Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περιγραφες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περιγραφες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

7 Απρ 2021

ο ήχος μέσα στον ήχο

Συζητούσαν για ώρες... ή, μάλλον, αυτός μιλούσε κι εκείνη άκουγε. Ακουγε τον ήχο της φωνής, αυτόν τον τραγανιστό ήχο που, πέρα και πίσω από τα λόγια, χτύπαγε σαν προειδοποιητική καμπάνα: «θα σου κάνω κακό θα σου κάνω κακό».

Ο ήχος της φωνής του Αλκη έβγαινε τραγανιστός, με στιγμιαία τεντώματα εκδικητικά, σαν συριγμός βραχνού φιδιού δάγκωνε τον αέρα, δηλητηριάζοντας την ακοή της: «θα σε βλάψω θα σε βλάψω θα σε βάλω κάτω σκρόφα και θα σε γαμήσω σκρόφα σκρόφα σκρόφα θα σου κάνω κακό θα σου κάνω κακό». 

Αλκης, ένα τόσο γλυκο όνομα, αναγραμματισμός του Λάκη μεν, αλλά εξευγενισμένο και πολύ In. Παραπειστικό, δεν προειδοποιούσε καθόλου για το τί έμελλε συμβεί. Αν λεγότανε π.χ. Πανάγος, ένα όνομα αγριωπό, αυτό θα μπορούσε να την αποτρέψει από το να βρεθεί μονάχη μαζί του. Ομως ένας Αλκης, τι κακό μπορεί να της έκανε ένας Αλκης; δεν ένιωσε να κινδυνεύει, η αρχή του ραντεβού τους δεν προμήνυε κάτι δυσάρεστο εκτός ίσως από έναν καταιγισμό παπαρολογίας.

Ναι, οπωσδήποτε την κούραζαν όλα αυτά τα λόγια λόγια λόγια που έφευγαν, λέξεις που πέταγαν μακριά μαζί με το νόημά τους, αφήνοντας στην ατμόσφαιρα τον ήχο τους μονάχα, κι αυτός ο ήχος έμπαινε κατευθείαν στο μυαλό της, κι από τη μια το κοίμιζε κι από την άλλη καμπάνιζε αυτό το στιγμιαίο τέντωμα -ένας ήχος μικρός μέσα στον κύριο ήχο. Ενα ηχητικό τέντωμα που δεν ακουγόταν σκέτο: έπρεπε να υπάρχει ένας άλλος ήχος, μια καταιγιστική ομιλία, ώστε να το κουκουλώνει. 

Αν ήταν δυνατόν αυτό το τέντωμα να ακουστεί σκέτο, γυμνό, χωρίς το παλτουδάκι της φωνής, θα έμοιαζε ίσως με τον ήχο που, για ένα απειροελάχιστο κλάσμα δευτερολέπτου, δίνει το ράγισμα ενός κρυστάλλου κουρασμένου από μακρόχρονη αναμονή σε μια βιτρίνα, ενός κρυστάλλου ευαίσθητου που έχει κακιώσει επειδή κανένας δεν το θέλει ή είναι πολύ ακριβό για να πουληθεί, και παραμένει περιμένοντας και κάποια στιγμή, κάποια μικρούλα στιγμή, ραγίζει. Εκδικητικά.


1 Μαΐ 2010

Η ΜΥΡΩΔΙΑ

Ημερη και λεπτή μυρωδιά, μια ευωδία δυόσμου, η μυρωδιά του σώματός σου.
Με τρελλαίνει που δεν τη μπερδεύεις με σαπωνώδη υποκατάστατα, ούτε την εξαφανίζεις με αποσμητικά.
Υστερα, είναι να μην ομιλούν περί χημείας και επιλογής συντρόφου μέσα απο φυσικές διαδικασίες;...
Ρέπω προς την ωμή αλήθεια, όπως εκφράζεται μέσα απο μυρωδιές, ευωδιαστές και μή, αλήθεια για την καταγωγή των μυρωδικών εικόνων μας.
Ωραία που είναι η μυρωδιά σου! Τι όμορφα που ευωδιάζει το βρεμμένο σου κορμί!
Δένω τα μάτια κι αφήνω την όσφρηση να εισπράξει το πλήρες μερίδιο του πόθου μου για σένα...
Ιδρώτας και αλμύρα και δυόσμος η δική σου μυρωδιά, με προσανατολίζει κι ακολουθώ τα ίχνη σου μαγεμένη.
Αφήνομαι στην οσμή, αφήνομαι στην ωμή αλήθεια σου... Τι άλλο πιο αληθινό, τι άλλο περισσότερο ωμό απο τη δική σου ωμή οσμή;
_____________________________
FIL2530 - απο τα "σκουπίδια" του πισι

