22 Ιαν 2008

Η ΜΕΓΑΛΗ ΦΑΓΟΥΡΑ

Είναι Δευτέρα πρωί, κι ο Θανάσης ξυπνά με μια τρομερή φαγούρα στο μουστάκι. Στην αριστερή γωνία. Μισοκοιμισμένος ακόμα, γυρίζει μπρούμυτα και τρίβεται στο μαξιλάρι. Πέρα-δώθε καναδυό φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η φαγούρα ίσα ίσα δυναμώνει. Στρίβει στο αριστερό πλευρό και χρησιμοποιεί το δείκτη του δεξιού χεριού σε ένα απαλό ξύσιμο. Τίποτα. Η φαγούρα απλώνεται σε όλη την έκταση του άνω χείλους. «Να σε πάρει ο διάολος για μουστάκι» μουρμουρίζει κι αποφασίζει να σηκωθεί.

Δεν είναι η συνηθισμένη ώρα που ξυπνά, αλλά δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Πάει γραμμή στο λουτρό, κατούρημα, κοίταγμα στον καθρέφτη του νιπτήρα, πλύσιμο χεριών και προσώπου, βούρτσισμα δοντιών, κινήσεις καθημερινές, ρουτινιάρικες. Η φαγούρα ξεχειλίζει λες από το μουστάκι και απλώνεται προς τα μάγουλα. Τα τρίβει με τις παλάμες του με μανία, πάνω-κάτω, τίποτα, η φαγούρα εξαπλώνεται στο πρόσωπό του όπως ένας λεκές από λάδι σε ύφασμα λινό. Σα να την πίνει το δέρμα του.

Αν και δεν είναι η μέρα του να ξυριστεί -τα γένια του είναι ανοιχτόχρωμα και ξυρίζεται μέρα παρά μέρα- παίρνει τον αφρό και τον απλώνει με προσοχή. Νιώθει μια προσωρινή δροσιά, ηρεμεί για λίγο, όσο να περάσει τη λεπίδα στο πρόσωπό του. Η φαγούρα στα μάγουλα καταλαγιάζει, το μουστάκι του όμως τον φαγουρίζει τόσο που βάζει τα μεγάλα μέσα: Το ξύνει με τα νύχια και των δώδεκα* δαχτύλων του. Το δέρμα κάτω από τον παχύ θύσσανο, χρώματος κοκκινωπού, γίνεται κατακόκκινο κι αυτό. Αποφασίζει να το ξυρίσει και το κοντοκουρεύει με το ψαλιδάκι των νυχιών ώστε να το πιάνει η λεπίδα. Τελειώνει με το ξύρισμα του μουστακιού, «πω πω σαν κόλος έγινε η μούρη μου» λέει από μέσα του, και ρίχνει μπόλικη κολόνια. Τον τσούζει το αλκοόλ, μπερδεύεται το τσούξιμο με τη φαγούρα, πράγμα που τον κάνει να πιστέψει ότι το μαρτύριό του έχει πάρει τέλος.

Αμ δε! Μόλις σκουπίζει τα απομεινάρια του αφρού από τους κροτάφους, η φαγούρα επιστρέφει απειλητική. Δεν περιορίζεται στο άνω χείλος και στα μάγουλα, σκαρφαλώνει από τους κροτάφους και προς το τριχωτό της κεφαλής του. Σκύβει στο νιπτήρα για ένα σύντομο λούσιμο. Ξεβγάζει το σαμπουάν καλά καλά με κρύο νερό και τινάζει τα μαλλιά σα βρεγμένο σκυλάκι. «Αχ, αυτό ήταν!» αναστενάζει με ανακούφιση, αλλά η φαγούρα παραμονεύει. Τώρα κατεβαίνει στο σβέρκο κι από το σβέρκο απλώνεται στους ώμους κι από κεί στην πλάτη και στο στήθος ταυτόχρονα κι ο Θανάσης ανεβοκατεβάζει τα χέρια του όπου προλάβει, δεν ξέρει τι να πρωτοξύσει.

