Στο πλαίσιο της προσπάθειας απεγκλωβισμού από τις εικόνες που μας δυναστεύουν, το τελευταίο Σάββατο κάθε μήνα θα ανεβαίνει και απο μια διήγηση των επισκέψεων του ιππότου Larry.
Οποιος θέλει να ακούσει τη φωνούλα μου, υπάρχει στο sound cloud
Ο Λάρρυ εισήλθεν εις το διαμέρισμα της βαρώνης έτοιμος να γαμήσει. Φρεσκομπανιαρισμένος, με το περιποιημένο του γενάκι να μοσχοβολά άφτερ σέϊβ, έλαμπεν εντός του κατάλευκου υποκαμίσου του ως ημίθεος φωτεινός ήρως. Ητο τόσον βέβαιος δι όν έμελλεν συμβεί, ώστε είχεν προετοιμάσει καταλλήλως το εργαλείον της ηδονής, τουτέστιν είχε ψιλομαλακιστεί εντός του ανελκυστήρος.
Την θύραν ήνοιξεν η ιδία η βαρώνη βαρέων βαρών ανθυπομειδιώσα και το μειδίαμά της ηπλώθη και προς τας δύο παρειάς όταν αντίκρυσε τον ευγενή ιππότην. Ανέμενεν βεβαίως την έκπληξιν του, αλλά δεν ήτο βεβαία δια την έκτασίν της. Ο Λάρρυ είχε μείνει κόκκαλο ενώπιόν της και η κοκκαλωμένη του ψωλή είχεν αποτόμως μαραθεί. Οποίον έκτρωμα! Η βαρώνη, την οποίαν είχεν επιμελώς πλάσει με την δύναμιν της φαντασίας του, ήτο μια νεωτάτη γυναίκα εικοσιέξ Μαΐων το πολύ. Αυτήν την στιγμήν όμως, ίστατο έμπροσθέν του μία γηραιά σεβασμία εβδομηκοντούτις, τουλάχιστον, κυρία με πάλευκον κόμην.
Ελαβε την χείραν η οποία του προσεφέρθη και, λυγίσας αρκετά την οσφύν του, εξετέλεσεν το αναμενόμενον υπό της βαρώνης χειροφίλημα, δεδομένου ότι η κυρία βαρώνη ήτο ανυπερθέτως το κοντύτερο γυναικείο πλάσμα το οποίον συναντούσε. Η χειρ της βαρώνης ευωδίαζε λιβάνι, έν ακόμη ισχυρόν κατασταλτικόν των ορμών τού, διασήμου δι αυτάς, ιππότου.
«Περάστε αγαπητέ μου Λάρρυ» είπεν η βαρώνη με την τσιριχτή φωνούλα της, παραμερίζοντας τον σάρκινον όγκον της. Αυτό το «μου» έμπροσθεν του διασήμου ονόματός του τον εξενεύριζε τα μάλα, αλλά έδωσεν τόπον εις την οργήν. Να θύμωνε τώρα με μίαν υπερήλικα γιαγιάκα; Δεν ήτο τού, γνωστού δια την παροιμιώδη ψυχραιμίαν, χαρακτήρος του.
«Ευχαρίστως» απήντησεν ο Λάρρυ, συμπληρώνων όπισθεν των οδόντων του «περαστικός είμαι άλλωστε», ερευνών απεγνωσμένως εντός των πτυχών του εγκεφάλου του ίνα εξεύρει δίοδον διαφυγής από την κατάστασιν εις ήν ευρέθη λίαν απροετοίμαστος, πράγμα σπάνιον, δια τούτο και δυσκολώτατον.
«Καθήστε, μα καθήστε, όπου βολεύεστε αγαπητέ. Να κεράσω βυσσινάδαν;» είπεν η βαρώνη και προχώρησεν προς την σάλαν του μεγάλου διαμπερούς διαμερίσματός της.
«Χμμ.. ναι.. να μην ενοχλώ..» ψιθύρισεν ο ιππότης, προσθέτων ελαφρώς ανατιναζόμενος ως υπό ηλεκτρικού ρεύματος «Οχι, όχι βυσσινάδαν! Ενα νεράκι μόνο θα το έπινα ευχαρίστως.»
