτου; Τι είναι αυτό που τις σπρώχνει να κάνουν ό,τι η πλειοψηφία των ανθρώπων συνειδητά αποφεύγει; Δεν άντεξα τον πειρασμό να τη ρωτήσω ευθέως αυτό το τεράστιο «γιατί;» και η απάντησή της, που δόθηκε αβίαστα, ήταν: «Επειδή μου αρέσει».

Στον αντίποδα του πολέμου βρίσκονται οι γυναίκες αυτές, που κυκλοφορούν με άνεση ανάμεσα σε τραυματίες με σακατεμένα μέλη, τσακισμένα ανθρώπινα σκαριά, που περιποιούνται σάρκες αποφλοιωμένες και πληγές ανοιχτές, χωρίς να λιποθυμούν στη θέα του αίματος που αναβλύζει άφθονο, κατακόκκινο και πηχτό, σα ντοματόζουμο. Απο τη μια πλευρά ο πόλεμος, η αρρώστεια, τα δυστυχήματα, η αποτρόπαιη σκληρότητα δηλαδή της ζωής που αποσύρεται, και απο την άλλη η ψύχραιμη αντιμετώπιση των δεινών αυτών και η ήρεμη καθοδήγηση των θυμάτων στο απαλό μονοπάτι του λυτρωτικού θανάτου.

Εχοντας αρνηθεί -τις περισσότερες φορές- να φέρουν ζωή στα σπλάχνα τους και να την αναθρέψουν, οι γυναίκες αυτές διαχειρίζονται το θάνατο, απόλυτα εξοικειωμένες μαζί του. Εχουν νοιώσει καλά το αναπόφευκτο της έλευσής του και γοητεύονται απο τη δυνατότητα, που τους δίνεται πλάϊ στα ανθρώπινα συντρίμμια, να μαντέψουν και να αισθανθούν το αναπάντεχο, βρίσκοντας την ολοκλήρωση και το σκοπό της ζωής τους τη μοναδική αυτή στιγμή που ο θάνατος, με μια μονάχα δρεπανιά, νικά τη ζωή θερίζοντάς τη. Για τις γυναίκες αυτές, το μυστήριο του θανάτου δεν είναι και τόσο μυστήριο όσο το μυστήριο της ζωής, που μάλλον τη φοβούνται και την αποφεύγουν περιφερόμενες μακριά της.
____________________
FIL2506 - και αυτο το ανέσυρα απο τα σκουπίδια του PC. Το εψαχνα καιρο και νομιζα πως ειχε χαθει, οπότε, φαντάζεστε τη χαρά μου που το βρήκα!

13 Νοε 2009

Το κεφάλι στον αέρα


Κόντευε να τελειώσει το ταξίδι. Η ώρα ήταν κιόλας πέντε το απόγευμα. Ενα χειμωνιάτικο σούρουπο στο τρένο, λίγο μετά τη Λαμία. Το ηλικιωμένο ζευγάρι επέστρεφε απο ένα προσκύνημα στα πατρογονικά εδάφη, κάπου στα βόρεια. Είχαν φύγει νέοι απο τον τόπο τους, μορφώθηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, απόχτησαν εγγόνια, όλα στην ώρα τους. Ο Κυριάκος και η Ζωή, ένα κανονικό ζευγάρι, πότε αγαπημένο και κάποτε συγκρουόμενο. Μια μέρα, είπε εκείνος «βρε γυναίκα, θέλω να δω τα μέρη μας πριν κλείσω τα μάτια», έφτυσε εκείνη στον κόρφο της και «πάψε που ετοιμάζεσαι για τον αγύριστο» του απάντησε, αλλά το ταξίδι έγινε και ήταν πολύ πετυχημένο. Συναντήσεις με χωριανούς, μεγάλη συγκίνηση, κεράσματα στο καφενείο, όλα καταπώς πρέπει, όπως πάντα.

Εμειναν μια βδομάδα ολόκληρη στο χωριό, τριγύρισαν και στις κοντινές εξοχές, αντίκρυσαν τις κορφές των βουνών να ριγούν στο βλέμμα τους, έβρεξαν τους αστραγάλους στα νερά τα παγωμένα του χείμαρρου που είχε κιόλας ξεχειλίσει, όλα καταπώς τα φανταζόντουσαν. Ψώνισαν και λάδι και ξερά δαμάσκηνα και καλαμποκάλευρο και αλεύρι σταρένιο, καθαρό. Σκέφτονταν και συζητούσαν τι θα έφτιανε η Ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, να δοκιμάσουν γεύσεις ξεχασμένες και αγνές.

Είχαν πιαστεί τόσες ώρες στο βαγόνι -τούκου τούκου, μονοτονία- και βγήκε ο Κυριάκος στο διάδρομο να κάνει ένα τσιγάρο και να ξανακοιτάξει τον ορίζοντα, πέρα μακριά, προς τα μέρη τους. Τα χιλιόμετρα είχαν καταβροχθίσει την απόσταση και τα βουνά του, τα δικά του βουνά, της δικής του πατρίδας, δεν τα διέκρινε πλέον. Ακούμπησε με το αριστερό του χέρι ένα κορδονάκι πάνω από το παράθυρο κι έβγαλε λίγο το κεφάλι έξω, να ξακρύνει καλύτερα.

Ο συρριστικός ήχος του σήματος κινδύνου σηματοδότησε την πτώση του ακέφαλου σώματος που έπεσε σπαράζοντας στη τζαμένια πόρτα του κουπέ. Γέμισε η πόρτα αίματα που ανάβλυζαν σα συντριβάνι. Η Ζωή πρόσεξε το κουστούμι. Ηταν του άντρα της. Ανοιξε την πόρτα και το σώμα γλύστρησε μέσα. Πέρασε απο πάνω του κι έτρεξε στην πόρτα του βαγονιού που ήταν ανοιχτή. Είχε μαζευτεί κόσμος αλλά εκείνη δεν πρόσεξε τίποτε άλλο εκτός απο το κεφάλι του Κυριάκου, που κατρακυλούσε σα μπάλα στα χωράφια. Ετρεξε ξωπίσω του και το άρπαξε σαν καλογυμνασμένος τερματοφύλακας. Κρατώντας το σφιχτά, γύρισε στη θέση της, παρακάμπτοντας τον κόσμο. Το έφερε στο σώμα, το ακίνητο, και προσπαθούσε να το συγκολλήσει.

Οι επιβάτες κι ο ελεγκτής προσπαθούσαν να την αποσπάσουν απο το μακάβριο τρόπαιό της. Μάταια. Το τρένο ξαναξεκίνησε βογγώντας. Η Ζωή έμεινε μόνη στο βαγόνι. Εσφιγγε το άψυχο κεφάλι πάνω στο νεκρό σώμα. Οι άλλοι απέξω, να κοιτάνε. Σε μια ώρα έφτασαν στην Αθήνα. Ηρθε το νοσοκομειακό με φορείο και τραυματιοφορείς. Ηρθε κι ένας γιατρός. Μπήκε στο κουπέ, έδωσε στη γυναίκα δυο χαπάκια και της είπε ότι θα πρόσεχαν, θα έκαναν καλή δουλειά, η επιστήμη κάνει θαύματα σήμερα, και άλλα τέτοια καθησυχαστικά, κι εκείνη να έφευγε, να πήγαινε σπίτι της και να περίμενε ειδοποίηση. Ετσι, έφυγε η Ζωή και πήγε σπίτι να περιμένει τα νέα του Κυριάκου.

Μέσα στην αναμπουμπούλα, ένας αγουροξυπνημένος πετάχτηκε στο διάδρομο παραπονούμενος για την αργοπορία. «Τι έγινε πάλι;» φώναξε, «ποιός μαλάκας τράβηξε το σήμα κινδύνου;» και πήγε να συγυριστεί για να κατέβει.