Τα νύχια του γεμίζουν αίμα και τρίχες και συνεχίζει να ξύνει το δέρμα του χωρίς να σκέφτεται ότι το πληγώνει, «μόνο να τελειώσει αυτό το πράγμα να πάω στη δουλειά» σκέφτεται, αλλά "αυτό το πράγμα" δεν τελειώνει με τίποτα. Τηλεφωνεί στον προϊστάμενο πως του έτυχε μια αναπάντεχη δυσκολία και δε θα μπορέσει να πάει σήμερα, μετά στο φίλο του το Νότη, το γιατρό, και κλείνει ραντεβού μετά από μια ώρα, να τον δει ως επείγον περιστατικό. Οσο ντύνεται, η φαγούρα κατακλύζει ολόκληρο το σώμα του. Περνώντας από την κοιλιά και τα οπίσθια, κατεβαίνει προς τους μηρούς γύρω-γύρω, τα γόνατα, τις γάμπες, τους αστραγάλους. Το μόνο απρόσβλητο μέρος μένουν οι πατούσες ευτυχώς, κι έτσι μπορεί να φορέσει παπούτσια και να περπατά.

Ξύνοντας διαρκώς και χωρίς ανάπαυλα το κορμί του, ο Θανάσης φτιάχνει και ρουφά δυο γουλιές καφέ, αν και δεν τον χρειάζεται, μια και η φαγούρα τον έχει ξυπνήσει για τα καλά. Να πάει στο νοσοκομείο με λεωφορείο αποκλείεται. Πώς να σταθεί ανάμεσα σε τόσο κόσμο και να ξύνεται; Να πάρει τη μηχανή του, ούτε λόγος. Θα γκρεμοτσακιστεί πουθενά. Το αυτοκίνητό του δεν κυκλοφορεί σήμερα, αλλά και να κυκλοφορούσε δε θα το ρισκάριζε. Ταξί; Ασε καλύτερα, τι θα πει ο ταξιτζής, θα τον περάσει για κάναν μουρλό. Το νοσοκομείο απέχει τέσσερις στάσεις από το σπίτι του κι έτσι θα πάει με τα πόδια.

Τέσσερις στάσεις λεωφορείου είναι περίπου ένα χιλιόμετρο κι αυτό το χιλιόμετρο, τη σημερνή μέρα, ισοδυναμεί με την άνοδο στο Γολγοθά για το Θανάση. Προχωρεί δυο τρία βήματα και σταματά για να ξυστεί. Δαγκώνει τα χείλια, τινάζει το κεφάλι, σφίγγει τους γλουτούς, κινεί παράξενα τους ώμους τρίβοντας τ' αυτιά, γέρνει μια δεξιά και μια αριστερά τρίβοντας -μια με τό 'να χέρι και μια με τ' άλλο- τις γάμπες, βάζει το δεξί χέρι στην τσέπη ν' ανακουφίσει προσωρινά τ' αχαμνά του, σαν το ανέκδοτο με το κουστούμι του σακάτη δείχνει. Αν και τόσο νωρίς το πρωί δεν κυκλοφορούν αργόσχολοι, μερικοί περαστικοί τον παρατηρούν κουνώντας με συμπόνια το κεφάλι, κι ο Θανάσης δεν σταματά να ξύνεται, να ξύνεται, να ξύνεται, ώσπου φτάνει στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου. Εκεί, ως δια μαγείας, παύει η φαγούρα, όπως ακριβώς αναστέλλονται για λίγο οι πόνοι της γέννας μόλις η επίτοκος φτάσει στην κλινική.

