30 Ιαν 2006

Σκιές - Φαντάσματα

Το χάραμα φεύγει το φάντασμα
ακολουθεί το ρείθρο του δρόμου
σέρνοντας τα βήματα πάνω στα σκουπίδια
Το ακολουθώ διακριτικά
μαζεύω τα κουρέλια της σκιάς του
και γεμίζω τις τσέπες μου αποτσίγαρα

Μια φορά γύρισε το κεφάλι και μου μίλησε
«Τι θέλεις από μένα» μου είπε
«Τίποτα» απάντησα,
«μονάχα να μη σου μοιάσω»

Κάθε χάραμα ακολουθώ το φάντασμα
Οσο προσπαθώ να μη του μοιάζω
τόσο εκείνο με προκαλεί
«Εγινες η σκιά μου και δεν το παραδέχεσαι»
μου λέει, συνεχίζοντας το δρόμο του


_____________________
ηχητικά εδώ

29 Ιαν 2006

ΔΕΛΤΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

Το ΔΕΛΤΙΟ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ το έστειλα σε όσα blogs πρόλαβα:

Μια νουβέλα το Φλεβάρη

Ελπίζω να αρέσει η ιδέα.

28 Ιαν 2006

Η επίσκεψη του Larry -Νο 2


Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες που μας δυναστεύουν, το τελευταίο Σάββατο κάθε μήνα θα ανεβαίνει και απο μια διήγηση των επισκέψεων του ιππότου Larry.

Οποιος θέλει να ακούσει τη φωνούλα μου να το διηγείται, ας πατήσει εδώ: 02 knight Larry's story



Η βαρώνη ντε Μπολινιάκ, μια θεσπεσία ύπαρξις εικοσιέξ Μαΐων με σώμα σιταρόχρουν, μελανόφαιους γλαυκούς οφθαλμούς, κόμην χρυσίζουσαν και κίνησιν αιλουροειδούς, ήκουσεν να κρούεται ο κώδων του διαμερίσματός της περί ώραν τρίτην μεταμεσημβρινήν. Ανεκλίθη βραδέως εκ τινος των ανακλίντρων της μεγάλης σάλας, όπου ελάμβανε καθημερινώς ένα σύντομον αλλά βαθύν ύπνον κατόπιν του γεύματος. Τρία ανάκλιντρα εξαιρέτου κατασκευής, μετά λεπτών εσκαλισμάτων επί των δρυΐνων ποδών των και βαρύτιμον επένδυσιν εξ υφασμάτων λινών και μεταξωτών επεξεργασμένων χρωματικώς με την μοναδικήν τέχνην του ινδικού batic, απετέλουν την μόνην επίπλωσιν του χώρου τούτου, ομού μετά μιάς ευμεγέθους πολυθρόνας εγκατεστημένης είς τινα απομεμακρυσμένην θέσιν.

«Ποίος με ενεθυμήθη τοιαύτην ώραν;» ανερωτήθη η νεαρά βαρώνη και έσπευσεν να ανοίξει την θύραν, ελπίζουσα εκ βαθέων να είναι ο εξακουστός ιππότης Λάρρυ ο κωδωνοκρούστης της θύρας της. Πράγματι, εις το άνοιγμα της θύρας ίστατο είς ιππότης, ενδεδυμένος πανοπλίαν με περικεφαλαίαν αργυράν και περικνημίδας σιδηράς, ελαφρώς οξειδωμένας.

«Ω, Λάρρυ, Λάρρυ, ήλθατε επιτέλους!» ανέκραξεν μετά χαράς η βαρώνη και έτεινε την δεξιάν της χείρα ίνα τύχει του καθιερωμένου ασπασμού. Ο ιππότης, κλίνων ελαφρώς την οσφύν, ησπάσθη περιπαθώς την χείρα της νεαράς θεσπεσίας καλλιπύγου βαρώνης, αφού βεβαίως εξέβαλλεν την περικεφαλαίαν αυτού και έθεσεν αύτην υπό την ευώνυμον μασχάλην του.

Το πρόσωπον, το οποίον απεκαλύφθη μετά την εκβολήν της περικεφαλαίας, δεν ήτο το πρόσωπον το οποίον είχεν επί μακράς νύκτας και ημέρας διατηρήσει ζωηρόν το ενδιαφέρον της βαρώνης. Εντελώς διάφορον είχεν πλάσει η φαντασία της τον διάσημον δια το μέγεθος της ψωλής του, και, ως εκ τούτου, δια τας ερωτικάς του επιτυχίας, ιππότην. Εμπροσθεν αυτής ίστατο έν ασθενές δείγμα του ανδρικού φύλου. Ιππότης δεν εφαίνετο πουθενά. Μόνον έν κακέκτυπον ανδρός, είς ασθενής γέρων με κεφαλήν πολιάν και εκ τριχών αραιοκατηκημένην ευρίσκετο εκεί, μετ’ αυτής, έμπροσθεν της θύρας του διαμερίσματος.

Η πρώτη κίνησις της βαρώνης, εάν δεν ήτο ευγενής εκ καταγωγής και φύσεως, θα ήτο να κλείσει την θύραν καταπρόσωπον του ιππότου. Επειδή όμως ήτο μία νεαρά μεν αλλά καλοανατεθραμμένη κυρία, προσεκάλεσεν αυτόν ίνα εισέλθει εις την σάλαν λέγουσα «Περάστε, περάστε αγαπητέ μου Λάρρυ!»

Η έκπληξις του ιππότου δεν ήτο μικροτέρα, προς το πλέον ευχάριστον όμως. Εκεί όπου ανέμενεν να αντικρύσει μίαν ευγενή κυρίαν μιάς κάποιας ηλικίας λίαν πλησίον της ιδικής του, ηυρέθη πρόσωπον με πρόσωπον μετά μιάς θεσπεσίας υπάρξεως εικοσιέξ Μαΐων. Οποία κατάπληξις και οποία τύχη, εάν βεβαίως η συναίνεσις της βαρώνης δια γαμικήν συνεύρεσιν υπήρχεν πιθανότης να υπάρξει.

«Ευχαριστώ τα μάλα κυρία μου.. δούλος σας ταπεινός..» απήντησεν ο Λάρρυ έχων τας φρένας ελαφρώς διασαλευθείσας εκ του γεγονότος της εξ απήνης συλλήψεώς του, και προεχώρησεν εις τα ενδότερα του διαμερίσματος. Εκεί, ευθύς μόλις είδεν την ευμεγέθη πολυθρόναν, κατηυθύνθη προς αύτην και εθρονιάσθη αποτόμως εκβάλλων κροτάλισμα ισχυρόν. «Ω,» εσκέφθη εν τω άμα, «εάν το ήξευρον θα εφόρουν την εξ ολοκλήρου αργυράν μου πανοπλίαν ή τουλάχιστον θα είχον λαδώσει ταύτην δι ελαιολάδου Μυτιλήνης.»

Η ευγενεστάτη βαρώνη, προτού καθίσει επί του ανακλίντρου, το οποίον διετήρη ακόμη ίχνη εκ της μεσημβρινής ανεπιτυχούς προσπαθείας αυτής δια χαλάρωσιν, ηρώτησεν τον ιππότην εάν θα επεθύμει να πίει μετ’ αυτής βυσσινάδαν. Ο ιππότης, παρ’ όλον που εμίσει βαθέως το αιματόχρουν ποτόν, το οποίον ανέδυεν δυστήνους στιγμάς εκ του βάθους της μνήμης του υποδαυλίζον τα πάθη αυτού εν τω στρατεύματι, εδέχθη μετά χαράς την πρότασιν της αιλουρώδους βαρώνης. Αποφασίσας διατηρών εφ’ εξής εις την μνήμην αυτού την ελαφροτάτην κίνησιν των λαγόνων της ως αύτη απεσύρετο προς τον ψύκτην ίνα λάβει το υδαρές ποτόν καθώς και άφθονον ψυχρόν ύδωρ, απέκρυψεν υπό την δεξιάν παλάμην τους οφθαλμούς αναπολών ειδυλλιακάς στιγμάς παλαιών ερώτων.

Η λίαν αναπαυτική πολυθρόνα, όπου ο Λάρρυ εκάθητο, εκόντευε να απορροφήσει εντελώς το ισχνόν του δέμας εις ένα ύπνον μακάριον, ότε ενεφανίσθη η βαρώνη μετά τινος αργυρού δίσκου όπου ευρίσκοντο τοποθετημένοι δύο μικροί αμφορείς εκ κρυστάλλου Βοημίας, ο μεν πλήρης ψυχρού ύδατος, ο δε πλήρης βυσσινάδας, μετά των απαραιτήτων ποτηρίων, κρυσταλλίνων επίσης, λεπτής βοημικής επεξεργασίας.

Η βαρώνη, αφού εσέρβιρεν τον ιππότην, εκάθησεν εις το ανάκλιντρον αυτής παρατηρώσα με ελαφράν αγένειαν το πρόσωπον αυτού, εστιάζουσα επί των χειλέων τα οποία ερρόφων διακεκομένως την βυσσινάδαν, εκλύοντα χαμηλούς βραχνούς θορύβους. Ο ιππότης ανεσήκωσεν το βλέμμα προς την βαρώνην και, εγκαταλείπων προς στιγμήν το ποτήριόν του επί του αργυρού δίσκου, είπεν «Δεν θα δοκιμάσητε υμείς βαρώνη το ποτόν;» η δε απεκρίθη ευθαρσώς «Αγαπητέ μου Λάρρυ, το ποτόν το έχω εντός του εμού ψύκτου και το πίω ανά πάσαν στιγμήν και αυτήν την στιγμήν δεν το γουστάρω.»

Εκόμπιασεν ο ιππότης, μη έχων να αντιτάξει ουδέν εις το σχόλιον της βαρώνης και το μόνον το οποίον απέμενε εις αυτόν ήτο να μη επαναλάβει την πόσιν βυσσινάδας. Πλήρης δικαιολογιών, ηρνήθη να ενθυμηθεί εις το εξής την ύπαρξιν του ημιπλήρους ποτηρίου του, κειμένου εν τω αργυρώ δίσκω. Επρόσεξεν, εντός της αδυναμίας αυτού ευρισκόμενος, ότι, ενώ πάντοτε έως τότε τον ηνόχλει σφόδρα η προσφώνησις του ονόματός του κατόπιν του κτητικού «μου», τουτέστιν «..μου Λάρρυ», φράσις η οποία έφερεν εις τον νούν το άτυχόν τε και άνευ φύλου ζώον, όταν τον επροσεφώνει ούτως η βαρώνη, ησθάνετο λίαν ευτυχής, ήκουεν την λεπτήν φωνήν αυτής τόσον γλυκείαν ωσεί ώριμον φρούτον πλήρες σακχαρώδους ωπού.

Αντήλλασσον βλέμματα λοιπόν, οι δύο συνδαιτημόνες ενός ανυπάρκτου αντικειμένου πόσεως ή βρώσεως, επί μακρόν. Η μεν βαρώνη δεν εγνώριζεν τον τρόπον δια του οποίου θα έθετε τέλος εις αυτήν την γελοιότητα της ακαίρου επισκέψεως, ο δε Λάρρυ εδίσταζεν να χρησιμοποιήσει παλαιούς δεδοκιμασμένους τρόπους ερωτικής προσεγγίσεως ίνα μη γελοιοποιηθεί προ των οφθαλμών της ωραιοτάτης νέας, η οποία του είχεν αποκόψει τα ήπατα. Ησθάνετο την άλλοτε σθεναράν και υπέρλαμπρον ψωλήν του μαρανθείσαν υπό την σιδηράν πανοπλίαν και εντός του εγκεφάλου του επεκράτει μεγίστη σύγχυσις.

«Οποίον καιρόν θα εξημερώσει αύριον;» απετόλμησεν μίαν βλακώδη ερώτησιν ο υπό πλήρει εξαφανίσει διατελών ιππότης, λαβών αυθωρεί την απάντησιν της βαρώνης «Οι θεοί μόνον γνωρίζουν οποίος καιρός θα εξημερώσει! Αγνωστον το αύριον παντελώς δι ημάς τους ανθρώπους. Μέγας εί Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου. Τα πάντα εν σοφία εποίησας.»

«Δεν θα ηδυνάμην να φαντασθώ οποία γνώσις και ευσέβεια κρύπτεται εντός της λαμπράς ψυχής σας!» ανεφώνησεν κατάπληκτος ο Λάρρυ, συμπληρώνων παρευθύς «Ποίον εστί ευγενέστερον και ωραιότερον, το περίβλημα ή το εσωτερικόν υμών, αγαπητή βαρώνη; Αδύνατον να το είπω μετά βεβαιότητος.»

Η βαρώνη δεν εγκατέλειψεν την δοθείσαν ευκαιρίαν ανεκμετάλλευτον, ήδραξεν ταύτην μετά πάσης δυνάμεως λέγουσα «Ω, ναι, Λάρρυ αγαπητέ, μόλις τώρα ενεθυμήθην ότι έχω υποσχεθεί εις τον πάτερ Ευσέβιον να υπάγω εις τον ναόν του Προφήτου Ηλιού και μάλλον ευρίσκομαι ήδη εν καθυστερήσει. Παρακαλώ, εάν δεν είναι λίαν δυσάρεστον δι υμάς, θα ηδύνασθο να υπάγετε ίνα προφθάσω να ετοιμασθώ;»

Ο ιππότης, άνευ ουδεμιάς αναβολής, εξετινάχθη εκ του καθίσματος όπου επί τόσον μακρόν είχεν μακαρίως απλωθεί, λέγων «Βεβαίως κυρία μου, τι λόγος! Αλλωστε ήγγικεν η ώρα ίνα ετοιμασθώ, η ταπεινότης μου, δια μίαν ετέραν επίσκεψιν, έχω να υπάγω εις την Βουλήν Των Λόρδων.» Ούτωπως εξεγλύστρησεν, ίνα μη δώσει την εντύπωσιν εκδιωχθέντος.

Αντήλλαξον ευγενείς ασπασμούς έμπροσθεν της θύρας του διαμερίσματος, ο ιππότης εισήλθεν εν τω ανελκυστήρι και η ωραία νεαρά αιλουρώδης βαρώνη εσφάλισεν την θύραν. Αμα τη βεβαιότητι της ικανής απομακρύνσεως του ιππότου Λάρρυ, ήρχισεν αύτη να γελά ηχηρώς. Εθεσεν ένα δίσκον εκ βυνιλίου εις το ανάλογον μηχάνημα, το επονομαζόμενον πικ-απ, και εισήλθεν εν τω άμα εις ένα κόσμον ημιφρενοβλαβή ορχουμένη ωσάν μαινάς υπο των ήχων μουσικού τινος συγκροτήματος εκ Λατινικής Αμερικής.

Ο ιππότης παρέπαιεν εν τη οδώ, ως ημιθανής σχεδόν, δεν ηδύνατο να κατανοήσει ακριβώς τον τρόπον με τον οποίον είχεν ευρεθεί τόσον αποτόμως εκτός του διαμερίσματος της βαρώνης, πώς δήλα δη εκείνος, είς τόσον προβεβλημένος δια τας ερωτικάς ικανοτήτας του ανήρ, ηδυνήθη να απωλέσει τοιούτον κελεπούρι. Αμέσως, ίνα μη εκπέσει το κύρος αυτού, είπεν εις εαυτόν ότι επρόκειτο απλώς περί μιάς γυναικός θρησκευομένης, και, ως εκ τούτου, παρθένου, ήτις δεν επεθύμει επαφήν μεθ’ ουδενός ανδρός. Χαρακτηρίσας ούτως την θεσπεσίαν βαρώνην, ησύχασεν η συνείδησίς του και ηδυνήθη να προχωρήσει μετά πλέον σταθερών βημάτων προς το μικρόν αυτού κατάλυμμα.


