29 Σεπ 2011

ένα μικρό χαρούμενο γατάκι

Μια φορά, ήταν ένα μικρό χαρούμενο γατάκι, που ζούσε σε ένα μικρό χαρούμενο σπιτάκι, όπου κατοικούσε μια μικρή χαρούμενη οικογένεια. Ο μπαμπάς ήταν χαρούμενος, σφύριζε χαρούμενους σκοπούς, ξύπναγε χαρούμενος κάθε πρωί με ήλιο ή με μπόρα και πήγαινε χαρούμενος στη δουλειά του, που του άρεσε πολύ. Η μαμά ήταν κι αυτή πολύ χαρούμενη γιατί είχε μια δουλειά που της έδινε πολλή χαρά. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα επίσης, γιατί λάτρευαν το σχολειό τους, τη δασκάλα τους και όλα τα μαθήματα τα μελετούσαν με ευχαρίστηση. Ολοι στο σπιτάκι αυτό ήταν χαρούμενοι γιατί έκαναν κάτι που τους άρεσε πολύ, αγαπούσαν τη γνώση, αγαπούσαν τη δουλειά, αγαπούσαν ο ένας τον άλλο -το κυριότερο- και περνούσαν τις μέρες τους με γέλια και χαρές και ξεφάντωσες πολλές, μέχρι που πλάκωσαν κάτι κακοί μαφιόζοι και γκρέμισαν το σπιτάκι, έστειλαν το μπαμπά στα ξένα για δουλειά, έβαλαν τη μαμά στα αζήτητα -εφεδρεία, το είπαν- και στείλαν τα παιδιά σκλάβους στα ξενοδοχεία να γυαλίζουν παπούτσια τουριστών, μια και τα σχολεία τα είχαν ήδη σφραγίσει αφού διώξαν όλους τους δασκάλους. Το γατάκι, που είχε μεγαλώσει και είχε γίνει μια πανέμορφη γάτα, το έβαλαν σε φούρνο μικροκυμάτων για να γελάσουν με το μπαμ! που έκανε όταν έσκασε και «έτσι σκίζουν σήμερα τις γάτες ρε!» ακούστηκε μια αγριοφωνάρα.

23 Σεπ 2011

Ο ιππότης Λάρρυ σε νέες περιπέτειες


Ο Λάρρυ, όταν δεν επεδίδετο εις την προσφιλή του ενασχόλησιν της περιποιήσεως των εξαρτημάτων του γυναικείου σώματος, έπαιζε εις τα Χρηματιστήρια του κόσμου ή έσωζεν εκ της χρεωκοπίας χώρας πτωχάς πλην τιμίας.
_______________
θα γραφεται λίγο λίγο, ένεκεν των εξελίξεων

2 Σεπ 2011

Θα δημιουργήσουμε τον παράδεισο: Ο Larry Cool δίνει οδηγίες και'γώ παίζω



Θὰ δημιουργήσουμε τὸν παράδεισο

Ἀνθρώπινα σώματα,
Κραυγάζουν τὶς νύκτες καινούργιους κόσμους
Λάβα ἀνέρχεται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς γῆς
Περνᾶ ἀπ’ τὰ τρυπημένα τους πέλματα
Κι ἐξακοντίζεται ἀπ’ τὰ στόματα.

Αἰωροῦνται πελώριες γυναῖκες
Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω εἶναι μέδουσες
Οἱ πλόκαμοί τους σύρονται,
Ἐπάνω στὶς στέγες καὶ τοὺς θόλους τῆς μητρόπολης.

Τὸ αἰώνιο σῶμα μου,
Πλανᾶται ναρκωμένο στὸ διάστημα
Ἀπὸ τὶς κνῆμες του βγαίνουν ῾ρίζες
Ἀπὸ τὰ μάτια, κλαδιὰ μὲ φυλλώματα
Ἀπ’ τὰ δάκτυλα μῆλα
Γύρω του σχηματίζεται,
Ἕνας μικρὸς τόπος μὲ ἀραιὸ χῶμα
Κι ἕνας κῆπος
Ὅποιος ἒχει γευθεῖ τὸν καρπό μου, γνωρίζει.

__________________________
ΣΗΜ.1. στο ιστολόγιό του, ο διαδικτυακός καλλιτέχνης παρουσιάζει κομμάτια από το καινούργιο του μυθιστόρημα ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ...
ΣΗΜ.2. Φυσικά και θα παίξω και με αυτό το ποίημα, αμ πώς;



Δημιουργήσαμε την Κόλαση

Ανθρώπινα πτώματα,
Στρατολογούν τα μεσημέρια παλιά κοσμήματα
Αστραπές ρίχνει ο θόλος του ουρανού
Τρυπούν τα μελωμένα τους στήθη
Κι εξακοντίζονται απ' τα οπίσθια.

Ξεπροβάλλουν πελώριες γυναίκες
Από τη μέση και πάνω είναι σαλιγκάρια
Οι κεραίες τους ανιχνεύουν,
Επάνω στις λάσπες και τις θολές μήτρες.

Το αιώνιο πτώμα σου,
Βυθίζεται χορεύοντας στη λάσπη
Στους αγκώνες του έχει πρίζες
Στα φρύδια, καλώδια με κυκλώματα
Στα γόνατα ξύλα
Γύρω του σχηματίζεται,
Μια μεγάλη λακκούβα με θολό νερό
Κι ένα νησί
Οποιος έχει πάθει ηλεκτροπληξία, γνωρίζει!

