-έλα, θα σου φτιάξω το κέφι!
22 Φεβ 2021
επιδιορθώνω το κέφι!


24 Αυγ 2020
διακοπές στο Μπαρμπαρονήσι
- Μέτζη Σοπράνο.
- του;
- του Νεούτη.
- και της;
- αγνώστου μητρός.
- έρχεστε από;
- από Σκόιλ Ελικικού
- και πηγαίνετε;
- στο Μπαρμπαρονήσι.
- αποκλείεται!
- γιατί; το πήραν οι Τούρκοι;
- όχι, κάτι χειρότερο: το κατέλαβαν οι Κορονομπαρμπάδες!
- τί 'ν' τούτοι;
- μια ορδή.. μια στρατιά.. μια πανστρατιά.. κάτι τέτοιο...
- και το θέν' όλο δικό τους το νησί;
- το φρουρούν και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει.
- θα το πω στη Μέρκελ! στην Ευρωβουλή, στη Χάγη...
- δεν πιστε'υω να καταφέρετε τίποτα...
- μέχρι τη Βουλή της Σκοτίας θα φτάσω!
- ναι, κι αυτοί νομίζεις ότι θα σκοτιστούνε.. παντού έχουνε δάκτυλους!
- μα πόσοι είναι τεσπά;
- πάνω από τρακόσιοι κι όσο πάει αυξάνονται!
- πώς αυξάνονται δηλαδή;
- να, πάνε κι άλλοι μαζί τους...
- α, εντάξ' τότε! πες το χριστιανέ μου!
- .....
- τι βλεπ' ς σαν χαζός; θα παώ να δηλωθώ για! να τους αυξήσω!
13 Αυγ 2020
Θέλω να σου δώσω κάτι
- Θέλω να σου δώσω κάτι.
- Τί θέλεις να μου δώσεις;
- Κάτι.
- Κι αν δεν θέλω το κάτι σου;
- Αδύνατο να μη το θέλεις, θα σου αρέσει.
- Πώς αυτή η βεβαιότητα;
- Γνωρίζω τα γούστα σου.
- Κανείς δεν γνωρίζει τα γούστα μου, αλλά κι αν τα εγνώριζε και αν μου άρεσε αυτό το κάτι, δεν το χρειάζομαι.
- Μα, πού το ξέρεις ότι δεν το χρειάζεσαι;
- Δεν χρειάζομαι τίποτα.
- Τίποτα; Ούτε ένα κάτι;
- Απολύτως τίποτα.
- Μα.. εγώ θέλω να σου δώσω κάτι.. Γιατί περιφρονείς το κάτι μου;
- Πώς να το περιφρονήσω, αφού δεν ξέρω τι είναι...
- Αυτό λέω τόσην ώρα! Να στο δώσω να το δείς.
- Μα δεν το θέλω!
- Ούτε να το δεις θέλεις;
- Ούτε.
- Γιατί;
- Γιατί μπορεί πράγματι να μου αρέσει.
- Ε, τότε να στο δώσω!
- Οχι! κατηγορηματικά ΟΧΙ.
- Ε, δεν τρώγεσαι...
- Φυσικά και δεν τρώγομαι, γενικώς.
- Γιατί "γενικώς";
- Επειδή τρώγομαι με τα ρούχα μου.
- Α, τότε το κάτι που θέλω να σου δώσω θα σου είναι χρήσιμο.
- Μα δεν το θέλω λέμε!
- Και πώς δεν το θέλεις, αφού δεν ξέρεις τι είναι!
- Δεν το θέλω, ούτε θέλω να μάθω τί είναι!
- Δεν σε καταλαβαίνω...
- Δεν χρειάζεται να με καταλαβαίνεις, για να σέβεσαι την επιθυμία μου.
- Ποια επιθυμία; αφού δεν θέλεις τίποτα!
- Ε, αυτή είναι η επιθυμία μου: να μη θέλω τίποτα. Παράξενο είναι;
- Και η δική μου επιθυμία; Γιατί δεν τη σέβεσαι;
- Ποια επιθυμία;
- Να δίνω κάτι...
- Με το ζόρι;
- Αυτό δεν το σκέφτηκα.. Συνήθως δέχονται όλοι αυτό που δίνω...
- Συνήθως. Βλέπεις όμως ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις.
- Πρώτη φορά τυχαίνει να αρνείται κάποιος να λάβει κάτι.
- Σκέψου και την περίπτωση να το λαβαίνει και να το ρίχνει μετά στα σκουπίδια.
- Δεν θέλω να το σκεφτώ αυτό. Αποκλείεται!
- Καθόλου δεν αποκλείεται! Μπορεί να το δέχονται για να μη σε στενοχωρήσουν...
- Ε, κάνε κι εσύ το ίδιο!
- Αυτό σου αρέσει; να σε κοροϊδεύουν;
- Νοιώθω ευδαιμονία, όταν δέχονται τα δώρα μου. Τώρα, με σένα, στενοχωριέμαι.
- Προσπάθησε να δίνεις όταν σου ζητούν κάτι.
- Ωραία! Τί θέλεις να σου δώσω λοιπόν;
- Τίποτα, το είπαμε αυτό. Δεν θέλω τί-πο-τα.
- Και.. άμα δεν σου δώσω τίποτα, αφού τίποτα δεν θέλεις, πώς θα μπορέσω να σου ζητήσω -κάποτε, αν τύχει- κάτι;
- Να μου ζητήσεις, κανείς δεν σε εμποδίζει να μου ζητήσεις, και αν έχω θα στο δώσω.
- Ετσι;
- Ετσι. Απλά πράγματα.
- Δεν θα νοιώθω καλά όμως, να ζητάω χωρίς να έχω δώσει κάτι προηγουμένως...
- Α, εσύ δεν παίζεσαι, δεν παίζεσαι λέμε!
- .....................
(συνεχιζεται με οποιο τρόπο θελετε)
_____________
ΣΗΜ. γράφτηκε το 2010, 13 Αυγούστου
13 Αυγ 2016
συζητήσεις περι Αριστοφανη -1-
- ταυτόχρονα όμως είναι και το πιο βαρύ, επειδή μερικές φορές δεν ανυψώνεται με τίποτα!
(συζητήσεις περι Αριστοφανη)
23 Μαρ 2010
ΤΟ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ
Γ- Ναι, αγάπη...
Α- Τι σού'φερα σήμερα;
Γ- Μμμμ... τι;
Α- Μάντεψε!
Γ- Πού να ξέρω;
Α- Πού πήγα σήμερα;
Γ- Πού; Πες μου...
Α- Δεν είχαμε πει χτες βράδυ ότι το πρωΐ θα πάω...
Γ- Χτες βράδυ... δε θυμάμαι... Τι είπαμε χτες βράδυ;
Α- Ελα τώρα... γιατί κάνεις ότι δε θυμάσαι;
Γ- Αλήθεια! Δε θυμάμαι τίποτα! Πες μου...
Α- Θα σου πω άμα κατέβεις.
Γ- Τώρα... κατεβαίνω... Εφυγαν τα παιδιά;
Α- Ποια παιδιά;
Γ- Δε θέλω να ακούσουν τα παιδιά...
Α- Τι να ακούσουν;
Γ- Αυτά που θα μου πεις.
Α- Και πώς ξέρεις τι θα σου πω; Αφού δε θυμάσαι.
Γ- Ναι, δε θυμάμαι, αλλά φαντάζομαι.
Α- Τι φαντάζεσαι;
Γ- Αυτό που θα μου πεις... ότι δεν είναι κατάλληλο να το ακούσουν τα παιδιά.
Α- Α! Γιατί να μην είναι κατάλληλο; Ομορφα πράγματα δε σου λέω συνήθως;
Γ- Ναι, όμορφα, αλλά ακατάλληλα...
Α- Ελα λοιπόν να σου πω τι σού'φερα!
(κατεβαίνει τη σκάλα και τρέχει πλάϊ του)
Γ- Νά'μαι! Τι μού'φερες;
(κρύβει κάτι πίσω απο την πλάτη του)
Γ- Ελα λοιπόν! Δείξε μου! (προσπαθεί να τραβήξει τα χέρια του να δει)
Α- Αυτό! (παρουσιάζει ένα μανταρίνι και της το προσφέρει με υπόκλιση)

Γ- Α! Ενα μανταρίνι! Πού το βρήκες; Υπάρχουν ακόμη μανταρίνια;
Α- Υπάρχουν... Για σένα υπάρχουν.
Γ- Καλέ μου! (ορμάει και τον φιλάει) Κινδύνεψες για μένα;!
Α- Οταν ξέρω ότι κάτι σου αρέσει, δε λογαριάζω τίποτα για να στο χαρίσω.
Γ- Γιατί, εγώ δεν κάνω το ίδιο;
Α- Πότε έκανες κάτι παράτολμο για χάρη μου;
Γ- Πέρσυ... δε θυμάσαι;
Α- Πότε; Αααα... πέρισυ... Το κρεμμυδάκι...
Γ- Ναι, το κρεμμυδάκι! Λίγο ήταν; Θα με ξέσκιζαν τα σκυλιά του Πρόεδρου... αλλά, στό 'φερα. Το ξερρίζωσα και στό 'φερα!
Α- Καρδούλα μου!
Γ- Αγαπημένε...
Α- Ελα, φάτο στα γρήγορα, πριν γυρίσουν τα παιδιά.
Γ- Ναι. Να φέρω μαχαίρι ή να το καθαρίσω με τα χέρια;
Α- Οπως σε ευχαριστεί. Οπως νοιώθεις καλύτερα. Τα φλούδια δικά μου όμως, ε;
Γ- Ναι, φυσικά... Δε θέλεις και καμμιά φετίτσα;
Α- Οχι, γλυκειά μου, όχι. Ολο δικό σου το ζουμερό μανταρινάκι.