26 Ιαν 2006

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ


Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει απο το πρωΐ, που τηλεφωνήθηκαν και συμφώνησαν να συναντηθούν το απόγευμα στο Πασαλιμάνι. Υπήρχε εκεί ένα μπαράκι κομψό και σοβαρό. Κοίταξε στον καθρέφτη και είδε τη μορφή της σα να έβλεπε μια ξένη. Πρόσεξε ένα σωρό ατέλειες κι έβαλε πλώρη να τις διορθώσει. Πρώτα πρώτα το μαλλί. Είχε ήδη ψωνίσει απο προχθές βαφή ειδική, απο το φαρμακείο με τα οικολογικά καλλυντικά, και είχε διαλέξει το χρώμα μετά απο συζήτηση με την αρμόδια υπάλληλο. Ξαναδιάβασε προσεχτικά τις οδηγίες. Αργότερα θα έφτιαχνε μια μάσκα ομορφιάς για να καθαρίσει και ξεκουράσει το δέρμα του προσώπου της. Από ρούχα ήταν κομπλέ. Μάλλον θα προτιμούσε να φορέσει το εμπριμέ φουστάνι, που είχε ράψει παραγγελία στο ράφτη της γειτονιάς της, αν δεν κατέληγε ξανά στα καφετιά που είχε συνηθίσει τελευταίως. Ομως, πρώτα πρώτα, θα έφτιαχνε το μαλλί.

Μπήκε στο λουτρό αποφασισμένη να προχωρήσει σε αυτή την ιεροτελεστία, μια κι έλειπε η κομμώτρια για διακοπές. Ελειπε και ο γιόκας της σε ταξίδι με την παρέα του, ευκαιρία να λείψει κι εκείνη, όση ώρα ήθελε, απο το σπίτι! Εβγαλε τα ρούχα της και φόρεσε τη μικρή πλαστική εσάρπα, που χρησιμοποιούσε για να μη πασαλείβει με μπογιές το σώμα της. Μετά, άνοιξε το κουτί με τη βαφή. Τοποθέτησε στη σειρά τα διάφορα μπουκαλάκια και σωληνάρια που περιείχε. Πρώτα ένα μικρούτσικο σωληνάριο για την προστασία των ακραίων απολήξεων των τριχών πριν το βάψιμο, μετά ένα μικρό μπουκαλάκι με δυναμωτική κρέμα για μετά την εφαρμογή της βαφής, έπειτα το σωληνάριο με τη βαφή, ύστερα το μεγαλύτερο μπουκάλι με το οξειδωτικό και, τέλος, ένα ζευγάρι λεπτά πλαστικά γάντια.

Ανοιξε το μπουκάλι με το οξειδωτικό και άδειασε προσεχτικά εκεί μέσα το σωληνάριο με τη βαφή. Φόρεσε τα γάντια και, αφού άπλωσε την υπόλευκη προστευτική υδαρή κρέμα στα δάχτυλά της, πασάλειψε καλά τις άκρες των τριχών. Μετά, αφού ταρακούνησε καλά καλά το μείγμα βαφής και οξειδωτικού, το άπλωνε στις ρίζες των μαλλιών με τέχνη, όπως είχε δεί να κάνει η κομμώτρια. Δηλαδή, με την τσατσάρα χώριζε τα μαλλιά, άπλωνε βαφή, ξαναχώριζε και άπλωνε ξανά, μέχρι που οι ρίζες καλύφθηκαν όλες. Οι οδηγίες έλεγαν είκοσι λεπτά να μείνει η βαφή στις ρίζες και άλλα δέκα στο σύνολο των μαλλιών. Κάθησε λίγο να δει τηλεόραση, μέχρι να περάσουν τα πρώτα είκοσι λεπτά. Μόλις πέρασαν, προχώρησε γρήγορα στο δεύτερο στάδιο. Πασάλειψε ολόκληρη τη χαίτη της με την υπόλοιπη βαφή και περίμενε άλλα δέκα λεπτά, όπως ακριβώς έλεγαν οι οδηγίες. Υστερα, όταν ο χρόνος τέλειωσε, πήγε ξανά στο λουτρό και έσκυψε στη μπανιέρα για να ξεπλύνει καλά καλά τα μαλλιά της, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες. Είχε ήδη ξεκαπακώσει το μικρό μπουκαλάκι με τη δυναμωτική κρέμα, που έπρεπε να παραμείνει στα μαλλιά της μονάχα δυο λεπτά μετά το ξέβγαλμα, και, απλώνοντάς τη στις παλάμες της, πασάλειψε με αυτή τα ξεπλυμένα της μαλλιά. Μετά απο δυο λεπτά τα ξαναξέβγαλε πολύ καλά, όπως έλεγαν οι οδηγίες, και λούστηκε με ένα σαμπουάν ειδικό για βαμμένα και ταλαιπωρημένα μαλλιά.

Οπως έσκυβε στη μπανιέρα, χρησιμοποιώντας -για το λούσιμο και τα ξεπλύματα των μαλλιών- μια την απόληξη για ντους και μια την κεντρική μπαταρία του λουτήρα, ένοιωσε τα γόνατά της να τρέμουν απο αδυναμία. «Μπα, θα μου περάσει» είπε μέσα της, και συνέχισε απτόητη την περιποίηση της κόμης της. Για μια στιγμή, έχασε τον κόσμο γύρω της και άπλωσε τα χέρια, προσπαθώντας να βρει κάτι σταθερό να κρατηθεί για να μη πέσει. Ολα όμως γλυστρούσαν μέσα στο λουτρό. Η μπανιέρα κουνιόταν περιστρεφόμενη γύρω γύρω, το πάτωμα μπερδευόταν με το ταβάνι, και οι τοίχοι είχαν αποκτήσει μια μαγική ρευστότητα. Αν και μισογονατισμένη δε μπόρεσε να συγκρατηθεί κι έπεσε στο πλάϊ, τσακίζοντας το κρανίο της στα πλακάκια. Είχε πράγματι ραντεβού εκείνη τη μέρα αλλά ήταν κανονισμένο λίγο νωρίτερα απο το απόγευμα -ερήμην της.

Τα μαλλιά της είχαν αποκτήσει ένα τέλειο καστανό χρώμα κι έλαμπαν σα μεταξωτά το μεθεπόμενο πρωΐ -στο φέρετρο. Η ιεροτελεστία του βαψίματος είχε καλή απόδοση.

25 Ιαν 2006

Ανθρωπος κάτω απ’ τη γέφυρα


Καθόταν κουρκουμιασμένος μπροστά στο τζάκι το αναμμένο, με τις φλόγες να ξεπετιούνται κατακόκκινες και ολόθερμες προς τα πάνω, γλείφοντας την αρχή της μαυρισμένης καμινάδας. Κάπου κάπου τσιτσίριζε, όταν έσκαγε κάποιο ξύλο, που είχε συγκρατήσει λίγη υγρασία. Ο γλυκός αυτός θόρυβος τον νανούριζε και τ' όνειρό του απλωνόταν σα σεντόνι κατάλευκο, όπως το παγωμένο χιόνι που σκέπαζε σήμερα το χώμα. Είχε, λέει, ένα τραπέζι στρωμένο με όλα τα καλά του κόσμου επάνω, με λογιών λογιών φαγιά και λογιών λογιών κρασιά. Στα πόδια του, λέει, γουργούριζε σα γατούλα μια όμορφη γλυκειά γυναίκα και μερικά παιδιά έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια παρέκει, πάνω στο παχύ κόκκινο χαλί. Μια μουσική απαλή ξεχυνόταν και γέμιζε όλο το χώρο με μια εξώκοσμη μελωδία. Χάιδευε με το χέρι του τα ολόμαυρα μεταξένια μαλλάκια της καλής του και, κάπου κάπου, τσιμπούσε και μια μπουκίτσα απ' τα θεσπέσια εδέσματα. Ολα μα όλα ήταν τόσο τέλεια, που μονάχα η φαντασία μπορεί έτσι να τα πλάσει.

Μουρμούριζε μεσ' στον ύπνο του κι όλο χάιδευε το απαλό κεφαλάκι που ήταν γερμένο στα γόνατά του. Ξύπνησε όμως μια στιγμή, το στομάχι του γουργούριζε ανησυχητικά, και τ' όνειρο εξατμίστηκε μονομιάς. Το κεφαλάκι που χάιδευε έγινε η ψωρόγατα που είχε κουρνιάσει κοντά του, ένα έρημο ζωντανό κι αυτό. Η μελωδία έγινε θόρυβος σκληρός, πολλά αυτοκίνητα περνούσαν σήμερα πάνω απ' τη γέφυρα -ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Το τζάκι έκανε κι αυτό φτερά, μονάχα το παγωμένο χιόνι βρισκόταν στη θέση του, σκεπάζοντας όλα ένα γύρω, ακόμα και μέσα στην καρδιά του είχε προχωρήσει η παγωνιά. Ευτυχώς που κάποιος καλόψυχος άνθρωπος είχε αφήσει ένα ροζ υπνόσακκο στο παγκάκι, εκεί όπου συνήθως καθόταν τα μεσημέρια, διαφορετικά θά 'χε αποδημήσει κιόλας στον Παράδεισο.

Κόλαση ήταν η ζωή του ως τα σήμερα και τίποτα δεν έλεγε πως κι αύριο δε θα ήταν το ίδιο. Κάποτε, ναι, ήταν κι αυτός παιδί. Ενα παιδάκι σε μια δυστυχισμένη οικογένεια, όλο προβλήματα και τσακωμούς και μιζέρια. Μεγάλωσε χωρίς να μπορέσει να σπουδάσει, κάνοντας θελήματα σ' ένα μπακάλικο. Ετσι είχε γνωρίσει τα σπίτια με τα τζάκια και τα χαλιά. Εβλεπε τα παιδάκια και τα μάτια του βούρκωναν γιατί κι αυτός παιδάκι ήταν ακόμα. Ενα παιδάκι εβδομήντα τόσων χρονών, μοναχούλι του. Ζούσε σαν τα πετεινά τ' ουρανού, χωρίς σύνταξη, χωρίς άλλο έσοδο εκτός απ' την ελεημοσύνη των περαστικών. Το χέρι ούτε που τ' άπλωνε, ντρεπόταν. Η μορφή του όμως είχε μια γλυκύτητα και όποιος περνούσε τού 'δινε το κατι τις του. Πότε λίγο φαγητό, πότε κανα κέρμα, πότε κανα ρουχαλάκι, κι έτσι περνούσαν οι μέρες μετά το ατύχημα που είχε στην οικοδομή, όπου δούλευε πριν τρία χρόνια. Κουβάλαγε λάσπη στους χτιστάδες, όταν έπεσε η σκαλωσιά και πλάκωσε το χέρι του τ' αριστερό. Ούτε ασφάλεια, ούτε τίποτα. Τον άφησαν σα σκυλί δαρμένο σ' ένα νοσοκομείο και κανείς δεν θέλησε να τον ξαναδεί, μην έχουνε μπλεξίματα.

Οταν βγήκε απ' το νοσοκομείο, ξαναπήγε στη δουλειά, ο εργολάβος όμως ούτε ν' ακούσει για να τον ξαναπάρει. «Είσαι γέρος καημένε και σακάτης. Τι να σε κάνω;» του είπε δίνοντάς του λίγα χρήματα. «Όποτε έχεις ανάγκη, πέρνα να σου δίνω κάτι, αλλά για δουλειά δεν είσαι πλέον». Εβαλε το χαρτονόμισμα στην τσέπη κι όταν ξαναπήγε στο γιαπί οι εργασίες είχαν τελειώσει και, πού να τον βρει τον εργολάβο, τον έχασε. Ετσι, έμεινε ένα σαράβαλο που τα μεσημέρια άραζε στα παγκάκια του πάρκου, κι όταν βράδυαζε κουρκουμιαζόταν κάτω απ' τη γέφυρα του αυτοκινητόδρομου.

«Νά 'ναι καλά ο άνθρωπος που μ' άφησε τούτο το ρούχο» σκέφτηκε και σφίχτηκε πιο καλά μέσα στη ζεστασιά του υπνόσακκου. Εκλεισε ξανά τα μάτια με το πονεμένο βλέμμα και ξαναχάιδεψε το γατί. «Αχ! Μικρούλι μου, μοναχούλι σου κι εσύ και κατατρεγμένο!» ψιθύρισε μεσ' απ' τα λίγα και σαπισμένα του δόντια. «Αντε, να κοιμηθούμε λιγάκι ακόμα, όπου νά 'ναι θα ξημερώσει».

Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, το χιόνι είχε στρωθεί για τα καλά, τα σχολεία κλειστά και τα παιδιά, που βγήκαν για να παίξουν χιονοπόλεμο, βρήκαν το χαμογελαστό γέρικο κουφάρι κάτω απ' τη γέφυρα -παγωμένο. Ενα ψωρόγατο νιαούριζε πονεμένα πλάι του. «Ξουτ! Ψωρόγατα!» φώναξε κάποιος, κι αυτό έφυγε τρέχοντας να βρει αλλού την τύχη του.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ



Η φωτογραφία στον τοίχο, απέναντι απο το φεγγίτη της κουζίνας, που μπάζει το χαμηλό φωτισμό του δειλινού, ξυπνάει νοσταλγικά συναισθήματα, εντελώς απλοϊκά, ερεθίζοντας τη φαντασία. Ο άντρας κάθεται στη συνηθισμένη του θέση, έχοντας το βαρύ τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια, κι απο το χοντρό φλυτζάνι του καφέ ρουφάει καμμιά γουλιά που και που.

- Πάλι δε μου τον πέτυχες τον καφέ καργιόλα!

Φωνάζει, πιο πολύ για να πει κάτι, να επικοινωνήσει με το έτερον ήμισυ, που κοντεύει πλέον να γίνει ολόκληρο! Πως χόντρυνε τόσο αυτό το λεπτό κλαράκι που παντρεύτηκε πριν τριαντατόσα χρόνια; Εκείνος ρεύει μέρα με τη μέρα, σουρώνει σα τουλομοτύρι στο τουλπάνι, σα γιαούρτι σακκουλίσιο, ούτε ο μισός δεν έχει απομείνει. Εκείνη, αντίθετα, φουσκώνει, όλο και φουσκώνει σα μπαλλόνι αερόστατου, έτοιμου για μακρυνά ταξίδια σε χώρες ξωτικές. Ταξίδια! Πόσα ταξίδια δεν είχε κάνει με το μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια που έμενε καθηλωμένος σαν εικόνισμα στη στεφανοθήκη, μαζί με τα στέφανα! Μαζί της τα έκανε τα ταξίδια, και στα όνειρά του πάντα μαζί της βρισκόταν. Τα παιδιά πάντα τα τοποθετούσε παραέξω, δεν τον ένοιαξε ποτέ που βρίσκονταν τα παιδιά όταν εκείνος ταξίδευε μαζί της, μέχρι που μεγάλωσαν κι ακολούθησε καθένα την πορεία του, και ξεμπέρδεψε μια και καλή με κείνα. Ξεμπέρδεψε; Πάνω που κόντευε να το πιστέψει και να ανοίξει διάπλατα τα φτερά του, να ταξιδέψει επιτέλους με την καλή του, πλάκωσαν οι νύφες, οι γαμπροί και τα εγγόνια, και το ταξίδι, εκείνο το ανεπανάληπτο, το ονειρεμένο ταξίδι στα νησιά του Ειρηνικού, έμεινε -και όπως φαίνεται θα έμενε για πάντα- μέσα στη φαντασία του.

