16 Αυγ 2014

Περιμένοντας το μήνυμα + μετάφραση στα γερμανικά

Ο μουσικός περιμένει. Πέρα δώθε βηματίζοντας, περιμένει. Ομίχλη στο σταθμό, οι ράγες του τρένου υγρές κι αυτός περιμένει. Περιμένει το μήνυμα που θα του φέρει το τρένο, αν έρθει. Η πιθανότητα να μην έρθει το τρένο, ούτε καν περνάει απο το νου του. Για πολλές ώρες, σκέφτεται μοναχά το μήνυμα. Το μήνυμα και το τρένο που θα το φέρει. Κάποια στιγμή κουράζεται, αρχίζουν τα πόδια να πονούν -τόσες ώρες ορθός και τόση υγρασία!- και ψάχνει κάπου να καθήσει, αλλά παγκάκι πουθενά, ο σταθμός κλειστός και ο σταθμάρχης απών. Ούτε ένα αυτόματο μηχάνημα, να βρει κάτι να πιεί. Κι αν θελήσει να φύγει με το τρένο που θα περάσει, αν τον καλεί κάπου το μήνυμα, δεν υπάρχει τρόπος να προμηθευτεί εισιτήριο. Ολα κλειστά κι αυτός να βηματίζει πέρα δώθε στην αποβάθρα, να περιμένει μέσα στην ομίχλη. Τι γκαντεμιά! Ούτε τα παπούτσια του δεν μπορεί να δει, τόσο πηχτή ομίχλη. Και τρένο δεν έρχεται. Κοντεύει να απελπιστεί εντελώς, μέχρι που ακούει ένα σφύριγμα. Το τρένο έρχεται.
«Επιτέλους!» μουρμουρίζει, προσπαθώντας να διακρίνει το σχήμα του συρμού να μαυρίζει στο βάθος. Το σφύριγμα δυναμώνει, όλο και δυναμώνει, σημάδι πως πλησιάζει το τρένο, το τρένο με το μήνυμα. Το σφύριγμα δυναμώνει τόσο πολύ, που αναγκάζεται να σφραγίσει τα αυτιά με τις παλάμες. Ενα σφύριγμα αλλόκοτο, τσιριχτό. Είναι άραγε τρένο αυτό που σφυρίζει έτσι, σαν να σκίζει τον αέρα; Σφίγγεται στο παλτό του, σηκώνει και το γιακά, βουλώνει καλύτερα τα αυτιά, να μην ακούει αυτό το σκίσιμο. Περιμένει να σταματήσει το τρένο ή, τουλάχιστον, να του πετάξει κάποιος το μήνυμα από ένα παράθυρο. Προσέχει καλά, όσο μπορούν να δουν τα μάτια μέσα από την ασπρίλα της πηχτής ομίχλης. Ο όγκος του συρμού φτάνει στο σταθμό, μαχαιρώνει ξανά και ξανά το ομιχλώδες πέπλο, το κόβει σε χίλια κομμάτια κι αυτός μένει να κοιτάζει -όσο μπορεί να δει- να κοιτάζει το μαύρο θηρίο που σφυράει σαν παλαβό.
Σφυρίζοντας και χωρίς να κόψει ταχύτητα πέρασε το τρένο. Χωρίς να σταματήσει πέρασε σφυρίζοντας, ο ήχος απλώθηκε, χαμήλωσε και χάθηκε μαζί με το τρένο που θα έφερνε το μήνυμα. Τόσες ώρες να περιμένει αδίκως; Θα έρθει πάλι αύριο στο σταθμό, γιατί είναι σίγουρος πως μήνυμα υπάρχει. Εκτός αν το μήνυμα ήταν αυτό το σφύριγμα, αν ήταν ο ήχος που τον ξεκούφαινε και σφράγιζε τα αυτιά να μην ακούει. Τέτοια σκέψη όμως, δεν περνάει απο το νου του, γιατί περιμένει το μήνυμα που θέλει να περιμένει και δεν είναι έτοιμος να δεχτεί οποιοδήποτε μήνυμα. Δεν είναι έτοιμος να πιστέψει πως μήνυμα μπορεί και να μην έρθει, να μην υπάρχει καν. Θα ξανάρθει λοιπόν να περιμένει, δίχως να καταλαβαίνει πως ίσως το μήνυμα μπορεί να είναι ακριβώς αυτό: η αναμονή.