Γ- Αααχ! (το μυρίζει) Τι ωραία μυρωδιά! Πόσα χρόνια έχω να μυρίσω ένα μανταρίνι! Αααχ! Υπέροχο!
(το ξεφλουδίζει με μανία, βιαστικά κι εκείνος μαζεύει τα φλούδια και τα χώνει στην τσέπη του)
Γ- Γιατί τα κρύβεις τα φλούδια;
Α- Θα τα απολαύσω αργότερα γλυκειά μου... Ισως το βραδάκι...
Γ- Α! Κάνε όπως θέλεις... (τρώει φέτα φέτα το μανταρίνι και γλείφεται)
ΝΤΡΙΝΝΝΝΝ (χτυπά το κουδούνι)
Α- Κρύψτο! Γρήγορα, μη μας πιάσουν! Τρέχα στο μπάνιο... κι αυτή η μυρωδιά... θα μας προδώσει... (τινάζει τα χέρια δεξιά αριστερά να διώξει τη μυρωδιά) Πάω να ανοίξω.
__________________________
Πολύ παλιό, ούτε που θυμάμαι πότε γράφτηκε. Το βρήκα στα "σκουπίδια" του υπολογιστή.


9 Αυγ 2006
“ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ”!

(Για το ραδιόφωνο)
ΠΡΟΣΩΠΑ:
1. Ενας άντρας γύρω στα τριάντα
2. Μιά νέα γυναίκα γύρω στα είκοσι
ΑΝΤΡΑΣ: Ολες οι γυναίκες είναι πουτάνες!
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο μπαμπάς σου σού τό 'πε κι αυτό;
ΑΝΤΡΑΣ: Ο μπαμπάς μου... Μα πώς έχεις την ιδέα ότι όλα μου τα λέει ο μπαμπάς μου; Οχι βέβαια, μόνος μου το σκέφτηκα.
Ο λ ε ς ο ι γ υ ν α ί κ ε ς ε ί ν α ι π ο υ τ ά ν ε ς (με στόμφο)
ΓΥΝΑΙΚΑ: (παρά την πληγωμένη της καρδιά) Ακου, ματάκια μου: ΟΙ πουτάνες πληρώνονται. Πόσον καιρό είμαστε μαζί;
ΑΝΤΡΑΣ: Για στάσου... Από το Πάσχα... Τώρα έχουμε Δεκέμβριο... Πότε είχαμε Πάσχα; Το ΜάΪο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: 27 Απριλίου.
ΑΝΤΡΑΣ: Ε, τότε, Μάϊος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώμβριος..
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ο κ τ ώ ββ ρ ι ο ς!
ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, Οκτώββριος! Πού είχαμε μείνει; Εχασα το λογαριασμό, πάμε απ' την αρχή: Μάϊος, Ιούνιος...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μην κάνεις τον κόπο. Οκτώ μήνες και δεκαοκτώ ημέρες!
ΑΝΤΡΑΣ: Μμμάλιστα, τα είχαμε μαζί οκτώ μήνες και δεκαοκτώ ημέρες. Σου έχω εμπιστοσύνη, δεν κάνεις λάθη εσύ.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (ειρωνικά) Πάλι καλά! Μου αναγνωρίζεις κι ένα προτέρημα!
ΑΝΤΡΑΣ: Στάσου, στάσου! Κάτι ήθελες να πείς. Γιατί με ρώτησες πόσον καιρό είμαστε μαζί;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Για να σου στείλω το λογαριασμό. Πώς θέλεις να πληρώσεις; Με την ημέρα ή με το μήνα; Πώς πληρώνονται οι πουτάνες που ξέρεις; Για ρώτα και το μπαμπά σου!
ΑΝΤΡΑΣ: Α, εκεί το πάς... Οταν στο είπα αυτό, ότι όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες, δεν το εννοούσα ακριβώς...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ξεφεύγεις λοιπόν, για να μην πληρώσεις τα χρέη σου άραγε, ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Για πές μου!
ΑΝΤΡΑΣ: Τί άλλο; Τι θα μπορούσε να συμβαίνει;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το απλούστερο όλων. Ε σ ύ τις βλέπεις τις γυναίκες σαν πουτάνες επειδή ε σ ύ έτσι τις χρησιμοποιείς. Ετσι δεν είναι;
ΑΝΤΡΑΣ: ... ... ... (άφωνος)
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεν μιλάς, ε; Το βρήκαμε το μυστικό λοιπόν! Πές το και στο μπαμπά σου να το μάθει κι αυτός, γιατί μπορεί να μην τό 'χει καταλάβει ακόμα! Αλήθεια, περιλαμβάνει και τη μαμά σου στο χαρακτηρισμό αυτό; Ή μήπως δίνει άλλο, π.χ. "αποκλειστική νοσοκόμα";
ΑΝΤΡΑΣ: Τί έχεις πάθει με τον πατέρα μου; Αφού σου είπα να μην τον ανακατεύεις... Και τη μάνα μου τώρα, έπιασες και τη μάνα μου... Μα επί τέλους, τί θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να χωρίσουμε! Αυτό θέλω. Να χωρίσουμε επειδή δεν ταιριάζουμε και όχι επειδή εγώ είμαι πουτάνα κι εσύ είσαι μαλάκας. Να χωρίσουμε σαν άνθρωποι που πέρασαν ένα όμορφο διάστημα μαζί, μέχρι ν' ανακαλύψουν τις διαφορές τους...
ΑΝΤΡΑΣ: Με είπες μαλάκα; Αυτό με είπες και μη μου πείς πως δεν άκουσα καλά. Το άκουσα, το άκουσα αυτό. Με είπες μαλάκα!
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είσαι μ α λ ά κ α ς αφού θέλεις να το ξανακούσεις!
ΑΝΤΡΑΣ: Εντάξει, εντάξει, είμαι μαλάκας που τα είχα μαζί σου οκτώ μήνες και... πόσες μέρες είπες;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Δεκαοκτώ.
ΑΝΤΡΑΣ: Είμαι μαλάκας που τα είχα μαζί σου, που έχανα τον καιρό μου μαζί σου για οκτώ μήνες και δεκαοτώ ημέρες, λοιπόν. Δεν πέρναγες καλά μαζί μου, ε; Δεν πέρναγες καλά;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το θέμα δεν είναι αν πέρναγα καλά ή όχι. Ναί, πράγματι, π ε ρ ν ο ύ σ α μ ε καλά, αλλά δε φτάνει μονάχα αυτό: να περνάς καλά. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή, όνειρα, στόχοι, αξίες... Ζωή δεν είναι ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε...
ΑΝΤΡΑΣ: Και πού ξέρεις εσύ από ζωή; Είσαι δέκα χρόνια μικρότερή μου, τί ξέρεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό είναι το τραγικό. Είσαι δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα και δεν έχεις καταλάβει ακόμα... Δεν προβληματίζεσαι για τίποτα γιατί όλα τα προβλήματα σου τα λύνει ο μπαμπάς σου...
ΑΝΤΡΑΣ: Αντε πάλι ο πατέρας μου! Μα τί σου έχει φταίξει ο άνθρωπος; Και σε συμπαθούσε ο πατέρας μου ξέρεις...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Με συμπαθούσε γιατί είδε σε μένα έναν άνθρωπο που θα έπαιρνε τη σκυτάλη μετά απ' αυτόν... που θα τον διαδεχόταν στο ντάντεμά σου!
ΑΝΤΡΑΣ: Μου τα λές πολύ χοντρά τώρα. Ποιό ντάντεμα; Γιατί; Νομίζεις πως ο πατέρας μου με νταντεύει; ε;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Και βέβαια, τί σε κάνει; Τριάντα χρονών άνθρωπος, δουλειά δεν έχεις, ούτε στο μαγαζί του σ' εμπιστεύεται να πιάσεις δουλειά, τί γνώμη έχει για σένα νομίζεις; Αν σε θεωρούσε ικανό και άξιο, δε θα σ' έπαιρνε, τουλάχιστον στο μαγαζί; Θέλει να σε βλέπει μωρό ακόμα. Σε θεωρεί μικρό, πιστεύει πως έχεις την ανάγκη του, μπορεί να θέλει να το πιστεύει αυτό, για να αισθάνεται ο ίδιος νέος και δυνατός...
ΑΝΤΡΑΣ: Να και η ψυχανάλυση τώρα!
ΓΥΝΑΙΚΑ: (συνεχίζει) Κι εσένα σε βολεύει αυτή η κατάσταση. Ολους τους βολεύει. Ποιός δε θά 'θελε να μένει μωρό, να μην έχει ευθύνες, να χαρτζηλικώνεται, νά "περνάει καλά";
ΑΝΤΡΑΣ: Για στάσου! Ο πατέρας μου ψάχνει να μου βρεί δουλειά, δεν το ξέρεις; Ο πατέρας μου...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ακριβώς! Ο μ π α μ π ά ς σου ψάχνει! Εσύ τί κάνεις;
ΑΝΤΡΑΣ: Ψάχνω κι εγώ! Αλλά εγώ τί γνωριμίες νά 'χω...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αυτό λέμε τόσην ώρα. Η αυτοεκτίμησή σου βρίσκεται πιό χαμηλά κι απ' τους αστραγάλους σου! Γιατί; Οταν δούλεψες στη σχολή για το πρόγραμμα της ΔΕΗ; Δε γνώρισες κανέναν σ' αυτή τη δουλειά;
ΑΝΤΡΑΣ: Δίκιο έχεις! Αμάν! Δεν το σκέφτηκα. Αύριο, θα πάρω τηλέφωνο...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Αύριο... Τώρα! Και δεν θα πάρεις τηλέφωνο. Θα πάς κατευθείαν! Αντε, λοιπόν!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναί, θα πάω, τώρα, ξεκινάω! Να σε φιλήσω;
ΓΥΝΑΙΚΑ: ... ... ... (άφωνη)
ΑΝΤΡΑΣ: Φιλικά, φιλικά, μη φοβάσαι... Και τον παίρνω πίσω το λόγο μου. Δεν είναι όλες οι γυναίκες πουτάνες!!
