30 Ιουλ 2020

Νομανσλάνδη, η Χώρα των Ανύπαρχτων

Η Νομανσλάνδη μας γεννήθηκε στις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου. Στην σελίδα "Οι Σελίδες της Νομανσλάνδης" μπορείτε να βρείτε συνδέσμους για τις σχετικές σελίδες καθώς και για τα ιστολόγια των συναδέλφων συγγραφέων της Νομανσλάνδης. Εδώ προσπαθώ να συγκεντρώσω όλα τα Νομανσλανδιανά κείμενα, τα δικά μου και των υπολοίπων Νομανσλανδιανών λογοτεχνών, για την ευημερία και το μεγαλείο της Νομανσλάνδης.
_________________
ΣΗΜ. από τη σελίδα όπου ο Γιώργος Νικολόπουλος είχε την ευγενή καλωσύνη να συγκεντρώσει όλες τις ευφάνταστες ιστοριούλες μας-->> http://nomanslandi.blogspot.com/search/label/Ροδιά 

Η Μουλίν φοβάται τα ραμόνια

«Να πρόσεχεις τα ραμόνια, Τεν!» φωνάζει με την τραγουδιστή σέξυ φωνή της η Μουλίν στον άντρα που ξεμακραίνει, κουνώντας του το μαντίλι.
Αυτός είναι ο συνηθισμένος της χαιρετισμός. Κάθε που φεύγει ο Τεν Μπακς για κάποια νέα μυστική αποστολή, τον αποχαιρετά με τον ίδιο τρόπο.
«Οέοοοο, αγάπη, μην ανησυχείς, θα γυρίσω!» φωνάζει ο Τεν και ορμά χοροπηδηχτά πάνω στο φτερωτό βουβάλι της Ρεντ Άι, της εθνικής εταιρείας αερομεταφορών, με το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο στόλο ιπτάμενων βουβαλιών παγκοσμίως.
Η Μουλίν, αγγίζοντας με σιγουριά τα δυο γεμάτα καναπουτσάρ που κρέμονται στερεωμένα δεξιά κι αριστερά στη ζώνη της -πρέπει να φυλάγεται κανείς τη σήμερον ημέρα- στρέφεται προς το ροζ πέτρινο σπίτι, να τελειώσει τον καφέ που άφησε μισοτελειωμένο. Πίσω από το σπίτι, ορθώνονται τα ροζ βουνά της οροσειράς των Υδρογονανθρακών, το φυσικό σύνορο της Νομανσλάνδης με την εχθρική χώρα των Απώνων. Στη χώρα αυτή, την Απωνία, την ξακουστή για τα ραμόνια της που καλλιεργούνται στα εκτροφεία του παραλιακού θερέτρου Μόδο, γίνονται οι συνηθισμένες αποστολές του Τεν. Κάνει το παν για τη σύσφιξη των σχέσων των δύο χωρών, ως μυστικός πράκτορας απευθείας εντεταλμένος του αυτοκράτορα Τσινγκ του Α΄. Οι Απωνες έχουν θετική άποψη για μια συμμαχία που θα ευνοήσει την ειρήνη μεταξύ των βουνίσιων κατοίκων της Νομανσλάνδης και των θαλασσινών Απώνων, αλλά την τελευταία λέξη θα την πουν οι λαοί -με δημοψήφισμα φυσικά.
Η ζωή κυλά ήρεμα και απαλά σαν ποταμάκι στην Κοιλάδα του Χρόνου, εκεί όπου κατοικούν η Μουλίν με τον άντρα των ονείρων της, τον θαρραλέο, σκληρό και συνάμα τρυφερό σαν καρδιά μαρουλιού, τον Τεν Μπακς, που πρόδωσε το σόι του για χατήρι της και δεν το μετάνοιωσε ποτέ του• γιατί ο Τεν, ως γόνος της αγέρωχης και περήφανης κάστας των Τσαλντεάνων και σπουδαγμένος ως εκτούτου στη Σχολή των Ταγιστών, ώφειλε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της κάστας αυτής και όχι να συμπλέει με το λαουτζίκο. Ευτυχώς, οι Τσαλντεάνοι περιορίστηκαν απο τον αυτοκράτορα Τσινγκ τον Α΄ στο μοναστήρι του Ντιντάτσε, όπου έχουν το ελεύθερο να συνομωσιολογούν και να θυσιάζουν αρνάκια στο Γκράαλ, όσο και όταν τους κάνει κέφι. Υπάρχουν μεν, αλλά δεν εμποδίζουν το λαό της Νομανσλάνδης στην πορεία του προς το αύριο.
Το αύριο της Νομανσλάνδης ταυτίζεται με τη συμπαραγωγή ραμονιών, να δοκιμαστεί σε πρώτη φάση δηλαδή η καλλιέργειά τους στα ποτάμια της, μια και η χώρα αυτή δεν έχει θάλασσα. Στο σχέδιο αυτό αντιδρά μαζικά ο λαός, αλλά ο Τσινγκ ο Α΄ που επιθυμεί διακαώς να πραγματώσει το όραμά του έχει ξαμολήσει ακόμα και τον εθνικό συνθέτη Λεβόν Μποχεμιάν, αυτόν που έγραψε το εμβατήριο «Πάρε Πέντε», τον εθνικό ύμνο της χώρας, να βάλει τα δυνατά του. Ο Μποχεμιάν, αν και γερασμένος πλέον, έχει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του λαού εξαιτίας, όχι μονάχα της λαοπλάνας στιβαρής μουσικής του, αλλά και των παλαιών του αγώνων εναντίον των Τσαλντεάνων που τον παλιό καιρό, όταν κατείχαν την εξουσία πριν τον Τσινγκ τον Α΄, φορολογούσαν αγρίως τους νομανσλανδιανούς πολίτες και τσεπώναν τους φόρους για να ζουν κολυμπώντας στα πλούτη και στην πολυτέλεια. Οι κυρίως απόστολοι της ειρηνικής συνύπαρξης και συμμαχίας των δύο χωρών είναι, εκτός από τον αφανή Τεν Μπακς, ο εθνικός ευεργέτης, εφοπλιστής και τραπεζίτης Μπασέν ντε Λαντρ και ο δαιμόνιος Πράβο Γιάζντι, ο πρώην νταλικιέρης που κατάφερε να γίνει Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών της αυτοκρατορικής κυβέρνησης της χώρας, όταν πρότεινε την κατασκευή και εγκατάσταση αόρατων διοδίων, καθώς και αυτομάτως επισκευαζόμενων οδοστρωμάτων στις εθνικές οδούς.
Αν και η Μουλίν δεν έχει δει ποτέ της ραμόνι και ούτε καν ξέρει τι θα πει θάλασσα, μια και δεν επισκέφτηκε ποτέ την Απωνία, εντούτοις τα φοβάται παθολογικά και, παρ’ όλες τις κοροϊδίες που τρώει από το θαρραλέο αντρούλη της, τρέμει στην ιδέα ότι κάποια μέρα μπορεί να βρεθεί κάνα ραμόνι στη σούπα της. Δεν έχει δει μεν, αλλά η πλούσια φαντασία της τα φανερώνει αυτά τα καταραμένα τα ραμόνια στους εφιάλτες της και είναι πλάσματα απαίσια, με νύχια γαμψά και σιδερένιες περικεφαλαίες, με όπλα εντελώς διαφορετικά από τα καναπουτσάρ, τα οποία μελετά και βελτιώνει διαρκώς το Ινστιτούτο Σκοτ Πόλαρ της αγαπημένης της πατρίδας.
