Ερωτεύτηκε την Ιουλία. Ετσι, στα ξαφνικά. Ούτε που το κατάλαβε πώς έγινε κι ερωτεύτηκε ξανά, ύστερ' από τόσα χρόνια μοναξιάς κι άσκοπης περιπλάνησης του κορμιού του «σε στρώματα χιλιολεκιασμένα από ιδρώτες πληρωμένης ηδονής», όπως γράφουν τα αισθηματικά μυθιστορήματα. Δεν το περίμενε καθόλου ν' αγγίξει πάλι ο έρωτας την αφανισμένη του ψυχή, τώρα μάλιστα που η αποστέρηση της αγάπης τού 'χε γίνει συνήθεια κι η καχυποψία τού κλάδευε κάθε πρωτοβουλία για παιχνιδίσματα. Κι όμως! Θες που σουρούπωνε καθώς έμπαινε στο γραφείο η Ιουλία κι η αχτίνα εκείνη του ήλιου, η πορτοκαλιά, έπεσε κατευθείαν πάνω στο μαλλί της το αχτένιστο, θες η λεκάνη της που είχε αφρατέψει τώρα τελευταία, θες ο υπολογιστής που τον είχε στραβώσει τόσες ώρες -τικ τακ, τικ τακ τα πλήκτρα μούδιαζαν τ' ακρονύχια του- θες τούτο, θες εκείνο, κοιτάζοντάς την να μπαίνει στο γραφείο, όπως πάντα τέτοιαν ώρα, να πλύνει τα ποτήρια και να συμμαζέψει τα σκουπίδια, την είδε μ' άλλο βλέμμα. Οχι με το βλέμμα του αρσενικού που θέλει το θηλυκό για ένα γαμήσι και πάει τέλειωσε, αλλά με το βλέμμα του μωρού, που περιμένει το βυζί με λαχτάρα, ν' αρμέξει τη ζωή, μα ταυτόχρονα φοβάται τη μάνα, μη και του αρνηθεί ή μη δεν έχει γάλα. Τα χρόνια της στέρησης του έρωτα και της αγάπης τον είχαν κάνει να λησμονήσει τους βασικούς κανόνες προσέγγισης του άλλου φύλου. Για πολύν καιρό, πλήρωνε κι έπαιρνε.
Τί έπαιρνε; Ενα μουνί πληρωμένο, για λίγα λεπτά της ώρας, στημένο ανάμεσα σε δυό σκέλια τριχωτά, και θά 'τανε τυχερός αν δεν έπαιρνε στο τζάμπα και μιά κλανιά στη μούρη. Ετσι λοιπόν, δε βρήκε τίποτ' άλλο να πεί από 'να «καλησπέρα Ιουλία», που του ανταπόδωσε 'κείνη πρόθυμα, όπως πάντα. «Καλησπέρα Ιουλία», «καλησπέρα κυρ Θάνο», έτσι περνούσαν οι μήνες κι εκείνος ονειρευότανε τα βράδυα να χουφτώνει τα βυζιά της, να τη ρουφάει, να τρίβεται στον αφράτο της κώλο, να στίβει την κοιλιά της την ορφανή, κι ύστερα, αχ, αχ, αχ, να χύνεται μέσα στο μουνί της, που το φανταζότανε βαθύ, άπατο, σκοτεινό, μυστηριώδες, βελούδινο και σφιχτό, ναι, και σφιχτό και γλυκό κι απαλό μαζί. Ομως, η σχέση τους είχε μείνει στα καθημερινά καλησπερίσματα, και θά 'μενε για πολύ ακόμα, αν δεν αρρώσταινε η μάνα της, κι αν δεν έφευγε μια μέρα η Ιουλία βιαστικά για το χωριό της, χωρίς να τον αποχαιρετίσει. Μόνο δυό ξερές λέξεις σ' ενα χαρτί τού 'δωσε ο περιπτεράς της γωνίας: «Πάω στο χωριό μου. Θα σας τηλεφωνήσω, Ιουλία».