Εκείνη είχε το μυαλό της μονίμως στα παιδιά. Ακόμα κι όταν τα βράδυα τον τύλιγε σφιχτά ανάμεσα στα μπούτια της, εκείνος ήταν σίγουρος πως τα παιδιά σκεφτόταν στο πλαϊνό δωμάτιο, μη τυχόν και ξυπνήσουν. Οταν της μιλούσε για το ταξίδι που θα έκαναν οι δυο τους κι εκείνη τον κοίταζε με το βλέμμα σα μαρμαρωμένο, σα να ονειρευόταν μαζί του τη μέρα της μεγάλης φυγής, τώρα το βλέπει καθαρά αυτό το βλέμμα πάλι, το βλέπει ξεκάθαρα: Στα παιδιά ήταν κολλημένο, όχι στο ταξίδι τους, και ήταν φευγάτο, μάλλον σα να απαντούσε πως «κούνια που σε κούναγε καλέ μου, που θα φύγω μαζί σου, να ακολουθήσω την τρέλλα σου!». Μια ζωή τον κορόϊδευε λοιπόν η πουτάνας γέννα. Μια ζωή στο «θα» και «θα» τον πήγαινε, τον αποκοίμιζε με τα καλομαγειρεμένα φαγιά, με τα πουκάμισα τα αφράτα και μοσχομυριστά, με τις παρεΐτσες στα ταβερνάκια της πλατείας, με τις μικρές χαζοκουβέντες, και με το τάβλι του Μηνά, του κουμπάρου. Καμάρωνε κι αυτός σα γύφτικο σκεπάρνι, το παραδέχεται τώρα, και πίστευε πως η ζωή έτσι είναι, σα μοσχομυριστό πουκάμισο δηλαδή, και άφηνε για «μετά» και για «αργότερα» την πραγματοποίηση του ονείρου του.

-Γαμώ τη στραβωμάρα μου, γαμώ! Ποιός με στράβωσε που σε πήρα; Ποιος;

Ολα του φταίνε σήμερα. Ο καφές, το φαΐ που αργεί να ψηθεί, τα παιδιά και τα εγγόνια που θάρθουν σε λίγο, όλα! «Και τι φταίνε τα παιδιά;» Σιγομουρμουρίζει μέσα απο την καινούργια του μασέλα. «Εγώ φταίω! Εγώ που δεν ήμουνα για γάμους και πανηγύρια.. εγώ, που κόλλησα σε μια γυναίκα και μ’ έφαγε το φουστάνι τόσα χρόνια.. Αααχ! Καρδιά μου πως αντέχεις!» Ξεφουσκώνει τον πόνο του με έναν αναστεναγμό μακρόσυρτο, τόσο που κόντεψε να βγει η ψυχή του. Στρίβει το βλέμμα προς τον τοίχο με το κάδρο. Μια παραδεισένια θάλασσα γαλαζοπράσινη και μια κατάλευκη αμμουδιά βρίσκονται εκεί και τον περιμένουν, με μπόλικους φοίνικες στο βάθος του τοπίου. Μια θάλασσα πεντακάθαρη, να την πιείς στο ποτήρι.. κι αυτός καθισμένος εδωνά, μέσα στην κουζίνα, να πίνει καφέ και να καπνίζει, προσέχοντας, με το μάτι καρφωμένο στο φούρνο, μη τυχόν κι αρπάξει το ψητό. Ο χτύπος του κουδουνιού της εξώπορτας τον ταρακουνάει στα ξαφνικά, και η φωνή της γυναίκας που ακούγεται κάπου απο το βάθος του σπιτιού τον συνεφέρνει:

- Ανοιξε Παναγή! Ηρθανε!

Τρέχει να ανοίξει το σύρτη της αυλόπορτας -έχτισε μονοκατοικία, αμ, πώς; Καμάρι του!- και το ταξίδι ξεμακραίνει επικίνδυνα απο το νου του, όταν οι εισβολείς ορμάνε στην αγκαλιά του με χαχανητά και λεπτές φωνίτσες: «Παπού! Τι θα μας πεις σήμερα; Εχει νεράϊδες και ζαρκάδια; Τι μαγείρεψε η γιαγιά; Εγώ θέλω τη γοργόνα παπού!» Ολα μαζί μιλούν, μα εκείνος δε ζαλίζεται καθόλου. Απαντώντας με μονοσύλλαβα χαϊδεύει τα ζαχαρωμένα κεφαλάκια, δέχεται φιλιά απο χειλάκια μελωμένα, προσφέρει φιλιά σε μάγουλα ζουμερά, προσπαθεί να σταθεροποιηθεί στην όρθια στάση μη τον κατρακυλήσουν κάτω. Ενα σμάρι ζουζούνια είναι τα παιδιά, αυτό τόλεγε πάντα. Το τραπέζι έχει στρωθεί ως δια μαγείας στην πίσω αυλή -η δική του νεράϊδα πως τα καταφέρνει και τάχει όλα στην ώρα τους πάντα- κάθονται όλοι ένα γύρω, εκείνη απέναντι να του ρίχνει ματιές σαϊτένιες με τα μάτια εκείνα, τα μάτια που δεν άλλαξαν στο παραμικρό παρ’ όλη τη τζαμαρία που τα μισοκρύβει. Το ξέρει καλά πόσο τον καταλαβαίνει, κι ας λέει απο μέσα του ένα σωρό παράπονα. Το ξέρει πόσο τον αγαπά και τον παραδέχεται, πόσο τον καμαρώνει και μάλιστα εντελώς στα φανερά, χωρίς κρύψιμο και τσιριμόνιες, εντελώς στα ίσια. Η πληγή του όμως δε λέει να ησυχάσει, χάσκει ανοιχτή, και, με μια κουτή δικαιολογία σηκώνεται να μπει στην κουζίνα, να ξανακοιτάξει το κάδρο.

Ξαναβλέπει τη γαλαζοπράσινη θάλασσα με την κατάλευκη αμμουδιά και τους φοίνικες στο βάθος. Τώρα όμως προσέχει και κάτι ακόμα, προσέχει τον ουρανό της φωτογραφίας. Είναι ένας ουρανός συννεφιασμένος, κάργα στο γκρίζο σύννεφο. Μάλλον γι αυτό η θάλασσα φαίνεται τόσο ανοιχτόχρωμη, αλλοιώς δεν εξηγείται. Μάλλον έρχεται φουρτούνα, θα βρέξει όπου νάναι, κι αυτή η νηνεμία, που φαίνεται να επικρατεί, δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Πως δεν τό ’χε προσέξει όλα αυτά τα χρόνια; Που ετοιμαζόταν να πάει; Να θαλασσοπνιγεί στο άγνωστο; Και θά ’παιρνε και τη γυναίκα στο λαιμό του.. Με την τελευταία αυτή σκέψη γυρίζει στη θέση του, στη θέση όπου κάθεται τριάντα τόσα χρόνια, εκεί, απέναντί της, με το σμάρι των εγγονών και των παιδιών τους ένα γύρω, με το νόστιμο ψητό στη μέση του τραπεζιού, με τα σαλατικά και τα τυριά και το κρασί και το ψωμί, με όλα όσα τα δικά του χέρια πέτυχαν, μέσα στην αυλή του δικού του σπιτιού, που τα δικά του χέρια έχτισαν. Οι σκέψεις αυτές που όρμησαν ταυτόχρονα στο νου του έκαναν το θαύμα τους. Σηκώνει το ποτήρι σε μια πρόποση για καλή υγεία και επιτυχία για όλους, με την καρδιά γεμάτη περηφάνεια για το πώς άντεξε τόσα χρόνια κι έμεινε εκεί, ακλόνητος σα βράχος και σα δέντρο δυνατό.

-Ελα, κυρά Μαρία! Ελα να τσουγκρίσουμε! Μια ζωή την έχουμε και την περνάμε καλά! Να μας ζήσουν!

Φωνάζει όλο τρυφεράδα στην καλή του γυναίκα, ένας βράχος κι αυτή, και δέντρο και κολόνα μαρμαρένια, που εστάθηκε δίπλα του και τον άντεξε και τον στήριξε τόσα χρόνια. Σηκώνεται η γυναίκα απο την απέναντι πλευρά του τραπεζιού και σμίγουν οι δυο τους κάνοντας μια καμάρα πάνω απο τα λογής λογής πιάτα, σα μια γέφυρα όπου η ζωή θα συνεχίσει το διάβα της πάνωθέ τους. Τα παιδιά γελούν, τα εγγόνια χαχανίζουν και οι δυο τους βρίσκονται μαζί εκείνη τη στιγμή, πέρα μακρυά, σε ένα ξωτικό νησί του Ειρηνικού, να κολυμπούν στη γαλαζοπράσινη θάλασσα με την κατάλευκη αμμουδιά και τους φοίνικες στο βάθος του τοπίου της φωτογραφίας, χωρίς κανένα μα κανένα σύννεφο…

24 Ιαν 2006

ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ Βαρβάρας

Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, έλεγαν -και λένε ακόμα και σήμερα- μερικοί ρομαντικοί. Η Βαρβάρα είχε όμορφα μάτια πρασινογάλαζα και μεγάλα. Σα θάλασσα φουρτουνιασμένη ήταν το βλέμμα της. Σπάνια ημέρευε. Στο δρόμο, περπατούσε με τα μάτια κάτω και, όταν διασταυρωνόταν με κάποιον που ήθελε να τον εντυπωσιάσει, τίναζε -εξακόντιζε καλύτερα- ένα βλέμμα σαν αγκίστρι με δόλωμα θανατηφόρο, ένα βλέμμα σαν ακατανίκητο ναρκωτικό. Οπως ο χαμαιλέων εκτινάσσει μια γλώσσα με πολλαπλάσιο μήκος απο το σώμα του για να καταβροχθίσει τα μικρά ζωΰφια που κολλούν επάνω της, έτσι και η Βαρβάρα άπλωνε μακρυά τη ματιά της για να κατασπαράξει τους άντρες που, αντικρύζοντάς την, έχαναν την παραμικρή δύναμη αντίστασης στη γοητεία της.

Δεν ήταν όμορφη γυναίκα, με τα σύγχρονα μέτρα ομορφιάς. Ούτε λεπτή, ούτε με τέλειες αναλογίες. Μια νταρντάνα δραμινή ή καβαλιώτισσα -δε θυμάμαι καλά από που ήταν- καρδαμωμένη, με μυς που έσφυζαν απο ζωή. Πόδια γερά κολλημένα στη γη και χέρια με πλατειές παλάμες, που, έτσι να σού ’καναν, την είχες βάψει. Τα βυζιά της δυο μπαζούκας, προκλητικά στητά, εξείχαν προβάλλοντας τολμηρά πριν στρίψει τη γωνία το υπόλοιπο σώμα, και ο κώλος της, στητός κι αυτός, έδινε ένα τόνο μεγαλοπρέπειας στο αγέρωχο βάδισμά της. Μέση σχεδόν δεν υπήρχε, μια γυναίκα - ντουλάπα, που λένε. Το κατάξανθο μαλλί και το κάτασπρο δέρμα εντυπωσίαζαν όσο νά ’ναι, μα δεν ξεπερνούσαν σε γοητεία τη ματιά της, που ήταν σωστός σφάχτης.



Είχε μελετήσει καλά τη δύναμη του βλέμματός της και προσπαθούσε να πείσει και τις υπόλοιπες γυναίκες της παρέας να κάνουν το ίδιο. «Τα υπέροχα μάτια σας» έλεγε, «μη τα δείχνετε συνέχεια, η γοητεία αυξάνει όταν δε σκορπιέται αλόγιστα», και μας έκανε μάθημα πώς να περπατάμε με σκυμμένο κεφάλι και πώς να τινάζουμε το βλέμμα μας αραιά και που.

Η Βαρβάρα δεν παντρεύτηκε ποτέ, απ’ όσο ξέρω. Χάθηκαν τα ίχνη της όταν ξενητεύτηκε για να σταδιοδρομήσει σε μια μακρυνή χώρα, όπου οι γυναίκες έχουν μια θέση ξεχωριστή. Τη φαντάζομαι να τινάζει το βλέμμα της πίσω απο πάγκους εργαστηρίων, ντυμένη με την άσπρη στολή των ερευνητών, γοητεύοντας κάθε αρσενικό συναγωνιστή της στη μάχη για την ανακάλυψη της αλήθειας για την ύπαρξη των πάντων. Ισως η ματιά της να έχει χάσει την ισχύ της μετά απο τόσα χρόνια συγκέντρωσης στους φακούς των μικροσκοπίων, ίσως πάλι όμως, η οικονομία που έκανε στις δυνάμεις του βλέμματος, που δεν το σκόρπιζε δηλαδή οπουδήποτε, να έχει κάνει το θαύμα της και να άφησε αυτό το υπέροχο δώρο της φύσης ανέπαφο απο το χρόνο.

Οσο για το αν πράγματι «τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής», τι να πω... ίσως και να είναι... Αυτό που είναι σίγουρο πάντως, όπως φαντάζομαι τουλάχιστον, είναι πως δε γίνεται να επαίνεσε κανείς άντρας τα μάτια της Βαρβάρας. Ηταν τόσο, μα τόσο εκρηκτικά, που άφηναν σέκο τον καθένα. Δυο αστραπές εκτυφλωτικές ήταν... και.. τι να πει κανείς... Αν επαινέσεις την αστραπή, μάλλον θα της αφαιρέσεις κάτι απο τη γοητεία της...

_________
και εδώ

23 Ιαν 2006

Ούτε ένα σώβρακο

O εραστής μου είναι άτσαλος
όλα τα πράγματά του
σκόρπια παντού στο σπίτι

Κάθε φορά που φεύγει
ξεχνά κι από κάτι
Μετά, στέλνει το παιδί του γραφείου
να το γυρέψει

Μια μέρα, ξέχασε το σώβρακό του
Το συσκεύασα σε κουτί για γλυκά
και περίμενα το παιδί του γραφείου
να το παραλάβει

Ηρθε το παιδί,
πήρε το κουτί
το άφησε πάνω στο γραφείο
του εραστή μου

Εκείνος είχε πελάτες
και δεν πρόσεξε
τι του είπε το παιδί
στο αφτί, ψιθυριστά

Τέλειωσε η συζήτηση,
άνοιξε το κουτί
και ρώτησε τους πελάτες:
- Ενα γλυκάκι;
- Ε, όσο για ένα γλυκάκι θα το πάρω,
απάντησε ο πλέον σωματώδης
κι έβγαλε το μυρωδάτο σώβρακο
από το κουτί

Μετά από αυτό,
ο εραστής μου έκοψε ρόδα μυρωμένα
Λυπήθηκα, επειδή
δεν έμεινε κάτι απο κείνον
να τον θυμάμαι με ευκολία
Ούτε ένα σώβρακο

_____________________________________
ΣΗΜ. από τη συλλογή "σημαδεύω έρωτες για να μείνουν ζωντανοί" που περιλαμβάνει ιστορίες αστείες και δραματικές, φανταστικές και πραγματικές, δικές και ξένες.

