31 Δεκ 2005

Η επίσκεψη του Larry -Νο 1

Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες που μας δυναστεύουν, το τελευταίο Σάββατο κάθε μήνα θα ανεβαίνει και απο μια διήγηση των επισκέψεων του ιππότου Larry.
Οποιος θέλει να ακούσει τη φωνούλα μου, υπάρχει στο sound cloud


Ο Λάρρυ εισήλθεν εις το διαμέρισμα της βαρώνης έτοιμος να γαμήσει. Φρεσκομπανιαρισμένος, με το περιποιημένο του γενάκι να μοσχοβολά άφτερ σέϊβ, έλαμπεν εντός του κατάλευκου υποκαμίσου του ως ημίθεος φωτεινός ήρως. Ητο τόσον βέβαιος δι όν έμελλεν συμβεί, ώστε είχεν προετοιμάσει καταλλήλως το εργαλείον της ηδονής, τουτέστιν είχε ψιλομαλακιστεί εντός του ανελκυστήρος.

Την θύραν ήνοιξεν η ιδία η βαρώνη βαρέων βαρών ανθυπομειδιώσα και το μειδίαμά της ηπλώθη και προς τας δύο παρειάς όταν αντίκρυσε τον ευγενή ιππότην. Ανέμενεν βεβαίως την έκπληξιν του, αλλά δεν ήτο βεβαία δια την έκτασίν της. Ο Λάρρυ είχε μείνει κόκκαλο ενώπιόν της και η κοκκαλωμένη του ψωλή είχεν αποτόμως μαραθεί. Οποίον έκτρωμα! Η βαρώνη, την οποίαν είχεν επιμελώς πλάσει με την δύναμιν της φαντασίας του, ήτο μια νεωτάτη γυναίκα εικοσιέξ Μαΐων το πολύ. Αυτήν την στιγμήν όμως, ίστατο έμπροσθέν του μία γηραιά σεβασμία εβδομηκοντούτις, τουλάχιστον, κυρία με πάλευκον κόμην.

Ελαβε την χείραν η οποία του προσεφέρθη και, λυγίσας αρκετά την οσφύν του, εξετέλεσεν το αναμενόμενον υπό της βαρώνης χειροφίλημα, δεδομένου ότι η κυρία βαρώνη ήτο ανυπερθέτως το κοντύτερο γυναικείο πλάσμα το οποίον συναντούσε. Η χειρ της βαρώνης ευωδίαζε λιβάνι, έν ακόμη ισχυρόν κατασταλτικόν των ορμών τού, διασήμου δι αυτάς, ιππότου.

«Περάστε αγαπητέ μου Λάρρυ» είπεν η βαρώνη με την τσιριχτή φωνούλα της, παραμερίζοντας τον σάρκινον όγκον της. Αυτό το «μου» έμπροσθεν του διασήμου ονόματός του τον εξενεύριζε τα μάλα, αλλά έδωσεν τόπον εις την οργήν. Να θύμωνε τώρα με μίαν υπερήλικα γιαγιάκα; Δεν ήτο τού, γνωστού δια την παροιμιώδη ψυχραιμίαν, χαρακτήρος του.

«Ευχαρίστως» απήντησεν ο Λάρρυ, συμπληρώνων όπισθεν των οδόντων του «περαστικός είμαι άλλωστε», ερευνών απεγνωσμένως εντός των πτυχών του εγκεφάλου του ίνα εξεύρει δίοδον διαφυγής από την κατάστασιν εις ήν ευρέθη λίαν απροετοίμαστος, πράγμα σπάνιον, δια τούτο και δυσκολώτατον.

«Καθήστε, μα καθήστε, όπου βολεύεστε αγαπητέ. Να κεράσω βυσσινάδαν;» είπεν η βαρώνη και προχώρησεν προς την σάλαν του μεγάλου διαμπερούς διαμερίσματός της.

«Χμμ.. ναι.. να μην ενοχλώ..» ψιθύρισεν ο ιππότης, προσθέτων ελαφρώς ανατιναζόμενος ως υπό ηλεκτρικού ρεύματος «Οχι, όχι βυσσινάδαν! Ενα νεράκι μόνο θα το έπινα ευχαρίστως.»

Το αιματώδες ποτόν του έφερεν αναμνήσεις δυσαρέστους, λόγω της υπερβολής την οποίαν είχε διαπράξει εις το στράτευμα καταναλώνων πολλά κυβικά εξ αυτού. Η βυσσινάδα ήτο το πλέον φθηνόν αναψυκτικόν, το οποίον διετίθετο υπό του Κ.Ψ.Μ. της μονάδος του και ο Λάρρυ δεν ήτο τότε αρκετά πλούσιος ώστε να δικαιούται άλλων επιλογών. Μία βυσσινάδα εκάστην Κυριακήν απόγευμα και πολύ του πήγαινε. Οταν απελύθη του στρατεύματος, εξεπλήρωσεν δηλαδή τας προς την πατρίδα υποχρεώσεις του, ωρκίσθη ότι η βυσσινάδα δεν θα πλησίαζε τα χείλη του πλέον ούτε εις απόστασιν δέκα μιλλίων.

«Οπως επιθυμείτε αγαπητέ μου» απεκρίθη η βαρώνη και κατηυθύνθη δρομαίως προς τον ψύκτην ίνα εκπληρώσει την επιθυμίαν δια ύδωρ του ιππότου. Επλήρωσεν έως το χείλος ένα βοημικής λεπτής τέχνης κρυστάλλινον αμφορέα μικρού μεγέθους, ετοποθέτησεν αυτόν επί αργυρού δίσκου μαζί με δύο ποτήρια, επίσης εκ κρυστάλλου Βοημίας, και επέστρεψεν εις την σάλαν.

Αφού εσερβίρησεν το ύδωρ και εις τα δύο ποτήρια, η βαρώνη εκάθησεν επί του ενός εκ των τριών ανακλίντρων, τα οποία συνηγωνίζοντο μεταξύ των εις την κακογουστιάν και εις το πλήθος των λεκέδων εκ βυσσινάδας επάνω εις τα κλαρωτά καλύμματά των, εκβάλλουσα αναστεναγμόν: «Ω, Λάρρυ, πόσον επεθύμουν την συνάντησιν ταύτην! Υμείς;»

Αντί απαντήσεως, ο Λάρρυ εσυμμάζεψε τους πόδας του κοντύτερα προς τους πόδας της ευρυχώρου πολυθρόνας, εις την οποίαν είχεν επιλέξει να καθήσει, αρκετά μακράν των ανακλίντρων. Εκάθητο τουτέστιν ως σεμνή αρσακειάς.

