Μια φορά, σε μια μικρή φωλιά κάτω απο τη γη, ζούσε ένα μυρμηγκάκι. Ηταν πανέμορφο, με χρυσόξανθο κορμάκι και φορούσε παπουτσάκια στο ίδιο ακριβώς χρώμα. Τα μυρμηγκάκια φοράνε μονάχα παπούτσια, επειδή περπατάνε συνέχεια για να βρούνε την τροφή τους. Κάνουν τόσο μακρινούς αναγκαστικούς περιπάτους κάθε μέρα, σα να πήγαινε ένας άνθρωπος Αθήνα - Πάτρα και να γύριζε κιόλας!
Κουραζόταν πολύ το καημένο το μυρμηγκάκι, αλλά δε γινόταν αλλοιώς. Επρεπε να μαζέψει αρκετή τροφή για το χειμώνα, χώρια που λογάριαζε να παντρευτεί κιόλας. Χρειαζόταν λοιπόν αρκετή τροφή. Τα μυρμηγκάκια ζουν σε ομάδες μεγάλες. Στον τόπο όμως που ζούσε το δικό μας το μυρμηγκάκι ήταν το τελευταίο που είχε απομείνει μετά απο μια μεγάλη καταστροφή. Ετσι, τώρα ήταν το πρώτο που θα ξεκινούσε μια καινούργια ομάδα μυρμηγκιών. Γι αυτό σκεφτόταν να παντρευτεί μια καλή και όμορφη μυρμηγκίτσα, να γεννήσουν πολλά μικρούτσικα μυρμηγκάκια και να ζήσουν όλα μαζί στη φωλίτσα τους κάτω απο τη γη ευτυχισμένα. Πως και πως περίμενε αυτή τη μέρα το μυρμηγκάκι μας!
Φανταζόταν να ξημερώνει μια όμορφη λιακάδα και να βγαίνει απο τη φωλιά του με τα χίλια μύρια παιδάκια του και τα εγγονάκια του, να κάνει τους αναγκαστικούς μακρινούς περιπάτους του με παρέα πλέον... «Το θέλω πολύ αυτό και σίγουρα θα το πετύχω» σκεφτόταν και έπαιρνε κουράγιο και συνέχιζε τις κουραστικές πορείες.
Μια μέρα, εκεί που ετοιμαζόταν να βγει απο την τρύπα της φωλιάς του, είδε ένα μεγάλο σπόρο να έχει πέσει μέσα. «Πω πω» είπε μέσα του «τι μεγάλος σπόρος! Δε θα μπορούσα με τίποτα να τον κουβαλήσω μονάχο μου». Βγήκε όμως απο τη φωλιά και άρχισε το περπάτημα. Περπάτησε πολύ εκείνη την ημέρα χωρίς αποτέλσμα. Ξεθεωμένο γύρισε το σούρουπο, έχοντας μαζέψει μονάχα κάτι μικρά ψιχουλάκια. «Δεν πειράζει, αύριο πάλι» είπε κι έπεσε να κοιμηθεί.
Το άλλο πρωϊ που σηκώθηκε ξημερώματα για να ξανακινήσει, βρήκε δυο μεγάλους σπόρους στη φωλίτσα του. «Μπα! Τυχερό που είμαι!» σκέφτηκε και, όπως ήταν κουρασμένο, ξάπλωσε να κοιμηθεί λιγάκι ακόμα. Θα έβγαινε αργότερα στο σεργιάνι. Οταν ξύπνησε, βρήκε κι άλλους σπόρους, όμορφους και ζουμερούς. «Εχω μεγάλη τύχη φαίνεται, θα γίνει γρήγορα πραγματικότητα το όνειρό μου» είπε μέσα του κι αφέθηκε στην καλή του τύχη, όπως πίστευε.
