13 Νοε 2009

Το κεφάλι στον αέρα


Κόντευε να τελειώσει το ταξίδι. Η ώρα ήταν κιόλας πέντε το απόγευμα. Ενα χειμωνιάτικο σούρουπο στο τρένο, λίγο μετά τη Λαμία. Το ηλικιωμένο ζευγάρι επέστρεφε απο ένα προσκύνημα στα πατρογονικά εδάφη, κάπου στα βόρεια. Είχαν φύγει νέοι απο τον τόπο τους, μορφώθηκαν, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, απόχτησαν εγγόνια, όλα στην ώρα τους. Ο Κυριάκος και η Ζωή, ένα κανονικό ζευγάρι, πότε αγαπημένο και κάποτε συγκρουόμενο. Μια μέρα, είπε εκείνος «βρε γυναίκα, θέλω να δω τα μέρη μας πριν κλείσω τα μάτια», έφτυσε εκείνη στον κόρφο της και «πάψε που ετοιμάζεσαι για τον αγύριστο» του απάντησε, αλλά το ταξίδι έγινε και ήταν πολύ πετυχημένο. Συναντήσεις με χωριανούς, μεγάλη συγκίνηση, κεράσματα στο καφενείο, όλα καταπώς πρέπει, όπως πάντα.

Εμειναν μια βδομάδα ολόκληρη στο χωριό, τριγύρισαν και στις κοντινές εξοχές, αντίκρυσαν τις κορφές των βουνών να ριγούν στο βλέμμα τους, έβρεξαν τους αστραγάλους στα νερά τα παγωμένα του χείμαρρου που είχε κιόλας ξεχειλίσει, όλα καταπώς τα φανταζόντουσαν. Ψώνισαν και λάδι και ξερά δαμάσκηνα και καλαμποκάλευρο και αλεύρι σταρένιο, καθαρό. Σκέφτονταν και συζητούσαν τι θα έφτιανε η Ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, να δοκιμάσουν γεύσεις ξεχασμένες και αγνές.

Είχαν πιαστεί τόσες ώρες στο βαγόνι -τούκου τούκου, μονοτονία- και βγήκε ο Κυριάκος στο διάδρομο να κάνει ένα τσιγάρο και να ξανακοιτάξει τον ορίζοντα, πέρα μακριά, προς τα μέρη τους. Τα χιλιόμετρα είχαν καταβροχθίσει την απόσταση και τα βουνά του, τα δικά του βουνά, της δικής του πατρίδας, δεν τα διέκρινε πλέον. Ακούμπησε με το αριστερό του χέρι ένα κορδονάκι πάνω από το παράθυρο κι έβγαλε λίγο το κεφάλι έξω, να ξακρύνει καλύτερα.

Ο συρριστικός ήχος του σήματος κινδύνου σηματοδότησε την πτώση του ακέφαλου σώματος που έπεσε σπαράζοντας στη τζαμένια πόρτα του κουπέ. Γέμισε η πόρτα αίματα που ανάβλυζαν σα συντριβάνι. Η Ζωή πρόσεξε το κουστούμι. Ηταν του άντρα της. Ανοιξε την πόρτα και το σώμα γλύστρησε μέσα. Πέρασε απο πάνω του κι έτρεξε στην πόρτα του βαγονιού που ήταν ανοιχτή. Είχε μαζευτεί κόσμος αλλά εκείνη δεν πρόσεξε τίποτε άλλο εκτός απο το κεφάλι του Κυριάκου, που κατρακυλούσε σα μπάλα στα χωράφια. Ετρεξε ξωπίσω του και το άρπαξε σαν καλογυμνασμένος τερματοφύλακας. Κρατώντας το σφιχτά, γύρισε στη θέση της, παρακάμπτοντας τον κόσμο. Το έφερε στο σώμα, το ακίνητο, και προσπαθούσε να το συγκολλήσει.

Οι επιβάτες κι ο ελεγκτής προσπαθούσαν να την αποσπάσουν απο το μακάβριο τρόπαιό της. Μάταια. Το τρένο ξαναξεκίνησε βογγώντας. Η Ζωή έμεινε μόνη στο βαγόνι. Εσφιγγε το άψυχο κεφάλι πάνω στο νεκρό σώμα. Οι άλλοι απέξω, να κοιτάνε. Σε μια ώρα έφτασαν στην Αθήνα. Ηρθε το νοσοκομειακό με φορείο και τραυματιοφορείς. Ηρθε κι ένας γιατρός. Μπήκε στο κουπέ, έδωσε στη γυναίκα δυο χαπάκια και της είπε ότι θα πρόσεχαν, θα έκαναν καλή δουλειά, η επιστήμη κάνει θαύματα σήμερα, και άλλα τέτοια καθησυχαστικά, κι εκείνη να έφευγε, να πήγαινε σπίτι της και να περίμενε ειδοποίηση. Ετσι, έφυγε η Ζωή και πήγε σπίτι να περιμένει τα νέα του Κυριάκου.

Μέσα στην αναμπουμπούλα, ένας αγουροξυπνημένος πετάχτηκε στο διάδρομο παραπονούμενος για την αργοπορία. «Τι έγινε πάλι;» φώναξε, «ποιός μαλάκας τράβηξε το σήμα κινδύνου;» και πήγε να συγυριστεί για να κατέβει.

Ο κύριος που κάπνιζε στο διάδρομο παρέα με τον Κυριάκο, είπε ότι το κεφάλι μάλλον θα κόπηκε απο ένα δέντρο που ξεπρόβαλε άξαφνα, την ίδια στιγμή που εκείνος το έβγαλε από το παράθυρο για να αγναντέψει καλύτερα. «Είδα να ξεπετιούνται αίματα απο το λαιμό, είδα και το σώμα να πέφτει σαν ξερόκλαδο» είπε στην αστυνομία, συμπληρώνοντας «το κεφάλι δεν είδα που πήγε».

Οι υπόλοιποι επιβάτες είπαν «δεν καταλάβαμε τίποτα, μέχρι που είδαμε τη γυναίκα να κρατάει ένα κεφάλι και να τρέχει σαν παλαβή» κι ο ελεγκτής επιβεβαίωσε τα λόγια τους.

«Ποιος τράβηξε το σήμα κινδύνου;» ρώτησε ο αξιωματικός ασφαλείας, όταν πήγαν στο τμήμα οι αυτόπτες μάρτυρες, αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση.

Ενα παιδάκι, που έπαιζε στα χωράφια κοντά στις γραμμές του τρένου, είδε το δυστύχημα. Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι του και είπε στη μάνα του «μάνα, σήμερα είδα ένα κεφάλι στον αέρα», εκείνη του απάντησε «αυτά δε γίνονται, σταμάτα τις ονειροφαντασίες και κάτσε να διαβάσεις».

19 Σεπ 2009

Εκείνη που δεν έκλανε ποτέ

Μια φορά, ήταν μια γυναίκα που δεν έκλανε. Θα μπορούσε να ήταν ένας άντρας που δεν έκλανε, αλλά αυτό θα ήταν εντελώς παράλογο. Στους άντρες αρέσει να κλάνουν και συχνότατα κάνουν και διαγωνισμό κλανιάς και μάλιστα σε ώρες εργασίας -όταν οι γυναίκες απουσιάζουν, φυσικά. Για τούτο προτίμησα να βάλω μια "γυναίκα που δεν έκλανε" στη μικρή μου ιστορία. Ηδη, τη σκεφτομαι πολύ παράλογη αυτή την ιστορία, μη κάνω όμως και υπερβολές! Ας κρατηθεί μια ισορροπία τεσπα.

Η γυναίκα που δεν έκλανε, είχε διδαχτεί περί κλανιάς απο μικρή ηλικία, από τα νηπιακα της χρόνια. Είχε μάθει δλδ πόσο κακό είναι να κλάνει κανείς, ιδιαίτερα ένα κοριτσάκι που κάποτε θα μεγάλωνε και θα γινόταν μια πεντάμορφη κοπέλα και, αργότερα, μια όμορφη και κομψή κυρία.

Στο σπίτι, τη διαπαιδαγώγηση αυτή την είχαν αναλάβει όλα τα θηλυκά που την περιστοίχιζαν: η μάνα, οι γιαγιάδες, οι θείες, οι ξαδέρφες. Στο σχολείο, οι δασκάλες και οι συμμαθήτριες. Για να κάνει παρέα με ένα κοριτσάκι της ηλικίας της, το πρώτο ερώτημα που έβαζε ήταν «μήπως κλάνεις;» και, σε θετική απάντηση, απέρριπτε τη φιλία, ακόμα και την απλή συναναστροφή, με τέτοιου είδους κορίτσια. Ετσι την είχαν μάθει και της άρεσε κιόλας.

