Κοίταζα την όμορφη κορδέλα μου να την παρασέρνει το νερό του καμπινέ και δε μ' ένοιαζε καθόλου για δαύτην, αλλά για το σκατόπαιδο που νόμιζε πως θα με πείραζε και γι αυτό την είχε ρίξει εκεί μέσα και τράβηξε και το καζανάκι. Σφάδαζε κρατώντας την κοιλιά του απο τα γέλια και φώναζε με τη βραχνή του φωνή «όλα τα κορίτσια είναι για τα σκουπίδια!» το κολόπαιδο.
Κι όλα ετούτα τά 'κανε επειδή είχε μπαμπά καθηγητή πανεπιστημίου και μαμά ποιήτρια «έλα να σε συστήσω στην κυρία, είναι ποιήτρια» μου είπε η θεία μου, που ήταν βοηθός του καθηγητή «ξέρετε, γράφει και το Μαρινάκι μας ποιήματα» που να άνοιγε η γη να με καταπιεί επιτόπου, ποιήτρια αυτή η καραβαμμένη καρακάξα; Με το μαλλί το παρδαλό και τα μάγουλα που φωσφώριζαν απο τις κρέμες; Πφφφ... τέτοια ποιήτρια δεν πρόκειται να γίνω ποτέ κι αν είναι έτσι οι ποιήτριες, θα πάψω να γράφω ποιήματα μη τυχόν και την πατήσω και καταντήσω στα χάλια της.
Εντωμεταξύ, η κορδέλα μου έφερνε βόλτες στην καταβόθρα κι όσο τη ρουφούσε ο καμπινές σκεφτόμουνα τι ωραία που γλίτωσα απο αυτήν, τώρα πλέον δε θα φόραγα πια αυτό το αστείο πράγμα στο κεφάλι μου που το τράβαγαν τ' αγόρια στο σχολείο αλλά και όπου αλλού πήγαινα. Ευτυχώς, δεν είχαμε άλλη κορδέλα στο σπίτι. Η μάνα μου μπορεί να θύμωνε, επειδή ήθελε να μου φοράει κορδέλες και να με ντύνει μπεμπεδίστικα ακόμα και τώρα που είχα πατημένα τα έξι, ίσως για να τονίζει τη διαφορά ηλικίας μας, γιατί όπου πηγαίναμε με ρωτάγανε «αδελφούλες είσαστε;» και γελούσαν όταν τους έριχνα ένα φαρμακερό βλέμμα να παγώνει το αίμα σου -τόσο φαρμακερό, έτσι πίστευα τουλάχιστον.
Ο πατερούλης μου δε θα θύμωνε καθόλου, το ήξερα καλά αυτό γιατί έπαιρνε πάντα τα κομμάτια μου όταν με μαλώνανε κι εκείνος δε με μάλωνε ποτέ ποτέ ποτέ! Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, μονάχα που δεν ήθελε να τον φωνάζω «μπαμπά» όπως έκαναν τα άλλα παιδιά με τους δικούς τους μπαμπάδες, αλλά να τον λέω «πατέρα» όμως τον φώναζα «πατερούλη» γιατί το «πατέρας» μου φαινότανε πολύ σκληρή λέξη επειδή μου θύμιζε τα τέρατα των παραμυθιών.
Ολα αυτά περνούσαν απο το νου μου όσο έβλεπα την κορδέλα να βυθίζεται στο βάθος της τρύπας κι όταν χάθηκε εντελώς έστριψα απότομα κι έριξα μια μπουνιά στην κοιλιά του βουτυρόπαιδου που άρχισε τώρα να σκούζει τσιριχτά σαν το σφαγμένο γουρουνόπουλο που είχα δει να τρέχει χωρίς κεφάλι τα Χριστούγεννα στο χωριό. Πριν το σφάξουν έσκουζε φυσικά. Μετά, άφηνε ένα ποτάμι αίμα πίσω του καθώς έτρεχε ακέφαλο στην αυλή με τις κότες που πετάγονταν δεξιά κι αριστερά στο πέρασμά του κακαρίζοντας αλαφιασμένες.