«Δεν ομιλείτε όμως αγαπητέ. Πάντοτε είστε τόσον ολιγομίλητος;» Αδημονούσα η βαρώνη συνεπλήρωνε τα κενά ομιλίας, μη ανεχομένη την παγεράν σιωπήν. Αλλωστε, σπανίως ομιλούσε εις έτερον ακροατήν πλην του καθρέπτου του λουτρού της.

«Τι να είπω ωραιοτάτη βαρώνη;» απήντησεν ο Λάρρυ, συμπληρώνων «Δια τους υπέρλαμπρους οφθαλμούς υμών, θα σας έχουν πλάσει το εγκώμιον πλειστάκις, οπότε, τι θα ηδυνάμην να προσθέσω;»

«Ω, ελάτε τώρα, αφήστε τας φιλοφρονήσεις, ας ομιλήσωμεν δια τον καιρόν» είπεν ερυθριώσα η βαρώνη, καταβιβάζουσα το άτονον βλέμμα αυτής, το οποίον όχι μόνον είχεν απωλέσει την λάμψιν του αλλά ήτο σχεδόν ανύπαρκτον όπισθεν των, ως πάτοι φιαλών γαλλικής σαμπάνιας, αδιαφανών και παχέων κοίλων φακών των ομματοϋαλίων της.

Μετά το πέρας δύο και ήμισυ ωρών σιγής, διάστημα αρκετόν ίνα γίνει αντιληπτόν άνευ δυσαρέστων εκφράσεων το άκαιρον της συναντήσεως, ο Λάρρυ εσηκώθη, δήθεν δυσφορών ελαφρώς επειδή θα εστερείτο της σπανίας συντρόφου, και ετάνυσεν τους αθλητικούς ραχιαίους μύες του λέγων «Ομορφη η συντροφιά σας ωραία βαρώνη, αλλά με αναμένουν εις τα ανάκτορα.»

Η δικαιολογία ήτο η πρέπουσα, η απολύτως αρμόζουσα εις την περίπτωσιν, διότι, δεν είναι δυνατόν να εναντιωθεί μία βαρώνη εις μίαν προκαθωρισμένην επίσκεψιν εις τα ανάκτορα. Εσηκώθη και η βαρώνη άκρως συγκεκινημένη λέγουσα «Ω, και δεν μου το ελέγατε τόσην ώρα αγαπητέ! Οποία τιμή δια το πρόσωπόν μου να με επισκεφθείτε πρώτην!»

«Ευτυχώς, η ιεραρχία σώζει» εσκέφθη ο ιππότης μοιράζων αφειδώς επαίνους εις την φαιάν του ουσίαν, η οποία κατόπιν βασάνου δύο και ήμισυ ωρών ανεκάλυψεν την ορθήν δίοδον σωτηρίας, και, απευθυνόμενος εις την γηραιάν κυρίαν, είπεν πλήρης ανακουφίσεως «Η τιμή ολόκληρος ιδική μου κυρία μου!»

Αντήλλαξαν ευγενείς ασπασμούς προ της θύρας του ανελκυστήρος, η βαρώνη εισήλθεν εις το διαμέρισμά της, και ο Λάρρυ έφθασεν εις την έξοδον της πολυκατοικίας με την καρδίαν ελαφράν ως κολιμπρί των Ανδεων. Εμπροσθέν του ηνοίγετο ήδη μία νέα πραγματικότης δια της μορφής μιας καλλιπύγου νεάνιδος, ήτις διέβαινεν εκείνην ακριβώς την στιγμήν.

Η επίσκεψις εις την βαρώνην είχεν καταστήσει δυνατήν την ακριβή έλευσιν του λεγομένου «πληρώματος του χρόνου» -του γνωστού timing των άγγλων- και ο Λάρρυ ησθάνθη, παραλλήλως με τον ενθουσιασμόν της υπερόχου ψωλής του η οποία ανηρθώθη ταχύτατα, μεγάλην ευγνωμοσύνην προς την γηραιάν βαρώνην. Ευρίσκετο υπό το κράτος τοσούτου ενθουσιασμού ώστε να σκεφτεί μάλιστα, εις -απευκταίαν βεβαίως- περίπτωσιν νέας επισκέψεώς του εις εκείνην, να δεχθεί ακόμη και το μαρτύριον της πόσεως βυσσινάδας.

Η καλλίπυγος νεάνις εβάδιζεν ταχύτατα και η ανάγκη του ιππότου να συνευρεθεί μετ’ αυτής ήτο τόσον μεγάλη ώστε διηύρυνεν τον βηματισμόν του και ήτο εξαιρετικά φαιδρά η εικών ήν παρουσίαζεν είς «κρεμανταλάς», ούτως ειπείν, να τρέχει κατόπιν ενός νεαρού ακκιζομένου θήλεως. Μετ’ ολίγων ευτυχώς διηυρυμένων βημάτων, ο Λάρρυ έφθασεν εις το σημείον βολής των καθιερωμένων ψιθυριστών μηνυμάτων προς το ούς της νεάνιδος «ωχ, γλύκα μου, πόσο με φτιάχνεις» και τα τοιαύτα. Η νεαρά έστρεψεν αποτόμως και κατέφερεν έν κτύπημα δια της χειρός της εις την ευώνυμον παρειάν του ιππότου.

Η σαρκική αύτη επαφή ήτο αρκετή δια την μετέπειτα εξέλιξιν της τυχαίας συναντήσεως των νέων αυτών εις μίαν συγκινητικήν ερωτικήν ιστορίαν. Η ιστορία των όμως η ερωτική είναι αντικείμενον επομένου συγγραφικού πονήματος.

24 Δεκ 2005

21 Δεκ 2005

Χριστουγεννιάτικες μέρες







Μισομπρουμυτισμένος στο χαλί σκαλίζει το σωρό από χαρτάκια που κείτονται στην άκρη του, κοντά στο πόδι του τραπεζιού, εδώ και κάτι μέρες μαζεύοντας σκόνη. Πιάνει στ’ ακροδάχτυλα του αριστερού του χεριού ένα ένα τα χαρτάκια, τα σηκώνει και τα κοιτάζει προσεχτικά στο φως, αφού τινάξει απαλά τη σκόνη από πάνω τους. Μετά τ’ απιθώνει σε κάποιον απ’ τους μικρότερους σωρούς, που σχηματίζονται σιγά σιγά γύρω-γύρω, ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Μερικά, τά βάζει σε μια γαλάζια νάϋλον σακκουλίτσα για να τα πετάξει, μάλλον αύριο, αφού τα επανεξετάσει.

