30 Νοε 2005

Αποτριχωθείτε γιατί χανόμαστε!



Η

Τ
Ρ
Ι
Χ
Α





Η τρίχα είναι μυστήριο τρένο. Φυτρώνει σα ραδίκι παντού, αν και σήμερα τα ραδίκια σπανίζουν. Το πιο μυστήριο όμως είναι η μανία μας να την κυνηγάμε. Μη δούμε μια τρίχα να ξεπροβάλλει και -όπα!- τη μαγκώνουμε αμέσως. Και καλά να τη βρούμε, ας πούμε, στο φαΐ, δικαιολογημένοι είμαστε, αλλά η μανία της αποτρίχωσης αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Κυνηγάμε την τρίχα και, όπου την πετύχουμε, κάνουμε επίθεση με όλα τα μέσα: τσιμπιδάκια, πένσες, δάχτυλα, στην ανάγκη πάμε και στο αισθητικομάγαζο να μας απαλλάξουν από το βάρος της. Κάτι μικρογραμμάρια ασήκωτα. Μια μέρα κάθισα και μέτρησα 227 διαφημίσεις τέτοιων μαγαζιών με τα παραρτήματά τους, κάνοντας ζάπινγκ φυσικά.


Τ ο φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Ξεκίνησε πιθανότατα την εποχή που ανακαλύψαμε τη χάρη του απαλού δέρματος, περίπου τότε που εφευρέθηκαν τα λίθινα εργαλεία. Με ακονισμένες πέτρες, ίσως οψιδιανούς, κούρευαν τα μαλλιά τους οι παλιοί άνθρωποι. Στα πόστερ των αιγυπτίων βλέπουμε κατακάθαρες επιδερμίδες, στις μινωικές τοιχογραφίες επίσης.


Ρ ίχνουμε ματιές στα κλασσικά και τα ελληνιστικά αγγεία, τρίχα ούτε για δείγμα. Παπαπα, αντιαισθητικό πράγμα! Ολοι καλοξυρισμένοι και χαλαουωμένοι. Αντρες και γυναίκες, αθλητές και αραχτοί. Στους πίνακες των αναγεννησιακών και στα χαμάμ των εμπρεξπρεσιονιστών, τίποτα επίσης. Οι τρίχες άφαντες. Κάτι γένια προβάλλουν δειλά σε μερικά έργα, αλλά εκείνα ήταν μούσι για την εποχή τους. Πολύ αργότερα, μετά θάνατο, αναγνωρίστηκαν οι δημιουργοί τους, π.χ. Βαν Γκογκ.


Ι σως να υπήρχε από τότε διαμάχη μεταξύ Επιστήμης και Τέχνης. Η μεν Επιστήμη ορίζει ότι η τρίχα προσφέρει μέγα έργο, βοηθώντας την επιδερμίδα να αντισταθεί στη χαλάρωση, η δε Τέχνη ορίζει όπως γουστάρει. Αυτή η εμμονή της Τέχνης στην τελειότητα μπορεί βέβαια -διόλου απίθανο- απλώς να απαλείφει τις τρίχες και όχι να παριστάνει με ακρίβεια το ζωγραφισμένο είδωλο. Τα υπέροχα ουρί στα χαμάμ του Ingres μπορεί να είχαν τριχωτές κοιλιές ή να μυστακοφορούσαν, κάθε ζωγράφος όμως δικαιούται να επιλέξει την τελειότητα, έτσι δεν είναι;

Χ αίρομαι ιδιαιτέρως που διάλεξα σήμερα να μελετήσω αυτό το θέμα, επειδή είναι μέρα σημαντική για μένα. Ζωγράφισα ένα ξυρισμένο δέρμα και κανείς δεν το κατάλαβε. Μια φίλη και προαγωγός των έργων μου διαφώνησε οξύτατα με τον τίτλο που έδωσα.

- Τι λες παιδάκι μου! Κανείς δε θα αγοράσει ένα ξυρισμένο δέρμα. Θα το πούμε «Λόφοι» και πάει και τελείωσε!

Ούτε συζήτηση να αντιταχτώ, άμα η έκθεση αποτύχει δεν έχω όρεξη να ακούω τη γκρίνια της. Λόφοι λοιπόν. Τι λόφοι, τι λοφίο, είπα μέσα μου για να παρηγορηθώ. Ξυρισμένο λοφίο ίσως, αλλά και ξυρισμένοι λόφοι… Φυσικά, δε τόλμησα να αντιπροτείνω κάτι τι και έγραψα στον κατάλογο ένα ολοκάθαρο «Λόφοι».