Warten auf die Nachricht Der Musiker wartet. Hin- und hergehend, wartet er. Nebel am Bahnhof, die Schienen feucht und er wartet. Er wartet auf die Nachricht, die der Zug bringt, wenn er denn kommt. Die Möglichkeit dass der Zug nicht kommt, kommt ihm nicht mal in den Sinn. Viele Stunden lang denkt er nur an die Nachricht. Irgendwann wird er müde, seine Füße beginnen zu schmerzen – so viele Stunden auf den Beinen und die Feuchtigkeit! – und er sucht nach einer Sitzgelegenheit, aber keine Bank nirgendwo, der Bahnhof geschlossen und kein Schaffner anwesend. Nicht mal ein Automat, dass er was zu trinken finden könnte. Und wenn er mit dem Zug weg wollte, der vorbei kommt, wenn ihn die Nachricht irgendwohin ruft, kann er nicht mal einen Fahrschein kaufen. Alles geschlossen und er geht am Bahnsteig auf und ab, wartend im Nebel. Was für ein Pech! Nicht mal seine Schuhe kann er sehen, so dicht ist der Nebel. Und kein Zug kommt. Er ist beinahe völlig entmutigt, als er ein Pfeifen hört. Der Zug kommt. „Endlich!“, murmelt er und versucht, die schwarze Gestalt des Zuges in der Tiefe auszumachen. Das Pfeifen wird lauter, immer lauter, ein Zeichen dafür, dass sich der Zug nähert, der Zug mit der Nachricht. Das Pfeifen wird so laut, dass er sich die Ohren mit den Handflächen zuhalten muss. Ein Pfeifen der anderen Art, schrill. Ist das nun ein Zug, der so zischt, als zerreiße er die Luft? Er verkriecht sich in seinem Mantel, schlägt auch den Kragen hoch, verstopft die Ohren noch besser, um das Zerreißen nicht zu hören. Er wartet darauf, dass der Zug stehen bleibt, oder wenigstens, dass ihm jemand die Nachricht aus einem Fenster wirft. Er gibt gut Acht, so sehr wie es seine Augen in dem Weiß und dem dichten Nebel vermögen. Das Ungetüm von Zug erreicht den Bahnhof, durchschneidet wieder und wieder den nebligen Schleier, schneidet ihn in tausend kleine Teile und er bleibt und sieht – soweit er kann – sieht das schwarze Ungeheuer an, das wie verrückt zischt. Zischend und ohne Geschwindigkeit zu verlieren ist der Zug vorbei gefahren. Ohne anzuhalten ist er pfeifend vorbeigefahren, der Klang hat sich ausgebreitet, wurde leiser und ist mit dem Zug, der die Nachricht bringen würde, verschwunden. Hat er so viele Stunden umsonst gewartet? Morgen wird er wieder zum Bahnhof kommen, denn er ist sicher, dass es eine Nachricht gibt. Es sei denn die Nachricht wäre dieses Pfeifen, wenn es der Klang wäre, der ihn betäubte, ihn die Ohren verschließen ließ, damit er ihn nicht höre. Ein solcher Gedanke aber taucht nicht in seinem Kopf auf, denn er wartet auf die Nachricht, auf die er warten will und er ist nicht bereit, jedwede Nachricht aufzunehmen. Er ist nicht bereit, zu glauben, dass auch keine Nachricht kommen könnte, dass es vielleicht gar keine gäbe. Er wird also wieder kommen, um zu warten, ohne zu verstehen, dass die Nachricht vielleicht genau diese ist: das Warten.
____________________
ΣΗΜ.1. τη Gerrit Monartz τη βρίσκεις εδω: http://gerrit-monnartz.lima-city.de/ αλλά και σε πολλά άλλα μέρη, όπως π.χ. στο amazon στο facebook και αλλού
ΣΗΜ.2. στο προηγούμενο ποστ ανέφερα πότε και πώς "βρεθήκαμε" με τη Gerrit Monnartz, που έχει την υπομονή να μεταφράζει τα κειμενάκια μου και να μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση με αυτή την πράξη της. Ελπίζω να της αρέσουν πραγματικά!
ΣΗΜ.3. οι ιστορία βρίσκεται στο μπλογκ autox8on