Άλλα απ’ αυτά είναι παλιοί λογαριασμοί -πόσο νερό, πόσο ηλεκτρικό, πόσο τηλέφωνο!- θ’ αγόραζε σπίτι αν έκανε λιγάκι οικονομία τόσα χρόνια! Αποδείξεις κρασοκατανύξεων με φίλους, αποδείξεις ειδών ρουχισμού -από πότε είχε ν’ αγοράσει ρούχα; Ούτε που θυμάται, τα χαρτάκια όμως του το θυμίζουν με τις τυπωμένες ημερομηνίες τους. Χαρτάκια με αριθμούς τηλεφώνων, πρόχειρα σημειωμένοι χωρίς ένα όνομα πάνω -πώς να θυμηθεί σε ποιόν ανήκουν; Κι άλλα χαρτάκια με κάποιο στίχο, που πάλι δε θυμάται αν τον είχε ακούσει ή διαβάσει ή αποτελούσε μια έμπνευση της στιγμής. Επισκεπτήρια αγνώστων αλλά και ξεχασμένων γνωστών, που κάποτε έκανε στενή παρέα μαζί τους. Διαφημιστικές κάρτες υδραυλικών, ηλεκτρολόγων, γιατρών, σκουπιδιάρηδων -«αδειάζονται αποθήκες»- γραφείων μεταφορών. Κι άλλες κάρτες ευχετήριες -«Καλά Χριστούγεννα», «Καλό Πάσχα»- από φίλους, με όμορφες ζωγραφιές ή φωτογραφίες από εξωτικά μέρη. Μερικές είναι χειροποίητες, απόδειξη αληθινής αγάπης κι ενδιαφέροντος για το άτομό του.

Ντανιάζει με τάξη τις κάρτες σε στοίβες, λογαριάζει να κορνιζάρει μερικές απ’ αυτές σε μικρά καδράκια. Τώρα που οι περισσότεροι φίλοι του έχουν πάρει την άγουσα μετά την «αρρώστια» του και φοβούνται μια οποιαδήποτε επανασύνδεση μαζί του, οι κάρτες τους παραμένουν οι αδιάψευστοι μάρτυρες ενός ξένοιαστου και χαρούμενου παρελθόντος.
Ανάμεσα στα πολύχρωμα χαρτάκια ανακαλύπτει που και που και μερικές φωτογραφίες. Να, όπως αυτή με το αυτοκίνητο που είχε φέρει απ’ το Παρίσι και δεν πρόλαβε να το χαρεί γιατί το πούλησε πάνω στη βδομάδα. Δεν είχε σκεφτεί τη συντήρηση, την ασφάλεια και την εφορία, όταν, παραζαλισμένος απ’ την ομορφιά του, τό ’χε αγοράσει πριν τριαντατόσα χρόνια. Τί λεπτός και κομψός που ήταν τότε, πλάϊ στο μοντέλλο με τα έξυπνα φινιρίσματα! Και τώρα διατηρεί τη φόρμα του, τότε όμως δε χρειαζόταν να κάνει κανένα κόπο για να διατηρείται κομψός και περιποιημένος. Αρκούσε ένα καλό κούρεμα κι ένα μπάνιο για να δείχνει σφριγηλός -ήταν πολύ καλοφτιαγμένος ο άτιμος!- χαμογελά κάτω απ’ τ’ ανύπαρκτα μουστάκια του.

Να και η Ζακλίν! Με το στενό λιλά πουλοβεράκι της και το παρδαλό φουλάρι που της στόλιζε τον αδύνατο λαιμό. Ποτέ δεν είχε ντυθεί με γούστο αυτή η κοπέλλα, αυτή ήταν η κύρια αιτία που είχε διακόψει το δεσμό μαζί της. Γαλλίδες και έμφυτη κομψότητα, ένας μύθος ακόμα… Μαγείρευε όμως καταπληκτικά, όταν ήθελε βέβαια, όχι συχνά, αλλά στις συγκεντρώσεις με τους συναδέλφους τον έβγαζε πάντα ασπροπρόσωπο.
Γιατί έφυγε απ’ τη Ζακλίν και απ’ το Παρίσι, δε μπορεί να το εξηγήσει. Ούτε και τότε που, με το καινούργιο του αυτοκίνητο της μιας εβδομάδας, αριβάρησε στην Αθήνα είχε μπορέσει να το εξηγήσει. Κάτι ανεπαίσθητο και αδιόρατο, κάτι σαν άϋλος μαγνήτης, τον είχε τραβήξει προς την πόλη όπου γεννήθηκε, προς τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, προς τη μιζέρια, προς την «αρρώστια», προς την τελική του πτώση.

Τώρα είναι μόνος, μπρούμυτα στο κόκκινο μάλλινο παχύ χαλί του, να κοιτάζει με καινούργιο μάτι το παρελθόν και να μετανοιώνει για τη σκόνη που άφησε να το καλύψει. Τώρα δεν του μένει τίποτ’ άλλο απ’ το να ξεχωρίζει τα χαρτάκια με τις αποδείξεις, τους λογαριασμούς, τα επισκεπτήρια, τις κάρτες, τις φωτογραφίες. Τώρα, αυτή τη στιγμή, δεν έχει να σκεφτεί άλλο απ’ το φαγητό, που ετοιμάζει ο ίδιος, και το πλυντήριο που πλένει μόνο του. Τώρα, είναι αυτός κι ο εαυτός του, δύο σε ένα, όπως λέει η διαφήμιση. Τώρα βράδιασε πια, πιάστηκε τόση ώρα μπρούμυτα. Ανακατεύει ξανά όλα τα χαρτάκια σ’ ένα μεγάλο σωρό, σηκώνεται με κόπο και προχωρεί προς την κουζίνα. Αύριο πάλι...

ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Στην Ελένη Θ. Κωνσταντινίδη



Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987

είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987

ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!

σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...

Α! ναι είναι πάρα πολλά.

Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Διονύσιος Σολωμος

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Νίκος Εγγονόπουλος

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε

ο Μπουζιάνης

πόσα ο Σκλάβος

πόσα ο Καρυωτάκης

πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα

πέρασε ο Σκαλκώτας

πόσα

πόσα

Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.