3 Απρ 2010

Ο ΜΟΥΣΑΚΑΣ


Οταν πρωτοδοκιμάσεις αυτό το φαγητό, η γεύση σου τρελλαίνεται! Τόσα αισθητήρια στη γλώσσα, δεν ξέρουν τι να πρωτοεντοπίσουν: Την πεντανόστιμη ελαφροτηγανισμένη μελιτζάνα, τον καλοκαβουρντισμένο κιμά με τη ντοματούλα του, το πιπεράκι του και το δυόσμο, τη αφροτηγανητή πατάτα που μπαίνει σα διαιτητής ανάμεσά τους ή την αφράτη μπεσαμέλ με μπόλικο κεφαλοτύρι και μοσχοκάρυδο, που αποτελεί την κορωνίδα και το συνδετικό κρίκο των υπόλοιπων γευστικών ερεθισμάτων;

Μασάς ελαφρά, τριγυρίζοντας στο στόμα κάθε μικρή μπουκιά, τυλίγοντάς την σε μπόλικο σάλιο πριν την καταπιείς, όσο το δυνατόν αργότερα, καθυστερώντας έτσι την απώλεια της απόλαυσης.

Ολόκληρος επικεντρώνεσαι στην αίσθηση της γεύσης, γίνεσαι ολόκληρος ένα στόμα, μια γλώσσα πλαταγίζουσα, ένας ποταμός παχύρρευστου σάλιου.

Υστερα απο κάθε μπουκιά, που κατεβαίνει απαλά στον οισοφάγο, αφήνεις να περάσει λίγος χρόνος πριν οδηγήσεις το πηρούνι ξανά προς την είσοδο του στόματος. Φέρνεις τη γλώσσα ένα γύρο μέσα στην κοιλότητα, καθαρίζοντας τα δόντια απο τα πιθανά υπολείμματα της μαγικής τροφής και με τεντωμένα ρουθούνια οσφραίνεσαι το υπόλοιπο, που βρίσκεται στο πιάτο, έτοιμο να φαγωθεί με τη σειρά του.

Στάσεις αναψυχής, ονομάζονται αυτές οι μικρές παύσεις, που μεσολαβούν ανάμεσα σε δυο πηρουνιές. Μικρές στιγμές ξεκούρασης μεταξύ των αλλεπάλληλων ηδονικών γευστικών απολαύσεων.

Ανεβάζοντας το πηρούνι προς τα χείλη, η αίσθηση της όσφρησης εντείνεται τόσο, ώστε να προετοιμάσει τη γευστική λαγνεία. Το στόμα ανοίγει όσο χρειάζεται για να εισαχθεί ο όγκος της τροφής ολόκληρος εντός, χωρίς να περισέψει ούτε ένας μικρός κόκκος ή σταγόνα. Τα χείλη δεν παίζουν στο παιχνίδι της γεύσης.

Κρατάς λοιπόν το γεμάτο πηρούνι ακριβώς μπροστά στο ανοιγμένο σου στόμα, παίρνεις μια τελευταία μυρωδιά απο κοντινή απόσταση, αμέσως μετά το εξαφανίζεις μέσα στη στοματική κοιλότητα, που λαχταρά να το δεχτεί και ύστερα το βγάζεις απαλά -άδειο πλέον- και το ακουμπάς στο πιάτο, αφήνοντάς το απο το χέρι σου.

Απολαμβάνεις βαθειά το γευστικό χορό που ξεκινά στην αρχή με τα ελαφρά αλλά σταθερά βήματα των μασητήρων, συνεχίζεται με διαδοχικά στοβιλίσματα, όπου τον κύριο λόγο έχει η γλώσσα και τελειώνει με ένα κρεσέντο, όπου οι χορευτές απλώνονται καταλαμβάνοντας ολόκληρο το χώρο της κοιλότητας, διαλυμένοι και σε κατάσταση απόλυτης έκστασης, πριν την καταβαράθρωσή τους στο άγνωστο περιβάλλον του στομάχου.

