Πες,
πες,
πες,
Τους ρούφηξε
Τους ρούφηξε
ο καναπές!
Ο ταν χώρισε ο Γιάννης, έκανε μόνιμη κατοικία του το γραφείο. Αυτό δεν έγινε απότομα, ούτε "κατόπιν ώριμης απόφασης". Πες για να εκτονώσει το άγχος του, πες επειδή είχε πέσει πολλή δουλειά, ή ίσως επειδή διόγκωνε τις ώρες απασχόλησής του, σιγά-σιγά, χωρίς να το καλοκαταλάβει και με τη δικαιολογία ότι έκανε οικονομία, ξενοίκιασε το διαμερισματάκι του, μοίρασε δεξιά κι αριστερά τα λιγοστά του υπάρχοντα -εκτός απ' τα βιβλία του- και εγκαταστάθηκε στο πίσω δωματιάκι, που το προώριζε για αρχείο.
Κ αταμεσίς του δωματίου τοποθέτησε έναν καινούργιο μαύρο στενό καναπέ κι εκεί αναπαυότανε τα μεσημέρια και τις μικρές ώρες, που το κορμί του πιανόταν πιά τόσες ώρες στην καρέκλα. Τα ρούχα του τα κρεμούσε εδώ κι εκεί, στα χερούλια της πόρτας και του παραθύρου. Στοίβαξε δυό-τρία χαρτοκιβώτια σε μιά γωνιά κι επάνω τους, μέσα σε νάϋλον σακκούλες, φύλαγε τον υπόλοιπο ρουχισμό -δυό σεντονάκια, μιά κουβέρτα, εσώρουχα, κάλτσες.
Α ν δεν υπήρχε τόση μοναξιά στην καρδιά του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ευτυχής στο μποέμικο περιβάλλον που ζούσε -ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει να περιορίσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο. Ο περιορισμός όμως αυτός αντανακλούσε την ερημιά της ψυχής του, ήταν κάτι σαν αυτοτιμωρία, σα νά 'φταιγε μόνο εκείνος για όλα όσα είχαν συμβεί κι ήθελε ν' αναχωρήσει για να εξιλεωθεί.
Ν ερόβραστα τά ’βρισκε όλα τα εγκόσμια, κόντευε να γίνει κοσμοκαλόγερος. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είχε φίλους, το τηλέφωνο κουδούνιζε ασταμάτητα και πολλοί ήταν εκείνοι που ενδιαφέρονταν για την υγεία του ή ζητούσαν τη γνώμη του για διάφορα ζητήματα. Τά 'χε ανάγκη όλ' αυτά τα κουδουνίσματα, γι αυτό, πολλές φορές, σκόπιμα καθυστερούσε να παραδώσει κάποια εργασία, ώστε νά 'χει την ευχαρίστηση της επι πλέον επικοινωνίας, νταραβέρι να γίνεται.
Α λεξίσφαιρο γιλέκο φορούσε την απόλυτη εσωτερική απάθειά του απέναντι σε κάθε τι που φοβόταν πως θα τον άγγιζε συναισθηματικά, αν και η εντύπωση που έδινε στους γύρω του ήταν αυτή ενός ανθρώπου ευαίσθητου στον πόνο των άλλων. Πιστεύω ότι πράγματι μόνο κάποιος που έχει πληγωθεί και υποφέρει πολύ μπορεί να είναι εντός του τόσο απόλυτα απαθής.
Π αρατηρούσε μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη όλους όσους γνώριζε και μεγάλωνε σαδιστικά το παραμικρό τους ελάττωμα, πράγμα που τον εμπόδιζε να έχει πραγματικούς φίλους της καρδιάς, ν' ακουμπήσει πάνω τους, να εξομολογείται, να ξαλαφρώνει την ψυχή του, πόσο μάλλον να εμπιστευτεί ξανά μιά γυναίκα. Μιά μέρα όμως, μιά πονεμένη ματιά άγγιξε την πιό ευαίσθητη χορδή στα βάθη της καρδιάς του. Ηταν το βλέμμα ενός ταλαίπωρου μικρού σκύλου, βρώμικου, χτυπημένου και νηστικού. Τον περιμάζεψε χωρίς δισταγμό, τον περιποιήθηκε, τον έκανε "κολλητό" του κι όπως θα περίμενε κανείς, το ζωάκι ανταποκρίθηκε πρόθυμα σ' αυτό το θείο δώρο της φιλίας.
Ε τσι, είχε τώρα πιά κάποιον βουβό μάρτυρα της μυστηριώδους καθημερινότητάς του για να μοιράζεται τα πάντα μαζί του, ακόμα και τον καναπέ, κυρίως τον καναπέ, που ο φιλαράκος του επέμενε να ξεσχίζει και να καταβρέχει με συνέπεια, πρωΐ και βράδυ. Καινούργιο μαρτύριο; Ασκηση αντοχής νεύρων; Αδολη αγάπη; Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτή την απεριόριστη ανοχή του απέναντι στο ζωντανό που στα ξαφνικά κατέλαβε μιά τόσο σημαντική θέση στη ζωή του Γιάννη.
Σ υμβαίνει κάποιες φορές στη ζωή μας να συναντούμε και να αναγνωρίζουμε το άλλο μας μισό. Ισως αυτή η συνάντηση να ήταν καθοριστική, τόσο για το σκύλο όσο και για το νέο αφεντικό του. Η αλήθεια είναι πως η ζωή και των δυό τους άλλαξε προς το καλύτερο κι ο καναπές συνεχίζει μέχρι σήμερα ν' αποτελεί τη Λυδία λίθο της σχέσης τους.