Το αιματώδες ποτόν του έφερεν αναμνήσεις δυσαρέστους, λόγω της υπερβολής την οποίαν είχε διαπράξει εις το στράτευμα καταναλώνων πολλά κυβικά εξ αυτού. Η βυσσινάδα ήτο το πλέον φθηνόν αναψυκτικόν, το οποίον διετίθετο υπό του Κ.Ψ.Μ. της μονάδος του και ο Λάρρυ δεν ήτο τότε αρκετά πλούσιος ώστε να δικαιούται άλλων επιλογών. Μία βυσσινάδα εκάστην Κυριακήν απόγευμα και πολύ του πήγαινε. Οταν απελύθη του στρατεύματος, εξεπλήρωσεν δηλαδή τας προς την πατρίδα υποχρεώσεις του, ωρκίσθη ότι η βυσσινάδα δεν θα πλησίαζε τα χείλη του πλέον ούτε εις απόστασιν δέκα μιλλίων.
«Οπως επιθυμείτε αγαπητέ μου» απεκρίθη η βαρώνη και κατηυθύνθη δρομαίως προς τον ψύκτην ίνα εκπληρώσει την επιθυμίαν δια ύδωρ του ιππότου. Επλήρωσεν έως το χείλος ένα βοημικής λεπτής τέχνης κρυστάλλινον αμφορέα μικρού μεγέθους, ετοποθέτησεν αυτόν επί αργυρού δίσκου μαζί με δύο ποτήρια, επίσης εκ κρυστάλλου Βοημίας, και επέστρεψεν εις την σάλαν.
Αφού εσερβίρησεν το ύδωρ και εις τα δύο ποτήρια, η βαρώνη εκάθησεν επί του ενός εκ των τριών ανακλίντρων, τα οποία συνηγωνίζοντο μεταξύ των εις την κακογουστιάν και εις το πλήθος των λεκέδων εκ βυσσινάδας επάνω εις τα κλαρωτά καλύμματά των, εκβάλλουσα αναστεναγμόν: «Ω, Λάρρυ, πόσον επεθύμουν την συνάντησιν ταύτην! Υμείς;»
Αντί απαντήσεως, ο Λάρρυ εσυμμάζεψε τους πόδας του κοντύτερα προς τους πόδας της ευρυχώρου πολυθρόνας, εις την οποίαν είχεν επιλέξει να καθήσει, αρκετά μακράν των ανακλίντρων. Εκάθητο τουτέστιν ως σεμνή αρσακειάς.
«Δεν ομιλείτε όμως αγαπητέ. Πάντοτε είστε τόσον ολιγομίλητος;» Αδημονούσα η βαρώνη συνεπλήρωνε τα κενά ομιλίας, μη ανεχομένη την παγεράν σιωπήν. Αλλωστε, σπανίως ομιλούσε εις έτερον ακροατήν πλην του καθρέπτου του λουτρού της.
«Τι να είπω ωραιοτάτη βαρώνη;» απήντησεν ο Λάρρυ, συμπληρώνων «Δια τους υπέρλαμπρους οφθαλμούς υμών, θα σας έχουν πλάσει το εγκώμιον πλειστάκις, οπότε, τι θα ηδυνάμην να προσθέσω;»
«Ω, ελάτε τώρα, αφήστε τας φιλοφρονήσεις, ας ομιλήσωμεν δια τον καιρόν» είπεν ερυθριώσα η βαρώνη, καταβιβάζουσα το άτονον βλέμμα αυτής, το οποίον όχι μόνον είχεν απωλέσει την λάμψιν του αλλά ήτο σχεδόν ανύπαρκτον όπισθεν των, ως πάτοι φιαλών γαλλικής σαμπάνιας, αδιαφανών και παχέων κοίλων φακών των ομματοϋαλίων της.
Μετά το πέρας δύο και ήμισυ ωρών σιγής, διάστημα αρκετόν ίνα γίνει αντιληπτόν άνευ δυσαρέστων εκφράσεων το άκαιρον της συναντήσεως, ο Λάρρυ εσηκώθη, δήθεν δυσφορών ελαφρώς επειδή θα εστερείτο της σπανίας συντρόφου, και ετάνυσεν τους αθλητικούς ραχιαίους μύες του λέγων «Ομορφη η συντροφιά σας ωραία βαρώνη, αλλά με αναμένουν εις τα ανάκτορα.»