Φώναζε το λοιπόν ο βουτυρομπεμπές κι ας ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, φώναζε τη μαμάκα του να τον σώσει, ότι τάχα τον έδερνα και τον δάγκωνα. Αντί για τη μαμά του την ποιήτρια ήρθε ο μπαμπάς του στον καμπινέ και τον έπιασε απο τους ώμους λέγοντάς του ότι έτσι είναι τα κορίτσια, πολύ κακά πλάσματα δηλαδή και να μη κάνει παρέα μαζί τους. Μετά απο αυτό, ήρθε η θεία μου η βοηθός του και με πήρε παράμερα και με ρώτησε «αλήθεια είναι αυτά Μαρίνα μου;» της είπα «φυσικά όχι, αυτός έριξε την κορδέλα μου στον καμπινέ και’γω του έριξα μια μπουνιά» και φαίνεται ότι με πίστεψε αλλά με πήρε να φύγουμε. Η ποιήτρια έτρεξε πίσω μας ρωτώντας «τόσο βιαστικά φεύγετε;» δίνοντας να φορέσουμε τα παλτά μας γιατί έκανε κρύο ακόμα, αν και σε δυο μέρες είχαμε Πάσχα.
_______________________
ΣΗΜ. Το διηγηματάκι αυτό, που ανήκει στη σειρά "παιδικές αναμνήσεις" την οποία ξεκίνησα πειραματιζόμενη σε αυτό τον τρόπο γραφής, ανέβηκε πρώτη φορά εδώ: Η πασχαλιάτικη κορδέλα και αφορμή να το ανεβάσω ξανά στάθηκε η Composition Doll με τις γλαφυρές περιγραφές που κάνει για εποχές που έχουν περάσει. Η χώρα μας στάθηκε στα ποδάρια της, αλλά οι εποχές αυτές συνεχίζονται για πολλούς άλλους ακόμα...
Κι όλα ετούτα τά 'κανε επειδή είχε μπαμπά καθηγητή πανεπιστημίου και μαμά ποιήτρια «έλα να σε συστήσω στην κυρία, είναι ποιήτρια» μου είπε η θεία μου, που ήταν βοηθός του καθηγητή «ξέρετε, γράφει και το Μαρινάκι μας ποιήματα» που να άνοιγε η γη να με καταπιεί επιτόπου, ποιήτρια αυτή η καραβαμμένη καρακάξα; Με το μαλλί το παρδαλό και τα μάγουλα που φωσφώριζαν απο τις κρέμες; Πφφφ... τέτοια ποιήτρια δεν πρόκειται να γίνω ποτέ κι αν είναι έτσι οι ποιήτριες, θα πάψω να γράφω ποιήματα μη τυχόν και την πατήσω και καταντήσω στα χάλια της.
Εντωμεταξύ, η κορδέλα μου έφερνε βόλτες στην καταβόθρα κι όσο τη ρουφούσε ο καμπινές σκεφτόμουνα τι ωραία που γλίτωσα απο αυτήν, τώρα πλέον δε θα φόραγα πια αυτό το αστείο πράγμα στο κεφάλι μου που το τράβαγαν τ' αγόρια στο σχολείο αλλά και όπου αλλού πήγαινα. Ευτυχώς, δεν είχαμε άλλη κορδέλα στο σπίτι. Η μάνα μου μπορεί να θύμωνε, επειδή ήθελε να μου φοράει κορδέλες και να με ντύνει μπεμπεδίστικα ακόμα και τώρα που είχα πατημένα τα έξι, ίσως για να τονίζει τη διαφορά ηλικίας μας, γιατί όπου πηγαίναμε με ρωτάγανε «αδελφούλες είσαστε;» και γελούσαν όταν τους έριχνα ένα φαρμακερό βλέμμα να παγώνει το αίμα σου -τόσο φαρμακερό, έτσι πίστευα τουλάχιστον.