Ο κύριος που κάπνιζε στο διάδρομο παρέα με τον Κυριάκο, είπε ότι το κεφάλι μάλλον θα κόπηκε απο ένα δέντρο που ξεπρόβαλε άξαφνα, την ίδια στιγμή που εκείνος το έβγαλε από το παράθυρο για να αγναντέψει καλύτερα. «Είδα να ξεπετιούνται αίματα απο το λαιμό, είδα και το σώμα να πέφτει σαν ξερόκλαδο» είπε στην αστυνομία, συμπληρώνοντας «το κεφάλι δεν είδα που πήγε».

Οι υπόλοιποι επιβάτες είπαν «δεν καταλάβαμε τίποτα, μέχρι που είδαμε τη γυναίκα να κρατάει ένα κεφάλι και να τρέχει σαν παλαβή» κι ο ελεγκτής επιβεβαίωσε τα λόγια τους.

«Ποιος τράβηξε το σήμα κινδύνου;» ρώτησε ο αξιωματικός ασφαλείας, όταν πήγαν στο τμήμα οι αυτόπτες μάρτυρες, αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση.

Ενα παιδάκι, που έπαιζε στα χωράφια κοντά στις γραμμές του τρένου, είδε το δυστύχημα. Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι του και είπε στη μάνα του «μάνα, σήμερα είδα ένα κεφάλι στον αέρα», εκείνη του απάντησε «αυτά δε γίνονται, σταμάτα τις ονειροφαντασίες και κάτσε να διαβάσεις».

19 Σεπ 2009

Εκείνη που δεν έκλανε ποτέ

Μια φορά, ήταν μια γυναίκα που δεν έκλανε. Θα μπορούσε να ήταν ένας άντρας που δεν έκλανε, αλλά αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο. Στους άντρες αρέσει να κλάνουν και συχνότατα κάνουν και διαγωνισμό κλανιάς και μάλιστα σε ώρες εργασίας -όταν οι γυναίκες απουσιάζουν, φυσικά. Για τούτο προτίμησα να βάλω μια "γυναίκα που δεν έκλανε" στη μικρή μου ιστορία. Ηδη, τη σκεφτομαι πολύ παράλογη αυτή την ιστορία, μη κάνω όμως και υπερβολές! Ας κρατηθεί μια ισορροπία τεσπα.

Η γυναίκα που δεν έκλανε, είχε διδαχτεί περί κλανιάς απο μικρή ηλικία, από τα νηπιακα της χρόνια. Είχε μάθει δλδ πόσο κακό είναι να κλάνει κανείς, ιδιαίτερα ένα κοριτσάκι που κάποτε θα μεγάλωνε και θα γινόταν μια πεντάμορφη κοπέλα και, αργότερα, μια όμορφη και κομψή κυρία.

Στο σπίτι, τη διαπαιδαγώγηση αυτή την είχαν αναλάβει όλα τα θηλυκά που την περιστοίχιζαν: η μάνα, οι γιαγιάδες, οι θείες, οι ξαδέρφες. Στο σχολείο, οι δασκάλες και οι συμμαθήτριες. Για να κάνει παρέα με ένα κοριτσάκι της ηλικίας της, το πρώτο ερώτημα που έβαζε ήταν «μήπως κλάνεις;» και, σε θετική απάντηση, απέρριπτε τη φιλία, ακόμα και την απλή συναναστροφή, με τέτοιου είδους κορίτσια. Ετσι την είχαν μάθει και της άρεσε κιόλας.

Υπερηφανευόταν γι αυτό το ιδίωμά της. Θεωρούσε ότι ήταν μια εξαιρετική συμπεριφορά, μια δοκιμασία για λίγους και εκλεκτούς, ένας τρόπος που υποδείκνυε την ανωτερότητά της μπροστά στον υπόλοιπο κλανιάρη και, ως εκτούτου, βρωμιάρη κόσμο. Στην αρχή, βεβαια, το συγκράτημα της εξαγωγής των αερίων από το τελευταίο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, ήταν κάτι τι οδυνηρό. Σφιγγόταν, πονούσε, κοκκίνιζε, συστρεφόταν, αλλά πετυχαινε να μη κλάσει. Και καμάρωνε ανακοινώνοντας αρχικά με ζωηρή φωνή το επίτευγμά της «μαμά, δεν έκλασα!» και αργότερα, όταν κατάλαβε ότι αυτό το θέμα είναι ιδιωτική της υπόθεση, καμάρωνε απο μέσα της.

Μεγαλωνε λοιπόν, αλλά παράλληλα φούσκωνε κιόλας. Στα δέκα της χρόνια ήταν ήδη σαν μπαλόνι. Την πήγαν στο γιατρό και εκείνος συνέστησε δίαιτα, φρούτα και λαχανικά και τέτοια. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ότι ήταν εμποδισμένη μια φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού από μια εξαιρετικά προσεγμένη και επίμονη διδαχή, ότι η απαγόρευση της κλανιάς είχε γίνει στη μικρή βίωμα εξ απαλών ονύχων;

Με την αύξηση φρούτων και λαχανικών στο μενού, η κατάσταση επιδεινώθηκε μια και, όπως ξέρουμε, τα φυτικά τρόφιμα παράγουν πολύ περισσότερα αέρια από τα υπόλοιπα. Ετσι, το κορίτσι φούσκωσε περισσότερο. Στα δεκαεφτά ήταν πια ένα τέρας. Το παράξενο για τους συγγενείς και όσους τη γνώριζαν ήταν ότι το βάρος δεν ήταν τόσο που να δικαιολογεί τον όγκο του σώματος. Είχε φυσιολογικό βάρος για το ύψος της, μάλλον προς το αδύνατο θα την έλεγε κανείς αν δεν ήταν τόσο φουσκωμένη.

Ξαναπηγαν στο γιατρό, πήγαν και σε ειδικό διαιτολόγο, αλλά τίποτα. Καμμιά δίαιτα δεν είχε επιτυχία. Η κοπέλα φούσκωνε όλο και περισσότερο. Στα είκοσι πλέον, τα αέρια είχαν διαπεράσει το πεπτικό σύστημα (φαινόμενο διαπίδυσης) και είχαν αρχίσει να διοχετεύονται προς άλλα συστήματα. Πρώτα, έθιξαν το κυκλοφορικό, αρτηρίες και φλέβες γίναν τούμπανο και ακουγόταν το αίμα να ρέει σαν χείμαρρος μέσα τους, ενας θόρυβος που μπορούσε να ακουστεί και από κάποια απόσταση. Μετά, σειρά είχε το νευρικό σύστημα. Τα νεύρα κόντευαν να παραλύσουν, η κοπέλα ένοιωθε ένα διαρκές μούδιασμα και δύσκολα μπορούσε να μετακινηθεί.

Ολα αυτά, τα άντεχε με στωικότητα, μέχρι που τα συμπιεσμένα αέρια έφτασαν να προσβάλλουν το δέρμα, έβρισκαν μια υποτυπώδη διέξοδο από τους πόρους του δέρματος και, μια και είχαν γίνει εξαιρετικά βρωμερά, οι πόροι ανέδυαν μιαν απαίσια οσμή. Κανείς δεν την πλησίαζε κοντύτερα από τα είκοσι μέτρα τουλάχιστον. Ηταν σαν κινούμενος απόπατος -όσο μπορούσε να κινηθεί δηλαδή.

Εντωμεταξύ, η περίπτωσή της είχε γίνει αντικείμενο επιστημονικών συνεδρίων, την παρακολουθούσαν πλέον όχι απλοί γιατροί αλλά καθηγητές πανεπιστημίων και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, αρκετές διατριβές είχαν γίνει επάνω στην παράξενη αυτή και μοναδική ασθένεια. Μέχρι που κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να τη στείλει σε ψυχαναλυτή, στον οποίο εκείνη εμπιστεύτηκε το μεγάλο μυστικό της: «γιατρέ μου, δεν κλάνω, δεν έκλασα ποτέ μου, δεν θυμάμαι δηλαδή να έκλασα ποτέ μέχρι τώρα» του είπε και ο γιατρός κόντεψε να πάθει εξάρθρωση της σιαγόνας από το τρελό γέλιο που τον συντάραξε. Επειδή όμως ήταν καλός γιατρός, αν και ψυχίατρος, συγκρατήθηκε και είπε στην "ασθενή" ότι θυμήθηκε κάποιο ανέκδοτο που του είχαν διηγηθεί την προηγούμενη μέρα.