Η δικαιολογία ήτο η πρέπουσα, η απολύτως αρμόζουσα εις την περίπτωσιν, διότι, δεν είναι δυνατόν να εναντιωθεί μία βαρώνη εις μίαν προκαθωρισμένην επίσκεψιν εις τα ανάκτορα. Εσηκώθη και η βαρώνη άκρως συγκεκινημένη λέγουσα «Ω, και δεν μου το ελέγατε τόσην ώρα αγαπητέ! Οποία τιμή δια το πρόσωπόν μου να με επισκεφθείτε πρώτην!»
«Ευτυχώς, η ιεραρχία σώζει» εσκέφθη ο ιππότης μοιράζων αφειδώς επαίνους εις την φαιάν του ουσίαν, η οποία κατόπιν βασάνου δύο και ήμισυ ωρών ανεκάλυψεν την ορθήν δίοδον σωτηρίας, και, απευθυνόμενος εις την γηραιάν κυρίαν, είπεν πλήρης ανακουφίσεως «Η τιμή ολόκληρος ιδική μου κυρία μου!»
Αντήλλαξαν ευγενείς ασπασμούς προ της θύρας του ανελκυστήρος, η βαρώνη εισήλθεν εις το διαμέρισμά της, και ο Λάρρυ έφθασεν εις την έξοδον της πολυκατοικίας με την καρδίαν ελαφράν ως κολιμπρί των Ανδεων. Εμπροσθέν του ηνοίγετο ήδη μία νέα πραγματικότης δια της μορφής μιας καλλιπύγου νεάνιδος, ήτις διέβαινεν εκείνην ακριβώς την στιγμήν.
Η επίσκεψις εις την βαρώνην είχεν καταστήσει δυνατήν την ακριβή έλευσιν του λεγομένου «πληρώματος του χρόνου» -του γνωστού timing των άγγλων- και ο Λάρρυ ησθάνθη, παραλλήλως με τον ενθουσιασμόν της υπερόχου ψωλής του η οποία ανηρθώθη ταχύτατα, μεγάλην ευγνωμοσύνην προς την γηραιάν βαρώνην. Ευρίσκετο υπό το κράτος τοσούτου ενθουσιασμού ώστε να σκεφτεί μάλιστα, εις -απευκταίαν βεβαίως- περίπτωσιν νέας επισκέψεώς του εις εκείνην, να δεχθεί ακόμη και το μαρτύριον της πόσεως βυσσινάδας.
Η καλλίπυγος νεάνις εβάδιζεν ταχύτατα και η ανάγκη του ιππότου να συνευρεθεί μετ’ αυτής ήτο τόσον μεγάλη ώστε διηύρυνεν τον βηματισμόν του και ήτο εξαιρετικά φαιδρά η εικών ήν παρουσίαζεν είς «κρεμανταλάς», ούτως ειπείν, να τρέχει κατόπιν ενός νεαρού ακκιζομένου θήλεως. Μετ’ ολίγων ευτυχώς διηυρυμένων βημάτων, ο Λάρρυ έφθασεν εις το σημείον βολής των καθιερωμένων ψιθυριστών μηνυμάτων προς το ούς της νεάνιδος «ωχ, γλύκα μου, πόσο με φτιάχνεις» και τα τοιαύτα. Η νεαρά έστρεψεν αποτόμως και κατέφερεν έν κτύπημα δια της χειρός της εις την ευώνυμον παρειάν του ιππότου.
Η σαρκική αύτη επαφή ήτο αρκετή δια την μετέπειτα εξέλιξιν της τυχαίας συναντήσεως των νέων αυτών εις μίαν συγκινητικήν ερωτικήν ιστορίαν. Η ιστορία των όμως η ερωτική είναι αντικείμενον επομένου συγγραφικού πονήματος.
