29 Ιουν 2006

Το Μεργκαέλ και άλλες ιστορίες για τη φυλή των Αενάκουα



Πώς απόχτησε το παγώνι την ουρά του

Ενα καλοκαιρινό πρωΐ, ο γιος του φύλαρχου ξύπνησε πολύ προβληματισμένος. Επρεπε να βρει γυναίκα να παντρευτεί και να κάνει απογόνους. Επίσημους απογόνους, φυσικά. Ανεπίσημους είχε προλάβει να κάνει μερικούς, παρ' όλο το νεαρόν της ηλικίας του. Η γυναίκα που θα γεννούσε το μελλοντικό αρχηγό έπρεπε να είναι κάτι τι το εξαιρετικό. Ενα πλάσμα, όχι μονάχα πεντάμορφο και πανέξυπνο, μα έπρεπε να έχει και ειδικές χάρες. Οπως π.χ. να ξέρει να γιατρεύει διάφορες αρρώστιες, να φτιάχνει διάφορα μαντζούνια ηρεμιστικά, να τιθασσεύει άγρια άλογα, να καταλαβαίνει τη γλώσσα των πουλιών και των ψαριών -ναι, και τα ψάρια μιλούσαν και τραγουδούσαν στη μυθική αυτή χώρα!

Σκέφτηκε λοιπόν ο διάδοχος του φύλαρχου να ζωγραφίσει ένα παράξενο πουλί και να το δείχνει στις υποψήφιες συζύγους του για να καταλάβει ποια έχει αυτά τα ειδικά χαρίσματα. Η πρώτη που το είδε, απάντησε ότι απλώς δεν υπάρχει τέτοιο πουλί. Η δεύτερη, είπε ότι θα πάει να ρωτήσει τη μαμά της για να μάθει αν και πού μπορεί να υπάρχει αυτό το παράξενο πουλί. Η τρίτη, πήρε τη ζωγραφιά και τη μύρισε. Τα χρώματα ήταν νωπά ακόμα και ανέδυαν μια μυρωδιά μούχλας. Τότε, τα χρώματα τα έφτιαχναν απο σαπισμένα χορταρικά και, μέχρι να στεγνώξουν, μύριζαν απαίσια.

Πήρε λοιπόν τη ζωγραφιά, τη μύρισε, την γυρόφερε στα χεράκια της και του είπε:

- Χμμ.. πρίγκηπά μου, αυτό το πουλί πρέπει να βρίσκεται κάπου όχι και πολύ μακρυά. Δώσε μου τρεις μέρες χρόνο να πώ να στο φέρω. Μέχρι να στεγνώξει η ζωγραφιά, θα το έχεις.

Ο πρίγκηπας συμφώνησε και γύρισε στην πολυτελή του καλύβα.

Η γυναίκα, πήρε τη ζωγραφιά και πήγε γραμμή στο κοτέτσι. Εκεί, διάλεξε μια μαύρη κότα και την πήρε στην καλύβα της. Μετά, άνοιξε ένα μπογαλάκι με διάφορα πολύχρωμα υφάσματα, υφασμένα απο τα χεράκια της, κι έκοψε μερικές λουρίδες. Πήρε και αλεύρι και νερό κι έφτιαξε μια δυνατή κόλλα και κόλλησε τις μακριές χρωματιστές λουρίδες στην ουρά της μαύρης κότας. Στόλισε και το κοτίσιο κεφαλάκι με καναδυό κουρελάκια και έδεσε την κότα σε ένα παλούκι, να μη κινείται μέχρι να στεγνώξει η κόλλα.

Σε δυο μέρες που η κόλλα στέγνωξε, άφησε την κοτούλα ελεύθερη να συνηθίσει να περπατά με τα καινούργια της αξεσουάρ. Η κότα, που είχε μείνει νηστικιά και χωρίς νερό αυτές τις μέρες, άρχισε να τρέχει για να βρει νερό και τροφή χωρίς να πολυνοιάζεται για το βάρος της καινούργιας της ουράς. Εβγαζε και κάτι κραυγές απο τον ολόστεγνο καταπιώνα της και βράχνιασε. Δεν πήγε και πολύ μακριά. Το νερό και το κριθάρι την περίμεναν λίγο παραπέρα, στη γωνιά του χωραφιού.

