Η φωτογραφία στον τοίχο, απέναντι απο το φεγγίτη της κουζίνας, που μπάζει το χαμηλό φωτισμό του δειλινού, ξυπνάει νοσταλγικά συναισθήματα, εντελώς απλοϊκά, ερεθίζοντας τη φαντασία. Ο άντρας κάθεται στη συνηθισμένη του θέση, έχοντας το βαρύ τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια, κι απο το χοντρό φλυτζάνι του καφέ ρουφάει καμμιά γουλιά που και που.
- Πάλι δε μου τον πέτυχες τον καφέ καργιόλα!
Φωνάζει, πιο πολύ για να πει κάτι, να επικοινωνήσει με το έτερον ήμισυ, που κοντεύει πλέον να γίνει ολόκληρο! Πως χόντρυνε τόσο αυτό το λεπτό κλαράκι που παντρεύτηκε πριν τριαντατόσα χρόνια; Εκείνος ρεύει μέρα με τη μέρα, σουρώνει σα τουλομοτύρι στο τουλπάνι, σα γιαούρτι σακκουλίσιο, ούτε ο μισός δεν έχει απομείνει. Εκείνη, αντίθετα, φουσκώνει, όλο και φουσκώνει σα μπαλλόνι αερόστατου, έτοιμου για μακρυνά ταξίδια σε χώρες ξωτικές. Ταξίδια! Πόσα ταξίδια δεν είχε κάνει με το μυαλό του όλα αυτά τα χρόνια που έμενε καθηλωμένος σαν εικόνισμα στη στεφανοθήκη, μαζί με τα στέφανα! Μαζί της τα έκανε τα ταξίδια, και στα όνειρά του πάντα μαζί της βρισκόταν. Τα παιδιά πάντα τα τοποθετούσε παραέξω, δεν τον ένοιαξε ποτέ που βρίσκονταν τα παιδιά όταν εκείνος ταξίδευε μαζί της, μέχρι που μεγάλωσαν κι ακολούθησε καθένα την πορεία του, και ξεμπέρδεψε μια και καλή με κείνα. Ξεμπέρδεψε; Πάνω που κόντευε να το πιστέψει και να ανοίξει διάπλατα τα φτερά του, να ταξιδέψει επιτέλους με την καλή του, πλάκωσαν οι νύφες, οι γαμπροί και τα εγγόνια, και το ταξίδι, εκείνο το ανεπανάληπτο, το ονειρεμένο ταξίδι στα νησιά του Ειρηνικού, έμεινε -και όπως φαίνεται θα έμενε για πάντα- μέσα στη φαντασία του.
Εκείνη είχε το μυαλό της μονίμως στα παιδιά. Ακόμα κι όταν τα βράδυα τον τύλιγε σφιχτά ανάμεσα στα μπούτια της, εκείνος ήταν σίγουρος πως τα παιδιά σκεφτόταν στο πλαϊνό δωμάτιο, μη τυχόν και ξυπνήσουν. Οταν της μιλούσε για το ταξίδι που θα έκαναν οι δυο τους κι εκείνη τον κοίταζε με το βλέμμα σα μαρμαρωμένο, σα να ονειρευόταν μαζί του τη μέρα της μεγάλης φυγής, τώρα το βλέπει καθαρά αυτό το βλέμμα πάλι, το βλέπει ξεκάθαρα: Στα παιδιά ήταν κολλημένο, όχι στο ταξίδι τους, και ήταν φευγάτο, μάλλον σα να απαντούσε πως «κούνια που σε κούναγε καλέ μου, που θα φύγω μαζί σου, να ακολουθήσω την τρέλλα σου!». Μια ζωή τον κορόϊδευε λοιπόν η πουτάνας γέννα. Μια ζωή στο «θα» και «θα» τον πήγαινε, τον αποκοίμιζε με τα καλομαγειρεμένα φαγιά, με τα πουκάμισα τα αφράτα και μοσχομυριστά, με τις παρεΐτσες στα ταβερνάκια της πλατείας, με τις μικρές χαζοκουβέντες, και με το τάβλι του Μηνά, του κουμπάρου. Καμάρωνε κι αυτός σα γύφτικο σκεπάρνι, το παραδέχεται τώρα, και πίστευε πως η ζωή έτσι είναι, σα μοσχομυριστό πουκάμισο δηλαδή, και άφηνε για «μετά» και για «αργότερα» την πραγματοποίηση του ονείρου του.
