Ενα «ωπα!» σαν ουρλιαχτο ξεφυγε απο τα σφιγμενα χειλη του και «ωπα, ωπα, ωπα, ωπα, ωπα!» αλλα πεντε σαν ριπες μυδραλιοβολου ξεσκισαν τη βουβαμαρα του ερειπωμενου αρχοντικου, ενω τα ποδαρια του χτυπουσαν βαρια τα σανιδια της σαλας και τα χερια του ανεμιζαν στον αερα. Ο ιταλος χορευε ζειμπεκικο και ηταν, λες, ετοιμος να πεταξει.
Η μουσικη, ο ηχος, ηταν καρφωμενος στο μυαλο του απο το χτεσινο βραδυ, οταν εβλεπε τα ξαναμμενα ματια της να τον κοιταζουν στην ταβερνα, σαν καρβουνακια απο το τζακι και σαν φλογες της κολασης. Χτες το βραδυ, χορευαν οι αλλοι κι αυτος επινε και μαθαινε και, μαζι με το ποτο, καταπινε γουλια γουλια το σκληρο ηχο, τοσο μακρινο απο τα τρυφερα ακουσματα της πατριδας του.
Επινε πολυ και δεν τον παιρναν τα ποδια του να γυρισει στο ξενοδοχειο, για τουτο και ξημερωθηκε στο ερειπωμενο αρχοντικο του Ασημακη, που ορθωνοταν στην ερημια, παραδιπλα στην εξοχικη ταβερνα οπου τον ειχε οδηγησει η μοιρα.
«Ωπα!» εσκουξε ξανα και σωριαστηκε αποκαμωμενος. Διψουσε, ηθελε και να πλυθει, να εξανθρωπιστει, αλλα το σωμα του χτυπιοταν ακομα ξαπλωμενο ανασκελα, λες και ηθελε να τελειωσει το ονειρο -μαλλον ο εφιαλτης- της χτεσινης βραδιας.
- Τι εχεις αφεντικο; εισαι καλα; θες κατι;
Μια αγοριστικη φωνη εφτασε στα αυτια του απο το κεντρικο ανοιγμα, οπου ενα φυλλο εξωπορτας ισορροπουσε μονοπαντα κρεμασμενο απο ενα μοναχα μεντεσε.
- Οκι, εγκω καλα ειμαι, ευκαριστω. Τελω παει ξενοντοχειο.
- Να σε παω, για θυμασαι το δρομο;
Ξαναρωτησε η φωνουλα του αγοριου, μαθημενη απο αντρικα μεθυσια.
- Ναι, να με παει, αλλα εγκω χορεψει λιγκο ακομα. Τελω ματει χορευει καλα.
Το αγορι εβγαλε ενα μπαγλαμαδακι απο το γιλεκο του σαν να εκανε ταχυδακτυλουργια και «Να σου παιξω κατι τοτε» ειπε και αγγιξε τις χορδες.
Ο ιταλος τιναχτηκε και ξαναρχισε να χορευει σαν παλαβος. Ο ηχος, οχι μοναχα κουρδιζε το κουρασμενο του κορμι, αλλα τον ξεδιψουσε κιολας και ταυτοχρονα τον επλενε, τον καθαριζε, τον εκανε αρχοντα καλοντυμενο και με ξυρισμενο μουτρο και το μαλλι χτενισμενο -ολα στην τριχα, εξτρα πριμα γκουτ.
Καποια στιγμη, σταματησε να παιζει το οργανο, επαψε κι ο χορος κι ενα δεκαπενταχρονο αγορι φανηκε να βγαινει απο το ερειπιο, σερνοντας ενα μαντραχαλο απο το χερι. Ξεμακραιναν προς το ξενοδοχειο συζητωντας τη συνεργασια των επομενων ημερων. Δεκα δραχμες την ωρα για τρεις ωρες τη μερα επι τρεις μερες ηταν μια μικρη περιουσια για τον μικρο. Ο ιταλος ηταν αποφασισμενος να μαθει ζειμπεκικο στην εντελεια.
Μετα απο τρεις μερες -ετσι το λογαριαζε- θα ηταν σε θεση να δωσει τη δικια του παραγγελια στην ταβερνα. Μετα απο τρεις μερες θα χορευε για χατηρι της, μετα απο τρεις μερες η που θα καιγοταν ολοκληρωτικα απο τη φλογα των ματιων της η που θα επαιρνε το πλοιο για την πατριδα του.
Την τριτη μερα εγινε ο μεγαλος σεισμος, το αρχοντικο δεν αντεξε, επεσε και τον πλακωσε. Το αγορι στεκοταν στην πορτα και δεν επαθε τιποτα, μονο που εχασε το τελευταιο μεροκαματο.
