31 Μαΐ 2006

ΤΟ ΜΠΛΕ ΚΟΣΤΟΥΜΙ


(ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ)


Μέσα στο σκούρο μπλέ κουστούμι στριμωγμένος
μόνος, συνθλίβετ' ο εαυτός του ο καημένος
Βασανισμένος, στα στενά μπερδεύεται και σκάει
και βλαστημάει το κουστούμι που φοράει

Πόσα κουστούμια στη ζωή του έχει φορέσει,
και δε ρωτήθηκε ποτέ του άν του αρέσει
μέσ' στις γραβάτες το λαιμό του να τυλίγει
και την ανάσα της ζωής του έτσι να πνίγει

Σκέφτεται πότε θάρθει η ώρα να το βγάλει
κουνώντας άκαιρα το γκρίζο του κεφάλι
γιατί το ξέρει: Ετσι θα μένει μπερδεμένος
Το μπλέ κουστούμι θα φοράει και πεθαμένος!

Μέσ' στη ζωή του ευκαιρίες να το βγάλει
είχε πολλές, μα δεν το τόλμησε. Και πάλι
αναστενάζει και ξεσφίγγει τη γραβάτα
Αυτός ποντίκι, μα η κοινωνία γάτα!



27-09-90/17:52
(επεξεργασία: 21-01-94)


22 Μαΐ 2006

Το παιχνίδι


Με τον εραστή μου παίζουμε ένα παιχίδι
Ενα παράξενο παιχνίδι,
ίσως και επικίνδυνο για το μυαλό.
Υποκρινόμαστε ότι
καθένας μας είναι κάποιος άλλος.
Εχω φτάσει να ζηλεύω αυτή την άλλη
που τον αποσπά με τα μηνύματά της
και θέλω ολόκληρη την προσοχή του:
Να εστιάζει σε μένα μονάχα.
Αχ! Θα την ξεμαλλιάσω κάποιαν ώρα!

Εκείνος το γλεντάει μισογελώντας
και κάποτε μου λέει:

- Αν μάθω ότι με απατάς θα σε σκοτώσω.
- Το ίδιο θα κάνω και 'γώ, απαντώ.
- Μέχρι να βάλεις τραπέζι, θα ρίξω μια ματιά στο μέηλ μου.
- Ναι, για να σαλιαρίζεις με τη λεγάμενη,
απαντώ και κλείνω βίαια τον υπολογιστή.
- Μη το ξανακάνεις αυτό! Επεμβαίνεις στα προσωπικά μου!
- Μπα; Εχουμε και προσωπικά τώρα;

Αρχίζω να κλαίω και με παίρνει στα γόνατά του.
Ερχεται μια μυρωδιά σαν κάτι να καίγεται.

- Ωχ! Το φαΐ! πετάγομαι επάνω.
- Τώρα το θυμήθηκες το φαΐ;
- Ελα να βοηθήσεις καλύτερα.
- Ναι, μάτια μου, να βοηθήσω. Πάμε στην ταβέρνα;
- Πάμε, λέω ενθουσιασμένη,
που αφήνει το μέηλ του γι αργότερα -για το χατήρι μου.

Μόλις επιστρέψουμε, ξέρω τι θα κάνω.
Θα κλειστώ στο γραφείο μονάχη,
να γράψω σ' αυτό τον υπέροχο τύπο,
που είναι ο εραστής μου.
Θα του τα πω όλα!


(31-07-2005)
__________________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί" που περιλαμβάνει ιστορίες αστείες και δραματικές, φανταστικές και πραγματικές, δικές και ξένες.

20 Μαΐ 2006

ελεύθερος επιτέλους



Θά 'ρθει μια μέρα
που θα σε δω ν' αφήνεις
το φουστάνι του μυαλού σου
στην κρεμάστρα
κι ελεύθερος θα μείνεις
από σκέψεις
κι άλλα φθοροποιά
στοιχεία και στοιχειά
με τα φτερά ανοιγμένα
να πετάς ψηλά
το θησαυρό του ονείρου
αγγίζοντας
ελεύθερος επιτέλους




7/10/2002

18 Μαΐ 2006

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΙΟΥΛΙΑ


Ερωτεύτηκε την Ιουλία. Ετσι, στα ξαφνικά. Ούτε που το κατάλαβε πώς έγινε κι ερωτεύτηκε ξανά, ύστερ' από τόσα χρόνια μοναξιάς κι άσκοπης περιπλάνησης του κορμιού του «σε στρώματα χιλιολεκιασμένα από ιδρώτες πληρωμένης ηδονής», όπως γράφουν τα αισθηματικά μυθιστορήματα. Δεν το περίμενε καθόλου ν' αγγίξει πάλι ο έρωτας την αφανισμένη του ψυχή, τώρα μάλιστα που η αποστέρηση της αγάπης τού 'χε γίνει συνήθεια κι η καχυποψία τού κλάδευε κάθε πρωτοβουλία για παιχνιδίσματα. Κι όμως! Θες που σουρούπωνε καθώς έμπαινε στο γραφείο η Ιουλία κι η αχτίνα εκείνη του ήλιου, η πορτοκαλιά, έπεσε κατευθείαν πάνω στο μαλλί της το αχτένιστο, θες η λεκάνη της που είχε αφρατέψει τώρα τελευταία, θες ο υπολογιστής που τον είχε στραβώσει τόσες ώρες -τικ τακ, τικ τακ τα πλήκτρα μούδιαζαν τ' ακρονύχια του- θες τούτο, θες εκείνο, κοιτάζοντάς την να μπαίνει στο γραφείο, όπως πάντα τέτοιαν ώρα, να πλύνει τα ποτήρια και να συμμαζέψει τα σκουπίδια, την είδε μ' άλλο βλέμμα. Οχι με το βλέμμα του αρσενικού που θέλει το θηλυκό για ένα γαμήσι και πάει τέλειωσε, αλλά με το βλέμμα του μωρού, που περιμένει το βυζί με λαχτάρα, ν' αρμέξει τη ζωή, μα ταυτόχρονα φοβάται τη μάνα, μη και του αρνηθεί ή μη δεν έχει γάλα. Τα χρόνια της στέρησης του έρωτα και της αγάπης τον είχαν κάνει να λησμονήσει τους βασικούς κανόνες προσέγγισης του άλλου φύλου. Για πολύν καιρό, πλήρωνε κι έπαιρνε.

Τί έπαιρνε; Ενα μουνί πληρωμένο, για λίγα λεπτά της ώρας, στημένο ανάμεσα σε δυό σκέλια τριχωτά, και θά 'τανε τυχερός αν δεν έπαιρνε στο τζάμπα και μιά κλανιά στη μούρη. Ετσι λοιπόν, δε βρήκε τίποτ' άλλο να πεί από 'να «καλησπέρα Ιουλία», που του ανταπόδωσε 'κείνη πρόθυμα, όπως πάντα. «Καλησπέρα Ιουλία», «καλησπέρα κυρ Θάνο», έτσι περνούσαν οι μήνες κι εκείνος ονειρευότανε τα βράδυα να χουφτώνει τα βυζιά της, να τη ρουφάει, να τρίβεται στον αφράτο της κώλο, να στίβει την κοιλιά της την ορφανή, κι ύστερα, αχ, αχ, αχ, να χύνεται μέσα στο μουνί της, που το φανταζότανε βαθύ, άπατο, σκοτεινό, μυστηριώδες, βελούδινο και σφιχτό, ναι, και σφιχτό και γλυκό κι απαλό μαζί. Ομως, η σχέση τους είχε μείνει στα καθημερινά καλησπερίσματα, και θά 'μενε για πολύ ακόμα, αν δεν αρρώσταινε η μάνα της, κι αν δεν έφευγε μια μέρα η Ιουλία βιαστικά για το χωριό της, χωρίς να τον αποχαιρετίσει. Μόνο δυό ξερές λέξεις σ' ενα χαρτί τού 'δωσε ο περιπτεράς της γωνίας: «Πάω στο χωριό μου. Θα σας τηλεφωνήσω, Ιουλία».

Αλλος μπελάς τώρα. Το τηλέφωνο. Και χτυπούσε συχνά, το άτιμο. Κι όλο βράχνιαζε και του κοβόταν η ανάσα όταν έλεγε «παρακαλώ....», αλλά τίποτα. Ολο για δουλειές, όλο πελάτες, όλο για χατήρια και χαμαλίκια. Περνούσαν οι μέρες, τίποτα. Πάνω στο μήνα, νάσου την ένα πρωί, βαμμένη και καλοχτενισμένη με μιά κόκκινη καινούργια ζακέττα. Είχε βάψει και το μάτι και φορούσε κι άρωμα, πανάθεμά το, που σού 'κοβε την ανάσα. «Καλημέρα κυρ Θάνο», «καλημέρα Ιουλία, πώς κι έτσι πρωϊνή»; Δε θα ξαναδούλευε, τού 'πε, πέθανε η μάνα της, πούλησε τα χωράφια στο χωριό, θα κάνει τώρα κι εκείνη τη ζωή της, συνέχισε στα γρήγορα και, όταν έπιασε το βλέμμα του πάνω στο κόκκινο ζακέττο: «Εδώ είναι Αθήνα, δε θα με σχολιάσουν πού 'ριξα το πένθος» συμπλήρωσε χασκογελώντας.