21 Ιαν 2006

H EIKONA MOY


(Ημερολόγιο Κρήτης, 09/08/2002)

«Κάθε εικόνα είναι κλειδωμένη. Το κλειδί της εικόνας είναι η ίδια η εικόνα. Οποιος την αναγνωρίσει μπορεί να την ξεκλειδώσει και να εισχωρήσει εντός της».

Μια μέρα ξύπνησα κανονικά, όπως όλες τις άλλες μέρες. Πήγα στο μπάνιο, πλύθηκα και κοίταξα στον καθρέφτη για να χτενιστώ. Ο καθρέφτης όμως δεν ανταποκρίθηκε. Εμεινε άδειος. Κοίταξα τα χέρια μου, το σώμα μου, ήταν στη θέση τους κανονικά. Αγγιξα το πρόσωπό μου, το ένοιωθα κάτω απ’ τις ρόγες των δαχτύλων, ήταν όλα στη θέση τους.

Ξεκρέμασα τον καθρέφτη και κύτταξα απο πίσω. Ναι, καθρέφτης ήταν, δεν ήταν σκέτο γυαλί. Πήγα στη τζαμόπορτα να κυτταχτώ. Ούτε εκεί φαινόταν τίποτα. Σκέτος αέρας. Ντύθηκα, φόρεσα ένα φανταχτερό φουστάνι και ξανακοίταξα τον εαυτό μου πρώτα στον καθρέφτη και μετά στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Το φουστάνι φαινόταν καθαρά. Το πρόσωπο και το σώμα μου ήταν ανύπαρκτα. Μυστήριο. Τραγούδησα κάτι, ν’ ακούσω τη φωνή μου. Εβαλα να τη μαγνητοφωνήσω. Το κασετόφωνο έγραψε τη σιωπή του δωματίου. Η φωνή μου ακουγόταν μονάχα απο μένα. Πάλι καλά.

Αποφάσισα να βγω στο δρόμο, να δω πώς θα μ’ αντίκρυζαν οι άλλοι άνθρωποι. Πρώτα πήγα στο περίπτερο της πλατείας, να πάρω τσιγάρα κι εφημερίδα. Ο περιπτεράς με καλημέρησε όπως πάντα και μού ’δωσε τα ρέστα μαζί με τα καθημερινά μου ψώνια. Στο φούρνο τα ίδια. Πρόσεξα τη γυάλινη πόρτα του φούρνου. Εβλεπα να καθρεφτίζονται επάνω της όλοι, από μένα όμως έβλεπα μόνο το φουστάνι μου. Τι γινόταν; Μ’ έβλεπαν όλοι, μόνο που δεν έβλεπα τον εαυτό μου πουθενά.

Γύρισα σπίτι, τσίμπησα κάτι και ξάπλωσα στον καναπέ. Οταν σηκώθηκα μετά απο λίγο, τα μαξιλάρια έμειναν βουλιαγμένα και το φουστάνι μου έμεινε απλωμένο πάνω του. Ξαφνιάστηκα. Το πήρα και το ξαναφόρεσα. Αισθανόμουν ένα είδος ασφάλειας μέσα σ’ αυτό το ρούχο. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Είχα χάσει τον εαυτό μου; Πώς θα τον ξανάβρισκα;

Πήγα στη μπανιέρα, τη γέμισα και βούλιαξα στο χλιαρό νερό. Ενοιωσα τα μέλη μου να διαλύονται, να γίνονται ένα με το αφρόλουτρο, να παίρνουν αφύσικα σχήματα, ένα χέρι σα στριμμένο καλώδιο, ένα πόδι σα σχισμένη μπανανόφλουδα. Ολα καλυμμένα απ’ τον αφρό πράσινου μήλου.

Ξεπλύθηκα γρήγορα με παγωμένο νερό, που το ένοιωθα να τρέχει πάνω στο κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα, απ’ τη βάση του λαιμού μέχρι κάτω. Βγήκα απ’ τη μπανιέρα, πήρα το μπουρνούζι μου και σκουπίστηκα καλά καλά. Ξανακοίταξα στον καθρέφτη, τίποτα!

Ντύθηκα -μπλούζα παντελόνι αυτή τη φορά- και πήγα στη στάση του μετρό. Κατέβηκα και στριμώχτηκα με το πλήθος για να μπω σ’ ένα βαγόνι. Ενοιωθα τ’ άλλα σώματα να πιέζουν το δικό μου. Κάθισα σε μια θέση. Ενοιωθα απολύτως υπαρκτή. Ερριξα μια κλεφτή ματιά στο τζάμι του βαγονιού. Είδα όλους τους επιβάτες, τα πρόσωπα, τα ρούχα τους, όλα, εκτός απ’ το πρόσωπό μου. Πού βρισκόμουν άραγε; Γιατί δε μπορούσα να με δω; Οι άλλοι άραγε έβλεπαν τα δικά τους πρόσωπα; Εμένα μ’ έβλεπαν φαίνεται γιατί κάποιος με ρώτησε για κάποια στάση κι άκουσε σίγουρα την απάντησή μου, μια και μ’ ευχαρίστησε. Είπα και ’γώ κάτι όμορφο για το παιδάκι μιας γυναίκας κι εκείνη με κοίταξε γλυκά λέγοντας στο μικρό «πες καλημέρα στην κυρία Γιωργάκη».

Αρα; Τι συνέβαινε; Ποιός θα μου έλυνε αυτό το μυστήριο; Γύρισα σπίτι και τηλεφώνησα στην κολλητή μου φίλη. Γνωριζόμαστε από παιδιά και μπορούσα να της εκμυστηρευτώ τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Μ’ άκουσε με προσοχή και μού ’δωσε ραντεβού για να συναντηθούμε το απόγευμα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Ηρθε λίγο αργοπορημένη, ως συνήθως. Με κοίταξε προσεχτικά και κάθησε απέναντί μου. «Τι είναι αυτά που μού ’λεγες στο τηλέφωνο;» ρώτησε περιμένοντας μια καθησυχαστική απάντηση, πως όλα είν’ εντάξει τώρα, πως όλα ήταν της φαντασίας μου.

Εστρεψα το βλέμμα προς τη τζαμαρία του καταστήματος, πάλι δεν έβλεπα τίποτ’ από μένα εκτός απ’ τα ρούχα μου, της το είπα και με κοίταξε ερωτηματικά, σα να σκεφτόταν πως, πάει, τρελλάθηκα... Μου είπε μια φράση-κλειδί: «Μήπως σταμάτησες να υπάρχεις για σένα; Μήπως υπάρχεις μόνο για τους άλλους;» Αποχαιρετιστήκαμε κι ένοιωσα καθαρά το φιλί της στο μάγουλό μου και το μάγουλό της στα χείλη μου. Επιστρέφοντας στο σπίτι τα λόγια της τριβέλιζαν το νου μου. Μήπως;;;

Πήρα ένα βιβλίο αγαπημένο και ξάπλωσα. Εβαλα την αγαπημένη μουσική κι ο ύπνος με πήρε σχεδόν ευτυχισμένη. Το άλλο πρωί ξύπνησα, σηκώθηκα και ξεκίνησα τη μέρα κάνοντας τις συνηθισμένες μου κινήσεις. Ο καθρέφτης ανταποκρίθηκε στο κοίταγμά μου. Ημουν ολόκληρη μέσα του! Εβγαλα ένα στεναγμό ανακούφισης. Αχ! Υπήρχα, πραγματικά, υπήρχα!

20 Ιαν 2006

Η ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ


Ο νεαρός άνδρας απλώνει το γυμνό του σώμα κατά μήκος του τοίχου, γερμένος προς το δεξί πλευρό. Ακουμπά όλα του τα μέλη, εκτός απο το πρόσωπο, αναζητώντας στην επαφή αυτή κάποια λύση. Η ζέστη είναι αφόρητη και, στην επαφή του με τον τοίχο, νοιώθει τη δροσιά της αδρής επιφάνειας να διαπερνά το πετσί του. Το ότι το πρόσωπο δεν ακουμπά στον τοίχο και δε μπορεί να γευτεί ό,τι ακριβώς και το υπόλοιπο σώμα, είναι αυτό που τον ωθεί να στρέψει το άλλο πλευρό και να απλωθεί πλέον ακουμπώντας τον τοίχο με την πλάτη. Τώρα η δροσιά είναι πιο ευχάριστη και η γλυκειά ανατριχίλα διαχέεται απο τη ραχοκοκκαλιά προς το υπόλοιπο κορμί, πηχτή σαν ένα κομμάτι μελένιου πάγου που λυώνει αργά.

Πιέζει το σώμα προς τα πίσω, σα να θέλει να γίνει ένα με τον τοίχο. Αργά αλλά σταθερά, το δεξί του πόδι χώνεται μέσα εκεί απο το μηρό και κάτω, έτσι ώστε να ακινητοποιεί μερικώς το κορμί. Με αυτό το μέλος, σταθερά χωμένο μέσα στον υπόλευκο τούβλινο καλοσοβατισμένο όγκο, ο άνδρας δεν έχει πια την ευχέρεια να ξαναστραφεί προς άλλη κατεύθυνση. Ετσι, στην ίδια θέση παραμένει για κάμποσην ώρα, εξακουθώντας να πιέζει. Ο τοίχος καταβροχθίζει σιγά σιγά και τα υπόλοιπα μέλη της δεξιάς πλευράς του, μαζί με το οπίσθιο τμήμα του κορμού.

Το πίσω μέρος του κεφαλιού, η ράχη, τα οπίσθια και τα δυο πόδια έχουν χαθεί, έχουν γίνει ένα με την υπόλευκη επιφάνεια. Ολόκληρος μοιάζει τώρα με ένα ανάγλυφο και η ομοιότητα αυτή γίνεται όλο και πιο πιστή, όσο το δέρμα του αλλάζει χρώμα και αυτό, παρακολουθώντας με συνέπεια το υπόλευκο χρώμα του τοίχου. Μονάχα το πρόσωπο, το στήθος και η κοιλιά ξεχωρίζουν καθαρά, μια και τα πόδια έχουν χαθεί ολότελα. Φέρνει αργά τα χέρια εμπρός και πάνω στην κοιλιά του, χαμηλά, λες και θέλει να υποβληθεί σε εκούσια λογοκρισία, κάτι όχι και τόσο απαραίτητο αφού τα πόδια συνεχίζουν να καταβροχθίζονται απο τον τοίχο, που ρουφά τα αχαμνά μαζί με το κατώτερο τμήμα της κοιλιακής χώρας. Ισα που προλαβαίνει να αποτραβήξει τα χέρια και να τα ωθήσει αργά και τρυφερά προς το στήθος του, που έχει πλέον μαρμαρώσει.

Σταυρώνει τις παλάμες, ακουμπώντας με τα δάχτυλα τις μικρές θηλές του στήθους, και παραδίνεται στον αιώνιο ύπνο. Τα γυαλιά του πέφτουν μαλακά στο πάτωμα αποκαλύπτοντας ένα βλέμμα παρακλητικό, που απευθύνεται στο κενό. Στη στάση αυτή ίσως βρεθεί, ύστερα απο αιώνες απο την αρχαιολογική σκαπάνη, ένα υπόλευκο ανάγλυφο κάποιου άνδρα. Αντε να πιστέψει κανείς μετά, πως το ανάγλυφο δεν είχε λαξευτεί απο κάποιο γλύπτη, πως πρόκειται απλώς για έναν άνδρα φαγωμένο απο ένα τοίχο. Λίγοι υποπτεύονται την ιστορία του νεαρού αυτού, όσοι ακριβώς έχουν νοιώσει πώς είναι να σε τραβά ο τοίχος, όσοι δηλαδή γλύτωσαν παρά τρίχα το καταβρόχθισμα, ανακτώντας τη συνείδηση του εαυτού τους την κατάλληλη στιγμή, λίγο πριν το τέλος.

__________________________
ηχητικά εδώ
αν δεν ανοιγει ο συνδεσμος, διαλεξτε: -->>
http://rodia.podomatic.com/entry/2007-08-01T15_22_05-07_00

Update, 27 Oct 2007: σε γερμανικη μεταφραση, εδω:-->> AUF FÜHLUNG MIT DER WAND
αν δεν ανοιγει ο συνδεσμος, διαλεξτε: -->>
http://gerritmonnartz.kulturserver-nrw.de/

με τις ευχαριστιες μου στη Gerrit Monnartz :-)

12 Ιαν 2006

Η ΠΛΑΓΓΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ

Εκολύμβα η πλαγγών
ανοικτά των Οινουσών
και, απο καιρού εις καιρόν,
βούταγε εις τον βυθόν
να χαζέψει το πλαγκτόν.

Κολυμβήτρια δεινή
κέρινη γαρ και στιλπνή.
Επιπλέουσαν ιδών
πρίγκηψ ομφαλοσκοπών
έπεσεν εις μαρασμόν.

**

Το πλαγκτόν γυαλιστερόν
ήτο χάρμα οφθαλμών.
Η ευάλωτη πλαγγών
εμαγεύετο απ’ αυτόν
τον υδάτινον συρμόν.

Των πριγκήπων ο κανών
-πεποιθήσεων ακραιφνών-
ήτο άνω ποταμών:
Να μη θέτουν εαυτόν
εις τοιούτον συρφετόν!

**

Επερίμενε λοιπόν
σε κανό πριγκηπικόν
να πλησιάσει η πλαγγών
και, με ασπασμόν τερπνόν,
να τον θέσει υπ’ ατμόν.

Διερχομένων των ωρών,
των μηνών, των ενιαυτών,
απο αυγής εις δειλινόν
η πλαγγών με το πλαγκτόν
και ο πρίγκηψ απορών:

**

«Τι να βρίσκει στο πλαγκτόν
που δεν έβρισκε σ’ αυτόν;»
Κάποιο χάραμα ξυπνών
-εντελώς έξω φρενών-
εφορμά ως Παφλαγών.

Αναστάς ως εκ νεκρών
και κραδαίνων τιρμπουσόν
μ’ ένα ύφος μοχθηρόν
διακορεύει αναφανδόν
την πλαγγόνα πρηνηδόν.

**

Πλήρης αναστεναγμών
στου πελάγους τον αφρόν
λυώνει πάραυτα η πλαγγών.
Ητο θέρος γαρ ξηρόν
τεσσαράκοντα βαθμών.

Εν τω θέρει το βαρύ
λυώνουσι γαρ οι κηροί
παρά χρήμα κι αφθορεί.
Ανους ο πρίγκηψ, αγνοών
τον κανόνα των κηρών.

**

Ούτω, η όμορφη πλαγγών
μετετράπει εις πλαγκτόν
και ο τα ήθη αγνοών
-εν ριπή των οφθαλμών-
εις βατράχων στρατηγόν!

Εις τον κόσμον των σκιών
πήγαν πρίγκηψ και πλαγγών.
Ανοικτά των Οινουσών
λαμπυρίζει το πλαγκτόν
διολισθαίνον βαθμηδόν.