Ο ψυχίατρος, ναι μεν ήταν καλός γιατρός αλλά ήταν παράλληλα κακός συνάδελφος κι έτσι δεν αποκάλυψε το μυστικό στους συναδέλφους του μελετητές της παράξενης ασθένειας. Ηθελε όλη τη δόξα δική του. Με το μαλακό λοιπόν, χωρίς να βιάζεται καθόλου, συνέχισε τις συνεδρίες με την γυναίκα που δεν έκλανε ποτέ. Ισως να ήταν σκόπιμη κιόλας αυτή η συμπεριφορά, να μη της αποκαλύψει δηλαδή ότι η εξαγωγή των αερίων είναι φυσιολογικό πράγμα και ότι η συγκράτησή τους δεν είναι κανένα κατόρθωμα, γιατί έτσι θα αναποδογύριζε τον κόσμο μέσα στον οποίο είχε ζήσει αυτή η γυναίκα μέχρι τότε και δεν μπορούσε να προδικάσει το αποτέλεσμα ενός τόσο τραυματικού σοκ.

Επίσης, σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο θα έκανε την αποκάλυψή του. Θα έπρεπε να οργανώσει πολύ μεθοδικά την ανακοίνωση που θα έκανε σε ένα διεθνές συνέδριο, να έχει κρατήσει μετρήσεις, στατιστικά στοιχεία, ποσοστά, όλα αυτά δηλαδή που κάνουν μια μελέτη αξιόπιστη. Ετσι, πύκνωσε τις συνεδρίες και έβλεπε τη γυναίκα πολύ συχνά, κάποτε και δυο φορές τη μέρα και δωρεάν μάλιστα, μια και οι οικονομίες της οικογένειάς της κόντευαν να εξανεμιστούν. Δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του με τη μισή αλήθεια, ότι μελετάει εκτενώς και σε βάθος τη περίπτωση και ότι συντομα θα υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Απέκρυψε φυσικά το δικό του όφελος, το ότι θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός ως ο μεγάλος θεραπευτής. Αυτό, άλλωστε, δεν είχε καμμιά σημασία για τη γυναίκα και τους συγγενείς, αφού θα απαλλασόντουσαν απο το χρόνιο πρόβλημα. Θα κέρδιζε ο γιατρός, αλλά θα κέρδιζαν και αυτοί -ιδίως η γυναίκα.

Κάποτε όμως, συμβαίνει να μη θέλει κάποιος να ωφεληθεί αν γνωρίζει πως μαζί με αυτόν θα ωφεληθούν και άλλοι. Ετσι, πολύ καλά έκανε ο γιατρός -δεινός γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς- και δεν ανακοίνωσε πόσο πολύ μεγάλη ωφέλεια θα είχε και ο ίδιος. Σε στιγμές μεγαλοψυχίας μάλιστα, έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται να προσφέρει τμήμα των οικονομικών του απολαβών εξαιτίας της συγκεκριμένης περίπτωσης στη γυναίκα πειραματόζωο. Μπα, μετά από δεύτερη σκέψη το απέρριπτε εντελώς. Ούτε κουβέντα θα έβγαζε απο το στόμα του, ούτε φράγκο απο τη τσέπη του.

Η γυναίκα που δεν έκλανε είχε φτάσει αισίως στην ηλικία των εικοσιτριών χρόνων παρά κάτι και δεν ήταν κι από μάρμαρο. Οι συνεχείς επαφές με το γιατρό ξύπνησαν κάτι που κοιμόταν μέσα της, ένα συναίσθημα ξεχασμένο -καταπιεσμένο ή, μάλλον, άγνωστο- και άρχισε να τον συμπαθεί πολύ. Αλλά και ο γιατρός τη συμπαθούσε, όπως συμπαθεί κάποιος ένα ζωάκι, μια γατούλα ή έναν ελέφαντα. Τον συμπάθησε τόσο πολύ που δεν τον απέρριψε μια μέρα που τον άκουσε να κλάνει. Μάλιστα. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας, ακούστηκε μια ηχηρή κλανιά να σκίζει τη δερμάτινη επένδυση της καρέκλας του γιατρού. Η γυναίκα ντράπηκε για λογαριασμό του, αλλά δεν το έδειξε. Δεν μύρισε και τίποτα, μια και η δική της βρωμερή οσμή σκέπαζε τα πάντα.

«Ακουσες τι έκανα τώρα;» ρώτησε ο γιατρός και κείνη απάντησε «μα, κλάσατε! και μαλιστα θορυβωδώς.» Εκείνος όμως επέμενε λέγοντας «αμόλησα μια ηχηρή πορδή! αυτό έκανα. Για πες κι εσύ τη λέξη "πορδή"» αλλά η γυναίκα «δεν μπορώ, δεν μπορώ ακόμα» είπε. Τελοσπάντων, με τα πολλά, ξεκίνησαν ένα μάθημα γλωσσολογίας περί των ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων, όλων των λέξεων που τριγυρνούν γύρω από την εξαέρωση του πεπτικού συστήματος. Μετά από μερικές συνεδρίες, εκείνη άρχισε να το σκέφτεται στα σοβαρά να επιτρέψει στον εαυτό της να κλάσει έστω για μια φορά.

Αυτή τη σκέψη όμως δεν την είπε στο γιατρό της, που ίσως να λάβαινε κάποια μέτρα, έτσι, μια μέρα, ενώ βάδιζε στο δρόμο προς το ιατρείο, εγκατέλειψε τη συστολή της και επέτρεψε στο κόλον έντερον να εκδηλώσει τη σφοδρή του επιθυμία, αυτό που επιθυμούσε εδώ και χρόνια και ο εγκέφαλος δεν του επέτρεπε να πράξει. Με δυο λόγια, η γυναίκα που δεν έκλανε αμόλησε μια τρομερή πορδή και σείστηκε το σύμπαν γύρω της. Τρίξαν τα τζάμια στα παράθυρα, μέχρι και στα ρετιρέ των πολυκατοικιών. Ο τόπος βρώμισε λες και βράζαν χταπόδι κι ακόμα χειρότερα, σαν να περνούσε το βυτιοφόρο "Ο Αχόρταγος" με ανοιχτό το καπάκι ή σα να κάναν παρελαση τα σκουπιδιάρικα του Δήμου τίγκα στο σκουπίδι.

Εκτός αυτού, η γυναίκα ξεφούσκωσε απότομα, όπως ακριβώς ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι που του αφήνεις ελεύθερο το στόμιο. Ξεφουσκώνοντας, πεταξε ψηλά στον αέρα, έφερε μερικές σβουριχτές βόλτες πηγαίνοντας όλο και ψηλότερα, και στο τέλος χάθηκε στα σύννεφα. Ετσι, έχασε ο γιατρός το αντικείμενο της διατριβής του, η γυναίκα που δεν έκλανε -αλλά τελικά έκλασε- τη ζωή της, οι γονείς τη κορη τους και οι επιστήμονες του διεθνούς συνεδρίου μια εξαιρετική επιστημονική ανακοίνωση.

Εκεί ακριβώς, επενέβη ο παπάς της ενορίας και δήλωσε ότι η γυναίκα που δεν έκλανε ήταν υπόδειγμα ηθικής και σίγουρα πήγε στον παράδεισο -κατευθείαν, χωρίς τη μεσολάβηση του Χάρου. Τη στιγμή μάλιστα που δεν βρέθηκε σώμα για να ταφεί, είχε συμβεί ένα θαύμα. Απλά πράγματα.