Την κοίταζε που καθόταν απέναντί του, στην κόκκινη πολυθρόνα με το κόκκινο ζακέττο και τ' αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Την κοίταζε σα να την έβλεπε για πρώτη φορά, σα να μην την είχε ονειρευτεί τόσες και τόσες φορές, σεμνή, δισταχτική, όλο «μη» και «μη» τού 'λεγε στα όνειρά του. Την κοίταζε καλά καλά και τα βυζιά της φάνταζαν απειλητικά μπαζούκας, η κοιλιά της χωματερή, ο κώλος της τσουβάλι παραγεμισμένο μπαγιάτικα ζαρζαβατικά και το μουνί της, αχ, το μουνί της που τό 'χε κορνιζάρει στη σκέψη του τόσον καιρό, το μουνί της μιά καταβόθρα, μιά βρωμερή σωλήνα αποχέτευσης. «Πολύ απασχολημένος είστε σήμερα» του πέταξε ναζιάρικα, με κρυφό γελάκι. «Ναι Ιουλία, άντε, καλημέρα και καλή επιτυχία σ' ότι επιθυμείς» απάντησε με όση ευγένεια μπόρεσε να επιστρατεύσει εκείνη τη στιγμή. «Γειά σας κυρ Θάνο» είπε η μαλαγάνα κι έφυγε ακκιζόμενη. Η πόρτα έκλεισε, κι έκλεισαν και τα φύλλα της καρδιάς του. Το μεσημέρι βγήκε απ' το γραφείο χωρίς να κλειδώσει, γιατί θα γύριζε γρήγορα πίσω. Πλήρωσε και γάμησε με την ψυχή του. Την πουτάνα τη λέγανε Ιουλία, και γι αυτό το φχαριστήθηκε διπλά.


__________________
ΣΗΜ.1. Αυτό το διήγημα είναι το πρώτο δείγμα γραφής μου, που αναρτήθηκε στον Istro πριν μερικά χρόνια. Είχα φοβερή αγωνία όταν το έστειλα μαζί με καναδυό ακόμα και όταν το είδα ανεβασμένο στη σελίδα, μα την αλήθεια, ντράπηκα πολύ. Ακολούθησαν τα σχόλια και κάπως ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της. Αρχισε να μου αρέσει να μοιράζομαι με άλλους αυτά που γράφω και αυτή είναι η κινητήρια δύναμη που συνεχίζει να με ωθεί μέχρι σήμερα.

ΣΗΜ.2. Γράφω ένα διήγημα με διάφορες αφορμές, κάθε φορά αλλοιώτικες. Για τούτο εδώ, αφορμή στάθηκε μια κόκκινη ζακέτα, που είδα να τη φορά μια γυναίκα κάπως σιτεμένη, ένα μεσημέρι στο τρόλλεϊ.

ΣΗΜ.3. Ηχητικά εδώ

17 Μαΐ 2006

Η ΛΕΞΗ ΣΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟ


Ενα λογοτέχνημα αποτελείται απο λέξεις. Η λέξη χαρακτηρίζει το λογοτέχνημα και όχι τα γράμματα. Η λέξη αποτελείται απο γράμματα. Ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα γράμματα συνδυάζονται δημιουργούν τη λέξη. Ο λογοτέχνης διαλέγει λέξεις για να συνθέσει ένα λογοτεχνικό έργο. Απο τον τρόπο με τον οποίο θα συνδυάσει τις λέξεις τις οποίες θα διαλέξει, θα χαρακτηριστεί το λογοτεχνικό έργο ως ποίηση ή άλλο είδος. Κάποτε, ο λογοτέχνης κατασκευάζει κάποια λέξη, όταν δεν υπάρχει αντίστοιχη να καλύψει την ανάγκη της σύνθεσής του. Αυτή όμως η κατασκευή δε σημαίνει ότι ο δημιουργός έχει άμεση σχέση με το γράμμα, δεν αναιρεί τη βασική του σχέση με τη λέξη. Η λέξη και όχι το γράμμα αποτελεί λόγο, διαφορετικά... το λόγο θα τον είχαν τα επιφωνήματα! Το ευφυιολόγημα αυτό, φυσικά, δεν αποκλείει την περίπτωση όπου ένα επιφώνημα αποτελεί κυρίαρχο λόγο σε κάποιο κείμενο.

Μέχρι την εμφάνιση του διαδικτύου ως τόπου έκφρασης της τέχνης του λόγου, η λογοτεχνία αναπτυσσόταν -και συνεχίζει να αναπτύσσεται- σε δυο διαστάσεις, στο επίπεδο του γραπτού, στη σελίδα του βιβλίου, στο σύγγραμμα, στο αντίγραφο. Εξαίρεση αποτελεί η αρχαία γραφή, η οποία, ως ανάγλυφη, κάλυπτε τρείς διαστάσεις. Η διάσταση του βάθους της αρχαίας γραφής, δεν είναι δυνατό να παραλληλιστεί, βεβαίως, με τις σημερινές δυνατότητες ανάπτυξης ενός λογοτεχνήματος. Σήμερα, η λογοτεχνία είναι δυνατό να εξελιχτεί σε τέχνη του χώρου. Με τη βοήθεια της διευρυμένης φαντασίας και την καλλιέργεια της ικανότητας για σύλληψη εικόνων πέρα απο στενά συναισθηματικά όρια, ένα σύγχρονο λογοτέχνημα είναι δυνατό να απευθύνεται σε ανάγκες εικαστικής απόλαυσης, και να τις καλύπτει επιτυχώς.

Παραθέτω ένα εικονοποίημα:


Σπείρες ανελισσόμενες
σε τροχιές εκτροχιασμένες
συναντώνται,
συσπειρώνονται και ωθούνται,
εκτινάσσονται
ανελισσόμενες συνέχεια,
βιδώνοντας
το λεγόμενο "χάος"
προς διαφορετικές κατευθύνσεις,
ώσπου,
αεικίνητες να επανακάμψουν,
αενάως ανελισσόμενες,
ανελλιπώς
συσπειρούμενες μετά μανίας,
εκτροχιασμένες οπωσδήποτε!



Το διάλεξα επειδή η εικόνα με τις σπείρες είναι προφανής. Η έκφραση όμως παραμένει στατική όταν βρίσκεται αποτυπωμένη σε μια επιφάνεια. Καλείται το συναίσθημα και η φαντασία να συνδράμουν τη δημιουργικότητα του αναγνώστη, ώστε να αντιληφθεί σε βάθος την πρόθεση του δημιουργού λογοτέχνη. Αν μπορέσουμε να το φανταστούμε εκφρασμένο στο χώρο, απαστράπτον, χρωματισμένο και κινούμενο, ελισσόμενο ως σπείρα, η απόλαυση θα είναι σίγουρα πληρέστερη. Το λογοτέχνημα θα αποκτήσει ύψος, πλάτος, βάθος, μέσα του θα υπάρχουν κενά και πλήρεις όγκοι, θα λειτουργήσει ως γλυπτό στο χώρο.

Η αρχιτεκτονική του λόγου είναι δυνατό να λάβει και άλλες -πραγματικές, απτές- διαστάσεις, πέρα απο την απλή συγκινησιακή διάσταση, αυτήν την οποία επιτρέπει η μέχρι σήμερα γνωστή έκφραση. Η δυνατότητα πρόσθεσης χρωμάτων και λάμψεων στο κείμενο/ολογράφημα, θα επιτείνει την εκφραστικότητα της εικόνας. Η πιθανή κινητικότητα θα κάνουν την εικόνα αυτή ανταγωνιστική προς άλλες τέχνες, αυτή του κινηματογράφου και του βίντεο. Αν καταφέρουμε στο μέλλον να ορίσουμε κάθε στοιχείο των λέξεων, κάθε γράμμα δηλαδή, ως φορέα ενός ήχου διαφορετικού για το καθένα, τότε η τέχνη του λόγου θα πετάξει προς εντελώς νέους ορίζοντες.

Αυτά καταθέτω ως μια πρώτη προσέγγιση για τη δημιουργία μιας λογοτεχνίας του μέλλοντος. Αν τα έχουν εκφράσει και άλλοι προηγουμένως, αυτό σημαίνει τότε ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο! Αρκεί ο λογοτέχνης του μέλλοντος να αποφασίσει να γίνει και λίγο χειρωνάκτης, ώστε να κατασκευάζει -και όχι μόνο να συλλαμβάνει- τις ιδέες του...

16 Μαΐ 2006

ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΡΩ (Συνομιλία ζευγαριού)

Γυναίκα: Θά 'θελα να ξέρω αν μ' αγαπάς.

Αντρας: Είναι τόσο σημαντικό για σένα να το ξέρεις;

Γυναίκα: Είναι πολύ σημαντικό να ξέρω πως μ' αγαπάς.

Αντρας: Κι αν δε σ' αγαπώ;

Γυναίκα: Κι αυτό θά 'θελα να τό 'ξερα.

Αντρας: Δε θα πληγωνόσουν αν δε σ’ αγαπούσα;

Γυναίκα: Μπορεί και να πληγωνόμουν, μα θά ’θελα να το ξέρω.

Αντρας: Γιατί θά 'θελες να ξέρεις κάτι που θα σε πλήγωνε;

Γυναίκα: Γενικά, δε θέλω να γνωρίζω πράγματα που με πληγώνουν, όμως θά 'θελα να ξέρω αν μ' αγαπάς ή όχι.

Αντρας: Δε θα μπορούσα να στο πω με βεβαιότητα, γιατί κι εγώ δεν ξέρω αν σ' αγαπώ.

Γυναίκα: Μα, γίνεται να μη ξέρεις;

Αντρας: Δε μπορώ να ξέρω τι γίνεται μέσα μου. Εσύ, ας πούμε, μ' αγαπάς;

Γυναίκα: Δε μπορώ να σου απαντήσω.

Αντρας: Γιατί δε μπορείς;

Γυναίκα: Γιατί δεν ξέρω αν σ' αγαπώ.

Αντρας: Είδες; Κι εσύ δεν ξέρεις. Πώς θέλεις να ξέρω εγώ;

Γυναίκα: Θά 'θελα να ξέρεις, εσύ τουλάχιστον.

Αντρας: Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δε μπορώ να ξέρω.

Γυναίκα: Μήπως δε θέλεις να ξέρεις;

Αντρας: Δε φαντάζεσαι πόσο θά 'θελα να ξέρω αν σ’ αγαπώ.