Μίλτος Σαχτούρης

19 Δεκ 2005

Ο ανθρωπόλυσσας







Το κείμενο μπορείτε να το ακούσετε εδώ: ο ανθρωπόλυσσας

Κάθε μέρα, κατά το μεσημεράκι, περνάει κάποιος που φωνάζει με φωνή στεντόρια και οργίλη: «Ο ανθρωπόλυσσας!» Οταν τον πρωτάκουσα, πίστευα πως άκουγα να φωνάζει «Ο ανθοπώλης σας!» γρήγορα όμως έλαβε η εσωτερική μου ακοή το πραγματικό μήνυμα. Μπορεί άραγε, για αναρωτηθείτε κι εσείς, κάποιος με φωνή οργίλη να διαλαλεί -και τόσο δυνατά μάλιστα- την πώληση ανθέων; Δε γίνεται! Δεν είναι δυνατόν! Οπότε, η πρώτη μου σκέψη, αυτό που άκουσα την πρώτη φορά δηλαδή, ήταν εντελώς λάθος. Βγήκα κιόλας στο μπαλκόνι για να βεβαιωθώ. Κάποιος με μορφή ανθρώπου, μελαχροινός ως εκεί που δεν παίρνει, περιδιάβαινε τα στενά μέχρι να φτάσει στη μικρή μου πλατεία φωνάζοντας -σκούζοντας καλύτερα ή ουρλιάζοντας δυνατά- τη γνωστή κραυγή του «Ο ανθρωπόλυσσας!»

Η φωνή του ακούγεται τουλάχιστον δέκα λεπτά πριν εμφανιστεί η ταλαιπωρημένη του μορφή. Γιατί ταλαιπωρημένη; Μάλλον επειδή δε βρίσκει θύματα με τη συχνότητα που θα ήθελε ίσως. Κουβαλάει, σίγουρα ως προπέτασμα καπνού, ως καμουφλάζ ή παραλλαγή -επί το ελληνικώτερο- ένα σωρό γλάστρες και γλαστράκια με διάφορα φυτά, καθώς και χώμα και σακκουλάκια με λίπασμα. Διστάζω ακόμα και να φανταστώ τι παθαίνουν όσοι ψωνίζουν απο τα προϊόντα του. Μάλλον θα τους δαγκώνει ή θα τους καταπίνει αμάσητους, έτσι λυσσασμένος που δείχνει από τη φωνή του. Κι αν καταπίνει τα θύματά του, έχει καλώς. Αν όμως τα δαγκώνει, εκείνα σίγουρα θα λυσσάνε και η λύσσα θα μεταδίδεται σα χείμαρρος που δεν έχει σταματημό. Τρέμω στην ιδέα πως θα πλημμυρήσουμε -αν δεν έχει ήδη γίνει αυτό- απο πεινασμένους ανθρωπόλυσσες!

Πάντως, αυτός ειδικά, έχει την ευγένεια να προειδοποιεί κραυγάζοντας τη φοβερή του ιδιότητα, την ασθένειά του. Ή μήπως δεν πρόκειται περί ασθενείας; Μήπως είναι κάτι τι κληρονομικό ή μήπως πρόκειται για ιδιότητα εξωγήϊνων όντων ή οντοτήτων απο το υπερπέραν; Ιδού μερικά ερωτήματα, που θα μείνουν χωρίς απάντηση μια και δε λογαριάζω να δοκιμάσω να τον συναπαντήσω. Με φτάνει να τον ακούω τρέμοντας, να περνά διαλαλώντας την ανθρωπόλυσσά του. Μα καλά, σκέφτομαι ώρες ώρες, κανείς άλλος δεν πονηρεύεται τι μπορεί να συμβαίνει αληθινά; Είναι δυνατό να μένουμε έτσι απροστάτευτοι μπροστά σε μια τέτοια απειλή; Ερμαια του κάθε ανθρωπόλυσσα, που μασκαρεύεται σε ανθοπώλη;

Χθες το μεσημέρι τον ξαναείδα. Ναι, δεν το κρύβω, είχα την περιέργεια να τον ξανακρυφοκοιτάξω να περνά και βγήκα στο μπαλκόνι. Το βλέμμα μου έπεσε στις γλάστρες με τα φυτά, που φροντίζω με προσοχή. Εχει γούστο! Μπας και έχω γίνει ένας απο αυτούς; Χωρίς να το καταλάβω; Είναι δυνατό να έχω αρπάξει μια γερή δόση ανθωπόλυσσας; Να έχω ανθρωπολυσσάξει; Υπάρχουν, πράγματι, μερικές φορές που δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου! Τα βάζω με όλους και με όλα, και χωρίς ντροπή μάλιστα, χωρίς να φοβάμαι καθόλου. Ευτυχώς, αυτό το σύμπτωμα ελέγχεται ακόμη επαρκώς. Αλλά πάλι... Γιατί να θέλω να κρυφοκοιτάζω; Μήπως για να βλέπω τα λουλούδια; Μήπως, αναρωτιέμαι τρέμοντας, η αγάπη για τα φυτά είναι μια ένδειξη της επάρατης αυτής νόσου; Ε, λοιπόν, ναι! Το αποφάσισα. Θα ελέγχω καθημερινά τη χροιά της φωνής μου και... Δε θα ξαναβγώ στο μπαλκόνι!

16 Δεκ 2005

Σ' αρέσω - μ' αρέσεις

Γυναίκα: Σ’ αρέσω; Αντρας: Δεν μ’ αρέσεις, αλλά σε προτιμώ όπως είσαι. Γυναίκα: Γιατί με προτιμάς αφού δε σ’ αρέσω; Αντρας: Γιατί αν μου άρεσες, δε θα σε προτιμούσα. Γυναίκα: Εγώ δεν σε προτιμώ καθόλου, αλλά μ’ αρέσεις. Αντρας: Και γιατί δεν με προτιμάς αφού σ’ αρέσω; Γυναίκα: Γιατί θα σε προτιμούσα αν δεν μου άρεσες. Αντρας: Δεν θα σου άρεσε να με προτιμούσες; Γυναίκα: Γιατί να σε προτιμώ και ’γω, αφού με προτιμάς εσύ;. Αντρας: Ετσι... αφού σ’ αρέσω... Γυναίκα: Δεν μου αρέσει και τόσο να μου αρέσεις. Είναι υποτιμητικό να μου αρέσεις αφού δεν σ’ αρέσω. Αντρας: Κι αν μου άρεσες; Γυναίκα: Ε, τότε θα σε προτιμούσα! Aντρας: Τότε, μ’ αρέσεις! Γυναίκα: Σ’ αρέσω λοιπόν, ε; Αντρας: Ναι, μ’ αρέσεις, αλλά δεν σε προτιμώ πια. Γεια σου! Γυναίκα: Γεια σου! Καρφί δε μου καίγεται! Τον προτιμώ βέβαια τώρα, αλλά δε μ’ αρέσει πια... Τέλος -------------------------------------------------------- Το Ταχύδραμα αυτό μεταδόθηκε το 1980-81 απο το ραδιοφωνικό σταθμό του Γ’ Προγράμματος (εκπομπή ΤΑΧΥΔΡΑΜΑΤΑ ΑΚΡΟΑΤΩΝ) σε ραδιοσκηνοθεσία της Ρεγγίνας Καπετανάκη. Αλήθεια, γνωρίζει κάποιος κάτι για τη Ρεγγίνα; Τι έγινε; Πώς έχει χαθεί;