Υπερηφανευόταν γι αυτό το ιδίωμά της. Θεωρούσε ότι ήταν μια εξαιρετική συμπεριφορά, μια δοκιμασία για λίγους και εκλεκτούς, ένας τρόπος που υποδείκνυε την ανωτερότητά της μπροστά στον υπόλοιπο κλανιάρη και, ως εκτούτου, βρωμιάρη κόσμο. Στην αρχή, βεβαια, το συγκράτημα της εξαγωγής των αερίων από το τελευταίο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, ήταν κάτι τι οδυνηρό. Σφιγγόταν, πονούσε, κοκκίνιζε, συστρεφόταν, αλλά πετυχαινε να μη κλάσει. Και καμάρωνε ανακοινώνοντας αρχικά με ζωηρή φωνή το επίτευγμά της «μαμά, δεν έκλασα!» και αργότερα, όταν κατάλαβε ότι αυτό το θέμα είναι ιδιωτική της υπόθεση, καμάρωνε απο μέσα της.

Μεγαλωνε λοιπόν, αλλά παράλληλα φούσκωνε κιόλας. Στα δέκα της χρόνια ήταν ήδη σαν μπαλόνι. Την πήγαν στο γιατρό και εκείνος συνέστησε δίαιτα, φρούτα και λαχανικά και τέτοια. Πού να φανταστεί ο άνθρωπος ότι ήταν εμποδισμένη μια φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού από μια εξαιρετικά προσεγμένη και επίμονη διδαχή, ότι η απαγόρευση της κλανιάς είχε γίνει στη μικρή βίωμα εξ απαλών ονύχων;

Με την αύξηση φρούτων και λαχανικών στο μενού, η κατάσταση επιδεινώθηκε μια και, όπως ξέρουμε, τα φυτικά τρόφιμα παράγουν πολύ περισσότερα αέρια από τα υπόλοιπα. Ετσι, το κορίτσι φούσκωσε περισσότερο. Στα δεκαεφτά ήταν πια ένα τέρας. Το παράξενο για τους συγγενείς και όσους τη γνώριζαν ήταν ότι το βάρος δεν ήταν τόσο που να δικαιολογεί τον όγκο του σώματος. Είχε φυσιολογικό βάρος για το ύψος της, μάλλον προς το αδύνατο θα την έλεγε κανείς αν δεν ήταν τόσο φουσκωμένη.

Ξαναπηγαν στο γιατρό, πήγαν και σε ειδικό διαιτολόγο, αλλά τίποτα. Καμμιά δίαιτα δεν είχε επιτυχία. Η κοπέλα φούσκωνε όλο και περισσότερο. Στα είκοσι πλέον, τα αέρια είχαν διαπεράσει το πεπτικό σύστημα (φαινόμενο διαπίδυσης) και είχαν αρχίσει να διοχετεύονται προς άλλα συστήματα. Πρώτα, έθιξαν το κυκλοφορικό, αρτηρίες και φλέβες γίναν τούμπανο και ακουγόταν το αίμα να ρέει σαν χείμαρρος μέσα τους, ενας θόρυβος που μπορούσε να ακουστεί και από κάποια απόσταση. Μετά, σειρά είχε το νευρικό σύστημα. Τα νεύρα κόντευαν να παραλύσουν, η κοπέλα ένοιωθε ένα διαρκές μούδιασμα και δύσκολα μπορούσε να μετακινηθεί.

Ολα αυτά, τα άντεχε με στωικότητα, μέχρι που τα συμπιεσμένα αέρια έφτασαν να προσβάλλουν το δέρμα, έβρισκαν μια υποτυπώδη διέξοδο από τους πόρους του δέρματος και, μια και είχαν γίνει εξαιρετικά βρωμερά, οι πόροι ανέδυαν μιαν απαίσια οσμή. Κανείς δεν την πλησίαζε κοντύτερα από τα είκοσι μέτρα τουλάχιστον. Ηταν σαν κινούμενος απόπατος -όσο μπορούσε να κινηθεί δηλαδή.

Εντωμεταξύ, η περίπτωσή της είχε γίνει αντικείμενο επιστημονικών συνεδρίων, την παρακολουθούσαν πλέον όχι απλοί γιατροί αλλά καθηγητές πανεπιστημίων και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, αρκετές διατριβές είχαν γίνει επάνω στην παράξενη αυτή και μοναδική ασθένεια. Μέχρι που κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να τη στείλει σε ψυχαναλυτή, στον οποίο εκείνη εμπιστεύτηκε το μεγάλο μυστικό της: «γιατρέ μου, δεν κλάνω, δεν έκλασα ποτέ μου, δεν θυμάμαι δηλαδή να έκλασα ποτέ μέχρι τώρα» του είπε και ο γιατρός κόντεψε να πάθει εξάρθρωση της σιαγόνας από το τρελό γέλιο που τον συντάραξε. Επειδή όμως ήταν καλός γιατρός, αν και ψυχίατρος, συγκρατήθηκε και είπε στην "ασθενή" ότι θυμήθηκε κάποιο ανέκδοτο που του είχαν διηγηθεί την προηγούμενη μέρα.

Ο ψυχίατρος, ναι μεν ήταν καλός γιατρός αλλά ήταν παράλληλα κακός συνάδελφος κι έτσι δεν αποκάλυψε το μυστικό στους συναδέλφους του μελετητές της παράξενης ασθένειας. Ηθελε όλη τη δόξα δική του. Με το μαλακό λοιπόν, χωρίς να βιάζεται καθόλου, συνέχισε τις συνεδρίες με την γυναίκα που δεν έκλανε ποτέ. Ισως να ήταν σκόπιμη κιόλας αυτή η συμπεριφορά, να μη της αποκαλύψει δηλαδή ότι η εξαγωγή των αερίων είναι φυσιολογικό πράγμα και ότι η συγκράτησή τους δεν είναι κανένα κατόρθωμα, γιατί έτσι θα αναποδογύριζε τον κόσμο μέσα στον οποίο είχε ζήσει αυτή η γυναίκα μέχρι τότε και δεν μπορούσε να προδικάσει το αποτέλεσμα ενός τόσο τραυματικού σοκ.

Επίσης, σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο θα έκανε την αποκάλυψή του. Θα έπρεπε να οργανώσει πολύ μεθοδικά την ανακοίνωση που θα έκανε σε ένα διεθνές συνέδριο, να έχει κρατήσει μετρήσεις, στατιστικά στοιχεία, ποσοστά, όλα αυτά δηλαδή που κάνουν μια μελέτη αξιόπιστη. Ετσι, πύκνωσε τις συνεδρίες και έβλεπε τη γυναίκα πολύ συχνά, κάποτε και δυο φορές τη μέρα και δωρεάν μάλιστα, μια και οι οικονομίες της οικογένειάς της κόντευαν να εξανεμιστούν. Δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του με τη μισή αλήθεια, ότι μελετάει εκτενώς και σε βάθος τη περίπτωση και ότι συντομα θα υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Απέκρυψε φυσικά το δικό του όφελος, το ότι θα γινόταν παγκοσμίως γνωστός ως ο μεγάλος θεραπευτής. Αυτό, άλλωστε, δεν είχε καμμιά σημασία για τη γυναίκα και τους συγγενείς, αφού θα απαλλασόντουσαν απο το χρόνιο πρόβλημα. Θα κέρδιζε ο γιατρός, αλλά θα κέρδιζαν και αυτοί -ιδίως η γυναίκα.

Κάποτε όμως, συμβαίνει να μη θέλει κάποιος να ωφεληθεί αν γνωρίζει πως μαζί με αυτόν θα ωφεληθούν και άλλοι. Ετσι, πολύ καλά έκανε ο γιατρός -δεινός γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και συμπεριφοράς- και δεν ανακοίνωσε πόσο πολύ μεγάλη ωφέλεια θα είχε και ο ίδιος. Σε στιγμές μεγαλοψυχίας μάλιστα, έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται να προσφέρει τμήμα των οικονομικών του απολαβών εξαιτίας της συγκεκριμένης περίπτωσης στη γυναίκα πειραματόζωο. Μπα, μετά από δεύτερη σκέψη το απέρριπτε εντελώς. Ούτε κουβέντα θα έβγαζε απο το στόμα του, ούτε φράγκο απο τη τσέπη του.

Η γυναίκα που δεν έκλανε είχε φτάσει αισίως στην ηλικία των εικοσιτριών χρόνων παρά κάτι και δεν ήταν κι από μάρμαρο. Οι συνεχείς επαφές με το γιατρό ξύπνησαν κάτι που κοιμόταν μέσα της, ένα συναίσθημα ξεχασμένο -καταπιεσμένο ή, μάλλον, άγνωστο- και άρχισε να τον συμπαθεί πολύ. Αλλά και ο γιατρός τη συμπαθούσε, όπως συμπαθεί κάποιος ένα ζωάκι, μια γατούλα ή έναν ελέφαντα. Τον συμπάθησε τόσο πολύ που δεν τον απέρριψε μια μέρα που τον άκουσε να κλάνει. Μάλιστα. Κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας, ακούστηκε μια ηχηρή κλανιά να σκίζει τη δερμάτινη επένδυση της καρέκλας του γιατρού. Η γυναίκα ντράπηκε για λογαριασμό του, αλλά δεν το έδειξε. Δεν μύρισε και τίποτα, μια και η δική της βρωμερή οσμή σκέπαζε τα πάντα.

«Ακουσες τι έκανα τώρα;» ρώτησε ο γιατρός και κείνη απάντησε «μα, κλάσατε! και μαλιστα θορυβωδώς.» Εκείνος όμως επέμενε λέγοντας «αμόλησα μια ηχηρή πορδή! αυτό έκανα. Για πες κι εσύ τη λέξη "πορδή"» αλλά η γυναίκα «δεν μπορώ, δεν μπορώ ακόμα» είπε. Τελοσπάντων, με τα πολλά, ξεκίνησαν ένα μάθημα γλωσσολογίας περί των ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων, όλων των λέξεων που τριγυρνούν γύρω από την εξαέρωση του πεπτικού συστήματος. Μετά από μερικές συνεδρίες, εκείνη άρχισε να το σκέφτεται στα σοβαρά να επιτρέψει στον εαυτό της να κλάσει έστω για μια φορά.

Αυτή τη σκέψη όμως δεν την είπε στο γιατρό της, που ίσως να λάβαινε κάποια μέτρα, έτσι, μια μέρα, ενώ βάδιζε στο δρόμο προς το ιατρείο, εγκατέλειψε τη συστολή της και επέτρεψε στο κόλον έντερον να εκδηλώσει τη σφοδρή του επιθυμία, αυτό που επιθυμούσε εδώ και χρόνια και ο εγκέφαλος δεν του επέτρεπε να πράξει. Με δυο λόγια, η γυναίκα που δεν έκλανε αμόλησε μια τρομερή πορδή και σείστηκε το σύμπαν γύρω της. Τρίξαν τα τζάμια στα παράθυρα, μέχρι και στα ρετιρέ των πολυκατοικιών. Ο τόπος βρώμισε λες και βράζαν χταπόδι κι ακόμα χειρότερα, σαν να περνούσε το βυτιοφόρο "Ο Αχόρταγος" με ανοιχτό το καπάκι ή σα να κάναν παρελαση τα σκουπιδιάρικα του Δήμου τίγκα στο σκουπίδι.

Εκτός αυτού, η γυναίκα ξεφούσκωσε απότομα, όπως ακριβώς ένα παραφουσκωμένο μπαλόνι που του αφήνεις ελεύθερο το στόμιο. Ξεφουσκώνοντας, πεταξε ψηλά στον αέρα, έφερε μερικές σβουριχτές βόλτες πηγαίνοντας όλο και ψηλότερα, και στο τέλος χάθηκε στα σύννεφα. Ετσι, έχασε ο γιατρός το αντικείμενο της διατριβής του, η γυναίκα που δεν έκλανε -αλλά τελικά έκλασε- τη ζωή της, οι γονείς τη κορη τους και οι επιστήμονες του διεθνούς συνεδρίου μια εξαιρετική επιστημονική ανακοίνωση.

Εκεί ακριβώς, επενέβη ο παπάς της ενορίας και δήλωσε ότι η γυναίκα που δεν έκλανε ήταν υπόδειγμα ηθικής και σίγουρα πήγε στον παράδεισο -κατευθείαν, χωρίς τη μεσολάβηση του Χάρου. Τη στιγμή μάλιστα που δεν βρέθηκε σώμα για να ταφεί, είχε συμβεί ένα θαύμα. Απλά πράγματα.

_____________________________
ΣΗΜ.1. στους στενόμυαλους αναγνώστες πρέπει να εξηγήσω ότι η ιστορία είναι φανταστική και ότι το πεπτικό σύστημα δεν έχει καμμια σχέση με το κυκλοφορικό ή/και με το νευρικό, καθώς επίσης ούτε και με το δέρμα.
ΣΗΜ.2. στους πιο ανοιχτόμυαλους, συνιστώ να διαβάσουν το κείμενο μεταφορικά, δηλαδή σχετικά με ανθρώπινες συμπεριφορές, κλπ.
ΣΗΜ.3. οι εξαιρετικά ανοιχτόμυαλοι δεν χρειάζονται υποδείξεις. Διαβάζοντάς το, θα το μεταφέρουν σε παγκόσμια κλίμακα σχετίζοντάς το με γεγονότα, φιλοσοφίες, κινήματα, κλπ.
ΣΗΜ.4. γραφτηκε τη νύχτα εδω: -->> htmlhttps://rodiat4.blogspot.com/2009/09/352.html (της νύχτας τα καμώματα...) ;)

1 Σεπ 2009

Γίνεται πίττα χωρίς δυόσμο;

- Θα πάρει καναδυό ωρίτσες να το σενιάρω κερία...
- Μεγάλη η βλάβη, ε; ωχ.. και τι θα...
- Και τι θα κάνεις μέχρι να τελειώσω; Ε, πενήντα μέτρα πιο πέρα εχει ένα μαγαζί... Κάτσε κει να φας και τίποτα κι άμα τελειώσω θα στο φέρω.
- Ετσι, ε;
- Ετσι.
- Και πόσο θα...
- Πόσο θα κοστίσει; Μη σκας, κερία, θα τα βρούμε!

Μετά από αυτή τη σύντομη στιχομυθία, δεν είχα να κάνω κάτι καλύτερο από το να περπατήσω τα πενήντα μέτρα, για να βρω το μαγαζί. Τα μέτρα δεν ήταν ακριβώς πενήντα, μάλλον προς το πέντε φορές πενήντα το πήγαιναν, αλλά το μαγαζί ήταν πράγματι μαγαζί, ένα από αυτά τα παλιά ξεχασμένα μαγαζιά που πουλάνε τα πάντα και συνάμα είναι και καφενεία και ταβέρνες και ουζερί. Στο χωριό-χωρίς-όνομα, όπου είχε διαλέξει να με εγκαταλείψει το σαραβαλάκι μου, δεν περίμενα να βρω κάτι διαφορετικό. Δε λες που ήμουν τυχερή και η βλάβη εκδηλώθηκε σχεδόν μπροστά στο συνεργείο; Λέω. Ημουν πράγματι τυχερή -μέσα στην ατυχία μου, φυσικά!

Φτάνω στο μαγαζί κι απλώνομαι και στις τέσσερις καρέκλες που βρίσκω -χέρια, πόδια, τσάντα- και σε λίγο φανερώνεται μπροστά μου ένας μπάρμπας με τσιμπούκι και κασκέτο, ολόιδιος με το περίφημο πορτρέτο του καπετάνιου, που στολίζει όλα σχεδόν τα κορνιζάδικα.

- Ε, κοπελιά, πώς κι απ' τα μέρη μας; ρωτά ο μπάρμπας και η βαθειά τραγανιστή φωνή του με ξαφνιάζει ευχάριστα.
- Επαθε βλάβη το αυτοκίνητο... ψελλίζω.
- Ε, κι αν έπαθε, θα διορθωθεί! Να σε ψήσω καφέ; Πεινάς; Να σε φέρω λίγη πίττα; Θες κάνα κοψίδι; συνεχίζει να ρωτά απανωτά.
- Ενα καφεδάκι πρώτα και βλέπουμε...
- Και σαν τί να ιδούμε που δεν τό 'χουμε ειδωμένο... μουρμουράει ο μπάρμπας, μπαίνει στο μαγαζί και δεν αργεί να βγει με ένα δίσκο: καφές και πίττα το μενού. Αλλά, τί καφές! Και τί πίττα!

Κάθεται στη καρέκλα απέναντί μου, τραβώντας τη μαλακά, και με χαζεύει να τρώω και να ρουφάω ηδονικά το μαύρο καϊμακλίδικο ζουμί.

- Τη πίττα, εσύ τη φτιάχνεις μπάρμπα;
- Οχι, η κερά μου, η Λιούμπω! απαντάει περήφανα.
- Και πού είναι τώρα η κερά; ρωτάω για να πω κάτι.
- Στα πρόβατα.
- Εχεις και πρόβατα λοιπόν...
- Ε, και ποιος δεν έχει; Από τα πρόβατα ζούμε όλοι εδώ... Το μαγαζί είναι για εξυπηρέτηση.. ίσα ίσα τα έξοδά του βγάζει.. μη νομίζεις...

Δεν νομίζω τίποτα. Δεν έχω σκοπό να μπλεχτώ με ονειροφαντασίες και υποθέσεις. Βρίσκομαι εδώ για να περιμένω να σιαχτεί το όχημα. Τίποτε περισσότερο. Ο μπάρμπας όμως συνεχίζει, σαν να έχει πολύ καιρό να μιλήσει σε άνθρωπο ή σαν να θέλει να λύσει απορίες που νομίζει ότι έχω.

- Εγώ, που λές, τυχαία βρέθηκα εδώ πάνω στα κατσικοπρόβατα. Και τί δουλειά είχα να βρεθώ, λες;

Δεν λέω τίποτα και δεν θέλω να μάθω τίποτα, αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να σιαχτεί σύντομα το σαραβαλάκι, να φύγω από αυτό τον τόπο του πουθενά, αλλά ο μπάρμπας έχει γυρίσει τη μανιβέλα των αναμνήσεων κι έχει βάλει πλώρη στα γερά προς τα πίσω.

- Ταξίδευα στα καράβια, που λες, θερμαστής. Σκληρή δουλειά, πιο σκληρή δε γίνεται. Ψήσιμο κανονικό, αλλά έτσι ήτανε τότε, έτσι δούλευαν τα καράβια, με ατμό και χωρίς κάρβουνο ατμός δε γινότανε. Αλλα χρόνια, άλλη ζωή -μαύρη σαν το κάρβουνο!
- Και μετά, πώς... είπα έτσι, για να πω κάτι, να δείξω πως παρακολουθώ.
- Και μετά, μια μέρα των ημερών, αρραβωνιάστηκε ο Βασιλάκης, ο κολλητός μου. Ο Βασιλάκης μαζί μου στο καράβι κι η αρρεβωνιάρα στο χωριό του! Ε, έτσι γινόσαντε τότε πολλοί αρρεβώνες με ναυτικούς. Εδεναν τη κοπέλα κι άμα γυρνάγανε με το καλό, τη παντρευόσαντε. Αλλοι καιροί βλέπεις...
- Και; ρώτησα με ειλικρινή περιέργεια, μια και μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
- Και ο Βασιλάκης μου ζήτησε να γενώ κουμπάρος, κι έτσι βρέθηκα εδώ πάνω και είδα πως υπάρχουνε κι άλλα τόπια, άλλα μέρη, πώς το λέτε, και ρίζωσα και δεν ξαναματαταξίδεψα στους χάρους με τα κάρβουνα!
- Τόσο απλά! Κι ο Βασιλάκης τι έγινε;
- Α, ο Βασιλάκης έφερε τρακτέρια απέξω για το όργωμα, έσιαξε και συνεργείο για τα τρακτέρια, έβγαλε παράδες, μια μέρα όμως τόνε πάτησε ένα τρακτέρι και πάει, πέθανε. Το συνεργείο το δουλεύει τώρα ο γιος του, αυτός που σ' έστειλε εδώ -από το συνεργείο δεν ήρθες;- και θέλει να φύγει, να πάει στα καράβια αυτός τώρα, που δεν έχει δει θάλασσα ούτε στον ύπνο του!
- Πώς δεν έχω δει! Αυτήναν ονειρεύομαι κάθε βράδυ! ακούστηκε η βαρειά φωνή του νέου απ’ το συνεργείο, που είχε φτάσει αθόρυβα με το σαραβαλάκι έξω απο το μαγαζί, προσθέτοντας: «Ετοιμο το αμάξι σου κερία!»
- Α, ρε άτιμο ζωντανό, το φύλαες να ακούσεις τη κουβέντα μου! λέει ο μπάρμπας και σκάει στα γέλια. Γελάω και 'γώ παρασυρμένη, η συγκυρία ήταν πράγματι για γέλια.
- Είναι φορές που η τύχη παίζει κάτι παιχνίδια... αρχίζω να λέω, αλλά η φωνή του μπάρμπα με κόβει απότομα.
- Ναι, κάτι παιχνίδια, που δεν φαίνονται σαν παιχνίδια. Είναι σαν σχέδιο επί χάρτου, πώς το λένε αυτό, σαν να είναι όλα σχεδιασμένα με όλες τις λεπτομέρειες. Σαν να φτιάνεις πίττα και να μη ξεχνάς κανένα υλικό απ' τη συνταγή, όπως κάνει η Λιούμπω που όλο και ξεχνάει κάτι τις... Για πες, τι έλειπε από τη πίττα πού 'φαγες;
- Εγώ; Τι να πω; Ωραιότερη πίττα δεν έχω φάει μέχρι σήμερα! Δεν έλειπε τίποτα!
- Ετσι λες, ε; Ελειπε λίγος δυόσμος, αυτό έλειπε! Σαν να το κάνει επίτηδες, που ξέρει ότι μ' αρέσει.
- Βάζουνε δυόσμο στις πίττες;
- Γίνεται πίττα χωρίς δυόσμο; Αυτό είναι το ρώτημα, απάντησε κλείνοντας το μάτι και προσθέτοντας: «Ο δυόσμος στο σχέδιο της τύχης το σημερνό, είσαι εσύ κερία μου!»
- Εγώ; Δυόσμος; Δεν καταλαβαίνω...
- Θα καταλάβεις στο δρόμο. Αντε, μπέκα στο αμάξι, έπιασε να ψιχαλίζει κιόλας.

Με έσπρωξε απαλά στη θέση του συνοδηγού, δίνοντάς μου ένα κουτί χάρτινο που μοσχομύριζε πίττα και κοψίδια -πότε πρόλαβε κιόλας να τα ψήσει; Ο γιος του Βασιλάκη έβαλε μπρος και σε λίγο βγήκαμε από το χωριό. Εριξα μια ματιά πίσω και είδα τη ταμπέλα με το όνομά του: «Τυχερό» το λέγαν. Η ψιχάλα δεν άργησε να γίνει κατακλυσμός και πολύ μου άρεσε που δεν οδηγούσα το σαραβαλάκι. Δεν διέθετα την επιδεξιότητα του νεαρού να παίρνει άνετα τις κλειστές σαν φουρκέτες στροφές στον κατήφορο.

- Και πώς θα γυρίσεις στο χωριό σου;
- Δεν θα γυρίσω!
- Και τι σου χρωστάω για την επισκευή;
- Τίποτα. Θα πατσίσουμε μόλις κατέβω στο πρώτο λιμάνι που θα βρεθεί στο δρόμο μας.

Εχουν περάσει καμμιά εικοσαριά χρόνια από τότε που χάλασε το παλιό μου αμάξι στο Τυχερό. Αλληλογραφούμε ταχτικά με το Γιωργή, που έγινε καραβομάγειρας, έγινα και κουμπάρα του όταν παντρεύτηκε μια κοπέλα ξένη, στο Ρόττερνταμ, του βάφτισα και το πρώτο αγόρι Βασιλάκη. Στο Τυχερό δεν ξαναπήγα. Δεν θέλησα να προκαλέσω άλλη μια φορά την Τύχη. Α! στις πίττες δεν ξεχνώ ποτέ να προσθέτω και λιγάκι δυόσμο...

19 Αυγ 2009

Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΒΩΜΟΛΟΧΙΑΣ

Σκέφτηκα να τοποθετήσω εδώ πέρα μερικές σκέψεις, όπως βάζουμε σε τραπεζικό λογαριασμό τα χρήματά μας, προτείνοντας να τις διαχειριστούμε όλοι μαζί. Η απόδοση των τραπεζικών καταθέσεων είναι σε πτώση αυτή την εποχή, ελπίζω όμως να μη συμβεί το ίδιο και με αυτές τις σκέψεις και να αποδώσουν κάτι τι!

Σκέφτομαι λοιπόν πως η βωμολοχία αναπτύσσεται κυρίως περί τη γενετήσια περιοχή του ανθρώπινου σώματος, καθώς και γύρω από τις πράξεις που σχετίζονται με αυτή. Λέμε (και γράφουμε) κώλος, μουνί, πούτσες μπλε, μουνόπανο, ψωλές, κλπ κλπ, υπονοώντας κάτι βρώμικο γενικώς ή ανάξιο λόγου ή, απλά, αντιαισθητικό.

Επικεντρώνω στη γενετήσια πράξη, χωρίς να θέλω να υποβιβάσω την ηδονή της αφόδευσης, επειδή η αφόδευση θεωρείται απο τους «υβριστές» σχετικά ανώδυνη, όπως π.χ. το συχνό «χέστηκα!»

Λέμε (και γράφουμε) «γαμώ το!», «θα του γαμήσω το σόϊ..», «γάμησέ τα!», «γαμήθηκα στη δουλειά», «φάε μια πούτσα», «να πα να γαμηθείς..» κλπ κλπ, υποβιβάζοντας τη γενετήσια πράξη, που αποτελεί πηγή υψίστης ηδονής, σε φτηνιάρικο υποκατάστατο λεκτικής βίας. Σε κατάσταση έξαλλη, υπο το κράτος υπερβολικού θυμού, οργής, απόγνωσης, ή «εν βρασμώ ψυχής», χρησιμοποιούμε παρόμοιες λέξεις και φράσεις, επιθυμώντας φυσικά να προσβάλλουμε τον «άλλο».

Αυτός ο περίφημος «άλλος» αντιδρά ανάλογα ή και χειρότερα, με κάποια βίαιη πράξη (μαχαίρωμα, μπουνίδια, πιστολίδια) πέρα απο λόγια δηλαδή, και.. γίνεται το «κακό»! Λέμε (και γράφουμε) μετά πως «έφταιγε η κακιά ώρα» ή ότι «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει», υπονοώντας το μερίδιο ευθύνης του θύματος στο δικό του χαμό, δικαιώνοντας συχνά τον θύτη.

Τα τελευταία χρόνια η νέα γενιά, με τη σοφία που τη διακρίνει, τείνει να αντιστρέψει, υγειώς φερόμενη, όλα αυτά τα γενετήσια μπινελίκια. Η εξοικείωση με το γυμνό σώμα και η έκθεση στο μάτι των περαστικών όλων των «καλουδιών» που αναρτούν συστηματικά τα περίπτερα, μάλλον έχουν συνεισφέρει σε αυτό το φαινόμενο της απομυθοποίησης.
Η μικρούλα φράση που, επιδιώκοντας την αναγόρευση του «άλλου» σε ήρωα, χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα είναι η: «μάγκα μου, είσαι και γαμώ!» Σιγά σιγά και σταθερά (βάρδα μη μας πέσει καμμιά πουριτανική λαγνοφοβία εκ δυσμών, όπως ενέσκηψε πρόσφατα η τρομολαγνεία) προχωρούμε προς την πλήρη απομυθοποίηση των δήθεν βωμολοχιών.

Θα μας τελειώσει ο Αριστοφάνης; Δε θα είμαστε ικανοί να αναγνωρίζουμε στο μέλλον τα «χοντρά» του αστεία; Θα σταματήσει ο Τύρναβος τα τρελλά του πεοστόλιστα αποκριάτικα έθιμα; Δε γνωρίζω τι θα γίνει... Σκέφτομαι πάντως στα σοβαρά, πόσο ενδιαφέρον θα ήταν αν μεθαύριο μας βρίσει κάποιος (εποχούμενος ή μη) με τη γνωστή φράση «να πα να γαμηθείς!», να απαντήσουμε χαμογελαστά «ευχαριστώ πολύ!»

Ενα ανατρεπτικό παράδειγμα έφερα και προτείνω την ευρεία εφαρμογή του! ΟΧΙ!! Δε θα μας τρελλάνουν!

Θέλω να σημειώσω πως καλό θα ήταν, να φροντίσουμε ώστε να αφήνουμε τα παιδιά μας να εκφράζονται ελεύθερα κατά την νηπιακή περίοδο -όπου η βωμολοχία είναι στο φόρτε της- ώστε να μη τους μείνουν κατάλοιπα για μελλοντικές ηλικίες και να μη περιμένουν να ξεστραβωθούν -πολύ αργότερα- μελετώντας Εμπειρίκο...

________________________
Σχόλιο του gall0ws_Bird -->>

Εχω την εντύπωση –όπως νομίζω είπε κι ο Μαλαρμέ– ότι έχουμε ξεχάσει ότι η ποίηση, ότι η λογοτεχνία γίνεται με λέξεις κι όχι με ιδέες. Κι ακόμα πως οι λέξεις έχουν τόσο πια χάσει το νόημά τους, που ανοίγεις ένα βιβλίο κι είναι λες και σκύβεις πάνω από μια χλιαρή μουνόσουπα. Τίποτα δεν σημαίνει τίποτα.

Ομως υπάρχουν ακόμα δυο τρεις λέξεις που μπορούν να κεντρίσουν την προσοχή του αναγνώστη, να τον πείσουν ότι όντως διαβάζει, όχι ότι απλά κοιτάει. Λέξεις που προφορικά περνούν απαρατήρητες και που αποκτούν στο χαρτί ομορφιά και δύναμη. Λέξεις μουνιά. Κι αν οι ίδιες αυτές λέξεις μπορούν να εγείρουν κανα δυο αντιδράσεις... ε, ίσως δεν μας έχει ολότελα καταχτήσει ο παχυδερμισμός των ημερών και ίσως μπορούμε να λέμε τριγύρω ότι έχουμε ένα μικρό κατάλοιπο ενεργητικότητας. Εξάλλου, για να παραποιήσω μια παροιμία της κολάσεως, if others had not been prudish, we should be so.

Η συνειδητή χρήση των βωμολοχιών στο γράψιμο δε συνιστά μονάχα περιφρόνηση της γενετήσιας πράξης: είναι κυρίως μια καλλιέπεια που βαριέται τον εαυτό της. Αυτό είναι σχεδόν αστείο. Κι αν οδεύουμε προς κάποια απομυθοποίηση των βωμολοχιών τότε την έχουμε –με συγχωρείτε– πουτσίσει. Γιατί ακόμα λιγότερα πράγματα θα μας προξενούν κατάπληξη, αηδία κι ότι άλλο προϋποθέτει ένα μικρό κατάλοιπο ενεργητικότητας.

Μπράβο στην Μ. Ρ. που ασχολήθηκε με το θέμα.

το κείμενο πρωτοανέβηκε εδώ: http://www.kivernologotexnia.com/modules.php?name=News&file=article&sid=118

καθώς και στις 01-08-2003 στο φόρουμ του http://www.flytoistros.com/modules.php?op=modload&name=Forum&file=viewtopic&topic=61&forum=38

όπου το σχόλιο από τον autopoet -->>

Για τη σεξιστική γλώσσα

Χαίρομαι που μια γυναίκα συγγραφέας προσπαθεί να ξαναδιαβάζει με νέο τρόπο τη σεξιστική γλώσσα των αντρών, αλλά και που παράλληλα αντιδρά έτσι απέναντι στην επίδειξη αντρικού αυταρχισμού και ανταγωνισμού που τον τελευταίο καιρό διαχέεται στον Ίστρο. Οφείλουμε στη δεύτερη γενιά του φεμινισμού, εκείνη στην οποία ανήκουν θεωρητικοί όπως η Λους Ιρίγκερε και η Τζούλια Κρίστεβα, την ανακάλυψη πως στη γλώσσα υπάρχει μια έντονη υποδήλωση του φύλου. Τέτοιες έρευνες συγκρότησαν τους πρόσφατους γλωσσολογικούς κλάδους της κοινωνιογλωσσολογίας και κυρίως της κοινωνιολογίας της γλώσσας. Έτσι, ενώ ο Ρολάν Μπαρτ θα ξεκινήσει στο «Βαθμό Μηδέν τη Γραφής» να συνδέσει την επανάσταση με τη σεξιστική γλώσσα, σήμερα γνωρίζουμε πως αυτό, στο βαθμό που οι συγκεκριμένες λέξεις αφορούν την επίδειξη του φύλου μέσω μιας συγκεκριμένης αξιολογίας σειράς λέξεων, θεωρούνται φαλλοκεντρικές και φαλλοκρατικές, ρατσιστικές απέναντι σε σεξουαλικές μειονότητες, αντιφεμινιστικές, πατριαρχικές και σεξιστικές, δηλαδή κάθε άλλο παρά επαναστατικές.

Η σεξιστική ύβρις συγκροτείται από λέξεις που προέρχονται από άντρες προκειμένου να επιδεικνύουν το φύλο τους και τη σεξουαλική τους ρώμη απέναντι σε άλλους άντρες, με το πρόσχημα της αναφοράς τους σε άλλα θέματα ή με το πρόσχημα της επαναστατικής γλώσσας. Η επίδειξη του φύλου συνυφαίνεται με την κοινωνική άνοδο στις οικονομικές σχέσεις και στην καθημερινή ζωή, όπου προωθούνται κυρίως άντρες που προτάσσουν με βάρος το φύλο τους. Οι γυναίκες συχνά έχουν αντιδράσει γι’ αυτή την τόσο σεξιστική γλώσσα μέσα στον Ίστρο που έχει δημιουργηθεί για άντρες προκειμένου να επιδείκνύουν τον αντρισμό τους ή τέλος πάντων τη σημασία τους απέναντι στους άλλους. Η λέξη που αναφέρεται στην ικανότητα του γαμέτη και που βέβαια δεν αποτελεί υποτίμηση για μια γυναίκα, είναι υποτιμητική αν σκεφτούμε πως δεν απευθύνεται παρά από άντρες σε άντρες. Όταν ένας άντρας πεί «θα σε γαμήσω» με αυτή τη μεταφορά: α) δηλώνει έμμεσα στους υπόλοιπους πως είναι υπερβολικά άντρας, άρα τη βεβαιότητα γι’ αυτό που είναι, β) δηλώνει πως είναι τόσο σεξουαλικά ενεργός ώστε θα μπορούσε να πράξει σεξουαλικά ακόμη και σε άλλους άντρες υπερισχύοντας επάνω τους σεξουαλικά, γ) δηλώνει ρατσιστικά πως ο άλλος δεν είναι τόσο ή καθόλου άντρας, πως είναι κίβδηλος άντρας, πως είναι γυναικωτός και άρα περιφρονητέος από την κοινωνία των γνήσιων αντρών. Οι σεξιστικές λέξεις, αν και μοιάζουν να βρίσκονται χαμηλά στην αξιολογική κλίμακα, μεταξύ αντρών δεν είναι καθώς δημιουργούν μια εξοικείωση μεταξύ των αντρών, και έναν κοινό μεταξύ των αντρών κώδικα.

Από την άλλη η γλώσσα αυτή δηλώνει έναν αντρισμό κατά βάθος καταπιεσμένο και δεσμευτικό, όπως τόσες γυναίκες θεωρούν ναό κάποιο πολυκατάστημα καλλωπισμού, παγιδευμένες στην εικόνα του πατριαρχικού αντρικού βλέμματος που βλέπει τη γυναίκα ως μετωνυμία, ως αντικείμενο της επιθυμίας. Ακόμη και καθημερινές λέξεις όπως «μαλάκα» αναφέρονται διαρκώς σε μια γλώσσα μεταξύ αντρών, σε αυτό που ονομάστηκε ομοκοινωνικότητα (δηλαδή στο πώς το ίδιο φύλο επικοινωνεί με τους ομοίους του). Η γυναίκα μέσα σε αυτή τη γλώσσα υπάρχει ως «γκόμενα», «μουνάκι», «πιπίνι», ως «ξανθιά», δηλαδή ως ένα αντικείμενο.

Η πατριαρχική γλώσσα είναι σεξιστική, ρατσιστική, απλουστευτική (της αρέσει να βλέπει τα πράγματα με απλότητα), εκλαμβάνει διαρκώς την εναλλακτική φωνή ως ανταγωνιστική. Και όλα αυτά γίνονται ως τέχνασμα, ως άμυνα, για να ενισχύσει την ασφάλειά της. Αναφέρεται διαρκώς σε διαρχίες, από τις οποίες η μία πάντοτε είναι η καλή, ισχυρή και γνήσια, την οποία αντιπροσωπεύει η πατριαρχία, ενώ η άλλη είναι η ασθενής, κακή και κίβδηλη, την οποία απορρίπτει, ξεχνώντας τεχνηέντως πως αυτό που περιθωριοποίησε είναι υπεύθυνο για την ψευδαίσθηση της ταυτότητάς της. Αυτή η τεχνική της διαρχίας συγκροτεί τον ιδεολογικό λόγο, όπως είπε αλλού η Ροδιά, και ονομάστηκε από την αποδόμηση «λογοκεντρισμός».

Η πατριαρχία όμως πληρώνει ακριβά αυτή τη βεβαιότητα στο κείμενό της. Αυτή την ανακάλυψη την οφείλουμε στην αποδόμηση: όσο πιο βέβαιο φαίνεται να δείχνει ένα πατριαρχικό κείμενο, τόσο πιο πολύ, αν το κοιτάξουμε πολύ προσεχτικά, φαίνεται να είναι αντιφατικό σε πολλά σημεία του. Ακριβώς γιατί η απόλαυση συγκρούεται με τις δεσμεύσεις που ασκεί στον εαυτό του ο συγγραφέας στο πεδίο της σημασίας, υποδηλώνοντας με μια κρυφή γλώσσα την καταπίεση κατά τη συγκρότηση του φύλου του, σαν να αφήνει με τη γραφή του κρυφά ανοίγματα εξαερισμού στην καταπίεσή του.

Επανάσταση απέναντι στην πατριαρχική καταπίεση δεν μπορεί να επέλθει με τα μέσα, με τα οποία η πατριαρχία ενισχύεται. Η σεξιστική γλώσσα δεν έχει σκοπό να ανοίξει διάλογο, αλλά να τον σταματήσει και να εκφοβίσει.

Την πιο ενδιαφέρουσα επαναστατική κίνηση που είδα από άντρα το τελευταίο διάστημα, θέλω να το πω κλείνοντας, είναι τα «αλβανικά σχόλια», που αντιπροτείνουν την ανατολική αισθητική τους στη δυτική κοινότυπη αισθητική που περιβρέχει αναπόφευκτα τον Ίστρο, και που προέρχονται φυσικά από κάποιον που η πατριαρχία εκφράστηκε πρόσφατα ρατσιστικά εις βάρος του, για άλλη μια φορά βέβαιη για τον εαυτό της, ακριβώς γιατί δεν κατάλαβε πως η δύναμη του καινούριου βρίσκεται σε ό,τι μέχρι σήμερα θεωρούσε περιθώριο.

http://users.forthnet.gr/ath/e-poetry
___________________________
ΣΗΜ. θυμήθηκα το κείμενο μετά από αυτό το άρθρο που διάβασα εδώ: http://cohen.gr/newsite/index.php?option=com_content&view=article&id=699:2009-08-18-13-38-03&catid=34:middle-east&Itemid=60
ΣΗΜ.2. διέγραψα όσα αναφέρονται σε απόψεις του σχολιαστή για καταστάσεις που επικρατούσαν (κατά τη γνώμη του) στο φόρουμ τότε.

8 Απρ 2009

ΠΟΛΥΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΙΡΑMΑ ή ΠΟΛΥΣΥΓΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΛΥΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΙΡΑMΑ ή ΠΟΛΥΣΥΓΓΡΑΦΙΑ ονομάζεται σήμερα (βλ. ΣΗΜ) ένα κείμενο (λογοτεχνικό έργο) γραμμένο απο περισσότερους του ενός ανθρώπους, συγγραφείς συνήθως.

Και τις δυο ονομασίες τις απορρίπτω, πρώτα γιατί είναι κακόηχες, και ύστερα επειδή περιορίζουν το κείμενο που προκύπτει. Ο περιορισμός γίνεται και κατά είδος, δηλαδή το κείμενο που προκύπτει ονομάζεται «πείραμα», αλλά και κατά χώρο, δηλαδή το κείμενο που προκύπτει αφορά ένα στενό διανοουμενίστικο περιβάλλον.

Κατά τη γνώμη μου, η προσπάθεια αυτή επικοινωνίας -η απο κοινού συγγραφή ενός οποιουδήποτε κειμένου- μεταξύ ανθρώπων, είτε είναι επαγγελματίες γραφιάδες (συγγραφείς), είτε απλοί καθημερινοί άνθρωποι, θα μπορούσε να ονομάζεται «ελεύθερη συγγραφή». Εδώ ο όρος «συγγραφή» έχει το απόλυτο νόημά της άλλωστε. Τι σημαίνει «συγγράφω» τελικά, αν όχι «γράφω μαζί με κάποιον/ους άλλο/ους;

..και.. γιατί, ποιος ο λόγος δηλαδή, να συγγράφω, αν δεν θέλω να επικοινωνήσω και να μοιραστώ; Η επικοινωνία λοιπόν (και το μοίρασμα μέσω αυτής) ανάγεται στην αιτία του να γράφει κάτι κάποιος μαζί με άλλους.

..και.. για ποιο λόγο να το κάνουν οι άνθρωποι αυτό; Τι νόημα έχει μια γραπτή επικοινωνία σε μορφή διαφορετική απο αυτή π.χ. της γνωστής αλληλογραφίας; Επειδή, με την ελεύθερη συγγραφή, υπάρχει η δυνατότητα πολλαπλής επικοινωνίας, δεν περιορίζεται δηλαδή ανάμεσα σε δυο πρόσωπα μονάχα. Λαβαίνουν μέρος περισσότεροι, ανταλλάσσουν ιδέες, διαξιφισμούς, συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται συνάμα, χώρια ότι μαθαίνουν τον εαυτό τους τον ίδιο (και τις δυνατότητές τους) μέσα από τις αλληλοδιαχεόμενες εικόνες που εισπράττονται απο κάθε συμμετέχοντα. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η φάση του παιχνιδιού. Το να συγγράφει κάποιος ελεύθερα, είναι, κυρίως, ένα διασκεδαστικό παιχνίδι!

Οπως ακριβώς τα παιδιά μαθαίνουν τον εαυτό τους και το περιβάλλον μέσα απο το παιχνίδι, με κανόνες απλούς ή σύνθετους, έτσι και οι ενήλικες μαθαίνουμε τον εαυτό μας και το περιβάλλον μέσα απο μια ελεύθερη ομαδική συγγραφή (το «ομαδική» περισσεύει, αλλά τίθεται για έμφαση).

Μετά την τοποθέτηση του ελεύθερου συγγραφικού προϊόντος σε χώρο χωρίς όρια, αλλά με κανόνες, γιατί παιχνίδι χωρίς κανόνες δε νοείται, είναι εύκολο να γίνει αντιληπτή η αιτία, για την οποία θεωρήθηκαν κάποια παλαιότερα ανάλογα «πειράματα» ως αποτυχίες.

Τα προηγούμενα πειράματα ίσως δεν είχαν προβλέψει κανόνες, οι οποίοι να αφήνουν αρκετή ελευθερία στους γράφοντες, ή οι περιορισμοί ήταν καθαρά τυπικοί ή πρακτικοί, ή ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμμετεχόντων υπερίσχυε της βούλησης όλων για ένα σχετικά συμπαγές ή ομοιογενές αποτέλεσμα.

Οταν ξεκινά μια ελεύθερη συγγραφή, εκτός απο τους κανόνες (αν θα διαβάζει τα προηγούμενα κείμενα ο επόμενος στη σειρά π.χ. ή αν θα λαβαίνει γνώση μόνο της τελευταίας σειράς του προηγουμένου*) έχει μεγάλη σημασία η βούληση όσων συμμετέχουν συγγράφοντας. Ο τρόπος αντίδρασης με τη γραφή είναι σημαντικός για το αποτέλεσμα. Αν π.χ. κάποιος φαίνεται να «δυναμιτίζει» το κείμενο προσθέτοντας μια «ανατροπή», έχει σημασία ο τρόπος που θα επέμβει ο αμέσως επόμενος. Η γραφή της προσθήκης αυτού ο οποίος έπεται, σηματοδοτεί την εξέλιξη -αλλά και τη βούληση για την εξέλιξη- του κειμένου το οποίο θα προκύψει. Ο επόμενος μπορεί να συνεχίσει να «δυναμιτίζει» το κείμενο και να το καταστήσει τελικά ανενεργό, παράλογο, ή ο,τιδήποτε άλλο εκτός απο αναγνώσιμο ως λογοτεχνικό είδος, ή, με την προσθήκη της γραφής του, να το ισορροπήσει, αποδεικνύοντας έτσι τη βούλησή του για την επιτυχία της επικοινωνιακής προσπάθειας, καθώς και για την επιτυχία του ίδιου του έργου. Φυσικά, μπορεί ο (κάθε) επόμενος να συντάσσεται ευγενικά με το προηγηθέν κείμενο, οπότε το αποτέλεσμα θα είναι ένα έργο κοινωνικού εύ πράττειν και όχι ένα λογοτέχνημα, επειδή το λογοτέχνημα χρειάζεται ανατροπές για να συγκρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Υπάρχει ακόμα και η πιθανότητα να επαναλαμβάνει κάποιος τον εαυτό του, διατηρώντας το «ύφος» του και αρνούμενος να «υποταχθεί» στα γραπτά των προηγηθέντων, οπότε, το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον... δεύτερης ποιότητας! Θέτω μια μικρή επιφύλαξη ως προς το «παράλογο», επειδή συχνά ένας παραλογισμός μπορεί να έχει περισότερο ενδιαφέρον από μια ανάλατη δράση -μαλθακότητα καλύτερα. Κάτι ανούσιο, δεν είναι επιθυμητό, οπωσδήποτε!

Η απουσία κανόνων οδηγεί συχνά σε μια παράλληλη αντιπαράθεση, σε ανταγωνισμό μεταξύ των μελών της ομάδας, κάτι φυσικό στο είδος των ανθρώπων. Οι κανόνες είναι εκείνοι οι οποίοι βοηθούν στην ύπαρξη ισορροπίας, στη διοχέτευση της διανοητικής δύναμης των ανθρώπων σε γόνιμα κανάλια. Τι σημαίνει «γόνιμο»; Τίποτε άλλο εκτός από την επιτυχία, όχι τόσο του παραγόμενου έργου, όσο την επιτυχία της επικοινωνίας. Το έργο θα κριθεί απο το αποτέλεσμα, ενώ η επικοινωνία κρίνεται κάθε στιγμή. Είναι πιθανό, η διαδικασία και μόνο της παραγωγής ενός έργου μιας ελεύθερης συγγραφής να είναι σημαντικώτερη από το ίδιο το έργο. Η πιθανότητα υπεροχής του έργου, το οποίο θα παραχθεί, να είναι πιο σημαντικό απο τη διαδικασία παραγωγής του, είναι μάλλον δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά όχι κάτι ακατόρθωτο!

Το ιδανικό θα ήταν, φυσικά, να παραχθεί ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό έργο με απόλυτη ομοιογένεια, παρ' όλες τις διαφορετικές προελεύσεις των συγγραφέων του. Η παραγωγή αυτή, όταν και όποτε επιτευχθεί, θα οφείλεται κυρίως στη βούληση των συμμετεχόντων συγγραφέων για επικοινωνία περισσότερο, και όχι στην περιχαράκωσή του καθένα πίσω από τη δήθεν «μοναχικότητα» που «πρέπει» να καθορίζει ένα δημιουργό. Υπάρχουν ένα σωρό μύθοι περί του τι σημαίνει συγγραφέας, ένας γραφέας που γράφει παρέα με τη συνείδησή του ίσως...

Η απάντηση στο ερώτημα, το οποίο μπορεί να υπάρξει όταν τίθεται το συγκεκριμμένο έργο της ελεύθερης συγγραφής σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία παραγωγής του, είναι ευθέως ανάλογη με το αιώνιο ερώτημα:
Η Ιθάκη είναι πιο σημαντική ή το ταξίδι;
Το ερώτημα θα απαντηθεί με βεβαιότητα, όταν ο αλληλοεμπλουτισμός των γραφόντων στο νοητικό και το συναισθηματικό πεδίο γίνει αποδεκτός από τον καθένα, όταν έρθει η ώρα του θριάμβου της αληθινής και εκτεταμένης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων!

Το ότι σήμερα γίνονται σε διάφορους χώρους, ιδίως επιχειρηματικούς, παρόμοιες προσπάθειες επικοινωνίας, είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό. Το παράδοξο είναι η καθυστέρηση των καταξιωμένων συγγραφέων να προσχωρήσουν δυναμικά (λίγα παραδείγματα, αποτυχημένα ως επί το πλείστον, δεν αρκούν) σε αυτή την κίνηση. Ισως η καταξίωση νοείται και ως αρτηριοσκλήρυνση ή οπισθοδρόμηση, από την ισχυρή καθήλωση στο μύθο της μοναχικότητας ή από την αυστηρή παρακολούθηση της πεπατημένης...
________________________
*Παρόμοιες προσπάθειες έγιναν μεταξύ μελών της λέσχης «έλογος», επιτυχείς, όπως πιστεύω.

ΣΗΜ.1 -->> αυτό το κείμενο γράφτηκε στις 25-1-2005
ΣΗΜ.2. -- Μερικές διαδικτυακές προσπάθειες:
αυτο πετυχε αρκετα:
http://february2006.blogspot.com/

αυτο δεν ειχε μεγαλη συμμετοχη:
http://28daysinfebruary07.blogspot.com/

αυτο πατωσε:
http://blogopera-rodia.blogspot.com/

αυτό πηγε καλουτσικα, αλλα σταματησαν να γραφουν:
http://istories-1001.blogspot.com/

4 Φεβ 2009

Η ΦΛΟΡΕΝΙΑ ΜΕ ΤΗ ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΣΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

(Παραμύθι ή σχέδιο για σενάριο ή θεατρικό έργο)




Κάποτε, σε μιά χλωμή χώρα, όπου όλα ήταν κιτρινισμένα, απ’ τον ουρανό μέχρι τα δέντρα και τα λουλούδια, τις λίμνες και τα ποτάμια, τη θάλασσα και τα χλωμά πρόσωπα των ανθρώπων, σε ένα μικρό κι ασήμαντο χωριουδάκι, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι. Το κοριτσάκι αυτό ειχε βρεθεί μοναχούλι του, χωρίς μαμά και μπαμπά και χωρίς αδερφάκια και δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν του, δεν έβρισκε κανένα σχήμα να το χωρέσει. Θυμόταν μονάχα πως ήταν ένα παρελθόν δύσκολο και ήθελε με κάθε τρόπο να ξεφύγει από αυτό. Ετσι, όταν βρέθηκαν μπροστά του δυο καλοί άνθρωποι, άπλωσε επάνω τους το βλέμμα γεμάτο με τη φλόγα της ελπίδας και τους τράβηξε κοντά.


Οι καλοί άνθρωποι το λάτρεψαν μονομιάς το κοριτσάκι, το πήραν μαζί κι έγιναν μια οικογένεια: Ο μπαμπάς, η μαμά και η μικρούλα Φλορένια. Αυτό το όνομα έδωσαν στο κοριτσάκι που έγινε η αγαπημένη τους κορούλα, επειδή έφερε στη ζωή τους το άρωμα της αγάπης και της ελπίδας, το άρωμα των δυο αυτών λουλουδιών που βοηθούν τους ανθρώπους να ζουν όμορφα και να χαίρονται τη ζωή τους.

Κάποτε όμως, η ελπίδα άρχισε να ξαναχάνεται από τον κόσμο και η Φλορένια, που είχε γίνει πια μια μικρή όμορφη κοπέλα, ξεκίνησε να την ψάχνει κι έφτασε ψάχνοντας σε ένα μικρό χωριό. Στη μέση της πλατείας του μικρού χωριού βρισκόταν ένα μαγαζάκι με μιά μεγάλη ταμπέλλα που έγραφε με ξεθωριασμένα γράμματα:

ΕΔΩ ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

Η Φλορένια ξεπρόβαλε από ένα στενό δρομάκι, πλησίασε διστακτικά και άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. Οι μεντεσέδες της έτριξαν μ’ ένα διαπεραστικό ήχο, γιατί ήταν εδώ και πολύ καιρό αχρησιμοποίητη. Μέσα στο μαγαζί, πίσω από ένα σκωροφαγωμένο πρασινωπό πάγκο, κάθονταν ένας γέρος και μιά γριά. Η Φλορένια μίλησε:



- Λίγη ελπίδα, παρακαλώ.
- Λυπάμαι, μόλις μάς τελείωσε.
- Γιατί λυπάστε; Επειδή δεν έχετε να μού δώσετε;
- Οχι, επειδή δεν κρατήσαμε ούτε για μάς.
- Ευχαριστώ, θα πάω αλλού.
- Μή κάνεις τον κόπο κοπελίτσα. Πουθενά δεν πωλείται πλέον.
- Κι όμως. Ελπίζω να βρώ λίγη κάπου.
- Αχ, αν σου περισσεύει, δώσε μας λίγη από τη δική σου.
- Ευχαρίστως. Ελάτε να ψάξουμε μαζί.

Σιγά - σιγά, ένα μικρό πλήθος ακολουθούσε τη Φλορένια που έψαχνε να αγοράσει λίγη ελπίδα. Το περίεργο είναι πως η ίδια δεν είχε καταλάβει ότι όχι μόνο δεν της έλειπε, αλλά είχε τεράστιο απόθεμα, που το μοίραζε απλόχερα σε όσους την ακολουθούσαν.



Αρχισαν να περπατάνε όλοι μαζί, μέρα και νύχτα, μέσα από δάση, πόλεις, λιβάδια και χωριά, χωρίς τροφή, χωρίς ύπνο, χωρίς νερό: Η ελπίδα της Φλορένιας τους έτρεφε.

Μετά από μερικές ημέρες έφτασαν μπροστά σε ένα πανύψηλο τοίχο. Εκεί σταμάτησαν. Ο τοίχος ήταν κάτασπρος, σαν τεράστια παγοκολόνα. Ηταν και παγωμένος. Η Φλορένια ακούμπησε το χεράκι της στο κέντρο του τοίχου, μα το τράβηξε απότομα, μη παγώσει.

- Αχ! Εκανε κατάπληκτη. Ελάτε, φώναξε, ελάτε! Ελάτε, να αχνίσουμε όλοι μαζί με τα χνώτα μας!

Πλησίασαν όλοι κι άρχισαν να αχνίζουν “χού - χού” με τα χνώτα τους, εκεί, στη μέση του τοίχου. Ο τοίχος άρχισε να βαθουλώνει και να στάζει. Στ' αλήθεια, ήταν πραγματικά μιά τεράστια παγοκολόνα!

Οταν άνοιξε μιά μικρή τρύπα, μετά από χιλιάδες καυτές ανάσες, πέρασε από μέσα της η μυρωδιά της Ανοιξης.



Τότε, μόλις οι άνθρωποι μύρισαν την Ανοιξη, συνέχισαν ν’ αχνίζουν τον τοίχο με ξέφρενη χαρά, όλοι μαζί. Τα μάτια τους έλαμψαν, τα πρόσωπά τους στρογγύλεψαν από χαρά, τα χλωμά τους μάγουλα απόχτησαν χρώμα.

Κάποτε, δεν μπορώ να υπολογίσω πότε ακριβώς, άνοιξε ένα μεγάλο πέρασμα στον τοίχο. Η Φλορένια γύρισε, τους κοίταξε όλους προσεκτικά και τους είπε:

- Μέχρι τώρα δουλέψαμε όλοι μαζί για να τρυπήσουμε τον τοίχο. Τώρα, πρέπει να προσέξουμε. Ενας - ένας να περάσουμε, να μη χαλάσουμε το αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας.

Στάθηκε στο πλάι, επιβλέποντας να μη χαλάσει το άνοιγμα, απ’ όπου περνούσαν όλοι προσεκτικά, ένας - ένας. Μα σιγά - σιγά, το πέρασμα μίκραινε, στένευε.

Η Φλορένια εκλιπαρούσε να συνεχίσουν να το αχνίζουν με τα χνώτα τους περνώντας το, οι άνθρωποι όμως δεν της έδιναν πιά σημασία κι απλώς περνούσαν βιαστικοί για να φτάσουν γρηγορότερα, να αγγίξουν την Ανοιξη. Ευτυχώς, η Φλορένια πρόλαβε να περάσει κι εκείνη, τελευταία.

Αυτό που αντίκρυσε, περνώντας τον τοίχο, ήταν ένα τεράστιο ανθισμένο λιβάδι, όσο έπιανε το μάτι, γεμάτο χαρούμενους ανθρώπους, που χόρευαν και τραγουδούσαν.

Χωρίστηκαν σε ομάδες και άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους. Η Φλορένια έχτισε ένα μικρό μαγαζάκι κι έβαλε μιά μεγάλη ταμπέλλα που έγραφε:

ΕΔΩ ΧΑΡΙΖΕΤΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Πιστεύω πως θα περάσουν πολλά ευτυχισμένα χρόνια, πριν ξαναχρειαστεί κάποιος σε αυτόν τον τόπο να γυρέψει ελπίδα. Ο καθένας έχει μπόλικη στην ψυχή του. Κι όσο τη μοιράζεται με τους άλλους, όσο τη χαρίζει, η ελπίδα θα περισσεύει.

--------------------------
Κυριακή, Ιανουάριος 04, 2009
Αυτό το παραμυθάκι είναι αφιερωμένο από μένα στη μικρούλα Φλορένια που κατοικεί στο Ναύπλιο με τη μαμά της και το μπαμπά της, με πολλές ευχούλες για μια όμορφη χρονιά γεμάτη χαρά!

-->> Μπορείτε να το ακούσετε ή/και να το κατεβάσετε από εδώ