Ηχητικά εδώ:
Η πλαγγών και το πλαγκτόν

9 Ιαν 2006

Μετασεισμική Ακολουθία


Η Κορνηλία εγεννήθηκε στα Κύθηρα πριν ενενήντα πέντε χρόνια. Κοντά έναν αιώνα τώρα. Εκανε οικογένεια, ο καλός της άντρας έφυγε για ψάρεμα ένα ξημέρωμα και δεν εματαγύρισε. Τον επήρε η θάλασσα. Οι δυο της γιοί έφυγαν να σπουδάσουνε στα ξένα και μείναν εκεί. Τους πήρε η ξενητιά. Αγόρια κιόλας, και με τα χρόνια χαθήκαν εντελώς. Βάρυναν, γεράσανε, δικαιολογίες έβρισκε πολλές για τ’ αδικαιολόγητο, να ξεχάσουνε τη μάνα τους δηλαδή.

Στην αρχή, τους κυνηγούσε ο στρατός, μετά οι δουλειές, ύστερα οι υποχρεώσεις, και στο τέλος τα αρθριτικά και η στηθάγχη. Γερά παιδιά ήτανε αλλά, ρουφιάνα η ζωή, τους ρούφηξε το μεδούλι. Τώρα θα ’τανε κι αυτοί παπούδες, αν ζούσανε. Αχ! Αναστέναζε κάπου κάπου, μέσα στον πόθο της τον ανεκπλήρωτο να δει εγγόνι. Και δισέγγονα θα είχε τώρα, λογαριάζοντας τον καιρό, ίσως και τρισέγγονα, αλλά τι να το κάνει που εδώ και πενήντα τόσα χρόνια δεν είχε δει ούτε τα παιδιά της.

Είχε μάθει κέντημα η Κορνηλία, καλό κέντημα, όχι μονάχα σταυροβελονιά, αλλά και ανεβατό και αζούρ και πλακέ και ρίζα. Εφτιαχνε και μπιμπίλα με τη βελόνα, δαντελώνοντας τα τελειώματα των εσωρούχων που της παραγγέλνανε κάποιες καλοκυράδες. Γιατί, πριν το πόλεμο δεν υπήρχαν έτοιμα εσώρουχα και η Κορνηλία ήξερε κι από αυτά. Μοδίστρα δεν ήταν, αλλά ένα εσώρουχο δεν ήθελε και πολλή τέχνη, ένα πατρονάκι να είχες, προσάρμοζες τα μέτρα της πελάτισσας, κι έτοιμο το μεσοφόρι ή το βρακί ή το μπουστάκι.

Με τα χρόνια, πλακώσανε τ’ αρθριτικά, στράβωσαν τα δαχτυλάκια της, γεμίσανε γρόμπους∙ και τα ματάκια της τα γαλανά δύσκολα ξεχώριζαν πια, ακόμα και τα περιγράμματα των πραγμάτων, χωρίς γυαλιά. Της είχε μείνει το σπιτάκι όμως, ένα μικρό αλλά βολικό σπιτάκι με μικρό κήπο, όπου φύτευε ζαρζαβατικά και τα κουτσοβόλευε με τη μικρή σύνταξη, ως σύζυγος του πνιγμένου. Για δική της σύνταξη, ούτε λόγος.

Ωσπου έγινε ο σεισμός. Επεσε το ’να ντουβάρι, κατόπι και τ’ άλλο, ύστερα η σκεπή. Ρημαδιό! Ανάκατα τα πράματά της, βούλιαξε το τραπέζι, έσπασ’ η κασέλα, το κρεβάτι άχρηστο. Πιάτα και ποτηρικά σπασμένα, ρουχισμός, όλα ένα κουβάρι μέσ’ στα χώματα. «Ευτυχώς που γλίτωσες τη ζωή σου κερά-Κορνηλία» της λέγανε οι γειτόνοι, αλλά εκείνη δεν το πίστεψε καθόλου αυτό το «ευτυχώς». Σάμπως και τηνε νοιάστηκε κανείς; Μόνο λόγια και τίποτ’ άλλο.

«Να πας στο Δήμαρχο, καλή μου» της είπε η κερά-Κατερίνα «αυτό εκάναμε κι εμείς και σε δυο μήνες κάτι θα μας εδώσουν από τη Τράπεζα, μόνε πρέπει να πάμε στην πολιτεία και να τους εκεράσουμε και κάτι». Ναι, και δυο μήνες θα κάθεται σε μια καρέκλα μαθές; Και τι κέρασμα να τους κάνει; Εκάθησε πράγματι σε μια ξεποδαριασμένη καρέκλα, τη στήριξε καλά σε μια κοτρόνα να μη κουνιέται, και μοιρολογούσε τη κατάντια της.

Από κερά και βασίλισσα, εκατάντησε δούλα και ζητιάνα σε δυο λεπτά της ώρας. Και πώς να το αντέξει; Και πώς το άντεξε, να λες. Και πόσο θα να ζούσε ακόμα; Αναρωτιόταν κι έπιανε το κεφάλι με τα αραιωμένα της μαλλάκια, κάτασπρα και απαλά σα μπαμπάκι. Κι αυτοί οι αναθεματισμένοι πόνοι; Δε σταματάγανε καθόλου να τη παιδεύουν. Κι η ζωή εξακολουθούσε να τρέχει μέσα στο κρέας της. Τι σου είναι ο άθρωπος!

Πέρασε τη νύχτα καθισμένη εκειδανά, στην καρέκλα. Τότε, αυτή τη νύχτα την αφέγγαρη, επήρε την απόφαση. Μόλις εξημέρωσε, πήγε στο ζαχαροπλαστείο και ψώνισε σοκολατάκια. Μετά, στο μισοχαλασμένο νεροχύτη, ξεκαπάκωσε το κουτί με τα γλυκά, γέμισε νερό ένα κουπάκι και ανάλυσε ποντικοφάρμακο. Υστερα, επήρε μια σύριγγα με χοντρή βελόνα και εγέμισε ταχτικά-ταχτικά τα σοκολατάκια ένα-ένα. Εκαπάκωσε ξανά το κουτί, το πόστιασε στο περιτύλιγμά του, και μια και δυο, επήρε το καράβι, έφτασε στην πόλη κι επήγε στην Τράπεζα, περπατώντας σιγά-σιγά και προσεκτικά, μη πέσει και σπάσει κάνα κόκαλο.

Ετσι την είδα σήμερα το μεσημέρι τη Κορνηλία, τυλιγμένη στο γκρίζο παλτουδάκι της, ψηλή και κοκαλιάρα, μαντιλοδεμένη μ’ ένα μάλλινο κασκόλ. Τα ποδάρια της εξείχαν κάτω από το ρούχο σαν οδοντογλυφίδες, αλλά περπατούσαν σταθερά από γραφείο σε γραφείο. Με το που έφτανε στο κάθε ταμείο, στο κάθε γραφείο, άνοιγε το κουτί και κέρναγε κι ο κάθε υπάλληλος έπαιρνε κι από ένα σοκολατάκι και την ευχαριστούσε χαμογελώντας.

Οταν έβαλε στο δικό της στόμα το τελευταίο, να πάει γλυκαμένη, τελειώσανε τα σοκολατάκια. Τότε, κάπως σα να ζαλίστηκε και πήγε να πιαστεί από μια κολόνα. Βρισκόμουν σχεδόν δίπλα της και σηκώθηκα στα γρήγορα να τη βοηθήσω. Ισα που πρόλαβα να τη βολέψω σε μια πολυθρόνα πλάι στο γραφείο του διευθυντή. «Νερό, λίγο νερό παιδάκι μου» κομπιασμένες βγήκαν οι λέξεις από το στόμα της γριούλας. Ετρεξα και της έφερα νερό κι όταν συνήρθε και μου είπε πως δεν είχε πού να μείνει μετά το σεισμό, την πήρα στο σπίτι μου. Είχα έτοιμη φασολάδα από το πρωί, τη ζέστανα καλά-καλά και σερβίρισα αυτό το νόστιμο χειμωνιάτικο φαγητό.

Φάγαμε και χορτάσαμε και φχαριστηθήκαμε, και τότε μου είπε την ιστορία με τα σοκολατάκια.

- Εφαγες κι εσύ κερά-Κορνηλία;
- Αμ πώς δεν έφαγα κόρη μου…
- Κι ακόμα δεν ένοιωσες τίποτα; Κάτι να σε πείραξε;
- Όχι, παιδάκι μου, τίποτα.
- Κι έβαλες στα σίγουρα ποντικοφάρμακο;
- Αμή! Ψέμματα θα σου πω;
- Τότε θα ήταν μπαγιάτικο το φαρμάκι.. τι να πω…
- Μπορεί. Το ’χα από τον καιρό του συχωρεμένου…

Καλού κακού, τηλεφώνησα στο εφημερεύον νοσοκομείο να μάθω για τυχόν δηλητηριασμένους, τίποτα. Αποφάσισα να φιλοξενήσω την Κορνηλία, ώσπου να γίνουν τα χαρτιά για το δάνειο και οι επισκευές του σπιτιού της. Θα δώσουν άραγε δάνειο σε μια υπέργηρη γυναίκα μόνη; Μπα, μάλλον θα προγραμματιστεί να μείνει στ’ αζήτητα, να τρώει από το συσσίτιο και να μένει στο γηροκομείο. Αυτό όμως δεν θα της το μαρτυρήσω. Γιατί; Γιατί, πόσο θα ζήσει ακόμα; Θα την αφήσω να μείνει με την ελπίδα. Και ψάχνω και στο ινερνέτ μπας και βρω και τα παιδιά της. Τι στο καλό! Ανοιξ’ η γη και τα κατάπιε;

8 Ιαν 2006

Το διαδίκτυο σαν παραμύθι


Μια φορά, ήταν ένα ψαράκι που κολύμπαγε αμέριμνα στον απέραντο χώρο του διαδικτύου. Ηταν ένα πανέμορφο ψαράκι, με ευέλικτα πτερύγια σε χρώμα μενεξεδί και μια παιχνιδιάρικη ουρίτσα που το βοηθούσε να παίρνει γρήγορες σβουρηχτές στροφές, να κάνει πλονζόν προς το βάθος του απέραντου αυτού χώρου, αλλά και να αναδύεται θεϊκά στην επιφάνεια. Το ψαράκι μας ήταν ευτυχισμένο και πολύ χαρούμενο, τριγύριζε απο συντροφιά σε συντροφιά χωρίς να δίνει και πολλή σημασία στα άλλα πλάσματα που συναντούσε, απορροφημένο απο τη δική του παρουσία, γιατί, ξέχασα να σας πω, ήταν πολύ συγκεντρωμένο στον εαυτό του και πρόσεχε περισσότερο τη δική του σκέψη παρά τα λόγια των άλλων.

Στον απέραντο χώρο του διαδικτύου κυκλοφορούν πολλών ειδών πλάσματα, άλλα σαν νερένιες υπάρξεις που κάθε φορά λαβαίνουν το σχήμα που άλλοι τους δίνουν, άλλα σα χαρούμενα ξωτικά που σκοπό τους έχουν να μετριάζουν τα προβλήματα των άλλων μεταδίδοντας όση χαρά περισσότερη μπορούν, άλλα που στέκουν σα βράχια ακλόνητα και η γνώμη τους δεν αλλάζει με τίποτα, άλλα που δρουν καταλυτικά ανάμεσα στα διαφορετικά είδη προσπαθώντας να συμβιβάσουν ακόμα και όσα δε γίνεται να συμβιβαστούν και άλλα που ενσκήπτουν πότε πότε σα χιονοστιβάδες αφήνοντας άφωνα όλα τα υπόλοιπα πλάσματα με το μέγεθος της σοφίας που εκλύουν, πριν αποσυρθούν ξανά στα απάτητα ιδιαίτερα χωράφια τους.

Υπάρχουν και πλάσματα φοβισμένα, που σπάνια εμφανίζονται δειλά δειλά για να αφήσουν μια τρυφερή κουβεντούλα σε μια γωνίτσα κι όποιος προλάβει να τη δει την είδε, υπάρχουν και πλάσματα που και αυτά εμφανίζονται σπάνια απλά όμως για να καταθέσουν τον αποδεκτό ή όχι λόγο τους ίσα ίσα για να δίνουν το παρόν σε δύσκολες στιγμές. Μερικά πλάσματα αδιαφορούν για τα άλλα και αυτά είναι τα περισσότερα, μια και ο χώρος αυτός προσφέρεται για αυτοθαυμασμό, μερικά αποκτούν λάμψη απο τις αντιδράσεις των άλλων πλασμάτων, κάπως σα να καθρεφτίζονται και να παίρνουν τη μορφή του καθρέφτη τους, που δεν είναι απαραίτητο να είναι πάντα ο ίδιος.

Ανάμεσα στα ξωτικά πλασματάκια υπάρχουν και μερικά πλάσματα που τους αρέσει το σκληρό παιχνίδι, ένα παιχνίδι που ευτυχώς δεν είναι το κυρίαρχο σε αυτό τον απέραντο χώρο, αλλά που υπάρχει, όπως υπάρχουν τόσα και τόσα παιχνίδια στην άϋλη αυτή ζωή. Σε αυτά τα πλάσματα αρέσει να φέρνουν ταραχή και να προσπαθούν να ανατρέπουν που και που την ηρεμία που υπάρχει. Καταφέρνουν έτσι να κλυδωνίζουν το απέραντο φανταστικό υλικό, κάτι που ευτυχώς δε διαρκεί για πολύ. Χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να πετύχουν το σκοπό τους, για τον οποίο πιθανότατα μπορεί και να μην έχουν απόλυτη γνώση. Πιστεύουν συχνά δηλαδή, πως η πρόθεσή τους είναι η καλύτερη και απορούν που τα περισσότερα πλάσματα δε μπορούν να την αντιληφθούν αποφεύγοντας τις πιο πολλές φορές να συζητήσουν μαζί τους.

Το ψαράκι με τα μενεξεδιά πτερύγια λοιπόν έφερνε τις βόλτες του περνώντας απο διάφορες γωνιές, στρίβοντας και ανεβοκατεβαίνοντας στα μήκη και τα πλάτη, αμέριμνο μέσα σε αυτή τη γεμάτη εκπλήξεις άϋλη απεραντοσύνη. Μια μέρα, εκεί που κολυμπούσε θαυμάζοντας τον τρόπο που έφερνε τις σβουρηχτές του στροφούλες, έπεσε πάνω σε μια παρέα απο διαδικτυακές πεταλουδίτσες που γεμάτες κέφι χαχάνιζαν σπέρνοντας μπόλικη χαρά, όση περισσότερη μπορούσαν βέβαια, ταγμένες να ελαφραίνουν τα βάρη των ψυχών όλων των πλασμάτων, μια και οι ίδιες γνώριζαν πολύ καλά και απο πρώτο χέρι τι σημαίνει βάσανο και πόνος και θλίψη και πόσο αυτά τα τρία κακά φέρνουν τις ψυχές σε απελπισία. Το ψαράκι στάθηκε αρκετά μακρυά τους φοβούμενο πως εκείνες θα έπαιρναν κάτι απο τη δόξα που επιφύλασσε για τον εαυτό του. Ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκε πως το απέραντο διαδίκτυο μπορεί να χωρέσει τόσα κι άλλα τόσα κι ακόμα περισσότερα πλάσματα και πλασματάκια.

Ούτε μπορούσε να καταλάβει ότι στο χώρο αυτό καθένα πλάσμα δίνει απο αυτό που έχει, άλλο δίνει χαρά, άλλο προβληματισμό, άλλο σκοτούρες και άλλο ειρωνεία. Υπάρχει και αυτό το φρούτο στο απέραντο αυτό περιβόλι και δύσκολα διαχωρίζεται απο την αγνή πρόθεση της αναίτιας πρόκλησης γέλιου. Με το μυστικό αυτό όπλο της ειρωνίας μερικά πλάσματα προσπαθούν να βάλουν κάτω απο τον έλεγχό τους τα υπόλοιπα, όσα δηλαδή «μασάνε» για να χρησιμοποιήσω μια μάγκικη λέξη που ταιριάζει εδώ πέρα.

Το ψαράκι πίστευε πως δε «μασούσε» γενικά, αλλά μπροστά στον υποτιθέμενο κίνδυνο περιορισμού της εμβέλειάς του «μάσησε» για τα καλά και μάλιστα κατάπιε ολόκληρο το δόλωμα που του έριξε κάποιο άλλο πλασματάκι πονηρούλικο, που του άρεσε να παίζει σκληρά παιχνιδάκια αποφεύγοντας να χρησιμοποιεί απευθείας τις δικές του δυνάμεις. Τότε το ψαράκι ξεσπάθωσε εναντίον της χαράς που σκόρπιζαν απλόχερα οι πεταλουδίτσες πιστεύοντας πως έτσι μάχεται για ένα καλύτερο μέλλον του απέραντου διαδικτυακού χώρου.

Το πονηρούλικο πλασματάκι έτριβε τα χέρια του απο χαρά επειδή τα ζιζάνιά του βρήκαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξή τους. Οι χαρούμενες πεταλουδίτσες πέταξαν παραπέρα χαχανίζοντας με τη γνωστή τους αμεριμνησία και ο χώρος ξαφνικά μίκρυνε. Αυτό είναι το βασικό γνώρισμα του απέραντου διαδικτυακού χώρου. Μεγαλώνει όσο περισσότερα πλάσματα συμμετέχουν σε αυτόν καθένα με τη διαφορετικότητά του και μικραίνει όσο λιγότερα και ομοιογενή πλάσματα κολυμπούν μέσα στα φιλόξενα νερά του.

Ο απέραντος διαδικτυακός χώρος, που φουσκώνει ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα των πλασμάτων που φιλοξενεί, αποτελείται άραγε απο φωτιά, απο αέρα, απο γη ή απο νερό; Κανείς δεν έχει απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η δική μου γνώμη είναι πως για να κυκλοφορούν τόσων ειδών πλάσματα μέσα του, μάλλον το φανταστικό υλικό του ανανεώνεται διαδοχικά και αενάως. Ολα τα υλικά της φαντασίας συνυπάρχουν εκεί μέσα άλλοτε αρμονικά, άλλοτε αλληλοσυμπληρώνοντας το ένα το άλλο και άλλοτε αντιμαχόμενα μέχρι να βρίσκουν, κάθε στιγμή, την ποθητή τους ισορροπία.

Η ισορροπία είναι στιγμιαία και δεν υπάρχει κανένα φάρμακο, κανένας νόμος ή κανόνας για τη διατήρησή της. Αλλωστε, αυτή είναι η χάρη και η πρόκληση, να γεύονται τα άϋλα πλάσματα της φαντασίας αυτή την ταυτόχρονη αίσθηση απεραντοσύνης και στριμώγματος, χωρίς να ξεχνούν πως αυτή η ταυτόχρονη αίσθηση πηγάζει μονάχα απο τη φαντασία του καθενός και πως το αντικαθρέφτισμα είναι και αυτό εντελώς φανταστικό. Κανένα μα κανένα πλασματάκι δεν είναι υπεύθυνο για τα όσα κρύβει η φαντασία του άλλου και κανένα μα κανένα δεν είναι δυνατό να επιβάλλει ο,τιδήποτε στο χώρο αν ο χώρος και τα υπόλοιπα πλάσματα αρνηθούν να το δεχτούν.

Πρόκειται για μια φανταστική κοινωνία ιδανική με τα μέτρα των σημερινών κοινωνιών ή μια κοινωνία απλά ελεύθερη έως ασύδοτη; Ο χρόνος θα δείξει αν οι στιγμές του μπορούν να συνδυαστούν γραμμικά ή κυκλικά, αν οι ίδιες στιγμές μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα, αν και πόσο το άϋλο μπορεί να γίνει κατανοητό, αν με τη συμμετοχή του σε αυτό το εναλλασσόμενο στιγμιαίο παιχνίδι, το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να γίνει σοφότερο ή απλά να καταρρακωθεί.

Απρίλης 2002

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

omhroi.gr
Ροδιά, Δευτέρα 26 Μαΐου 2003

Ο ταν ήρθε η ώρα του να πάει φαντάρος, κάλεσε την παλιοπαρέα στο σπίτι της γιαγιάς του, που έφτιαχνε -τότε την κράταγαν ακόμα τα πόδια της- εκείνη τη νόστιμη σπανακόπιττα. Ηταν ιδανικό για το γλέντι της παραμονής το σπιτάκι της κυρα-Δέσποινας, που ήταν μονοκατοικία και, θεωρητικά, κανένα δε θα ενοχλούσαν.


Σ υμμαθητές και συμμαθήτριες, έφτασαν καθένας με το κατι τι του. Αλλος ουζάκι, άλλος μπίρες κι άλλος τσίπουρο απ’ το καλό. Οι κοπέλλες έφεραν δωράκι ρεφενέ όλες μαζί, ένα πουλόβερ χοντρό, για τα κρύα που θά ’βρισκε εκεί στα σύνορα.

Τ ο άν θα πήγαινε στα σύνορα κανείς δεν το προεξοφλούσε, αλλά μήπως υπάρχει φαντάρος που να μην έχει πάει; Ο Λευτέρης σίγουρα θα πήγαινε, δεν είχε μπάρμπα στην Κορώνη βλέπεις...

Ρ ούφα ρούφα, μόλις φύγανε τα κορίτσια, γίνανε πίττα όλη η αντροπαρέα και, πριν να φέξει, συνόδεψαν το φίλο τους στο ΚΤΕΛ. Ούτε τη γιαγιά πρόλαβαν ν’ αποχαιρετίσουν, τόσο τελευταία -στο τσακ!-ήταν η στιγμή της αναχώρησης.

Α γκαλιάστηκαν άγαρμπα, όπως το ξέρουν μονάχα οι άντρες αυτό το σκληρό αγκάλιασμα, μαζί με μπερδεμένες φιλικές καρπαζιές και βωμολοχίες καθημερινής χρήσης. Σκαρφάλωσε τη στιγμή που ο οδηγός πάταγε τη μίζα και το σάκκο του τον πέταξαν απ’ το παράθυρο -παρατρίχα θα τον ξέχναγε μαζί με το πουλόβερ.

Τ ρίπολη παρουσιαζόταν μια και ήταν προστάτης οικογενείας, ορφανός απο πατέρα, ένας χρόνος ήταν αυτός, θα περνούσε γρήγορα. Λαγοκοιμόταν, μα ξύπνησε όταν το λεωφορείο αγκομαχούσε στις απότομες στροφές του γραφικού Αχλαδόκαμπου, που για το όνομά του υπήρχαν διάφορες εκδοχές. Αυτή που του άρεσε ήταν το «Αχ! Λαδόκαμπος!» χαμογέλασε απο μέσα του για μια στιγμή.

Ι σως πάλι κάποτε ο κάμπος αυτός, ο απλωμένος στα ριζά του βουνού, να ήταν γεμάτος αχλαδιές, ποιός ξέρει... Σήμερα πάντως, ένας ελαιώνας απέραντος πλειοδοτούσε για την ονομασία με την προέλευση της δικής του προτίμησης.

Ω ωωωπ! Φτάσαμε! Τρίπολη! Φώναξε ο οδηγός. Πότε κιόλας έφτασαν; Ο νους του είχε μείνει στον Αχλαδόκαμπο ακόμα. Κατέβηκε μαχμουρλής απ’ το πιοτό και το ξενύχτι, τέντωσε το στέρνο απλώνοντας τα μπράτσα στην έκταση και χασμουρήθηκε γεμίζοντας τα πνευμόνια του, τα γεμάτα καπνό, με πεντακάθαρο βουνίσιο αέρα.

Τ ο τζιπάκι του ξαδέρφου του, που ζούσε σ’ ένα κοντινό χωριό, τον περίμενε για να τον πάει μέχρι το στρατόπεδο. Ισαμε να πεις «κίμινο» έφτασαν στην πύλη. Φορτώθηκε το σάκκο με τα λιγοστά του υπάρχοντα -τα χαρτιά τα είχε στην κωλότσεπη- και, αφού χαιρέτισε το ξαδέρφι του, ακολούθησε σιωπηλά τη σχηματισμένη φάλαγγα απο νεαρούδια που προχωρούσαν, άλλα χαχανίζοντας κι άλλα σκυφτά, στριμωγμένα σε σκέψεις.

Η ταν καλός καιρός, σχεδόν ανοιξιάτικος κι ας ήταν ακόμα Φλεβάρης. Οταν έφτασαν κοντά στο ΚΨΜ σταμάτησαν παρατεταγμένοι όλοι με μέτωπο προς το παράπηγμα. Ενας «ανώτερος» βγήκε απο τη τζαμαρία κουμπώνοντας και σιάζοντας το παντελόνι του με αργές κινήσεις. Για μια στιγμή κοίταξε ψηλά τεντώνοντας τον κορμό προς τα πίσω, σα νά ’λεγε «Παναγία μου, τι να τα κάνω αυτά τα ζωντανά, γαμώ τις αμαρτίες μου» κι ύστερα, σε στάση προσοχής, κορδώθηκε σε μια προσπάθεια ν’ αυξήσει το ύψος του μπροστά στα νεαρά παλληκαράκια κι έβγαλε μια φοβερή κραυγή:

Σ τραβάδια! Κλίνατε επί δέέέέξιά! Δεξιά ρεεε !!! Εδώ είναι η κόλαση! Ηρθατε στην κόλαση ρεεεεεε!!!!!!


~~~~~~~~~~~~~~~~

σχόλια που ξεχώρισα:

1. Η ΡΟΔΙΑ' ΜΑΣ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΟΛΟΥΣ!
Ένας παρατηρητής διατηρεί εκείνες τις αποστάσεις ασφαλείας που του επιτρέπουν την παρατήρηση. Ένας καλός παρατηρητής είναι αυτός που συμμετέχει ενεργητικά στο παρατηρούμενο συμβάν, είναι μέρος του πειράματός του.


Η Ροδιά είναι άριστη παρατηρήτρια γιατί ενσαρκώνει καλύτερα από το νεοσύλλεκτο τις αισθήσεις ανησυχίας - ταλαιπωρίας μιάς κοσμογεννετικής αλλαγής στη ζωή του, που ευφημιστικά λέγεται ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ. Αυτή τη σκοτοδίνη περιγράφει με κεφαλαία δίνοντας το όνομα του πρωταγωνιστή: Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ, ο καθένας μας δηλαδή.

Η ικανότητα μύησης στην πραγματικότητα δια του λόγου, είναι η μεταφυσική τέχνη του ελληνικού πνεύματος που ελάχιστοι δυστυχώς αναγνωρίζουν και εκτιμούν, ειδικά στον τόπο μας, τη γεννέτειρα του ελληνικού πνεύματος!

Ο Στρατός έπρεπε να είναι σχολείο διαλόγου, ισότητας, διαφάνειας, μόρφωσης, εκπαίδευσης στο κορμί και στο πνεύμα, αξιοκρατίας, συμμετοχής, ώστε ο πολίτης, ανεξαρτήτως φύλου, με την απόλυσή του να είναι υπόδειγμα φύλακα του δημοσίου βίου.

Τί απ΄όλα αυτά είναι στ'αλήθεια ο ελληνικός Στρατός; Τίποτα! Ίσως μάλλιστα το αντίθετό τους! Όπως σωστά υποστηρίζει με ηπιότητα μεν αλλά ευθυκρισία η Ροδιά μας.

Είναι πολύτιμη η παρουσία της εδώ, ας ευχηθούμε και άλλες γυναίκες να πάρουν θάρρος και να συμμετέχουν σ'αυτό το διάλογο που τους αφορά άμεσα, κι ας μη το γνωρίζουν ακόμη οι περισσότερες.

Κανένας


2. Στέκομαι στην τελευταία σου φράση «..ας ευχηθούμε και άλλες γυναίκες να πάρουν θάρρος και να συμμετέχουν σ'αυτό το διάλογο που τις αφορά άμεσα, κι ας μη το γνωρίζουν ακόμη οι περισσότερες» διαπιστώνοντας πως είναι εξαιρετικά σπουδαία αυτή η επισήμανση. Πως να το μάθουν όμως οι γυναίκες, όταν στρατός σημαίνει «στολή» ιδίως για τις νεαρές ηλικίες, στρατός σημαίνει «περηφάνεια» και «λεβεντιά» για τις ωριμώτερες..;..


Το φάσμα του εχθρού που με το ζόρι συγκρατείται, οι ανειλημμένες οικονομικές υποχρεώσεις έναντι των προμηθευτών μας σε υπερσύγχρονα όπλα (ευκόλως αχρηστεύσιμα, όπως έχει αποδειχτεί) και άλλα παραμυθάκια.. δεν αφήνουν τα μυαλά των ανθρώπων να ξεκολλήσουν απο τα όσα μάθαιναν επιμελώς επι σειρά ετών.. πόσο μάλλον τα γυναικεία μυαλά που έχουν και πρόσθετες σκοτούρες.. παιδιά, άντρες, εργασία, καθημερινότητα, κλπ.. κλπ.. Αλλωστε, τη θέση μας στην κοινωνία εξακολουθούν να την ορίζουν άντρες.. ;-)

Η αλήθεια του στρατού είναι χαντακωμένη πίσω απο διάφορες περικοκλάδες που καλλιεργούνται με ιδιαίτερη φροντίδα... Ισως θα έπρεπε κάποια στιγμή να συζητηθεί το ζήτημα της σύγχρονης κοινωνίας (όπως διαμορφώνεται σήμερα) και η εδαφική προστασία (;) να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, ώστε να δοθεί η αντικειμενικά ορθώτερη λύση.

Οσο για το «ψήσιμο» του αντρικού χαρακτήρα, αυτός δημιουργείται και ατσαλώνεται καλύτερα αντιμετωπίζοντας τη σκληρή καθημερινότητα στο κυνήγι του μεροκάματου, της γνώσης και της αξιοπρέπειας.. Για γυμναστική, ομαδική ζωή και καψόνια.. υπάρχουν και οι πρόσκοποι.. και χωρίς ουσίες μάλιστα!

Ευχαριστώ για το σχόλιό σου.. μήπως υπερεκτιμάς το κείμενο; Μια... «άσκηση επι χάρτου» ήταν.. :)

Υ.Γ. Ο πόλεμος στο Ιράκ κράτησε λίγες μέρες, το υλικό όμως που μάζεψα σε κείμενα και βιντεοκασέττες θα μου πάρει κανα χρόνο να το αποδελτιώσω.. Βάρδα μη μας βρει και τίποτ' άλλο...

Rodia

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Λογάριασα να πάρω το βαπόρι,
να βρώ τον αδερφό μου το Γρηγόρη.
Στην Αίγινα έχει ένα μαγαζάκι
μπορεί να με κεράσει κάνα ουζάκι.
Μα τώρα τα εισιτήρια των πλοίων
πλησιάζουν τις τιμές των φαρμακείων!
Mου μένει στο κρεββάτι να χωθώ
κι ως το κεφάλι να κουκουλωθώ!

*****

Πεθύμησα να πάω ένα δείλι
στη φίλη μου τη Μαίρη στο Στροφύλι.
Πεθύμησα να πάω και στη Λέλα,
που ακόμα κάπου μένει στην Καστέλλα,
μα για σοκολατάκια ούτε μία!
Ετσι και 'γώ θα κάνω οικονομία!
Μου μένει στο κρεββάτι να χωθώ
κι ως το κεφάλι να κουκουλωθώ!

*****

Με κάλεσαν να πάω για σεργιάνι
ο Λάκης κι ο Βασίλης με το Γιάννη,
εργένηδες κι αυτοί, μ' άδειο ψυγείο.
Και τόχασα και 'γώ το λεωφορείο!
Σαν τόδα να περνάει την κολόνα,
ξεθώριασε των φίλων μου η εικόνα.
Μου μένει στο κρεββάτι να χωθώ
κι ως το κεφάλι να κουκουλωθώ!

*****

Μού μήνυσε πως θάρθει ο Σωτήρης
μα φαίνεται, κι αυτός είναι μπατίρης,
αφού απ' το πρωί τον περιμένω.
Δεν θάχε εισιτήριο για το τραίνο!
Κι ακόμα περιμένω τον Αλέξη,
που μάλλον δε θαρθεί γιατί θα βρέξει!
Μου μένει στο κρεββάτι να χωθώ
κι ως το κεφάλι να κουκουλωθώ!

*****

Συνάντησα τη φίλη μου τη Ρέα
καλό κορίτσι, πρώτη στην παρέα.
Βολεύτηκε, οικογένεια, δυό παιδάκια,
χοντρή κοιλίτσα κι άντρα με γυαλάκια.
Διηγήθηκα, ως να στρίψει τη γωνία,
τα πάθη μου με τη συγκοινωνία...
Κι αυτή, τείνοντας μάγουλο δεξί,
μου λέει: Γιατί δεν έπαιρνες ταξί;