11 Δεκ 2005

Ζαχαρίας ο τίγρης


Ο Ζαχαρίας είναι ένας γάτος. Ενας σκέτος γάτος είναι, αλλά ο αφεντικός του τον βλέπει τίγρη. Για τον αφεντικό του, ο Ζαχαρίας είναι ένας τίγρης. Τεντώνεται και κουλουριάζεται ο Ζαχαρίας γάτος, ο αφεντικός του όμως βλέπει να τεντώνεται και να κουλουριάζεται ένας Ζαχαρίας τίγρης.

Οταν πηδά στην αγκαλιά του αφεντικού του για να χαϊδευτεί, εκείνος νιώθει να μεγαλώνει, να γίνεται τεράστιος και πολύ σπουδαίος που μπορεί να έχει στην αγκαλιά του και να χαϊδεύει ένα τίγρη. Οταν ο Ζαχαρίας γάτος νιαουρίζει, ο αφεντικός του ακούει ένα τίγρη να βρυχάται σα λιοντάρι και, καμιά φορά, νομίζει ότι ο Ζαχαρίας είναι λιοντάρι ή ένας τίγρης μεταμορφωμένος σε λιοντάρι. Τότε, νιώθει ακόμα πιο μεγάλος και σπουδαίος ο αφεντικός του Ζαχαρία, που έχει την τιμή να φιλοξενεί και να υπηρετεί το βασιλιά των ζώων.

Κάθε πρωί, ο αφεντικός του Ζαχαρία μικραίνει και πάει στη δουλειά του. Εκεί, όλοι τον έχουνε του κλώτσου και του μπάτσου, αλλά αυτό δεν τον στενοχωρεί καθόλου, επειδή εκείνος ξέρει. Γνωρίζει καλά πόσο μεγάλος και σπουδαίος είναι αφού μπορεί, κάθε που γυρνάει σπίτι του, ν' αγκαλιάζει και να υπηρετεί ένα φοβερό τίγρη, που, ώρες ώρες, προσποιείται το λιοντάρι ή που μπορεί κιόλας να είναι ένα λιοντάρι μεταμορφωμένο σε φοβερό τίγρη.

Ο Ζαχαρίας γνωρίζει καλά πως είναι ένας γάτος, επειδή είναι ερωτευμένος με τη ναζιάρα τη Τζίνα, τη γατούλα της κυρίας Πολυξένης του πλαϊνού διαμερίσματος. Η Τζίνα του σπάει τα νεύρα με το διαπεραστικό της νιαούρισμα, αλλά και με τα κορδελάκια που του κάνει -τη μια κουνά την ουρά της και την άλλη ανατσουτσουριάζει τις τρίχες της έτοιμη να του ορμήξει και κάνει τ' αρχίδια του να φουσκώνουν.
Είναι κι αυτή η κυρία Πολυξένη που δεν αφήνει τη γατούλα της να ξεμυτίσει από το σπίτι και μονάχα στο μπαλκόνι της επιτρέπει να βγαίνει. Εκεί κάθεται ο Ζαχαρίας και τη ζαχαρώνει με τις ώρες, περιμένοντας να 'ρθεί Γενάρης να βρει τη δύναμη να πηδήξει δρασκελώντας το κενό, για να βρεθεί στο μπαλκόνι της και να τη περιποιηθεί καταλλήλως τη μαλαγάνα τη Τζίνα, που φαίνεται να ξέρει καλά τι την περιμένει.

Ούτε που περνά από το μυαλό του αφεντικού του ότι ο φοβερός του τίγρης Ζαχαρίας μπορεί να γουστάρει μια σκέτη γάτα, κι όταν τον βλέπει στο μπαλκόνι να στυλώνει το βλέμμα στο ασπροφουφουλιασμένο γατί της κυρίας Πολυξένης, δε διστάζει να τον ανακαλέσει στην τάξη:

- Αυτό το γατί δεν είναι για σένα, Ζαχαρία μου, εσύ χρειάζεσαι μια αληθινή τίγρη ή μια λιονταρίνα, του λέει στοργικά και τον μπάζει μέσα.

Εκείνος γουργουρίζει παραπονεμένα και σκίζει μερικές εφημερίδες να ξεσπάσει τα νεύρα του.



(έν μακροσκελέστατον πόνημα αποδεικνύον την σημασίαν των εικόνων, το οποίον πιθανότατα θα συνεχισθεί)

ΣΗΜ. Οι φωτο του Ζαχαρία τραβήχτηκαν προχείρως στο σχεδιαστικό του Word και θα αντικατασταθούν συντόμως με πλέον φωτογενείς.

8 Δεκ 2005

το φιλί



Το βράδυ θα φορέσω
τα πέδιλα με τα καρούλια

πλάϊ σου θα κυλήσω
κι όπως αναπηδά η λάβα
θα έρθει το φιλί.

7 Δεκ 2005

Η ΣΚΟΝΙΤΣΑ


Σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο ζούσε η μικρή Σκονίτσα με τη μαμά της, το μπαμπά της, τον παππού, τη γιαγιά, τους θείους και τις θείες και πολλά πολλά ξαδελφάκια. Ζούσαν όλοι μαζί ξαπλωμένοι πάνω σε χαρτοκούτια, σε παλιά βιβλία, σε μπόγους απο ρούχα παλιά και σε ξεχαρβαλωμένα έπιπλα.

Πολύ ψηλά, πάνω στον ήλιο, ζούσε μια μικρούλα παραπονεμένη ηλιαχτίδα. Ενοιωθε τόσο μόνη, που όλη μέρα παρακαλούσε τον πατέρα της τον ήλιο να της βρεί συντροφιά. Ο ήλιος της έλεγε πως όταν έρθει η ώρα και μεγαλώσει θα τη στείλει στη γη, όπου σίγουρα θα την περίμεναν του κόσμου οι εκπλήξεις!

Οταν ήρθε εκείνη η ώρα -ντάλα μεσημέρι καλοκαιριού ήταν- έστειλε ο ήλιος την κορούλα του στη γη, σε μια χαραμάδα μιας πόρτας, να βρει την τύχη της. Δυσκολεύτηκε λιγάκι η λαμπερή μικρούλα ηλιαχτίδα, αλλά τελικά πέρασε απ’ τη χαραμάδα και βρέθηκε μέσα σ’ ένα θεοσκότεινο χώρο γεμάτο παλιοπράγματα. Αχ, σκέφτηκε, τι θα κάνω εδώ μέσα; Τι καλά που ήμουνα με τον πατέρα μου τον κυρ-Ηλιο και τις αδελφούλες μου τις λαμπρές ηλιαχτίδες…

Η Σκονίτσα δε θά ’ξερε κάν πως υπάρχει, αν δεν έμπαινε μια μέρα μέσα στο σκοτεινό υπόγειο η μικρούλα λαμπερή ηλιαχτίδα μέσ’ απ’ τη χαραμάδα της πόρτας. Χάρη σ’ αυτή τη μικρή χαραμάδα έφεξε ο χώρος, με τη λεπτή λουρίδα απο φως που μπήκε ορμητικά, δίνοντας ζωή σ’ αυτήν και στην οικογένειά της.

Μόλις μπήκε η ηλιαχτίδα όλες οι σκόνες -κι η μικρή Σκονίτσα μαζί τους βέβαια- σηκώθηκαν κι άρχισαν ένα τρελλό χορό πάνω της! Χάρηκε τόσο πολύ η ηλιαχτίδα που δεν ήταν πια μόνη της! Αρχισε να παίζει κι αυτή με τη Σκονίτσα και την παρέα της κι έμοιαζαν -ηλιαχτίδα και σκόνες- σαν ένα βαγόνι τρένου γεμάτο χαρούμενους επιβάτες.

Πήδαγε η μικρούλα λαμπερή ηλιαχτίδα απο τοίχο σε τοίχο, κι απ’ το πάτωμα αντανακλούσε στο ταβάνι, γεμάτη χαρά που είχε δώσει ζωή στους φίλους της! Περνούσε μέσ’ απο κουρελιασμένες κουρτίνες, άγγιζε τα σκωροφαγωμένα έπιπλα, χάϊδευε τα κατασκονισμένα βιβλία…

Η Σκονίτσα κι όλες μαζί οι σκονίτσες του υπογείου χόρευαν μαζί της ένα τρελλό χορό που τελειωμό δεν είχε! Κόντευε να βραδυάσει όμως κι η λαμπερή ηλιαχτίδα έπρεπε να γυρίσει στο σπιτάκι της, κοντά στον πατέρα της, τον Ηλιο. Ολο και μίκραινε λοιπόν σιγά σιγά πλησιάζοντας προς τη χαραμάδα απ’ όπου είχε μπει. Η Σκονίτσα κατάλαβε πως πάλι θά ’μενε μοναχούλα της στο σκοτάδι, πως ο χορός θά ’πρεπε να πάρει τέλος…

-Μη φεύγεις καλή μου φίλη! Φώναξε στην ηλιαχτίδα.

-Θα ξανάρθω αύριο πάλι να παίξουμε, αν δεν έχει συννεφιά! Απάντησε η ηλιαχτίδα.

Πέρασε πολύς καιρός και η όμορφη φιλία της Σκονίτσας με την ηλιαχτίδα άνθιζε κάθε μέρα και περισσότερο. Πέρασε όμως το καλοκαίρι κι ήρθε ο χειμώνας με πολλή συννεφιά και κρύο. Οι μέρες μίκρυναν και σκοτείνιαζαν νωρίς, ακόμα κι όταν δεν ήταν συννεφιασμένες. Ολο και λιγώτερο έβλεπαν οι δυο φιλενάδες η μια την άλλη, ώσπου μια μέρα η ηλιαχτίδα δεν κατέβηκε καθόλου στη γη. Ο κυρ-Ηλιος δεν άφησε τη μικρή κορούλα του να διακινδυνέψει μια βόλτα στη χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα.

Η Σκονίτσα ήταν απαρηγόρητη. Ξάπλωσε ξανά σ’ ένα παλιό μπαούλο κι άρχισε να κλαίει. Την πλησίασε τότε η γιαγιά της, μια γέρικη και παχιά σκόνη, και της είπε λόγια, που την έκαναν να χαμογελάει όταν θυμόταν τις όμορφες μέρες που είχε ζήσει χορεύοντας πάνω στη μικρή ηλιαχτίδα παρέα με τους συγγενείς της. Θυμόταν, ναι, θυμόταν… Και ήταν πολύ ευτυχισμένη επειδή τώρα γνώριζε πως δεν ήταν μια τυχαία σκονίτσα, ήξερε τι ήταν, ήξερε ποιά ήταν, χάρη στη φίλη της τη λαμπερή μικρούλα ηλιαχτίδα!

Μια ανοιξιάτικη μέρα, όταν η ηλιαχτίδα ετοιμαζόταν να ξανακατέβει στη γη, μερικοί εργάτες άνοιξαν την πόρτα του υπογείου. Καθάρισαν καλά το χώρο, έρριξαν μπόλικο νερό κι έδιωξαν όλες τις σκόνες. Η Σκονίτσα παρασύρθηκε μαζί με άλλες σκόνες διαφόρων ηλικιών και μεγεθών προς ένα μικρό ρυάκι.

Κολυμπούσε θέλοντας και μη, προσπαθώντας να κρατηθεί απο κάπου να μη χαθεί. Εχασε τους γονείς, τ’ αδερφάκια και τα ξαδερφάκια της, τη γιαγιά και τον παπού, όλους μα όλους τους συγγενείς της. Εκεί που πίστευε πως μάταια πάλευε να σταθεί στην επιφάνεια του ρυακιού, ένα κλαράκι βρέθηκε μπροστά της λέγοντας:

-Ελα, σκαρφάλωσε πάνω μου μικρή Σκονίτσα!

-Αχ! Νά ’σαι καλά μικρό μου κλαράκι! Ευχαριστώ που με δέχεσαι να σταθώ πάνω σου.

Και μ’ ένα πήδο βρέθηκε πάνω στο κλαράκι να ταξιδεύει προς το άγνωστο. Ταξίδευαν μέρες πολλές το κλαράκι με τη Σκονίτσα, ώσπου ήρθε το καλοκαίρι και το ρυάκι στέρεψε. Ξεράθηκε εντελώς. Εκεί τη βρήκε η μικρούλα ηλιαχτίδα τη φιλενάδα της και ξανάρχισαν τα παιχνίδια κάτω απ’ τα φυλλώματα των δέντρων.