19 Ιουλ 2011

Ο διαδικτυακός ποιητής Larry Cool ξαναχτυπά: τί είναι Κόσμος;



Ελαβα χτες ένα ακριβό δωράκι από τον αγαπημένο μου διαδικτυακό ποιητή Larry Cool και δεν κρατιέμαι (συνεχίζοντας ένα παλιό παιχνίδι) να του... αλλάξω τα φώτα!

Το αυθεντικό δώρο, απέριττο και μαγευτικά πολυτονικό:
ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΚΟΚΚΟΣ ΑΜΜΟΥ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΜΟΥ

Εξετάζω τὸ πρόσωπό μου στὸν καθρέπτη
Διακρίνω ἕνα τρίμμα στὸ μάτι μου
Τὸ ξεπλένω καί,
Ἡ τουαλέτα
Τὸ κτίριο
Ἡ γῆ κάτ’ ἀπ’ τὰ πόδια μου, ἐξαφανίζονται.

Βρίσκομαι σ’ ἕνα ἀστραφτερὸ κενὸ
Γυμνὰ ἀνθρώπινα σώματα περπατοῦν στὸν ἀέρα
Ἀνεβαίνουν κατεβαίνουν ἀόρατες κλίμακες
Συναντῶνται συνουσιάζονται.
Δὲν ἔχουν ὀφθαλμούς, εἶναι ἀόμματα
Φαντάζονται ὅτι ἀνοίγουν πόρτες
Ὅτι πιάνουν πράγματα
Ζοῦν μέσ’ τὶς ἀντανακλάσεις τοῦ μυαλοῦ τους.

Μετέωροι βράχοι,
περιμένουν ἀκίνητοι γιὰ αἰῶνες,
πάν’ ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας
Τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πέσουν, τὰ μάτια θ’ ἀνοίξουν.

και η παραποίηση:

Κόσμος είναι μια σταγόνα σάλιο στον ουρανίσκο μου

Γλείφω τον καθρέπτη προσεκτικά
Διακρίνω μια γεύση χαλκού
Τον ξεπλένω και,
Ο νιπτήρας
Το λουτρό
Το ταβάνι πάνω απ' το κεφάλι μου, εξατμίζονται.

Χάνομαι σ'ένα μαυριδερό ζουμί
Πτηνά με ανθρώπινα σώματα πετούν στο υγρό
Επιπλέουν βουλιάζουν αόρατες κλίκες
Συγκρούονται απωθούνται.
Δεν έχουν φτερά, είναι άπτερα
Φαντάζονται ότι κάνουν βόλτες
Οτι κάνουν θαύματα
Πεθαίνουν έξω από το μυαλό τους.

Μετέωροι δράκοι
Περιμένουν ακίνητοι για αιώνες,
Μέσ' στις στοές των μεταλλείων χαλκού
Τη στιγμή που θα βγούν, ο ουρανίσκος μου θα καθαρίσει.

____________________
Ο διαδικτυακός ποιητής Larry Cool βρίσκεται στο νέο του χώρο, όπου παρουσιάζει κεφάλαια από το έργο: ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ...
Διάβασε και δεν θα χάσεις λέμε! Η παραποίηση ανέβηκε πρώτα εδω

30 Μαΐ 2011

«τρώγοντας τα παιδιά»: ένα χαρούμενο παιχνίδι




«Και θα μας πουλήσετε κυρία;» ρώτησαν τα παιδάκια τη δασκάλα, εκείνο το πρωινό που προμήνυε μια ζοφερή μέρα στη μακρινή χώρα του Παράμ Παμπάμ.

«Ε, πάλι θα τα ξαναλέμε; Η πώληση θα είναι σαν ψεύτικη, μετά θα σας ξαναγοράσουμε» απάντησε η δασκάλα κατεβάζοντας για μια στιγμή τα γυαλιά της για να κοιτάξει τα μάτια των παιδιών, να μην υπάρξει καμμιά αμφιβολία πως έλεγε την αλήθεια.

«Σαν ψεύτικη είπατε; Δηλαδή θα είναι αληθινή!» πετάχτηκε ο μπόμπιρας έξω αριστερά, αλλά η δασκάλα τον επανέφερε στην τάξη λέγοντας με ύφος βλοσυρό «Πάλι τον έξυπνο κάνεις Αλέξανδρε; Ορθιος και στη γωνία με το πρόσωπο στον τοίχο!»

«Και με τί λεφτά θα μας ξαναγοράσετε, αφού τα λεφτά που θα πάρετε από το πούλημα θα τελειώσουν γρήγορα, αφού μας πουλάτε για να φάτε...» ψιθύρισε διστακτικά η μικρή Μαρίκα με το άσπρο φουστανάκι, αλλά η δασκάλα έκανε ότι δεν άκουσε.

Σε λίγο, μπήκε ο μπόγιας στην τάξη, μέτρησε κεφάλια και «τόσα λίγα είναι;» ρώτησε με την τσιριχτή φωνή του, η δασκάλα τα μάσησε «ε, δεν θυμάμαι να είχαμε ορίσει τον ακριβή αριθμό, τι θα γίνει τώρα;», ο μπόγιας ξανατσίριξε «τι θα γίνει; θα πάω και παραδίπλα να βρω κι άλλα, σε μπελά με βάζεις» και, με μια κίνηση σαν αστραπή, άπλωσε το μαύρο του δίχτυ, τσάκωσε όλα τα παιδάκια της τάξης, το σούρωσε επιμελώς, το φόρτωσε στην πλάτη του και βγήκε σφυρίζοντας.