~~~~~~~~~~
1990

7 Ιαν 2006

Τεμπελιά

Μέγγενη το μαξιλάρι,
το κεφάλι μου δε λέει να ξεκολλήσει.
Λάσο απ’ την άγρια Δύση,
το σεντόνι με τυλίγει σα μοσχάρι.

Γιατί να σηκωθώ;
Γιατί να σηκωθώ;
Αφού σε λίγες ώρες πάλι θα κουκουλωθώ;

Τόνους η κουβέρτα δέκα,
με πατάει σαν ελεφάντινο ποδάρι.
Πάπλωμα, βαρύ λιθάρι,
με συνθλίβει σαν παχύσαρκη γυναίκα.

Γιατί να σηκωθώ;
Γιατί να σηκωθώ;
Γιατί να κοπιάζω αφού θα ξαναξαπλωθώ;

Δίχτυα έπλεξε η αράχνη,
στον ιστό της την ψυχή μου παγιδεύω.
Σ' ένα θάνατο οδεύω,
ελαφρύ, γλυκό, λευκό, ζάχαρη άχνη!

Γιατί να σηκωθώ;
Γιατί να σηκωθώ;
Μήπως για να πεθάνω και μετά ν' αναστηθώ;

Μένω εδώ σαν πεθαμένος,
το κορμί μου πιά κοντεύει να σιτέψει.
Κάνω μιά καινούργια σκέψη:
Τί καλά που παραμένω ξαπλωμένος!