_____________________________
ΣΗΜ.1. στους στενόμυαλους αναγνώστες πρέπει να εξηγήσω ότι η ιστορία είναι φανταστική και ότι το πεπτικό σύστημα δεν έχει καμμια σχέση με το κυκλοφορικό ή/και με το νευρικό, καθώς επίσης ούτε και με το δέρμα.
ΣΗΜ.2. στους πιο ανοιχτόμυαλους, συνιστώ να διαβάσουν το κείμενο μεταφορικά, δηλαδή σχετικά με ανθρώπινες συμπεριφορές, κλπ.
ΣΗΜ.3. οι εξαιρετικά ανοιχτόμυαλοι δεν χρειάζονται υποδείξεις. Διαβάζοντάς το, θα το μεταφέρουν σε παγκόσμια κλίμακα σχετίζοντάς το με γεγονότα, φιλοσοφίες, κινήματα, κλπ.
ΣΗΜ.4. γραφτηκε τη νύχτα εδω: -->> htmlhttps://rodiat4.blogspot.com/2009/09/352.html (της νύχτας τα καμώματα...) ;)

1 Σεπ 2009

Γίνεται πίττα χωρίς δυόσμο;

- Θα πάρει καναδυό ωρίτσες να το σενιάρω κερία...
- Μεγάλη η βλάβη, ε; ωχ.. και τι θα...
- Και τι θα κάνεις μέχρι να τελειώσω; Ε, πενήντα μέτρα πιο πέρα εχει ένα μαγαζί... Κάτσε κει να φας και τίποτα κι άμα τελειώσω θα στο φέρω.
- Ετσι, ε;
- Ετσι.
- Και πόσο θα...
- Πόσο θα κοστίσει; Μη σκας, κερία, θα τα βρούμε!

Μετά από αυτή τη σύντομη στιχομυθία, δεν είχα να κάνω κάτι καλύτερο από το να περπατήσω τα πενήντα μέτρα, για να βρω το μαγαζί. Τα μέτρα δεν ήταν ακριβώς πενήντα, μάλλον προς το πέντε φορές πενήντα το πήγαιναν, αλλά το μαγαζί ήταν πράγματι μαγαζί, ένα από αυτά τα παλιά ξεχασμένα μαγαζιά που πουλάνε τα πάντα και συνάμα είναι και καφενεία και ταβέρνες και ουζερί. Στο χωριό-χωρίς-όνομα, όπου είχε διαλέξει να με εγκαταλείψει το σαραβαλάκι μου, δεν περίμενα να βρω κάτι διαφορετικό. Δε λες που ήμουν τυχερή και η βλάβη εκδηλώθηκε σχεδόν μπροστά στο συνεργείο; Λέω. Ημουν πράγματι τυχερή -μέσα στην ατυχία μου, φυσικά!

Φτάνω στο μαγαζί κι απλώνομαι και στις τέσσερις καρέκλες που βρίσκω -χέρια, πόδια, τσάντα- και σε λίγο φανερώνεται μπροστά μου ένας μπάρμπας με τσιμπούκι και κασκέτο, ολόιδιος με το περίφημο πορτρέτο του καπετάνιου, που στολίζει όλα σχεδόν τα κορνιζάδικα.

- Ε, κοπελιά, πώς κι απ' τα μέρη μας; ρωτά ο μπάρμπας και η βαθειά τραγανιστή φωνή του με ξαφνιάζει ευχάριστα.
- Επαθε βλάβη το αυτοκίνητο... ψελλίζω.
- Ε, κι αν έπαθε, θα διορθωθεί! Να σε ψήσω καφέ; Πεινάς; Να σε φέρω λίγη πίττα; Θες κάνα κοψίδι; συνεχίζει να ρωτά απανωτά.
- Ενα καφεδάκι πρώτα και βλέπουμε...
- Και σαν τί να ιδούμε που δεν τό 'χουμε ειδωμένο... μουρμουράει ο μπάρμπας, μπαίνει στο μαγαζί και δεν αργεί να βγει με ένα δίσκο: καφές και πίττα το μενού. Αλλά, τί καφές! Και τί πίττα!

Κάθεται στη καρέκλα απέναντί μου, τραβώντας τη μαλακά, και με χαζεύει να τρώω και να ρουφάω ηδονικά το μαύρο καϊμακλίδικο ζουμί.

- Τη πίττα, εσύ τη φτιάχνεις μπάρμπα;
- Οχι, η κερά μου, η Λιούμπω! απαντάει περήφανα.
- Και πού είναι τώρα η κερά; ρωτάω για να πω κάτι.
- Στα πρόβατα.
- Εχεις και πρόβατα λοιπόν...
- Ε, και ποιος δεν έχει; Από τα πρόβατα ζούμε όλοι εδώ... Το μαγαζί είναι για εξυπηρέτηση.. ίσα ίσα τα έξοδά του βγάζει.. μη νομίζεις...

Δεν νομίζω τίποτα. Δεν έχω σκοπό να μπλεχτώ με ονειροφαντασίες και υποθέσεις. Βρίσκομαι εδώ για να περιμένω να σιαχτεί το όχημα. Τίποτε περισσότερο. Ο μπάρμπας όμως συνεχίζει, σαν να έχει πολύ καιρό να μιλήσει σε άνθρωπο ή σαν να θέλει να λύσει απορίες που νομίζει ότι έχω.

- Εγώ, που λές, τυχαία βρέθηκα εδώ πάνω στα κατσικοπρόβατα. Και τί δουλειά είχα να βρεθώ, λες;

Δεν λέω τίποτα και δεν θέλω να μάθω τίποτα, αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να σιαχτεί σύντομα το σαραβαλάκι, να φύγω από αυτό τον τόπο του πουθενά, αλλά ο μπάρμπας έχει γυρίσει τη μανιβέλα των αναμνήσεων κι έχει βάλει πλώρη στα γερά προς τα πίσω.