Μαγειρεύει τώρα στην κουζίνα της η ωραία Μουλίν και σκέφτεται με τρόμο πού να βρίσκεται ο Τεν. Στριφογυρνά πάνω στα ξώφτερνα ψηλοτάκουνά της, που δεν παύει να τα φορά μέρα νύχτα, αν και είναι εντελώς ακατάλληλα για την κακοτράχαλη αγροτική περιοχή όπου κατοικεί, την Κοιλάδα του Χρόνου δηλαδή. Απαξ και της είπε κάποτε ο Τεν ότι πεθαίνει στη θέα του λικνιζόμενου κορμιού της πάνω σε αυτά τα ψηλοτάκουνα, το θέμα είναι ληγμένο για την όμορφη Μουλίν· γιατί η Μουλίν είναι η ωραιότερη γυναίκα της χώρας και ο Τεν αναγκάστηκε να μονομαχήσει στο σκάκι με τον πρωταθλητή Τάλατ Μπλεντ για να κερδίσει την καρδιά -και το κορμί της, εννοείται- μια και η Μουλίν ήταν ανέκαθεν φαν του σκακιού, είχε κάνει και πρόεδρος της Ν.Ε.Σ. (Νομανσλανδιακή Ενωση Σκακιστών) για ένα φεγγάρι. Είναι η μοναδική παρτίδα που έχει χάσει στη μέχρι σήμερα καριέρα του ο Τάλατ με τη συννεφιασμένη όψη. Ευτυχώς για τη Μουλίν, βέβαια, γιατί θα ήταν τρομερό να μένει κλεισμένη στο μουντό πύργο του σκακιστή αντί να πιλαλάει ελεύθερη στα λιβάδια της Κοιλάδας του Χρόνου -με τα ξώφτερνα ψηλοτάκουνα, βεβαίως.
Μαγειρεύει, λοιπόν, η σέξυ και πανέξυπνη Μουλίν σιγοτραγουδώντας το σουξεδάκι της μόδας που τυχαίνει να είναι και ύμνος σύνθημα των αντιραμονιστών «είμαι σέξυ και πανέξυ και ραμόνια δεν θα βρέξει» και στη σκέψη της τριγυρνούν ραμόνια, μπαλώνει τις κάλτσες του Τεν και ραμόνια μπερδεύονται στις κλωστές, ξεσκονίζει και ραμόνια ανασύρονται από σκοτεινές γωνίες, σφουγγαρίζει και ραμόνια αναδεύονται στον κουβά του σφουγγαρίσματος, ιδρώνει και αποδίδει τη φούντωση σε ραμόνια που έχουν διεισδύσει στο δέρμα της. Η κατάσταση πάει να γίνει τραγική, το καταλαβαίνει και βγαίνει έξω, να σκαλίσει τα παρτέρια. Παραμονεύουν όμως ραμόνια κάτω από το χώμα, μερικά είναι γαντζωμένα κάτω από τα πέταλα των λουλουδιών ή ξεπροβάλουν σαν αγριεμένα αγκάθια από τα κοτσάνια τους, κάποιο άλλο, τεράστιο ραμόνι, κρυφογελάει πίσω από τον κορμό της συκιάς έτοιμο να της ορμήξει, η κατάσταση είναι αφόρητη, ξαναμπαίνει στο σπίτι, ξαπλώνει στον καναπέ και ανοίγει τηλεόραση.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου καλύτερα, γιατί στην οθόνη παρελαύνουν ραμόνια, κάθε παρουσιαστής και ραμόνι μεταμορφωμένο σε παρουσιαστή, κάθε δημοσιογράφος και κρυφό ραμόνι. Τηλεφωνεί στο κινητό του «Τεν, αγάπη μου, θα αργήσεις;» τον ρωτά κι εκείνος «όχι, μωράκι μου, σε λίγο φτάνω, τώρα πετάω πάνω από τους Υδρογονανθρακούς» απαντά και η Μουλίν αρχίζει να στρώνει τραπέζι.
Ο ήλιος βάφει ακόμα πιο ρόδινα τα βουνά γέρνοντας προς τη δύση, ακούγεται το μουγκρητό του ιπτάμενου βουβαλιού και μετά ο χτύπος της αυλόπορτας που κλείνει. Επιτέλους! Ο Τεν είναι σπίτι.
«Τεν, τα χέρια σου! Να πλύνεις καλά τα χέρια σου!» του φωνάζει η Μουλίν από την κουζίνα, όπου βάζει τις τελευταίες πινελιές στο στόλισμα της πιατέλας.
«Τι θα φάμε σήμερα, αγαπούλα;» ακούγεται η φωνή του από το μπάνιο και «αυτό που σου αρέσει!» απαντά η Μουλίν, «μακαρόνια με παστουρμά και σάλτσα αντσούγια!» και, συμπληρώνοντας το καθιερωμένο «τι μού ’φερες σήμερα;», περνά με την πιατέλα στο καθιστικό, την ακουμπά στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ, χαμηλώνει το φως και περιμένει. Ο Τεν βγαίνει από το μπάνιο τινάζοντας αγέρωχα τα νερά από τα μαλλιά του -ο μόνος πλούτος που επιτρέπει στον εαυτό του ο λιτός ήρωας και που μοιράζεται ευχαρίστως με τη γυναίκα του είναι αυτές οι τρίχες- απλώνει τα χέρια, η Μουλίν πέφτει ξέπνοη στο στέρνο του -γκάπ!- και «Επιτέλους, αγάπη μου, φοβήθηκα τόσο» του λέει και κάθονται να φάνε.
Μεταξύ τυρού και αχλαδίου, που λένε, η γυναίκα ξαναρωτά «τι μού ’φερες» και ο Τεν απλώνει το χέρι στην τσέπη του -πεταμένου πρόχειρα στη διπλανή πολυθρόνα- σακακκιού του, βγάζει ένα κουτάκι και «δες το και μετά θα σου πω τί είναι» της λέει, εκείνη ανοίγει το κουτάκι, βγάζει ένα υπέροχο δαχτυλίδι με ροζ πέτρα «τι πέτρα είναι αυτή;» ξαναρωτά, ο Τεν απαντά κλείνοντας το μάτι «ένα ραμόνι, καρδούλα μου!»
Η Μουλίν μένει προς στιγμή άναυδη και μετά ξεραίνεται στα γέλια, νευρικά γέλια, κοντεύουν να σπάσουνε τα τζάμια. «Ραμόνι; Αυτά είναι τα ραμόνια λοιπόν; χαχαχα!» καταφέρνει να πει ανάμεσα στα τρανταχτά γέλια και ο φόβος πετάει μακριά, φεύγει, πάει πέρα από βουνά και κορυφογραμμές, χάνεται μέσα στο σκοτάδι και οι εφιάλτες δεν θα ξαναζωντανέψουν πια. Τέλος.
Ετσι συμβαίνει πάντα, ησυχάζει ο νους όταν ο φόβος παίρνει συγκεκριμένη μορφή, εικονοποιείται, που λένε, παύει να είναι κάτι τι ακαθόριστο και θολό. Φοβάται κανείς εκείνο που φαντάζεται, αυτό που σκορπίζεται μέσα στη σκέψη και τη διαλύει και γιγαντώνεται από το λίπασμα της φαντασίας. Ο σπόρος του φόβου, όταν φυτεύεται στο μυαλό, είναι επικίνδυνος. Ετσι την πάτησε η ωραία και πανέξυπνη Μουλίν, που φοβόταν τα φαντάσματα που η ίδια κατασκεύαζε μέσα στο δικό της το κεφαλάκι.