Η δασκάλα πετάχτηκε αλαφιασμένη φωνάζοντας «τα λεφτά! τα λεφτά! ξέχασες να δώσεις τα λεφτά!», άρχισε να τον κυνηγά, αλλά ο μπόγιας έτρεχε γρήγορα, χάθηκε στα τσιμεντένια δάση και δεν μπόρεσε να τον προφτάσει.

«Πάλι νηστικές θα κοιμηθούμε και σήμερα μάνα», είπε στη γριά που καθόταν στο τελευταίο θρανίο, συμπληρώνοντας «και δεν υπάρχει τίποτ' άλλο να πουλήσουμε». Η γριά άνοιξε το κλειστό της μάτι -το άλλο ήταν μονίμως ανοιχτό, αλλά δεν έβλεπε- και μουρμούρισε «έχουμε το μικρό Αλέξανδρο, που είναι τιμωρία στη γωνία».
________________________
ανέβηκε στις 24 Μαΐου 2011, ώρα 6:39 π.μ., εδώ.

24 Απρ 2011

Η επίσκεψη του Λάρρυ Νο 33 - Πάσχα εις την Πομερανίαν


«Αγαπητέ χερ Λάρρυ, μου είναι αδύνατον να σας παρακολουθήσω» είπεν η γυναίκα_ντουλάπα, στρέφουσα ολόκληρον τον ευμεγέθη κορμόν της προς το μέρος του ευγενούς ιππότου, όστις έμεινεν χάσκων ωσεί κεραυνόπληκτος. Οι φαιοί έλικες του εγκεφάλου του εδυσκολεύοντο να κατανοήσουν το ποιόν της γυναικός ταύτης, ήτις επέμενεν να τον αποκαλεί με το μπανάλ "χερ", λες και δεν διέκρινεν την ιπποτικήν του διάστασιν ή τουλάχιστον την αργυράν πανοπλίαν, ήντινα είχεν ενδυθεί προς χάριν αυτής.

Προς στιγμήν, ο ευγενής ιππότης διερωτήθει τί άραγε τού συμβαίνει και διατί ηυρέθει εις Πομερανίαν, τοσούτον ο νους του είχεν θολωθεί ώστε να ενθυμείται αμυδρώς και το εαυτού όνομα. «Η γυναίκα αυτή σκάει γάιδαρο» ετόλμησε να ψιθυρίσει όπισθεν των οδόντων του και ακριβώς τότε κατενόησεν την πρόσκλησιν της αδελφής του, όπου σαφώς, μετά μεγίστης σαφήνειας δηλαδή, ήτο αναφερόμενον το δύσκολον της αποστολής αυτού εις την χώραν ταύτην.

Η αδελφή του ιππότου, Ερμιόνη καλουμένη, είχεν ξενιτευθεί εξ απαλών ονύχων εις την ψυχράν χώραν των πομερανών κυνών, υιοθετηθείσα εκ θείου τινός εκ πατρός -εξ αιτίας των οικονομικών δυσκολιών της ευγενούς πλην πτωχής οικογενείας των Λαρρυδών- και υπανδρευθείσα έν άρρεν δείγμα των κατοίκων της χώρας ταύτης. «Μα, τί του βρήκε του μπαγάσα, ως φαίνεται θα γαμεί καλά» είχεν αναφωνήσει ο Λάρρυ άμα τη αναγγελλίη του γάμου της εαυτού αδελφής, ήντινα συνεπάθει σφόδρα και ήτο ανέκαθεν πρόθυμος να θυσιάσει και την ζωήν του ακόμη, προκειμένου να εκπληρώσει τα αδελφικά του καθήκοντα προς αυτήν. Ητο η πρώτη φορά όπου η ωραία και κατάξανθος Ερμιόνη του εζήτει κάτι και αυτό ουχί προς ιδικήν της ευχαρίστησιν αλλά υπέρ της εαυτών πατρίδος. Τουτέστιν, όπως ακριβώς περιέγραφεν εις την επιστολήν ήν είχεν αποστείλει συστημένην εις τον αδελφόν της, ο Λάρρυ εκαλείτο να δαμάσει μίαν αγρίαν πομερανήν γυναίκα, μονοκόμματον ώσπερ ντουλάπαν, η γοητεία της οποίας δυσκόλως απεκαλύπτετο εις τον πάσα ένα. Είχεν αποστείλλει εντός της επιστολής και ωρισμένας εικόνας της γυνής, ώστε ο Λάρρυ να δυνηθεί να την ερωτευθεί, διότι, ως γνωστόν, ο ευγενής ιππότης δύναται να συνευρεθεί μετά γυναικός μόνο εις περίπτωσιν κατά την οποίαν αισθάνεται ερωτευμένος και αυτό η ικετεύουσα αδελφή το εγνώριζεν λίαν καλώς.

Η πομερανή, ήντινα περιέγραφεν η αδελφή εις την επιστολήν, ήτο μία γυνή σκληρά ώσπερ λίθος, με καρδίαν εκ γρανίτου ούτως ειπείν, η οποία ήτο απαραίτητον να μαλακώσει, διότι εκ των αποφάσεων ταύτης εξηρτάτο το παρόν και το μέλλον της πατρίδος των ευγενών ιπποτών. Επειδή ταύτη ηυρίσκετο εις θέσιν υψηλήν, την ανωτάτην θέσιν του άρχοντος δήλα δη, με τας αποφάσεις της ώριζεν τα παρόντα και τα μέλλοντα συμβεί. «Τί βάζουν γυναίκες στις ψηλές θέσεις, δεν ξέρουν ότι η γυνή συνεχίζει να μαγειρεύει και εκτός κουζίνας;» διερωτήθει ο Λάρρυ άμα τη αναγνώσει της επιστολής, δεδομένου ότι ουδόλως κατείχεν την πολιτικήν και οικονομικήν, επιστήμας αχρειάστους δι ένα ιππότην του διαμετρήματός του. Εχων εμπιστοσύνην εις την κρίσιν της αδελφής του Ερμιόνης, εγυάλισεν την αργυράν αυτού πανοπλίαν ομού με την περικεφαλαίαν -έβαλε τα μεγάλα μέσα, δηλαδή- και εξεκίνησεν για το μακρινό ταξίδι ιππεύων τον εαυτού ίππον, διότι «ιππότης άνευ ίππου, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο εστί» όπως έλεγε η σεβασμία και πάνσοφος μάμμη αυτού.

Βέβαιος ότι θα επροξένει τεραστίαν εντύπωσιν εις τους αγρίους πομερανούς, είς ιππότης ούτως ειπείν εντελώς αυθεντικός και αργυροενδεδυμένος τεμάχια μετάλλου -γκλιν γκλαν τιγκιτιγλάν εβρόντα η πανοπλία καλπάζουσα επί του ίππου- ο Λάρρυ εμειδία όπισθεν του λεπτού μύστακος και της καλοκουρεμένης γενιάδος του, ονειρευόμενος το ροδαλόν αιδοίον όν υπέκρυπτε η ντουλαπώδης αγρία μεταξύ των στιβαρών υποστυλωμάτων άτινα πόδια θεωρούνται και έφερεν εις τον νου αυτού διαφόρους μεθόδους εκπορθήσεως της πομερανής. Το ευτύχημα είναι ότι συνέπιπτεν ο εορτασμός του Πάσχα της πατρίδος του με τον εορτασμόν του Πάσχα των αγρίων κατοίκων της περιοχής αυτής του κόσμου και θα ετύγχανον περισσότεραι της μιάς ευκαιρίαι δια συναντήσεις μετ' αυτής, δεδομένου ότι, μελετών το εκτενές βιογραφικόν της, ανεκάλυψεν ότι επρόκειτο περί γυναικός ενθέρμου υποστηρικτρίας των ηθών και των εθίμων, άρα, ίνα τί ουχί και των του Πάσχα;

Η αυτοπεποίθησις του ιππότου όμως, σύντομα ηυρέθει τόσον χθαμαλώς, ίσαμε το ύψος των αστραγάλων -και άντε, το πολύ- την ησθάνετο κατόπιν και της δευτέρας συναντήσεως. «Θα φταίει που έκανε τόσες μέρες νηστεία η καημένη» εσκέφθει ο Λάρρυ, επιμένων εις την ανακάλυψιν του κομβίου όν θα έλυνεν ούτως ειπείν τας αναστολάς της γυναικός και θα του επαρεδίδετο ως ορεκτικόν εις το πιάτον. Διότι, ως γνωστόν επίσης, ο ευγενής ιππότης ουδεπώποτε εφόρμει επί γυναικός, δεν ήτο του ευγενούς του χαρακτήρος μία τοιαύτη βλαχαντερώδης συμπεριφορά, άφηνεν πάντοτε τας γυνάς να του ζητούν και ούτος να ενδίδει απλώς εις τας ορέξεις των. Μετά την αποστομωτικήν δήλωσιν δε, ότι ήτο αδύνατον να τον παρακολουθήσει, ο Λάρρυ ηννόησεν ότι πρόκειται περί ιδιαιτέρως ιδιαζούσης περιπτώσεως και, προκειμένου να κρατήσει γερά τον τίτλον του ικανοτέρου και σφοδροτέρου γαμιά μεταξύ των ιπποτών της γενεάς του, απεφάσισεν να σκεφθεί καλύτερα το πράγμα, όθεν δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα.

Την επομένη πρωίαν, οβελίαι μετά λουκανίκων είχον στηθεί εις τας εξοχάς της Πομερανίας, χώρας ωραίας αν δεν υπήρχον αυταί αι απεχθείς γυναίκες ντουλάπαι, και τα λεπτεπίλεπτα νευρικά σκυλάκια εχοροπήδουν -τσίκιτι τσικ τσακ τσικιτσάκ- άτσαλα προς όλας τα δυνατάς κατευθύνσεις επί του χλοοτάπητος. Ωραίαι νεαραί πομεραναί περιέβρεχον τα στιφογυρίζοντα λουκάνικα μετά μπίρας -«μάλλον ελλείψει λεμονίων», εσκέφθει ο Λάρρυ, όστις, εάν δεν ευρίσκετο εις διατεταγμένη υπηρεσίαν δια το καλόν της πατρίδος, σίγουρα θα είχεν συνευρεθεί με τουλάχιστον δύο δεκάδες από αυτά τα χαριτωμένα θηλυκά δείγματα της πρασίνης χώρας. Οι οφθαλμοί αυτού όμως, ήτο προσηλωμένοι εις την ντουλάπαν, ήτις ανυπομόνως εκοίταζεν τα λουκάνικα να στροβιλίζονται άνωθεν της πυράς.