Ξαφνιάζεται ο έρημος, παρόλ' αυτά όμως θα τον δει το γιατρό, πρέπει να του εξηγήσει τι του συνέβει, μη και το ξαναπάθει. Το ραντεβού είναι σε ένα τέταρτο της ώρας και ο Θανάσης το εκμεταλλεύεται για να πιει ένα καφεδάκι στο κυλικείο του νοσοκομείου σαν άνθρωπος. Αγοράζει κι ένα κρουασάν και κάθεται σ' ένα παγκάκι, μελετώντας από μέσα του τα συμβάντα, ώστε να απαριθμήσει ένα προς ένα τα συμπτώματα στο φίλο του το Νότη, το δερματολόγο. Το τέταρτο της ώρας περνά αρκετά αργά, τόσο μεγάλη είναι η απόλαυση αυτού του διαλείμματος. Κάποια στιγμή, αποφασίζει να σηκωθεί και να προχωρήσει προς το ιατρείο. Ο Νότης τον περιμένει με αγωνία γιατί ο φίλος του ο Θανάσης δεν τον έχει ξαναενοχλήσει για θέματα υγείας. Δεν έχει καταλάβει καν ότι πρόκειται για δερματολογικό πρόβλημα, ο Θανάσης του τα μάσαγε στο τηλέφωνο, «έρχομαι να στα πω από κοντά» του είχε πει, κι ο Νότης είχε σκεφτεί πως το τηλεφώνημα του φίλου του θα μπορούσε να αφορά ίσως κάποιον συγγενή του, κάποιο ρουσφετάκι, ή και κάνα θαλασσοδάνειο ακόμα.

Χτυπά την πόρτα, μπαίνει, χαιρετιούνται οι δυο φίλοι, «ποιο είναι το πρόβλημα;» ρωτά ο γιατρός καθισμένος στο γραφείο του, «άστα φίλε μου, που να σου λέω τι έπαθα» απαντά ο Θανάσης, και, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, η φαγούρα ενσκήπτει ξαφνικά και δριμύτερη! Τινάζεται πάνω και αρχίζει να ξύνεται με μανία, ενώ ο γιατρός τινάζεται κι αυτός από την καρέκλα του. Τέτοια περίπτωση δεν του έχει ξανατύχει. Ανοίγει ένα ντουλαπάκι, παίρνει κάτι χάπια, γεμίζει ένα ποτήρι πλαστικό με νερό από το νιπτηράκι, «για πάρε δυο απ' αυτά, να δούμε» λέει και τείνει στο Θανάση το ποτήρι και τα χάπια. Απλώνει ο Θανάσης το χέρι να πιάσει το ποτήρι και «ωπ, τι γίνετ' εδώ;» ρωτά ξαφνιασμένος ο Νότης ο γιατρός, «έχεις έξι δάχτυλα σ' αυτό το χέρι;» και παίρνει πίσω χάπια και ποτήρι.

Ο Θανάσης παρατηρεί το χέρι του το δεξί πρώτα, ύστερα το αριστερό, μετρά τα δάχτυλά του, τα βρίσκει πράγματι δώδεκα και «γιατί, εσύ πόσα έχεις;» ρωτά τον ξαφνιασμένο γιατρό. «Δέκα, όπως όλοι οι άνθρωποι» απαντά ο γιατρός και «για έλα πιο κοντά να εξετάσω αυτό το φαινόμενο» συνεχίζει, ενώ τα μάτια του έχουν πεταχτεί έξω από την κατάπληξη. Ο Θανάσης σταματά για λίγο το ξύσιμο, η φαγούρα φαίνεται να έχει αλλεργία στα ξαφνιάσματα, ενώ ο δερματολόγος τηλεφωνεί στον ορθοπεδικό, λέγοντάς του «παράτα τα κι έλα γρήγορα στο ιατρείο μου στα επείγοντα, συμβαίνει κάτι τι απίστευτο!»