Η Οροσειρά των Υδρογονανθρακών

Εκτείνεται κατά μήκος των (δεν αποφάσισα ακομα: νοτιο ή βορειο)δυτικών συνόρων της χώρας με την εχθρική Απονία και αποτελείται από εκατόν δέκα επτά όρη, λόφους και λοφίσκους. Η πλειονότης των πετρωμάτων είναι χρώματος ροζ, ακόμα και τα δάση της οροσειράς αποτελούνται από κουτσουπιές, οι οποίες έχουν ροζ άνθη κατά την περίοδο της ανθοφορίας τους. (Σ.τ.Σ. Οποιος έχει περάσει από το Μπράλο θα έχει δει παρόμοια δέντρα).
Στην οροσειρά αυτή υπάρχουν ένα σωρό χωριά και χωριουδάκια, όπου χορεύεται ο χορός “τουρμπόν με πορτοκάλι” ως εξής: οι χορευτές, ντυμένοι στα ροζ, χορεύουν αντικρυστά και πετούν ο ένας στον άλλον πορτοκάλια. (Σ.τ.Σ. Τα πορτοκάλια τα φέρνουν από την παραθαλάσσια πόλη Βνουράπ, φημισμένη για τα επεριδοειδή της).
Οι κάτοικοι των χωριών των Υδρογονανθρακών δεν έχουν τίποτα να καλλιεργήσουν, δεδομένου του άγονου εδάφους, όπου μόνον κουτσουπιές ευδοκιμούν. Κερδίζουν όμως πρά ταύτα ένα σοβαρό εισόδημα από τις εξαγωγές πρες-παπιέ από ροζ πέτρωμα, δηλαδή, οι κάτοικοι είναι καλλιτέχνες, γλύπτες ως επί το πλείστον.
Ο κύριος Κρισέικς γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο χωριό που βρίσκεται στο ύψος της διάστιξης (μου διαφεύγει το όνομά του) και κατέβηκε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Βνουράπ όταν ήδη είχε εμποτιστεί με τη λατρεία του ροζ, οπότε, διατηρεί τις συνήθειες της ιδιαίτερης πατρίδας του όσον αφορά το ντύσιμο και τη διατροφή του: Φοράει πάντα ροζ κουστούμια και γραββάτες και τρέφεται με ροζ σολωμό, αστακομακαρονάδες και γαριδοσαλάτες, καθώς επίσης λατρεύει τα αυγά ποσέ με ροζ σάλτσα, το ροζ μαλλί της γριάς και τα πτι-φουρ με ροζ γλάσσο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για εκκεντρικότητα αλλά για απλή διατήρηση των παραδόσεων του τόπου του.
Οι Υδρογονανθρακοί είναι ένα πανόραμα όταν χαράζει η αυγή, όπου γίνονται ολορόδινοι. Εκεί άλλωστε βασίζεται η τουριστική ανάπτυξη, με το ρεύμα των τουριστών να κατακλύζει τις πλαγιές κάθε πρωί με την αυγούλα. Ακόμα και Άπονες έρχονται με φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες να απαθανατίσουν το εκτυφλωτικό θέαμα. Η εξαγωγή καρτ-ποστάλ φέρνει επίσης ένα καλό εισόδημα στην περιοχή, η οποία αρνήθηκε να υποταχθεί στα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα και να ενταχθεί στον Καλλικράτη μαζί με τμήμα της ενδοχώρας, του και “ψωρονομανσλάνη” καλούμενου.

Γλωσσάρι

Απονία = γειτονική εχθρική χώρα, όπου κατοικούν οι άπονες
Άρσον = συνήθης ύποπτος (παλιοτόμαρο, αλλά ασύλληπτο)
Ατσίδες με τα μπλε = συνομοσπονδία χορωδών συνοριοφυλάκων, δεν αφήνουν να περάσει κουνούπι, τραγουδούν απαίσια και δεν πλησιάζει κανείς τα σύνορα
Γκράαλ = προστάτης άγιος της Στρατιάς (σαν την Αγία Βαρβάρα στο περίπου)
Δούξ του Ελλινγκτον = Αγέννητος Ανύπαρκτος, σαν τον Κλιν Σέβαν
Επίδαυρος Λιμέρα = αρχαίος πολιτιστικός τόπος
Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ = διάσημος σκηνοθέτης (ρεπερτόριο: γουέστερν κυρίως, αλλα και αστυνομικά)
Καναπουτσάρ = το απόλυτο όπλο. Κάθε πολίτης λαβαίνει ένα δικαιωματικά, διότι η στρατιωτική θητεία είναι ισόβια. Υπάρχει και το ομώνυμο ακρωτήριο Καναπουτσάρ, όπου γίνονται οι μηνιαίες σχετικές δοκιμές για την αποτελεσματικότητά του. Φορτίζεται με την ενεργειακή ύλη “μεγάλη ανέχεια”.
Κλιν Σέβαν = μάλλον φάντασμα, επειδή σκοτώθηκε πριν γεννηθεί, τριγυρνά τις νύχτες ξαφνιάζει (με διάφορους τρόπους) τους φιλήσυχους νομανσλανδιανούς. Αν ζούσε, θα ήταν ωραίος.
Κοιλάδα του Χρόνου = υπεροχη τοποθεσια, όπου γινονται όμως φοβερες κατολισθησεις
Κρισέικς = λίαν εκκεντρικός κύριος, λάτρης του ροζ χρώματος –εδω θυμηθηκα τη Σίρλεϋ Μακλέην στο φιλμ “η κυρία και οι άνδρες της”, όπου είχε παντρευτεί ένα λάτρη του ροζ που πέθανε εξαιτίας της μανίας του αυτής. Δύτη ακούς;
Λεβόν Μποχεμιάν = συνθέτης/μαέστρος
Λόρδος Κράουν = αξιωματικός επίσης/γενναίος (ίσως και πρεσβευτής)
Μόδο = τουριστικο παραλιακο χωριο με ομώνυμο καστρο
Μουλίν = κυρία της υψηλής κοινωνίας (ίσως εθελοντρια, μπορεί και πρόεδρος ΜΚΟ)
Μούντινγκ = ευρωβουλευτής (τον προτιμώ βαρώνο)
Μπασέν ντε Λαντρ = αξιωματικός/ιππότης/ευεργέτης/λεφτάς
Νομανσλάνδη = χώρα, κάπου στην Ενωμένη Ευρώπη
Ντιντάτσε = άγιος και σοφός, Πατέρας της εκκλησίας (σαν τον άγιο Βασίλη στο περίπου)
Πάρε πέντε = συμφωνικο εργο του εθνικου συνθετη Λεβόν Μποχεμιάν
Πράβο Γιάζντι = υπουργός μεταφορών και επικοινωνιών, πρώην νταλικιέρης
Ρεβινστίνκτ = αξιωματικός επίσης, ή και (κατά Κορνήλιο) σοφός καθηγητής, υπερασπιστής των αδυνάτων
Ρεντ Άι = αερομεταφορέας (εθνικος, μαλλον)
Ρήτζεντ = πρίγκιπας, υψηλόβαθμο στέλεχος της πολιτικής και στρατιωτικής σκηνής
σεναριο βαζελίνης = μαγικό ίαμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χρησιμοποιεί ο σκηνοθετης Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ για να εμπνέεται
Σκοτ Πόλαρ = Ινστιτούτο Ερευνών, δωρά του ομώνυμου μεγάλου ευεργέτη της χώρας (πιθανότατα δίνει τα ετήσια βραβεία Πόλαρ)
Στρατιά των Ανύπαρχτων = στρατός, υπερασπιστής της Νομανσλάνδης
Συμβούλιο του Ντιν = συμβούλιο/κυβέρνηση
Ταγιστές = Τάγμα Μοναχών Της Ημέρας (φρέσκοι μοναχοί, πριν φυτρώσουν τα γένια τους)
Τάλατ Μπλεντ = πρωταθλητής στο σκάκι
Τεν Μπακς = κάου-μπόυ/σερίφης/ντετέκτιβ (ατρόμητος πάντως)
Τσαλντεάνοι = κλίκα ευγενών/καπιτάλες
Τσέτσνια = στρατιώτης με βαθμό δεκανέα (ισως και παρακρατικός)
Τσινγκ ο 1ος = αυτοκράτορας
Υδρογονανθρακοί = οροσειρά στα βόρεια σύνορα της χώρας
Φλωρεντίνη Αηδών = εθνική ντίβα (μετέφερα τον τόνο μια συλλαβή πιο πάνω, το βρίσκω πειστικότερο ως όνομα. Θα μπορούσε να είναι και Αηδόνα Φλωρεντινού)
Φτερωτοί Βούβαλοι = προστατευόμενο είδος, ζώο που θα είχε εξαφανιστεί αν δεν το πρόσεχαν οι νονμανσλανδιανοί. Κάθε κάτοικος έχει και το φτερωτό βουβάλι του.

Αχ, Νομανσλάνδη

Στη θρυλική την Απονία
βγαίνουν τα στρείδια κάθε βράδυ,
ανοίγουν διάπλατα σαν άστρα
μόλις πλακώνει το σκοτάδι
και τραγουδούν σκαρφαλωμένα σε συκιές
του Μποχαμιάν τις μουσικές
Τρίζουν τα σύνορα της χώρας,
η Νομανσλάνδη αναστενάζει,
φοβάται μη τυχόν της κλέψουν
το ντέφι, το βιολί, το σάζι
Για να γλιτώσει μπαγλαμάδες και σιτάρ
τροχίζει τα καναπουτσάρ

Μα να, επιτέλους ξημερώνει,
το αύριο έρχεται τρεχάτο
ο Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ γυρίζει
κι ο Λόρδος Κράουν πάει στο ΝΑΤΟ
Μαύρα τα βλέπει, να πλησιάζουν τα κολχόζ,
μα ο Κρισέικς τα βλέπει ροζ
Στο θόλο του Σκοτ Πόλαρ στέκει
μπάστακας φτερωτό βουβάλι
ο Ρεβινστίνκτ τό ‘χει παρκάρει
αντικανονικά και πάλι
Η αυγή χαράζει στους Υδρογονανθρακούς
το στράτευμα τρώει κουσκούς
Οι Τσαλντεάνοι τρώνε κρέας,
λουκάνικα, ζαμπόν, φιλέτα
σνομπάρουνε τον Τσινγκ τον πρώτο
που σαλαμούριαζε τη φέτα
Ούτε κι ο Τσέτσνια την παράδοση κρατά
και προτιμά ζαχαρωτά
Η εκκλησία του Ντιντάτσε
είναι στο Κοινοβούλιο δίπλα
κι όταν ο πρίγκηψ Ρήτζεντ χάνει
από τον Τάλατ Μπλεντ με τρίπλα,
συνεδριάζει το Συμβούλιο του Ντιν
με προεδρίνα τη Μουλίν
Ολοι μαζί μετά πηγαίνουν
στον Γκράαλ να προσευχηθούνε,
τη μέρα τους να συνεχίσουν
δίχως να ξανατσακωθούνε
Πριν ακουστούν δυο βρεκεκέξ κι ένα κουάξ
ρίχνει μπουνίδια ο Τεν Μπακς
Το μεσημέρι γευματίζουν
στου Μούντινγκ με ροκφόρ και σούσι
όλη η Στρατιά των Ανυπάρχτων
είναι παρούσα στο τσιμπούσι
Ο Πράβο Γιάζντι ταξιδεύει συνεχώς
κι ο Άρσον γίνεται μπουχός
Γλυκά το πέπλο της η νύχτα
απλώνει παγωμένο ατλάζι
Βγαίνει ο Κλιν Σέβαν τραγουδώντας
κι η Νομανσλάνδη ησυχάζει
Τώρα η Ρεντ Άι κατεβάζει τα ρολλά
Αααχ! όλα πήγανε καλά!