-Γαμώ τη στραβωμάρα μου, γαμώ! Ποιός με στράβωσε που σε πήρα; Ποιος;
Ολα του φταίνε σήμερα. Ο καφές, το φαΐ που αργεί να ψηθεί, τα παιδιά και τα εγγόνια που θάρθουν σε λίγο, όλα! «Και τι φταίνε τα παιδιά;» Σιγομουρμουρίζει μέσα απο την καινούργια του μασέλα. «Εγώ φταίω! Εγώ που δεν ήμουνα για γάμους και πανηγύρια.. εγώ, που κόλλησα σε μια γυναίκα και μ’ έφαγε το φουστάνι τόσα χρόνια.. Αααχ! Καρδιά μου πως αντέχεις!» Ξεφουσκώνει τον πόνο του με έναν αναστεναγμό μακρόσυρτο, τόσο που κόντεψε να βγει η ψυχή του. Στρίβει το βλέμμα προς τον τοίχο με το κάδρο. Μια παραδεισένια θάλασσα γαλαζοπράσινη και μια κατάλευκη αμμουδιά βρίσκονται εκεί και τον περιμένουν, με μπόλικους φοίνικες στο βάθος του τοπίου. Μια θάλασσα πεντακάθαρη, να την πιείς στο ποτήρι.. κι αυτός καθισμένος εδωνά, μέσα στην κουζίνα, να πίνει καφέ και να καπνίζει, προσέχοντας, με το μάτι καρφωμένο στο φούρνο, μη τυχόν κι αρπάξει το ψητό. Ο χτύπος του κουδουνιού της εξώπορτας τον ταρακουνάει στα ξαφνικά, και η φωνή της γυναίκας που ακούγεται κάπου απο το βάθος του σπιτιού τον συνεφέρνει:
- Ανοιξε Παναγή! Ηρθανε!
Τρέχει να ανοίξει το σύρτη της αυλόπορτας -έχτισε μονοκατοικία, αμ, πώς; Καμάρι του!- και το ταξίδι ξεμακραίνει επικίνδυνα απο το νου του, όταν οι εισβολείς ορμάνε στην αγκαλιά του με χαχανητά και λεπτές φωνίτσες: «Παπού! Τι θα μας πεις σήμερα; Εχει νεράϊδες και ζαρκάδια; Τι μαγείρεψε η γιαγιά; Εγώ θέλω τη γοργόνα παπού!» Ολα μαζί μιλούν, μα εκείνος δε ζαλίζεται καθόλου. Απαντώντας με μονοσύλλαβα χαϊδεύει τα ζαχαρωμένα κεφαλάκια, δέχεται φιλιά απο χειλάκια μελωμένα, προσφέρει φιλιά σε μάγουλα ζουμερά, προσπαθεί να σταθεροποιηθεί στην όρθια στάση μη τον κατρακυλήσουν κάτω. Ενα σμάρι ζουζούνια είναι τα παιδιά, αυτό τόλεγε πάντα. Το τραπέζι έχει στρωθεί ως δια μαγείας στην πίσω αυλή -η δική του νεράϊδα πως τα καταφέρνει και τάχει όλα στην ώρα τους πάντα- κάθονται όλοι ένα γύρω, εκείνη απέναντι να του ρίχνει ματιές σαϊτένιες με τα μάτια εκείνα, τα μάτια που δεν άλλαξαν στο παραμικρό παρ’ όλη τη τζαμαρία που τα μισοκρύβει. Το ξέρει καλά πόσο τον καταλαβαίνει, κι ας λέει απο μέσα του ένα σωρό παράπονα. Το ξέρει πόσο τον αγαπά και τον παραδέχεται, πόσο τον καμαρώνει και μάλιστα εντελώς στα φανερά, χωρίς κρύψιμο και τσιριμόνιες, εντελώς στα ίσια. Η πληγή του όμως δε λέει να ησυχάσει, χάσκει ανοιχτή, και, με μια κουτή δικαιολογία σηκώνεται να μπει στην κουζίνα, να ξανακοιτάξει το κάδρο.
Ξαναβλέπει τη γαλαζοπράσινη θάλασσα με την κατάλευκη αμμουδιά και τους φοίνικες στο βάθος. Τώρα όμως προσέχει και κάτι ακόμα, προσέχει τον ουρανό της φωτογραφίας. Είναι ένας ουρανός συννεφιασμένος, κάργα στο γκρίζο σύννεφο. Μάλλον γι αυτό η θάλασσα φαίνεται τόσο ανοιχτόχρωμη, αλλοιώς δεν εξηγείται. Μάλλον έρχεται φουρτούνα, θα βρέξει όπου νάναι, κι αυτή η νηνεμία, που φαίνεται να επικρατεί, δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Πως δεν τό ’χε προσέξει όλα αυτά τα χρόνια; Που ετοιμαζόταν να πάει; Να θαλασσοπνιγεί στο άγνωστο; Και θά ’παιρνε και τη γυναίκα στο λαιμό του.. Με την τελευταία αυτή σκέψη γυρίζει στη θέση του, στη θέση όπου κάθεται τριάντα τόσα χρόνια, εκεί, απέναντί της, με το σμάρι των εγγονών και των παιδιών τους ένα γύρω, με το νόστιμο ψητό στη μέση του τραπεζιού, με τα σαλατικά και τα τυριά και το κρασί και το ψωμί, με όλα όσα τα δικά του χέρια πέτυχαν, μέσα στην αυλή του δικού του σπιτιού, που τα δικά του χέρια έχτισαν. Οι σκέψεις αυτές που όρμησαν ταυτόχρονα στο νου του έκαναν το θαύμα τους. Σηκώνει το ποτήρι σε μια πρόποση για καλή υγεία και επιτυχία για όλους, με την καρδιά γεμάτη περηφάνεια για το πώς άντεξε τόσα χρόνια κι έμεινε εκεί, ακλόνητος σα βράχος και σα δέντρο δυνατό.
-Ελα, κυρά Μαρία! Ελα να τσουγκρίσουμε! Μια ζωή την έχουμε και την περνάμε καλά! Να μας ζήσουν!
Φωνάζει όλο τρυφεράδα στην καλή του γυναίκα, ένας βράχος κι αυτή, και δέντρο και κολόνα μαρμαρένια, που εστάθηκε δίπλα του και τον άντεξε και τον στήριξε τόσα χρόνια. Σηκώνεται η γυναίκα απο την απέναντι πλευρά του τραπεζιού και σμίγουν οι δυο τους κάνοντας μια καμάρα πάνω απο τα λογής λογής πιάτα, σα μια γέφυρα όπου η ζωή θα συνεχίσει το διάβα της πάνωθέ τους. Τα παιδιά γελούν, τα εγγόνια χαχανίζουν και οι δυο τους βρίσκονται μαζί εκείνη τη στιγμή, πέρα μακρυά, σε ένα ξωτικό νησί του Ειρηνικού, να κολυμπούν στη γαλαζοπράσινη θάλασσα με την κατάλευκη αμμουδιά και τους φοίνικες στο βάθος του τοπίου της φωτογραφίας, χωρίς κανένα μα κανένα σύννεφο…
1 σχόλιο:
Μου αρεσε πολυ αυτο που διαβασα!!
Ειναι ομορφα τα ταξιδια του μυαλου αλλα η ζωη μας ισως ειναι πιο ομορφη με τα απλα, καθημερινα της!!!
Δημοσίευση σχολίου