Αλλος μπελάς τώρα. Το τηλέφωνο. Και χτυπούσε συχνά, το άτιμο. Κι όλο βράχνιαζε και του κοβόταν η ανάσα όταν έλεγε «παρακαλώ....», αλλά τίποτα. Ολο για δουλειές, όλο πελάτες, όλο για χατήρια και χαμαλίκια. Περνούσαν οι μέρες, τίποτα. Πάνω στο μήνα, νάσου την ένα πρωί, βαμμένη και καλοχτενισμένη με μιά κόκκινη καινούργια ζακέττα. Είχε βάψει και το μάτι και φορούσε κι άρωμα, πανάθεμά το, που σού 'κοβε την ανάσα. «Καλημέρα κυρ Θάνο», «καλημέρα Ιουλία, πώς κι έτσι πρωϊνή»; Δε θα ξαναδούλευε, τού 'πε, πέθανε η μάνα της, πούλησε τα χωράφια στο χωριό, θα κάνει τώρα κι εκείνη τη ζωή της, συνέχισε στα γρήγορα και, όταν έπιασε το βλέμμα του πάνω στο κόκκινο ζακέττο: «Εδώ είναι Αθήνα, δε θα με σχολιάσουν πού 'ριξα το πένθος» συμπλήρωσε χασκογελώντας.
Την κοίταζε που καθόταν απέναντί του, στην κόκκινη πολυθρόνα με το κόκκινο ζακέττο και τ' αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Την κοίταζε σα να την έβλεπε για πρώτη φορά, σα να μην την είχε ονειρευτεί τόσες και τόσες φορές, σεμνή, δισταχτική, όλο «μη» και «μη» τού 'λεγε στα όνειρά του. Την κοίταζε καλά καλά και τα βυζιά της φάνταζαν απειλητικά μπαζούκας, η κοιλιά της χωματερή, ο κώλος της τσουβάλι παραγεμισμένο μπαγιάτικα ζαρζαβατικά και το μουνί της, αχ, το μουνί της που τό 'χε κορνιζάρει στη σκέψη του τόσον καιρό, το μουνί της μιά καταβόθρα, μιά βρωμερή σωλήνα αποχέτευσης. «Πολύ απασχολημένος είστε σήμερα» του πέταξε ναζιάρικα, με κρυφό γελάκι. «Ναι Ιουλία, άντε, καλημέρα και καλή επιτυχία σ' ότι επιθυμείς» απάντησε με όση ευγένεια μπόρεσε να επιστρατεύσει εκείνη τη στιγμή. «Γειά σας κυρ Θάνο» είπε η μαλαγάνα κι έφυγε ακκιζόμενη. Η πόρτα έκλεισε, κι έκλεισαν και τα φύλλα της καρδιάς του. Το μεσημέρι βγήκε απ' το γραφείο χωρίς να κλειδώσει, γιατί θα γύριζε γρήγορα πίσω. Πλήρωσε και γάμησε με την ψυχή του. Την πουτάνα τη λέγανε Ιουλία, και γι αυτό το φχαριστήθηκε διπλά.
__________________
ΣΗΜ.1. Αυτό το διήγημα είναι το πρώτο δείγμα γραφής μου, που αναρτήθηκε στον Istro πριν μερικά χρόνια. Είχα φοβερή αγωνία όταν το έστειλα μαζί με καναδυό ακόμα και όταν το είδα ανεβασμένο στη σελίδα, μα την αλήθεια, ντράπηκα πολύ. Ακολούθησαν τα σχόλια και κάπως ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της. Αρχισε να μου αρέσει να μοιράζομαι με άλλους αυτά που γράφω και αυτή είναι η κινητήρια δύναμη που συνεχίζει να με ωθεί μέχρι σήμερα.
ΣΗΜ.2. Γράφω ένα διήγημα με διάφορες αφορμές, κάθε φορά αλλοιώτικες. Για τούτο εδώ, αφορμή στάθηκε μια κόκκινη ζακέτα, που είδα να τη φορά μια γυναίκα κάπως σιτεμένη, ένα μεσημέρι στο τρόλλεϊ.
ΣΗΜ.3. Ηχητικά εδώ
3 σχόλια:
Καλησπερα Ροδια
και Συγγνώμη ..αν ηξερα τί
κολαση προκαλεσα..θα μουν πιο
ανοικτόμυαλη..αλλα δε φταιω εγω..
δεν μας εμαθε κανεις,ουτε το Σχολειο,ουτε η Μανα μας
να διαβαζουμε
το μυαλο του Αντρα...
Συνεχισε! σε χρειαζομαστε
να ψυχο-μαθαινουμε καινουρια
αντρο-πραγματα..
Πολυ καλο Ροδια πραγματικα. Αν και ειναι ενας τυπος γραφης που δεν με εκφραζει, μου αρεσε.
Το ταλεντο πιστευω φαινεται!
θαυμαστό :)
Δημοσίευση σχολίου