Γυναίκα: Και γιατί τότε δε θέλεις να ξέρεις;

Αντρας: Θέλω να ξέρω αλλά δε μπορώ.

Γυναίκα: Δε μπορείς να ξέρεις ή δε μπορείς να θέλεις;

Αντρας: Δε μπορώ, δε μπορώ, δε θέλω να μπορώ να ξέρω.

Γυναίκα: Λίγο μπερδεμένα μου τα λες. Σε ρωτάω τί μπορείς και μου λες πως δε θέλεις να μπορείς.

Αντρας: Και να μπορούσα, δε θά 'θελα να ξέρω, αυτό είναι.

Γυναίκα: Μα τόσο δύσκολο είναι;

Αντρας: Αφού κι εσύ δεν ξέρεις, κι ίσως δε θά 'θελες να ξέρεις αν μ' αγαπάς, κι ίσως ίσως και να μη μπορείς να θέλεις να ξέρεις αν μ’ αγαπάς, πώς το ζητάς από μένα;

Γυναίκα: Ρώτησα, έλπιζα, πως εσύ τουλάχιστον θα μπορούσες να ξέρεις και θα μού 'λεγες.

Αντρας: Μπορώ να σου πω κάτι πάντως: Να, μια σ' αγαπώ και μια δε σ' αγαπώ. Πότε βρίσκομαι στον ουρανό και πότε στη γη. Αυτό.

Γυναίκα: Οταν μ' αγαπάς, βρίσκεσαι στη γη ή στον ουρανό;

Αντρας: Και στη γη και στον ουρανό.

Γυναίκα: Κι όταν δεν μ' αγαπάς;

Αντρας: Κι όταν δε σ' αγαπώ το ίδιο: Και στη γη, και στον ουρανό.

Γυναίκα: Μα πώς γίνεται αυτό; Πώς μπορείς και το λες;

Αντρας: Ετσι αισθάνομαι.

Γυναίκα: Μα... και στη γη και στον ουρανό;

Αντρας: Ναι.


(μικρή παύση - μουσική)


Γυναίκα: Μα πώς μπορείς να μ' αγαπάς και να μη μ' αγαπάς και στη γη και στον ουρανό;

Αντρας: Δεν ξέρω. Πάντως εγώ σου απάντησα με κάποιο τρόπο. Εσύ τι μπορείς να μου πεις; Μ' αγαπάς; Τι λες;

Γυναίκα: Τι να πω τώρα πια; Τι ν' απαντήσω; Ισως αυτό που είπες κι εσύ, κι ας μη το καταλαβαίνω. Σ' αγαπώ και δε σ' αγαπώ και στη γη και στον ουρανό!

Αντρας+Γυναίκα: Αυτό είναι: Και στη γη και στον ουρανό!


Αυλαία

29/04/1982/16:10

Συνομιλία δυο κοριτσιών

ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ (Αννα και Βάνα)

Αννα: Πώς θά 'θελα να με φιλήσει ο Τάκης!
Βάνα: Και γιατί δεν του το λες;
Αννα: Πώς να το πω δηλαδή; Ετσι απλά: Φίλησέ με;
Βάνα: Ισως όχι και τόσο απλά, μα να του το δείξεις τουλάχιστον.
Αννα: Πώς δηλαδή; Να σουφρώσω τα χείλια μου;
Βάνα: Καλύτερα να τον κοιτάξεις στα μάτια.
Αννα: Τον κοιτάζω συνέχεια στα μάτια. Ετσι.
Βάνα: Οχι κι έτσι, όχι έτσι άγρια. Πιο γλυκά.
Αννα: Ετσι;
Βάνα: Ετσι είναι πολύ λάγνο το βλέμμα σου. Απλώς, γλυκά.
Αννα: Δείξε μου πώς.
Βάνα: Να έτσι. (χαμογελάει)
Αννα: Μα εσύ χαμογελάς κιόλας!
Βάνα: Ε, δε σου είπα να μη χαμογελάσεις και λίγο. Χρειάζεται.
Αννα: Ετσι;
Βάνα: Οχι κι έτσι! Είναι σα να τον κοροϊδεύεις. Οχι τόσο πολύ, λιγάκι.
Αννα: Ετσι;
Βάνα: Οχι, όχι, πολύ ονειροπαρμένο ύφος. Λίγο πιο απλά.
Αννα: Μα, αυτό που είναι απλό για σένα, για μένα είναι δύσκολο. Δε μπορώ.
Βάνα: Θέλεις ή δε θέλεις να σε φιλήσει παιδάκι μου;
Αννα: Θέλω, θέλω, θέλω.
Βάνα: Ε, όταν τον κοιτάς και του χαμογελάς, να σκέφτεσαι αυτό: Πως θέλεις δηλαδή να σε φιλήσει.
Αννα: Για κοίταξε τώρα. Ετσι;
Βάνα: Μμμμ... Ετσι.. σχεδόν έτσι.. περίπου. Προβάρησέ το λίγο.
Αννα: Ετσι;... Ετσι;... Ετσι;...
Βάνα: Ετσι ακριβώς!
Αννα: Πάω, γεια σου!
Βάνα: Πού πας;
Αννα: Μα, να με φιλήσει! Τρέχω, μη χάσω την έκφραση!
Βάνα: (σιγά, μονολογεί) Αν περπατάς έτσι, σα χαζή, θα σου ορμήσουν όλοι οι άντρες της εταιρείας...

(μικρή παύση - μουσική - η Αννα επιστρέφει)

Βάνα: Τι έγινε; Σε φίλησε;
Αννα: (Κλαίει) Οχι... Μου είπε «Τι έχεις; Επαθες ψύξη και στράβωσε το στόμα σου;» (λυγμοί)


Αυλαία

29/04/1982

10 Μαΐ 2006

ΤΟ ΠΑΡΤΥ


«Εκανα έκτρωση», είπε άχρωμα και κατέβασε το ακουστικό. «Και καλά έκανα», συνέχισε να μιλάει μέσα της, «άλλωστε δεν ξέρω τίνος είναι το παιδί». Θα ήθελε να ήταν δικό του, ένα όμορφο αποτέλεσμα μιας σχέσης θυελλώδους στο πανέμορφο ερωτικό νησί του Αιγαίου, μιας σχέσης που κράτησε όσο ένα τρελλό γαμήσι, τόσο σύντομης μα και τόσο περιεκτικής, ώστε να νοιώσει την επιτακτική ανάγκη να την κάνει πέρα αυτή τη σχέση που έδειχνε πως θα την υποδούλωνε εντελώς. Μόλις είχε πάρει διαζύγιο απο ένα σύντομο γάμο και ήθελε να γευτεί, να ποτιστεί απο ελευθερία, όχι να ξαναρχίσει τα ίδια και μάλιστα με την επιβάρυνση ενός παιδιού που δεν έφταιγε σε τίποτα να δει τον κόσμο μέσα απο αμφισβητούμενα συναισθήματα. Αλλωστε, δεν ήταν καθόλου ώριμη για μάνα -ακόμη. Για το παιδί, του το είχε πει στο τηλέφωνο, πως δηλαδή, η πιθανότητα να είναι δικό του ήταν μία προς τρεις.

Εκείνος, ένας νέος ηθοποιός περιστασιακός κομπάρσος ελληνικών ταινιών, έπαιζε το ρόλο της ζωής του όταν της δήλωνε πως δεν τον ενδιαφέρει καθόλου η πατρότητα και πως αγαπούσε εκείνη και μέσω εκείνης θα αγαπούσε και το παιδί και πως όταν γεννιόταν θα έβλεπαν σε ποιον μοιάζει και και... Ελεγε κι έλεγε για να την πείσει να το κρατήσει, βλέποντας αυτό το αγέννητο παιδί σαν το σκοινί που θα την έδενε στο πλευρό του. Κι όμως, μπορούσε να την κρατήσει και με άλλο τρόπο. Αφήνοντάς την ελεύθερη, τονώνοντας την αυτοπεποίθησή της, δεχόμενος την ανάγκη της για ανεξαρτησία -περιστασιακή έστω. Αντί γι αυτό, την είχε αφήσει έρμαιο των ορέξεων των δυο συντρόφων του στο ταξίδι διακοπών, κοροϊδεύοντας τον εαυτό του πως ήταν μια ακόμα τυχούσα περιπετειούλα, πως δε σήμαινε γι αυτόν απολύτως τίποτα, πως θα την ξεχνούσε και θα συνέχιζε το δρόμο του προς τη δόξα και την καταξίωσή του μπροστά απο την κάμερα. Θυμήθηκε πολύ καλά, μπήγοντας τα νύχια στα μάγουλά του σα μανιάτισσα μοιρολογίστρα μετά την ψυχρή της ανακοίνωση περί έκτρωσης, θυμήθηκε τη νύχτα εκείνη που απολάμβανε τις ερωτικές κραυγές της στην αγκαλιά του φίλου του, περιμένοντας με αμηχανία έξω απο το παράθυρο του ενοικιαζόμενου δωματίου, στην αυλή με τη μουριά. Εμεινε να περιμένει μέχρι το ξημέρωμα καθιστός στο πέτρινο πεζούλι κι ύστερα έγειρε και τον πήρε ο ύπνος και ποιος ξέρει τι όνειρο έβλεπε όταν οι εραστές έφυγαν στα κλεφτά για να πάρουν το πρωϊνό τους στη μικρή πλατεία. Μόλις ξύπνησε, πιασμένος μετά το μισοξαπλωτό ύπνο στο μάρμαρο, έτρεξε να τους βρει. Εκείνη έλαμπε αλείφοντας βούτυρο και μέλι τις φέτες του σταρένιου ψωμιού και ρουφώντας γουλιά γουλιά το φρέσκο γάλα. Πόσο την ήθελε δική του εκείνη την ώρα! Αντί όμως να την πλησιάσει, να την αγγίξει, να της ψιθυρίσει κάτι όμορφο, άρχισε να πετάει σα βαρελότα πασχαλιάτικα ένα σωρό βρώμικες λέξεις, που εκτροχιάζονταν κι απομακρύνονταν σφυρίζοντας μετά την πρόσκρουση στο στεγανό περίβλημα της ακοής της. Με δυο λόγια, σημασία δεν του έδινε. Γραμμένο τον είχε. Θα της έδειχνε αυτός! Οταν γυρνούσαν στην πόλη τους θα της τηλεφωνούσε και θα την έλουζε κανονικά. Ε, ρε και νά 'ξερε τότε πως ο τρίτος της παρέας του, ο πλασιέ, είχε γευτεί πριν απο εκείνον το μυρωδάτο κορμί της! Δεν το ήξερε όμως και μάλλον ευτυχώς -για κείνην φυσικά.