«Μα, πότε πια θα φάμε;» ερώτησεν ασμένως η πομερανή, αφήνουσα δύο λακκάκια να χαράξουν τας παρειάς αυτής. Ο ιππότης εξεπλάγη ευχαρίστως και έπεσεν παρευθύς κονταροχτυπημένος: είχεν ερωτευθεί τα λακκάκια της!

«Μα, τι επάθατε αγαπητέ χερ Λάρρυ και ταβλιαστήκατε τόσον αποτόμως;» τον ηρώτησεν η πλανεύτρα και ξανάσκασαν τα λακκάκια εκατέρωθεν επί των παρειών.

«Τί είναι αυτό που δεν έπαθα, ωραία μαμζελίτσα, να ρωτάτε. Αχ, τα λακκάκια σας, αχ!» είπεν ο ευγενής ιππότης και ξανάπεσε στα χορτάρια σχεδόν ημιθανής.

«Ω, ελάτε τώρα, πρώτη φορά βλέπετε λακκάκια;» ηπόρησεν η λακκακιούσα.

«Οχι βέβαια, αλλίμονο, λακκάκια καν και καν έχω αντικρύσει, αλλά σαν τα δικά σας... Ω, είναι υπέροχα! τα υπεροχότερα! τα υπεροχότατα!» και, λέγων αυτά, ξανάπεσε τέζα.

Η συνέχεια είναι η ακριβώς αναμενόμενη. Ο ιππότης Λάρρυ συνευρέθη μετά της ντουλαπώδους λακκακιούσης γυναικός -όπισθεν παρακειμένου θάμνου γιγαντιαίων διαστάσεων- ήτις, μετά την ανακάλυψιν της εαυτής κλειτορίδος κατά σθεναράν και επίμονον υπόδειξιν του ευγενούς ιππότου, εξόντωσεν αυτόν γαμικώς, τουτέστιν τον διέλυσεν εις τα εξ ών συνετέθη, που λένε, και κραυγάζουσα συγκλονιζόμενη πατοκόρφως «Ανάστασις! Ανάστασις! Ανάστασις!» εφόρμησεν εν συνεχεία επί των λουκανίκων και εξόντωσε αρκετούς οβελίες εξ αυτών. Ευτυχώς, ενεθυμήθη να προσάγει και ολίγα λουκάνικα εις τον Λάρρυ, όστις -εξακολουθών ευρισκόμενος όπισθεν του θάμνου- προσεπάθει να συγκολλήσει τα τεμάχια της πανοπλίης αυτού ίνα την ενδυθεί εκ νέου, πράγμα όν τον ημπόδισεν να πράξει η -μανιώδης πλέον- πομερανή.

«Τώρα που σε βρήκα, δεν σ' αφήνω λέμε!» του εσφύριξεν εις το ευώνυμον ούς και ο δυστυχής Λάρρυ επανέλαβεν πλειστάκις το μάθημα περί κλειτορίδος, έως ότου τον διεβεβαίωσεν «ευχαριστώ τα μάλα, λατρευτέ μου ιππότα, και ό,τι θελήσεις εις την διάθεσίν σου, η καρδία μου, η χώρα μου, η κλειτορίς μου, οι τράπεζές μου σοί ανήκουν» μη αφήνουσα αυτόν να ολοκληρώσει την γνωστήν του φράσιν μεθ' ής εξέφραζεν συνήθως την ιδικήν του ευαρέσκειαν, τουτέστιν «δούλος σας κυρία μου».

Ητο γραπτόν, λοιπόν, να λήξει τόσον ευχάριστα εκείνο το Πάσχα εις την μακρινήν Πομερανίαν. Η αδελφή Ερμιόνη ήτο πασίχαρις, όλο «μπράβο αδελφούλη μου, μας διέσωσες, η πατρίς θα ευγνωμονεί σε εις τους αιώνας» έλεγε και ξανάλεγε χοροπηδώσα ως δορκάς πέριξ αυτού. Η αγρία πομερανή είχεν επιτέλους εξημερωθεί, είχεν δαμασθεί εξ ολοκλήρου, και το μέλλον προδιεγράφετο τέλειον. Τόσον τέλειον ώσπερ η κούπα ήν εδώρησεν εις τον ευγενή ιππότην λέγουσα χαριτολογούσα με τα λακκάκια της να ανοιγοκλείνουν ολορόδινα εις τας ερωτικώς διεγερθείσας παρειάς αυτής: «Την έχω φτιάξει με τα χεράκια μου, είναι η αυτοπροσωπογραφία μου, καλέ μου ιππότα, δεν ομοιάζω με σκυλάκι;»
________________________
ΣΗΜ.1. φωτογραφία της κούπας επισυνάπτεται εις την παρούσαν ανάρτησιν, δια του λόγου το αληθές. Την απέστειλεν εις εμέ διαδικτυακώς η αδελφή του ιππότου Ερμιόνη, η οποία είναι φίλη μου στο facebook -και στο twitter άμα λάχει.
ΣΗΜ.2. κατά τα άλλα, ούτε'γώ ήμουν εκεί, ούτε σεις να το πιστέψετε. Καλή Ανάσταση πάντως!
ΣΗΜ.3. άλλες ιστορίες του ιππότη Λάρρυ θα βρείτε εδώ, καθώς επίσης υπάρχουν και δύο εξ αυτών τυπωμένες στο διασκεδαστικό βιβλιαράκι "Fortune Cookies II", εκδόσεις ΑΜΟΝΙ (βλ. προηγ. σύνδεσμο).