Ο ταν χώρισε ο Γιάννης, έκανε μόνιμη κατοικία του το γραφείο. Αυτό δεν έγινε απότομα, ούτε "κατόπιν ώριμης απόφασης". Πες για να εκτονώσει το άγχος του, πες επειδή είχε πέσει πολλή δουλειά, ή ίσως επειδή διόγκωνε τις ώρες απασχόλησής του, σιγά-σιγά, χωρίς να το καλοκαταλάβει και με τη δικαιολογία ότι έκανε οικονομία, ξενοίκιασε το διαμερισματάκι του, μοίρασε δεξιά κι αριστερά τα λιγοστά του υπάρχοντα -εκτός απ' τα βιβλία του- και εγκαταστάθηκε στο πίσω δωματιάκι, που το προώριζε για αρχείο.
Κ αταμεσίς του δωματίου τοποθέτησε έναν καινούργιο μαύρο στενό καναπέ κι εκεί αναπαυότανε τα μεσημέρια και τις μικρές ώρες, που το κορμί του πιανόταν πιά τόσες ώρες στην καρέκλα. Τα ρούχα του τα κρεμούσε εδώ κι εκεί, στα χερούλια της πόρτας και του παραθύρου. Στοίβαξε δυό-τρία χαρτοκιβώτια σε μιά γωνιά κι επάνω τους, μέσα σε νάϋλον σακκούλες, φύλαγε τον υπόλοιπο ρουχισμό -δυό σεντονάκια, μιά κουβέρτα, εσώρουχα, κάλτσες.
Α ν δεν υπήρχε τόση μοναξιά στην καρδιά του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ευτυχής στο μποέμικο περιβάλλον που ζούσε -ένας άνθρωπος που είχε καταφέρει να περιορίσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο. Ο περιορισμός όμως αυτός αντανακλούσε την ερημιά της ψυχής του, ήταν κάτι σαν αυτοτιμωρία, σα νά 'φταιγε μόνο εκείνος για όλα όσα είχαν συμβεί κι ήθελε ν' αναχωρήσει για να εξιλεωθεί.
Ν ερόβραστα τά ’βρισκε όλα τα εγκόσμια, κόντευε να γίνει κοσμοκαλόγερος. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είχε φίλους, το τηλέφωνο κουδούνιζε ασταμάτητα και πολλοί ήταν εκείνοι που ενδιαφέρονταν για την υγεία του ή ζητούσαν τη γνώμη του για διάφορα ζητήματα. Τά 'χε ανάγκη όλ' αυτά τα κουδουνίσματα, γι αυτό, πολλές φορές, σκόπιμα καθυστερούσε να παραδώσει κάποια εργασία, ώστε νά 'χει την ευχαρίστηση της επι πλέον επικοινωνίας, νταραβέρι να γίνεται.
Α λεξίσφαιρο γιλέκο φορούσε την απόλυτη εσωτερική απάθειά του απέναντι σε κάθε τι που φοβόταν πως θα τον άγγιζε συναισθηματικά, αν και η εντύπωση που έδινε στους γύρω του ήταν αυτή ενός ανθρώπου ευαίσθητου στον πόνο των άλλων. Πιστεύω ότι πράγματι μόνο κάποιος που έχει πληγωθεί και υποφέρει πολύ μπορεί να είναι εντός του τόσο απόλυτα απαθής.
Π αρατηρούσε μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη όλους όσους γνώριζε και μεγάλωνε σαδιστικά το παραμικρό τους ελάττωμα, πράγμα που τον εμπόδιζε να έχει πραγματικούς φίλους της καρδιάς, ν' ακουμπήσει πάνω τους, να εξομολογείται, να ξαλαφρώνει την ψυχή του, πόσο μάλλον να εμπιστευτεί ξανά μιά γυναίκα. Μιά μέρα όμως, μιά πονεμένη ματιά άγγιξε την πιό ευαίσθητη χορδή στα βάθη της καρδιάς του. Ηταν το βλέμμα ενός ταλαίπωρου μικρού σκύλου, βρώμικου, χτυπημένου και νηστικού. Τον περιμάζεψε χωρίς δισταγμό, τον περιποιήθηκε, τον έκανε "κολλητό" του κι όπως θα περίμενε κανείς, το ζωάκι ανταποκρίθηκε πρόθυμα σ' αυτό το θείο δώρο της φιλίας.
Ε τσι, είχε τώρα πιά κάποιον βουβό μάρτυρα της μυστηριώδους καθημερινότητάς του για να μοιράζεται τα πάντα μαζί του, ακόμα και τον καναπέ, κυρίως τον καναπέ, που ο φιλαράκος του επέμενε να ξεσχίζει και να καταβρέχει με συνέπεια, πρωΐ και βράδυ. Καινούργιο μαρτύριο; Ασκηση αντοχής νεύρων; Αδολη αγάπη; Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω αυτή την απεριόριστη ανοχή του απέναντι στο ζωντανό που στα ξαφνικά κατέλαβε μιά τόσο σημαντική θέση στη ζωή του Γιάννη.
Σ υμβαίνει κάποιες φορές στη ζωή μας να συναντούμε και να αναγνωρίζουμε το άλλο μας μισό. Ισως αυτή η συνάντηση να ήταν καθοριστική, τόσο για το σκύλο όσο και για το νέο αφεντικό του. Η αλήθεια είναι πως η ζωή και των δυό τους άλλαξε προς το καλύτερο κι ο καναπές συνεχίζει μέχρι σήμερα ν' αποτελεί τη Λυδία λίθο της σχέσης τους.
__________________
ΣΗΜ. Η εικόνα είναι ευγενής προσφορά του Art Attack
2 σχόλια:
Αυτο τη φαση την περασα καποτε μ'ενα γατο.
:)
Ο γάτος δεν δίνει τόσο έντονα την αίσθηση της εξάρτησης...
:-)
Δημοσίευση σχολίου