Στο μουσακά μπορείς να βρεις το νόημα της ζωής σου, η μαγεία της γεύσης αποκαλύπτεται εμπρός σου ολόγυμνη, εντελώς ξεκάθαρη και με αφοπλιστική ευθύτητα. Τα όνειρά σου, οι άπιαστες ιδέες, τα συννεφάτα παραληρήματα προσαρμόζονται επιτέλους σε κάτι τι το απτό: Μια μερίδα μουσακά, ένα όνειρο που είναι τόσο εύκολο να πραγματοποιηθεί!
___________________________
FIL2527 - Kαι αυτο το κειμενακι απο τα "σκουπίδια" του πισι!

11 Αυγ 2006

ΜΑΥΡΟ



Απέναντί μου στέκεται ένα κομμάτι απο την κόλαση. Ενα κατάμαυρο έργο τέχνης. Ενας πίνακας ζωγραφικής. Απο όσο μπορώ να διακρίνω, μέσα στο μαύρο του σώμα βρίσκονται σπαρμένες μικρές κηλίδες ρόδινες και λευκές. Προσπαθώ να ερμηνεύσω τι σκόπευε ο ζωγράφος να μεταδώσει, ποιο τάχα να είναι -αν υπάρχει- το κρυφό μήνυμα του πίνακα.

Αυτό που φαντάζομαι είναι μια απεραντωσύνη μαύρη, η μαύρη ήπειρος μάλλον, όπου η λιγοστή ελπίδα διάσωσης αχνοφαίνεται αμυδρά. Μπορεί όμως οι λευκές κηλίδες να είναι απαστράπτοντα δόντια σε πεινασμένα στόματα ή το ασπράδι των ματιών των μαύρων ανθρώπων που εκλιπαρούν το ενδιαφέρον μας.

Οι ρόδινες κηλίδες είναι το εσωτερικό απο τις παλάμες τους, που στέλνουν ένα σήμα απαγορευτικό: Οχι άλλες φωτογραφίες! Φτάνει πια! Η κακομοιριά μας οφείλεται σε σας αποκλειστικά λευκοί αδελφοί, σε σας που χωρίς σκέψη εκτροχιάσατε την πορεία μας προς τον πολιτισμό, σε σας που μας εμποδίσατε να κινηθούμε ελεύθερα με τα δικά μας οχήματα! Τώρα μας φωτογραφίζετε κερδίζοντας βραβεία σε διεθνείς εκθέσεις.. εκθέτοντας το ταλέντο σας υποστηριζόμενο απο τη δική μας αθλιότητα..

Σιγά σιγά σκοτεινιάζει και ο πίνακας απορροφάται, γίνεται ένα με τη νύχτα. Τα λευκά στίγματα λάμπουν σαν αστέρια σε έναν ουρανό κατάμαυρο χωρίς φεγγάρι και οι ρόδινες κηλίδες ούτε που φαίνονται πια. Η φαντασία μου εστιάζει στα λαμπυρίζοντα στίγματα προσανατολισμένη προς τις πιθανές νέες διεξόδους της ανθρωπότητας. Αραγε υπάρχει ζωή στον Αρη; Κι αν είναι να σβηστεί η ντροπή της ανθρωπότητας απο το χάρτη, η μαύρη ήπειρος δηλαδή, ποιες είναι οι πιθανότητες -αν υπάρχουν- να ξαναβρεθεί κάπου στο διάστημα;

Ξημερώνομαι κοιτάζοντας προσεκτικά το έργο του παρανοϊκού ζωγράφου -γιατί μόνο κάποιος έξω απο τή συμβατική λογική θα μπορούσε να ζωγραφίσει κάτι παρόμοιο. Τώρα που ανατέλλει ο ήλιος κι ο πίνακας φαντάζει αποτρόπαιος, πως να ξεκινήσω τη μέρα μου με τόση πια μαυρίλα; Ας παρομοιάσω λοιπόν το έργο με ένα κατάμαυρο καφεδάκι διάστικτο με μικρές σταγόνες γάλακτος ή κρέμας που δεν έχει καλοδιαλυθεί κι ας το καταπιώ με μικρές γουλιές
.