Το άλλο πρωΐ που ξημέρωσε η τρίτη μέρα της προθεσμίας που είχε ζητήσει η γυναίκα απο τον πρίγκηπα, η κότα είχε πλέον μεταμορφωθεί στο παράξενο πουλί της ζωγραφιάς. Την πήρε λοιπόν και την πήγε στην καλύβα του αρχηγού. Οταν είδε ο πρίγκηπας τι κατάφερε να σκαρώσει η γυναίκα, την αγάπησε αυτομάτως και την εκανε γυναίκα του και μάνα των παιδιών του. Την κοτούλα την ονόμασαν παγώνι, επειδή έμοιαζε να κρυώνει με τα τόσα παραπανίσια που φορούσε πέρα απο τα δικά της φτερά. Ετσι ακριβώς απόχτησε το παγώνι την ουρά του, κι όποιος διαφωνεί να αποδείξει το αντίθετο.



Το Μεργκαέλ

Το Μεργκαέλ κάθεται κάτω απο μια συστάδα υψηλόκορμων θάμνων τιουΐ, το κοινότερο φυτό που απαντά κανείς στα χωρικά όρια του τρίτου γαλαξία. Το Μεργκαέλ είναι πλάσμα ανθρωπόμορφο αλλά άφυλο. Ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Απο τη γέννησή του και ως τα δώδεκα χρόνια του, φέρνει προς αγοράκι, ένα πλασματάκι νευρώδες και ζωηρό. Απο τα δώδεκα και μέχρι τα πενήντα περίπου, γίνεται γυναίκα πολυπόθητη, και κατόπιν χάνει το φύλο του. Μαραγκιάζει, χάνει το σφρίγος του μαζί με την αυτοεκτίμησή του, και το ρίχνει στη φιλοσοφία. Κάποιοι άντρες της φυλής Ωγκαίο το ποθούν κατά καιρούς, αλλά το Μεργκαέλ, που έχει αρχίσει πλέον να σκέφτεται, δε διακινδυνεύει την είσοδό του στο θολό σύννεφο του έρωτα, δε χαλαλίζει την ηρεμία του για κάτι τι στιγμιαίο.

Σήμερα, το Μεργκαέλ είναι λίγο ανήσυχο. Βλέπει το θολό σύννεφο να πλησιάζει επικίνδυνα, βρίσκεται στην πορεία του και ψάχνει τρόπους να το αποφύγει. Σκέφτεται να αρχίσει να τρώει καρπούς μεϊούσι για να ξεχνιέται ή να ψήσει και να γευτεί το ρόφημα νάϊ-νάϊ να ησυχάσει την τρέλλα του κορμιού του. Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι, στη χώρα των Ακενάουα τρελλαίνεται το κορμί, ενώ το μυαλό δεν παύει στιγμή να λειτουργεί ικανοποιητικά. Το καημένο το Μεργκαέλ λοιπόν σήμερα μάλλον θα την πατήσει, επειδή είναι κάπως δυσκίνητο και δεν θα προλάβει να ξεφύγει απο το σύννεφο, που έρχεται ορμητικά σαν κύμα να το καταβροχθίσει.

Στη χώρα αυτή, ο ουρανός είναι υγρός σα θάλασσα και τα νέφη σαν κύματα, ενώ οι ωκεανοί αποτελούνται απο αέρινες μάζες. Οι Ακενάουα είναι συνηθισμένοι να ταξιδεύουν με τις βάρκες τους στα συννεφένια πλάτη και μήκη των αέρινων ωκεανών, τη στιγμή που ο θαλασσένιος ουρανός τους προκαλεί πανικό, ιδίως όταν έρχεται κατά πάνω τους. Το φως των δέκα ήλιων του συστήματός τους διαπερνά τις νερένιες μάζες του ουρανού και φτάνει ίσαμε την παραμικρή χαραμάδα των αχυρένιων καλυβιών τους. Το Μεργκαέλ τρέχει, με όση δύναμη του απομένει, να κρυφτεί στο καλυβάκι του, κοντά στη θαμνοσυστάδα τιουΐ. Το νερένιο σύννεφο όμως τρέχει γρηγορότερα, το προλαβαίνει, το ρουφάει και το εξαφανίζει μέσα στη θολούρα του.