Σε χρόνο μηδέν, που λένε, ο ορθοπεδικός βρίσκεται άναυδος κι αυτός μπροστά στον εξαδάχτυλο Θανάση και του ζητά να βγάλει τα παπούτσια του για να δει πόσα δάχτυλα έχει στα πόδια. Μετρούν όλοι μαζί με προσοχή, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, στο ένα πόδι, άλλα πέντε στο άλλο και «α, γι αυτό δεν σε τρώνε και οι πατούσες σου!» αναφωνεί ο δερματολόγος και ο ορθοπεδικός βιάζεται να συμφωνήσει, ενώ ο Θανάσης δεν εννοεί να καταλάβει ποια είναι η σχέση της φοβερής του φαγούρας με τον αριθμό των δαχτύλων στα χέρια του, ο οποίος ήταν ο ίδιος από την ώρα που γεννήθηκε. Το έκτο δάχτυλο σε κάθε του χέρι, βεβαίως, δεν προστέθηκε στα ξαφνικά σήμερα το πρωί!

Οι δυο γιατροί, μετά από ένα σύντομο συμβούλιο, προτείνουν στο Θανάση μια αγωγή με χάπια και, αν αυτή δεν τελεσφορήσει, να του αφαιρεθούν τα επι πλέον δάχτυλα. «Μια επεμβασούλα είναι, μη φοβάσαι, θα γίνει με τοπική αναισθησία» τον καθησυχάζει ο ορθοπεδικός, «εγώ ο ίδιος θα στην κάνω και θα προτείνω να μη σου κοστίσει τίποτα, αν συναινέσεις να ανακοινώσω την περίπτωσή σου στο διεθνές ετήσιο συνέδριο των ορθοπεδικών» τελειώνει την κουβέντα του και ο φίλος δερματολόγος συνεχίζει «είναι ευκαιρία Θανάση μου, σκέψου το, θα σου έλεγα μάλιστα να μην επιβαρύνεις καν τον οργανισμό σου με χάπια αλλά να εγχειριστείς αμέσως».

Ο Θανάσης, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν συμπαθεί τα μαχαίρια και μάλιστα χωρίς να το σκεφτεί λιγουλάκι, έτσι αποφασίζει την πρώτη περίπτωση με τα χάπια, οπότε ο Νότης του ξαναδίνει τα αντισταμινικά που είχε βγάλει λίγο πρωτύτερα από το ντουλαπάκι και η φαγούρα υποχωρεί αρκετά, τόσο που ο Θανάσης αποφασίζει στη συνέχεια να πάει στη δουλειά του. Χαιρετά με ανακούφιση τους γιατρούς σωτήρες του, φεύγει από το νοσοκομείο, παίρνει το τρόλλεϊ και βρίσκεται στην υπηρεσία του. Η φαγούρα κοντεύει να γίνει ανάμνηση.

Μόλις μπαίνει στο γραφείο, αρχίζουν τα κρυφομιλήματα και τα χαχανητά. Δεν αργεί να καταλάβει τι συμβαίνει, έχει ξυρίσει το μουστάκι και το πρόσωπό του είναι αλλαγμένο, σίγουρα περί αυτού πρόκειται. Καλημερίζει χωρίς πολλά πολλά, κάθεται στη θέση του και ξεκλειδώνει τα συρτάρια του γραφείου του, όταν η κυρία Καπούζογλου λέει «με όλο το θάρρος, τι έγινε κύριε Θανάση το μουστάκι σας, το έφαγε η γάτα;» βέβαιη ότι η φράση της είναι μια φράση η οποία υποδηλώνει εξυπνάδα, κοιτάζοντας παράλληλα προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις για να λάβει υποστήριξη στο ανόητο χιούμορ της. Αντιπαρερχόμενος την κρυάδα, ο Θανάσης τη ρωτά με τη σειρά του «αλήθεια, ξέρετε πόσα δάχτυλα έχω στα χέρια μου;» και «φυσικά δέκα, όπως όλοι οι άνθρωποι, τι ερώτηση!» απαντά η κυρία Καπούζογλου χαχανίζοντας «εκτός αν εννοείται και κάποιο άλλο δάχτυλο» συνεχίζει δήθεν πονηρά.