Τεν Μπακς, ο Δαιμόνιος Αριζόνιος

-Δεν υπάρχει Συμβούλιο του Ντιν! ακούστηκε μια κραυγή σαν από σκουριασμένη κλειδαριά που αγωνίζεται να ξεκλειδώσει, ταυτόχρονα με το ξέπνοο ποδοβολητό ιδρωμένου αλόγου, και η φάτσα του Τεν Μπακς μπήκε γκρο πλαν στο πανί φτύνοντας ταμπάκο ανάμεσα από τα μαυρισμένα δόντια της πάνω μασέλας.
Εσκυψα ασυναίσθητα μη με πάρουν τα σκάγια, σφίγγοντας το χέρι του κολλητού μου, λάτρη των γουέστερν με ανατολικές προεκτάσεις -γουέστερν Σιβηρίας, που λένε.
-Ποιος είναι τούτος ο άγριος; ρώτησα σιγανά, αλλά και δυνατά να ρώταγα τη φωνή μου θα επισκίαζε ο αποπίσω που είχε πνιγεί με πασατέμπο κι έβηχε φτύνοντας κι αυτός. Μεταξύ δύο πυρών, μπροστά ο Τεν Μπακς, πίσω ο πασατέν-μποκς, ήθελα να την κάνω ακροποδητί, να εξανεμιστώ, να διακτινιστώ ακόμα και σε άλλο πλανήτη, έλα όμως που είχα δώσει λόγο πως θα κάτσω να δω το φιλμ ίσαμε το τέλος…
-Αυτός είναι ο από μηχανής θεός, μόλις έφτασε από Αριζόνα για να δώσει λύση κι όπως βλέπεις δε μασάει, σίγουρα το Συμβούλιο Ντιν είναι μούφα, με πληροφόρησε ο δικός μου. Και πώς να μασήσει, με δόντι παρά δόντι κομματάκι δύσκολο, σκέφτηκα και βούλιαξα λίγο παρακάτω στο βελουτέ καθισμα που έτριξε, χρώματος μπλε ξεθωριασμέ.