Οποιος θέλει να ακούσει τη φωνούλα μου, υπάρχει στο sound cloud
Ο Λάρρυ εισήλθεν εις το διαμέρισμα της βαρώνης έτοιμος να γαμήσει. Φρεσκομπανιαρισμένος, με το περιποιημένο του γενάκι να μοσχοβολά άφτερ σέϊβ, έλαμπεν εντός του κατάλευκου υποκαμίσου του ως ημίθεος φωτεινός ήρως. Ητο τόσον βέβαιος δι όν έμελλεν συμβεί, ώστε είχεν προετοιμάσει καταλλήλως το εργαλείον της ηδονής, τουτέστιν είχε ψιλομαλακιστεί εντός του ανελκυστήρος.
Την θύραν ήνοιξεν η ιδία η βαρώνη βαρέων βαρών ανθυπομειδιώσα και το μειδίαμά της ηπλώθη και προς τας δύο παρειάς όταν αντίκρυσε τον ευγενή ιππότην. Ανέμενεν βεβαίως την έκπληξιν του, αλλά δεν ήτο βεβαία δια την έκτασίν της. Ο Λάρρυ είχε μείνει κόκκαλο ενώπιόν της και η κοκκαλωμένη του ψωλή είχεν αποτόμως μαραθεί. Οποίον έκτρωμα! Η βαρώνη, την οποίαν είχεν επιμελώς πλάσει με την δύναμιν της φαντασίας του, ήτο μια νεωτάτη γυναίκα εικοσιέξ Μαΐων το πολύ. Αυτήν την στιγμήν όμως, ίστατο έμπροσθέν του μία γηραιά σεβασμία εβδομηκοντούτις, τουλάχιστον, κυρία με πάλευκον κόμην.
Ελαβε την χείραν η οποία του προσεφέρθη και, λυγίσας αρκετά την οσφύν του, εξετέλεσεν το αναμενόμενον υπό της βαρώνης χειροφίλημα, δεδομένου ότι η κυρία βαρώνη ήτο ανυπερθέτως το κοντύτερο γυναικείο πλάσμα το οποίον συναντούσε. Η χειρ της βαρώνης ευωδίαζε λιβάνι, έν ακόμη ισχυρόν κατασταλτικόν των ορμών τού, διασήμου δι αυτάς, ιππότου.
«Περάστε αγαπητέ μου Λάρρυ» είπεν η βαρώνη με την τσιριχτή φωνούλα της, παραμερίζοντας τον σάρκινον όγκον της. Αυτό το «μου» έμπροσθεν του διασήμου ονόματός του τον εξενεύριζε τα μάλα, αλλά έδωσεν τόπον εις την οργήν. Να θύμωνε τώρα με μίαν υπερήλικα γιαγιάκα; Δεν ήτο τού, γνωστού δια την παροιμιώδη ψυχραιμίαν, χαρακτήρος του.
«Ευχαρίστως» απήντησεν ο Λάρρυ, συμπληρώνων όπισθεν των οδόντων του «περαστικός είμαι άλλωστε», ερευνών απεγνωσμένως εντός των πτυχών του εγκεφάλου του ίνα εξεύρει δίοδον διαφυγής από την κατάστασιν εις ήν ευρέθη λίαν απροετοίμαστος, πράγμα σπάνιον, δια τούτο και δυσκολώτατον.
«Καθήστε, μα καθήστε, όπου βολεύεστε αγαπητέ. Να κεράσω βυσσινάδαν;» είπεν η βαρώνη και προχώρησεν προς την σάλαν του μεγάλου διαμπερούς διαμερίσματός της.
«Χμμ.. ναι.. να μην ενοχλώ..» ψιθύρισεν ο ιππότης, προσθέτων ελαφρώς ανατιναζόμενος ως υπό ηλεκτρικού ρεύματος «Οχι, όχι βυσσινάδαν! Ενα νεράκι μόνο θα το έπινα ευχαρίστως.»
