9 Ιαν 2006

Μετασεισμική Ακολουθία


Η Κορνηλία εγεννήθηκε στα Κύθηρα πριν ενενήντα πέντε χρόνια. Κοντά έναν αιώνα τώρα. Εκανε οικογένεια, ο καλός της άντρας έφυγε για ψάρεμα ένα ξημέρωμα και δεν εματαγύρισε. Τον επήρε η θάλασσα. Οι δυο της γιοί έφυγαν να σπουδάσουνε στα ξένα και μείναν εκεί. Τους πήρε η ξενητιά. Αγόρια κιόλας, και με τα χρόνια χαθήκαν εντελώς. Βάρυναν, γεράσανε, δικαιολογίες έβρισκε πολλές για τ’ αδικαιολόγητο, να ξεχάσουνε τη μάνα τους δηλαδή.

Στην αρχή, τους κυνηγούσε ο στρατός, μετά οι δουλειές, ύστερα οι υποχρεώσεις, και στο τέλος τα αρθριτικά και η στηθάγχη. Γερά παιδιά ήτανε αλλά, ρουφιάνα η ζωή, τους ρούφηξε το μεδούλι. Τώρα θα ’τανε κι αυτοί παπούδες, αν ζούσανε. Αχ! Αναστέναζε κάπου κάπου, μέσα στον πόθο της τον ανεκπλήρωτο να δει εγγόνι. Και δισέγγονα θα είχε τώρα, λογαριάζοντας τον καιρό, ίσως και τρισέγγονα, αλλά τι να το κάνει που εδώ και πενήντα τόσα χρόνια δεν είχε δει ούτε τα παιδιά της.

Είχε μάθει κέντημα η Κορνηλία, καλό κέντημα, όχι μονάχα σταυροβελονιά, αλλά και ανεβατό και αζούρ και πλακέ και ρίζα. Εφτιαχνε και μπιμπίλα με τη βελόνα, δαντελώνοντας τα τελειώματα των εσωρούχων που της παραγγέλνανε κάποιες καλοκυράδες. Γιατί, πριν το πόλεμο δεν υπήρχαν έτοιμα εσώρουχα και η Κορνηλία ήξερε κι από αυτά. Μοδίστρα δεν ήταν, αλλά ένα εσώρουχο δεν ήθελε και πολλή τέχνη, ένα πατρονάκι να είχες, προσάρμοζες τα μέτρα της πελάτισσας, κι έτοιμο το μεσοφόρι ή το βρακί ή το μπουστάκι.

Με τα χρόνια, πλακώσανε τ’ αρθριτικά, στράβωσαν τα δαχτυλάκια της, γεμίσανε γρόμπους∙ και τα ματάκια της τα γαλανά δύσκολα ξεχώριζαν πια, ακόμα και τα περιγράμματα των πραγμάτων, χωρίς γυαλιά. Της είχε μείνει το σπιτάκι όμως, ένα μικρό αλλά βολικό σπιτάκι με μικρό κήπο, όπου φύτευε ζαρζαβατικά και τα κουτσοβόλευε με τη μικρή σύνταξη, ως σύζυγος του πνιγμένου. Για δική της σύνταξη, ούτε λόγος.

Ωσπου έγινε ο σεισμός. Επεσε το ’να ντουβάρι, κατόπι και τ’ άλλο, ύστερα η σκεπή. Ρημαδιό! Ανάκατα τα πράματά της, βούλιαξε το τραπέζι, έσπασ’ η κασέλα, το κρεβάτι άχρηστο. Πιάτα και ποτηρικά σπασμένα, ρουχισμός, όλα ένα κουβάρι μέσ’ στα χώματα. «Ευτυχώς που γλίτωσες τη ζωή σου κερά-Κορνηλία» της λέγανε οι γειτόνοι, αλλά εκείνη δεν το πίστεψε καθόλου αυτό το «ευτυχώς». Σάμπως και τηνε νοιάστηκε κανείς; Μόνο λόγια και τίποτ’ άλλο.

«Να πας στο Δήμαρχο, καλή μου» της είπε η κερά-Κατερίνα «αυτό εκάναμε κι εμείς και σε δυο μήνες κάτι θα μας εδώσουν από τη Τράπεζα, μόνε πρέπει να πάμε στην πολιτεία και να τους εκεράσουμε και κάτι». Ναι, και δυο μήνες θα κάθεται σε μια καρέκλα μαθές; Και τι κέρασμα να τους κάνει; Εκάθησε πράγματι σε μια ξεποδαριασμένη καρέκλα, τη στήριξε καλά σε μια κοτρόνα να μη κουνιέται, και μοιρολογούσε τη κατάντια της.

Από κερά και βασίλισσα, εκατάντησε δούλα και ζητιάνα σε δυο λεπτά της ώρας. Και πώς να το αντέξει; Και πώς το άντεξε, να λες. Και πόσο θα να ζούσε ακόμα; Αναρωτιόταν κι έπιανε το κεφάλι με τα αραιωμένα της μαλλάκια, κάτασπρα και απαλά σα μπαμπάκι. Κι αυτοί οι αναθεματισμένοι πόνοι; Δε σταματάγανε καθόλου να τη παιδεύουν. Κι η ζωή εξακολουθούσε να τρέχει μέσα στο κρέας της. Τι σου είναι ο άθρωπος!