Πολλοί σοφοί Ακενάουα λένε ότι, όποιος μπει στο θολό σύννεφο και καταφέρει να βγει, γίνεται σοφότερος. Ισως να το έχουν δοκιμάσει και κάτι γνωρίζουν παραπάνω. Σύντομα θα μάθουμε αν έχουν δίκιο, όταν -και αν- το Μεργκαέλ καταφέρει να βγει απο τη θολή παγίδα που το σκλάβωσε. Στον αρχαίο πλανήτη Γη, την πηγή των διαφόρων συμπαντικών πολιτισμών, έλεγαν πως ο έρωτας είναι σα να σού 'ρχεται ο ουρανός στο κεφάλι. Μάλιστα, μερικοί γαλάτες το φοβόντουσαν αυτό δεόντως, όπως ο αρχηγός του χωριού του περίφημου ιππότη Αστερίξ.

Εδώ, στη χώρα των Ακενάουα, αυτό είναι πραγματικότητα, μια και ο ουρανός είναι θάλασσα και τα σύννεφα είναι κύματα. Λέγαν ακόμη ότι οι ερωτευμένοι ζουν στα σύννεφα, εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο, αφού τα σύννεφα είναι φιλικό περιβάλλον γι αυτούς και δε χρειάζεται να είναι ερωτευμένοι όταν π.χ. ψαρεύουν κοτσύφια. Τι να πει κανείς! Θα περιμένουμε να μιλήσει το Μεργκαέλ, αν τελικά τη γλυτώσει.


Νεκρική τελετουργία

Η Ανιραμ έγλυψε το τελευταίο κοκκαλάκι του αδελφού της. Τώρα είχε φάει ολόκληρο το σόϊ της, εκτός απο τη μάνα της, την Αρόντα. Ετσι συνηθίζεται στους Αενάκουα: Να τρώνε τους νεκρούς τους για να τους φέρουν μέσα τους στο υπόλοιπο του βίου. Την Ανιραμ θα τη φάνε τα παιδιά της, όταν έρθει η ώρα της να κλείσει τα μάτια. Με τον τρόπο αυτό πιστεύουν ότι οι νεκροί παραμένουν ζωντανοί στο διηνεκές και αλλίμονο στον άτεκνο Αενάκουα! Είναι καταδικασμένος να χαθεί δια παντός μαζί με ολόκληρη τη γενιά του που την κουβαλάει μέσα του, εκτός αν έχει αγαπηθεί πολύ οπότε, το νεκρό του σώμα το τρώει τελετουργικά είτε ο αγαπημένος φίλος είτε ο γλυκός εραστής.

Τρέμει η Ανιραμ τη μέρα που θα κλείσει οριστικά τα μάτια της η μάνα της. Σκέφτεται απο τώρα ότι θα είναι πολύ δύσκολο να τη φάει, θα της πάρει πολύ χρόνο να καταβροχθίσει αυτό το κορμί με την τεράστια ψυχή, κι από την άλλη, δεν έχει καμμιά όρεξη να την κουβαλήσει κι αυτήν μέσα της. Φτάνουν τόσοι και τόσοι που κουβαλάει ήδη. Εκτός απο το πολυπληθές της σόϊ, κουβαλάει ένα σωρό φίλους και φίλες και εραστές, μαζί με τις πεθαμένες επιθυμίες τους. Γιατί είναι σπάνιο να κλείσει κανείς τα μάτια έχοντας εκπληρώσει όλες του τις επιθυμίες. Οσο πιο νέος ο νεκρός, τόσο περισσότερο δύσπεπτος. Η μάνα της Ανιραμ αποτελεί εξαίρεση, μια και, αν και μεγάλη σε ηλικία, έχει αμέτρητες επιθυμίες ανεκπλήρωτες.

Μαζεύει προσεχτικά τα κοκκαλάκια του πολυαγαπημένου της αδελφού σε ένα απλωμένο μαντίλι και σηκώνεται απο το τελετουργικό τραπέζι. Τα τοποθετεί μαζί με τα κόκκαλα του πατερούλη της και των παπούδων και σκέφτεται πως αύριο είναι μια καλή μέρα για να τα επεξεργαστεί στον τόρνο της φυλής κατασκευάζοντας παιδικά παιχνίδια. Τα κοκκαλάκια του εραστή της όμως τα θέλει ακόμη μαζί της, τυλιγμένα στο κόκκινο μαντίλι, κάτω απο το μαξιλάρι της. Η ψυχούλα του δεν έχει απορροφηθεί ακόμα εντελώς απο την Ανιραμ, και η ύπαρξη των οστών βοηθά στην αφομοίωσή τους. Αφησε πολλές επιθυμίες ανεκπλήρωτες, βλέπετε, ο μακαρίτης.

Η Ανιραμ προσέχει να εκπληρώνει τις επιθυμίες της για να μη ταλαιπωρήσει τα παιδιά της. Αγαπά πολύ τα παιδιά της και, ώρες ώρες λέει μέσα της, μακάρι να χανόταν εντελώς από προσώπου του νησιού της, να την καταβρόχθιζε ένα τεράστο ψάρι οκινούκ ή να χανόταν στο συννεφένιο ωκεανό ή να την κατάπινε το νερένιο νέφος του υγρού ουρανού.



Η κηδεία του φίλου μου του Γκέντιν

Πολλοί σοφοί πιστεύουν ότι η φυλή των Αενάκουα είναι ένας μύθος, άλλοι ότι πράγματι υπήρξε, και μερικοί λένε πως οι Αενάκουα υπάρχουν ακόμα και σήμερα ανάμεσά μας. Σήμερα, που η βιολογία έχει προχωρήσει τόσο πολύ, το μυστήριο βρίσκεται στα πρόθυρα της λύσης του. Αρκεί να γίνουν οι κατάλληλες εξετάσεις για τον εντοπισμό του γονιδίου.

Προχθές βρέθηκα στην κηδεία του φίλου μου του Γκέντιν και σιγουρεύτηκα ότι ήταν, όσο ζούσε, ένας απο αυτούς. Αλλά, και πεθαμένος που είναι, ένας Αενάκουα παραμένει στη ζωή, γιατί οι Αενάκουα είναι αθάνατοι. Αυτό που εμείς ονομάζουμε "θάνατο" δεν τους αγγίζει: Κλείνουν απλώς τα μάτια και περνούν απο το δικό μας εικονικό κόσμο στο δικό τους, ξαναγυρνούν δηλαδή στην Παγγαία με το νερένιο της ουρανό και τη συννεφένια θάλασσά της.

Το πώς βεβαιώθηκα, μπορώ να το εξιστορήσω αμέσως. Πεντακόσιες εικοσιεπτά γυναίκες παραβρέθηκαν σε αυτή την κηδεία. Τις παρατηρούσα με προσοχή και έβλεπα μια βαθειά θλίψη στα μάτια τους για την απώλεια του αγαπημένου τους. Ολες τον αγαπούσαν, χωρίς να τον διεκδικεί καμμιά για τον εαυτό της, χωρίς να αποζητά την αποκλειστικότητα του έρωτά του. Πείτε μου λοιπόν, γνωρίζετε πολλούς άντρες αυτής της ποιότητας; Γιατί, όσο νά'ναι, θα είχε βάλει το χεράκι του ο μακαρίτης (για μας και τον κόσμο μας 'μακαρίτης') ώστε να εμπνεύσει μια παρόμοια συμπεριφορά.

Φυσικά, ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά, που υπεραγαπούσε. Οι γυναίκες αυτές, απ' όσο μπορώ να συμπεράνω κρίνοντας και απο τη δική μου σχέση μαζί του, δεν ήταν υποχρεωτικά όλες ερωμένες του. Υπήρχαν και καλές φίλες, καλή ώρα η αφεντιά μου, αλλά και συνεργάτιδες και βοηθοί στη δουλειά του. Ο Γκέντιν συνεργαζόταν μονάχα με γυναίκες, εμπιστευόταν μονάχα τις γυναίκες, αγαπούσε τρελλά τις γυναίκες, και οι γυναίκες γνωρίζουν να ανταποδίδουν με θέρμη τα όμορφα συναισθήματα. Τις εξύψωνε με την παρουσία του πλάϊ τους, μια λέξη του τις έκανε να νοιώθουν μοναδικές. Οι γυναίκες είναι ευαίσθητες και το εκτιμούν πολύ αυτό.

«Λόγια του αέρα, η γυναίκα θέλει αγριάδα» ίσως πει κάποιος βαρβάτος αρσενικός χοντράνθρωπος προσγειωμένος στο σήμερα. Δεν είναι όμως έτσι. Καθόλου δεν είναι έτσι. Τα τσιτάτα που κυκλοφορούν περί δήθεν αντρισμού είναι για τα πανηγύρια, μαζί με τα σλόγκαν περί του δήθεν 'πολιτισμού' μας. Οι Αενάκουα είναι -εξακολουθούν να είναι- οι μόνοι πολιτισμένοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Το πρώτο στοιχείο που τους ξεχωρίζει απο το πλήθος (δεν χρειάζεται και άλλο, ε) είναι η δύναμη της αντίληψης των αναγκών του "άλλου". Τοποθετούν τον "άλλο" σε θέση σημαντική τόσο, όσο και αυτή όπου έχουν βάλει τον εαυτό τους. Δεν έτυχε να γνωρίσω άλλον Αενάκουα εκτός απο το Γκέντιν, ούτε άντρα ούτε γυναίκα, είμαι τόσο σίγουρη όμως για την προέλευσή του που υπέγραψα την ομαδική αίτηση για γονιδιακή εξέταση των οστών του.

Αυτό και μόνο δεν σημαίνει κάτι; Τόσες πολλές γυναίκες βρέθηκαν να συμφωνήσουν. Εκτός απο τη νόμιμη σύζυγο, που φαινόταν να απολαμβάνει το χαμό του απο τον κόσμο μας, μια και χασκογελούσε όλη την ώρα κατά τη διάρκεια της κηδείας αλλά και μετά, όταν μοίραζε τα κόλυβα λες και μοίραζε κουφέτα. Μπαίνω όμως στον πειρασμό να σκεφτώ μπας και εκείνη είναι μια Αενάκουα. Μήπως..;



Απο πού μας ήρθε το τσίπουρο

Μια φορά, ο αρχηγός της φυλής των Αενάκουα καθόταν και απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα πίνοντας το αγαπημένο του ποτό απο απόσταξη σταφυλιών και καπνίζοντας συνάμα ένα μυρωδάτο πούρο. Καθόταν στη σκιά του δέντρου Τσίπ, που είχε ρίζες κονδυλώδεις (απο όπου τα πατατάκια Τσιπίτα -γκρίζα διαφήμιση είναι.. ΜΗ ΤΑ ΤΡΩΤΕ!)
Εκεί που καθόταν λοιπόν, έπεσε ένα χοντρό κλαδί στο κεφάλι του και τον χτύπησε στο δοξαπατρί. Τού 'φυγε το πούρο απο τα χείλη και παρά λίγο να πει το Δεσπότη Παναγιώτη. Αντί γι αυτό, είπε το ποτό του Τσιπ-πούρο, μια και το ποτό το κρατούσε γερά και δεν έπεσε να χυθεί παρ' όλο το ξάφνιασμα. Σιγά σιγά, ο τόνος ανέβηκε μια σκάλα.. τσπ-πουρο τσιπ-πούρο Τσίπουρο! Ετσι, πίνουμε τώρα το τσιπουράκι μας και το φχαριστιόμαστε. Το φύλαρχο όμως ξεχάσαμε πώς τον έλεγαν... Αυτά παθαίνει η ζωή όταν δεν διορίζει ιστορικούς να γράφουν τα γεγονότα. Ενώ σήμερα με την τιβί ενημερωνόμαστε για όλα..!




_______________________________________
ΣΗΜ.1. O Shadow_of_the_Shadow, σημαντικό μέλος του ιστοχώρου www.kivernologotexnia.com, στις 26-05-2005 και ώρα 23:39:01 ακριβώς, είχε την ιδέα να αναπτύξουμε μια ιστορία για τη φανταστική φυλή των Αενάκουα. O ευφάνταστος αυτός διαδικτυακός συνάδελφος λογοτέχνης έδωσε το σύνθημα της έναρξης με αυτή την περιγραφή:

«Οι Αενάκουα ήταν μια (φανταστική) φυλή που ζούσε πριν από χιλιάδες χρόνια σε ένα σύμπλεγμα νησιών στις ακτές της Παγγαίας, πριν αυτή κομματιαστεί από τον διαχωρισμό των πλακών της Γης. Όταν ο κόσμος φαινόταν να είναι ένας, τότε οι Αενάκουα ζούσανε στην άκρη του. Θαλασσινός λαός με πολιτισμό χιλιάδων χρόνων και ατέλειωτη ιστορία επιτευγμάτων....»

ΣΗΜ.2. Οι ιστορίες που παρουσιάζω, είναι η δική μου συμμετοχή σε αυτό το ομαδικό πείραμα

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Είχα ξεχάσει πόσο ωραία ήταν η ιστορία για το Μεργκαέλ και διάβασα πρώτη φορά την όμορφη κηδεία του Γκέντιν.
Να'σαι καλά Μαρίνα

Rodia είπε...

spacecarrot.. ε? χμμ... ;-)
Ολη η ευχαρίστηση δική μου, που έδωσες το έναυσμα στη φαντασία μου!:-))