Η κυρία Καπούζογλου δεν είναι καθόλου κυρία, αν και παντρεμένη εδώ και πέντε χρόνια με τον κύριο διευθυντή της υπηρεσίας. Είναι το καρφί του κυρίου διευθυντή, αυτό το ξέρουν όλοι στο γραφείο, και παίζει το ρόλο της εύθυμης και καλοπροαίρετης τάχα, ενώ από πίσω δεν διστάζει να τα χώνει σε όλους. Ο Θανάσης νιώθει μια γλυκειά ικανοποίηση που θα την κάνει σε λίγο να χάσει το χρώμα της. «Για μετρήστε τα λοιπόν, αν είστε περίεργη βεβαίως, να δούμε, είναι ή δεν είναι δέκα;» της λέει τείνοντας και τα δυο του χέρια στο ύψος των ματιών της και η κυρία Καπούζογλου βάζει μια τσιρίδα και πέφτει ξερή στο πάτωμα. Σε στρίψη ματιού, όλοι οι υπάλληλοι τρέχουν να μετρήσουν τα δάχτυλα των χεριών του Θανάση, αντί να συνεφέρουν την κυρία Καπούζογλου, η οποία στο μεταξύ συνέρχεται μόνη της και, οπωσδήποτε, θα τους ανταποδώσει με πρώτη ευκαιρία την αδιαφορία τους για το άτομό της.

Οταν σε δέκα λεπτά μπαίνει ο κύριος διευθυντής αναστατωμένος από το σούσουρο που ακούγεται ίσαμε τον επάνω όροφο, όπου βρίσκεται το γραφείο του, και βλέπει το Θανάση ανεβασμένο σε μια καρέκλα να μουτζώνει δεξιά κι αριστερά και όλο το προσωπικό της υπηρεσίας να κοάζουν μαζί του εν χορώ «πάρε έξι!» και «πάρε δώδεκα!» κοντεύει να πάθει συμφόρηση. Βλέπει και τη σύζυγό του να κάθεται σαν ξέπνοη παράμερα και το εγκεφαλικό είναι στο δρόμο. «Απολύεσαι! Τώρα! Μάζεψτα και τράβα!» κραυγάζει θέλοντας να ισορροπήσει με τις κραυγές τη δειλία και την αδυναμία του, πιθανότατα και το μικρό του τσουτσούνι, καθώς η κυρία Καπούζογλου «μπράβο Μενέλαε» και «μπράβο κύριε διευθυντά μου» του λέει, «αλλά μέτρα και τα δάχτυλα του Θανάση μας» προσθέτει για να του βγει από πάνω, ο κύριος διευθυντής τα μετρά, τα ξαναμετρά και αυτομάτως ηρεμεί.

Είναι η πρώτη φορά που τα δώδεκα δάχτυλα του Θανάση δρουν ως ηρεμιστικό. Ισως και η τελευταία, γιατί μετά την πρόταση που του κάνει κατ' ιδίαν ο κύριος διευθυντής, ο Θανάσης αποφασίζει να πάει να κόψει τα περισσευούμενα.

Ο κ. διευθυντής πρότεινε στο Θανάση να τον κάνει γαμπρό του, να τον παντρέψει με την κόρη του, στοχεύοντας στην αναπαραγωγή του γονιδίου που δημιουργεί τα δώδεκα δάχτυλα. Ηταν φανατικός υποστηριχτής της ιδέας περί του εξαδάχτυλου που θα μας φέρει πίσω την Πόλη, κλπ κλπ, και επιθυμούσε τη συμμετοχή της οικογένειάς του στη πιθανότητα πραγματοποίησης αυτής της ιδέας, την οποία έβρισκε απολύτως εφικτή. Ετσι είναι. Στις διευθυντικές καρέκλες κάθονται αναπαυτικά άνθρωποι με μεγάλες ιδέες.