Η μουσικη, ο ηχος, ηταν καρφωμενος στο μυαλο του απο το χτεσινο βραδυ, οταν εβλεπε τα ξαναμμενα ματια της να τον κοιταζουν στην ταβερνα, σαν καρβουνακια απο το τζακι και σαν φλογες της κολασης. Χτες το βραδυ, χορευαν οι αλλοι κι αυτος επινε και μαθαινε και, μαζι με το ποτο, καταπινε γουλια γουλια το σκληρο ηχο, τοσο μακρινο απο τα τρυφερα ακουσματα της πατριδας του.
Επινε πολυ και δεν τον παιρναν τα ποδια του να γυρισει στο ξενοδοχειο, για τουτο και ξημερωθηκε στο ερειπωμενο αρχοντικο του Ασημακη, που ορθωνοταν στην ερημια, παραδιπλα στην εξοχικη ταβερνα οπου τον ειχε οδηγησει η μοιρα.
«Ωπα!» εσκουξε ξανα και σωριαστηκε αποκαμωμενος. Διψουσε, ηθελε και να πλυθει, να εξανθρωπιστει, αλλα το σωμα του χτυπιοταν ακομα ξαπλωμενο ανασκελα, λες και ηθελε να τελειωσει το ονειρο -μαλλον ο εφιαλτης- της χτεσινης βραδιας.
- Τι εχεις αφεντικο; εισαι καλα; θες κατι;
Μια αγοριστικη φωνη εφτασε στα αυτια του απο το κεντρικο ανοιγμα, οπου ενα φυλλο εξωπορτας ισορροπουσε μονοπαντα κρεμασμενο απο ενα μοναχα μεντεσε.
- Οκι, εγκω καλα ειμαι, ευκαριστω. Τελω παει ξενοντοχειο.
- Να σε παω, για θυμασαι το δρομο;
Ξαναρωτησε η φωνουλα του αγοριου, μαθημενη απο αντρικα μεθυσια.
- Ναι, να με παει, αλλα εγκω χορεψει λιγκο ακομα. Τελω ματει χορευει καλα.
Το αγορι εβγαλε ενα μπαγλαμαδακι απο το γιλεκο του σαν να εκανε ταχυδακτυλουργια και «Να σου παιξω κατι τοτε» ειπε και αγγιξε τις χορδες.
Ο ιταλος τιναχτηκε και ξαναρχισε να χορευει σαν παλαβος. Ο ηχος, οχι μοναχα κουρδιζε το κουρασμενο του κορμι, αλλα τον ξεδιψουσε κιολας και ταυτοχρονα τον επλενε, τον καθαριζε, τον εκανε αρχοντα καλοντυμενο και με ξυρισμενο μουτρο και το μαλλι χτενισμενο -ολα στην τριχα, εξτρα πριμα γκουτ.
Καποια στιγμη, σταματησε να παιζει το οργανο, επαψε κι ο χορος κι ενα δεκαπενταχρονο αγορι φανηκε να βγαινει απο το ερειπιο, σερνοντας ενα μαντραχαλο απο το χερι. Ξεμακραιναν προς το ξενοδοχειο συζητωντας τη συνεργασια των επομενων ημερων. Δεκα δραχμες την ωρα για τρεις ωρες τη μερα επι τρεις μερες ηταν μια μικρη περιουσια για τον μικρο. Ο ιταλος ηταν αποφασισμενος να μαθει ζειμπεκικο στην εντελεια.
Μετα απο τρεις μερες -ετσι το λογαριαζε- θα ηταν σε θεση να δωσει τη δικια του παραγγελια στην ταβερνα. Μετα απο τρεις μερες θα χορευε για χατηρι της, μετα απο τρεις μερες η που θα καιγοταν ολοκληρωτικα απο τη φλογα των ματιων της η που θα επαιρνε το πλοιο για την πατριδα του.
Την τριτη μερα εγινε ο μεγαλος σεισμος, το αρχοντικο δεν αντεξε, επεσε και τον πλακωσε. Το αγορι στεκοταν στην πορτα και δεν επαθε τιποτα, μονο που εχασε το τελευταιο μεροκαματο.
2 σχόλια:
Πολύ με πίκρανες, Ροδιά μου! Εντάξει, δεν μου αρέσουν τα χάπι εντ, αλλά τον συμπάθησα τον ερωτοχτυπημένο Ιταλό! Γιατί τον πλάκωσες; Καλή χρονιά με υγεία
Για σκεψου ομως.. ισως μια χυλοπιττα να ηταν σοβαροτερο πληγμα γι αυτον. Αλλωστε η ιστορια τελειωνει πιο ευκολα (για μενα που τη γραφω!) με αυτο τον τροπο!
Καλη χαρουμενη χρονια:-)
Δημοσίευση σχολίου