Το αιματώδες ποτόν του έφερεν αναμνήσεις δυσαρέστους, λόγω της υπερβολής την οποίαν είχε διαπράξει εις το στράτευμα καταναλώνων πολλά κυβικά εξ αυτού. Η βυσσινάδα ήτο το πλέον φθηνόν αναψυκτικόν, το οποίον διετίθετο υπό του Κ.Ψ.Μ. της μονάδος του και ο Λάρρυ δεν ήτο τότε αρκετά πλούσιος ώστε να δικαιούται άλλων επιλογών. Μία βυσσινάδα εκάστην Κυριακήν απόγευμα και πολύ του πήγαινε. Οταν απελύθη του στρατεύματος, εξεπλήρωσεν δηλαδή τας προς την πατρίδα υποχρεώσεις του, ωρκίσθη ότι η βυσσινάδα δεν θα πλησίαζε τα χείλη του πλέον ούτε εις απόστασιν δέκα μιλλίων.
«Οπως επιθυμείτε αγαπητέ μου» απεκρίθη η βαρώνη και κατηυθύνθη δρομαίως προς τον ψύκτην ίνα εκπληρώσει την επιθυμίαν δια ύδωρ του ιππότου. Επλήρωσεν έως το χείλος ένα βοημικής λεπτής τέχνης κρυστάλλινον αμφορέα μικρού μεγέθους, ετοποθέτησεν αυτόν επί αργυρού δίσκου μαζί με δύο ποτήρια, επίσης εκ κρυστάλλου Βοημίας, και επέστρεψεν εις την σάλαν.
Αφού εσερβίρησεν το ύδωρ και εις τα δύο ποτήρια, η βαρώνη εκάθησεν επί του ενός εκ των τριών ανακλίντρων, τα οποία συνηγωνίζοντο μεταξύ των εις την κακογουστιάν και εις το πλήθος των λεκέδων εκ βυσσινάδας επάνω εις τα κλαρωτά καλύμματά των, εκβάλλουσα αναστεναγμόν: «Ω, Λάρρυ, πόσον επεθύμουν την συνάντησιν ταύτην! Υμείς;»
Αντί απαντήσεως, ο Λάρρυ εσυμμάζεψε τους πόδας του κοντύτερα προς τους πόδας της ευρυχώρου πολυθρόνας, εις την οποίαν είχεν επιλέξει να καθήσει, αρκετά μακράν των ανακλίντρων. Εκάθητο τουτέστιν ως σεμνή αρσακειάς.
«Δεν ομιλείτε όμως αγαπητέ. Πάντοτε είστε τόσον ολιγομίλητος;» Αδημονούσα η βαρώνη συνεπλήρωνε τα κενά ομιλίας, μη ανεχομένη την παγεράν σιωπήν. Αλλωστε, σπανίως ομιλούσε εις έτερον ακροατήν πλην του καθρέπτου του λουτρού της.
«Τι να είπω ωραιοτάτη βαρώνη;» απήντησεν ο Λάρρυ, συμπληρώνων «Δια τους υπέρλαμπρους οφθαλμούς υμών, θα σας έχουν πλάσει το εγκώμιον πλειστάκις, οπότε, τι θα ηδυνάμην να προσθέσω;»
«Ω, ελάτε τώρα, αφήστε τας φιλοφρονήσεις, ας ομιλήσωμεν δια τον καιρόν» είπεν ερυθριώσα η βαρώνη, καταβιβάζουσα το άτονον βλέμμα αυτής, το οποίον όχι μόνον είχεν απωλέσει την λάμψιν του αλλά ήτο σχεδόν ανύπαρκτον όπισθεν των, ως πάτοι φιαλών γαλλικής σαμπάνιας, αδιαφανών και παχέων κοίλων φακών των ομματοϋαλίων της.
Μετά το πέρας δύο και ήμισυ ωρών σιγής, διάστημα αρκετόν ίνα γίνει αντιληπτόν άνευ δυσαρέστων εκφράσεων το άκαιρον της συναντήσεως, ο Λάρρυ εσηκώθη, δήθεν δυσφορών ελαφρώς επειδή θα εστερείτο της σπανίας συντρόφου, και ετάνυσεν τους αθλητικούς ραχιαίους μύες του λέγων «Ομορφη η συντροφιά σας ωραία βαρώνη, αλλά με αναμένουν εις τα ανάκτορα.»