13 Απρ 2011

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ή ΠΕΙΘΗΝΙΟ ΟΡΓΑΝΟ


Κατακέφαλα με βάρεσε η δόξα,
Υπουργός όταν εχρίστηκα μιά μέρα,
κι αποδείχτηκε πως, λόγια του αέρα
όσα έλεγα δεν ήταν, ούτε λόξα!

Εχρίστηκα κι ορκίστηκα λοιπόν, κανονικά,
Συμπέρασμα μη βγάζεις βιαστικά!

*****

Μικρός, άκουγα τι μούλεγε η μαμά μου
κι ήμουν πρώτος μαθητής μέσα στην τάξη.
Ολοι μ' είχανε μή βρέξει και μή στάξει.
Πήρα πρώτος, μ' άριστα το δίπλωμά μου.

Ευγενικός και τρυφερός και πρόσχαρος πολύ,
και ρούφαγα την κάθε συμβουλή!

*****

Για παράδειγμα, σαν πήγαινα επισκέψεις
στη θεία ή στους φίλους του μπαμπά,
αυθόρμητα και δίχως πολλές σκέψεις,
έλεγα, όταν κερνούσανε χαλβά:

- Για να μή σας προσβάλλω, θα το φάω τελικά,
αν και δε μου αρέσουν τα γλυκά!

*****

Παντρεύτηκα μια παιδική μου φίλη
και ζώ ευχαρίστως, μέσα στη ρουτίνα.
Ποτέ δεν βλέπω πίσω απ' την κουρτίνα,
πειθήνια ακούω τα δικά της χείλη:

- Περπάτα με τις κάλτσες και μη βγάζεις τσιμουδιά!
Σού είπα πως κοιμούνται τα παιδιά!

*****

Αυτός είμαι λοιπόν και τίποτ' άλλο!
Ολα μού ήρθαν προγραμματισμένα.
Σαν Υπουργός, τα έχω λίγο σαστισμένα,
μ' ακούω πάντα κάποιον πιό μεγάλο.

- Τάιζε τα γατάκια, βγάζε βόλτα τα σκυλιά,
Θα κάνεις την καλύτερη δουλειά!

*****

Σα γάντι το υπουργείο μού ταιριάζει,
το λέω, όταν με βλέπω στον καθρέφτη.
Κι άν θέλει κάποιος να με βγάλει ψεύτη,
για τίποτα εμένα δε με νοιάζει!

Ταίζω τα γατάκια, βγάζω βόλτα τα σκυλιά,
κι αυτή είν' η καλύτερη δουλειά!!

(Οι άλλοι διαφωνούνε ριζικά, όμως εγώ
ακούω πάντα τον πρωθυπουργό!)

__________________
Γράφτηκε στις 19-12-1993/02:30

20 Μαρ 2011

Pessoa (επίκαιρο εικονοποίημα)


1. τίτλος:

(Fernando Pessoa)

Ακρο

(Antoine Watteau: Gilles)

Μέχρι να

(Mexican peso)

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑαααααααααααααααααααα..............

______________________________
ΣΗΜ.1. αφιερωμένο στην αυριανή "Ημέρα Ποίησης")
ΣΗΜ.2. αποκρυπτογράφηση για αδαείς: Ακροβατώ / μέχρι να πέσω / ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑαααααααααααααααααααα..............
(μάλλον έπεσα)

5 Μαρ 2011

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια
Οσμίζομαι την κνίσσα ν' ανεβαίνει
Καμμένη σάρκα ανθρώπων, μαύρο αίμα,

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια
Τ’ αλόγατά του ακούω που ρουθουνίζουν
Τρέχοντας έρχονται τα μαύρα με τη μπόρα
Στη μαύρη νύχτα ακούω τα πένθιμα κουδούνια
Μαύρα κουδούνια του χαμού και του θανάτου
Στα χαϊμαλιά τ' αλόγονε πλεγμένα

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια
Μαύρη, πηχτή σαπίλα, βρώμιο κρέας,
Έρχετ' ο θάνατος, αδέρφια φυλαχτείτε!
Μόνος δεν έρχεται, ο πόλεμος τον φέρνει,
Κι αυτόν ο άνθρωπος. Δημιούργημα τ' ανθρώπου
ο μαύρος πόλεμος, το σκότωμα, το μίσος.

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια
Μαύρη απ' το αίμα που ξεραίνεται στον ήλιο
Μαύρο ποτάμι του χρυσού που θα μας πνίξει

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια
Μαύρα σπιρούνια, μαύρες μπόμπες, μαύρα όπλα,
Ένα στεφάνι μαύρα γέλια και φανφάρα
Πίσω του κρύβονται ο φόβος κι η τρομάρα

Τη μυρωδιά του ακούω στα ρουθούνια
Μαύρο φαρμάκι ο κουρνιαχτός του που ανεβαίνει
Σκιάζει τον ήλιο της ερήμου και της στέππας
Κι έρχεται πάνω μας. Αδέρφια φυλαχτείτε!