Αρχισαν να διηγούνται πως πέρασαν το χειμώνα, να λένε τις περιπέτειες και τα βάσανά τους. Το κλαράκι έγινε, μαζί με τη Σκονίτσα, ο καλύτερος φίλος της μικρούλας ηλιαχτίδας. Απλωσε το κορμάκι του μέχρι που η μικρούλα ηλιαχτίδα το ζέστανε και το στέγνωσε εντελώς. Πέρασαν οι τρεις τους όμορφες μέρες καλοκαιρινές, γεμάτες χαρά και διασκέδαση.

Ο χειμώνας δεν άργησε να ξανάρθει φέρνοντας κρύο και βροχές, σύννεφα και σκοτεινιά. Η μικρούλα ηλιαχτίδα γύρισε στο ουράνιο σπιτάκι της κι η Σκονίτσα έμεινε στη γη να περιμένει τι θα της συμβεί κοντά στο κλαράκι, το φίλο της. Δεν περίμενε και πολύ γιατί μια μέρα ήρθε ένα παιδάκι και μάζεψε το κλαράκι για προσάναμμα στο τζάκι. Ετρεξε χαρούμενο στη μαμά του λέγοντας:

-Κύττα μαμά τι όμορφο κλαράκι! Είναι κατάξερο, ότι πρέπει για προσάναμμα!

Το βράδυ της ίδιας μέρας άναψε το τζάκι του φτωχικού με τη βοήθεια του μικρού κλαριού. Η Σκονίτσα τότε ανέβηκε απ’ την καμινάδα μαζί με το κλαράκι που έγινε καπνός, πολύ χαρούμενη που θα συναντούσε την καλή της φίλη τη μικρούλα ηλιαχτίδα εκεί ψηλά στον ουρανό...

____________________________
-->> μπορείτε να ακούσετε και να κατεβάσετε το παραμυθάκι εδώ (ακούγεται δεύτερο)

4 Δεκ 2005

telestory



1. Ντρινννννν (Τάσος-Καιτούλα)

- Ελα, μανίτσα μου μ' ακούς;
- Ναι καρδιά μου...
- Είναι άρρωστη η μανούλα μου και είμαι στο χωριό..
- Α, καλά έκανες Τάσο μου, να την προσέχεις τη μανούλα σου
- Δε θα είμαι το βράδυ να πάμε στο κλαμπ...
- Τι λες ψυχούλα μου! το κλαμπ θα κοιτάξουμε τώρα;
- Δεν ευκαίρησα να σε πάρω πιο νωρίς...
- Μα τι μου λες τώρα; Νά 'ρθω να δώσω ένα χεράκι;
- Οχι μανίτσα μου, έχω τη θειά μου εδώ..
- Καλά θησαυρέ μου, ό,τι πεις. Αύριο, ε;
- Ναι, αύριο.. σε φιλώ γλυκά μανίτσα μου. Σμουτς!
- Σμουτς, σμουτς, σμουτς!


2. Ντρινννννν (Καιτούλα-Αντρέας)

- Ελα, εσύ σαι Αντρέα;
- Ναι ψιψινούλα μου, ποιος ήθελες νά 'ναι;
- Νά 'σαι καλά, βρε Αντρέα μου, που σε πετυχαίνω...
- Γιατί; Τι τρέχει; Τι έπαθε η γατούλα μου;
- Τίποτα σπουδαίο... απλά βαρυέμαι...
- Νά 'ρθω απο κει να σε κάνω να ξεβαρεθείς;
- Εμ... και να μη βγούμε πρώτα λίγο έξω; Εσκασα στους τέσσερις τοίχους!
- Ο,τι θέλει το γατουλίνι μου! Πού να πάμε; μπουζούκια;
- Ε... να μη σε βάλω και στα έξοδα.. κανα σινεμαδάκι θερινό...
- Σωστά. Μη πιω και πολύ και δεν... χαχαχα
- Χαχαχαχα...
- Ξέρεις κανα καλό; Εχει στη γειτονιά σου;
- Εχει, αλλά δεν παίζει και τίποτα σπουδαίο.. ένα κουλτουριάρικο...
- Τίτλος;
- Ενα παλιό ιταλικό είναι... Κοντά σου δεν έχει τίποτα;
- Πώς! Εχει ένα αστυνομικό.
- Πφφ... αστυνομικό... Κάτι άλλο;
- Αστο το σινεμά καλύτερα, ε; Πάμε πιτσαρία;
- Αμε! Εχουμε τη δικιά μας, κοντά στη φωλίτσα μας.. στο πάρκο...
- Εμ, το λέω ότι είσαι μοναδική ψιψινούλα μου! Σε πόσην ώρα;
- Σε είκοσι λεπτά.
- Προλαβαίνεις; Μη με στήσεις σαν την περασμένη φορά!
- Οχι, όχι, πύραυλος θα γίνω!
- Χαχαχαχα, όχι και πύραυλος εσύ! Εγώ να πούμε...
- Ναι, εσύ πύραυλος κι εγώ ρουκέτα!
- Πώς τα λες ώρες ώρες.. γι αυτό σε γουστάρω γατουλίνα μου!
- Αντε, μη χασομεράμε στο τηλέφωνο... ντύσου κι έλα!
- Ερχομαι, έρχομαι... μπάϊ.
- Μπάϊ μπάϊ.


3. Ντρινννννν (Νινάκι-Τάσος)

- Ναι; Ποιος είναι;
- Ο Τασούλης σου μανάρα μου, εγώ είμαι!
- Αααα... γεια σου Τάσο, τι κάνεις;
- Καλά... Σε πεθύμησα ρε Νινάκι, κι είπα να σε πάρω να πούμε δυο κουβεντούλες...
- Και βρήκες την ώρα, ε;
- Ε, ναι... Εσύ δε με πεθύμησες καθόλου;
- Πως πως.. και βέβαια σε πεθύμησα, αλλά...
- Αλλά; Αλλά τι;
- Μου τηλεφώνησε ο Μιχάλης πως θα περάσει και όπου νά 'ναι φτάνει...
- Α. Ο Μιχάλης. Τον γουστάρεις πιο πολύ το Μιχάλη απο μένα, ε;
- Οχι, όχι πιο πολύ... αλλά να... ήμουνα μόνη μου και με πήρε τηλέφωνο και...
- Και; Ασ' τα σάπια μανάρα μου! Εμένα με ξέχασες κιόλας!
- Οχι, δεν είναι αυτό... αλλά...
- Αλλά;
- ...εσύ και η Καιτούλα...
- Δε μας χέζεις με την Καιτούλα βραδυάτικα;
- Γιατί; Τι έγινε; Μαλλώσατε;
- Περίπου... Θα στα πω άλλη ώρα...
- Πες μου Τάσο μου...
- Οχι τώρα, δεν προλαβαίνουμε. Πάρε το Μιχάλη και πες του να μην έρθει.
- Μα.. θα είναι στο δρόμο ο άνθρωπος...
- Τώρα, αποφάσισε: Εμένα θες ή το Μιχάλη; Τώρα, μανάρα μου, τώρα!
- Εσένα... θέλει και ρώτημα Τάσο μου;
- Ασε τα "μου" και τα "μα" και κανόνισε. Σε μισή ώρα θά 'μαι εκεί. Ερχομαι!
- Καλά, Τασούλη μου, καλά...
- Κλατς! (κλείνει το ακουστικό)