Ο πατερούλης μου δε θα θύμωνε καθόλου, το ήξερα καλά αυτό γιατί έπαιρνε πάντα τα κομμάτια μου όταν με μαλώνανε κι εκείνος δε με μάλωνε ποτέ ποτέ ποτέ! Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου, μονάχα που δεν ήθελε να τον φωνάζω «μπαμπά» όπως έκαναν τα άλλα παιδιά με τους δικούς τους μπαμπάδες, αλλά να τον λέω «πατέρα» όμως τον φώναζα «πατερούλη» γιατί το «πατέρας» μου φαινότανε πολύ σκληρή λέξη επειδή μου θύμιζε τα τέρατα των παραμυθιών.
Ολα αυτά περνούσαν απο το νου μου όσο έβλεπα την κορδέλα να βυθίζεται στο βάθος της τρύπας κι όταν χάθηκε εντελώς έστριψα απότομα κι έριξα μια μπουνιά στην κοιλιά του βουτυρόπαιδου που άρχισε τώρα να σκούζει τσιριχτά σαν το σφαγμένο γουρουνόπουλο που είχα δει να τρέχει χωρίς κεφάλι τα Χριστούγεννα στο χωριό. Πριν το σφάξουν έσκουζε φυσικά. Μετά, άφηνε ένα ποτάμι αίμα πίσω του καθώς έτρεχε ακέφαλο στην αυλή με τις κότες που πετάγονταν δεξιά κι αριστερά στο πέρασμά του κακαρίζοντας αλαφιασμένες.
Φώναζε το λοιπόν ο βουτυρομπεμπές κι ας ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, φώναζε τη μαμάκα του να τον σώσει, ότι τάχα τον έδερνα και τον δάγκωνα. Αντί για τη μαμά του την ποιήτρια ήρθε ο μπαμπάς του στον καμπινέ και τον έπιασε απο τους ώμους λέγοντάς του ότι έτσι είναι τα κορίτσια, πολύ κακά πλάσματα δηλαδή και να μη κάνει παρέα μαζί τους. Μετά απο αυτό, ήρθε η θεία μου η βοηθός του και με πήρε παράμερα και με ρώτησε «αλήθεια είναι αυτά Μαρίνα μου;» της είπα «φυσικά όχι, αυτός έριξε την κορδέλα μου στον καμπινέ και’γω του έριξα μια μπουνιά» και φαίνεται ότι με πίστεψε αλλά με πήρε να φύγουμε. Η ποιήτρια έτρεξε πίσω μας ρωτώντας «τόσο βιαστικά φεύγετε;» δίνοντας να φορέσουμε τα παλτά μας γιατί έκανε κρύο ακόμα, αν και σε δυο μέρες είχαμε Πάσχα.
_______________________
ΣΗΜ. Το διηγηματάκι αυτό, που ανήκει στη σειρά "παιδικές αναμνήσεις" την οποία ξεκίνησα πειραματιζόμενη σε αυτό τον τρόπο γραφής, ανέβηκε πρώτη φορά εδώ: Η πασχαλιάτικη κορδέλα και αφορμή να το ανεβάσω ξανά στάθηκε η Composition Doll με τις γλαφυρές περιγραφές που κάνει για εποχές που έχουν περάσει. Η χώρα μας στάθηκε στα ποδάρια της, αλλά οι εποχές αυτές συνεχίζονται για πολλούς άλλους ακόμα...
3 σχόλια:
Χαχαχα! Ν' αγιάσει το χεράκι σου! :)
Έχω ρίξει κι εγώ ουκ ολίγες σ'όσους με ενοχλούσαν επανειλημμένα και θεωρούσαν πως ως καθωσπρέπει κοριτσάκι δεν επρόκειτο ν'αντιδράσω. Είδαν τον ουρανό σφοντύλι!
Επειδή διατηρούμε το δικαίωμα να θεωρούμε τις κορδέλες μας ηλίθιες, αλλά και το δικαίωμα να τις ξεφορτωνόμαστε τη χρονική στιγμή, και με τον τρόπο, που εμείς θα επιλέξουμε.
Σε ανακαλύπτω, rodia, και νοιώθω τυχερή...
αυτός στον οποίο έριξες τη μπουνιά είχε χοντρή κοιλιά? Αν ήταν λαπάς, πρέπει να το απόλαυσες!
Δημοσίευση σχολίου