Τείχος τα σώματα, η αγάπη τείχος, κάστρο
Απαρτο κάστρο οι κραυγές μας να ορθωθούνε
Ο μαύρος πόλεμος, απάνω τους να σπάσει
Κι η μυρωδιά π' ακούω στα ρουθούνια
Χίλια κομμάτια να γενεί, να προσπεράσει...
_________________
από τα σκουπίδια του πισι, γραμμένο στις 3 Φεβρ. 2003

19 Φεβ 2011

Για όλες τις μανούλες που γιορτάζουν σήμερα (ετεροχρονισμένο)

Πρέπει οπωσδήποτε να σκεφτώ κάτι όμορφο.
Πρέπει να γράψω κάτι όμορφο.
Δε σκέφτομαι όμως τίποτα, ούτε όμορφο ούτε άσχημο.
Πάλι καλά.
Κάνω μιά ανάποδη τούμπα.
Με το κεφάλι κάτω, ίσως κατεβάσω καμμιά ιδέα!
Νάτη νάτη, έρχεται, πλησιάζει...
Φαπ! της δίνω μια ξανάστροφη και την ξαπλώνω!
Τώρα θα σου δείξω παλιοϊδέα!
Γιατί άργησες τόσο, ε;
Δε θέλω δικαιολογίες...
Πες μου αμέσως που τα κουτσόπινες από βραδύς, πες μου γρήγορα!!
Δε θέλω "μα και ξεμά" την αλήθεια! Και γρήγορα!
Θέλω την α λ ή θ ε ι α ! ! !
Η αλήθεια είναι αυταπάτη;
Αυτό δεν είναι όμορφη σκέψη, πάρα κάτω!
Και η φιλία αυταπάτη; Μωρέ μπράβο! Θα σου δώσω μιά ξανάστροφη ακόμα μπας και συνέλθεις!
Δηλαδή υπνοβατούμε; Ζούμε; Τι θες να πεις επιτέλους;
Πες το καθαρά: Ζούμε στον ύπνο μας, ε;
Θα σού 'λεγα καμμιά κουβέντα τώρα αλλά έχε χάρη που σε χρειάζομαι...
Δε σε χρειάζομαι; Μπορώ δηλαδή να κατεβάσω και μόνη μου όμορφες σκέψεις, χωρίς τη βοήθειά σου;
Πώς; δε μου λες τον τρόπο, ε; Τι να σου πω τελοσπάντων!
Ιδέα είσαι και φαίνεσαι, που θα μου τη βγείς κι από πάνω!!
Λοιπόν, έχουμε και λέμε: Καλή ιδέα δεν κατεβαίνει, αυτή που κατέβηκε είναι άχρηστη, ακοινώνητη, ένα όρθιο βλήμα...
Ας κάνω μια τελευταία προσπάθεια.
Θα κουτουλήσω τον τοίχο...
Ωχ! Τό 'σπασα το ρημαδιασμένο το κρανίο μου ου ου!!
Χιλιάδες πουλάκια πετούν προς το ταβάνι!
Πεταλουδίτσες με χρωματιστά φτερά!
Μπλέ, γαλάζια, πορτοκαλλιά, κίτρινα, κόκκινα, ασημένια...
Τι ομορφιά είν' αυτή;
Από πού ξεπήδησαν;
Προς τα πού πηγαίνουν;
Τι με νοιάζει; Είναι κάτι όμορφο, όπως και να το κάνουμε...
Εσπασα το κεφάλι μου αλλά μου ήρθαν επιτέλους όμορφες εικόνες στο μυαλό, που φτερουγίζουν ανάλαφρα...
Ανάλαφρη αισθάνομαι και'γώ, ούτε πόνος ούτε τίποτα!
Αυτό ήτανε λοιπόν!!
Καλημερούδια σε όλους, καληνύχτα σ' όσους πάνε για ύπνο και... καλή μου μανούλα Χρόνια Πολλά!!!
_______________________
Αφιερωμένο (στις 12/5/2002 08:32) στην "Ημέρα της Μητέρας" -αμαν πια με αυτες τις "Ημέρες" (και τις "ΜΗ-τέρες")!- το (ξανα)βρήκα εδώ, χάρη στο Μ.Μ. που το θύμισε και τον ευχαριστώ :) Πολύ. Να είσαι καλά Μιχάλη!

2 Φεβ 2011

Ο εξουσιαστής του χρόνου

Στέκω.
Δεν κινούμαι.
Φοβάμαι τις στιγμές που περνούν.
Ποιά θα με χαράξει πιό πολύ;
Ποιά θα με πληγώσει πιό βαθειά;
Οταν στέκω ακίνητος,
όταν τίποτα γύρω μου δεν αλλάζει,
όταν δεν μετακινώ τίποτα,
έχω την αίσθηση πως ο χρόνος καθηλώνεται.
Στέκει μαζί μου και ο χρόνος.
Ετσι, αποφεύγω τη φθορά.
Ο χρόνος όμως είναι εντός μου.
Εγώ είμαι ο γεννήτωρ και το θύμα του.
Η φθορά μου γεννιέται από μένα τον ίδιο.
Τι κι αν στέκω;
Τι κι αν κινούμαι;
Είτε στέκω είτε κινούμαι φθείρομαι.
Φθείρομαι ανεπανόρθωτα.
Οταν κινούμαι, πληγώνομαι από άλλους,
πληγώνομαι από το περιβάλλον,
πληγώνομαι από καταστάσεις,
πληγώνομαι από αιτίες εξωτερικές.
Οταν στέκω, πληγώνομαι από μένα.
Πληγώνομαι από τις σκέψεις μου,
οι ιδέες μου με χαράζουν βαθειά,
χαρακώνεται η ψυχή μου, εδώ,
στο χαράκωμα που έχω σκάψει,
για να κρυφτώ απ’ τον εαυτό μου.

----------------------------------

"Ολοι μαζί - μαζί κι ο ψειριάρης χώρια".
Αυτό είναι.
Είμαι ο ψειριάρης.
Ψειριάρης είναι αυτός που πιάνει ψείρες.
Αυτός που φθείρεται.
Φθείρεται όποιος δεν κινείται.
Οπου δεν υπάρχει κίνηση, υπάρχει σκόνη.
Σκόνη και βρωμιά και μικρόβια και ψείρες.
Αρα, ο ψειριάρης φοβάται.
Φοβάται το χρόνο.
Φοβάται τον εαυτό του.
Φοβάται τους "άλλους".
Φοβάται την κίνηση.
Φοβάται τη ζωή.
Δεν θέλω όμως να είμαι ο "ψειριάρης".
Προτιμώ να κινούμαι κι ας φθείρομαι κινούμενος.
Δεν θα έχω χρόνο να σκέφτομαι τη φθορά μου.
Κίνηση λοιπόν, κίνηση και καθαριότητα,
Κίνηση, εργασία, δημιουργία, κοινωνικότητα.
Μακρυά από μένα ο Φόβος.
Ας αξιοποιήσω επιτέλους το χρόνο μου!
Ας παλαίψω μαζί του κι ας ξέρω πως θα νικηθώ,
τουλάχιστον θάχω παλαίψει.
Ας φύγω από μένα, ας αφήσω πιά τη φυλακή μου!
Βγαίνω στη ζωή, παλεύω για όλους, αυτό είναι!
Δίνω, δίνω, δίνω, προσφορά χωρίς τέλος.
Ας ξαναγυρίσω στα γνωστά μου μονοπάτια,
δεν είναι για μένα η λύση της ακινησίας.
Αρκετά σάπισα, αρκετά φαγώθηκα, αρκετά φοβήθηκα!
Γνώρισα κι αυτή την πλευρά της μάχης, τα χαρακώματα.
Είμαι σε θέση να εκτιμήσω την πρώτη γραμμή!
Είμαι μαχητής!
Αέρα!!!!!!!
("αέρα, αέρα, να φύγει η χολέρα"!)

----------------------------------

Το χρόνο μου εξουσιάζω,
αλλάζω,
δε φοβάμαι τη βροχή.

Με παίρνει ο αέρας,
σα φύλλο σέρνομαι,
το κέρας
του θανάτου μακρυά.

Στα μονοπάτια του φόβου δίνομαι
δεν κλείνομαι
δεν τρέμω τη ζωή.
________________________
ΣΗΜ.1. Το βρήκα στα σκουπίδια του υπολογιστή, γραμμένο στις 23/1/2000, ώρα 11:37
ΣΗΜ.2. Παρατηρώ ότι τότε χρησιμοποιούσα το "εντός", και το "μακρυά" το έγραφα με ύψιλον.
ΣΗΜ.3. Δεν θυμάμαι καθόλου το λόγο για τον οποίο γράφτηκε, ποιο ήταν το ερέθισμα δηλαδή. Πιθανότατα κάποιος στο περιβάλλον μου θα με είχε επιρρεάσει, θα μπήκα στο πετσί του, που λένε.

15 Ιαν 2011

ΑΚΡΑΤΗ ΣΠΑΤΑΛΗ

1.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια
τρέχουν στους δρόμους κι αραχνιάζουνε στα κτίρια,
πάνε στα πλοία, στ’ αυτοκίνητα, στ’ ακίνητα,
τα μεγαθήρια.

2.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια
στους αστρολόγους και στα μέντιουμ τα μυστήρια,
στα εκτοπλάσματα, στους μάγους, στα φαντάσματα,
τα πειραχτήρια.

3.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια,
για υγιεινές τροφές, ψυχοθεραπευτήρια,
όπου οι τυφλοί πάντα γιατρεύουν τους αλλοίθωρους
με τα κολύρια.

4.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια,
στις οργανώσεις και στα κόμματα τα κύρια,
στους αθλητές δικαίως κι αδίκως στους δεινόσαυρους
με τα ελιξήρια.

5.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια,
για τα ιδρύματα και τ' αναμορφωτήρια,
όπου φιμώνουν τα ξεδιάντροπα τα στόματα
με κολαστήρια.

6.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια,
επηρεάζουν των κρατούντων τα κριτήρια,
να προωθούν στην εξουσία τούς αργόσχολους
με διαβατήρια.

7.
Εκατομμύρια, εκατομμύρια,
χρυσάφι, ομόλογα, του πλούτου τα τεκμήρια,
που εξαγοράζουν τις ψυχές για τριάντα αργύρια
στα ουρητήρια.

8.
Εκατομμύρια, για τα μυστήρια,
γάμους, βαφτίσια, χωρισμούς και διαζευκτήρια,
για τα γραφεία τελετών και τα μνημόσυνα
στα κοιμητήρια.