Πέρασε τη νύχτα καθισμένη εκειδανά, στην καρέκλα. Τότε, αυτή τη νύχτα την αφέγγαρη, επήρε την απόφαση. Μόλις εξημέρωσε, πήγε στο ζαχαροπλαστείο και ψώνισε σοκολατάκια. Μετά, στο μισοχαλασμένο νεροχύτη, ξεκαπάκωσε το κουτί με τα γλυκά, γέμισε νερό ένα κουπάκι και ανάλυσε ποντικοφάρμακο. Υστερα, επήρε μια σύριγγα με χοντρή βελόνα και εγέμισε ταχτικά-ταχτικά τα σοκολατάκια ένα-ένα. Εκαπάκωσε ξανά το κουτί, το πόστιασε στο περιτύλιγμά του, και μια και δυο, επήρε το καράβι, έφτασε στην πόλη κι επήγε στην Τράπεζα, περπατώντας σιγά-σιγά και προσεκτικά, μη πέσει και σπάσει κάνα κόκαλο.

Ετσι την είδα σήμερα το μεσημέρι τη Κορνηλία, τυλιγμένη στο γκρίζο παλτουδάκι της, ψηλή και κοκαλιάρα, μαντιλοδεμένη μ’ ένα μάλλινο κασκόλ. Τα ποδάρια της εξείχαν κάτω από το ρούχο σαν οδοντογλυφίδες, αλλά περπατούσαν σταθερά από γραφείο σε γραφείο. Με το που έφτανε στο κάθε ταμείο, στο κάθε γραφείο, άνοιγε το κουτί και κέρναγε κι ο κάθε υπάλληλος έπαιρνε κι από ένα σοκολατάκι και την ευχαριστούσε χαμογελώντας.

Οταν έβαλε στο δικό της στόμα το τελευταίο, να πάει γλυκαμένη, τελειώσανε τα σοκολατάκια. Τότε, κάπως σα να ζαλίστηκε και πήγε να πιαστεί από μια κολόνα. Βρισκόμουν σχεδόν δίπλα της και σηκώθηκα στα γρήγορα να τη βοηθήσω. Ισα που πρόλαβα να τη βολέψω σε μια πολυθρόνα πλάι στο γραφείο του διευθυντή. «Νερό, λίγο νερό παιδάκι μου» κομπιασμένες βγήκαν οι λέξεις από το στόμα της γριούλας. Ετρεξα και της έφερα νερό κι όταν συνήρθε και μου είπε πως δεν είχε πού να μείνει μετά το σεισμό, την πήρα στο σπίτι μου. Είχα έτοιμη φασολάδα από το πρωί, τη ζέστανα καλά-καλά και σερβίρισα αυτό το νόστιμο χειμωνιάτικο φαγητό.

Φάγαμε και χορτάσαμε και φχαριστηθήκαμε, και τότε μου είπε την ιστορία με τα σοκολατάκια.

- Εφαγες κι εσύ κερά-Κορνηλία;
- Αμ πώς δεν έφαγα κόρη μου…
- Κι ακόμα δεν ένοιωσες τίποτα; Κάτι να σε πείραξε;
- Όχι, παιδάκι μου, τίποτα.
- Κι έβαλες στα σίγουρα ποντικοφάρμακο;
- Αμή! Ψέμματα θα σου πω;
- Τότε θα ήταν μπαγιάτικο το φαρμάκι.. τι να πω…
- Μπορεί. Το ’χα από τον καιρό του συχωρεμένου…

Καλού κακού, τηλεφώνησα στο εφημερεύον νοσοκομείο να μάθω για τυχόν δηλητηριασμένους, τίποτα. Αποφάσισα να φιλοξενήσω την Κορνηλία, ώσπου να γίνουν τα χαρτιά για το δάνειο και οι επισκευές του σπιτιού της. Θα δώσουν άραγε δάνειο σε μια υπέργηρη γυναίκα μόνη; Μπα, μάλλον θα προγραμματιστεί να μείνει στ’ αζήτητα, να τρώει από το συσσίτιο και να μένει στο γηροκομείο. Αυτό όμως δεν θα της το μαρτυρήσω. Γιατί; Γιατί, πόσο θα ζήσει ακόμα; Θα την αφήσω να μείνει με την ελπίδα. Και ψάχνω και στο ινερνέτ μπας και βρω και τα παιδιά της. Τι στο καλό! Ανοιξ’ η γη και τα κατάπιε;

5 σχόλια:

Markos είπε...

Μπορεί και να άνοιξε η γη, αλλά παράλληλα φαίνεται ότι άνοιξαν και οι ουρανοί.
Ρόδισαν...

Rodia είπε...

Αυτό να το λάβω τώρα ως κομπλιμάν;
:-))
..η εικόνα αυτής της γυναίκας είναι αληθινή, την είδα σήμερα, στην Τράπεζα, έτσι ακριβώς όπως τη περιγράφω, να μοιράζει σοκολατάκια..

Markos είπε...

Αυθόρμητο ήταν όταν διάβασα το κείμενό σου.

Katerina ante portas είπε...

To διάβασα απνευστί! Στην Τράπεζα συνήθως συμπαθούσαμε τις Κορνηλίες!
:)

Rodia είπε...

Μου έκανε εντύπωση Κατερίνα, εκτός απο το παρουσιαστικό της γυναίκας, το ότι κανείς δεν αρνήθηκε την προσφορά της. Τόση εμπιστοσύνη ενέπνεε ή ήταν γνώριμή τους ή είχαν μεγάλη ανάγκη από κάτι τι γλυκό...
Το αστυνομικό μου δαιμόνιο όμως, σε συνεργασία με το σεισμό, έπαιξαν μονότερμα την περίπτωση!!
:-)

Σάββα, ο ενθουσιασμό σου με υποχρεώνει!
:-)

Μάρκο, ωραίο το αυθόρμητο, το συνηθίζω επίσης, αλλά συνήθως με παρεξηγούν... Τώρα, με αυτή την ευκαιρία που μου έδωσες, το κατάλαβα πως ο αυθορμητισμός χρειάζεται διευκρινήσεις!!!
:-)