Αυλαία
16 Μαΐ 2006
ΘΕΛΩ ΝΑ ΞΕΡΩ (Συνομιλία ζευγαριού)
Αντρας: Είναι τόσο σημαντικό για σένα να το ξέρεις;
Γυναίκα: Είναι πολύ σημαντικό να ξέρω πως μ' αγαπάς.
Αντρας: Κι αν δε σ' αγαπώ;
Γυναίκα: Κι αυτό θά 'θελα να τό 'ξερα.
Αντρας: Δε θα πληγωνόσουν αν δε σ’ αγαπούσα;
Γυναίκα: Μπορεί και να πληγωνόμουν, μα θά ’θελα να το ξέρω.
Αντρας: Γιατί θά 'θελες να ξέρεις κάτι που θα σε πλήγωνε;
Γυναίκα: Γενικά, δε θέλω να γνωρίζω πράγματα που με πληγώνουν, όμως θά 'θελα να ξέρω αν μ' αγαπάς ή όχι.
Αντρας: Δε θα μπορούσα να στο πω με βεβαιότητα, γιατί κι εγώ δεν ξέρω αν σ' αγαπώ.
Γυναίκα: Μα, γίνεται να μη ξέρεις;
Αντρας: Δε μπορώ να ξέρω τι γίνεται μέσα μου. Εσύ, ας πούμε, μ' αγαπάς;
Γυναίκα: Δε μπορώ να σου απαντήσω.
Αντρας: Γιατί δε μπορείς;
Γυναίκα: Γιατί δεν ξέρω αν σ' αγαπώ.
Αντρας: Είδες; Κι εσύ δεν ξέρεις. Πώς θέλεις να ξέρω εγώ;
Γυναίκα: Θά 'θελα να ξέρεις, εσύ τουλάχιστον.
Αντρας: Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δε μπορώ να ξέρω.
Γυναίκα: Μήπως δε θέλεις να ξέρεις;
Αντρας: Δε φαντάζεσαι πόσο θά 'θελα να ξέρω αν σ’ αγαπώ.
Γυναίκα: Και γιατί τότε δε θέλεις να ξέρεις;
Αντρας: Θέλω να ξέρω αλλά δε μπορώ.
Γυναίκα: Δε μπορείς να ξέρεις ή δε μπορείς να θέλεις;
Αντρας: Δε μπορώ, δε μπορώ, δε θέλω να μπορώ να ξέρω.
Γυναίκα: Λίγο μπερδεμένα μου τα λες. Σε ρωτάω τί μπορείς και μου λες πως δε θέλεις να μπορείς.
Αντρας: Και να μπορούσα, δε θά 'θελα να ξέρω, αυτό είναι.
Γυναίκα: Μα τόσο δύσκολο είναι;
Αντρας: Αφού κι εσύ δεν ξέρεις, κι ίσως δε θά 'θελες να ξέρεις αν μ' αγαπάς, κι ίσως ίσως και να μη μπορείς να θέλεις να ξέρεις αν μ’ αγαπάς, πώς το ζητάς από μένα;
Γυναίκα: Ρώτησα, έλπιζα, πως εσύ τουλάχιστον θα μπορούσες να ξέρεις και θα μού 'λεγες.
Αντρας: Μπορώ να σου πω κάτι πάντως: Να, μια σ' αγαπώ και μια δε σ' αγαπώ. Πότε βρίσκομαι στον ουρανό και πότε στη γη. Αυτό.
Γυναίκα: Οταν μ' αγαπάς, βρίσκεσαι στη γη ή στον ουρανό;
Αντρας: Και στη γη και στον ουρανό.
Γυναίκα: Κι όταν δεν μ' αγαπάς;
Αντρας: Κι όταν δε σ' αγαπώ το ίδιο: Και στη γη, και στον ουρανό.
Γυναίκα: Μα πώς γίνεται αυτό; Πώς μπορείς και το λες;
Αντρας: Ετσι αισθάνομαι.
Γυναίκα: Μα... και στη γη και στον ουρανό;
Αντρας: Ναι.
(μικρή παύση - μουσική)
Γυναίκα: Μα πώς μπορείς να μ' αγαπάς και να μη μ' αγαπάς και στη γη και στον ουρανό;
Αντρας: Δεν ξέρω. Πάντως εγώ σου απάντησα με κάποιο τρόπο. Εσύ τι μπορείς να μου πεις; Μ' αγαπάς; Τι λες;
Γυναίκα: Τι να πω τώρα πια; Τι ν' απαντήσω; Ισως αυτό που είπες κι εσύ, κι ας μη το καταλαβαίνω. Σ' αγαπώ και δε σ' αγαπώ και στη γη και στον ουρανό!
Αντρας+Γυναίκα: Αυτό είναι: Και στη γη και στον ουρανό!
Αυλαία
29/04/1982/16:10
Συνομιλία δυο κοριτσιών
Αννα: Πώς θά 'θελα να με φιλήσει ο Τάκης!
Βάνα: Και γιατί δεν του το λες;
Αννα: Πώς να το πω δηλαδή; Ετσι απλά: Φίλησέ με;
Βάνα: Ισως όχι και τόσο απλά, μα να του το δείξεις τουλάχιστον.
Αννα: Πώς δηλαδή; Να σουφρώσω τα χείλια μου;
Βάνα: Καλύτερα να τον κοιτάξεις στα μάτια.
Αννα: Τον κοιτάζω συνέχεια στα μάτια. Ετσι.
Βάνα: Οχι κι έτσι, όχι έτσι άγρια. Πιο γλυκά.
Αννα: Ετσι;
Βάνα: Ετσι είναι πολύ λάγνο το βλέμμα σου. Απλώς, γλυκά.
Αννα: Δείξε μου πώς.
Βάνα: Να έτσι. (χαμογελάει)
Αννα: Μα εσύ χαμογελάς κιόλας!
Βάνα: Ε, δε σου είπα να μη χαμογελάσεις και λίγο. Χρειάζεται.
Αννα: Ετσι;
Βάνα: Οχι κι έτσι! Είναι σα να τον κοροϊδεύεις. Οχι τόσο πολύ, λιγάκι.
Αννα: Ετσι;
Βάνα: Οχι, όχι, πολύ ονειροπαρμένο ύφος. Λίγο πιο απλά.
Αννα: Μα, αυτό που είναι απλό για σένα, για μένα είναι δύσκολο. Δε μπορώ.
Βάνα: Θέλεις ή δε θέλεις να σε φιλήσει παιδάκι μου;
Αννα: Θέλω, θέλω, θέλω.
Βάνα: Ε, όταν τον κοιτάς και του χαμογελάς, να σκέφτεσαι αυτό: Πως θέλεις δηλαδή να σε φιλήσει.
Αννα: Για κοίταξε τώρα. Ετσι;
Βάνα: Μμμμ... Ετσι.. σχεδόν έτσι.. περίπου. Προβάρησέ το λίγο.
Αννα: Ετσι;... Ετσι;... Ετσι;...
Βάνα: Ετσι ακριβώς!
Αννα: Πάω, γεια σου!
Βάνα: Πού πας;
Αννα: Μα, να με φιλήσει! Τρέχω, μη χάσω την έκφραση!
Βάνα: (σιγά, μονολογεί) Αν περπατάς έτσι, σα χαζή, θα σου ορμήσουν όλοι οι άντρες της εταιρείας...
(μικρή παύση - μουσική - η Αννα επιστρέφει)
Βάνα: Τι έγινε; Σε φίλησε;
Αννα: (Κλαίει) Οχι... Μου είπε «Τι έχεις; Επαθες ψύξη και στράβωσε το στόμα σου;» (λυγμοί)
Αυλαία
29/04/1982
5 Μαΐ 2006
ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ή ΣΠΑΣΙΜΟ ΝΕΥΡΩΝ
1. Μια γυναίκα ευπρεπής, σοβαρή, ανέμελα ντυμένη, γύρω στα πενήντα
(ΓΥΝ) πολύ ήρεμη φωνή
2. Η υπάλληλος, γύρω στα τριάντα, επιμελώς ατημέλητη
(ΥΠΑΛ) φωνή λεπτή εκνευριστική
Η σκηνή ξεκινάει. Ακούγονται θόρυβοι του δρόμου, αυτοκίνητα, ένα ακκορντεόν μακρυά, κάποιες θαμπές ομιλίες, βουητό.
Ενα καμπανάκι πόρτας που ανοίγει ηχεί και τρίξιμο πόρτας που κλείνει.
Ακρα ησυχία. Βιβλιοπωλείο γαρ.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΓΥΝ: (δειλά) Καλησπέρα σας.. μπορώ να χαζέψω λιγάκι..;..
ΥΠΑΛ: (σχεδόν αδιάφορα, πίσω απ’ το ταμείο) Και βέβαια..
ΓΥΝ: (παίρνει ένα βιβλίο στα χέρια) Μμμ.. αυτό πόσο το έχετε;
ΥΠΑΛ: Για να δω.. μια στιγμή.. (κάτι ξεφυλλίζει) 21,50 Ευρώ και με την έκπτωση.. (υπολογίζει στο κομπιουτεράκι) ..19, 45 ευρώ. Θα το πάρετε;
ΓΥΝ: Ναι.. λέω να το πάρω.. φαίνεται ενδιαφέρον.. Να πάρω αυτό ή..
ΥΠΑΛ: Να πάρετε το συσκευασμένο.. αυτό το έχουμε για δείγμα..
ΓΥΝ: Ναι.. ευχαριστώ.. ξέρετε ψάχνω για ένα βιβλίο που το χάρισα.. και το ξαναθέλω.. «Συλλογή γνωμικών».. κάπως έτσι.. έκδοση ενός Πανεπιστημίου.. το έχετε;
ΥΠΑΛ: Ναι, αυτό δε λέτε; «Συλλογή αινιγμάτων» του Πανεπιστημίου Θράκης.