(ως anaflexis)


21 Ιουν 2006

Ποιητής άμμου





Οταν επισκέπτομαι ένα εργοτάξιο, μ' αρέσει να περιδιαβαίνω τα μυστικά του σημεία.. εκεί όπου εναποτίθενται οι σαβούρες.. εκεί όπου κάποια μηχανήματα έχουν πάψει να λειτουργούν.. εκεί όπου φαίνεται πως ο χρόνος έχει σταματήσει προσωρινά για μερικά πράγματα, που θα αναζωογονηθούν αμέσως μετά τη μεταφορά τους σε κάποιο άλλο εργοτάξιο.. κάπου αλλού.. ή θα δοθούν για ανακύκλιση.. θα πεταχτούν με δυο λόγια..

Το μηχάνημα για την παρασκευή αμμοχάλικου είναι ένα μαγικό μηχάνημα, τόσο θορυβώδες και σκονοπαραγωγό (!) όταν λειτουργεί.. με τόση κίνηση εργατών γύρω του.. αλλά τόσο ήσυχο, περήφανο αλλά και κάπως παραπονεμένο, όταν έχει λήξει η αποστολή του.. κάπως σαν τον πολεμιστή που αναπαύεται στις δάφνες του περιμένοντας την κλήση του για νέους αγώνες..

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως οι οικοδομικές εργασίες είναι κάτι τι το εντελώς πρακτικό.. δεν το βλέπω έτσι πάντως! Η χαρά της δημιουργίας είναι στο φόρτε της εκεί πέρα. Συχνά με σκληρό τρόπο, αλλά και τόσο άμεσο συνάμα. Η ευαισθησία περισσεύει στους ανθρώπους του μόχθου, όσο και αν φαίνονται κατηφείς και αγριωποί. Το συναίσθημα και η φαντασία είναι πλούσια, αν και -συνήθως- δεν μπορούν να εκφραστούν.. ίσως επειδή πλημμυρίζουν.. συγκρατούνται.. σαν ένα φουσκωμένο ποτάμι που θα γκρεμίσει το φράγμα αν αφεθεί ελεύθερο..


_____________________
ΣΗΜ.1. Η φωτογραφία και το κείμενο ανέβηκαν πρώτη φορά στον Ιστρο, στις 22/12/2003
ΣΗΜ.2. Σήμερα τοποθετείται εδώ, επειδή μου έχει ζητηθεί από επίμονο... συνάδελφο εν τη blogία!
ΣΗΜ.3. κλικ! πανω στη φωτο να μεγαλωσει

24 Ιαν 2006

ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ Βαρβάρας

Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, έλεγαν -και λένε ακόμα και σήμερα- μερικοί ρομαντικοί. Η Βαρβάρα είχε όμορφα μάτια πρασινογάλαζα και μεγάλα. Σα θάλασσα φουρτουνιασμένη ήταν το βλέμμα της. Σπάνια ημέρευε. Στο δρόμο, περπατούσε με τα μάτια κάτω και, όταν διασταυρωνόταν με κάποιον που ήθελε να τον εντυπωσιάσει, τίναζε -εξακόντιζε καλύτερα- ένα βλέμμα σαν αγκίστρι με δόλωμα θανατηφόρο, ένα βλέμμα σαν ακατανίκητο ναρκωτικό. Οπως ο χαμαιλέων εκτινάσσει μια γλώσσα με πολλαπλάσιο μήκος απο το σώμα του για να καταβροχθίσει τα μικρά ζωΰφια που κολλούν επάνω της, έτσι και η Βαρβάρα άπλωνε μακρυά τη ματιά της για να κατασπαράξει τους άντρες που, αντικρύζοντάς την, έχαναν την παραμικρή δύναμη αντίστασης στη γοητεία της.

Δεν ήταν όμορφη γυναίκα, με τα σύγχρονα μέτρα ομορφιάς. Ούτε λεπτή, ούτε με τέλειες αναλογίες. Μια νταρντάνα δραμινή ή καβαλιώτισσα -δε θυμάμαι καλά από που ήταν- καρδαμωμένη, με μυς που έσφυζαν απο ζωή. Πόδια γερά κολλημένα στη γη και χέρια με πλατειές παλάμες, που, έτσι να σού ’καναν, την είχες βάψει. Τα βυζιά της δυο μπαζούκας, προκλητικά στητά, εξείχαν προβάλλοντας τολμηρά πριν στρίψει τη γωνία το υπόλοιπο σώμα, και ο κώλος της, στητός κι αυτός, έδινε ένα τόνο μεγαλοπρέπειας στο αγέρωχο βάδισμά της. Μέση σχεδόν δεν υπήρχε, μια γυναίκα - ντουλάπα, που λένε. Το κατάξανθο μαλλί και το κάτασπρο δέρμα εντυπωσίαζαν όσο νά ’ναι, μα δεν ξεπερνούσαν σε γοητεία τη ματιά της, που ήταν σωστός σφάχτης.