- Ταξίδευα στα καράβια, που λες, θερμαστής. Σκληρή δουλειά, πιο σκληρή δε γίνεται. Ψήσιμο κανονικό, αλλά έτσι ήτανε τότε, έτσι δούλευαν τα καράβια, με ατμό και χωρίς κάρβουνο ατμός δε γινότανε. Αλλα χρόνια, άλλη ζωή -μαύρη σαν το κάρβουνο!
- Και μετά, πώς... είπα έτσι, για να πω κάτι, να δείξω πως παρακολουθώ.
- Και μετά, μια μέρα των ημερών, αρραβωνιάστηκε ο Βασιλάκης, ο κολλητός μου. Ο Βασιλάκης μαζί μου στο καράβι κι η αρρεβωνιάρα στο χωριό του! Ε, έτσι γινόσαντε τότε πολλοί αρρεβώνες με ναυτικούς. Εδεναν τη κοπέλα κι άμα γυρνάγανε με το καλό, τη παντρευόσαντε. Αλλοι καιροί βλέπεις...
- Και; ρώτησα με ειλικρινή περιέργεια, μια και μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
- Και ο Βασιλάκης μου ζήτησε να γενώ κουμπάρος, κι έτσι βρέθηκα εδώ πάνω και είδα πως υπάρχουνε κι άλλα τόπια, άλλα μέρη, πώς το λέτε, και ρίζωσα και δεν ξαναματαταξίδεψα στους χάρους με τα κάρβουνα!
- Τόσο απλά! Κι ο Βασιλάκης τι έγινε;
- Α, ο Βασιλάκης έφερε τρακτέρια απέξω για το όργωμα, έσιαξε και συνεργείο για τα τρακτέρια, έβγαλε παράδες, μια μέρα όμως τόνε πάτησε ένα τρακτέρι και πάει, πέθανε. Το συνεργείο το δουλεύει τώρα ο γιος του, αυτός που σ' έστειλε εδώ -από το συνεργείο δεν ήρθες;- και θέλει να φύγει, να πάει στα καράβια αυτός τώρα, που δεν έχει δει θάλασσα ούτε στον ύπνο του!
- Πώς δεν έχω δει! Αυτήναν ονειρεύομαι κάθε βράδυ! ακούστηκε η βαρειά φωνή του νέου απ’ το συνεργείο, που είχε φτάσει αθόρυβα με το σαραβαλάκι έξω απο το μαγαζί, προσθέτοντας: «Ετοιμο το αμάξι σου κερία!»
- Α, ρε άτιμο ζωντανό, το φύλαες να ακούσεις τη κουβέντα μου! λέει ο μπάρμπας και σκάει στα γέλια. Γελάω και 'γώ παρασυρμένη, η συγκυρία ήταν πράγματι για γέλια.
- Είναι φορές που η τύχη παίζει κάτι παιχνίδια... αρχίζω να λέω, αλλά η φωνή του μπάρμπα με κόβει απότομα.
- Ναι, κάτι παιχνίδια, που δεν φαίνονται σαν παιχνίδια. Είναι σαν σχέδιο επί χάρτου, πώς το λένε αυτό, σαν να είναι όλα σχεδιασμένα με όλες τις λεπτομέρειες. Σαν να φτιάνεις πίττα και να μη ξεχνάς κανένα υλικό απ' τη συνταγή, όπως κάνει η Λιούμπω που όλο και ξεχνάει κάτι τις... Για πες, τι έλειπε από τη πίττα πού 'φαγες;
- Εγώ; Τι να πω; Ωραιότερη πίττα δεν έχω φάει μέχρι σήμερα! Δεν έλειπε τίποτα!
- Ετσι λες, ε; Ελειπε λίγος δυόσμος, αυτό έλειπε! Σαν να το κάνει επίτηδες, που ξέρει ότι μ' αρέσει.
- Βάζουνε δυόσμο στις πίττες;
- Γίνεται πίττα χωρίς δυόσμο; Αυτό είναι το ρώτημα, απάντησε κλείνοντας το μάτι και προσθέτοντας: «Ο δυόσμος στο σχέδιο της τύχης το σημερνό, είσαι εσύ κερία μου!»
- Εγώ; Δυόσμος; Δεν καταλαβαίνω...
- Θα καταλάβεις στο δρόμο. Αντε, μπέκα στο αμάξι, έπιασε να ψιχαλίζει κιόλας.

Με έσπρωξε απαλά στη θέση του συνοδηγού, δίνοντάς μου ένα κουτί χάρτινο που μοσχομύριζε πίττα και κοψίδια -πότε πρόλαβε κιόλας να τα ψήσει; Ο γιος του Βασιλάκη έβαλε μπρος και σε λίγο βγήκαμε από το χωριό. Εριξα μια ματιά πίσω και είδα τη ταμπέλα με το όνομά του: «Τυχερό» το λέγαν. Η ψιχάλα δεν άργησε να γίνει κατακλυσμός και πολύ μου άρεσε που δεν οδηγούσα το σαραβαλάκι. Δεν διέθετα την επιδεξιότητα του νεαρού να παίρνει άνετα τις κλειστές σαν φουρκέτες στροφές στον κατήφορο.

- Και πώς θα γυρίσεις στο χωριό σου;
- Δεν θα γυρίσω!
- Και τι σου χρωστάω για την επισκευή;
- Τίποτα. Θα πατσίσουμε μόλις κατέβω στο πρώτο λιμάνι που θα βρεθεί στο δρόμο μας.

Εχουν περάσει καμμιά εικοσαριά χρόνια από τότε που χάλασε το παλιό μου αμάξι στο Τυχερό. Αλληλογραφούμε ταχτικά με το Γιωργή, που έγινε καραβομάγειρας, έγινα και κουμπάρα του όταν παντρεύτηκε μια κοπέλα ξένη, στο Ρόττερνταμ, του βάφτισα και το πρώτο αγόρι Βασιλάκη. Στο Τυχερό δεν ξαναπήγα. Δεν θέλησα να προκαλέσω άλλη μια φορά την Τύχη. Α! στις πίττες δεν ξεχνώ ποτέ να προσθέτω και λιγάκι δυόσμο...

20 Νοε 2007

ο χορός της ασπρης σκιας


Καθόταν στο παγκακι με τη μουτζουρωμενη απο συνθηματα πλατη, στην ανατολικη πλευρα της πλατειας, κοντα στο περιπτερο και διπλα στην πινακιδα με το απαγορευτικό βελος προς τα δεξια. Ηταν ακόμα πολύ νωρις, ο ηλιος αργουσε να βγει ακομα, το ροδινο φως όμως χρωματιζε αυτή την παρατεταμενη ανοιξιατικη αυγη και διορθωνε την ασχημη διαθεση που ειχε ξεμεινει μαζι του, να του κανει παρεα, από το χτεσινο μεθυσι.

Καθοταν στο παγκακι αυτό -το αγαπημενο του- και κοιταζε χαμηλα, τα ξεγδαρμενα του αθλητικα παπουτσια με τα λυμενα κορδόνια, όταν μια ξαφνικη λαμψη αναταραξε το βλεμμα του και το αναγκασε να σηκωθει, μια λαμψη που ξεφυγε από τον απεναντι τυφλό τοιχο του φαρμακειου.

«Θα βγαινει πια ο ηλιος», σκεφτηκε, αλλα το βλεμμα δεν το ξεκολλησε από τον τοιχο κι όπως κοιταξε προσεκτικότερα παρατηρησε μια σκια που δεν υπηρχε προηγουμενως, ουτε ειχε λόγο να υπαρχει εκει περα, πανω στη λευκη επιφανεια που εμοιαζε σαν ξεβαμμενη πορτοκαλια τωρα το ξημερωμα.

Η σκια απλωνόταν αργα πανω στον τοιχο, όπως ενας λεκες από λαδι που διαπερνα ένα χοντρό υφασμα. Πραγματι, ο τοιχος αρχισε να μοιαζει με υφασμα! Ενα υφασμα παλλομενο, όμοιο με ιστιο καραβιου σε ελαφρυ ανεμο, σαν να ηταν το φαρμακειο πλεουμενο που αρχιζε να αρμενιζει απαλα, σαν ο αναμενόμενος ηλιος να ηταν αερακι, σαν οι πρωτες αχτινες να φερναν μαζι τους έναν αερινο παλμό.

Το βλεμμα του ειχε ακινητοποιηθει, ειχε κολλησει πανω σε αυτό το φαινομενο, η χρωματιστη ανασα του ηλιου, που θα ξεπρόβαλλε οπου να ’ναι, βουιζε κιόλας στ’ αυτια του και, στ’ αληθεια, ακουγε το βουητό της σκιας που φουσκωνε τον τοιχο που ειχε γινει πανι, κι όπως τεντωνοταν αυτό το πανι που προηγουμενως ηταν τοιχος από υλικό συμπαγες και σκληρό, ένα σωμα τυλιγμενο με γαζες ξεκόλλησε από πανω του.

Το σωμα δεν βγηκε απότομα, αλλα σιγα σιγα, ακολουθωντας έναν απαλο ρυθμό σαν από ιταλικη καντσονετα, οπου οι νότες αργοσερνονται και δημιουργουν μιαν ατμόσφαιρα θλιψης, ακομα κι αν εξιστορουν κατι χαρουμενο. Από όσο είναι σε θεση να θυμαται, πρωτα φανερωθηκε ένα πόδι, μετα ένα χερι, κατοπιν το άλλο πόδι, η κοιλια και το στηθος, που, σαν σε χορευτικη φιγουρα, τραβηξαν το άλλο χερι να φανερωθει μαζι με το κεφαλι που εμοιαζε τεραστιο.