ΓΥΝ: Αυτό ακριβώς! Ευτυχώς.. γιατί βλέπετε.. ό,τι μ’ αρέσει το χαρίζω.. Πόσο κάνει;
ΥΠΑΛ: Να σας πω.. αμέσως.. 20 ευρώ ακριβώς με την έκπτωση. Θα το πάρετε;
ΓΥΝ: Ναι, βέβαια. (ανοίγει το πορτοφόλι της πλησιάζοντας το ταμείο)
ΥΠΑΛ: (αρχίζει να πληκτρολογεί) Εχετε ξαναψωνίσει απο μας; Το όνομά σας για να βρω τον κωδικό σας..;..
ΓΥΝ: Πλαντίδου.. έχω ψωνίσει βέβαια.. δε με θυμάστε.. κάθε μήνα έρχομαι σχεδόν..
ΥΠΑΛ: Δεν έχουν αλλάξει τα στοιχεία σας.. έτσι; Οδός..; τηλέφωνο..;.. ΑΦΜ..;..
ΓΥΝ: Οχι.. δεν άλλαξαν.. ακριβώς τα ίδια.. ορίστε 40 ευρώ.. (δίνει 40 ευρώ)
ΥΠΑΛ: (ακούγεται η ταμειακή μηχανή και το συρταράκι που ανοίγει) Τα ρέστα σας.. να βάλω τα βιβλία στη σακκούλα.. Ορίστε! Ετοιμα!
ΓΥΝ: Το περιοδικάκι σας δε θα μου το δώσετε; Κάθε φορά που ψωνίζω μου δίνετε ένα..
ΥΠΑΛ: (αυστηρά) Το περιοδικό μας το δίνουμε δωρεάν με την αγορά δύο βιβλίων.
ΓΥΝ: (απορεί απολύτως ήρεμα) Ε, δυο βιβλία δεν αγόρασα..;..
ΥΠΑΛ: Δύο βιβλία των εκδόσεών μας εννοώ.. αυτή την εντολή έχω.. το άλλο βιβλίο είναι έκδοση του Πανεπιστημίου.
ΓΥΝ: Αλλες φορές αγοράζω πέντε-έξι βιβλία δικά σας.. ψάξτε την καρτέλλα μου..
ΥΠΑΛ: Αυτό δεν έχει σημασία.. για κάθε φορά ξεχωριστά μιλάμε.
ΓΥΝ: Δηλαδή.. αν έρθω αύριο-μεθαύριο και ψωνίσω άλλο ένα βιβλίο.. δε θα δικαιούμαι..
ΥΠΑΛ: (χασκογελώντας) Οχι βέβαια! Η εντολή είναι ξεκάθαρη!
ΓΥΝ: Δε μεταφέρεται το δικαίωμά μου δηλαδή.. κρίμα.. το έδινα στην κόρη μου ξέρετε..
ΥΠΑΛ: Λυπάμαι.. δε γίνεται..
ΓΥΝ: (με επιτηδευμένη ηρεμία-απορία) Να το κόψουμε στη μέση..
ΥΠΑΛ: (κοιτάζει εντελώς χαζά) Τι λέτε τώρα..;;;..
ΓΥΝ: Απλώς.. έλεγα.. μήπως.. Μια και δεν ξέρω αν θα ψωνίσω σύντομα άλλα δυο βιβλία δικά σας..
ΥΠΑΛ: (χαζοχαρούμενα και με κάποιο θράσος) Αυτό δε γίνεται κυρία μου!
ΓΥΝ: Ε, τότε.. δεν υπάρχει άλλη λύση.. (αποφασιστικά) Ακυρώστε την πράξη!
ΥΠΑΛ: (χάσκει) Δηλαδή..;.. Τι θέλετε να πείτε;;;
ΓΥΝ: Να.. αφού θέλω και το περιοδικάκι σας.. θα έρθω άλλη φορά που θα χρειάζομαι δύο βιβλία των εκδόσεών σας.. Αφήνω αυτά τα βιβλία και μου δίνετε τα χρήματα μου πίσω.. απλό δεν είναι..;..
ΥΠΑΛ: Μα τι λέτε τώρα; Δε φτάνει που δίνουμε το περιοδικό μας δωρεάν.. πρέπει να τιμωρηθούμε γι αυτό;
ΓΥΝ: Και πρέπει να τιμωρείται ο πελάτης επειδή αγοράζει δύο βιβλία.. αλλά δε γνωρίζει εκ των προτέρων τους όρους διάθεσης του περιοδικού σας..;..
ΥΠΑΛ: Τι να σας πω τώρα.. αυτή την εντολή έχω.
ΓΥΝ: Το πουλάτε μήπως..;..
ΥΠΑΛ: (κοφτά) Οχι. Δεν το πουλάμε.
ΓΥΝ: Αυτό που μου κάνει εντύπωση..
ΥΠΑΛ: (κάπως αφηρημένα) Πως είπατε..;..
ΓΥΝ: Στο σούπερ μάρκετ καταλαβαίνω μια παρόμοια συμπεριφορά.. αλλά σε ένα βιβλιοπωλείο που το θεωρώ οικείο χώρο..
ΥΠΑΛ: Τι συμπεριφορά εννοείτε..;..
ΓΥΝ: Να.. το περιοδικάκι σας το χρησιμοποιείτε σαν κουπόνι..
ΥΠΑΛ: Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε.. τι σχέση έχουμε με σούπερ μάρκετ..
ΓΥΝ: Δεν πειράζει.. τι να πω..
ΥΠΑΛ: Αυτή την εντολή έχω κυρία μου.
ΓΥΝ: Δεν είναι και φτηνά τα βιβλία που αγόρασα.. 40 ευρώ.. Μπορεί τα δύο δικά σας να ήταν φτηνότερα.
ΥΠΑΛ: (ανοίγει την ταμειακή μηχανή) Τώρα με μπερδεύετε.. δύσκολο αυτό.. ακύρωση..
ΓΥΝ: Ε, δεν πειράζει.. αύριο-μεθαύριο εδώ θα είμαι πάλι.. κάτι θα βρω..
ΥΠΑΛ: (δίνοντας τα χρήματα) Πάρτε τα χρήματά σας. Αυτό όμως που κάνατε..
ΓΥΝ: Ναι..;..
ΥΠΑΛ: Δεν ήταν σωστό.. άλλωστε σας είπα.. αυτή την εντολή έχω.. τι να πω στο αφεντικό μου..;..
ΓΥΝ: Ε, εντάξει τώρα, μη στενοχωριέστε.. Να του πείτε ακριβώς ό,τι συνέβη!
ΥΠΑΛ: Αν έχετε παράπονο τηλεφωνείστε για το παράπονό σας..
ΓΥΝ: Οχι.. δεν έχω κανένα παράπονο.. Δεν πρόκειται να τηλεφωνήσω.. Χαίρετε.
ΥΠΑΛ: ......
ΓΥΝ: Επειτα, είναι και βαρειά.. και να ήθελα τώρα δε θα μπορούσα να κουβαλήσω τρία βιβλία..
ΥΠΑΛ: (ελαφρά νευριασμένη) ..χαίρετε.. τι να σας πω..
ΓΥΝ: (ελαφρώς θριαμβευτικά) Χαίρετε και πάλι!
Ενα καμπανάκι πόρτας που ανοίγει ηχεί και τρίξιμο πόρτας που κλείνει, αλλά όχι πολύ καθαρά, επειδή...
...στη σκηνή που τελειώνει μπαίνουν βίαια οι θόρυβοι του δρόμου, αυτοκίνητα, ένα ακκορντεόν μακρυά, κάποιες θαμπές ομιλίες, βουητό.
**ΑΥΛΑΙΑ**
1 Μαΐ 2006
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Το ποίημα που με κυνηγά
δε θα με φτάσει ποτέ.
Τρέχω γρήγορα, πανάθεμά με!
...ευτυχώς.
Τρέμοντας σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα το νούμερο του φόβου μου. Στο τρίτο κουδούνισμα άκουσα τη φωνή του:
- Αλλό! Εδώ φόβος!
Πού να τολμήσω να βγάλω κιχ! Κρατούσα το ακουστικό σα να ζεμάταγε, ίσα ίσα για να μη πέσει κάτω. Η φωνή συνέχισε:
- Επικοινωνείτε με το φόβο σας. Περιγράψτε με παρακαλώ, να φύγω! Ε, έχω κι άλλες δουλειές σήμερα, δε γίνεται να μένω κολλημένος στο τηλέφωνο όλη μέρα!
- Α-α-α-λλη φορά...
Ψέλισα τρεμουλιαστά.
- Τώρα! Τώρα που αποφασίσατε επιτέλους! Δεν υπάρχει «άλλη φορά».
- Χμμμ... ναι... Τι να πω;
- Εγώ θα σου πω τι να πεις;
Αγρίεψε ο λεγάμενος, δείχνοντας την πραγματική του φύση, έξω απο
ευγένειες και τσιριμόνιες.
- Ε... δεν είναι και τόσο εύκολο να περιγράψω, δηλαδή...
- Γιατί δεν είναι εύκολο; Πες μου άνθρωπέ μου, τι φοβάσαι τελοσπάντων!
- Φοβάμαι... εχμ... Να, φοβάμαι ένα ποίημα!
- Χαχαχαχα! Γέλασε βροντερά. Ενα ποίημα; Πώς είναι δηλαδή αυτό το ποίημα; Τρομαχτικό; Με νύχια γαμψά και χαυλιόδοντες;
- Οχι... είναι μάλλον ένα όμορφο ποίημα...
- Μάλλον; Γιατί «μάλλον»; Δεν το έχεις δει ποτέ; Δεν τολμάς να το κοιτάξεις;
- Δε μπορώ... δε γίνεται να το κοιτάξω, επειδή βρίσκεται πίσω μου... με κυνηγάει!