Α κριβώς τη στιγμή που τελείωνα τη συγγραφή του καταλόγου με τις τιμές, για τις οποίες ουδεμία ευθύνη φέρω, σκέφτηκα τι τρίχες γράφουμε κάθε μέρα και πόσες τρίχες λέμε. Πόσα μούσια αραδιάζουμε, πόσο καραφλιάζουμε, πόσο ξυρίζουμε το γαμπρό -πάντα στο τέλος. Είχα πετύχει σε ένα blog μια μέρα κάποιον που αναρωτιόταν γιατί έχουν πληθύνει οι άντρες με την αλογοουρά στην Αθήνα (ή την Ελλάδα, δε θυμάμαι) και η απάντηση μάλλον είναι ότι ίσως να υπάρχει έλλειψη τριχών στον εγκέφαλο και κάπως εξισορροπείται η κατάσταση με την εξωτερική τριχοφυΐα. Ισως να συμβαίνει και το αντίθετο, να υπάρχει δηλαδή υπερβολική τριχοφυΐα και να ξεχειλίζουν οι τρίχες. Δεν είμαι άντρας και δεν ξέρω, αυτό που ξέρω καλά είναι πόσο μετάνιωσα που κάποτε ξεκίνησα να βγάζω τα φρύδια μου. Σήμερα βλέπω το αποτέλεσμα των βλεφάρων που αρχίζουν να παίρνουν την κατιούσα, αλλά δε γίνεται να γυρίσω πίσω. Και μας το ’λεγε στο σχολείο ο κ. Παπαγεωργίου ο φυσικός...

29 Νοε 2005

Αρμεγλάδα (ακροβατικό κείμενο)



Ενα ποίημα-τίτλος. Απειρες εικόνες.
Η κατάληξη «-άδα» παραπέμπει σε κάτι τι το επικό, π.χ. Ιλιάδα, κλπ.
Η έναρξη «αρμε-» οδηγεί τη σκέψη στο μπετόν αλλά και στο αρμένισμα.

Οταν προχωρήσει το μάτι πιο κάτω και συνδυάσει την έναρξη (προσθέτοντας και το «γ» δηλαδή «αρμεγ-») με την κατάληξη «-άδα», ο νους θα σκεφτεί αμέσως το άρμεγμα και συνειρμικά την αγελάδα: Μια παχουλή αγελάδα καθισμένη σε ένα χωράφι -στη λιακάδα οπωσδήποτε- να μηρυκάζει αμέριμνα με τα τέσσερα στομάχια της.

Χα! Στομάχια! Ποια μπορεί να είναι τόσο αμέριμνη και να μηρυκάζει και να χωνεύει τα πάντα (ό,τι χόρτο της σερβίρουν) εκτός απο τη δική μας αγελάδα, την πατρίδα μας δηλαδή που τελειώνει σε «-λάδα»; Πολιτικό το ποίημα λοιπόν!

Την αγελάδα όμως ποιος την αρμέγει; Ειδικά, ΑΥΤΗ η αγελάδα αρμέγεται; Το ερώτημα είναι καίριο, επειδή προκαλεί ένα ερώτημα επι πλέον: Μήπως ΑΥΤΗ η αγελάδα αρμέγει κιόλας; Και ποιον αρμέγει;

Οπότε, ξαναγυρίζουμε στην αρχή, δηλαδή στο έπος. Ενα έπος είναι γεμάτο περιπέτεια. Μια περιπέτεια χωρίς αρμένισμα είναι τζατζίκι χωρίς γιαούρτι. Αρμένισμα λοιπόν μαζί με γιαούρτι… έχουμε και λέμε… Απο το αρμεγμένο γάλα παράγεται γιαούρτι! Αλλά και η θάλασσα, όπου αρμενίζουν τα καράβια, πολλές φορές παρομοιάζεται με γιαούρτι όταν είναι γαλήνια, εντελώς ήρεμη δηλαδή. Αλλο πάλι και τούτο.

Νέος συνειρμός: Τι είναι εντελώς ήρεμο και σταθερό, πολύ σταθερό; Το μπετόν-αρμέ! Τι ακριβώς σημαίνει μπετόν-αρμέ; Ωπλισμένο σκυρόδεμα σημαίνει, μεταφράζοντας ακριβώς απο τα γαλλικά. Χμμμ… ωπλισμένο… Αυτό πάλι;

Μπορεί κανείς να το φανταστεί και να το οδηγήσει όπου θέλει: Στο στρατό που είναι τίγκα στα όπλα, στο στρατό που όλο λένε πως θα καταργηθεί και αντί γι αυτό αυξάνει τον αριθμό οπλιτών, στη θητεία που μειώνεται με το τσιγγέλι, στους ανυπότακτους με τα προβλήματά τους -που είναι προβλήματα όλων μας και δεν το καταλαβαίνουμε- κλπ κλπ. Προβιβάστηκε κιόλας λοιπόν σε πολιτικο-στρατιωτικό το ποίημα-τίτλος-έπος!

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην παχουλή αγελάδα. Μια αγελάδα οφείλει να είναι παχουλή, αλλοιώς τι γάλα θα κατεβάσει; Πάμε φυσέκι στα αδυνατιστήρια τώρα. Αλλη πληγή αυτή! Τρώμε τρώμε, πληρώνουμε για να τρώμε, και μετά ξαναπληρώνουμε για να χάσουμε τα περιττά κιλά. Πενήντα ευρά το κιλό παρακαλώ! Το εξερχόμενο εννοείται.. γιατί το εισερχόμενο κοστίζει πολύ φτηνότερα. Ε, δεν τρώμε και κάθε μέρα π.χ. στο Χίλτον, ούτε στην κυρά του Φισκάρδου, που κάνει μηνύσεις στα κότερα για το -τιναγμένο στα ύψη- ντελίβερυ! Και οικονομικό βγαίνει τώρα το ποίημα ή μάλλον αισθητικο-οικονομικό ή, ακόμα καλύτερα (ακριβέστερα δηλαδή) αισθητικο-οικονομικο-δικαστικό!

Η παχουλή αγελάδα όμως τι έχει; Εχει κάτι που δε λείπει απο καμμιά αγελάδα: Κέρατα! Φοβερή σκέψη! Μήπως έχει και μοσχαράκια; Πολύ πιθανόν. Τα κέρατα χωρίς μοσχαράκια είναι χωρίς ενδιαφέρον συνήθως. «Ε, και; Αφού δεν έχει μοσχαράκια, ας ψάξει αλλού την τύχη της» θα πει ένας αδιάφορος παρατηρητής. Μπορούμε να δούμε τώρα λοιπόν την παχουλή αγελάδα μας να τρέχει στα δικαστήρια (εξακολουθεί το ενδιαφέρον αυτό δικαστικό μέλος του έπους) και να απαιτεί διατροφή για τα μοσχαράκια της. Και έπεται συνέχεια…

Βάρδα μην αντιστρέψω το ποίημα-τίτλος και αρχίσω να αναλύω το Αδαλγεμρα με λατινικούς χαρακτήρες: Adalgemra δηλαδή. Το «Ανταλ-» παραπέμπει στην Ανταλκίδειο ειρήνη... το «-Γκεμ-» στο συχωρεμένο το Λιαντίνη και τη διαχείριση του θανάτου... το «-Ρα» είναι ο σταυρολεξικός θεός των αρχαίων Αιγυπτίων... Αρχαία Αίγυπτος! Κλεοπάτρα η τελευταία βασίλισσα, με ελληνική καταγωγή, που έκανε μπάνιο σε γάλα -δυστυχώς όχι αγελαδινό! Ωχ! Και ιστορικο-μεταφυσικό το ποίημα! Ε... όπου θέλει το στρίβει μια νοσηρή παρανοϊκή φαντασία... προς οποιαδήποτε κατεύθυνση...

Αν βάλω την παχουλή αγελάδα να οργώνει π.χ. μάλλον θα αδυνατίσει και θα γλυτώσει και το έξοδο για το αδυνατιστήριο. Δεν το κάνω όμως, επειδή μια αγελάδα που οργώνει είναι τοποθετημένη σε άλλες εποχές. Τώρα, θα πει κάποιος κακοπροαίρετος, οι εποχές μας πείραξαν; Εδώ πήγαμε κι ήρθαμε εν ριπή οφθαλμού από την αρχαία Αίγυπτο και την αρχαία Αθήνα στα σύγχρονα αδυνατιστήρια κι απο τα δικαστήρια στο στρατό, αφού οργώσαμε και θάλασσες ήρεμες σα γιαούρτι με σταθερότητα μπετόν-αρμέ...

Και το άλλο; Αρμαγεδών!!! Αυτόν δεν πρέπει να τον συμπεριλάβουμε; Τώρα θυμήθηκα τον αγαπημένο μου Μπρους Γουΐλις! Αχ! Καλά μας άρμεξε τα πορτοφόλια με την καλοσερβιρισμένη πατάτα του! Οσο σκέφτομαι πόσο περίμενα να απολαύσω μια εργάρα και βγήκα απο την αίθουσα σα μαραμένο μαρουλόφυλλο... Ας είναι όμως, δεν κρατώ κακία... Καιρός είναι να ετοιμάσω το σενάριο για την Αρμεγλάδα. Τι λέτε; Καμμιά ιδέα κανείς;

Αυτή η θάλασσα πάντως μου έχει καρφωθεί για τα καλά: Αρμάδα! Ναι, η τουρκική αρμάδα που τη νικούσαμε κατά κράτος ένα σωρό φορές, άλλοτε με το μπουρλοτιέρη μας τον Κανάρη και άλλοτε με τη βοήθεια των συμμάχων στο Ναυαρίνο. Ναυαρίνο είπα; Τι Ναυαρίνο τι Ναβαρόνε! Κανόνια το ένα, κανόνια και το άλλο, μόνο που το Ναβαρόνε δεν υπάρχει πουθενά στο χάρτη. Πόλεμος εδώ πόλεμος και εκεί πάντως. «Πατήρ πάντων πόλεμος» Ηράκλειτος έφα. Να μην έχει και λιγουλάκι πόλεμο; Και μια πρέτζα φιλοσοφία;

Συγκρατείστε με επιτέλους!

Προσπάθησα να γράψω ένα κείμενο υψηλών προδιαγραφών, έβαλα ψηλά τον πήχυ αλλά πιστεύω πως, αντί να πηδήξω τον πήχυ, αυτό που κατάφερα είναι να γράψω ένα κείμενο που... πηδάει τον αναγνώστη! Σόρρυ... Μετά απο αυτό να εξυπηρετείστε μόνοι σας. Άμα πια!

28 Νοε 2005

Εμβρυοποίηση


Ξαφνικά, ένα πρωΐ άρχισε να μικραίνει. Το κατάλαβε όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μπάνιου και είδε καθαρά ότι η ρυτίδα πλάϊ στα χείλη της είχε εξαφανιστεί. Την απασχολούσε πολύ τον τελευταίο καιρό αυτή η μικρή σχισμή στο δέρμα του προσώπου της, τέλειου κατά τα άλλα. Ηταν κι η δουλειά της, που ζητούσε τέλεια εμφάνιση επιδερμίδας -επίδειξη καλλυντικών, τι άλλο;

Προσπαθούσε λοιπόν κάθε πρωΐ να μακιγιάρεται προσεκτικά και να κρύβει τη ρυτιδούλα με μαεστρία, να χαμογελά λιγότερο, έκανε όλα τα απαιτούμενα, αυτά που ήξερε δηλαδή, για να μη προχωρήσει το κακό και μείνει άνεργη. Τόσες και τόσες φρέσκες νεαρές περίμεναν να αδράξουν τη θέση της στην εταιρεία. Οχι πως ήταν και μεγάλη, ούτε εικοσιοχτώ, αλλά ένιωθε τη φρεσκάδα να χάνεται. Και τι ζητούσε δηλαδή; Να μη σταματήσει πριν φτάσει τα τριάντα, να προλάβει να κάνει τη μπάζα της για να ανοίξει δικό της μαγαζί. Καλλυντικών φυσικά.


Μετά από κείνο το πρωϊνό, παρατηρούσε με μεγαλύτερη προσοχή το πρόσωπό της και κάθε μέρα που περνούσε το έβρισκε όλο και πιο νεανικό. 'Αρχισε να χαμογελά αφειδώς, πειραματιζόμενη, να δει αν το πλατύ χαμόγελο θα χαλούσε την όψη του προσώπου της. Ευτυχώς, τίποτα δεν συνέβαινε αρνητικό, ίσα ίσα το πρόσωπο κάθε μέρα βελτιωνόταν αισθητά.

Είχαν περάσει πέντε μήνες όταν πρόσεξε κάτι τι ακόμη. Της φάνηκε ότι είχε κοντύνει, πήγε στο μέτρο που είχε στον τοίχο της αποθηκούλας για να μετρά το ύψος της και βεβαιώθηκε. Μέσα σε πέντε μήνες είχε χάσει ενάμισυ πόντο. Τώρα ήταν ένα κι εβδομήντα καθαρά. Το πρόσωπο πάντως έδειχνε πολύ πιο νεανικό και σε ποιότητα δέρματος αλλά και σε λάμψη και σε έκφραση. Το βλέμμα της είχε καθαρίσει, λες και έβλεπε τον εαυτό της νεότερο κατά πέντε χρόνια τουλάχιστον.

Σκέφτηκε να επισκεφτεί το γιατρό της, αλλά το ανέβαλλε προς το παρόν. Αλλωστε, αυτές τις μέρες είχε φουλ δουλειά. Η κολλητή της φίλη -αν είναι δυνατό να υπάρχει «κολλητή» σε αυτή τη δουλειά αλλά τελοσπάντων- το πρόσεξε και το σχολίασε κιόλας.

-Μα τι συμβαίνει με σένα Μαιρούλα; Τι τρέχει; Ερωτευμένη; Ερωτευμένη και δε μας είπες τίποτα;
-Οχι, αφού το ξέρεις, δε χωράει έρωτας στη ζωή μου ώσπου να τελειώσω με την εταιρεία, δεν τα είπαμε αυτά;
-Μπορεί να τα είπαμε, αλλά...
-Δεν έχει «αλλά» και δεν έχει και φλερτ. Υπνο μονάχα.
-Α, ώστε το δερματάκι οφείλεται στον ύπνο, ε; Καλά...

Τώρα που άκουσε τη φίλη της να λέει για ύπνο, σκέφτηκε ότι τον τελευταίο καιρό κοιμόταν κομματάκι παραπάνω, μπορεί και δέκα ώρες συνεχόμενες. Λες να είναι ο ύπνος; Αναρωτήθηκε. Αλλά πάλι πως εξηγείται το χάσιμο ύψους;

Πήγε στο διευθυντή του πρακτορείου της και ζήτησε ένα μήνα ανάπαυλα, έτσι κι αλλιώς είχε δουλέψει υπερβολικά το τελευταίο εξάμηνο, αλλά εκείνος έφερε δυσκολίες. Τρεις εταιρείες τη ζητούσαν για φωτογράφιση και θα ήταν κρίμα να χάσει την ευκαιρία. «'Αλλωστε δεν έχεις και πολύ χρόνο μπροστά σου, εκμεταλλεύσου τη ζήτηση που υπάρχει τώρα για το πρόσωπό σου» της είπε κι η Μαίρη πείστηκε να αναβάλλει τις διακοπές της. Και τι τις ήθελε τις διακοπές; Πιο πολύ για να τακτοποιήσει τις σκέψεις της, όχι επειδή ένοιωθε κούραση, ίσα-ίσα, το αντίθετο ένιωθε κι αυτό ήταν που τη ξάφνιαζε.

Μόλις τέλειωσε η φωτογράφιση για το πρώτο προϊόν, ένιωσε ακόμα καλύτερα, σαν να διασκέδαζε κι όχι να εργαζόταν. Μετά το δεύτερο, ακόμα πιο καλά, αλλά είχε χάσει δυο πόντους ακόμα κι αναγκάστηκε να φορέσει ψηλότερα τακούνια. Μετά το τρίτο πια, κυοφορούσε μια έκρηξη μέσα της. Δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη για πολύ, όλο έστριβε ασυναίσθητα και ταλαιπωρούσε το φωτογράφο. Επρεπε να φύγει, να διακόψει για λίγο, να καταλάβει τι της συμβαίνει. Βγαίνοντας απο το στούντιο άρχισε να τρέχει, να πετάει σαν πουλάκι. Πήγε κατευθείαν στα γραφεία της εταιρείας, όρμησε στο γραφείο του διευθυντή και ζήτησε την άδεια να λείψει, κάτι που αυτή τη φορά δεν της αρνήθηκε, κατευχαριστημένος όπως ήταν με την επιτυχία των τελευταίων φωτογραφιών της. «Μην αργήσεις να επιστρέψεις Μαιρούλα, έχεις ρέντα και μη τη χάσεις» της είπε χαιρετώντας την, ενημερώνοντάς την παράλληλα για το πριμ που το συμβούλιο της εταιρείας είχε αποφασίσει να της δώσει. Χώρια που την προόριζαν για το «Χρυσό Κορίτσι» της χρονιάς. Την άλλη μέρα πήγε και κανόνισε τα του διαβατηρίου της, έβγαλε και εισιτήριο μετεπιστροφής για τη Χαβάη και το μεθεπόμενο απόγευμα πετούσε κιόλας.

Από κείνο το απόγευμα χάθηκαν τα ίχνη της Μαίρης. Την αναζήτησαν ύστερα απο τρεις μήνες στο σπίτι της, τηλεφώνησαν στον πατέρα της στο χωριό, η κολλητή της έψαξε σε όλα τα γνωστά στέκια -δεν ήταν και πολλά γιατί η Μαίρη δεν πολυέβγαινε- αλλά τίποτα. Απευθύνθηκαν στην αστυνομία, εκείνη με τη σειρά της έψαξε στα πρακτορεία ταξιδίων κι έμαθε πως η κοπέλα πήγε στη Χαβάη. Πέραν τούτου ουδέν. Σαν να άνοιξε η γη και τη κατάπιε.

Ενα χρόνο μετά την εξαφάνιση της Μαίρης, μια χαβανέζα γέννησε ένα κοριτσάκι κάτασπρο, τόσο που ο άντρας της τη παράτησε θεωρώντας ότι τον είχε απατήσει χωρίς να του το πει. Η χαβανέζα αγάπησε πολύ το πλασματάκι, παρόλο που δεν της έμοιαζε καθόλου, το θεώρησε θεόσταλτο και το βάφτισε Μαίρη για χάρη της Παναγίας. Ηταν πολύ φτωχή αλλά ήθελε να του προσφέρει ό,τι καλύτερο γινόταν, έτσι το πήγε σε ένα πρακτορείο που ζητούσε μωρούλια για φωτογράφιση. Περιττό να πούμε ότι το μωράκι Μαίρη έκανε θραύση. Ποζάριζε στο φακό με τέτοιο επαγγελματισμό, που θάλεγε κανείς πως έκανε αυτή τη δουλειά πριν ακόμα γεννηθεί.

27 Νοε 2005

Αχ Μαράκι, Μαράκι!


Πόσο σ' άρεσε τότε, να σε στριμώχνω τα βράδια, μετά το σινεμά, στη μεγαλοπρεπή είσοδο της πολυκατοικίας, εκεί, στη Βασιλίσσης Σοφίας, «Λου Μοσκύ» ή κάπως έτσι, περιποίηση προσώπου και σώματος, αισθητική μ’ άλλα λόγια, καλό μαγαζί τετραόροφο ή πενταόροφο, δε θυμάμαι και καλά τώρα πια, πέρασαν και τόσα χρόνια, σήμερα που πέρασα το ξεκαινούργιωσαν και τό 'καναν γραφεία μιας εταιρείας. Είχε πολλά φυτά γύρω γύρω, κάτι θάμνα και κάτι περιπλοκάδες -καπετάνιος μια ζωή τι να ξέρω απο φυτά!

Οταν έβγαινα στεριά πάντως, γραμμή στο σπιτικό σου Μαράκι μου! Και να οι μουσακάδες και να τα γουρουνόπουλα τα ψητά, νηστικό δε μ' άφηνες ποτέ. Νηστικό απο τίποτα, εννοείται, όχι μονάχα απο φαγητό. Εβαζα τη μπουκιά στο στόμα και σ' έτρωγα και σένα με τα μάτια, αχ! Απέναντί μου κάθοσουν με τ' αέρινα φουστανάκια σου τα ντεκολτέ ίσαμε τον αφαλό και δεν ήτανε τότες εποχές που ο αφαλός είχε βγει στα φόρα, να το λέμε κι αυτό. Χαλβάδιαζα το ντεκολτέ σου να σκύβει και να με σερβίρει σαλάτα, λέμε τώρα, κι έσκαγε το μέσα μου να σ' αρπάξει επιτόπου και να σε ξαπλώσει πα' στο τραπέζι. Με τη μία. Ομως έκανα υπομονή, να τα κάνουμε όλα με τη σειρά. Φαγητό, σινεμά και βόλτα.

Εκεί, στη βόλτα που γυρίζαμε σπίτι, το θηρίο μέσα μου σήκωνε κεφάλι και τίποτα δεν το συγκρατούσε. Τρυπώναμε στα φυτά, στην είσοδο «Λου Μοσκύ» κι έτσι, και σου άλλαζα τα φώτα. Νύχτα ήτανε πάντα όταν κάναμε αυτή τη σκανταλιά, αλλά, και φεγγάρι να μην είχε, οι ρώγες απο τα βυζάκια σου πετιόντουσαν σαν αστεράκια, Μαράκι μου, και φωτίζανε την ψυχή μου. Τις άγγιζα και καίγονταν οι ρώγες των δαχτύλων μου απο τη φωτιά τους. Σκέτα καρβουνάκια. Αχ!

Μετά, συνέχιζα προς τα κάτω κατεβαίνοντας και το κορμάκι σου παραδινόταν σε μένα σαν μια πλαστελίνη να το πλάθω, να του δίνω σχήμα, πότε να το χαϊδεύω απαλά και πότε να το χουφτώνω με δύναμη, και με τάραζε όλη αυτή η κατάσταση, και δεν έβγαζες μιλιά Μαράκι μου. Κιχ. Ετσι μου αρέσει με σένα, μόνο αναστεναγμούς και βαθειές ανάσες, να ρουφάω τον αέρα που βγαίνει απο τα πνεμονάκια σου, σαν ατμομηχανίτσα έκανες κι εγώ μηχανοδηγός σου.

Ετσι με μάγεψες και παράτησα γυναίκα και παιδιά και θάλασσα και σε πήρα, με στεφάνι, τιμή μου και καμάρι μου, βασίλισσά μου, Μαράκι μου! Στην αρχή, κάθε βράδυ σινεμά και κάθε βράδυ «Λου Μοσκύ» με αναστεναγμούς και τσιτσιδώματα πίσω απο τις περιπλοκάδες, στα όρθια, με μπόλικη αγωνία μη περάσει κανείς να μας τσακώσει. Αλλά, ποιος να 'ρχόταν; Μαύρα σκοτάδια και φως μοναχό τα βυζάκια σου.

Εφτιαξες μια μεγάλη κρεββατάρα στο σπιτάκι μας, κι έβαλες και φυτά ένα γύρω να θυμίζει το στέκι μας το ερωτικό. Την έβρισκα όσο δε λέγεται. Κλείναμε τα φώτα και σε μύριζα, μμμμμ, το δερματάκι σου φρεσκομπανιαρισμένο, βούλωναν τα ρουθούνια μου απο πόθο. Μετά, είχαμε την πολυτέλεια ν’ ανάβουμε τα φώτα, χαμηλά φωτάκια στο πλάϊ του κρεββατιού, και σε καμάρωνα που άστραφτες, Μαράκι μου, σα γοργόνα που βγαίνει στον αφρό, με τον ιδρώτα σταλίτσες αρμύρας πάνω σου.

Τώρα, Μαράκι μου, είμαι πια στην κόλαση, ε, δε θα πήγαινα και πουθενά αλλού, τόσες αμαρτίες έκανα στη ζωή μου, είμαι λοιπόν στην κόλαση μετά τον καρκίνο που μού 'φαγε τα σκότια, και σε σκέφτομαι. Το τελευταίο μου γυναικάκι ήσουν, Μαράκι μου, και το πιο γλυκό. Για τούτο σου άφησα τα χωράφια και το σπίτι στο χωριό, για να περνάς καλά και να με σχωρνάς. Ευχή και κατάρα σου άφησα φεύγοντας, να μη μείνεις ποτέ μόνη, να μην αφήσεις το κορμάκι σου να ρημάξει, Μαράκι μου, να το φχαριστιέσαι και να ξεφυσάς σαν ατμομηχανίτσα. Δε θά 'χει πια σημασία που δε θά 'μαι εγώ ο μηχανοδηγός σου, θα μπαίνω στο κορμί του άλλου που θα σε χαίρεται και θα σε πλάθω με τα δικά του χέρια. Φτάνει να βρεις έναν σαν και μένα, να καταλαβαίνει τη γλύκα σου, Μαράκι μου, και να σε παίζει με τέχνη. Αχ, Μαράκι μου!



ΣΗΜ.1.
Αφιερωμένο στο φίλο μου Γιώργο Π., που μου είχε διηγηθεί πολλές απο τις όμορφες ερωτικές του περιπέτειες. Τα ονόματα, κλπ στοιχεία έχουν παραποιηθεί όλα, εκτός απο το «Λου Μοσκύ».
Ελαφρύ νά 'ναι το χώμα που σε σκεπάζει Γιώργο.


ΣΗΜ.2.
Μια μέρα ξύπνησα μ' ένα φοβερό πονόδοντο, πήρα ένα παυσίπονο και, περιμένοντας να δράσει, σκέφτηκα να αρχίσω να αποτυπώνω τις ερωτικές περιπέτειες του φίλου μου Γιώργου Π., που δεν υπάρχει πια ανάμεσά μας, εδώ και πολλά χρόνια. Είχε ένα μαγευτικό τρόπο να διηγείται και αυτόν προσπάθησα να μεταφέρω στο κείμενο αυτό που μοιράζομαι μαζί σας διαδικτυακοί μου φίλοι και συναγωνιστές. Το αν το πέτυχα, μόνο εκείνος θα μπορούσε να το πει με σιγουριά, αν και το ότι μου τις εμπιστεύτηκε σημαίνει κάτι. Είχα υποσχεθεί, όταν (και αν ποτέ) τις γράψω να μην αναφέρω πραγματικά ονόματα -ούτε και το δικό του- και αυτό έπραξα.
_______________________
το Μαράκι και εδω

παιχνίδια με διαδικτυακούς φίλους


Μεταφέρω ένα παιχνίδι που παίζω με το φίλο μου το Λάρρυ Κουλ.
Γράφει κάποιο ποίημα ο Λάρρυ και του αλλάζω τα φώτα.
Ευτυχώς, με ανέχεται. Ακόμα.


Αυγούστου Νύχτα


Μαγεμένος παρακολουθώ
Μια μικρή αράχνη στα φύλλα της κληματαριάς
Συνδέει με ασημένιες ίνες τ’ άστρα
Τα σταφύλια
Το κορίτσι μου που κοιμάται γυμνό στον εξώστη.

-«Είμαι η συνείδησή σου», ψιθυρίζει το έντομο
«Υφαίνω τις μορφές, συλλαμβάνω τα όντα»
Φφφ! μια δυνατή πνοή
Κόβει τον ιστό, λύνει τα μάγια.
Δεν είμαι το σώμα, η συνείδηση…
Είμαι η απόκοσμη πνοή που διαπερνά τον κόσμο
Η σιωπή που βοά μέσα από τις λέξεις.

Αυγούστου νύχτα
Χιλιάδες άνθρωποι κρέμονται στον ουρανό
Με τα χείλη κολλημένα στ’ άστρα
Θηλάζουν φως.