Στο βάθος του διαδρόμου παραμόνευε το μαντρόσκυλο της παρέας των συνωμοτών, ο πρίγκηψ Ρήτζεντ. Η σκιά του δεν απλωνόταν αρκετά ώστε να τον πάρει πρέφα ο Τεν Μπακς, που έτρεχε σαν σίφουνας κι αυτός ο ανοητος μέσ’ στα σκοτάδια και δε γλίτωσε την τρικλοποδιά. Πλαφ! έσκασε καταγής το βαρύ του σώμα και τού’φυγε και το ταμπάκο από την τσέπη του πουκαμίσου, χρώματος μπλε ξεθωριασμέ και αυτό.
-Γαμώτο! έκραξε ο πασατέν-μποκς, ο απο πίσω, που του κόπηκε απότομα ο βήχας.
Σήκωσα λίγο περισσότερο το κεφάλι μου, να διακρίνω καλύτερα και μια άλλη φωνή, τσιριχτή, εσκουξε «κάτω τα κεφάλια είπαμε!» κι έτσι ξαναχαμήλωσα τσουλώντας την πλάτη στο κάθισμα, αντιμετωπη με το αέναο πρόβλημα των υψηλών προσώπων. Ο κολλητός, μού έσφιξε το χέρι με συμπόνοια «κάνε λιγη υπομονή ακόμα» λέγοντάς μου και’γώ ψήλωσα απομέσα αυτή τη φορά.
Ο πρίγκηψ Ρήτζεντ έπεσε πάνω στον Αριζόνιο και τού’ριχνε μπουνιές με το καντάρι, αλλά εκείνος βράχος, τις έτρωγε και δε μίλαγε, μόνο έφτυνε κι από κάνα δόντι κάπου κάπου. Δυστυχώς, δεν προλαβα να τα μετρήσω, ήταν πολλά πάντως, ίσως πάνω κι από τριανταδύο, όπως αμέτρητες είναι και οι σφαίρες που περιέχουν τα εξάσφαιρα στα κλασσικά πλέον γουέστερν σπαγγέτι.
Πάνω στην πεντακοσιοστή γροθιά, ο Τεν Μπακς σαν να ζωντάνεψε κάπως και βρέθηκε αυτός αποπάνω τώρα να γρονθοκοπάει με όλη του τη δύναμη τον πρίγκηπα, που έβγαλε ένα μουγκρητό και παραιτήθηκε απο τον αγώνα.
-Ποιος τά’χει κάνει μαντάρα στο πανεπιστήμιο; του σφύριξε στ’ αυτί ο Τεν, συμπληρώνοντας «αυτά με τα συμβούλια Ντιν και ξεντίν να τα πουλάς αλλού, δεν πιάνουν σε τα μας και ξέρνα τώρα ό,τι ξέρεις» και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ ξέρασε ατάκα κιεπιτόπου πάνω στο επίτηδες ξεθωριασμένο τζιν του.
-Εγώ είμαι ολόκληρο το συμβούλιο Ντιν, ομολόγησε ο πρίγκηψ, ένοιωθα μοναξιά και δημιούργησα μερικούς επιπλέον εαυτούς να έχω παρέα…
-Τί μου λες τώρα! έθαξε ο Τεν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Εσύ λοιπόν… Εσύ σκότωσες τη Βάλια Κάλντα;
-Ο-όχι… κανένα δεν σκότωσα.. ποια είναι αυτή;
-Μια φοιτήτρια της αρκουδολογίας… αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, προέχει να βρεθεί ο δολοφόνος, γι αυτό ήρθα απο την Αριζόνα άλλωστε. Τι λες; Τώρα που γίναμε φιλαράκια μετά τον καυγά, θα με βοηθήσεις; του είπε ο Τεν με λέξεις που έσταζαν σαν ρετσινόλαδο απο τα στραβωμένα του χείλη.
-Να σε βοηθήσω φιλε, αλλά πρώτα θα μου κάνεις μια χάρη.
-Ο,τι θες.
-Να αλλάξουμε τζιν! Ζηλεύω το δικό σου που είναι ξεθωριασμένο με φυσικό τρόπο…
-Γιατί; και το δικό σου είναι ξεθωριασμένο!
-Ναι, αλλά εγώ το βάζω στο πλυντήριο με ελαφρόπετρα για να χάνει το χρώμα του…
-Α, καλά, και μένα ξεθώριασε με τα πολλά σουρσίματα στην έρημο της Αριζόνας, είπε ο Τεν, σηκώθηκε, έλυσε τη ζώνη, έβγαλε το τζιν του και τό’δωσε στον πρίγκηπα.
Το αυτό έπραξε και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ, άλλαξαν τα τζιν τους αμοιβαίως, και ξεκίνησαν βαδίζοντας προς το φως. Εκεί ακριβώς, το φιλμ κάηκε και όλο το σινεμά ξεσηκώθηκε «χασάπη γράμματα», κλπ, ξέρετε, ανάψαν τα φώτα της αίθουσας, ο πασατεμπάς βγήκε στη γύρα μέχρι να κολλήσει ο χασάπης τα κομμάτια. Σε λιγάκι ξαναπήρε μπρος το σύστημα, αλλά ο Τεν Μπακς και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ δεν φαινόντουσαν πουθενά. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα καταπράσινο λειβάδι με αρνάκια, που τα σαλάγαγε μια ωραία βοσκοπούλα μπαμπουλωμένη με χρωματιστές μαντήλες και μακριά φουστάνια.
-Η Βάλια Κάλντα! ψιθύρισε φωναχτά ο διπλανός του πασατέν-μποκς, που φαίνεται θα είχε ξαναδεί το έργο και «σκάσε, ρε μαλάκα!» ένας απο μπροστά έστριψε και τον φασκέλωσε με τα πέντε.
-Γιατί, ρε, τι σού’κανα; Σιγανά το είπα…
-Θα σου ρίξω δέκα να μάθεις! ξαναφώναξε και του τά’ριξε και τα δέκα.
Το πράγμα είχε αγριέψει και σφίχτηκα πάνω στον κολλητό. Στο πανί βόσκαν αρνάκια, αλλά πάνω απο τα κεφάλια μας πέρναγαν διάφορα αντικείμενα, χάρτινα ευτυχώς ως επιτοπλείστον, σαν ρουκέτες. Μερικά είχαν και σουβλάκια με τζατζίκι μέσα τους και μπόλικο κρεμμύδι.
Η σκηνή άλλαξε, φύγαν τα αρνάκια και η ωραία, φάνηκαν πάλι ο Τεν και ο πρίγκηψ να περπατούν στο δάσος.
-Απο κει είναι, δεξιά στρίψτε ρεεεεε! φώναξε μια κοπελιά απο τον εξώστη.
-Ασε μας κι εσύ, ρε κοπέλα μου, θα τον βρουν το δρόμο, άσε να έχει λίγο περιπέτεια το πράγμα, είπε ο κολλητός μου νευριασμένος και όλος ο αντρικός πληθυσμός της πλατείας του συμπαραστάθηκε. «Σιγά μη μας πει το φρόκαλο τί να κάνουμε» είπε κάποιος κι ένας άλλος συμπλήρωσε «έτσι είναι φίλε, άμα βλέπεις να φοράνε τόσα ρούχα δεν έχει γούστο», αλλά δεν κατάλαβα πού κόλλαγε αυτή η ατάκα.
Τελοσπάντων, το βρήκαν το λειβάδι τα παλληκάρια, κυνήγησαν την ωραία που έκανε νάζια, αποκάλυψαν το μυστικό της -πως έπαιζε τη δολοφονημένη, δηλαδή, ενώ η μάνα της ήταν η φόνισσα. Είχε δολοφονήσει την αντίζηλο της κόρης της στο διδακτορικό και της είχε πολτοποιήσει το πρόσωπο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμη, έδειξαν τη μάνα της Βάλιας να δικάζεται σε μια συνοπτική δίκη, ο Τεν έφυγε για Αριζόνα χαιρετώντας τον πρίγκηπα που τον συνόδεψε στο σιδηροδρομικό σταθμό -μαζί με όλο το συμβούλιο του Ντιν, εννοείται- και η Βάλια Κάλντα κλείστηκε σε ένα κλουβί με αληθινές αρκούδες να κανει πρακτική εξάσκηση.

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστω Νικο, νά'σαι καλά. :)
    Η αλήθεια είναι ότι αυτό το έγραψα σε συνέχεια του Κορνήλιου που προηγήθηκε, νομίζοντας πως θα είναι κομμάτι από μια συνεχιζόμενη ιστορία και ήμουν περίεργη να δω με ποιο τρόπο θα ξανάβρισκε το δρόμο ο επόμενος συγγραφέας!
    Τεσπα, καλούτσικο είναι και ξεκρέμαστο, έχει ρυθμό καλό νομίζω.
    Τωρα αρχίζουν τα δύσκολα, που πρέπει να στρωθω... Οι ιδέες είναι πολλές και αντιμαχόμενες! Βοήθειά μου λέμε ;)

27 Ιουλ 2020

η μάνα με τις πανώριες θυγατέρες

μια φορά, ήτανε μια μάνα χήρα και φτωχιά, που είχε πολλές πεντάμορφες κόρες, η μια ομορφότερη από την άλλη λέμε, και ήτανε πολύ χαρούμενη επειδή θα καλοπαντρευόντουσαν, γιατί τί άλλο να ποθούσε μια μάνα καλή εκείνη την εποχή, τί άλλο από έναν καλό γάμο για τις θυγατέρες της;

Ηρθε ο καιρός τους λοιπόν, κάποια μέρα, και μία μία θυγατέρα καλοπαντρευόταν κι έφευγε από το πατρικό σπίτι να πάει να ζήσει με τον καλό της κι έμεινε η μάνα μοναχή και καταριότανε την ώρα και τη στιγμή που η τύχη της είχε χαρίσει κόρες τόσο όμορφες  και δεν έμεινε καμμιά πίσω να την κοιτάξει στα γεράματα, αλλά μια μέρα γύρισε μια κόρη κλαμμένη και δαρμένη, κι άλλη μια μέρα γύρισε κι άλλη κόρη σε χειρότερη κατάσταση, και σιγά σιγά γυρίσανε οι κόρες όλες στα κακά τους χάλια και βρίζανε τη μάνα που τις έκανε τόσο πεντάμορφες και τις ζηλεύανε όλοι για την ομορφιά τους και τις έδερναν οι άντρες τους επειδή βρίσκανε όλο μπελάδες.

Και μια μέρα άλλη, ήρθανε οι άντρες μετανοιωμένοι και ζητήσανε συχώρεση και τις γυναίκες τους οπίσω, αλλά η μάνα δεν τις έδινε και σπαράξανε αυτοί στο κλάμμα κι είπανε της μάνας «δώστες πίσω καλέ μάνα και θα είμαστε οι καλύτεροι άντρες και σύζυγοι, δώστες κι ό,τι θέλεις από μας θα γίνει» και τότε ζήτησε η μάνα να πηγαίνει από ένα μήνα σε κάθε σπίτι να βλέπει πώς περνάνε οι θυγατέρες να μένει ήσυχη και οι γαμπροί συμφωνήσανε κι από τότε ζούνε όλοι μια χαρά κι η μάνα γίνηκε γιαγιά και προγιαγιά κι ακόμα ζούνε όλοι καλά κι ευτυχισμένα.
________________
ΣΗΜ. τώρα δα, ατάκα κιεπιτόπου, που λένε. Διαβάζεται και μεταφορικά.

26 Ιουλ 2020

πώς η Χαριτίνη έμαθε τα ρωσσικά

Κάποτε, πριν γίνει θεούσα, η φίλη μου η Χαριτίνη ερωτεύτηκε έναν ηθοποιό ρώσσο βλέποντάς τον στο σινεμά κι έκανε τ' αδύνατα δυνατά να τον συναντήσει, αφού πρώτα φρόντισε να μάθει τη γλώσσα. Τα ρωσσικά είναι γλώσσα δύσκολη, χρειάστηκαν 5-6 χρόνια να θεωρηθεί ότι τα έμαθε καλά, ευτυχώς δλδ γιατί ήρθε η περεστρόϊκα εντωμεταξύ και διευκόλυνε τα πράγματα και μια και δυο πήγε για 2η φορά στη χώρα του αγαπημένου της, που, όπως την είχαν διαβεβαιώσει διάφοροι εξπέρ της αστρολογίας, ήτανε ο άντρας της ζωής της.

Στη επιστροφή, ήτανε σαν μαγεμένη από τη χώρα αλλά και από τις χάρες του αγαπημένου της, που όμως ήταν σε διάσταση με τη σύζυγο και σύντομα θα έπαιρνε διαζύγιο για να έρθει στην Ελλάδα και να παντρευτούνε. Με τα πολλά, κατάφερε να έρθει ο έρμος εδωπέρα, αλλά της Χαριτίνης της είχε κιόλας περάσει το βαθύ αίσθημα, τότε κατάλαβε ότι της έπεφτε πολύ μεγάλος και δεν θα μπορούσαν να κάνουν οικογένεια με παιδιά και όλα τα ωραία πράματα που λέν τα παραμύθια.

Τον είδα και'γώ, μού τον σύστησε, ένας ζαρωμένος ανθρωπάκος ήταν, πράγμα που φαινόταν με την πρώτη ματιά, δεν χρειαζόταν και τοσο πολλή μελέτη το πράγμα. Ρωσσικά δεν ήξερα (ούτε έχω μάθει ως τα σήμερα) κι έτσι δεν ήταν δυνατό να αξιολογήσω την πνευματική του μεγαλωσύνη, για το μέγεθος της οποίας με διαβεβαίωνε η φίλη μου.

Ο άνθρωπος αυτός πέθανε μετά από λίγο καιρό, στη Χαριτίνη όμως έμειναν πολλές αναμνήσεις: του έρωτα, των ταξιδιών και, φυσικά, το μεγάλο κέρδος είναι τα ρωσσικά, χάρις στα οποία βελτίωσε τη θέση της στην εταιρεία όπου εργαζόταν.
_____________________
ΣΗΜ. η Χαριτίνη είναι πλασματική περσόνα, όπου μπορεί καθένας να "αναγνωρίσει" ένα πρόσωπο αληθινό, της διπλανής πόρτας που λένε. Δουλεύω πάνω σε αυτό μερικά χρόνια, τώρα τελευταία όμως ξεφυτρώνουν μερικά ωραία στιγμιότυπα.

22 Ιουλ 2020

Ο χρόνος μου

Αλλη μια ήττα στο παθητικό μου. Με νίκησες χρόνε, το παραδέχομαι. Είσαι δυνατώτερος, πως να το κάνουμε; Μέσα στο νεφέλωμα των κουραμπιέδων κρύφτηκα αλλά με βρήκες και με ξετίναξες για τα καλά!

Ούτε τόση δα, λιγουλάκι ζαχαρίτσα δε μ’ άφησες!

Ολα για την πάρτη σου τα θέλεις κι έχεις δίκιο όπως τα βλέπεις τα πράγματα απ’ την κορφή που είσαι βαλμένος. Κι όσο για υλικό, ατέλειωτο είναι. Ολο φρέσκο αίμα να χορταίνει την πείνα σου. Ανθρωποι γεννιούνται καθημερνά, άνθρωποι γερνούν καθημερνά, άνθρωποι χάνονται στη χαοτική σου αγκαλιά. Κι όχι άνθρωποι μονάχα. Χάνονται κι άλλα πολλά. Μαζί με τα υλικά πράγματα, τα ζωντανά και τ’ άψυχα, χάνονται και άϋλα, όπως οι σκέψεις –όσες δεν αποτυπώθηκαν κάπου, σ’ ένα υλικό σώμα, ένα βιβλίο, π.χ. Χάνονται τα συναισθήματα, τα αισθήματα, οι ματιές, οι μυρωδιές, τ’ ακούσματα, τ’ αγγίγματα, τ’ αρώματα και τα χρώματα της ζωής. Χάνονται οι στιγμές κι αντικαθίστανται από άλλες παρόμοιες, εξ ίσου όμορφες, μυρωδάτες ή μελαγχολικές.

«Ο χρόνος θα δείξει» λένε κι έχουν δίκιο. Εσύ δείχνεις πάντα. Δε δείχνεις κάποιο δρόμο ν’ ακολουθήσουμε, δείχνεις μονάχα τη φθορά και το τι θα πρέπει ν’ αποφύγουμε στο μέλλον. Δείχνεις μονάχα τ’ αποτυπώματά σου, το παρελθόν δηλαδή. Τα μελλοντικά σου βήματα τα κρύβεις επιμελώς και λίγες φορές μπορεί κανείς να τα μαντέψει.
_________________
ΣΗΜ. ανεβασμένο στο Sadness.gr

Αλλη μια παραποίηση Larry Cool


Φτάνω πρώτη στο χωριό
Εχοντας αφήσει
Το τσαντάκι με τις ενοχές μου.

“Φύγε!” ένας γέρος με σπρώχνει
Κατρακυλάμε σε μια τσουλήθρα
Φτάνουμε στο σκάμμα
Το μουνί μου γεμίζει άμμο
Πέρα μακριά, ένα πέος γελάει
Ρίχνω ένα δίχτυ και του κόβω το γέλιο
Γεννώντας ένα μωρό.

Το σκοτάδι γεμίζει καπνό
“Ο κόσμος είναι αστείος” κραυγάζω
“Κόσμος είναι οι ενοχές σου;”
Ρωτάει ο γέρος και εμφανίζει το τσαντάκι
Χαρές, θλίψεις, όσα θέλω να ξεχνάω,
Κρέμονται στα ρούχα του.

Γεμίζω με νέες ενοχές
Το άδειο μου κεφάλι βουίζει
Σκαρφαλώνω σε τοίχους σαν αράχνη,
Ενα κόκκινο φλογερό ποτάμι,
Πλημμυρίζει καίγοντας τις πατούσες μου
Εξαφανίζομαι λιωμένη στα Τάρταρα.


Το αυθεντικό ποίημα:

Ἐγκαταλείπω τὴν πόλη τελευταῖος
Παίρνω μόνο,

τὸν σάκκο μὲ τὴ συνείδησή μου.

«Ἀπὸ ’δῶ!» –μιὰ νεαρὴ γυναίκα μὲ τραβᾶ ἀπ’ τὸ χέρι
Ἀνεβαίνουμε μιὰν ἀπότομη σκάλα
Φθάνουμε σ’ ἕνα στενὸ δωμάτιο
Κάθεται πάνω μου γλιστρῶντας μέσα της τὸ πέος μου
Δίπλα μου ἕνα βρέφος ἀρχίζει νὰ κλαίει
Τὸ παίρνει καὶ τὸ θηλάζει,
χωρὶς νὰ διακόψῃ τὴ συνουσία.

Καπνίζω στὸ σκοτάδι
«Ὁ κόσμος καταρρέει» ψιθυρίζω
«Κόσμος εἶναι ἡ συνείδησή σου,»
λέει κι ἀδειάζει τὸν σάκκο μου ἀπ’ τὸ παράθυρο
Φόβοι, ἐπιθυμίες, ἀναμνήσεις μιᾶς ζωῆς,
σκορποῡν στὸν ἄνεμο.

Χωρὶς συνείδηση,
χωρὶς κεφάλι,
τρέχω στοὺς δρόμους χειρονομῶντας παράφορα
Μιὰ βουερὴ γαλάζια φλόγα,
ἐξέρχεται μ’ ὁρμὴ ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ λαιμοῦ μου
Τὸ κούφιο σῶμα μου εἶναι καμίνι διάπυρο.

______________________
ΣΗΜ. ανέβηκε στις 22 Ιουλίου 2018 στο f/b και δεν μπόρεσα να αντισταθώ!

3 Ιουλ 2020

Μη κινείστε.. σηκώνεται σκόνη!

Σκόνη σηκώνεται όταν κινείστε
μη κινηθείτε για να μη σκονιστείτε!

Στο ψυγείο σκόνη, στο κρεββάτι σκόνη,
στον καθρέφτη σκόνη...
Εγώ είναι η σκόνη!

Είμαι η σκόνη που σηκώνεται μεσάνυχτα,
χωρίς αέρα απ' τα κλειστά παραθυρόφυλλα
περνώ κι από τις άδειες χαραμάδες
κι απ' τους αρμούς των πατωμάτων αναδύομαι

Είμαι η σκόνη που απ' τις βρύσες αναβλύζω
και στάζω σκόνη σε παχείς και λείους βώλους
που απ' τα ταβάνια καταρρέω σα βροχή
που τα ντουλάπια με ρουφάνε με απληστία

Είμαι η σκόνη όπου τα σκεύη κλυδωνίζονται
-μια πλέουν στο παχύ μου στρώμα, μια βυθίζονται-
όλες τις ίνες η αφράτη μου ουσία διαποτίζει
όλα τα χρώματα απαλύνει και το μαύρο το ασπρίζει!

Ειμαι η σκόνη που καλύπτω όλα τα έπιπλα
και τα φωτιστικά, τις συσκευές, όλα μα όλα,
και τα φυτά και τις κουρτίνες, τα σκεπάσματα,
σκόνη απαλή, παχιά, βελούδινη και κάτασπρη

Είμαι η σκόνη που δε φέρνει ο αέρας,
που δε διακρίνεται ποτέ στο φως της μέρας
Είμαι η σκόνη του μυαλού και της αγρύπνιας
Λευκή, απαλή, λεπτή, λεία, παιπάλη...
_________________
ΣΗΜ. δεν θυμάμαι πότε ακριβώς γράφτηκε, (γύρω στο 2006 πιθανότατα) πάντως ανέβηκε τραγουδιστά στις 17/11/2014 εδώ: https://www.podomatic.com/podcasts/rodia/episodes/2014-11-17T06_28_47-08_00

2 Ιουλ 2020

η γάτα και το κυπαρίσσι


Μια φορά, ένα κυπαρίσσι άπλωσε τον ίσκιο του και σε λίγο πέρασε μια γάτα και τον μάζεψε κι ύστερα παρακάλαγε τη γάτα να του δώσει τον ίσκιο του πίσω κι εκείνη «μα ούτε έναν ίσκιο δεν αξίζω να έχω από σένα;» παραπονιόταν, αλλά στο τέλος του επέστρεψε τον ίσκιο του και από τότε οι γάτες δεν σκαρφαλώνουν σε κυπαρίσσια.
(1 Ιουλίου 2007)