Μολις το κορμι αυτό ξεκολλησε εντελως από τον τοιχο, ο τοιχος επαψε να είναι πανι και ξαναγινε σκληρός και το φαρμακειο σταματησε να πλεει και καρφωθηκε στα θεμελια της πολυκατοικιας. Για λιγες στιγμες, οσες ακριβως χρειαστηκαν στους διανομεις των πρωινων εφημεριδων να αφησουν τις στοιβες εξω από το περιπτερο της πλατειας, η σκια εμεινε ακινητη, λες για να περασει απαρατηρητη. Με το που εφυγε το φορτηγακι, η ασπρη σκια που εμοιαζε με κορμι αρχισε να λυνει τα δεσμα της και να προχωρει χορευοντας προς το μερος του.

Λικνιζοταν δεξια κι αριστερα αμολωντας λευκους επιδεσμους στον αερα κι οι επιδεσμοι αυτοι ειχαν τεραστιο μηκος κι εφταναν μεχρι τις ταρατσες των γυρω κτιριων, τυλιγόντουσαν στα καγκελα των μπαλκονιων, ανεμιζαν για λιγο και μετα γινόντουσαν αχνός, ελιωναν και αραιωναν σαν συννεφακια και όπως φτασαν στα δεντρα της μικρης πλατειας και τυλιξαν το μεσιανό κυπαρισι, τα περιστερια τρομαξαν και πεταρισαν αγουροξυπνημενα.

Εκεινος περιμενε σαν υπνωτισμενος καθιστός στο παγκακι του και δεν ηξερε αν επρεπε να φοβηθει, δεν ηξερε τι να φοβηθει, αν υπηρχε λογος να φοβηθει από μια σκια δηλαδη. Τι κι αν αυτή η σκια εμοιαζε με κορμι, τι κι αν χορευε και ξετυλιγε τις γαζες που ανεμιζαν και αραιωναν σαν συννεφακια, δεν επαυε να είναι μια απλη σκια. Τη στιγμη όμως που εφτασε μπροστα του και ενοιωσε την καυτερη ανασα της στο προσωπο του και τον τρυπησε το μαυρο της βλεμμα, βγαλμενο μεσα από το χαος του τεραστιου κεφαλιου, τοτε, τα χρειαστηκε!

Εκανε να σηκωθει από το παγκακι ξεχνωντας τα λυμμενα του κορδονια, επιασε το στηθος του που κοντευε να σπασει, ανοιξε τα χειλη που ειχαν ξεραθει σε μια προσπαθεια να κραυγασει την αγωνια του και τοτε ακριβως η σκια τον τυλιξε με τα λευκα της πεπλα που δεν επαυαν να ξετυλιγονται διαρκως αχνιζοντας τον αερα και τον σηκωσε ψηλα, «ελα να θαυμασουμε την ανατολη» ψιθυριζοντας του στο αυτι.

Ηταν προχωρημενο μεσημερι όταν τον σκουντησε ο περιπτερας να ξυπνησει. Τα παιδια που σχόλαγαν αυτή την ωρα βουιζαν σαν τζιτζικια τον Αυγουστο και το τριξιμο από τα λαστιχα του λεωφορειου που εκανε σταση αποτελουσε τη μοναδικη παραφωνια της στιγμης.

«Παλι σε πηρε ο υπνος στο παγκακι κυρ Ανεστη, σηκω να παμε να τσιμπησουμε τιποτα τωρα που αλλαζω βαρδια», του ειπε τρυφερα βοηθωντας τον να σταθει στα ποδια του και «α, δεσε τα κορδονια σου μη πεδικλωθεις» συμπληρωσε προστατευτικα.

Γουσταρε πολύ τον κυρ Ανεστη η παρεα του μεζεδοπωλειου και καθενας ενοιωθε την υποχρεωση να τον κερνα κάθε μερα κι από κατι. Κάθε μερα διηγόταν κι από μια καινουργια ιστορια φρεσκια φρεσκια. «Τοση φαντασια, που τη βρισκει» λεγαν με θαυμασμό, αλλα και με περιπαιχτικη διαθεση, γιατι εκεινος εμοιαζε μικρο παιδι.

Καθοταν με ευχαριστηση μαζι τους, γευοταν τους μεζεδες, τσουγκριζε το ποτηρακι του, ελεγε τις ιστοριες του, που οι αλλοι νομιζαν αποκυηματα φαντασιας. Πως θα μπορουσε να τους εξηγησει ότι οι ιστοριες του ηταν ολωσδιολου αληθινες; Να καλεσει μαρτυρες τα δεντρα και τα περιστερια της πλατειας; Αυριο να θυμηθει να κρατησει ένα κομματακι γαζα από τα πεπλα της σκιας που τον πηρε μαζι της στο πρωινο ταξιδακι, να το χωσει βαθεια στην τσεπη του και να τους το τριψει στη μουρη το μεσημερι για να μαθουν να τον πειραζουν!

21 Ιουλ 2006

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ





Η τανε πιά βραδάκι, όταν χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε το ζευγαράκι στο άνοιγμα της πόρτας και μπήκε και δρόσισε τη σάλα με τα νιάτα και τη χαρά του. Χαιρετούρες, φιλιά και κλεφτές ματιές. «Πόσο ψήλωσε το Χριστινάκι!» «Πώς ομόρφηνες έτσι αγάπη μου;» Σα νά 'ταν έγκλημα τα νιάτα κι η ομορφιά.

Π εριμένουν όλοι απ' τις πέντε να γνωρίσουν το νεαρό φίλο της μεγάλης εξαδέλφης. «Θα πάνε για γάμο;» «Το παιδί δεν έχει πάει φαντάρος ακόμα.» «Μήπως έχει πάρει το πτυχίο του;» Είχαν πιεί το απογευματινό καφεδάκι κι έμειναν περιμένοντας υπομονετικά ίσαμε τις εφτάμισυ.

Ο νέος μπήκε ακροπατώντας πίσω απ' την αγαπημένη του και κάθισε στην πολυθρόνα της γωνίας. Μετά το γενικό καλησπέρισμα, κανείς δεν του μίλησε, στα κλεφτά τον κοίταζαν μονάχα, τον ήξεραν κι από πριν, γνώριζαν τα πάντα γι αυτόν, θα τον ρωτούσαν όμως, δε θα τον ρωτούσαν;

Λ ούφαζε σα φοβισμένο αγρίμι στη μονιά του, περιτριγυρισμένο από αιμοβόρους κυνηγούς. Πότε θ' αρχίσουν οι ερωτήσεις, σκεπτόταν, για τον πατέρα του που δούλευε στο υπουργείο, για τη μάνα του που τον παράτησε μωρό, για το πότε θα πάει φαντάρος, για το πτυχίο που αργούσε, για το πώς βλέπει το μέλλον με τη Χριστίνα, για το σκουλαρίκι στ' αυτί του.... Κοίταζε τις μύτες των παπουτσιών του και περίμενε.

Υ ψωνε όμως κάπου κάπου το βλέμμα προς την αγαπημένη του, που πετάριζε απ' τον ένα στον άλλο συγγενή, σαν πεταλουδίτσα και σαν κολιμπρί, ανεμίζοντας τον κυματιστό της μεταξένιο ποδόγυρο με τα πολύχρωμα σχέδια. Εκείνη, η Χριστίνα του, τού 'γνεφε με σταθερό βλέμμα, τον καθησύχαζε και τον σιγούρευε για την αγάπη της.

Θ ά 'χε φτάσει πιά η ώρα δέκα κι ακόμα να του μιλήσει κάποιος. Η μικρή του νεράϊδα τον είχε γλυτώσει άρα γε οριστικά από την αναμενόμενη ανάκριση; Σύντομα θα το πιστοποιούσε στο τραπέζι, που όλο ετοιμαζόταν εδώ και κάμποση ώρα. Τόσα πόδια πηγαινοερχόντουσαν, τόσα πιάτα και πηρούνια και ποτήρια χτυπούσαν και κουδούνιζαν τσουγκρίζοντας μεταξύ τους. Οπου νά 'ναι θα ξεκίναγε το φαγοπότι και θ' άφηνε την πολυθρόνα του -ένα απόλυτα ασφαλές καταφύγιο.