- Αστο να σε φτάσει λοιπόν!
- Τρέχω γρηγορώτερα από κείνο...
- Σταμάτα να τρέχεις! Απλό.
- Κι αν με προσπεράσει;
- Ε, τότε, θα κυνηγάει κάποιον άλλο και όχι εσένα.
- Αυτό ακριβώς είναι που φοβάμαι...
- Δηλαδή;..
- Να, δε φοβάμαι μήπως με προφτάσει, αλλά μή και δεν κυνηγά εμένα... μήπως δεν είναι το δικό μου ποίημα που με κυνηγά.
- Χμμμ... είναι αρκετά σοβαρά τα πράγματα... με φέρνεις σε δύσκολη θέση...
- Γιατί κυρ Φόβε; (Πήρα τα πάνω μου: Κοτζάμ φόβος σε δύσκολη θέση!)
- Παθαίνω κρίση προσωπικότητας με κάτι τέτοια. Ποιός είμαι τελικά; Είμαι ή δεν είμαι ο δικός σου φόβος;
- Μα... ο αριθμός τηλεφώνου...
- Ναι, ξερω. Πήρες το δικό μου νούμερο. Ποιός στο έδωσε όμως;
- Μόνος μου το βρήκα.
- Εδώ είναι το κουμπί. Αφού βρήκες μόνος σου τον αριθμό τηλεφώνου μου, γνωρίζεις καλά σε ποιόν απευθύνεσαι, έτσι;
- Και ναι και όχι...
- Τι θα πει αυτό; Αμφιβάλλεις για μένα; Υπάρχω ή δεν υπάρχω;
- Υπάρχεις, σίγουρα υπάρχεις, μην ανησυχείς γι αυτό!
- Α, εντάξει τότε. Υπάρχω λοιπόν και είμαι ένα ποίημα. Σωστά;
- Σωστά.
- Και τι σόϊ ποίημα είμαι που με φοβάσαι; Για λέγε...
- Αυτό είναι που δεν ξέρω. Δεν το ξέρω καθόλου.
- Φρόντισε να το μάθεις λοιπόν και ξαναπάρε με.
- Ναι... θα προσπαθήσω...
- Ε, δε θα με τρελλάνεις κιόλας!
Μπαμ! Μου έκλεισε το ακουστικό στα μούτρα. Για κάποιο παράξενο λόγο, σταμάτησα να τρέμω. Ακούμπησα το ακουστικό απαλά στη θέση του, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο. Περπατούσα άσκοπα για πολλή ώρα, μέχρι που ξεδιάκρινα το ποίημά μου. Είχε κόψει δρόμο για να μου βγεί μπροστά. Το είδα να με περιμένει στη γωνία. Προχωρούσα προς εκείνο, κι όσο πλησίαζα, τόσο το βήμα μου κοντοστεκόταν και μίκραινε, σα να μην ήθελα να το φτάσω ποτέ...
Το ποίημα όμως χαμογελούσε. Ηταν εκεί και με περίμενε. Ηταν δικό μου. Για να βεβαιωθώ, να μην αμφιβάλλω καθόλου, μόλις έφτασα απέναντί του το ρώτησα:
- Είσαι λοιπόν δικό μου;
- Εμ; Απάντησε χαμογελαστά.
- Είσαι έτοιμο να σε γράψω; Ξαναρώτησα για σιγουριά.
- Εμ; Ξαναχαμογέλασε αφοπλιστικά.
- Γιατί τότε σε φοβόμουν;
- Αυτό είναι απλό... γλυκοψιθύρισε. Εσύ δεν ήσουν έτοιμος!
- Χμμμ.. μάλλον έχεις δίκιο, απάντησα και, βγάζοντας το στυλό απο την τσέπη μου, άρχισα να το γράφω στα γρήγορα, πριν μετανοιώσει.
-------
1ο τελείωμα:
Οταν γύρισα σπίτι, σήκωσα το ακουστικό για να τηλεφωνήσω στο φόβο μου να μην ανησυχεί, όλα είχαν πάει περίφημα. Ο αριθμός όμως ήταν φευγάτος απο το νου μου, τον είχα ξεχάσει, και η συσκευή του τηλεφώνου μου είναι παλιάς τεχνολογίας και δεν αποθηκεύει ούτε καν τον αριθμό της τελευταίας κλήσης. Ε, είπα μέσα μου, αφού δεν του τηλεφωνώ, θα καταλάβει...
-------
2ο τελείωμα:
Μόλις το ποίημα αντίκρυσε το στυλό, έκανε απότομα μεταβολή κι άρχισε να τρέχει. «Παλιά μου τέχνη κόσκινο» σκέφτηκα, και σαν κουρδισμένος ξεκίνησα και 'γώ ξωπίσω του. Είχαμε αλλάξει ρόλους κι αυτός ο ρόλος, του κυνηγού, μου πήγαινε γάντι. Ηταν δικό μου, το ήξερα πλέον, κι έπρεπε να το πιάσω. Είχα δει καλά την όψη του, θα το αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλια, γιατί να τρέχω; αναρωτήθηκα και γύρισα ήσυχος στο σπίτι μου, βέβαιος πως κάποια άλλη φορά, σε κάποιο άσκοπο περίπατο, κάπου, θα το ξανασυναντήσω...
-------
3ο τελείωμα:
Το μελάνι όμως ήταν στα τελευταία του και το ποίημα έμεινε στη μέση. Το πήρα τότε αγκαζέ και, ψάχνοντας για περίπτερο να ψωνίσω καινούργιο στυλό, ένοιωσα πλάϊ μου το ποίημα να λυώνει, να εξαερώνεται, να χάνεται. Ετσι είναι τα ποιήματα, σκέφτηκα, τόσο εύθραυστα και ρευστά κι αέρινα... Τι να φοβηθεί κανείς απ' αυτά;


29 Απρ 2006
ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ;

A - Τι ώρα είναι;
Γ - Δεν ξέρω...
Α - Γιατί δεν ξέρεις; Τι ώρα είναι;
Γ - Δε θέλω να ξέρω!
Α - Γιατί δε θέλεις να ξέρεις; Θάθελα να μάθω τι ώρα είναι.
Γ - Θα έπρεπε να ξέρω; Και... γιατί θέλεις να μάθεις;
Α - Για να είμαι έτοιμος. Τι ώρα είναι;
Γ - Τι σου χρειάζεται η ώρα; Δε μπορείς απλά να είσαι έτοιμος;
Α - Γιατί να ετοιμαστώ πριν έρθει η ώρα;
Γ - Η ώρα θα έρθει έτσι κι αλλοιώς. Θέλεις να έχεις περισσότερη αγωνία γνωρίζοντας πως πλησιάζει;
Α - Ετσι, θάθελα να μάθω τι ώρα είναι για να ξέρω πόση ώρα μένει ακόμα...
Γ - Δε θάθελα καθόλου να ξέρω τι ώρα είναι, ούτε πόση ώρα μένει ακόμα, ούτε καν αν υπάρχει υπόλοιπο χρόνου...
Α - Και πώς θα ετοιμαστείς τότε;
Γ - Ετοιμη είμαι!
Α - Χωρίς να ξέρεις τι ώρα είναι; Ή μήπως ξέρεις και το κρατάς μυστικό;
Γ - Ναι, ξέρω και δε στο λέω! (περιπαιχτικά)
Α - Ελα, πες μου, τι ώρα είναι; (παρακλητικά)
Γ - Οχι, δε σου λέω, δε σου λέω, να μάθεις να μην επιμένεις. Αν δεν επέμενες τόσο... μπορεί και να σούλεγα.. (με νάζι)
Α - Αχ! Ξέρεις λοιπόν! (με βεβαιότητα) Ξέρεις και δε μου λες! Αυτό είναι!
Γ - Ουφ! Αφού στο είπα απο την αρχή πως δε μ' ενδιαφέρει... δε θέλω να ξέρω... πώς να σου δώσω να καταλάβεις;;
Α - Μα, είναι δυνατό να μη θέλεις να ξέρεις; Πιστεύω πως ξέρεις τι ώρα είναι και δε μου λες για να με κρατάς σε αγωνία...
Γ - Τι αγωνία χρυσέ μου; Τι σημασία έχει ο χρόνος; Πόσο καλύτερα θα νοιώθαμε αν τον καταργούσαμε... δικό μας δημιούργημα είναι άλλωστε!..
Α - Πες τι ώρα είναι γιατί θα σε πνίξω! Το εννοώ!..
Γ - Αφού δεν ξέρω και ούτε θέλω να μάθω. Δε θεωρώ απαραίτητη αυτή τη γνώση...
Α - Και τότε... πως λες ότι είσαι έτοιμη;
Γ - Ε, απλά, είμαι έτοιμη.
Α - Για τι πράγμα είσαι έτοιμη;
Γ - Για όλα! Για ό,τι συμβεί δηλαδή...
Α - Νάτο! Αρα, κάτι περιμένεις να συμβεί!.. Πότε το περιμένεις; Τι ώρα το περιμένεις;
Γ - Γενικά λέω.. κάτι θα συμβεί.. όπως όλο και κάτι συμβαίνει.. άσχετα απο την ώρα.. εκτός χρονικών ορίων..
Α - Α, έτσι, το στρίβεις τώρα.. πονηρή!
Γ - Τι στρίβω; Αυτό λέω απο την αρχή, το ίδιο ακριβώς: Δε ξέρω τι ώρα είναι ούτε μ' ενδιαφέρει να μάθω ούτε πιστεύω πως ο χρόνος έχει σημασία. Ο,τι είναι να γίνει γίνεται στην ώρα του, άσχετα αν εμείς θέλουμε να υπολογίζουμε το χρόνο.. Δε γίνεται να προκαθορίσουμε τη χρονική στιγμή που ΘΑ συμβεί ο,τιδήποτε...
Α - Ε.. τώρα με μπέρδεψες... Αλλά τότε, γιατί πρέπει να είμαστε έτοιμοι; Αφού δεν ξέρουμε τι ώρα...
Γ - Ακριβώς γι αυτό. Επειδή δεν ξέρουμε την ώρα, τι ώρα μπορεί να συμβεί το ο,τιδήποτε, πρέπει να είμαστε έτοιμοι...
22 Απρ 2006
Βρωμαίος και Αυγουλιέττα (του Ανσέξ Πυρ)
Σκηνή Α'
Βρ. Αυγουλιέττα σ' αγαπώ
Αυγ. Και'γώ Βρωμαίε.. αν και τη μπόχα σου δεν αντέχω..
Βρ. Κάτι θα γίνει για τη μπόχα γλυκειά μου.. μάλλον είναι θέμα διατροφής..
Αυγ. Τι έφαγες σήμερα;
Βρ. Μα.. όπως κάθε μέρα.. Ζγαν..
Αυγ. Απόφευγε το Ζγαν.. γενικά τα αλλαντικά βλάπτουν..
Βρ. Μα δεν είπα παστουρμά.. Ζγανάκι αγνό..
Αυγ. Αυτό μας έλειπε να τρως και παστουρμά! (έξαλλη)
Βρ. Οχι καλή μου, όχι, ΠΟΤΕ ΠΑΣΤΟΥΡΜΑ! (γονατίζει)
Αυγ. Ούτε ξανά Ζγαν! (επιτακτικά)
Βρ. Ούτε.. ούτε.. (δακρύζει)
Αυγ. Μόνο αν είναι να πεθάνουμε θα φάμε μαζί Ζγαν..
Βρ. Ναι, καλή μου, ναι.. μόνο για θάνατο.. με μια κονσερβούλα..
Αυγ. Απροπό.. Τι λες; Πεθαίνουμε για την αγάπη μας;
Βρ. Πότε; Τώρα; (έντρομος)
Αυγ. Εμ; Πότε; Αύριο θα είναι αργά.. θα μας χωρίσουν οι δικοί μας που όλο πλακώνονται στο ξύλο.. Εχεις κανα Ζγαν πρόχειρο;
Βρ. Ναι.. εδώ το έχω..
Αυγ. Πονηρούλη! Και μόλις υποσχέθηκες..
Βρ. Ε.. το φύλαγα για την περίπτωση που..
Αυγ. Ξέρω ξέρω.. Θα πεθάνουμε μαζί μωρό μου.. ε;.. (δακρύζει)
Βρ. Ναι αγαπούλα μου.. ναι.. (την αγκαλιάζει τρυφερά)
Αυγ. Αχ, Βρωμαίε Βρωμαίε.. το μαύρο χώμα μας καλεί..
Βρ. Το ακούω.. Αλλά.. που έβαλα το ανοιχτήρι; (ψάχνει στις πτυχές του ρούχου του)
Αυγ. Στο καπέλο σου καλέ μου! Εκεί δεν το βάζεις πάντα;
Βρ. Ναι.. Φτου! Πάλι αφηρημένος.. (βγάζει το καπέλο και βρίσκει το ανοιχτήρι)
Αυγ. Ελα, δώσ' μου μια μπουκιά.. (ανοίγει το στόμα)
Βρ. Ελα.. φάε και συ.. είναι πολύ νόστιμο αν και δηλητηριασμένο..
Αυγ. Ναι το άτιμο! Νο-στι-μώ-τα-το! Μιαμ μιαμ.. και πώς βρωμάει!..
Βρ. Οχι και βρωμάει.. η ανάσα σου βρωμάει σαν κλούβιο αυγό! Που θα προσβάλλεις το Ζγαν μου!
Αυγ. Πφφφ.. εσύ και το Ζγαν σου! Βρωμερό υποκείμενο!
Βρ. Ετσι ε; Τώρα είμαι υποκείμενο! Για να σου πω κυρά μου..
Αυγ. Τώρα έγινα κυρά σου; Δεν είμαι η αγαπούλα σου πια;
Βρ. Δε σηκώνω εγώ βρισίδια! (στριτζώνεται)
Αυγ. Υποκείμενο της αγάπης μου ήθελα να πω.. (απολογητικά)
Βρ. Μήπως ήθελες να πεις αντικείμενο..; (συμβιβαστικά)
Αυγ. Ναι.. τι αντικείμενο τι υποκείμενο.. στο συντακτικό θα κολλήσουμε;
Βρ. Αααα.. θα τα πάρω στο κρανίο! Αγράμματη! (έξαλλος)
Αυγ. Θέλω να πεθάνω! Αφού δεν πήγα σχολείο! Γιατί με υποτιμάς;
Βρ. Αχ! Ξέχασα ότι στην εποχή μας τα κορίτσαι είναι υποτιμημένα.. σόρρυ..
Αυγ. Δώσε κι άλλο Ζγαν.. Θυσιάζομαι για την αγάπη μου και για τη θέση της γυναίκας.. (ηρωϊκά)
Βρ. Ναι.. θυσιάσου θυσιάσου.. όλο θυσίες εσείς οι γυναίκες.. άμα πια..
Αυγ. Με βάζεις με όλες τις γυναίκες; Δεν είμαι ξεχωριστή για σένα;
Βρ. Ωχ! Αρχισε την κλάψα πάλι.. (στο κοινό)
Αυγ. Τι μουρμουρίζεις πάλι; Δεν έχεις το θάρρος να το πεις κατευθείαν; Δειλέ!
Βρ. Τίποτα καλή μου..
..Φαντάσου να την παντρευόμουνα.. τι κρεββατομουρμούρα γλυτώνω με το φαρμάκι! (στο κοινό)
Αυγ. Πάλι μουρμουρίζεις; Τι λες, τι σκέφτεσαι που δεν έχεις το θάρρος να μου το πεις;
Βρ. Το Ζγαν καλή μου.. άρχισε να επιδρά.. Ωχ! η κοιλίτσα μουουου..
Αυγ. Αγκάλιασέ με Βρωμαίε.. Σφιχτά.. Οχι τόσο σφιχτά! Δεν αντέχω τη μπόχα!
..Γιατί δεν μπανιαριστήκαμε πριν αυτοκτονήσουμε; Κι έχω ψωνίσει ένα σπέσιαλ αφρόλουτρο με αυγό.. (στο κοινό)
Βρ. Η ανάσα σου βρωμάει Αυγουλιέττα μου.. τα είπαμε αυτά.. ωχ ωχ ωχ..
Αυγ. Ωχ.. Βρωμαίε σε αφήνω.. ωχ ωχ ωχ.. πονάωωωωω...
Βρ. Αφησέ με καλή μου.. άφησέ με να πεθάνω με την ησυχία μου..
Αυγ. Σε αφήνω Βρωμαίε.. σε αφήνω.. η ψυχή μου σε αφήνει.. πετάωωω.. (πέφτει νεκρή σπαρταρώντας)
Βρ. Βρε λες να έχει στ' αλήθεια φαρμάκι το Ζγαν μου; (μυρίζει το άδειο κουτί)
..Καταραμένο Ζγαν! (πέφτει νεκρός απότομα)
Αυγ. Βρωμαίε.. (ανασηκώνεται) Βρωμαίε αγαπημένε μου.. τι έπαθες; Είχες βάλει στ' αλήθεια φαρμάκι;
..Εγώ για πλάκα το έκανα πως πεθαίνω.. (στο κοινό)
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΖΓΑΝ!!! (κραυγάζει, κόβει το λαιμό της με το κονσερβοκούτι και πέφτει πάνω του)
Βρ. (σηκώνεται με χάρη) Αμάν πια! Επιτέλους, την ξεφορτώθηκα!
(σπρώχνει το πτώμα απο πάνω του)
Πφφφ με γέμισε αίματα το παλιοκόριτσο.. (στο κοινό)
Η Αυγουλιέττα με ένα παχύ επίδεσμο στο λαιμό κάθεται πλάτη στο κοινό.
Βρ. Ελα Αγαπημένη, γύρνα να φας το αυγουλάκι σου..
Αυγ. Οχι, όχι, όχι! (με πείσμα)
Βρ. Αφού σου λέω.. θα κάνει καλό στο λαιμουδάκι σου..
Αυγ. Οχι, όχι, όχι! (ελαφρύτερο πείσμα)
Βρ. Το φύλαγα σαράντα μέρες και θα είναι αρκετά κλούβιο.. άκου.. (κουνάει το αυγό στο αφτί της χωρίς να γυρίσει να τη δει)
Αυγ. Οχι.. Αλλά.. γιατί όχι; (στρέφει απότομα, στρέφει και ο Βρωμαίος και τώρα κάθονται πλάϊ πλάϊ)
Βρ. Αχ! Επιτέλους γλυκειά μου.. με συχώρεσες; (με αγωνία)
Αυγ. Γιατί.. τι έκανες για να ζητάς συχώρεση καλέ μου; (αρπάζει το αυγό)
Βρ. Μα.. ο λαιμός σου..
Αυγ. Μόνη μου τον έκοψα βρε! Ξέχασες; (σπάει το αυγό)
Βρ. Ναι, αλλά βοήθησα κι εγώ.. δυστυχώς..
..Γιατί δεν πέτυχε την καρωτίδα θεέ μου; (στο κοινό)
Αυγ. Μμμμμ.. ωραίο αυγουλάκι! Δε μυρίζει όμως αρκετά.. επειδή μάλλον είναι παραβρασμένο.. λες;..
Βρ. Πού να ξέρω.. Ρώτα με για αλλαντικά.. για Ζγαν.. για φουαγκρά..
Αυγ. Επίτηδες το παράβρασες για να με πικάρεις! Αυτή είναι η μόνη αλήθεια.. (κλαίει με λυγμούς)
Βρ. Τώρα τι της λες; (στο κοινό)
Aκούγεται μια πορδή και μπαίνει στη σκηνή ένας ωραίος νέος.
Αυγ. Βρωμαίε! Πάλι κλάνεις; Ξανάφαγες Ζγαν; (θυμωμένα)
Βρ. Οχι καλή μου.. Μόνο φουαγκρά τρώω πλέον..
Αυγ. Τότε τι βρώμα είναι αυτή; Ακουσα και τον ήχο! (με βεβαιότητα)
Βρ. Κι εγώ κάτι άκουσα.. Α! Να.. κάποιος έρχεται.. μάλλον ο δράστης..
Αυγ. Αποκλείεται! Ενα τόσο ωραίο παληκάρι.. Α-πο-κλεί-ε-ται!!!
Βρ. Κι όμως.. απο κάτι τέτοια παληκάρια να φοβάσαι..
..πού βρέθηκε πάλι αυτός; Eίναι ο προμηθευτής του Ζγαν. (στο κοινό)
Αυγ. Γιατί; Τον ξέρεις μήπως;
Βρ. Οχι, όχι, κατηγορηματικά όχι!
Αυγ. Καλά.. σε πιστεύω.. αλλά γιατί σε κοιτάζει τόσο επίμονα;
Βρ. Μπορεί να ζητιανεύει.. μπορεί να πουλάει τίποτα.. να ρωτήσω;
Αυγ. Αχ ναι, ρώτησέ τον..
Πλησιάζει ο Βρωμαίος τον ωραίο νεανία.
Βρ. Γκουχ, γκουχ.. ωραία μέρα σήμερα..
Ωρ. Μάλιστα κύριε..
Βρ. Εχω την τιμή να συστηθώ: Βρωμαίος.
Ωρ. Ωραίος.
Βρ. Το βλέπω..
Ωρ. Κι εγώ.. το μυρίζω.. Κάνε πιο κει χριστιανέ μου..
..Πουφ.. (στο κοινό)
Αυγ. Αχαχαχα.. δεν είμαι η μόνη που είμαι ευαίσθητη σε οσμές.. (γελάκι)
Βρ. Τώρα τι θέλεις; Να προσβληθώ; Αμ δε..
Αυγ. Για πλησιάστε νέε μου.. να σας μυρίσω..
Πλησιάζει ο ωραίος νέος.
Αυγ. Μμμμμ.. ωραία μυρωδιά.. παρ' όλη την πορδή.. τι τρώτε συνήθως; Και.. συγγνώμη αν σας προσβάλλει η ερώτησή μου..
Ωρ. Μα όχι αγαπητή δεσποσύνη.. δε με προσβάλλετε.. πώς να προσβάλλει ένα όμορφο άνθος την κοπριά;.. (με άπειρη ευγένεια)
Αυγ. Απαντήστε τότε παρακαλώ.. τι τρώτε;..
Ωρ. Ζγαν και μόνο Ζγαν αγαπητή μου..
Αυγ. Ζγαν;;; (με απορία)
Ωρ. Ναι, Ζγαν.. δεν το γνωρίζετε το προϊόν;
Αυγ. Πως.. πως.. αλλά νόμιζα ότι στο Ζγαν οφείλονται οι βρωμερές..
Ωρ. Οχι.. το Ζγαν δεν έχει να κάνει.. η μυρωδιά παίρνει γραμμή απο τον οργανισμό.. Πολλοί πίνουν κολώνια και κλάνουν μέντες..
Αυγ. Πόσο δίκιο έχετε.. δεν το είχα σκεφτεί έτσι.. Παραμάνα! (φωνάζει την παραμάνα της που εμφανίζεται αμέσως)
Παρ. Φωνάξατε κυρία;
Αυγ. Ναι, σε φώναξα να μου πεις αν εξακολουθείς να πίνεις κολώνια.
Παρ. Ναι.. δε βρίσκω κάτι άλλο πρόχειρο.. συγγνώμη..
Αυγ. Ευχαριστώ, δε σε χρειάζομαι άλλο.
..γι αυτό μυρίζει μέντα.. (στο κοινό)
Η Παραμάνα φεύγει αθόρυβα.
Βρ. Τώρα Αυγουλιέττα μου, να συνεχίσουμε την κουβεντούλα μας;
Αυγ. Οχι με σένα πλέον Βρωμαίε.. προτιμώ τον Ωραίο νεανία.. Φέρε το σκαμνάκι πιο κοντά νέε μου..
Βρ. Γυναίκες.. (στο κοινό)
Αυγ. Είπες τίποτα καλέ μου;
Βρ. Εγώ; Οχι.. όχι.. (βλέπει το νέο που ψάχνει για σκαμνάκι) Εκεί.. στη γωνία είναι τα σκαμνάκια! (του φωνάζει)
Αυγ. Μα ελάτε ελάτε! Είμαι πολύ περίεργη για σας!
Ωρ. Τι άλλο θέλετε να μάθετε για μένα; (κάθεται στο σκαμνάκι πλάϊ της)
Αυγ. Ολα! Τι ώρα ξυπνάτε, τι ώρα κοιμάστε, τι τρώτε.. όλα!
Ο ωραίος νέος σκύβει στο αφτί και της ψιθυρίζει διάφορα, ενώ η Αυγουλιέττα σιγογελά γαργαριστά.
Βρ. Και.. αν θέλω το πιστεύω ότι αυτός δεν της βρωμάει.. Γυναίκες.. (στο κοινό)

**ΑΥΛΑΙΑ**
(αλλά μπορεί και να συνεχιστεί)


19 Απρ 2006
Σαν τον ήλιο με το φεγγάρι

- Δε θα συναντηθούμε ποτέ...
- Γιατί καλή μου;
- Η λάμψη σου με θέλει τα πρωϊνά, μα η ψυχή μου αναδύεται τα βράδια...
- Κι όμως.. αν προσπαθήσουμε...
- Ναι...
- Να δοκιμάσουμε ένα μεσημεράκι...
- Θα με κάψεις!
- Οχι, γλυκιά μου, θα μαζέψω τις ακτίνες μου πίσω από σύννεφα...
- Μα τότε θα κρυφτώ...
- ...αραιά σύννεφα...
- Και;
- ...που θα λιγοστεύουν τη λάμψη μου.
- Θα μπορώ να σε βλέπω ή θα με τυφλώνεις;
- Θα με βλέπεις και θα σε βλέπω κι εγώ.
- Κι ανάμεσά μας τα σύννεφα;
- Ναι, σαν άσπρο σεντονάκι.
- Μα, πάλι χωριστά θα είμαστε...
- Αλλά πολύ κοντά!
- Δε θα μπορώ να σε αγγίξω.
- Οχι, ούτ' εγώ θα σε αγγίζω.

- Τότε; Πώς θα συναντηθούμε;
- Δεν φτάνει το ότι θα βλεπόμαστε;
- Φτάνει. Εμένα μου φτάνει. Να βλεπόμαστε... έστω.
- Αλλιώς να προσπαθήσουμε όταν ξεκινά να βραδιάζει...
- Ναι... Τα βράδια όμως χάνεσαι... βασιλεύεις.
- ...μόλις χαθώ από τον ορίζοντα...
- Ναι...
- ...να μη βιαστείς ν' ανατείλεις... χασομέρησε λίγο...
- Ναι... δεν θα βιαστώ... θα χασομερήσω για σένα...
- ...και θα βρεθούμε κάτω από τον ορίζοντα.
- Θα με αγγίξεις;
- Θα σε αγγίξω... και δεν θα καείς γιατί θα είμαι σκοτεινός.
- Σκοτεινός;
- Κάτω από τον ορίζοντα σκοτεινιάζω... δεν φαίνομαι καθόλου.
- Και πώς θα σε βρω;
- Θα μου ρίξεις λίγη από τη λάμψη της ψυχής σου.
- Και δεν θα σε βλάψω; Δεν θα σε πνίξω;
- Οχι, γιατί η ψυχή σου είναι μέλι.
- Και η δικιά σου... είναι χρυσή...
- Δεν έχω ψυχή εγώ, ψυχούλα μου...
- ...αλλά..;
- Εχω καρδιά.
- Χρυσή καρδιά.
- Πες το κι έτσι... η ψυχή μου είσ' εσύ.
- Με κάνεις και λιώνω...
- Εκεί λοιπόν... κάτω από τον ορίζοντα...
- Εκεί που η καρδιά σου μαυρίζει...
- Εκεί θα μου χαρίσεις λίγη από την ψυχή σου...
- ...και θα πάρω το μαύρο της καρδιάς σου...
- ... την άλλη νύχτα θα βγεις πιο μικρή...
- ...την άλλη μέρα θα βγεις πιο λαμπερός...
- ..αλλά μη φοβηθείς...
- Οχι, δεν θα φοβηθώ... η ψυχή ξαναγεννιέται σιγά σιγά...
- Ναι... η ψυχή ξαναγεννιέται καρδιά μου...
- Κι εσύ θα ξαναγεννηθείς...
- ...κάποιο μεσημέρι... έτσι;
- Ναι... κάποιο μεσημέρι που θα σε βλέπω να με πλησιάζεις...
- ...με το άσπρο σεντονάκι ανάμεσά μας...
- Ναι... με τα σύννεφα θα σου στείλω λίγη από την καρδιά μου.
- Αγαπημένε μου... πόσο πονώ... που δεν είμαστε μαζί...
- Μη πονάς ψυχή μου... η καρδιά μου ματώνει.
14 Απρ 2006
Η νοσοκόμα
Θεατρικός διάλογος - Μονόπρακτο
Πρόσωπα:
Ν : Μια γυναίκα νοσοκόμα, ετών γύρω στα 30, ξανθιά βαμμένη, μετρίου αναστήματος προς το κοντό, με θρασύτατο χαρακτήρα. Για να δωθεί έμφαση στη σκληρότητα, μπορεί ο ρόλος να παιχτεί και από άνδρα ηθοποιό.