Ο Θανάσης λοιπόν, μπήκε σώγαμπρος στο σπίτι του κ. Καπούζογλου, αφού φυσικά γνώρισε και παντρεύτηκε μετά από σύντομο αρραβώνα την ωραία Ανθούλα, την κόρη Καπούζογλου και νυν κ. Αθανασίου Μπαχλάκη, αφού εγχειρίστηκε και απώλεσε τα επί πλέον δάχτυλα των χεριών του. Αυτή ήταν η συμφωνία, ο όρος που είχε επιβάλλει ο κ. διυθυντής: Να κόψει τα επιπλέον δάχτυλα. Η δικαιολογία ήταν αληθοφανής, να μη τρομάξει η ωραία Ανθούλα και το υπόλοιπο σόι. Το ζουμί όμως ήταν η αφανής παροχή του γονιδίου του στην οικογένεια, να μην υποπτευθεί κανείς τι κρύβεται πίσω από αυτό τον εσπευσμένο γάμο της κόρης ενός σημαντικού παράγοντα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου με έναν απλό υπαλληλάκο σαν τον Θανάση.

Για να θολώσει τα νερά, ο κ. διευθυντής έχρισε τον Θανάση προϊστάμενο Λογιστηρίου της επιχείρησης και διέδιδε δεξιά και αριστερά ότι πρόκειται για ελπιδοφόρο νέο με Αξίες και Αρχές, αντάξιο διάδοχό του. Η Ανθούλα, απλώς ακολουθούσε τις υποδείξεις του πατρός και ουδείς λόγος της έπεφτε περί γάμου, κ.τ.τ., παρ' όλ' αυτά όμως το Θανάση τον ερωτεύτηκε σφόδρα και σύντομα η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει και μετά την πάροδο εννέα μηνών ακριβώς γέννησε ένα υπέροχο μωρό. Οι ευτυχείς γονείς λάτρεψαν αμέσως το σπλάχνο τους, που ήταν ένα στρουμπουλό κοριτσάκι με επτά δάχτυλα στο αριστερό του χεράκι. Ο δυστυχής παπούς, με βαριά καρδιά, άνοιξε λογαριασμό στη Τράπεζα στο όνομα της μικρής και περίμενε με αγωνία την επόμενη εγκυμοσύνη της κόρης του, η οποία συνέβη σύντομα και ήταν ατελέσφορη όπως και η πρώτη: κοριτσάκι και πάλι, με επτά δάχτυλα στο δεξί του χεράκι.

Η οικογένεια Αθανασίου Μπαχλάκη αριθμούσε τώρα τέσσερα μέλη με σαραντατέσσερα δάχτυλα χεριών, μόνο που τα δάχτυλα ήταν μοιρασμένα λάθος. Ετσι, οι μικρές εγχειρίστηκαν χωρίς αναβολή, για λόγους αισθητικής. Μετά από δυο χρόνια ανάπαυλας, η Ανθούλα ξανάμεινε έγκυος και το υπερηχογράφημα έδειξε αγόρι. Περιττό να ειπωθεί η χαρά του χαζοπαπού κ. Καπούζογλου, ο οποίος άρχισε να κάνει ένα σωρό παρανομίες προς αύξηση του μπάτζετ της επιχείρησης, ώστε να είναι ικανή να χρηματοδοτήσει μια μελλοντική αποστολή στην Πόλη για να την κατακτήσει ο μικρός μόλις θα ενηλικιωνόταν.

Η Ανθούλα γέννησε, αλλά -"άνθρακες ο θησαυρός"- το αγοράκι είχε επτά δάχτυλα σε κάθε πόδι. Το γονίδιο του Θανάση έπαιζε άσχημα παιχνίδια στον κ. διευθυντή, που όμως δεν έχανε το κουράγιο του και περίμενε με αισιοδοξία την επόμενη γέννηση, η οποία δεν άργησε να έρθει. Μετά από δεκαοκτώ μήνες, γεννήθηκε το δεύτερο αγοράκι του ζεύγους, με επτά δάχτυλα στο αριστερό του ποδαράκι. Τότε, ο παπούς έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και ανέλαβε ο Θανάσης το τμήμα εισαγωγών-εξαγωγών της επιχείρησης.