Οταν έκλεισε το τηλέφωνο, η εικόνα του δεν έλεγε να φύγει απο το νου της. Δε θυμόταν τόσο το πρόσωπό του όσο την υπέροχη ψωλή του, τόσο απαλή και γλυκειά -η αφή και η γεύση κυριαρχούσαν. Και η φωνή του ήταν όμορφη, απαλή και γλυκειά, όταν δεν εξακόντιζε βρισιές. Ισως αν τον είχε δεχτεί πρώτον να έμενε και να γινόταν δούλα του εκπληκτικού του οργάνου ηδονής. Ευτυχώς όμως, για την επιτυχία του αγώνα της απεξάρτησής της απο τον άνδρα ως αφέντη, είχε προλάβει να γαμηθεί με τον πρώτο της παρέας των τριών νεαρών μόλις έφτασε στο δωμάτιο της μικρής αυλής. Εκείνος ήταν ένας ξανθόψειρας ψηλός και άχαρος κι εκείνη το έκανε μαζί του ακριβώς επειδή ένοιωθε σίγουρη πως ήταν αδύνατο να ερωτευτεί ένα παρόμοιο πλάσμα. Ενα κρυόπλαστο ήταν, ένα μαμόθρεφτο, που όταν έμπαινε μέσα της φώναζε «μαμά μου» και δώστου και άρμεγε άγαρμπα τα βυζάκια της τα στητά που δεινοπαθούσαν έτοιμα να πανιάσουν. Α, παπα, είχε αποφασίσει πως δε θα ξανάκανε έρωτα ώσπου να φύγει απο κει πέρα, μόνο παρέα, γιατί πώς να περάσει μια βδομάδα μόνη εντελώς...

Τους συνομήλικούς της νεαρούς τους είχε γνωρίσει στο πλοίο, έλυναν μαζί σταυρόλεξα κι έλεγαν ανέκδοτα πιπεράτα. Γελούσαν τρανταχτά όλοι μαζί ταυτόχρονα κι αυτό της άρεσε, την ξεκούραζε. Λίγο-πολύ είχε καθένας διηγηθεί ένα κομμάτι απο τη ζωή του, πώς κυλούσε τελευταία δηλαδή και τι περίμεναν απο αυτές τις διακοπές. Ο ξανθόψειρας ήταν πλασιέ σε μια εταιρεία και μόλις είχε χωρίσει απο μια κοπέλα που η μάνα του δε γουστάριζε. Ηθελε να μείνει μόνος και να σκεφτεί τις πιθανότητες που είχε για επανασύνδεση και γάμο χωρίς την έγκριση της μαμάς, πόσο άραγε θα μπορούσε να ζήσει χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τις παρεμβατικές συμβουλές της και πόσο η κοπέλα του θα άντεχε την ατμόσφαιρα κρεματορίου που είχε το σπίτι του, μια και, για την ώρα, δε γινόταν να μείνουν ξεχωριστά από τη μαμά. Ο δεύτερος ήταν ο πιο κοντός απο τους τρεις τους, με τη μεγαλύτερη γοητεία όμως. Κοίταζε παιχνιδιάρικα και γελούσε γενναιόδωρα. Μόλις είχε πληρωθεί για τη συμμετοχή του σε μια ταινία και ήταν ο πλουσιώτερος, εκείνες τις μέρες τουλάχιστον, τόσο που τσοντάρισε και για τα εισιτήρια των φίλων του, μπροστά στον κίνδυνο να μην έχει παρέα στο ταξίδι. Ολο τους το υπενθύμιζε με χιούμορ, πως την επόμενη φορά θα ήταν δικός τους καλεσμένος. Απο φάτσα δεν έλεγε και πολλά πράγματα, η ατμόσφαιρα γύρω του όμως ήταν άκρως ερωτική. Τώρα που βλέπει ξεκάθαρα μέσα της, έχει τη δύναμη να σκεφτεί πως μάλλον εσκεμμένα έπεσε στην ψυχρή αγκαλιά του ξανθού απο φόβο για τη γοητεία του κομπάρσου. Ο τρίτος ήταν οδηγός ταξί, ένα καλόγνωμο παιδί μελαχροινό με γλοιώδη επιδερμίδα, απο εκείνες που όσο και να πλένονται φαίνονται λιγδερές. Μέτριος σε όλα, και στα λόγια και στην εξυπνάδα. Βαρύ αντράκι, με βαρειά φωνή κι ένα υποφώσκον πάθος. Περισσότερο παρακολουθούσε παρά συμμετείχε στα δρώμενα της παρέας και δήλωνε απλά τη συμφωνία του -για διαφωνία, ούτε λόγος.

Την επαφή της με τον ξανθό δεν την είχε πάρει χαμπάρι κανείς τους -ούτε ο ίδιος πρέπει να κατάλαβε πολλά πράγματα. Το σκηνικό είχε συμβεί το μεσημέρι, άμα τη αφίξει. Το ίδιο βράδυ τα έπιναν οι τέσσερίς τους σε ένα μαγαζί στο λιμάνι. Εκείνη είχε πιει τ’ άντερά της, τόσο που μόλις πήγε να σηκωθεί έπεσε στα γόνατα και τα πλήγωσε. Γελούσαν πολύ, το παραμικρό φαινόταν πολύ αστείο, ξενοιασιά κι άγιος ο θεός που λένε. Ο κομπάρσος ανέλαβε να την υποστηρίζει στο δρόμο της επιστροφής -κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας- για το σπίτι με την αυλή, όπου είχαν βρει δυο δωμάτια, ένα δικό της κι ένα για τους άντρες. Οι άλλοι δυο προχωρούσαν γρηγορώτερα κι έτσι το ζευγάρι ξέμεινε παραπίσω. Στα όρθια ξεκίνησαν, πίσω απο κάτι θάμνους, με φιλιά όλο πάθος και πόθο. Μια ψωλή δυνατή χωρίς να είναι επιθετική, πλασμένη λες για το δικό της μουνί μονάχα, ξεπήδησε απο το άνοιγμα του παντελονιού και βρήκε στα γρήγορα το δρόμο της με επιτυχία. Ούτε λέξεις, ούτε κραυγές, μονάχα ανάσες που ίσα και ακούγονταν κι αυτές. Μετά, την πήρε στην άμμο ξαπλωμένη. Εστριβαν ελισσόμενα σα φίδια τα κορμιά τους και η ψωλή όργωνε το μουλιασμένο απο την ηδονική βροχή χωράφι επιδέξια και με ευκολία. Οταν άκουσαν τους άλλους δυο να τους φωνάζουν ανησυχώντας για την αργοπορία τους, τινάχτηκαν και λούφαξαν για λίγο. Μετά, οι πρόσκαιροι εραστές σηκώθηκαν και συνέχισαν μαζί με τους άλλους το δρόμο, δικαιολογούμενοι πως στάθηκαν λίγο στην άμμο για να συνέλθουν απο την κρασοκατάνυξη. Προχωρώντας για το σπίτι με την αυλή, ο ταξιτζής -παράδοξο για την άχρωμη φύση που είχε επιδείξει ως τότε- έρριξε την ιδέα να μπουν στο κλαμπ του νησιού να κόψουν κίνηση και κανείς δεν έφερε αντίρρηση. Ο ξανθός δε χόρευε, κι ο κομπάρσος δεν έκανε κέφι, όπως είπε. Ετσι, έμειναν ο ταξιτζής κι εκείνη να χορεύουν κολλημένοι σα στρείδι, αν και η μουσική δεν το απαιτούσε πάντα. Μύριζε τον ιδρώτα του, άγγιζε τα λιγδερά μαλλιά του, ένοιωθε να συνεχίζεται η προηγούμενη οργιαστική κατάσταση ή ήθελε να ξαγκιστρωθεί απο την πετονιά του πόθου για τον μόλις προηγηθέντα εραστή, μυστήριο, ούτε η ίδια καταλάβαινε τι γινόταν. Είχε ξεμεθύσει εντελώς και δεν υπήρχε ούτε ένα ελαφρυντικό όταν έφυγε μαζί του για το σπίτι, εξακολουθώντας να βρίσκεται κολλημένη πάνω του, με ολόκληρο το κορμί της να ακολουθεί την κίνηση της περπατησιάς του. Αυτή την κίνηση ακολουθούσε πεισματικά κι όταν βρέθηκε στο κρεββάτι μαζί του, για να επαναλάβει ό,τι ακριβώς έκανε και νωρίτερα. Εκείνος όμως παρουσίαζε τέλεια έλλειψη φαντασίας. Το ίδιο στερεότυπο. Πολλές φορές αλλά το ίδιο. Μια στιγμή εκείνη πήγε να στρίψει στο πλάϊ κι εκείνος την επανέφερε στην τάξη. Πάνω-κάτω-συμβατικά. Λες και αντί για πούτσα είχε ένα κρουστικό τρυπάνι με ρυθμικά επαναλαμβανόμενη κίνηση ή ένα μέσου βεληνεκούς όπλο που πυροβολούσε μονάχα απο προκαθορισμένη θέση. Κουραζόταν να παρακολουθεί αυτό το μαρτυρικό νταραβέρι, η ευγένειά της όμως δεν της επέτρεπε να σταματήσει πρώτη. Υποκρίθηκε κάμποσους οργασμούς κι εκεί, κάπου κοντά στον τελευταίο, άκουσε τις ομιλίες των άλλων δυο που είχαν φτάσει στην αυλή. «Αντε, τι κάνετε πια, νυστάζουμε» φώναξαν «να μπούμε να βλέπουμε» έκαναν πλάκα. Ο εραστής σηκώθηκε, πήγε στην πόρτα, διαβεβαίωσε τους φίλους του πως είχε κάποια άλλη γυναίκα στο δωμάτιο και τους έδιωχνε, να γυρίσουν αργότερα μην εκθέσει τη γυναίκα. Ο κομπάρσος δεν έφευγε με τίποτα, περίμενε να βεβαιωθεί ποιά ήταν η γυναίκα που γαμιόταν με το φίλο του, να δει με τα ίδια του τα μάτια την προδοσία. Εκείνη σηκώθηκε πανικόβλητη, ευχαριστώντας παράλληλλα απο μέσα της τον απο μηχανής θεό που έδωσε τέλος στο μαρτύριό της, και ντύθηκε στο πίτσι-φυτίλι. Το δωμάτιο μύριζε ορμόνες, μια βαρειά ερωτική μυρωδιά, και δε θα μπορούσε να πείσει κανένα αυτό που είχε αρχικά σκεφτεί να πει ως δικαιολογία ο μελαχροινός, πως δηλαδή απλά και μόνο είχαν ξαπλώσει για λίγο και τους πήρε ο ύπνος. Ο ταξιτζής ξανάπεσε και κοιμήθηκε κανονικά ενώ εκείνη περίμενε, καθισμένη σε μια σκληρή και άβολη ξύλινη καρέκλα, να ξημερώσει. Το λάθος ήταν πως δεν είχαν πάει στο δικό της δωμάτιο, αλλά αυτό το κατάλαβε το επόμενο πρωΐ, όταν βρέθηκαν καθισμένοι στην πλατεία για το πρωϊνό, κι ο κομπάρσος -ως επίδοξος νέος αφέντης κατακτητής- άρχισε να ξαμολάει σφυριχτά τις πιο φοβερές βρισιές που είχαν ακούσει μέχρι τότε τα ευαίσθητα αφτάκια της.