larry-cool.com


~~~**~~~**~~~**~~~


Αυγούστου Μέρα


Παρακολουθώ προσεχτικά
Ενα μεγάλο χταπόδι στα βράχια του βυθού
Συνδέει με τις βεντούζες του τ' άστρα
Τα κοχύλια
Το αγόρι που βουτά λαμπερό στα βαθειά

-«Είμαι η συνείδησή σου», ψιθυρίζει το μαλάκιο
«Κολλάω στις μορφές, συλλαμβάνω τα όντα»
Πλαφ! μια δυνατή καμακιά
Κόβει τη ζωή του, λύνει τα μάγια.
Δεν είναι πια όν, ούτε συνείδηση...
Είναι η πνοή του θανάτου που κυριαρχεί στον κόσμο
Η βουή που σιωπά πίσω απο τις λέξεις.

Αυγούστου μέρα
Ούτε ένας άνθρωπος στη δουλειά του
Με τα μάτια κολλημένα στην τηλεόραση
Φτύνουν σκοτάδι.


Rodia

25 Νοε 2005

απο τα μετρημένα τρώει ο λύκος


Σοφή παροιμία, ε?
Μια ζωή υποτασσόμουν στο μέτρο. Αυτό που με είχαν μάθει. Ηξερα όμως, κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού υπήρχε μια ισχυρή αντίσταση -πολλές συνάψεις μάλλον, τι να πω- που με κρατούσε σε εγρήγορση. Ηξερα καλά ότι αυτό που παιζόταν -η απομόνωση και έκφραση προς τα έξω ενός μονάχα προσώπου του εαυτού μου- ήταν ένα θέατρο. Γνώριζα ότι παίζω θέατρο, ευτυχώς. Εδώ άλλοι δρασκελούν τη ζωή και φτάνουν στον τάφο παρέα με τη μάσκα τους. Εδώ και πεντέξι περίπου χρόνια αποφάσισα να πετάξω αυτή τη μάσκα. Κόντευα να σκάσω πια! Εχω χάσει το μέτρο, αλλά βρήκα την ισορροπία. Εχει πει κανείς αρχαίος για την ισορροπία κάτι? Αυτό το «νους υγιής, κλπ» δεν είναι σημαντικότερο απο το τσιτάτο του Αριστοτέλη?

Καταθέτω μερικά δείγματα, έμμετρα και μη, απόδειξης της απώλειας του μέτρου:


Η πράσινη πανσέληνος


Κολασμένο τσικ του τσικ
μην εμφανιστεί το τικ
-όλο τρέμει

Πάνω που του κάνει κλικ
του τελείωσε το μπικ
-του γκαντέμη

Το μοιραίο πατατράκ
έστειλε το σέντερ μπακ
-στην κερκίδα

Ξέφυγε ξυστά στο τσακ
-νύχι πράσινο με λακ-
η βολίδα



Ηταν ωραία σαν πανσέληνος Αυγούστου
Ντελικατέσσεν φίνου γούστου


Διαρκώς για πανσελήνους θα μιλώ


Διαρκώς για πανσελήνους θα μιλώ
Πράσινα μάτια μαύρης γάτας στο σκοτάδι
Σμήνη πυγολαμπίδων σε λιβάδι
Ποτάμια με καθρέφτισμα θολό.

Διαρκώς για πανσελήνους θα μιλώ
Νερένια βλέμματα λιμάνια κροκοδείλων
Ορδές αιμάτινες πανούργων ψύλλων
Καβούρια με κεφάλι στρογγυλό

Διαρκώς για πανσελήνους θα μιλώ
Γι ατσαλοσύρματα πλεγμένα από αράχνες
Δροσοσταλίδες διαμαντένιες πάχνες
Τυφώνες κι αστραπές με το κιλό

Διαρκώς για πανσελήνους θα μιλώ
Ωσπου ο λόγος μου τα τύμπανα να σπάσει
Ο τίγρης χορτασμένος ν' απαγγιάσει
Κι ο ήχος να διαθλάσει το μυαλό.



Σταρ


Πόσο γουστάρ'
να γίνω σταρ!

Πήγα σε μπαρ
μπας και τρακάρ'
κανα παπάρ'
να το τσεκάρ'
και να μπουκάρ'
να του τα πάρ'

Βρήκα παπάρ'
σαν το θρεφτάρ'
να με κυαλάρ'

Του δίνω θάρρ'
για να στανιάρ'
να με φλερτάρ'
και το προγγάρ'
να ξεφρακάρ'
απ' τα δολλάρ'

Ομως για σταρ
ούτε χαμπάρ'!




Σαρδαμισμός


Ψωταφίες κλώνοι *α*


Ανέμελον την ένευσιν
Αορίστου πρόνου
Λυκτιποδητί
Εσβήτα φθορούσα ιώδη

Εν τω θέρει το βαρεί
Το φθυσεί μα δεν κρυλώνει
Το κουτουλεί κουτουλού
Αλλά τίπΟΤΕ δεν εΔΕΗσε

Ολα κατειληγμένα
Εφέβαλον ψωλήν μεγάλην
Ανθέκραξα «τις ει;»
Και αράντησις δεν εδόθη



24 Νοε 2005

το μέτρο και πώς να το αποκτήσετε


Μια ζωή έψαχνα το Μέτρο. «Παν Μέτρον Αριστον» είπε ο Αριστοτέλης αλλά δεν εννοούσε το μέτριο, τη χρυσή μετριότητα που λένε κάποιοι γονείς και δάσκαλοι -τρομάρα τους. Το τι ακριβώς εννοούσε αυτός το ξέρει καλύτερα αλλά πού να τον βρούμε να μας φωτίσει. Η γνώμη μου είναι ότι μάλλον ήθελε να εκφράσει πως όλα έχουν ένα κάποιο μέτρο. Ολα είναι μετρήσιμα δηλαδή.
Μετά απο μακρά πορεία στον πλανήτη -τρόπος του λέγειν μακρά γιατί σύντομη είναι η πορεία όλων μας εδώ πέρα- φωτίστηκα περί του μέτρου και σκέφτηκα να μεταλαμπαδέψω τη γνώση που με βρήκε κατακέφαλα. Μέτρο λοιπόν δεν υπάρχει. Πουθενά. Αμέτρητα είναι όλα. Οσο και αν επιμένουμε να τα μετρήσουμε, όλο και ξεφεύγουν. Τα άστρα, τα άτομα, τα ηλεκτρόνια, πρωτόνια, τα νετρόνια, οι πυρήνες. Ασε που ένα συμπούρμπουλο είμαστε όλοι και όλα και αν δεν υπήρχε το ψευδές των αισθήσεών μας δεν θα ξεχωρίζαμε τίποτα απο τα πέριξ πράγματα που τώρα τα θεωρούμε απτά και υπαρκτά.
Φανταστείτε ένα κόσμο απο άπειρα δισεκατομμύρια σωματίδια -αόρατα για μας φυσικά- να μπερδεύονται μεταξύ τους, να κολυμπούν σε ένα σύμπαν μυστήριο. Μπλεγμένα τα απειροελάχιστα σωματίδια που μας αποτελούν με τα απειροελάχιστα σωματίδια κάθε είδους ύπαρξης -ζωντανής ή τεχνητής- που μας περιβάλλει. Το σώμα μας ξεχωρίζει απο το τραπέζι της κουζίνας μονάχα κατά την πυκνότητα της ύλης. Ενας εξωτερικός παρατηρητής -αν θα μπορούσε να υπάρξει και αν θα μπορούσε να αντιληφτεί τον κόσμο χωρίς τις δικές μας περιορισμένες αισθήσεις- θα έβλεπε ή μάλλον δεν θα έβλεπε τίποτε.
Τίποτα δεν θα ξεχώριζε. Σύμπαν, άστρα, πλανήτες, ζώα, φυτά, άνθρωποι, κτίσματα, έπιπλα, όλα ένας αχταρμάς. Κάτι τι συγκεχυμένο σαν το γαλαξία που βλέπουμε απο μακρυά να ξετυλίγεται στον ουρανό σαν ένα πακέτο μπαμπάκι ή σαν σύννεφο. Αυτά για σήμερα και έπεται συνέχεια. Θα γράψω ο,τιδήποτε σκέφτομαι, απο στίχους μέχρι μυθιστόρημα. Πατ πατ, καλό μου κουράγιο!:) Επίσης! (για όποιον αποφασίσει να διαβάζει, ε)