Ρ οχάλιζε ο μεγάλος θείος στη διπλανή καρέκλα, κι ίσως ήταν κι αυτός ένας λόγος που δεν πλησίαζαν προς τα 'κεί. Η αγαπούλα του ήρθε όμως να του ψυθιρίσει πως ήταν ώρα να καθίσουν στο τραπέζι. Επρεπε να βγούν στη βεράντα. Επρεπε ν' αφήσει την πολυθρόνα. Επρεπε να σηκωθεί. Επρεπε να δεχτεί τα πυρά κατάστηθα. Επρεπε ν' αντέξει τα λαίμαργα βλέμματα, τα λαίμαργα στόματα που θα εκτόξευαν τα βέλη των ερωτήσεων καταβροχθίζοντας, μαζί με τις μεγάλες μπουκιές τους από σαλάτες, μακαρόνια, μανιτάρια, σουτζουκάκια, τυριά και σπανακόπιττα, τα κομμάτια της ψυχής του.

Ο, τι είναι να γίνει, ας γίνει, σκέφτηκε και σηκώθηκε. Τα βήματά του, στην αρχή βαριά και διστακτικά, όσο πλησίαζαν το τραπέζι ελάφραιναν. Είχε πάρει την απόφασή του. Ηταν σίγουρος για την αγάπη του, ήταν σίγουρος για την αγάπη της, θα πέρναγε όλες τις δοκιμασίες, σαν το παλληκαράκι του παραμυθιού που περνάει τα πάνδεινα για νά κερδίσει την αγαπημένη του και να ζήσει ευτυχισμένος μαζί της.

Ν αί, λοιπόν, ο πατέρας του δούλευε στο υπουργείο, ναί, η μάνα του τον παράτησε μωρό, ναί, σε δυό μήνες πάει φαντάρος, ναί, το πτυχίο θ' αργήσει ακόμα, ναί, με τη Χριστίνα αγαπιούνται και το μέλλον το βλέπει ρόδινο, ναί, έτσι του αρέσει -να φοράει σκουλαρίκι-, ναι, ναι, ναι...Ούφ!!

Α νάσανε βαθειά κι έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα λιπόθυμος. Αέρα! Αέρα! Μακριά! Την τσάντα μου! Φώναξε ο θείος ο μικρός, ο γιατρός. Γρήγορα, να το πάμε το παιδί στην πολυθρόνα!


22 Ιουν 2006

ΥΠΑΤΙΑ



Βαφτίστηκε Υπατία, ήταν το όνομα της γιαγιάς της, της κορδελιάστρας, μα τη φώναζαν χαϊδευτικά Μπιμπή. Ενα χαριτωμένο μωρουλάκι με κατάμαυρα ματάκια και ολόγλυκο χαμόγελο, πώς να το πούνε Υπατία; Έξυπνο και ναζιάρικο, ακριβώς όπως η μανούλα της. Είχε βέβαια και πατέρα η Μπιμπή, το Χαρίλαο, έναν άντρα αυστηρό και μονόχνωτο, πού ’φερνε βαρειά το γάμο του με την Πόπη, μια γυναίκα διαζευγμένη, στα είκοσι μόλις χρόνια της. Εκείνη την εποχή, μια χωρισμένη γυναίκα ισοδυναμούσε με πουτάνα, κι η Πόπη, ας ήταν μονάχα είκοσι χρονών, πουτάνα λογαριαζόταν κι αυτή. Ας είχε χάρη ο πατέρας της και πεθερός του, που είχε θέση προϊστάμενου στην εφημερίδα, όπου δούλευε ο Χαρίλαος ως λινοτύπης. Εργασία υπεύθυνη και κουραστική, νύχτες ατέλειωτες τύπωνε και ξανατύπωνε τα φύλλα της εφημερίδας πριν βγει το τελικό στην κυκλοφορία και, μαζί του, να βγει κι εκείνος στο δρόμο για το σπίτι, όπου έπεφτε ξερός για ύπνο.

Ζούσαν παράξενα ως ζευγάρι, εκείνος να δουλεύει τη νύχτα κι εκείνη τη μέρα, και να συναντιούνται μοναχά τις Κυριακές. Οι πρωϊνές εφημερίδες τότε δεν κυκλοφορούσαν τις Δευτέρες. Το αντρόγυνο λοιπόν συναντιόταν κάθε Κυριακή μεσημέρι στο τραπέζι των πεθερικών, όπου ο Χαρίλαος έμενε σώγαμπρος. Ελεγε παντού, σε φίλους και γνωστούς, πως το έφερε βαρέως να μένει ακόμα στο σπίτι του πεθερού του, μέσα του όμως ήταν πολύ ευχαριστημένος επειδή, χωρίς ευθύνες, ένοιωθε εντελώς ανάλαφρα. Η γυναίκα του δούλευε γραμματέας στο γραφείο του θείου της, που είχε επιχείρηση εισαγωγών εξαγωγών για εδώδιμα και αποικιακά είδη -έτσι λέγονταν τότε τα είδη που πουλούσαν τα μπακάλικα.

Η μικρή Μπιμπή μεγάλωνε όμορφα ανάμεσα στη γιαγιά και τον παπού της, κυρίως όμως ανάμεσα στη γιαγιά και τη θεία της τη μεγάλη, την αδερφή της γιαγιάς την ανύπαντρη, τη θειά Φώτω, που λίγο αργότερα έφυγε να παντρευτεί στην Αυστραλία. Πεντακάθαρο το κοριτσάκι και προσεγμένο, με τα γαλλικά και το πιάνο του, με το ακριβό του σχολείο, Αρσακειάδα παρακαλώ. Ζωγράφιζε κιόλας, και η γιαγιά την ενθάρρυνε στα όνειρά της για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Μεγαλώνοντας ανακάλυψε κι άλλη μια αγάπη της για τα θετικά μαθήματα και κυρίως για τη χημεία. Τότε, άρχισε η γιαγιά να σιγοντάρει την επιθυμία της εγγονής της για το Πανεπιστήμιο, και καμάρωνε πια που θα είχε μια εγγονή σπουδαγμένη -χημικός, ποιος να τό ’λεγε! Εκείνη, η γιαγιά Υπατία, είχε παντρευτεί απο έρωτα τον άντρα της, όταν ήταν ακόμα μικρή κορδελιάστρα σε μια μικρή βιοτεχνία υποδημάτων κι εκείνος ένας απλός ραδιοτηλεγραφητής στην ΑΕΤΕ -τον ΟΤΕ της εποχής. Ολα πήγαιναν ρολόϊ και θα εξακολουθούσαν να πηγαίνουν, αν δεν πάθαινε το έμφραγμα ο παπούς και δεν πέθαινε ξαφνικά στα πενηνταοχτώ του, νεώτατος.

Μαζί με τον παπού χάθηκε και ο μισθός του κι άλλο απο έναν υπέροχο επικήδειο, που του έγραψε το κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας, δεν είδαν στο σπίτι. Ούτε σύνταξη, ούτε τίποτα. Τώρα ήταν υποχρεωμένοι να τα βγάζουν πέρα με το μηνιάτικο του Χαρίλαου και το μισθουλάκο της Πόπης που δεν έφταναν, και τα δυο μαζί, ούτε για ζήτω! Κομμένο το Αρσάκειο φυσικά, κομμένα τα ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και πιάνου, η μικρούλα προσγειώθηκε απότομα και η γιαγιά, μέσα στο μαύρο πένθος και το κλάμμα, ξέχασε τα όνειρα για Πανεπιστήμια και χημείες. Ανοιξη χάθηκε ο παπούς, το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς γίνονταν οι εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Διάβαζε η Μπιμπή μέρα και νύχτα για να περάσει, να βρει το δρόμο που ήθελε να ακολουθήσει, αποφεύγοντας να επηρεαστεί απο όλα τα δύσκολα που συνέβαιναν γύρω της, αφοσιωμένη στο σκοπό της. Μπάνια δεν είχε εκείνο το καλοκαίρι, ούτε σινεμά, ούτε χάζεμα με τις φίλες της, μόνο διάβασμα και ολοήμερη προσπάθεια.