Είχε μελετήσει καλά τη δύναμη του βλέμματός της και προσπαθούσε να πείσει και τις υπόλοιπες γυναίκες της παρέας να κάνουν το ίδιο. «Τα υπέροχα μάτια σας» έλεγε, «μη τα δείχνετε συνέχεια, η γοητεία αυξάνει όταν δε σκορπιέται αλόγιστα», και μας έκανε μάθημα πώς να περπατάμε με σκυμμένο κεφάλι και πώς να τινάζουμε το βλέμμα μας αραιά και που.

Η Βαρβάρα δεν παντρεύτηκε ποτέ, απ’ όσο ξέρω. Χάθηκαν τα ίχνη της όταν ξενητεύτηκε για να σταδιοδρομήσει σε μια μακρυνή χώρα, όπου οι γυναίκες έχουν μια θέση ξεχωριστή. Τη φαντάζομαι να τινάζει το βλέμμα της πίσω απο πάγκους εργαστηρίων, ντυμένη με την άσπρη στολή των ερευνητών, γοητεύοντας κάθε αρσενικό συναγωνιστή της στη μάχη για την ανακάλυψη της αλήθειας για την ύπαρξη των πάντων. Ισως η ματιά της να έχει χάσει την ισχύ της μετά απο τόσα χρόνια συγκέντρωσης στους φακούς των μικροσκοπίων, ίσως πάλι όμως, η οικονομία που έκανε στις δυνάμεις του βλέμματος, που δεν το σκόρπιζε δηλαδή οπουδήποτε, να έχει κάνει το θαύμα της και να άφησε αυτό το υπέροχο δώρο της φύσης ανέπαφο απο το χρόνο.

Οσο για το αν πράγματι «τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής», τι να πω... ίσως και να είναι... Αυτό που είναι σίγουρο πάντως, όπως φαντάζομαι τουλάχιστον, είναι πως δε γίνεται να επαίνεσε κανείς άντρας τα μάτια της Βαρβάρας. Ηταν τόσο, μα τόσο εκρηκτικά, που άφηναν σέκο τον καθένα. Δυο αστραπές εκτυφλωτικές ήταν... και.. τι να πει κανείς... Αν επαινέσεις την αστραπή, μάλλον θα της αφαιρέσεις κάτι απο τη γοητεία της...

_________
και εδώ

30 Νοε 2005

Αποτριχωθείτε γιατί χανόμαστε!



Η

Τ
Ρ
Ι
Χ
Α





Η τρίχα είναι μυστήριο τρένο. Φυτρώνει σα ραδίκι παντού, αν και σήμερα τα ραδίκια σπανίζουν. Το πιο μυστήριο όμως είναι η μανία μας να την κυνηγάμε. Μη δούμε μια τρίχα να ξεπροβάλλει και -όπα!- τη μαγκώνουμε αμέσως. Και καλά να τη βρούμε, ας πούμε, στο φαΐ, δικαιολογημένοι είμαστε, αλλά η μανία της αποτρίχωσης αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Κυνηγάμε την τρίχα και, όπου την πετύχουμε, κάνουμε επίθεση με όλα τα μέσα: τσιμπιδάκια, πένσες, δάχτυλα, στην ανάγκη πάμε και στο αισθητικομάγαζο να μας απαλλάξουν από το βάρος της. Κάτι μικρογραμμάρια ασήκωτα. Μια μέρα κάθισα και μέτρησα 227 διαφημίσεις τέτοιων μαγαζιών με τα παραρτήματά τους, κάνοντας ζάπινγκ φυσικά.


Τ ο φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Ξεκίνησε πιθανότατα την εποχή που ανακαλύψαμε τη χάρη του απαλού δέρματος, περίπου τότε που εφευρέθηκαν τα λίθινα εργαλεία. Με ακονισμένες πέτρες, ίσως οψιδιανούς, κούρευαν τα μαλλιά τους οι παλιοί άνθρωποι. Στα πόστερ των αιγυπτίων βλέπουμε κατακάθαρες επιδερμίδες, στις μινωικές τοιχογραφίες επίσης.