Μετά από αρκετά χρόνια, ο Θανάσης με την Ανθούλα απέκτησαν ένα λόχο παιδιών, θηλυκών και σερνικών, με δάχτυλα πάντα υπεράριθμα αλλά όχι σωστά κατανεμημένα, τα οποία εγχειριζόντουσαν μόλις συμπλήρωναν τα παιδιά το δεύτερο έτος της ηλικίας τους. Ο Θανάσης ανέπτυξε το εμπορικό του δαιμόνιο και, παρά τις αντιρρήσεις του ξεμωραμένου πλέον πεθερού του, η επιχείρηση πρόκοψε εξαιρετικά, ιδίως στην Πόλη, όπου εξήγαγε το 90% των ολοβάμβακων και ολομέταξων προϊόντων της.

«Την πήραμε την Πόλη μπαμπά!» είπε μια μέρα η Ανθούλα στον πατέρα της και κείνος έπεσε ξερός από τη χαρά του. Τον θάψαν με μεγάλες τιμές, κηδεία με δημόσια δαπάνη λόγω της προσφοράς του στην κοινωνία: μια αλυσίδα ξενώνων για κακοποιημένες γυναίκες -σε πανελλαδικό επίπεδο- που είχε χτίσει για να μειώσει τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας. Πού να ήξερε τι εννοούσε η αγαπημένη του κόρη! Αν μπορούσε να φανταστεί ότι η Πόλη ειχε πλημμυρίσει από μεταξωτές και βαμβακερές μαντίλες ελληνικής παραγωγής, ίσως να είχε αφήσει νωρίτερα το μάταιο τούτο κόσμο...

_________________________
* η λέξη "δώδεκα" γράφτηκε τυχαία και όταν πρόσεξα αυτό το λάθος αποφάσισα να το αφήσω και να μη το διορθώσω, έτσι η ιστορία οδηγήθηκε μόνη της προς τη δική της συνέχεια και το δικό της τέλος, αποφάσισε δλδ το κείμενο αντί για μένα προς τα πού θα πάει -πράγμα που μου συμβαίνει συχνά, χωρίς να βρίσκω κάποια εξήγηση γι αυτό.

Πρωτη αναρτηση σε δυο μερη: -->>
1. περί της φαγούρας του Θανάση

2. ο Θανάσης επιστρέφει νικητής

αν δεν ανοιγουν οι συνδεσμοι, διαλεξτε: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/11/183.html
http://rodiat4.blogspot.com/2007/09/287.html

ΣΗΜ. τα ονοματεπώνυμα είναι φανταστικά και ουδεμία σχέση έχουν με τη πραγματικότητα, όπως και ολόκληρη η ιστορία.

11 Ιαν 2008

ο χορος του ιταλου

Ενα «ωπα!» σαν ουρλιαχτο ξεφυγε απο τα σφιγμενα χειλη του και «ωπα, ωπα, ωπα, ωπα, ωπα!» αλλα πεντε σαν ριπες μυδραλιοβολου ξεσκισαν τη βουβαμαρα του ερειπωμενου αρχοντικου, ενω τα ποδαρια του χτυπουσαν βαρια τα σανιδια της σαλας και τα χερια του ανεμιζαν στον αερα. Ο ιταλος χορευε ζειμπεκικο και ηταν, λες, ετοιμος να πεταξει.