Κυριακή ήταν η παραμονή της μέρας που άρχιζαν οι εξετάσεις και η λειψή οικογένεια κάθησε στο τραπέζι όπως πάντα, κάθε Κυριακή. Εκείνη τη μέρα διάλεξε ο Χαρίλαος να δείξει την ισχύ του ως άντρας και ως πατέρας, ως εξουσιαστής και κύριος της οικογένειας, ως κεφαλή του σπιτιού που λένε. Με λίγε λέξεις διέγραψε μονομιάς όλα τα όνειρα της μονάκριβης κόρης του λέγοντας «δεν θα δώσεις εξετάσεις» και όλες οι γυναίκες πάγωσαν στο άκουσμα της ψυχρής του απαγορευτικής εντολής. Ενα χαμηλόφωνο «γιατί», που τόλμησε να αρθρώσει η γιαγιά, σα μεγαλύτερη που ήταν, απαντήθηκε τόσο βίαια που ο πάγος σκέπασε τα πάντα. «Και τι, θέλεις να γίνει κι αυτή πουτάνα σαν την κόρη σου;» Αυτή η σκληρή απάντηση του πατέρα αποκάλυψε ποιά γνώμη είχε για τη γυναίκα του, και όρισε τη μοίρα της κοπελίτσας δια βίου.

Εκλαψε η Μπιμπή, έκλαψε, ήθελε να φύγει στα κρυφά για να δώσει εξετάσεις, η πόρτα όμως του δωματίου ήταν κλειδωμένη και το κλειδί το είχε ο αφέντης στην τσέπη του. Ούτε για κατούρημα δε μπορούσε να βγει απο κει μέσα. Σε δυο χρόνια πέθανε η γιαγιά, θεοσχωρέστη, σε άλλα δυο πάει και ο άκαρδος πατέρας. Το σπιτάκι δόθηκε αντιπαροχή και οι δυο τους, μάνα και κόρη, απέκτησαν ξαφνικά ένα γερό κομπόδεμα απο τα νοίκια των διαμερισμάτων που τους αναλογούσαν. Περί ονείρων ούτε λέξη απο τη Μπιμπή, όσο κι αν η μάνα της την παρακινούσε κάθε τόσο, νέα ήταν ακόμα, μπορούσε να κάνει τις σπουδές που ονειρευόταν τόσα χρόνια. «Ασε με κι εσύ βρε μάνα» της φώναζε με πίκρα, σα νά ’θελε να της θυμίσει εκείνη την περίφημη Κυριακή, την παραμονή των εξετάσεων, που είχε μουλώξει μη τολμώντας να πάρει το μέρος της κόρης της εναντίον του όψιμου κυρίαρχου πατέρα, που τότε ακριβώς θυμήθηκε το ρόλο του, με εντελώς αρνητικό τρόπο όμως.

Αρχισε να βγαίνει η κοπέλα, σε πάρτυ, σε ταξίδια, σε παρέες, και η μάνα δε μπορούσε να πει τίποτα. Τι να συμβουλέψει πια; Μάλλον η ίδια είχε ανάγκη απο συμβουλές. «Εσύ ξέρεις παιδί μου» απαντούσε όταν η κόρη ζητούσε τη γνώμη της για ένα καινούργιο φουστάνι ή ένα καινούργιο φλερτ, το ίδιο έμοιαζε. Φίλοι και γκόμενοι ένα πράγμα, δεν τους ξεχώριζε η πανέμορφη κοπέλα. Κάποιος πλούσιος θαυμαστής της άνοιξε κι ένα μαγαζάκι -μπουτίκ, που ήταν τότε στη μόδα- να απασχολείται και να βγάζει κι ένα μηνιάτικο, συμπλήρωμα στα έσοδά της απο τα νοίκια. Πέρασαν τα χρόνια σα νερό, η μάνα πέθανε απο την κακιά αρρώστεια και η Μπιμπή εκεί, στη μπουτίκ, να βολοδέρνει με τους πελάτες και τα εμπορεύματα. Καλλιτεχνικά εμπορεύματα πούλαγε, καδράκια, πέτρες ζωγραφισμένες, κεντήματα στο χέρι, κοσμήματα χειροποίητα, όλα «είδη δώρων» για καλό πελατολόγιο. Κάθε Χριστούγεννα έβγαζε όλο σχεδόν το εισόδημα της χρονιάς. Μια χρονιά που τα Χριστούγεννα είχαν πέσει Κυριακή, η Μπιμπή κοιτάχτηκε με προσοχή στον καθρέφτη και αντίκρυσε το πρόσωπό της, όπως δεν το είχε καθόλου προσέξει τελευταίως. Είδε εκεί μέσα το πρόσωπο μιας εξηντάρας, με μάτια που έλαμπαν μεν αλλά ήταν άδεια απο χαρά. Θυμήθηκε πόσους άντρες είχε διώξει απο τη ζωή της, νοστάλγησε τα παιδιά που δεν είχε γεννήσει και δεν είχε σφίξει στην αγκαλιά της, κι έκλαψε πικρά πασαλείβοντας με μπογιές τα χαρτομάντηλα. Μετά πλύθηκε προσεχτικά, ξεβάφοντας και το τελευταίο χρωματιστό σημάδι απο το πρόσωπό της, έκανε δυο τρία τηλεφωνήματα για να ακυρώσει εορταστικές προσκλήσεις, και βγήκε στο δρόμο.

Περπατούσε χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, αστραφτερές μέσα στην πολυτέλεια, τα φώτα πάνω απο τις λεωφόρους και τις πλατείες, και φανταζόταν τα σπίτια γεμάτα χαρούμενα παιδιά κάτω απο δέντρα στολισμένα. Η πόλη γιόρταζε τα Χριστούγεννα μα εκείνη δυσκολευόταν να γιορτάσει ο,τιδήποτε μέχρι που το βλέμμα της καρφώθηκε, σαν κεραυνοβολημένο, σε ένα μικρό παιδί ρακένδυτο, που τουρτούριζε σε μια γωνιά. Το πλησίασε και, αφού το ρώτησε «πως σε λένε» και «έχεις κανένα, γιατί βρίσκεσαι στο δρόμο τέτοια μέρα» και πήρε τη σωστή απάντηση «μόνο μου είμαι καλέ κυρία», αποφάσισε το σοβαρώτερο πράγμα στη ζωή της, να το πάρει δηλαδή μαζί της και να το υιοθετήσει κιόλας! Τόσο ξαφνικά; Ναι, έτσι ακριβώς, τόσο ξαφνικά.

Ξαφνικά έρχεται η αγάπη η αληθινή, και με όποια μορφή θέλει εκείνη, χωρίς να μας ρωτήσει. Πέρασαν οι δυο τους, το μικρό εφτάχρονο παιδάκι και η Μπιμπή, που λογιαζόταν πλέον για μάνα του, τα ομορφώτερα Χριστούγεννα της ζωής τους. Τις μέρες που ακολούθησαν ταχτοποιήθηκαν όλα τα νομικά θέματα για την υιοθεσία του μικρού και για τη διαθήκη, μα δεν ήταν γραφτό να χαρούν για πολύ περισσότερο την αντάμωσή τους, επειδή ο Χάρος δεν προειδοποιεί στα ραντεβού του. Η Μπιμπή, πάνω που έγινε μάνα, πέθανε χαμογελαστή στον ύπνο της, έναν ήρεμο θάνατο που πολλοί ονειρεύονται αλλά λίγοι καταφέρνουν να εισπράξουν. Ηταν ένα δώρο απο τη μοίρα, που της χρωστούσε τόσα πολλά.