Η δικαιολογία ήτο η πρέπουσα, η απολύτως αρμόζουσα εις την περίπτωσιν, διότι, δεν είναι δυνατόν να εναντιωθεί μία βαρώνη εις μίαν προκαθωρισμένην επίσκεψιν εις τα ανάκτορα. Εσηκώθη και η βαρώνη άκρως συγκεκινημένη λέγουσα «Ω, και δεν μου το ελέγατε τόσην ώρα αγαπητέ! Οποία τιμή δια το πρόσωπόν μου να με επισκεφθείτε πρώτην!»
«Ευτυχώς, η ιεραρχία σώζει» εσκέφθη ο ιππότης μοιράζων αφειδώς επαίνους εις την φαιάν του ουσίαν, η οποία κατόπιν βασάνου δύο και ήμισυ ωρών ανεκάλυψεν την ορθήν δίοδον σωτηρίας, και, απευθυνόμενος εις την γηραιάν κυρίαν, είπεν πλήρης ανακουφίσεως «Η τιμή ολόκληρος ιδική μου κυρία μου!»
Αντήλλαξαν ευγενείς ασπασμούς προ της θύρας του ανελκυστήρος, η βαρώνη εισήλθεν εις το διαμέρισμά της, και ο Λάρρυ έφθασεν εις την έξοδον της πολυκατοικίας με την καρδίαν ελαφράν ως κολιμπρί των Ανδεων. Εμπροσθέν του ηνοίγετο ήδη μία νέα πραγματικότης δια της μορφής μιας καλλιπύγου νεάνιδος, ήτις διέβαινεν εκείνην ακριβώς την στιγμήν.
Η επίσκεψις εις την βαρώνην είχεν καταστήσει δυνατήν την ακριβή έλευσιν του λεγομένου «πληρώματος του χρόνου» -του γνωστού timing των άγγλων- και ο Λάρρυ ησθάνθη, παραλλήλως με τον ενθουσιασμόν της υπερόχου ψωλής του η οποία ανηρθώθη ταχύτατα, μεγάλην ευγνωμοσύνην προς την γηραιάν βαρώνην. Ευρίσκετο υπό το κράτος τοσούτου ενθουσιασμού ώστε να σκεφτεί μάλιστα, εις -απευκταίαν βεβαίως- περίπτωσιν νέας επισκέψεώς του εις εκείνην, να δεχθεί ακόμη και το μαρτύριον της πόσεως βυσσινάδας.
Η καλλίπυγος νεάνις εβάδιζεν ταχύτατα και η ανάγκη του ιππότου να συνευρεθεί μετ’ αυτής ήτο τόσον μεγάλη ώστε διηύρυνεν τον βηματισμόν του και ήτο εξαιρετικά φαιδρά η εικών ήν παρουσίαζεν είς «κρεμανταλάς», ούτως ειπείν, να τρέχει κατόπιν ενός νεαρού ακκιζομένου θήλεως. Μετ’ ολίγων ευτυχώς διηυρυμένων βημάτων, ο Λάρρυ έφθασεν εις το σημείον βολής των καθιερωμένων ψιθυριστών μηνυμάτων προς το ούς της νεάνιδος «ωχ, γλύκα μου, πόσο με φτιάχνεις» και τα τοιαύτα. Η νεαρά έστρεψεν αποτόμως και κατέφερεν έν κτύπημα δια της χειρός της εις την ευώνυμον παρειάν του ιππότου.
Η σαρκική αύτη επαφή ήτο αρκετή δια την μετέπειτα εξέλιξιν της τυχαίας συναντήσεως των νέων αυτών εις μίαν συγκινητικήν ερωτικήν ιστορίαν. Η ιστορία των όμως η ερωτική είναι αντικείμενον επομένου συγγραφικού πονήματος.
2 σχόλια:
Ο Λάρρυ μήπως ήταν στενός παιδικός φίλος του Εμπειρίκου; Με το γνωστό ηλεκτρονικό παιχνίδι κάποια σχέση; Εν αναμονή της συνέχειας ευχές για καλή χρονιά ;-)
Ο Larry είναι απλώς μια περσόνα που εξυπηρετεί τη ροή των αναγνωσμάτων, τίποτε περισότερο. Το νικ το χρησιμοποιεί ο γνωστός διαδικτυακός ποιητής και το έβαλα στις ιστορίες μου επειδή μου άρεσε. Επίσης πολλές ευχές:-)
Δημοσίευση σχολίου