Ρ ίχνουμε ματιές στα κλασσικά και τα ελληνιστικά αγγεία, τρίχα ούτε για δείγμα. Παπαπα, αντιαισθητικό πράγμα! Ολοι καλοξυρισμένοι και χαλαουωμένοι. Αντρες και γυναίκες, αθλητές και αραχτοί. Στους πίνακες των αναγεννησιακών και στα χαμάμ των εμπρεξπρεσιονιστών, τίποτα επίσης. Οι τρίχες άφαντες. Κάτι γένια προβάλλουν δειλά σε μερικά έργα, αλλά εκείνα ήταν μούσι για την εποχή τους. Πολύ αργότερα, μετά θάνατο, αναγνωρίστηκαν οι δημιουργοί τους, π.χ. Βαν Γκογκ.


Ι σως να υπήρχε από τότε διαμάχη μεταξύ Επιστήμης και Τέχνης. Η μεν Επιστήμη ορίζει ότι η τρίχα προσφέρει μέγα έργο, βοηθώντας την επιδερμίδα να αντισταθεί στη χαλάρωση, η δε Τέχνη ορίζει όπως γουστάρει. Αυτή η εμμονή της Τέχνης στην τελειότητα μπορεί βέβαια -διόλου απίθανο- απλώς να απαλείφει τις τρίχες και όχι να παριστάνει με ακρίβεια το ζωγραφισμένο είδωλο. Τα υπέροχα ουρί στα χαμάμ του Ingres μπορεί να είχαν τριχωτές κοιλιές ή να μυστακοφορούσαν, κάθε ζωγράφος όμως δικαιούται να επιλέξει την τελειότητα, έτσι δεν είναι;

Χ αίρομαι ιδιαιτέρως που διάλεξα σήμερα να μελετήσω αυτό το θέμα, επειδή είναι μέρα σημαντική για μένα. Ζωγράφισα ένα ξυρισμένο δέρμα και κανείς δεν το κατάλαβε. Μια φίλη και προαγωγός των έργων μου διαφώνησε οξύτατα με τον τίτλο που έδωσα.

- Τι λες παιδάκι μου! Κανείς δε θα αγοράσει ένα ξυρισμένο δέρμα. Θα το πούμε «Λόφοι» και πάει και τελείωσε!

Ούτε συζήτηση να αντιταχτώ, άμα η έκθεση αποτύχει δεν έχω όρεξη να ακούω τη γκρίνια της. Λόφοι λοιπόν. Τι λόφοι, τι λοφίο, είπα μέσα μου για να παρηγορηθώ. Ξυρισμένο λοφίο ίσως, αλλά και ξυρισμένοι λόφοι… Φυσικά, δε τόλμησα να αντιπροτείνω κάτι τι και έγραψα στον κατάλογο ένα ολοκάθαρο «Λόφοι».



Α κριβώς τη στιγμή που τελείωνα τη συγγραφή του καταλόγου με τις τιμές, για τις οποίες ουδεμία ευθύνη φέρω, σκέφτηκα τι τρίχες γράφουμε κάθε μέρα και πόσες τρίχες λέμε. Πόσα μούσια αραδιάζουμε, πόσο καραφλιάζουμε, πόσο ξυρίζουμε το γαμπρό -πάντα στο τέλος. Είχα πετύχει σε ένα blog μια μέρα κάποιον που αναρωτιόταν γιατί έχουν πληθύνει οι άντρες με την αλογοουρά στην Αθήνα (ή την Ελλάδα, δε θυμάμαι) και η απάντηση μάλλον είναι ότι ίσως να υπάρχει έλλειψη τριχών στον εγκέφαλο και κάπως εξισορροπείται η κατάσταση με την εξωτερική τριχοφυΐα. Ισως να συμβαίνει και το αντίθετο, να υπάρχει δηλαδή υπερβολική τριχοφυΐα και να ξεχειλίζουν οι τρίχες. Δεν είμαι άντρας και δεν ξέρω, αυτό που ξέρω καλά είναι πόσο μετάνιωσα που κάποτε ξεκίνησα να βγάζω τα φρύδια μου. Σήμερα βλέπω το αποτέλεσμα των βλεφάρων που αρχίζουν να παίρνουν την κατιούσα, αλλά δε γίνεται να γυρίσω πίσω. Και μας το ’λεγε στο σχολείο ο κ. Παπαγεωργίου ο φυσικός...