Οι τρεις φίλοι ούτε για μια στιγμή δεν παρεξηγήθηκαν μεταξύ τους, όλα τα έριχναν στη γυναίκα. Η τετραμελής παρέα των διακοπών είχε διαλυθεί εις τα εξ ών συνετέθη φυσικά, εκείνη νοίκιασε στα γρήγορα ένα δωμάτιο σε άλλο σπίτι κι έπεσε να κοιμηθεί σαν τούβλο. Κοιμήθηκε ένα εικοσιτετράωρο γεμάτο και ξύπνησε απο γυναικείες φωνές που μιλούσαν ιταλικά. Και τα τρία δωμάτια του σπιτιού ήταν νοικιασμένα σε γυναίκες, δυο ιταλίδες στο πάνω δωμάτιο, τρεις ιρλανδές και μια γαλλίδα στη μεγάλη σάλα του σπιτιού και η αφεντιά της στο μικρό κουζινάκι παραδίπλα. Βγήκε να πλυθεί στο βρυσάκι που ήταν στην αυλή κι έπιασε κουβέντα με τα σπασμένα ιταλικά της. Κανόνισαν να πάνε για μπάνιο όλες μαζί, μια μεγάλη αποτοξινωτική γυναικοπαρέα, χωρίς άντρες και το μπελά τους, αλλά ο διάολος δεν την άφησε να χαρεί και πολύ, μια και, σε κάτι βραχάκια κοντά στην αμμουδιά, κάθονταν οι τρεις που είχαν συνθέσει το χθεσινό της εφιάλτη. Οι ξένες κοπέλες έπεσαν με τα μούτρα στο κόρτε των νεαρών κι εκείνη δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να τις αποθαρρύνει, δεν το ήθελε κιόλας να ανακατευτεί. Το μόνο που απόλαυσε εκείνη τη μέρα ήταν ένα παρατεταμένης διάρκειας κολύμπι, λες και είχε γεννηθεί γοργόνα. Οι υπόλοιπες λιάζονταν μαζί με τους νεαρούς άντρες ανταλλάσσοντας πειράγματα, χασκόγελα και πόζες για φωτογράφιση. Μετά τις απανωτές βουτιές βγήκε ψόφια και πεινασμένη. Είχε πάει τρεις η ώρα κι η καινούργια συντροφιά μαζεύτηκε στο παραλιακό μαγαζάκι για ψαροφαγία. Προσποιήθηκε πονόδοντο και τους άφησε, ετοίμασε το σάκκο της και πήρε το πρώτο καράβι για Πειραιά. Από εκεί, με το τρένο, ξεκίνησε για την επαρχιακή της πόλη, βλαστημώντας την ιδέα που είχε να γνωρίσει αυτό το -κατά τα άλλα πανέμορφο- νησί του Αιγαίου.

Δεν την είχε ενοχλήσει η ελεύθερη διάθεση του κορμιού της -μια ανάγκη του είχε εκπληρώσει μόνο, όπως το φαγητό ή οι άλλες ανάγκες επιβίωσης- ούτε ένοιωθε καμμιά ενοχή γι αυτό. Αυτό που την είχε πληγώσει ήταν η συμπεριφορά των αντρών. Εδειχναν ολοφάνερα πως απλά τη χρησιμοποίησαν, δεν είχαν τη δύναμη να δείξουν τη χαρά τους, απλά και όμορφα. Εβαζαν ανάμεσα σε κείνη και τους εαυτούς τους μια κουρτίνα καθωσπρεπισμού, υποβιβάζοντας το δικό της ρόλο και, παράλληλλα, έδιναν στον καθένα τους το ρόλο του θύματος. Σχιζοφρενικό, αλλά κάπως έτσι ήταν, έτσι το ένοιωθε τουλάχιστον. Εκείνη ήταν η νεαρή τρελλοζωντοχήρα κι αυτοί τα άβγαλτα νεαρούδια. Εκείνη ήταν η μάγισσα κι αυτοί τα σχολιαρόπαιδα ή αυτοί ήταν τα αφεντικά κι εκείνη η υποταγμένη σκλάβα τους, που επιφορτίστηκε να ικανοποιήσει τις ορμές τους. Ούτε μια στιγμή δεν έδειξαν να συμβιβάζονται με την ιδέα κατανομής ρόλων ισότιμων μεταξύ τους. Ούτε αφέντες, ούτε δούλοι, ούτε μάγισσες, ούτε ξεπεταρούδια -κοτζάμ μαντράχαλοι! Το αίσθημα της ιδιοκτησίας στην πλήρη έκφρασή του, αυτό ήταν μάλλον που είχε υπερισχύσει σε αυτή την περίπτωση, ερήμην της. Η γυναίκα πρέπει στον έρωτα να είναι κτήμα και θύμα, έτσι είχαν μάθει.

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή της, έλαβε τηλεφώνημα απο τον κομπάρσο που τη ρωτούσε αν είχε εμφανίσει το φιλμ της μηχανής της. Το είχε δώσει στο φωτογράφο, του είπε, αλλά δεν το είχε πάρει ακόμη. Μίλησαν αρκετή ώρα, εκείνος ήταν πολύ τρυφερός κι εκείνη προβληματιζόταν για τις προθέσεις του. Την άλλη μέρα πήρε το φιλμ και τις φωτογραφίες. Μεταξύ των τοπίων του νησιού με τις πόρτες, τα δρομάκια και τις αυλές, βρισκόταν η δική του φωτογραφία που φιγουράριζε πάνω στο βραχάκι ξεβράκωτος σε πλήρη στύση. Την έκοψε με το ψαλίδι σε χίλια κομμάτια μαζί με το αρνητικό της και ορκίστηκε πως δε θα του ξαναμιλήσει στο τηλέφωνο, κι αυτό έκανε συστηματικά, επί δυο μήνες κατέβαζε το ακουστικό χωρίς να απαντά όταν άκουγε τη φωνή του, μέχρι εκείνο το απόγευμα που γύρισε απο το γυναικολόγο. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε με αγωνία, βρισκόταν βλέπεις σε πρωτόγνωρη κατάσταση, να ξέρει πως μεγαλώνει ένα έμβρυο στα σπλάχνα της. Το ότι δε γνώριζε τον πατέρα του παιδιού δεν την απασχολούσε για την ώρα και τόσο, το πρόβλημα ήταν πως δεν ένοιωθε ώριμη για τη μητρότητα. Στο τηλέφωνο ήταν εκείνος. Του είπε στα γρήγορα για την εγκυμοσύνη της κι εκείνος, αντί να συμπαρασταθεί, άρχισε πάλι να βρίζει. Κατέβασε το ακουστικό, έπεσε με τα μούτρα στο πάτωμα, πάνω στα μαξιλάρια, κι άρχισε ένα κλάμα γοερό. Μούγκριζε και γρύλλιζε σα ζώο που το σφάζουν. Τόσος πόνος που δε μπορούσε να εξηγήσει την προέλευσή του, τόσος πόνος και πίκρα για τη γκαντεμιά της. Οταν συνήλθε κάπως, έβαλε τα πράγματα κάτω και λογάριασε. Δε μπορούσε, δε γινόταν να κρατήσει το παιδί και για πρακτικούς βιολογικούς λόγους, μαζί με το βασικό λόγο της ανωριμότητάς της. Ηταν αδύνατο να προσδιορίσει τον πατέρα. Αν ήταν ο κομπάρσος, όλα καλά, μα αν ήταν ο ξανθόψειρας ή ο ταξιτζής; Φανταζόταν να βγαίνει απο τη δική της κοιλιά ένα αντιπαθητικό πλάσμα που θα το λουζόταν για ολόκληρη τη ζωή της. Α, παπα, χίλιες φορές να μη γεννιόταν αυτό το παιδί. Τηλεφώνησε στην κολλητή της φιλενάδα και το άλλο πρωΐ πήγε για την έκτρωση.

Το απόγευμα της τηλεφώνησε εκείνος, προσπαθώντας να την πείσει να το κρατήσει, της ορκιζόταν πως δεν τον ένοιαζε καθόλου αν δεν ήταν δικό του, της ζήτησε να παντρευτούν, έκλαιγε μαζί του ακόμα και το σύρμα της συσκευής -τόσο ταραγμένος ακουγόταν. «Εκανα έκτρωση» του απάντησε ψυχρά και του έκλεισε το τηλέφωνο. Τότε, εκείνος έμπηξε τα νύχια του στα μάγουλά του κι έσκουξε ένα γοερό «όχι» και πάλι «όχι, όχι, όχι» φώναζε μέχρι που τον άκουσε ο πατέρας του και μπήκε στο δωμάτιο να δει τι συμβαίνει. «Δεν την πρόλαβα πατέρα» του είπε και αναλύθηκε σε λυγμούς «είμαι μαλάκας πατέρα» συνέχισε σκούζοντας χωρίς ντροπή. Οταν πλημμυρίζει ο πόνος την καρδιά δεν αφήνει χώρο για τη ντροπή του άντρα που -τάχα- δεν κλαίει. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος επειδή ακριβώς χρέωνε τον εαυτό του με ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αποτυχία του να κρατήσει τη γυναίκα που λαχταρούσε η ψυχή και το κορμί του -το κορμί του κυρίως. «Αν τη θέλεις τόσο πολύ, υπάρχει ακόμα ελπίδα» είπε ο πατέρας και συνέχισε χτυπώντας τον στον ώμο «αρκεί να μπορέσεις να ξεχάσεις και να ξεκινήσεις απο την αρχή, σα να τη γνώριζες τώρα, μετά απο όλ’ αυτά». Σηκώθηκε όρθιος, προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε, «δε μπορώ πατέρα, η έκτρωση θα βρίσκεται ανάμεσά μας, θα μας χωρίζει για πάντα» είπε, και βγήκε έτοιμος για νέες περιπέτειες.

Είχαν περάσει αρκετά χρόνια, όταν η γυναίκα μπήκε σε ένα ταξί με το δεκάχρονο γιό της. Ζούσε στην Αθήνα πλέον, επιτυχημένη επαγγελματίας, νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα. Ενα σφίξιμο στην καρδιά την προειδοποίησε για τη μελαχροινή ματιά που έβλεπε στο καθρεφτάκι. Ο ταξιτζής, αφού ρώτησε για τον προορισμό, «τι κάνετε κυρία» της είπε, και «να σας ζήσει το παιδάκι, γιός σας;» εξακολούθησε πρόσχαρα. «Ναι, γιος μου» απάντησε συμπληρώνοντας -μαζί με τη διεύθυνση- και μια ερώτηση «εσείς έχετε παιδιά;» απο αυτές που δε χρειάζονται απάντηση, μια ερώτηση τυπική, στον αέρα. «Ναι, ένα γιο και μια κόρη» απάντησε ο ταξιτζής συνεχίζοντας αδιάφορα το δρομολόγιο. Η γυναίκα πλήρωσε και κατέβηκε, συνόδευε το γιο της στη γιορτή ενός μικρού του φίλου. Για μια στιγμή πέρασαν απο το νου της εκείνες οι τρεις παράξενες μέρες των διακοπών, που είχαν ως αποτέλεσμα να μάθει τόσα πολλά για τον εαυτό της, τις αντοχές της και τη λαγνεία της. Αφησε το μικρό στο πάρτυ και πήγε στο θέατρο που βρισκόταν εκεί κοντά για να περάσει δυο ευχάριστες ώρες. Στο ταμείο καθόταν ο ξανθόψειρας, που δεν έδειξε να την αναγνωρίζει. Στο πρόσωπο ενός ηθοποιού, που κρατούσε με επιτυχία ένα δεύτερο ρόλο στο έργο, αναγνώρισε τον κομπάρσο. Σπιρτόζος και πνευματώδης, γοητευτικότατος, τον είχε δει και σε κάποια εκπομπή στην τηλεόραση πριν λίγο καιρό. Κάποια στιγμή, ένοιωσε το βλέμμα του να την ξεγυμνώνει. Ηταν ιδέα της ή μήπως οι ηθοποιοί βλέπουν καθαρά στην πλατεία, αναρωτήθηκε. Τέλειωσε το έργο και αποφάσισε να ξεμείνει λίγο να δει, απο περιέργεια ή απο νοσταλγία για τη νεότητά της, τον εραστή που είχε απορρίψει. Μισοκρυμμένη στη σκιά των δέντρων του απέναντι απο την είσοδο του θεάτρου πεζοδρομίου, τον είδε τελικά να βγαίνει αγκαζέ με τον ταμία. Πέρασαν από μπροστά της χαριεντιζόμενοι χωρίς να έχουν αντιληφθεί την παρουσία της ή μήπως χαριεντίζονταν τόσο φανερά επειδή γνώριζαν πως ήταν εκεί και τους έβλεπε; Τι φάρσες σκαρώνει η ζωή, σκέφτηκε και προχώρησε σταθερά να παραλάβει το γιόκα της. Το παιδικό πάρτυ θα είχε πάρει πια τέλος.

______________________________
ΣΗΜ. Πρωτοαναρτήθηκε στη σελίδα
flytoistros.com στις 24/01/2004 και ανήκει στη συλλογή ΑΠΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Ο αυτόματος τηλεφωνητής (αφιερωμένο στο πιο γλυκό ψαράκι, τον Κοκοβιό)

Στο γραφείο τηλεφώνησα μιά μέρα,
το μηχάνημά σου βγήκε στον αέρα
και μου μίλησε σε τόνο αυταρχικό:
"Μετά τον ήχο, το χαρακτηριστικό..."

*****

Αυτόματος υπάλληλος, διαμεσολαβητής,
ο τηλεφωνητής,
ο τηλεφωνητής!
Ακούραστος, στο τζάμπα δουλευτής!
Απρόσωπος καθρέφτης της φωνής!

*****

Τηλεφώνησα στο σπίτι κάποιαν ώρα,
το μηχάνημά σου μούκοψε τη φόρα,
και μιλώντας μου, με κόλλησε στον τοίχο!
"Δεν είμαι εδώ, μιλήστε μετά τον ήχο!"

*****

Αυτόματος υπάλληλος, διαμεσολαβητής,
ο τηλεφωνητής,
ο τηλεφωνητής!
Ακούραστος, στο τζάμπα δουλευτής!
Απρόσωπος καθρέφτης της φωνής!

*****

Μέρες τώρα, να σε βρώ δεν καταφέρνω.
Την απάντηση κατάμουτρα την παίρνω
την απρόσωπη! Στο σύρμα της γραμμής
μου μιλάει ξερά ο τηλεφωνητής!

*****

Αυτόματος υπάλληλος, διαμεσολαβητής,
ο τηλεφωνητής,
ο τηλεφωνητής!
Ακούραστος, στο τζάμπα δουλευτής!
Απρόσωπος καθρέφτης της φωνής!


(22-12-93/ 10:10 π.μ.)
_______________________
ΣΗΜ. αποθηκευμένος ο ήχος εδώ για 7 μέρες

Διώχνω το θάνατο

Ζωγραφίζω το κόκκινο
βλέπω αίμα αντί χαρά
ζωγραφίζω το ρόδινο
βλέπω σπλάχνα ανοιχτά.
Ζωγραφίζω γαλάζιο
γύρω μελανιασμένα πτώματα
πράσινο βάζω της ελπίδας
στο χορτάρι χολή.

Μαύρο έβαλα στο τέλος
μ’ ένα μικρό αστράκι
ν’ αχνοφέγγει στα βάθη
κατακίτρινο φωτεινό.

Ο ήλιος μίκρυνε αλλά ήλιος πάντα μένει...
Ο ήλιος μίκρυνε αλλά ήλιος πάντα μένει...

_____________________
ΣΗΜ. αποθηκευμένος ο ήχος εδώ για 7 μέρες

5 Μαΐ 2006

ΜΑΚΡΟΒΟΥΤΙ

Μακροβουτώ άπνους
εις πνέοντα άνεμον
επι των πνοών πίπτων
των πριονοκορυφών
του ανέμου πρηνηδόν
άνευ εισπνοής ανά πνοήν εξακολουθητικώς
εκπνέων αυτόν κατά ριπάς
και μηδέποτε εισπνέων

Μακροβουτώ διαπερνών
σίδηρον διάπυρον
εγγίζων φλόγαν
αναπεπταμένην
περιβεβλημένος μανδύαν πάγου
λευκός ως πνεύμα
και ως άλας θαλάσσης ευωδιάζον
την αλμύραν του ανέμου

Μακροβουτώ εις μήκος, πλάτος, βάθος
εις ύψος απροσπελάστων ορέων
βράχων υπεριπταμένων
άνευ θεμελίων
άνευ υπεδάφους
άνευ κορυφών
εισχωρών εν τω ορυκτώ
και αποχωρών μετά θλίψεως

Μακροβουτώ εν τέλει εις τον χρόνον
τον εντελώς άπατον
εξαπατών αυτόν
ότι τέλος έχει

ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ή ΣΠΑΣΙΜΟ ΝΕΥΡΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΑ

1. Μια γυναίκα ευπρεπής, σοβαρή, ανέμελα ντυμένη, γύρω στα πενήντα
(ΓΥΝ) πολύ ήρεμη φωνή

2. Η υπάλληλος, γύρω στα τριάντα, επιμελώς ατημέλητη
(ΥΠΑΛ) φωνή λεπτή εκνευριστική


Η σκηνή ξεκινάει. Ακούγονται θόρυβοι του δρόμου, αυτοκίνητα, ένα ακκορντεόν μακρυά, κάποιες θαμπές ομιλίες, βουητό.

Ενα καμπανάκι πόρτας που ανοίγει ηχεί και τρίξιμο πόρτας που κλείνει.
Ακρα ησυχία. Βιβλιοπωλείο γαρ.




ΔΙΑΛΟΓΟΣ


ΓΥΝ: (δειλά) Καλησπέρα σας.. μπορώ να χαζέψω λιγάκι..;..

ΥΠΑΛ: (σχεδόν αδιάφορα, πίσω απ’ το ταμείο) Και βέβαια..

ΓΥΝ: (παίρνει ένα βιβλίο στα χέρια) Μμμ.. αυτό πόσο το έχετε;

ΥΠΑΛ: Για να δω.. μια στιγμή.. (κάτι ξεφυλλίζει) 21,50 Ευρώ και με την έκπτωση.. (υπολογίζει στο κομπιουτεράκι) ..19, 45 ευρώ. Θα το πάρετε;

ΓΥΝ: Ναι.. λέω να το πάρω.. φαίνεται ενδιαφέρον.. Να πάρω αυτό ή..

ΥΠΑΛ: Να πάρετε το συσκευασμένο.. αυτό το έχουμε για δείγμα..

ΓΥΝ: Ναι.. ευχαριστώ.. ξέρετε ψάχνω για ένα βιβλίο που το χάρισα.. και το ξαναθέλω.. «Συλλογή γνωμικών».. κάπως έτσι.. έκδοση ενός Πανεπιστημίου.. το έχετε;

ΥΠΑΛ: Ναι, αυτό δε λέτε; «Συλλογή αινιγμάτων» του Πανεπιστημίου Θράκης.

ΓΥΝ: Αυτό ακριβώς! Ευτυχώς.. γιατί βλέπετε.. ό,τι μ’ αρέσει το χαρίζω.. Πόσο κάνει;

ΥΠΑΛ: Να σας πω.. αμέσως.. 20 ευρώ ακριβώς με την έκπτωση. Θα το πάρετε;

ΓΥΝ: Ναι, βέβαια. (ανοίγει το πορτοφόλι της πλησιάζοντας το ταμείο)

ΥΠΑΛ: (αρχίζει να πληκτρολογεί) Εχετε ξαναψωνίσει απο μας; Το όνομά σας για να βρω τον κωδικό σας..;..

ΓΥΝ: Πλαντίδου.. έχω ψωνίσει βέβαια.. δε με θυμάστε.. κάθε μήνα έρχομαι σχεδόν..

ΥΠΑΛ: Δεν έχουν αλλάξει τα στοιχεία σας.. έτσι; Οδός..; τηλέφωνο..;.. ΑΦΜ..;..

ΓΥΝ: Οχι.. δεν άλλαξαν.. ακριβώς τα ίδια.. ορίστε 40 ευρώ.. (δίνει 40 ευρώ)

ΥΠΑΛ: (ακούγεται η ταμειακή μηχανή και το συρταράκι που ανοίγει) Τα ρέστα σας.. να βάλω τα βιβλία στη σακκούλα.. Ορίστε! Ετοιμα!

ΓΥΝ: Το περιοδικάκι σας δε θα μου το δώσετε; Κάθε φορά που ψωνίζω μου δίνετε ένα..

ΥΠΑΛ: (αυστηρά) Το περιοδικό μας το δίνουμε δωρεάν με την αγορά δύο βιβλίων.

ΓΥΝ: (απορεί απολύτως ήρεμα) Ε, δυο βιβλία δεν αγόρασα..;..

ΥΠΑΛ: Δύο βιβλία των εκδόσεών μας εννοώ.. αυτή την εντολή έχω.. το άλλο βιβλίο είναι έκδοση του Πανεπιστημίου.

ΓΥΝ: Αλλες φορές αγοράζω πέντε-έξι βιβλία δικά σας.. ψάξτε την καρτέλλα μου..

ΥΠΑΛ: Αυτό δεν έχει σημασία.. για κάθε φορά ξεχωριστά μιλάμε.

ΓΥΝ: Δηλαδή.. αν έρθω αύριο-μεθαύριο και ψωνίσω άλλο ένα βιβλίο.. δε θα δικαιούμαι..

ΥΠΑΛ: (χασκογελώντας) Οχι βέβαια! Η εντολή είναι ξεκάθαρη!

ΓΥΝ: Δε μεταφέρεται το δικαίωμά μου δηλαδή.. κρίμα.. το έδινα στην κόρη μου ξέρετε..

ΥΠΑΛ: Λυπάμαι.. δε γίνεται..

ΓΥΝ: (με επιτηδευμένη ηρεμία-απορία) Να το κόψουμε στη μέση..

ΥΠΑΛ: (κοιτάζει εντελώς χαζά) Τι λέτε τώρα..;;;..

ΓΥΝ: Απλώς.. έλεγα.. μήπως.. Μια και δεν ξέρω αν θα ψωνίσω σύντομα άλλα δυο βιβλία δικά σας..

ΥΠΑΛ: (χαζοχαρούμενα και με κάποιο θράσος) Αυτό δε γίνεται κυρία μου!

ΓΥΝ: Ε, τότε.. δεν υπάρχει άλλη λύση.. (αποφασιστικά) Ακυρώστε την πράξη!

ΥΠΑΛ: (χάσκει) Δηλαδή..;.. Τι θέλετε να πείτε;;;

ΓΥΝ: Να.. αφού θέλω και το περιοδικάκι σας.. θα έρθω άλλη φορά που θα χρειάζομαι δύο βιβλία των εκδόσεών σας.. Αφήνω αυτά τα βιβλία και μου δίνετε τα χρήματα μου πίσω.. απλό δεν είναι..;..

ΥΠΑΛ: Μα τι λέτε τώρα; Δε φτάνει που δίνουμε το περιοδικό μας δωρεάν.. πρέπει να τιμωρηθούμε γι αυτό;

ΓΥΝ: Και πρέπει να τιμωρείται ο πελάτης επειδή αγοράζει δύο βιβλία.. αλλά δε γνωρίζει εκ των προτέρων τους όρους διάθεσης του περιοδικού σας..;..

ΥΠΑΛ: Τι να σας πω τώρα.. αυτή την εντολή έχω.

ΓΥΝ: Το πουλάτε μήπως..;..

ΥΠΑΛ: (κοφτά) Οχι. Δεν το πουλάμε.

ΓΥΝ: Αυτό που μου κάνει εντύπωση..

ΥΠΑΛ: (κάπως αφηρημένα) Πως είπατε..;..

ΓΥΝ: Στο σούπερ μάρκετ καταλαβαίνω μια παρόμοια συμπεριφορά.. αλλά σε ένα βιβλιοπωλείο που το θεωρώ οικείο χώρο..

ΥΠΑΛ: Τι συμπεριφορά εννοείτε..;..

ΓΥΝ: Να.. το περιοδικάκι σας το χρησιμοποιείτε σαν κουπόνι..

ΥΠΑΛ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε.. τι σχέση έχουμε με σούπερ μάρκετ..

ΓΥΝ: Δεν πειράζει.. τι να πω..

ΥΠΑΛ: Αυτή την εντολή έχω κυρία μου.

ΓΥΝ: Δεν είναι και φτηνά τα βιβλία που αγόρασα.. 40 ευρώ.. Μπορεί τα δύο δικά σας να ήταν φτηνότερα.

ΥΠΑΛ: (ανοίγει την ταμειακή μηχανή) Τώρα με μπερδεύετε.. δύσκολο αυτό.. ακύρωση..

ΓΥΝ: Ε, δεν πειράζει.. αύριο-μεθαύριο εδώ θα είμαι πάλι.. κάτι θα βρω..

ΥΠΑΛ: (δίνοντας τα χρήματα) Πάρτε τα χρήματά σας. Αυτό όμως που κάνατε..

ΓΥΝ: Ναι..;..

ΥΠΑΛ: Δεν ήταν σωστό.. άλλωστε σας είπα.. αυτή την εντολή έχω.. τι να πω στο αφεντικό μου..;..

ΓΥΝ: Ε, εντάξει τώρα, μη στενοχωριέστε.. Να του πείτε ακριβώς ό,τι συνέβη!

ΥΠΑΛ: Αν έχετε παράπονο τηλεφωνείστε για το παράπονό σας..

ΓΥΝ: Οχι.. δεν έχω κανένα παράπονο.. Δεν πρόκειται να τηλεφωνήσω.. Χαίρετε.

ΥΠΑΛ: ......

ΓΥΝ: Επειτα, είναι και βαρειά.. και να ήθελα τώρα δε θα μπορούσα να κουβαλήσω τρία βιβλία..

ΥΠΑΛ: (ελαφρά νευριασμένη) ..χαίρετε.. τι να σας πω..

ΓΥΝ: (ελαφρώς θριαμβευτικά) Χαίρετε και πάλι!



Ενα καμπανάκι πόρτας που ανοίγει ηχεί και τρίξιμο πόρτας που κλείνει, αλλά όχι πολύ καθαρά, επειδή...

...στη σκηνή που τελειώνει μπαίνουν βίαια οι θόρυβοι του δρόμου, αυτοκίνητα, ένα ακκορντεόν μακρυά, κάποιες θαμπές ομιλίες, βουητό.



**ΑΥΛΑΙΑ**

3 Μαΐ 2006

Ο εραστής μου

Εχω ένα περιπλανώμενο εραστή.

Κάθε λίγο αλλάζει τόπο εργασίας
Με καλεί συχνά, αλλά σπάνια ανταποκρίνομαι
αν και αγαπώ τ' αεροπλάνα.

Γίνεται έκρηξη στον έρωτά μας.
Το μέσα θέλει να βγει έξω.

Μετά, χαριεντιζόμαστε
ανταλλάσσοντας μακάβριες σκέψεις:

-Πότε θα πεθάνεις; Τον ρωτώ
-Πριν απο σένα, μου απαντάει, για να με θάψεις,
νά 'ρχεσαι να χαϊδεύεις το χώμα στο μνήμα μου
θυμήσου να φυτέψεις πανσέδες
-Οχι, εγώ θέλω πρώτη, του λέω,
εσύ χαϊδεύεις πιο απαλά.
Θέλω το χώμα σκέτο, να νοιώθω το άγγιγμά σου.



Συζητούμε γυμνοί χωρίς αποσιωπητικά
Περικλείουμε σε αγγίγματα την αιωνιότητα.


__________________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί" που περιλαμβάνει ιστορίες αστείες και δραματικές, φανταστικές και πραγματικές, δικές και ξένες.

1 Μαΐ 2006

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

(επικοινωνία με το φόβο του ποιήματος)

Το ποίημα που με κυνηγά
δε θα με φτάσει ποτέ.
Τρέχω γρήγορα, πανάθεμά με!
...ευτυχώς.


Τρέμοντας σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα το νούμερο του φόβου μου. Στο τρίτο κουδούνισμα άκουσα τη φωνή του:

- Αλλό! Εδώ φόβος!

Πού να τολμήσω να βγάλω κιχ! Κρατούσα το ακουστικό σα να ζεμάταγε, ίσα ίσα για να μη πέσει κάτω. Η φωνή συνέχισε:

- Επικοινωνείτε με το φόβο σας. Περιγράψτε με παρακαλώ, να φύγω! Ε, έχω κι άλλες δουλειές σήμερα, δε γίνεται να μένω κολλημένος στο τηλέφωνο όλη μέρα!

- Α-α-α-λλη φορά...

Ψέλισα τρεμουλιαστά.

- Τώρα! Τώρα που αποφασίσατε επιτέλους! Δεν υπάρχει «άλλη φορά».

- Χμμμ... ναι... Τι να πω;

- Εγώ θα σου πω τι να πεις;

Αγρίεψε ο λεγάμενος, δείχνοντας την πραγματική του φύση, έξω απο
ευγένειες και τσιριμόνιες.


- Ε... δεν είναι και τόσο εύκολο να περιγράψω, δηλαδή...

- Γιατί δεν είναι εύκολο; Πες μου άνθρωπέ μου, τι φοβάσαι τελοσπάντων!

- Φοβάμαι... εχμ... Να, φοβάμαι ένα ποίημα!

- Χαχαχαχα! Γέλασε βροντερά. Ενα ποίημα; Πώς είναι δηλαδή αυτό το ποίημα; Τρομαχτικό; Με νύχια γαμψά και χαυλιόδοντες;

- Οχι... είναι μάλλον ένα όμορφο ποίημα...

- Μάλλον; Γιατί «μάλλον»; Δεν το έχεις δει ποτέ; Δεν τολμάς να το κοιτάξεις;

- Δε μπορώ... δε γίνεται να το κοιτάξω, επειδή βρίσκεται πίσω μου... με κυνηγάει!

- Αστο να σε φτάσει λοιπόν!

- Τρέχω γρηγορώτερα από κείνο...

- Σταμάτα να τρέχεις! Απλό.

- Κι αν με προσπεράσει;

- Ε, τότε, θα κυνηγάει κάποιον άλλο και όχι εσένα.

- Αυτό ακριβώς είναι που φοβάμαι...

- Δηλαδή;..

- Να, δε φοβάμαι μήπως με προφτάσει, αλλά μή και δεν κυνηγά εμένα... μήπως δεν είναι το δικό μου ποίημα που με κυνηγά.

- Χμμμ... είναι αρκετά σοβαρά τα πράγματα... με φέρνεις σε δύσκολη θέση...

- Γιατί κυρ Φόβε; (Πήρα τα πάνω μου: Κοτζάμ φόβος σε δύσκολη θέση!)

- Παθαίνω κρίση προσωπικότητας με κάτι τέτοια. Ποιός είμαι τελικά; Είμαι ή δεν είμαι ο δικός σου φόβος;

- Μα... ο αριθμός τηλεφώνου...

- Ναι, ξερω. Πήρες το δικό μου νούμερο. Ποιός στο έδωσε όμως;

- Μόνος μου το βρήκα.

- Εδώ είναι το κουμπί. Αφού βρήκες μόνος σου τον αριθμό τηλεφώνου μου, γνωρίζεις καλά σε ποιόν απευθύνεσαι, έτσι;

- Και ναι και όχι...

- Τι θα πει αυτό; Αμφιβάλλεις για μένα; Υπάρχω ή δεν υπάρχω;

- Υπάρχεις, σίγουρα υπάρχεις, μην ανησυχείς γι αυτό!

- Α, εντάξει τότε. Υπάρχω λοιπόν και είμαι ένα ποίημα. Σωστά;

- Σωστά.

- Και τι σόϊ ποίημα είμαι που με φοβάσαι; Για λέγε...

- Αυτό είναι που δεν ξέρω. Δεν το ξέρω καθόλου.

- Φρόντισε να το μάθεις λοιπόν και ξαναπάρε με.

- Ναι... θα προσπαθήσω...

- Ε, δε θα με τρελλάνεις κιόλας!

Μπαμ! Μου έκλεισε το ακουστικό στα μούτρα. Για κάποιο παράξενο λόγο, σταμάτησα να τρέμω. Ακούμπησα το ακουστικό απαλά στη θέση του, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο. Περπατούσα άσκοπα για πολλή ώρα, μέχρι που ξεδιάκρινα το ποίημά μου. Είχε κόψει δρόμο για να μου βγεί μπροστά. Το είδα να με περιμένει στη γωνία. Προχωρούσα προς εκείνο, κι όσο πλησίαζα, τόσο το βήμα μου κοντοστεκόταν και μίκραινε, σα να μην ήθελα να το φτάσω ποτέ...
Το ποίημα όμως χαμογελούσε. Ηταν εκεί και με περίμενε. Ηταν δικό μου. Για να βεβαιωθώ, να μην αμφιβάλλω καθόλου, μόλις έφτασα απέναντί του το ρώτησα:


- Είσαι λοιπόν δικό μου;

- Εμ; Απάντησε χαμογελαστά.

- Είσαι έτοιμο να σε γράψω; Ξαναρώτησα για σιγουριά.

- Εμ; Ξαναχαμογέλασε αφοπλιστικά.

- Γιατί τότε σε φοβόμουν;

- Αυτό είναι απλό... γλυκοψιθύρισε. Εσύ δεν ήσουν έτοιμος!

- Χμμμ.. μάλλον έχεις δίκιο, απάντησα και, βγάζοντας το στυλό απο την τσέπη μου, άρχισα να το γράφω στα γρήγορα, πριν μετανοιώσει.


-------
1ο τελείωμα:

Οταν γύρισα σπίτι, σήκωσα το ακουστικό για να τηλεφωνήσω στο φόβο μου να μην ανησυχεί, όλα είχαν πάει περίφημα. Ο αριθμός όμως ήταν φευγάτος απο το νου μου, τον είχα ξεχάσει, και η συσκευή του τηλεφώνου μου είναι παλιάς τεχνολογίας και δεν αποθηκεύει ούτε καν τον αριθμό της τελευταίας κλήσης. Ε, είπα μέσα μου, αφού δεν του τηλεφωνώ, θα καταλάβει...

-------
2ο τελείωμα:

Μόλις το ποίημα αντίκρυσε το στυλό, έκανε απότομα μεταβολή κι άρχισε να τρέχει. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο» σκέφτηκα, και σαν κουρδισμένος ξεκίνησα και 'γώ ξωπίσω του. Είχαμε αλλάξει ρόλους κι αυτός ο ρόλος, του κυνηγού, μου πήγαινε γάντι. Ηταν δικό μου, το ήξερα πλέον, κι έπρεπε να το πιάσω. Είχα δει καλά την όψη του, θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλια, γιατί να τρέχω; αναρωτήθηκα και γύρισα ήσυχος στο σπίτι μου, βέβαιος πως κάποια άλλη φορά, σε κάποιο άσκοπο περίπατο, κάπου, θα το ξανασυναντήσω...

-------
3ο τελείωμα:

Το μελάνι όμως ήταν στα τελευταία του και το ποίημα έμεινε στη μέση. Το πήρα τότε αγκαζέ και, ψάχνοντας για περίπτερο να ψωνίσω καινούργιο στυλό, ένοιωσα πλάϊ μου το ποίημα να λυώνει, να εξαερώνεται, να χάνεται. Ετσι είναι τα ποιήματα, σκέφτηκα, τόσο εύθραυστα και ρευστά κι αέρινα... Τι να φοβηθεί κανείς απ' αυτά;

ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑ!

Δε θέλω νά 'ρθεις να με βρείς!
Δε θέλω να ξανάρθεις!
Μονάχα πόνο θα μου φέρεις τώρα,
μείνε μακριά μου, αυτή την ώρα!

Δε λαχταράω τα φιλιά!
Δε θέλω άλλα χάδια!
Θα πάρω μόνη μου την ανηφόρα,
μείνε μακριά μου, αυτή την ώρα!

Πέρασαν όλα και πονώ!
Μα έχω γιατρό το χρόνο
γι αρρώστια, θάνατο, φωτιά και μπόρα!
Μείνε μακριά μου, αυτή την ώρα!

Δε βρίσκω νόημα να ζώ!
Γι αυτό, όσο κι αν φωνάζω,
λιγάκι ακόμα αν μ' αγαπάς, προχώρα!
Ελα κοντά μου, αυτή την ώρα!

________________
ΣΗΜ. γράφτηκε στις 28-09-95/23:32 και το αφιερώνω στη Raffinata για να σιγουρευτεί πως όλοι, λίγο πολύ, περνάμε τη φάση μας!