4. Ντρινννννν (Μιχάλης-Νινάκι)

- Εμπρός.
- Ελα, Μιχάλη εσύ;
- Εμ, ποιος άλλος;
- Μιχάλη μου, καλά και σε πρόλαβα.. να μην έρθεις απόψε...
- Γιατί; Τι τρέχει;
- Ο γαμπρός μου έχει πονόδοντο και χρειάζεται άμεση φροντίδα...
- Γαμώ το γαμπρό σου και τη φροντίδα του! Δεν πάει στα επείγοντα;
- Ξέρεις τώρα... λείπει κι η αδερφή μου...
- Και; Βρε μπας και τρέχει τίποτα με το γαμπρό σου;
- Οχι όχι.. Τι βάζεις με το νου σου Μιχάλη μου; Εγώ με το γαμπρό μου;
- Γιατί; Τι το παράξενο βρίσκεις; Ωραίο παιδί είναι...
- Ελα τώρα, με πειράζεις...
- Τι να σου πω κορίτσι μου, τελευταία στιγμή και μ' αφήνεις ρέστο για το δόντι του γαμπρού σου...
- Μου θύμωσες; Να τα πούμε αύριο;
- Αύριο έχω εφημερία.
- Μεθαύριο τότε.
- Μεθαύριο... Να πούμε Δευτέρα καλύτερα που έχω και ρεπό;
- Εντάξει. Δευτέρα.
- Αλλά...
- Ναι...
- Κοίτα να του το φτιάξεις καλά το δόντι να μην υποτροπιάσει!
- Χαχαχαχαχα... μείνει ήσυχος αγαπούλα μου... σμουτς!
- Ναι.. φίλα με τώρα.. παλιοκόριτσο!
- Κλατς! (κλείνει το ακουστικό)


5. Ντρινννννν (Καιτούλα-Μιχάλης)

- Παρακαλώ...
- Ελα, Καιτούλα;
- Ναι... ποιος είναι;
- Ο Μιχαλάκης σου μωρό μου...
- Αχ, Μιχάλη μου! Χαθήκαμε!
- Ναι, κουκλίτσα μου, χαθήκαμε... αλλά δε φταίω...
- Σάμπως φταίω εγώ;
- Παλιοζωή μανουλάκι μου, εφημερίες και τα τοιαύτα.
- Τουλάχιστον σας πληρώνουν καλά;
- Αυτό άστο, μη το συζητάς. Σκατά.
- Μιχάλη...
- Ναι...
- Πρέπει να φύγω.. με περιμένει ο Αντρέας στην πιτσαρία του πάρκου...
- Δεν τον χέζεις τον Αντρέα μωράκι μου;
- Μα...
- Πρώτη φορά είναι που θα τον στήσεις;
- Μα... εγώ τον...
- Δεν έχει "μα" και "ξεμά" όταν σου μιλάω εγώ.
- ..εγώ τον κάλεσα γιατί...
- Εσύ; Πώς κι έτσι;
- Να, έφυγε επειγόντως ο Τάσος για το χωριό.. αρρώστησε η μάνα του... και...
- ..και δε μπορούσες να μείνεις μόνη.. ε;
- Ετσι ακριβώς Μιχάλη μου, έτσι!
- Και θα είσαι μόνη σήμερα ολόκληρο το βράδυ;
- Ως αύριο το μεσημέρι Μιχάλη μου...
- Αλατις! Ε, θα το κάψουμε τότε!
- ....???
- Θα σε πάω στα μπουζούκια! Γουστάρεις;
- Να μη γουστάρω; Μαζί σου και στην κόλαση Μιχάλη μου.
- Αντε, ντύσου σένια και σε μισή ωρίτσα περνάω και σε παίρνω, έτσι;
- Ναι, σε μισή ωρίτσα. Ντύνομαι.
- Μάκια γλυκειά μου!
- Μάκια!


6. Ντρινννννν (Καιτούλα-Αντρέας)

- Ναι...
- Αντρέα..;
- Ναι ψιψινέλα μου! Ετοιμη; Φεύγω. Στο τσακ με πρόλαβες!
- Αντρέα μου, δε θα έρθω... και μη με μαλλώσεις...
- Γιατί;
- Γιατί νοιώθω λίγο κουρασμένη... είχαμε πολλή δουλειά στο γραφείο και...
- ..και τώρα το θυμήθηκες;
- Ασε.. μού 'ρχεται λιποθυμιά.. θα πέσω για ύπνο...
- Απο τώρα;
- Ναι, Αντρέα μου.. είμαι πτώμα...
- Καλά, ευτυχώς που μου τηλεφώνησες τουλάχιστον και δε με ξανάστησες σαν την άλλη φορά..
- Μου θύμωσες; Δε μου θύμωσες, ε;
- Οχι, πώς να σου θυμώσω για;
- Θα βρω καμμιά ευκαιρία να σε πάρω την άλλη βδομάδα, ναι;
- Ναι, γατουλίνα.. όλα εντάξει.. κλείσε τώρα να βρω καμμιά άλλη παρέα να βγω τώρα που με ξεσήκωσες.
- Ναι Αντρέα μου, να βγεις... Καλή διασκέδαση!
- Ευχαριστώ Καιτούλα και όνειρα γλυκά! Σματς το μωρό μου!
- Σματς! Γλυκούλι μου.. σματς!

ΤΕΛΟΣ

(αν και το τέλος της ιστορίας βρίσκεται στα μπουζούκια, όπου συναντήθηκαν όλοι μαζί!!!)

2 Δεκ 2005

Le tiroir

Oui, je voudrais voir
ton vide tiroir

Oui, je voudrais bien
trouver qu' il n' y a rien!