Α : Ανδρας ασθενής, περίπου 50 ετών, μορφωμένος και πάσχων απο βαρύ και ανίατο νόσημα του δέρματος, εξαιρετικά αδύναμος και αδύνατος.
*** *** *** ***
Η σκηνή ξετυλίγεται στο θάλαμο ενός νοσοκομείου, όπου ο (Α) βρίσκεται για θεραπεία για το δερματικό του νόσημα. Είναι ξαπλωμένος και πρέπει η (Ν) να τον αλείψει μια ειδική αλοιφή σε όλο του το σώμα, αφού τον έχει ήδη γδύσει, είναι δηλαδή γυμνός, και μετά να του φορέσει καθαρές πιτζάμες.
Η κατάσταση του θαλάμου είναι αποκαρδιωτική:
Οι τοίχοι μουτζουρωμένοι, με πολλή φαντασία υποψιάζεται ο θεατής ότι κάποτε ήταν άσπροι, τα σεντόνια λεκιασμένα, τα ιατρικά εργαλεία (παροχέας οξυγόνου, ορού, κλπ) σε άθλια κατάσταση. Τζάμια ραγισμένα, κουρτίνες ρυπαρές, κλπ.
Ο σκηνοθέτης και ο σκηνογράφος προσθέτουν ό,τι κρίνουν απαραίτητο ώστε να ενισχυθεί μια εικόνα μιζέριας.
*** *** *** ***
Α : Σε παρακαλώ, άλειψέ μου λίγο την πλάτη, και σε παρακαλώ μη με τραβάς κορίτσι μου, πονάω πολύ... ωχ, μη με σπρώχνεις... πιο απαλά...
Ν : Αν δε μου μιλάς στον πληθυντικό, έτσι θα σε τραβάω και θα σε σπρώχνω. «Σας παρακαλώ αδελφή» θα λες, αν θέλεις να τα πάμε καλά.
Α : Μα είσαι μικρή κοπέλλα κι εγώ έχω ανηψούλες στην ηλικία σου... πως... ωχ! Ωχ ωχ ωχ!!! Εντάξει... σας παρακαλώ αδελφή...
Ν : Τώρα μάλιστα! Είδες πως το μαθαίνεις το μαθηματάκι σου; Ενα τραβηγματάκι και...
Α : Ωχ! Πονάω πολύ σας είπα... θα ξεκολλήσει εντελώς το δέρμα...
Ν : Ετσι, για να δω πως το εμπέδωσες γερο-μαλάκα... γιατί αν δεν ήσουνα μαλάκας δε θα βρισκόσουνα εδώ πέρα, έτσι; Μόνος κι έρημος... χαχαχα! Μαλάκα μου εσύ!
Α : Τώρα γιατί με στενοχωρείτε; Που σας έχω φταίξει; Αρρωστος άνθρωπος είμαι... ναι, και μόνος... δυστυχώς... αλλά δε φταίω γι αυτό... η ζωή...
Ν : Ναι, τώρα θα μου πεις για τη ζωή, πως σε πέταξε στην άκρη και σ’ άφησε μονάχο, πως δεν έτυχε... ποιός ξέρει πόσες γυναίκες θα ‘χουν κλάψει για χατήρι σου... οι χαζοβιόλες κι αυτές... πόσες ψυχούλες βασάνισες σαδίσταρε!
Α : Δεν έχεις κι άδ... (του δίνει μια σπρωξιά) ωχ! Ξέχασα! Δεν έχετε κι άδικο ήθελα να πω... μερικές φορές ήμουν αρκετά σκληρός απέναντι σε κάποιες γυναίκες... λέτε γι αυτό... να τιμωρούμαι τώρα...;;;
Ν : Εμ; Δε σας ξέρω εσάς τα δήθεν αδύναμα γεροντάκια τι καθίκια είσασταν στα νιάτα σας; Τώρα θα σε μάθω γερο-ξεκούτη νομίζεις;
Α : Μα γιατί θέλετε να με βασανίζετε κι απο πάνω; Εστω. Αμάρτησα και πληρώνω. Πόσο να πληρώσω ακόμα όμως; Ωχ!!! Σιγά σιγά... παρακαλώ...
Ν : Σιγα σιγά και κουραφέξαλα! Αντε! Φέρε το χέρι προς τα εδώ... πως θα μπει το μανίκι; Μόνο του;
Α : Ναι, αμέσως... ωχ! Το αριστερό μου χέρι δεν υπακούει και τόσο... ωχ... αχ! Επιτέλους μπήκε...
Ν : Είδες; Λίγη προσπάθεια χρειάζεται μπάρμπα! Λίγη προσπάθεια μονάχα... Αντε στρίψε τώρα να βάλουμε και το παντελόνι...
Α : Ενα-ένα μπατζάκι...
Ν : Γιατί; Χαζή με περνάς να στα φορέσω και τα δυο μαζί; Χαχαχα! Άκου τι λέει... κωλόγερε, ε, κωλόγερε... τι πράμα είν’ αυτό που σου κρέμεται; Χαχαχαχαχα! Δεν έχω δει χειρότερο μαντζαφλάρι... χαχαχαχαχα!
Α : Μη με κοροϊδεύετε παρακαλώ δεσποινίς... ωχ ωχ ωχ!!! Αδελφή ήθελα να πω... παρακαλώ αδελφή... μη... προσέξτε...
Ν : Τι να προσέξω βρε αληταρά; Μη στο κόψω; Χαχαχαχαχα! Μια πέτσα έμεινε μόνο... μπορεί να κοπεί και μοναχή της! Χαχαχαχαχα! Αντε, έλα και το άλλο μπατζάκι τώρα...
Α : Ναι, σιγά... να στρίψω... βοηθείστε με παρακαλώ...
Ν : Να σε βοηθήσω ξεμωραμένο ζωντανό, να σε βοηθήσω...
Α : Ετσι... ευχαριστώ πολύ... νά’σαι καλά κορίτσι μου... ωχ ωχ ωχ!!! Γιατί... α, ναι, ξέχασα... στον πληθυντικό...
Ν : Εμ, τι νομίζεις, ε; Θα δουλεύω και δε θα τυχαίνω σεβασμού; Ετσι νομίζετε όλοι σας... μια νοσοκόμα είναι πρώτα απ’ όλα άξια σεβασμού. Κι αν δεν το καταλαβαίνουν μερικοί μερικοί, τους δίνω να το καταλάβουν.
Α : Ναι, αδελφή, πράγματι είστε άξια σεβασμού... δε λέω... όμως...
Ν : Ομως τι; Θα μου μιλήσεις τώρα για ποιό πράγμα;
Α : Για ανθρωπιά ήθελα να μιλήσω... για ποιό λόγο γίνεται κάποιος νοσοκόμος; Πίστευα... πως... η ανθρωπιά παίζει κύριο ρόλο... στην επιλογή αυτού ειδικά του επαγγέλματος...
Ν : Ναι, η ανθρωπιά... μας τά’πανε κι άλλοι αυτά... ανθρωπιά και ξερό ψωμί θες να πεις, ε; Για το ψωμάκι μπάρμπα, για το ψωμάκι μας σπουδάζουμε... και για το παντεσπάνι μας... η ανθρωπιά... άσε τη να τη βρούνε όσοι τη χρειάζονται απο κει που ξέρουν...
Α : Απο που δηλαδή; Αμα δε βρίσκεται μέσα στα νοσοκομεία, που να τη βρούμε;..
Ν : Χα! Μπήκες στο νοσοκομείο για να βρεις ανθρωπιά εσύ μου λες τώρα...
Α : Την υγεία μου μπήκα να βρω... και πως να τη βρω... αμα...
Ν : Αμα δε σου φέρονται με ευγενικές τζιριτζάντζουλες που λέει κι η γιαγιά μου...
Α : Τζιριτζάντζουλες; Απο που είναι η γιαγιά σας; Απο επτάνησα;..
Ν : Ναι, βρε μάπα! Εγώ όμως είμαι πατρινιά και είμαι σκληρή... αμα δεν είμαι σκληρή σ’ αυτή τη δουλειά... με όλα αυτά που βλέπω κάθε μέρα...
Α : Εχετε δίκιο αδελφή... η γιαγιά σας λοιπόν... κι εγώ απο επτάνησα είμαι...
Ν : Βρε τον πατριώτη! Χαχαχαχαχα! Τώρα θα μου ζητήσει να γνωρίσει και τη γιαγιά μου... χαχαχα!
Α : Είχα μια φίλη απο επτάνησα... πολύ καλή κοπέλλα... εξαιρετική... σας έμοιαζε και λίγο... αλλά... χαθήκαμε...
Ν : Ναι, ξέρω, η ζωή... άστα αυτά μπαρμπούλη! Δε με μαλακώνεις με τέτοια...
Α : Πως τη λένε τη μητέρα σας; Αν επιτρέπεται δηλαδή... τη φίλη μου την έλεγαν Ελένη... το Ελενάκι μου... τι να γίνεται... που να βρίσκεται τώρα...
Ν : Ελένη; Ετσι λένε τη μάνα μου γέρο. Και μη με ρωτήσεις για πατέρα τώρα... Δεν έχω, ούτε και ήθελα να έχω, τέτοιος μαλάκας που παράτησε τη μάνα μου... κι αυτή η ψωροπερήφανη δεν τού’πε ποτέ... αλλά, τι λέμε τώρα... άντε, καληνύχτα κι αύριο αλλάζω βάρδια, να ησυχάσει και το κοκκαλάκι σου! (περιπαιχτικά)
Α : Καληνύχτα αδελφή... αδελφούλα... θα μπορούσες να ήσουν και κορούλα μου...
Ν : Πάλι ο ενικός; Εχε χάρη που τέλειωσα μαζί σου σήμερα!!! Αντε γειά!!!
*** *** *** ***
Η νοσοκόμα φεύγει κι ο άρρωστος μένει μόνος με τα φαντάσματά του