Εξω απο τη φωλιά όμως παραφύλαγε ένας μεγαλομπάμπουρας που δεν ήθελε μυρμήγκια στη γειτονιά του. Ετσι, σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο για να εξολοθρέψει και το τελευταίο μυρμηγκάκι που είχε απομείνει. Θα το τάϊζε πολύ μέχρι που να χοντρύνει και να μη μπορεί να βγει απο τη φωλιά του. Ετσι, με τα σπόρια που έρριχνε κάθε μέρα, είχε βάλει μπρος το καταχθόνιο σχέδιό του.
Το μυρμηγκάκι μας ήταν εντελώς απονήρευτο. Χαιρόταν πολύ για τα σπόρια που έμπαιναν μόνα τους στη φωλιά του -έτσι πίστευε τουλάχιστον- και σιγά σιγά ξέμαθε το περπάτημα κι έγινε ένα τεμπέλικο μυρμήγκι, που όλο έτρωγε και όλο ξάπλωνε. Είχε παχύνει πολύ και το πάχος έκανε και το μυαλουδάκι του δυσκίνητο. Μια μέρα όμως είπε να βγει λίγο να δει τι γίνεται ο έξω κόσμος.
Ανεβαίνει προς την τρύπα εξόδου της φωλιάς κι έπαθε πλάκα, που λέμε! Δε χωρούσε με τίποτα να περάσει απο εκεί. Στριμώχτηκε, έσπρωξε το χώμα, τίποτα. Φώναξε βοήθεια, αλλά δεν υπήρχε ψυχή να το ακούσει, μονάχα ο μεγαλομπάμπουρας το άκουγε κι έτριβε την κοιλιά του απο ευχαρίστηση. «Χαχαχα, ήρθε το τέλος σου μυρμηγκάκι!» φώναξε με την τσιριχτή φωνή του.
Το μυρμηγκάκι τότε ακριβώς κατάλαβε το παιχνίδι εξόντωσης, που του έπαιξε ο μεγαλομπάμπουρας. Δεν απάντησε, ούτε είπε τίποτα, μονάχα κατάφερε να ξεσφηνώσει το κορμάκι του και να κατέβει πάλι στη φωλιά του. Σκέφτηκε πολύ σοβαρά πως τα εύκολα αποκτήματα, αυτά που λαβαίνεις απο άλλους χωρίς κόπο, ωφελούν εκείνους που στα δίνουν και πως το πιθανότερο είναι να σε βλάψουν. Με τη σκέψη αυτή δεν παραιτήθηκε απο την προσπάθεια να πετύχει το σκοπό του. Αποφάσισε να μη τρώει τίποτα σχεδόν για λίγες μέρες. Να του δείξει του παλιομπάμπουρα!
Ετσι κι έκανε και κατάφερε να βγει απο τη φωλιά του και να ξανακάνει τους αναγκαστικούς μακρινούς περιπάτους αναζητώντας τροφή. Σε ένα περίπατο απο αυτούς γνώρισε τη μυρμηγκίτσα των ονείρων του, το αγάπησε κι εκείνη πολύ, πήγαν μαζί στη μυρμηγκοφωλίτσα, έκαναν ένα σωρό μυρμηγκοπαιδάκια κι έζησαν ευτυχισμένοι ως τα βαθειά τους γεράματα -το μυρμηγκάκι έγινε γερομυρμηγκοπαπούλης κι η μυρμηγκίτσα έγινε μυρμηγκογιαγιάκα- μέχρι που είδαν και τρισέγγονα!
Ο γερομυρμηγκοπαπούλης δεν ξεχνούσε να διηγηθεί το νεανικό του πάθημα σε κάθε μυρμηγκάκι που ξετσούμιζε κι έκανε τον έξυπνο στα άλλα, παρασυρμένο απο την ορμή της ηλικίας του. Ολα μα όλα τα μυρμηγκάκια έμαθαν αυτή την ιστορία και ποτέ κανένα δεν έπαθε το ίδιο με το μυρμηγκοπαπούλη του. Επαθαν άλλα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου