(Ημερολόγιο Κρήτης, 09/08/2002)
«Κάθε εικόνα είναι κλειδωμένη. Το κλειδί της εικόνας είναι η ίδια η εικόνα. Οποιος την αναγνωρίσει μπορεί να την ξεκλειδώσει και να εισχωρήσει εντός της».
Μια μέρα ξύπνησα κανονικά, όπως όλες τις άλλες μέρες. Πήγα στο μπάνιο, πλύθηκα και κοίταξα στον καθρέφτη για να χτενιστώ. Ο καθρέφτης όμως δεν ανταποκρίθηκε. Εμεινε άδειος. Κοίταξα τα χέρια μου, το σώμα μου, ήταν στη θέση τους κανονικά. Αγγιξα το πρόσωπό μου, το ένοιωθα κάτω απ’ τις ρόγες των δαχτύλων, ήταν όλα στη θέση τους.
Ξεκρέμασα τον καθρέφτη και κύτταξα απο πίσω. Ναι, καθρέφτης ήταν, δεν ήταν σκέτο γυαλί. Πήγα στη τζαμόπορτα να κυτταχτώ. Ούτε εκεί φαινόταν τίποτα. Σκέτος αέρας. Ντύθηκα, φόρεσα ένα φανταχτερό φουστάνι και ξανακοίταξα τον εαυτό μου πρώτα στον καθρέφτη και μετά στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Το φουστάνι φαινόταν καθαρά. Το πρόσωπο και το σώμα μου ήταν ανύπαρκτα. Μυστήριο. Τραγούδησα κάτι, ν’ ακούσω τη φωνή μου. Εβαλα να τη μαγνητοφωνήσω. Το κασετόφωνο έγραψε τη σιωπή του δωματίου. Η φωνή μου ακουγόταν μονάχα απο μένα. Πάλι καλά.
Αποφάσισα να βγω στο δρόμο, να δω πώς θα μ’ αντίκρυζαν οι άλλοι άνθρωποι. Πρώτα πήγα στο περίπτερο της πλατείας, να πάρω τσιγάρα κι εφημερίδα. Ο περιπτεράς με καλημέρησε όπως πάντα και μού ’δωσε τα ρέστα μαζί με τα καθημερινά μου ψώνια. Στο φούρνο τα ίδια. Πρόσεξα τη γυάλινη πόρτα του φούρνου. Εβλεπα να καθρεφτίζονται επάνω της όλοι, από μένα όμως έβλεπα μόνο το φουστάνι μου. Τι γινόταν; Μ’ έβλεπαν όλοι, μόνο που δεν έβλεπα τον εαυτό μου πουθενά.
Γύρισα σπίτι, τσίμπησα κάτι και ξάπλωσα στον καναπέ. Οταν σηκώθηκα μετά απο λίγο, τα μαξιλάρια έμειναν βουλιαγμένα και το φουστάνι μου έμεινε απλωμένο πάνω του. Ξαφνιάστηκα. Το πήρα και το ξαναφόρεσα. Αισθανόμουν ένα είδος ασφάλειας μέσα σ’ αυτό το ρούχο. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Είχα χάσει τον εαυτό μου; Πώς θα τον ξανάβρισκα;
Πήγα στη μπανιέρα, τη γέμισα και βούλιαξα στο χλιαρό νερό. Ενοιωσα τα μέλη μου να διαλύονται, να γίνονται ένα με το αφρόλουτρο, να παίρνουν αφύσικα σχήματα, ένα χέρι σα στριμμένο καλώδιο, ένα πόδι σα σχισμένη μπανανόφλουδα. Ολα καλυμμένα απ’ τον αφρό πράσινου μήλου.
Ξεπλύθηκα γρήγορα με παγωμένο νερό, που το ένοιωθα να τρέχει πάνω στο κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα, απ’ τη βάση του λαιμού μέχρι κάτω. Βγήκα απ’ τη μπανιέρα, πήρα το μπουρνούζι μου και σκουπίστηκα καλά καλά. Ξανακοίταξα στον καθρέφτη, τίποτα!
Ντύθηκα -μπλούζα παντελόνι αυτή τη φορά- και πήγα στη στάση του μετρό. Κατέβηκα και στριμώχτηκα με το πλήθος για να μπω σ’ ένα βαγόνι. Ενοιωθα τ’ άλλα σώματα να πιέζουν το δικό μου. Κάθισα σε μια θέση. Ενοιωθα απολύτως υπαρκτή. Ερριξα μια κλεφτή ματιά στο τζάμι του βαγονιού. Είδα όλους τους επιβάτες, τα πρόσωπα, τα ρούχα τους, όλα, εκτός απ’ το πρόσωπό μου. Πού βρισκόμουν άραγε; Γιατί δε μπορούσα να με δω; Οι άλλοι άραγε έβλεπαν τα δικά τους πρόσωπα; Εμένα μ’ έβλεπαν φαίνεται γιατί κάποιος με ρώτησε για κάποια στάση κι άκουσε σίγουρα την απάντησή μου, μια και μ’ ευχαρίστησε. Είπα και ’γώ κάτι όμορφο για το παιδάκι μιας γυναίκας κι εκείνη με κοίταξε γλυκά λέγοντας στο μικρό «πες καλημέρα στην κυρία Γιωργάκη».
Αρα; Τι συνέβαινε; Ποιός θα μου έλυνε αυτό το μυστήριο; Γύρισα σπίτι και τηλεφώνησα στην κολλητή μου φίλη. Γνωριζόμαστε από παιδιά και μπορούσα να της εκμυστηρευτώ τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα. Μ’ άκουσε με προσοχή και μού ’δωσε ραντεβού για να συναντηθούμε το απόγευμα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Ηρθε λίγο αργοπορημένη, ως συνήθως. Με κοίταξε προσεχτικά και κάθησε απέναντί μου. «Τι είναι αυτά που μού ’λεγες στο τηλέφωνο;» ρώτησε περιμένοντας μια καθησυχαστική απάντηση, πως όλα είν’ εντάξει τώρα, πως όλα ήταν της φαντασίας μου.
Εστρεψα το βλέμμα προς τη τζαμαρία του καταστήματος, πάλι δεν έβλεπα τίποτ’ από μένα εκτός απ’ τα ρούχα μου, της το είπα και με κοίταξε ερωτηματικά, σα να σκεφτόταν πως, πάει, τρελλάθηκα... Μου είπε μια φράση-κλειδί: «Μήπως σταμάτησες να υπάρχεις για σένα; Μήπως υπάρχεις μόνο για τους άλλους;» Αποχαιρετιστήκαμε κι ένοιωσα καθαρά το φιλί της στο μάγουλό μου και το μάγουλό της στα χείλη μου. Επιστρέφοντας στο σπίτι τα λόγια της τριβέλιζαν το νου μου. Μήπως;;;
Πήρα ένα βιβλίο αγαπημένο και ξάπλωσα. Εβαλα την αγαπημένη μουσική κι ο ύπνος με πήρε σχεδόν ευτυχισμένη. Το άλλο πρωί ξύπνησα, σηκώθηκα και ξεκίνησα τη μέρα κάνοντας τις συνηθισμένες μου κινήσεις. Ο καθρέφτης ανταποκρίθηκε στο κοίταγμά μου. Ημουν ολόκληρη μέσα του! Εβγαλα ένα στεναγμό ανακούφισης. Αχ! Υπήρχα, πραγματικά, υπήρχα!
4 σχόλια:
Η αποψη μου ειναι οτι οι αλλοι(ειδικα αυτοι που αγαπαμε)μας δινουν δυναμη να συνεχισουμε και να μην τα παρατησουμε οταν εχουμε εξαντληθει.Και ειμαι πεπεισμενος οτι αγαπαμε και αγαπιομαστε...
μολις τωρα σκεφτηκα(και μελαγχολησα)οτι υπαρχουν ανθρωποι που πιθανον να ειναι πραγματικα μονοι.Μακαρι να βρουν αλλους λογους για να συνεχισουν...(στο μυαλο μου εχω την εικονα αστεγων ,που κοιμουνται σε παγκακια ).Αραγε τι να σκεφτονται;
Ναι, αγαπάμε. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπιόμαστε αμφίδρομα. Από κάπου παίρνουμε, κάπου δίνουμε. Ενα δίκτυο παροχής και λήψης αγάπης.
Οι άστεγοι σκέφτονται βραχυπρόθεσμα. Πού θα κοιμηθούν το κάθε βράδυ. Καλύπτουν ανάγκες στιγμιαίες. Το μέλλον δεν είναι κάτι που τους αφορά και, συχνά, όταν τους το προσφέρεις, ξενερώνουν. Υπάρχουν άστεγοι εκ πεποιθήσεως. Οι άστεγοι από ανάγκη, εκείνοι που δεν έχουν προλάβει να δεχτούν την κατάστασή τους, υπάρχει ελπίδα να ξαναστεγαστούν. Αν καταφέρουν να ζήσουν.
Καλημέρα (Δευτέρα πρωί)
χωρίς να έχω διαβάσει το άρθρο σου και χωρίς να σε ξέρω, κοίτα τι έγραψα το Σάββατο το βράδυ:
Oι περαστικοί με αποφεύγουν,
δεν πέφτουν επάνω μου
δεν περνάνε από μέσα μου
μάλλον, ακόμα υπάρχω
Να είσαι καλά
(προσπάθησα ανεπιτυχώς να βάλω ένα λινκ, αν σ'ενδιαφέρει, λέγεται "ο άνθρωπος που έχασε την καρδιά του")
συμπληρώνω τα λίνκια του Μαύρου Γάτου:
1. https://mavrosgatos.blogspot.com/2006/01/blog-post_12.html?m=0
2. https://mavrosgatos.blogspot.com/2006/01/2.html
Δημοσίευση σχολίου