2 Αυγ 2014

Η ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ + μετάφραση στα γερμανικά


itunes picO νεαρός άνδρας απλώνει το σώμα του κατά μήκος του τοίχου, γερμένος προς το δεξί πλευρό. Ακουμπά όλα του τα μέλη, εκτός απο το πρόσωπο, αναζητώντας στην επαφή αυτή κάποια λύση. Η ζέστη είναι αφόρητη και, στην επαφή του με τον τοίχο, νοιώθει τη δροσιά της αδρής επιφάνειας να διαπερνά το πετσί του. Το ότι το πρόσωπο δεν ακουμπά στον τοίχο και δε μπορεί να γευτεί ό,τι ακριβώς και το υπόλοιπο σώμα, είναι αυτό που τον ωθεί να στρέψει το άλλο πλευρό και να απλωθεί πλέον ακουμπώντας τον τοίχο με την πλάτη. Τώρα η δροσιά είναι πιο ευχάριστη και η γλυκειά ανατριχίλα διαχέεται απο τη ραχοκοκκαλιά προς το υπόλοιπο κορμί, πηχτή σαν ένα κομμάτι μελένιου πάγου που λυώνει αργά.


Πιέζει το σώμα προς τα πίσω, σα να θέλει να γίνει ένα με τον τοίχο. Αργά αλλά σταθερά, το δεξί του πόδι χώνεται μέσα εκεί απο το μηρό και κάτω, έτσι ώστε να ακινητοποιεί μερικώς το κορμί. Με αυτό το μέλος, σταθερά χωμένο μέσα στον υπόλευκο τούβλινο καλοσοβατισμένο όγκο, ο άνδρας δεν έχει πια την ευχέρεια να ξαναστραφεί προς άλλη κατεύθυνση. Ετσι, στην ίδια θέση παραμένει για κάμποσην ώρα, εξακουθώντας να πιέζει. Ο τοίχος καταβροχθίζει σιγά σιγά και τα υπόλοιπα μέλη της δεξιάς πλευράς του, μαζί με το οπίσθιο τμήμα του κορμού.


Το πίσω μέρος του κεφαλιού, η ράχη, τα οπίσθια και τα δυο πόδια έχουν χαθεί, έχουν γίνει ένα με την υπόλευκη επιφάνεια. Ολόκληρος μοιάζει τώρα με ένα ανάγλυφο και η ομοιότητα αυτή γίνεται όλο και πιο πιστή, όσο το δέρμα του αλλάζει χρώμα και αυτό, παρακολουθώντας με συνέπεια το υπόλευκο χρώμα του τοίχου. Μονάχα το πρόσωπο, το στήθος και η κοιλιά ξεχωρίζουν καθαρά, μια και τα πόδια έχουν χαθεί ολότελα. Φέρνει αργά τα χέρια εμπρός και πάνω στην κοιλιά του, χαμηλά, λες και θέλει να υποβληθεί σε εκούσια λογοκρισία, κάτι όχι και τόσο απαραίτητο αφού τα πόδια συνεχίζουν να καταβροχθίζονται απο τον τοίχο, που ρουφά τα αχαμνά μαζί με το κατώτερο τμήμα της κοιλιακής χώρας. Ισα που προλαβαίνει να αποτραβήξει τα χέρια και να τα ωθήσει αργά και τρυφερά προς το στήθος του, που έχει πλέον μαρμαρώσει.

Σταυρώνει τις παλάμες, ακουμπώντας με τα δάχτυλα τις μικρές θηλές του στήθους, και παραδίνεται στον αιώνιο ύπνο. Τα γυαλιά του πέφτουν μαλακά στο πάτωμα αποκαλύπτοντας ένα βλέμμα παρακλητικό, που απευθύνεται στο κενό. Στη στάση αυτή ίσως βρεθεί, ύστερα απο αιώνες απο την αρχαιολογική σκαπάνη, ένα υπόλευκο ανάγλυφο κάποιου άνδρα. Αντε να πιστέψει κανείς μετά, πως το ανάγλυφο δεν είχε λαξευτεί απο κάποιο γλύπτη, πως πρόκειται απλώς για έναν άνδρα φαγωμένο απο ένα τοίχο. Λίγοι υποπτεύονται την ιστορία του νεαρού αυτού, όσοι ακριβώς έχουν νοιώσει πώς είναι να σε τραβά ο τοίχος, όσοι δηλαδή γλύτωσαν παρά τρίχα το καταβρόχθισμα, ανακτώντας τη συνείδηση του εαυτού τους την κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν το τέλος.
_____________________________