Η μουσικη, ο ηχος, ηταν καρφωμενος στο μυαλο του απο το χτεσινο βραδυ, οταν εβλεπε τα ξαναμμενα ματια της να τον κοιταζουν στην ταβερνα, σαν καρβουνακια απο το τζακι και σαν φλογες της κολασης. Χτες το βραδυ, χορευαν οι αλλοι κι αυτος επινε και μαθαινε και, μαζι με το ποτο, καταπινε γουλια γουλια το σκληρο ηχο, τοσο μακρινο απο τα τρυφερα ακουσματα της πατριδας του.

Επινε πολυ και δεν τον παιρναν τα ποδια του να γυρισει στο ξενοδοχειο, για τουτο και ξημερωθηκε στο ερειπωμενο αρχοντικο του Ασημακη, που ορθωνοταν στην ερημια, παραδιπλα στην εξοχικη ταβερνα οπου τον ειχε οδηγησει η μοιρα.

«Ωπα!» εσκουξε ξανα και σωριαστηκε αποκαμωμενος. Διψουσε, ηθελε και να πλυθει, να εξανθρωπιστει, αλλα το σωμα του χτυπιοταν ακομα ξαπλωμενο ανασκελα, λες και ηθελε να τελειωσει το ονειρο -μαλλον ο εφιαλτης- της χτεσινης βραδιας.

- Τι εχεις αφεντικο; εισαι καλα; θες κατι;

Μια αγοριστικη φωνη εφτασε στα αυτια του απο το κεντρικο ανοιγμα, οπου ενα φυλλο εξωπορτας ισορροπουσε μονοπαντα κρεμασμενο απο ενα μοναχα μεντεσε.

- Οκι, εγκω καλα ειμαι, ευκαριστω. Τελω παει ξενοντοχειο.

- Να σε παω, για θυμασαι το δρομο;

Ξαναρωτησε η φωνουλα του αγοριου, μαθημενη απο αντρικα μεθυσια.

- Ναι, να με παει, αλλα εγκω χορεψει λιγκο ακομα. Τελω ματει χορευει καλα.

Το αγορι εβγαλε ενα μπαγλαμαδακι απο το γιλεκο του σαν να εκανε ταχυδακτυλουργια και «Να σου παιξω κατι τοτε» ειπε και αγγιξε τις χορδες.

Ο ιταλος τιναχτηκε και ξαναρχισε να χορευει σαν παλαβος. Ο ηχος, οχι μοναχα κουρδιζε το κουρασμενο του κορμι, αλλα τον ξεδιψουσε κιολας και ταυτοχρονα τον επλενε, τον καθαριζε, τον εκανε αρχοντα καλοντυμενο και με ξυρισμενο μουτρο και το μαλλι χτενισμενο -ολα στην τριχα, εξτρα πριμα γκουτ.

Καποια στιγμη, σταματησε να παιζει το οργανο, επαψε κι ο χορος κι ενα δεκαπενταχρονο αγορι φανηκε να βγαινει απο το ερειπιο, σερνοντας ενα μαντραχαλο απο το χερι. Ξεμακραιναν προς το ξενοδοχειο συζητωντας τη συνεργασια των επομενων ημερων. Δεκα δραχμες την ωρα για τρεις ωρες τη μερα επι τρεις μερες ηταν μια μικρη περιουσια για τον μικρο. Ο ιταλος ηταν αποφασισμενος να μαθει ζειμπεκικο στην εντελεια.

Μετα απο τρεις μερες -ετσι το λογαριαζε- θα ηταν σε θεση να δωσει τη δικια του παραγγελια στην ταβερνα. Μετα απο τρεις μερες θα χορευε για χατηρι της, μετα απο τρεις μερες η που θα καιγοταν ολοκληρωτικα απο τη φλογα των ματιων της η που θα επαιρνε το πλοιο για την πατριδα του.

Την τριτη μερα εγινε ο μεγαλος σεισμος, το αρχοντικο δεν αντεξε, επεσε και τον πλακωσε. Το αγορι στεκοταν στην πορτα και δεν επαθε τιποτα, μονο που εχασε το τελευταιο μεροκαματο.