Γιατί να σηκωθώ;
Γιατί να σηκωθώ;
Αφού μέσα στο μνήμα όπου νά'ναι θα χωθώ;

~~~~~~~~~~~~~~~
ένα σχόλιο:
Η πρώτη ανάγνωση "δικαιώνει" την προτροπή του Νίκου Καρούζου:
"Σας θέλω λιγάκι τρελούς, να ξεφεύγετε από κείνα τα εμφιαλωμένα νοήματα της φιλοσοφικής διαλεχτικής, να ξεφεύγετε. Η ζωή δεν έχει πώμα"!

6 Ιαν 2006

ΤΟ ΠΙΟΝΙ


omhroi.gr
Rodia, Πέμπτη 12 Ιουνίου 2003

Τ ο πιόνι έχει προγραμματισμένη κίνηση. Προχωράει πάντα εμπρός, μια θέση κάθε φορά, εκτός απο την πρώτη κίνηση που μπορεί να προχωρήσει και δυο, ανάλογα με το κέφι και την έμπνευση του παίχτη.

Ο σο προχωράει, έχει καλώς. Αν τα καταφέρει μάλιστα να φτάσει ως το όγδοο νταμάκι.. ε, τότε μπορεί να στεφθεί και βασίλισσα! Ας μη σχολιάσω καλύτερα την αλλαγή φύλου... Η πορεία του είναι σταθερή, πάντα εμπρός, με δυνατότητα μικρής παράλληλης μετατόπισης -μονάχα μετά το φάγωμα κάποιου αντιπάλου.

Π ροχωρώντας εμπρός μπορεί να εξοντώσει τον αντίπαλο, πάντα λοξά όμως. Εδώ είναι και το ζουμί του παιχνιδιού, στη λοξή κίνηση, που πολλές φορές δεν την υπολογίζει ο εχθρός. Ενα πιονάκι τώρα.. τι να μου κάνει.. λέει απο μέσα του.. και -τσουπ!- με ένα λοξό ελιγμό, το πιονάκι τρώει ακόμα κι ένα πύργο!

Ι σως να το υπολόγιζε καλύτερα ο παίχτης αυτό το κομμάτι, αν είχε μεγαλύτερο μέγεθος. Τόσο μικρούτσικο όμως που είναι, χάνεται ανάμεσα στα υπόλοιπα, τα λεγόμενα «βαρειά» κομμάτια του παιχνιδιού.

Ο σο ένα άλογο περήφανο και πηδηχτό είναι επίσης απρόβλεπτο στην κίνησή του, άλλο τόσο είναι κι ένας νόστιμος μεζές -μια και συνήθως οι παίχτες ξεμπερδεύουν γρήγορα με τ’ άλογα. Μετά ακολουθούν οι αξιωματικοί. Τα πιόνια, δε λέω, τρώγονται απο τα πρώτα για να ξεκαθαρίζει το τοπίο της σκακιέρας, πάντα όμως όλο και κάποιο πιονάκι μένει σώο μέχρι το τέλος του παιχνιδιού!

Ν ικητής στο παιχνίδι δύσκολα αναδεικνύεται ένας παίχτης με βάση το πιόνι, εκτός αν καταφέρει να το κάνει βασίλισσα ή αν ο αντίπαλος είναι εντελώς ανίδεος και στριμωχτεί τόσο, ώστε το ταπεινό κομμάτι να καταφέρει το τελικό πλήγμα στο βασιλιά του εχθρού με μια λοξή απειλή.

Ι κανώτατα για επιβίωση λοιπόν είναι τα πιόνια κι αυτό οφείλεται εν μέρει στον αριθμό τους -είναι περισσότερα- αλλά κυρίως στην αφανή τους στάση. Δεν είναι γενικώς προκλητικά. Απλά, ξέρουν να περιμένουν έχοντας μια γνώση παραπάνω απο τα υπόλοιπα αλαζονικά και υπερφίαλα κομμάτια: Τη γνώση πως κάποιος άλλος τα κινεί, πως η επιβίωσή τους εξαρτάται απο κάποιον άλλο, εκτός σκακιέρας δηλαδή... απο έμάς, τους παίχτες!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
σχόλια που ξεχώρισα:

1. Δεν με ενδιαφερει να μαθω περισοτερα στοιχεια για σενα,το ψευδωνυμο μου αρκει. Τα γραπτα σου, αν και καλογραμμενα, εμπεριεχουν μια αφελεια εφηβικη, και σε πολλα μου θυμιζουν τα επαναστατικα, αντικομφορμιστικα αν και ανοητως αφελη στιχακια που γραφανε οι μαθητες στα θρανια τους. Τωρα αν και φυσικα δεν μου πεφτει λογος, και δεν ειμαι εγω που θα επιβαλω πολιτικη στην ιστοσελιδα αυτη, που κολλανε τα περι στρατου θεματα με το αλληγορικο σου κειμενο, καθοτι με την απαντηση σου μου δινεις να καταλαβω πως δεν αναφερετε στον στρατο αποκλειστικα.
Και ακομα μια ερωτηση, επειδη ακουμε συνεχως ουμανιστικα μανιφεστα, για εναν καλυτερο κοσμο, μια ελευθερη κοινωνια, ειρηνη, δημοκρατια, ελευθερη βουληση (εδω κατα την γνωμη μου κολλανε τα πιονια) απο κανενα δεν εχω ακουσει συγκεκριμενες προτασεις και λυσεις που θα μας(σας) οδηγησουν σε αυτην την τελεια κοινωνοια και τον ιδανικο κοσμο. Εχω πει και αλλες φορες, πως κυνηγατε ουτοπιες, και πως απλως οραματισζεστε ρομαντικως, και καταγραφετε καταστασεις.

Ενας -ανωνυμος-καραβανας :)



2. Κάθε κείμενο (ακόμα και τα κείμενα των Νόμων και άλλα αρτηριοσκληρωτικά, με μπόλικες παραπομπές, κλπ, και δήθεν σοβαροφάνεια) έχει πολλούς τρόπους να αναγνωστεί. Καθένας το αντιλαμβάνεται όπως πιστεύει καλύτερα, καθρεφτίζοντας σε αυτό τη δική του θέληση/αντίληψη/γνώση...
Ετσι και το μικρό αυτό πόνημα έχει πολλούς τρόπους να δείξει όσα ακριβώς καθένας μπορεί να καταλάβει μέσα απο τις γραμμές του.
Το έγραψα για να διασκεδάσουν οι φίλοι της σελίδας. Απλό! ..αλλά πόσο κατανοητό.. άραγε..

Rodia



3. >> Καθένας το αντιλαμβάνεται όπως πιστεύει καλύτερα, καθρεφτίζοντας σε αυτό τη δική του θέληση/αντίληψη/γνώση...
Εδώ μιλάει ο (όχι και τόσο) έμπειρος σκακιστής:
Τα πιόνια πολλές φορές καταφέρνουν να καλύπτουν το ένα το άλλο. Ο αντίπαλος παίχτης ξέρει πως η απώλεια του πρώτου πιονιού φέρνει άμεσα την εκδίκηση του από το δεύτερο που το υποστήριζε.
Βέβαια κανείς δεν ρωτάει τα πιόνια αν θέλουν να παίξουν στο παιχνίδι αυτό. Φαντάσου να βγεί ένα πιόνι και να δηλώσει αντίρρηση συνείδησης ή να πεί ότι αρνείται να παίξει στο συγκεκριμμένο παιχνίδι!
Φαντάσου πάλι να βγεί ένα πιόνι και να δηλώσει ότι πραγματικός εχθρός είναι οι παίχτες που κατευθύνουν το παιχνίδι από ψηλά και επιβλέπουν το μακελειό χωρίς να διακινδυνεύουν οι ίδιοι τη σωματική τους ακεραιότητα.
Φαντάσου τέλος να βγεί κάποιος (όχι απαραίτητα πιόνι) και να διακηρύξει ότι δεν υπάρχει μόνο άσπρο και μαύρο αλλά απέραντες αποχρώσεις του γκρίζου ή (ακόμα καλύτερα) μια απέραντη πολυχρωμία χωρίς αντιπαλότητες.

anti


4. Ολοι γνωρίζουμε πως κάθε παιχνίδι έχει τους κανόνες του. Το σκάκι έχει αυστηρούς κανόνες, που όμως δίνουν παράλληλα μια μεγάλη ποικιλλία εφαρμογών του παιχνιδιού.
Παίζοντας σκάκι λοιπόν, ο παίκτης έχει την αίσθηση πως κάθε φορά πρόκειται για διαφορετικό παιχνίδι. Την αίσθηση όμως μονάχα. Το παιχνίδι είναι το ίδιο, μια και υπάρχουν πάντα τα πιόνια, οι κανόνες και... η σκακιέρα!
Το άσπρο και το μαύρο δεν είναι "χρώματα" όπως τα ορίζουν οι ειδικοί: Το μαύρο π.χ. δηλώνει απουσία χρώματος (καθώς και οι τόνοι του γκρίζου, που σχηματίζονται απο το φως και τη σκιά) ενώ το άσπρο είναι η σύνθεση όλων των χρωμάτων.
Οπότε.. μάλλον εκτός σκακιέρας υπάρχουν αληθινά χρώματα και προς τα εκεί ίσως να χρειαστεί να στραφούν οι ελπίδες των ανθρώπων. Μακρυά απο παιχνίδια περιωρισμένα σε σκακιέρες κάθε είδους, μακρυά απο την ψευδαίσθηση της ανανέωσης των τυποποιημένων παιχνιδιών.
Κάπου εκεί, αρκετά μακρυά για μας ή αρκετά κοντά για όσους τολμήσουν να εφαρμόσουν -και να ζήσουν- το όνειρο στο μέλλον, μπορεί ίσως να υπάρξει η απέραντη πολυχρωμία και η ήρεμη συνύπαρξη που λες...
Αυτό ξεκινάει απο την αυτογνωσία του πιονιού βέβαια. :)

Rodia

5 Ιαν 2006

Η μάχη του Αντζιο (Anzio) συμπαραγωγή ΗΠΑ – Ιταλίας, 1968


Ταινία σχετική με μια απο τις πιο αιματηρές μάχες του Β' παγκοσμιου πολεμου.
Αντιγράφω μερικούς διαλόγους:

1ος διάλογος: Στην αρχή της ταινίας μεταξύ του ανταποκριτή και ενός λοχαγού

Λοχαγός.. -Θα έγινε σφαγή..
Αντ/τής.. -Ναι, αληθινή σφαγή..
Λοχαγός.. -Δε χρειάζεται να είσαι εδώ.Ας ήμουν στη θέση σου πέντε λεπτά μόνο. Μπορείς να φύγεις.. γιατί όχι;
Αντ/τής.. -Που να πάω;
Λοχαγός.. -Στην πατρίδα..
Αντ/τής.. -Θα το σκεφτώ..
Λοχαγός.. -Ακουσε ένα φίλο.. αρχίζεις να μιλάς παράξενα.. αρχίζει να σου αρέσει
Αντ/τής.. -Οχι, αλλά γίνεται όλο και πιο εύκολο.


2ος διάλογος: Στα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας, στο καράβι προς το Αντζιο, μεταξύ του ανταποκριτή και του στρατηγού

Στρατηγός.. -Δεν επιζητώ την εύνοια των δημοσιογράφων.. όπως άλλοι στρατηγοί.. αλλά θέλω να ξεκαθαρίσω κάποια σημεία. Ξέρετε ποιά είναι η πραγματική επιτυχία στη μάχη; Ποτέ μόνο οι εδαφικές κατακτήσεις. Μάχες χάθηκαν αφού είχαν πετύχει το σκοπό τους. Πιστεύω πως κάθε πόντος γης πρέπει να εξισορροπείται.. με το κόστος των ανθρώπινων ζωών. Θα πετύχει η απόβαση, όπως οι περισσότερες. Αλλά η διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας θα φανεί αφού φτάσουμε στις ακτές. Εχω δυο ευθύνες απόψε: Την αποστολή μου και τους άντρες μου. Δίνω σημασία στις ανθρώπινες ζωές. Τυπώστε το αυτό.
Αντ/τής.. -Ο Ναπολέων είχε πει «Ο στρατηγός που ανησυχεί για τους άντρες του αποτυγχάνει»
Στρατηγός.. -Είμαι προσεκτικός, αλλά δεν είμαι ειρηνιστής... Παρακολουθώ τη δουλειά σας χρόνια τώρα, πείτε μου, γιατί κάνετε αυτό το ταξίδι;
Αντ/τής.. -Γι αυτό πληρώνομαι. Είναι η δουλειά μου. Επίσης, αναζητώ.. μια απάντηση αφ' ότου είδα τον πρώτο νεκρό. Γιατί το κάνουμε; Γιατί αλληλοσκοτωνόμαστε; Πώς γίνεται κι ένας κοινός τύπος, που δεν έχει χτυπήσει ούτε κουνούπι.. βομβαρδίζει χιλιάδες ξένους ενώ κοιμούνται;
Στρατηγός.. -Για να επιβιώσουμε. Στον πόλεμο σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι.
Αντ/τής.. -Ω.. ελάτε τώρα...
Στρατηγός.. -Αυτό πιστεύω. Τι απάντηση έχετε εσείς;
Αντ/τής.. -Δε βρήκα ακόμα απάντηση. Οταν τη βρω, θα τη μάθετε απο τους πρώτους.


3ος διάλογος: Στα τελευταία πέντε λεπτά της ταινίας, μεταξύ του ανταποκριτή και του στρατηγού (αφού έχει γίνει η αδικαιολόγητη σφαγή μεγάλου αριθμού αντρών εξ αιτίας της ατολμίας του στρατηγού, που πήρε σήμα να φύγει)

Αντ/τής.. -Διαλέγουμε πλευρές και ξαναρχίζουμε; Το θεωρείτε παιχνίδι;
Στρατηγός.. -Το ύστατο παιχνίδι.
Αντ/τής.. -Οχι θέμα επιβίωσης; Δεν εξασφαλίζει άσυλο, δεν ικανοποιεί την πείνα.
Στρατηγός.. -Βρήκατε την απάντησή σας;
Αντ/τής.. -Ετσι νομίζω. Μας αρέσει σ' εμάς τους άντρες να αλληλοσκοτωνόμαστε.
Στρατηγός.. -Επειδή μας αρέσει;
Αντ/τής.. -Τόσο απλό είναι. Η ιστορία μας διδάσκει ότι ο πόλεμος δε λύνει τίποτα. Αν σε απειλεί κάποιος με όπλο, ζεις τη στιγμή έντονα.. διότι φοβάσαι.. πρέπει να τον σκοτώσεις..
Στρατηγός.. -Επειδή μας αρέσει να σκοτωνόμαστε.. Καταδικάζετε την ανθρωπότητα!
Αντ/τής.. -Ναι, δυστυχώς στρατηγέ. Ισως, αν το παραδεχτούμε, να συμβιώσουμε αρμονικά.
Στρατηγός.. -Το ελπίζουμε.

Ο άνθρωπος με τη στολή


omhroi.gr
Pοδιά, Πέμπτη 17 Απριλίου 2003

Όταν φορά στολή ο άνθρωπος γίνεται ένα με αυτή. Ζει όπως η στολή του υποδεικνύει, οι δραστηριότητές του είναι σύμφωνες πάντα με τη στολή του, ο χαρακτήρας του ακόμα κι αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με τις επιταγές της στολής, όταν αυτή βρίσκεται φορεμένη απο τον άνθρωπο. Ο ένστολος άνθρωπος όταν βγάζει τη στολή γίνεται άλλος άνθρωπος που λέμε. Οταν φορά τη στολή χάνει τον εαυτό του. Καμμιά φορά συμβαίνει και να τον βρίσκει βέβαια, όταν σκοπός της ζωής του είναι η στολή και ο,τιδήποτε αυτή σημαίνει. Σε αυτή την περίπτωση, όταν τη βγάλει νοιώθει γυμνός, ασήμαντος. Ο άλλος, αυτός που βρίσκει τον εαυτό του χωρίς τη στολή, όταν τη φοράει δικαιολογεί τις πράξεις του ως υπαγορευόμενες απο τη στολή του και διώχνει τις ευθύνες για ο,τιδήποτε πράξει που τυχόν είναι αντίθετο απο αυτό που ο δικός του χαρακτήρας υπαγορεύει.

Δέχεται συχνά, όταν φοράει τη στολή, να κάνει πράξεις αποτρόπαιες, που σε καμμιά περίπτωση θα έπραττε ως άνθρωπος χωρίς στολή, ακόμα και πράξεις που ο ίδιος, χωρίς τη στολή, θα χαρακτήριζε εγκληματικές. Λάθος έκανα που χρησιμοποίησα το ρήμα «δέχεται» επειδή ούτε καν σκέφτεται τι πράττει ως ένστολος. Τότε, απλά εκτελεί διαταγές/εντολές. Δεν τίθεται θέμα να προβληματιστεί αν θα δεχτεί ή όχι να πράξει ο,τιδήποτε διαταχθεί. Οπότε, η ευθύνη για όλες αυτές τις πράξεις δεν τον αγγίζουν καν, αφορούν απλά εκείνους που δίνουν τις εντολές.

Ας δούμε και τον άλλον άνθρωπο, εκείνον που χωρίς τη στολή του νοιώθει ένα «τίποτα» δηλαδή. Αυτός έχει δεχτεί πριν τη φορέσει την ιδεολογία που αυτή εκφράζει/σημαίνει. Οπότε, οι πράξεις που θα πάρει εντολή να εκτελέσει, τον βρίσκουν εκ των προτέρων σύμφωνο. Είναι στα νερά του, που λέμε. Η ζωή του ρυθμίζεται απο την ιδεολογία της στολής, δεν είναι απαραίτητο να σκέφτεται ο,τιδήποτε, απλά είναι ένα «όργανο» και νοιώθει ως «όργανο» επίσης. Ετσι, συμβαίνει συχνά, όταν αφαιρεί τη στολή του να μη μπορεί να συμπεριφερθεί διαφορετικά, ως απλός άνθρωπος. Βλέπουμε λοιπόν να εκδηλώνεται βίαια ή με κάποιο τρόπο ακατανόητο για τους πολλούς.

Ο άνθρωπος αυτός μάλλον νοιώθει χαμένος και δυστυχής, επειδή δε διδάχτηκε ποτέ, δε μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι σημαίνει ο εαυτός του. Το όνειρο που πραγματοποίησε, να φορέσει δηλαδή τη στολή, του καταβρόχθισε κάθε έννοια ανθρωπιάς, ο άνθρωπος αυτός έπαψε να είναι άνθρωπος, απλά έγινε στολή.

Χρήσιμο είναι να μπορούμε να διακρίνουμε αυτές τις δυο περιπτώσεις ανθρώπων. Εκείνος που μπορεί να διαχωρίζει τον εαυτό του απο το περιτύλιγμά του, έχει την ικανότητα να τον βρίσκει. Ο άλλος, του οποίου ο εαυτός είναι το περιτύλιγμα, έχει χάσει τον εαυτό του και στην ουσία δε γνωρίζει ποιός ακριβώς είναι. «Υπάρχει» και «είναι» ανάλογα με τις εντολές που λαβαίνει.

Ας μη ξαφνιαζόμαστε. Αυτή η διάκριση δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους «με» ή «χωρίς» στολή. Κάθε μέρα συναντούμε γύρω μας ένα σωρό πρόσωπα και προσωπεία, διαφόρων ειδών στολές ορατές ή και αόρατες, εικόνες ανθρώπων, αντικατοπτρισμούς, απλούς εντολοδόχους. Καλό είναι να μάθουμε να συνυπάρχουμε με όλες αυτές τις ανθρώπινες εικόνες και να εκπαιδευτούμε ώστε να ξεχωρίζουμε εκείνες που ταιριάζουν με αυτό που αναζητούμε κάθε φορά.



δυο σχόλια που μου άρεσαν:

1. Το "ένδυμα"


Το να φοράς ένα ένδυμα, θαρρείς πως είσαι αυτό που φανερώνει το ένδυμα, αυτοτοποθετείσαι στο ρόλο που επιλέγει το ένδυμα,
και τελικά γίνεσαι ΕΣΥ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ..

(έλεγε κάποτε ο Χατζηδάκις)

και όπως είχε πει πιο ποιητικα ο Μιχάλης Κατσαρός:

Είχα ένα συναίσ8ημα μελαγχολικόν
κα8ώς αναχωρώ για απόψε
κρίμα, τί τύχη,
το 8έμα μου χαμένο
ευρέ8η στην κρεμάστρα
κρεμασμένο

pyranhas



2. Οι περισσότεροι υιοθετούμε μία στολή, ένα περιτύλιγμα, μια πλαστική σημαία, ένα ιδανικό, ένα σύστημα αξιών. Πες το όπως θες. Το φοράμε και μας αναγνωρίζουν.


Υπαρχει όμως και η περίπτωση να φτιάξει κανείς τη ίδια του τη στολή. Τότε δεν ξέρεις που αρχίζει ο άνθρωπος και που τελειώνει το περιτύλιγμα.

Νομίζω ότι οι περισσότεροι φτιάχνουμε μια δικιά μας στολή, από ετοιματζίδικα κομμάτια. Από κοντά δείχνει πολλές φορές κουρελιασμένη και διάτρυτη. Δεν πειράζει όμως, εμείς άλλωστε προτιμάμε να κοιτάμε και να σχολιάζουμε τις στολές των άλλων
:)


anti

3 Ιαν 2006

ΤΟ ΣΦΑΓΕΙΟ


Τ α παλιά τα χρόνια σφαγεία υπήρχαν στη γνωστή περιοχή της Αθήνας, που ακόμα κρατάει το μακάβριο όνομά της απο την εκεί λειτουργία τους. Εκεί λοιπόν σφάζονταν τα ζώα για να καταλήξουν μετά στα κρεοπωλεία και κατόπιν στα τραπέζια των εχόντων της εποχής, μια και στου φτωχού το τραπέζι δύσκολο είναι να φτάσει ακόμα και σήμερα κανας καλός μεζές.

Ο λο κόκκαλα ψωνίζει η φτωχολογιά, που σήμερα έχει αναβαθμιστεί κατ’ όνομα σε απλούς «μη έχοντες» και «μη κατέχοντες» αλλά πάλι όλο και κάποιο αυθαιρετούλι ξεφυτρώνει ως «εξοχικό» σε εδάφη απροσπέλαστα, πέντε λεπτά απο την Ομόνοια με δόσεις.

Σ ήμερα λοιπόν, για να μη ξεφεύγουμε κι απο τον τίτλο του θέματος, μια και τα σφαγεία μεταφέρθηκαν, εκσυγχρονίστηκαν πλέον και τα ζώα σφάζονται με οικολογικές μεθόδους, ναρκωμένα με ουσίες μη βλαπτικές για τον ανθρώπινο οργανισμό, το σφάξιμο γίνεται παντού.

Φ αίνεται όμως πως ο άνθρωπος, ως το μοναδικό ζώο που έχει μέσα του την καταστροφική μανία του εξολοθρεύειν και καταβροχθίζειν ο,τιδήποτε του καρφωθεί χωρίς να τον ωθεί προς αυτό καμμιά ανάγκη -άμυνα, πείνα, επιβίωση, κλπ- διατηρεί και τιμά αυτή ακριβώς την αδυναμία του να εξανθρωπιστεί επιτέλους, μεταφράζοντάς τη μάλιστα σε δύναμη!

Α υτό συμβαίνει επειδή «αρέσει σε μας τους άντρες να σκοτώνουμε», όπως το είπε και ο ανταποκριτής στην ταινία «Αντζιο» προς το τέλος. Χωρίς διάκριση λοιπόν, ορμούν οι άνθρωποι ο ένας εναντίον του άλλου και προσπαθούν με κάθε διαθέσιμο μέσον να εξολοθρεύσουν τον «αντίπαλο» κι αν δεν είναι ορατός/υπαρκτός.. ε.. δεν πειράζει.. δημιουργούν εκ του μηδενός όχι μονάχα έναν αλλά πολλούς!

Γ ια να κάνω πιο παραστατική την εικόνα, μεταφέρω το σφαγείο σε μέγεθος απόλυτα κατανοητό, στο δικό μας χώρο, όπου συναγελαζόμεθα εδώ και ένα χρόνο περίπου** που τυχαίνει να παρίσταμαι -τα παλαιότερα δεν τα γνωρίζω- και λαβαίνω τα μηνύματα της επιθετικότητας και της αναλγησίας καθημερινώς, άλλοτε αδιαφορώντας και άλλοτε απλά κατανοώντας.

Ε δώ λοιπόν βρίσκεται μια πλήρης εξομοίωση της ποικιλίας που διαθέτει η χώρα μας αλλά και ο πλανήτης. Ενας εσμός ανθρώπινων πλασμάτων, έτοιμων να ξιφουλκήσουν κάθε στιγμή για το κάθε μυγάκι που θα καθήσει πάνω στην ηλεκτρισμένη σκέψη τους.. θες απο αδυναμία να ανταπεξέλθουν στη μίζερη καθημερινότητα.. θες απο μια κεκτημένη συνήθεια που έλκει καταγωγή απο την καθημερινότητα επίσης.

Ι σως αν μπορούσε καθένας να αντιληφθεί πως χρησιμότερη και αποτελεσματικότερη θα ήταν η μετατροπή της καθημερινότητας αυτής απο «μίζερη» σε ενδιαφέρουσα -τουλάχιστον- με την ανταλλαγή ευχάριστων ή έστω όχι και τόσο δυσάρεστων μηνυμάτων και με την προσπάθεια ισορροπίας των συναισθηματικών εκρήξεων με τη λογική ανάλυση/σύνθεση των καφτών προβλημάτων, των οποίων όλοι ανεξαιρέτως είμαστε θύματα.. ίσως τότε να μη χρειαζόταν πλέον η κατασκευή φανταστικών ανεμόμυλων για εκτόνωση της αθεράπευτης ανθρώπινης μανίας.

Ο λόκληρη στρατιά ανεπιθύμητων εχθρών φανταστικών περικλείει ο άϋλος χώρος του διαδικτύου για πολλούς αδύναμους ανθρώπους, προσκολλημένους στη μίζερη καθημερινότητά τους. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τους συκοφάντες, τους βιαστές συνειδήσεων, τους εκβιαστές και άλλα πολλά και διάφορα λουλούδια που ανθούν στο ιντερνέτ και που το άρωμά τους δολοφονεί όποιον τα πλησιάσει, με τη μπόχα. Εύχομαι να αλλάξουν σύντομα τα πράγματα και η παλάντζα να σταματήσει να γέρνει τόσο πολύ, που ακόμα και η καλύτερη διάθεση να μη μπορεί να την ισορροπήσει. Ως αταξινόμητη, απλώς διαπιστώνω πράγματα και... θαύματα!


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
**ΣΗΜ. Το θέμα μου αυτό αναρτήθηκε στις 21/06/2003 σε ένα φόρουμ που δεν υπάρχει πια. Περιττό να γράψω ότι έγινε κανονική μάχη.