ΣΗΜ.1. Αυτό εδώ το κειμενάκι πρωτοδημοσιεύτηκε στις 16/09/2003 στον πρωτοποριακό ιστότοπο http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=334
ΣΗΜ.2. Επισκέψου, αν θέλεις, τον (πολύ) ενδιαφέροντα χώρο να δείς και τα (πολλά) σχόλια.
ΣΗΜ.3. Εχει ανέβει στο μπλογκ αυτό στις 20/01/2006, αλλά χωρίς τη μετάφραση, με την ίδια ετικέττα "παράξενες ιστορίες".
ΣΗΜ.4. Το κείμενο μεταφράστηκε στα γερμανικά και αυτό μου έδωσε μεγάλη χαρά! Μου άρεσε πολύ που άρεσε σε κάποιον τόσο πολύ που μπήκε στον κόπο να το μεταφράσει κιόλας! Εδω μετέφερα στις 28/10/2007 τη μετάφραση, από όπου τη μεταφέρω κι αυτήν εδωμέσα μαζί με (μερικά από) τα σχόλια που ακολούθησαν:

AUF FÜHLUNG MIT DER WAND - H ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ στα Γερμανικα

 

Der junge Mann streckt seinen Körper der Wand entlang aus, nach rechts geneigt. Er lehnt alle Teile seines Körpers daran, außer dem Gesicht und sucht bei dieser Berührung nach einer Lösung. Die Hitze ist unerträglich und bei der Berührung der Wand spürt er, wie die Kühle der groben Oberfläche seine Haut durchdringt. Dass sein Gesicht nicht die Wand berührt und nicht wie der Rest des Körpers abgekühlt wird, bringt ihn dazu, sich zur anderen Seite zu drehen und sich schließlich mit dem Rücken an die Wand zu lehnen. Jetzt ist die Kühle angenehmer und ein süßes Schaudern durchfährt ihn von der Wirbelsäule über den ganzen Körper, dickflüssig wie ein Stück honigsüßes Eis, das langsam schmilzt.

Er presst seinen Körper nach hinten, als wolle er eins mit der Wand werden. Langsam aber stetig versinkt dort sein rechtes Bein vom Oberschenkel bis zum Fuß, so dass der Körper zum Teil unbeweglich wird. Mit diesem Teil seines Körpers fest in der schneeweißen, sorgfältig getünchten steinernen Masse verankert, hat der Mann nicht mehr die Möglichkeit, sich wieder in eine andere Richtung zu drehen. So verbleibt er einige Zeit in der gleichen Haltung und presst sich weiter an die Wand.

Die Wand verschlingt nach und nach auch die restlichen Teile seiner rechten Seite, zusammen mit dem hinteren Teil seines Rumpfes.
Der hintere Teil seines Kopfes, das Rückgrat, sein Hintern und die zwei Beine sind verschwunden, sind eins mit der hellweißen Oberfläche geworden. Insgesamt sieht er jetzt aus wie ein Relief und diese Ähnlichkeit wird noch deutlicher als auch seine Haut die Farbe wechselt und dabei die schneeweiße Farbe der Wand annimmt. Nur das Gesicht, die Brust und der Bauch sind noch klar zu erkennen, die Beine sind vollkommen verschwunden. Langsam bringt er die Arme nach vorne und unten auf seinen Bauch, als ergäbe er sich freiwillig einer Zensur, irgendwie überflüssig, da seine Beine weiter von der Wand verschlungen werden, die seinen Hoden zusammen mit der unteren Bauchgegend aufsaugt. Gerade noch vermag er, die Arme zurückzuziehen und sie langsam und zärtlich auf seine Brust zu zu bewegen, die bereits versteinert ist.

Er kreuzt die Hände, berührt dabei mit den Fingern die kleinen Brustwarzen und übergibt sich dem ewigen Schlaf. Seine Brille fällt sanft zu Boden und gibt einen flehenden Blick frei, der ins Leere gerichtet ist.

In dieser Haltung wird er vielleicht gefunden, Jahrhunderte später, von der Spitzhacke eines Archäologen, als schneeweißes Relief irgendeines Mannes. Soll dann einer glauben, dass dieses Relief nicht von einem Bildhauer gemeißelt wurde, sondern dass es sich einfach um einen Mann handelt, der von einer Wand gefressen wurde? Wenige nur hinterfragen die Geschichte dieses jungen Mannes, genau diejenigen, die schon einmal gespürt haben, wie es ist, wenn dich die Wand anzieht, die also, die um ein Haar dem Verschlingen entkamen und gerade noch, im richtigen Augenblick, ihr Bewusstsein wiedererlangten, kurz vor dem Ende.

Η ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ von Marina Rodia, veröffentlicht in ISTROS am 16.09.2003
[Original unter http://www.flytoistros.com]
________________
ΣΗΜ. ειμαι πολυ χαρουμενη και συγκινημενη και ευχαριστω πολυ πολυ τη/το Gerrit, που μεταφρασε το διηγημα μου και με ενημερωσε ρωτωντας με αν συμφωνω. Μεταξυ αλλων, γραφει: "Το εχω βαλει στη πρωτη μου ιστοσελιδα".
Φυσικα και συμφωνω και με τιμα η επιλογη σου, με το καλο η ιστοσελιδα σου, να εισαι καλα και καλη συνεχεια Gerrit!:-)
Ευχαριστω πολυ πολυ και το ηλεκτρονικο περιοδικο Ιστρος, που (εξακολουθει να) αποτελει σταθερη αξια στο διαδικτυο.

αν δεν ανοιγουν οι συνδεσμοι, διαλεξτε:-->>
http://gerritmonnartz.kulturserver-nrw.de/
http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=334&mode=nested&order=0&thold=-1

σχόλια:

Filboid Studge είπε...
Ροδιά,
κατά την άποψή μου η γερμανική μετάφραση διατηρεί με επιτυχία το συγκρατημένο ύφος του πρωτοτύπου, μόνο που ο υπόλευκος τοίχος σου έγινε χιονόλευκος :)))
Ωραίος ο Gerrit Monnartz! (Θα τον βρείς μέσω Google.)
Rodia είπε...
Ευχαριστω φιλμποιτ:-) Εχμ.. μπορει να μην ειχε ακουσει αυτη τη λεξη...
Αλλο καταλευκος, κατασπρος, καταγαλανος, κλπ, και αλλο υπολευκος, υποκωφος, κλπ. Η προθεση "υπο" μειωνει το νοημα της λεξης ενω η προθεση "κατα" το εντεινει.
Εδω, το "υπολευκος" σημαινει ενα τονο του λευκου ταλαιπωρημενο απο το χρονο, οπως ειναι οι παλιοι ασπροι τοιχοι, τα παλια μαρμαρα, κλπ κλπ, που δεν ειναι μπεζ αλλα εχουν χασει την εκτυφλωτικη τους ασπραδα (λευκοτητα).
Ε, να βοηθουμε ειπαμε!:-)
gerrit είπε...
Ματ! (...και παιζει)

Μολις τωρα βρηκα το κειμενο εδω. Χαρα!
Το ειχα χασιμο χρονου να μεταφραζει κανεις απο τα ελληνικα...!;

Συγγνωμη Ροδια για το λαθος... /
ησουν πολυ επιεκειης μαζι μου...
εκανα διωρθωση στο schneeweiss/ χιονόλευκος που ειχε η μεταφραση...- αν νομιζετε να το πω αλλιως, με verblichen ας πουμε...
...βοηθηστε ...εχω πολυ να μαθω εννοειται,τα ελληνικα κατα ουσια...
αν μπορει κανεις καν...
ενω...
τωρα που βρισκομαι σε blog
αλλη σχετικη ερωτηση: λετε πως Zivi (Zivildienst) δεν πατε να κανετε
γιατι μονο εσεις στην Ελλαδα τον Χριστο φανταρο βλεπετε;
Rodia είπε...
~~ Gerrit, αυτο κι αν ειναι εκπληξη!! ΟΥΑΟΥ!!! πανω που νομιζα οτι ειχες χαθει οσο ακριβως ξαφνικα σε βρηκα...

Για γερμανικα, ρωτα τον Filboid Studge, αυτος ειναι ο γερμανομαθης εδω περα -απο οσο γνωριζω. Πατα εδω να βγεις στο blog του.

Βρηκα τα στοιχεια σου στη σελιδα σου και καιγομαι να μιλησουμε!:-))