01.
Το ψυγείο βουΐζει τώρα που γράφω σε αποδείξεις ΑΤΜ ξεχασμένων ευεργετικά στο τσαντάκι μου. Το τεράστιο ψυγείο της μεγάλης μας οικογένειας που σιγά σιγά ξεκληρίζεται, το έχει τώρα μόνη της η μάνα και είναι σχεδόν άδειο.
Θυμάμαι τα κουτάκια με τα φαγητά σα μικρές πυραμίδες να στριμώχνονται στα ράφια του, τα συρτάρια ξέχειλα φρούτα και λαχανικά, η πόρτα να κρέμεται απ’ το βάρος του πλήθους των μπουκαλιών και η κατάψυξη να βαριαναστενάζει κάθε τόσο τιγγαρισμένη στα «πρωτεϊνούχα» κρεατικά και ψαρικά δηλαδή.
Τώρα το ψυγείο βογγάει σε αραιότερα διαστήματα, γι αυτό ξαφνιάζομαι όταν το ακούω. Μέχρι ν’ ακουστεί το επόμενο βογγητό, έχω ξεχάσει τον ήχο του προηγούμενου.
02.
Αν μιλούσαν οι φωτογραφίες...
Κοιτάζω τις φωτογραφίες, τα μικρά βάζα με τα λουλούδια γύρω τους, αγαπημένα φαντάσματα νιότης και ζωής που χάθηκε πια. Τόσο ζωντανές φωτογραφίες όμως! Ετοιμες να μιλήσουν...
03.
Βήχει συνεχώς. Κάθε τόσο τρέχω κοντά της. Δε θέλει βοήθεια. Στέκω όμως δίπλα, σε κατάσταση συναγερμού όλες οι αισθήσεις. Ξαναβήχει. Τώρα σταμάτησε για λίγο. Πάω στην κουζίνα, ανοίγω το τζαμάκι της πόρτας και ακουμπώντας το μέτωπό μου στην κρύα προστατευτική σιδεριά καπνίζω ένοχα ένα τσιγάρο με απλωμένο το δεξί χέρι στην πρόταση μακριά, έξω απ’ τη σιδεριά, για να φεύγει ο βρώμικος καπνός.
Εχει μπει απο νωρίς μια πεταλούδα της νύχτας στο σπίτι. Τώρα έχει κατασκηνώσει με τα φτερά ανοιγμένα στο πρέκι της πόρτας της μάνας.
Να σημαίνει κάτι άραγε αυτό; Δεν τη διώχνω. Μπορεί να ήρθε για να ενισχύσει το νυχτέρι μου. Αχ, μάνα, πόσο υποφέρεις!
04.
Βολεύτηκα στην πολυθρόνα με μια καρέκλα προέκταση για τα πόδια, πήρα κι ένα μικρό πάπλωμα και τυλίχτηκα. Βρίσκομαι στο χωλ έτσι άβολα μισοξαπλωμένη, να παρασταθώ στον ύπνο της μάνας μου, όσο μπορεί να κοιμάται και να ξυπνάει μετά.
Την ακούω που βήχει σποραδικά και κάτι σπάει μέσα μου. Υποφέρω, αλλά αυτό δεν την ανακουφίζει, έτσι δεν το δείχνω. Της μιλάω για διάφορα αγαπημένα θέματα πριν την πάρει ο ύπνος κι όταν κοιμηθεί, κλείνω το φως και πάω στο χωλ. Φυλάω σκοπιά, εχθρός να μη πλησιάσει.
Εκείνη πονάει και βήχει και βογγάει. Τώρα το βράδυ όμως, που στέκω άγρυπνη έξω απ’ το δωμάτιό της, ησυχάζει σαν πουλάκι. Αυτό μου αρέσει πολύ. Της είμαι χρήσιμη επιτέλους.
05.
Οι θόρυβοι της νύχτας, που την ημέρα είναι ανύπαρκτοι, το περιοδικό βουητό του ψυγείου, ο σταθερός ήχος του ρολογιού, το τρίξιμο των δρύϊνων πατωμάτων, κάποιοι ανεπαίσθητοι ήχοι σα να σκάει μακριά μια φουσκίτσα, αυτοί οι θόρυβοι, πολύ με γοητεύουν. Με κάνουν να αισθάνομαι υγιής, τουλάχιστον ως προς την ακοή!
Η μάνα όμως δεν ακούει καλά. Η ακοή της έχει αμβλυνθεί πολύ, πήρε ακουστικά για την τηλεόραση, έχει και ακουστικό με μπαταρίες στο συρτάρι της για κάθε ενδεχόμενο. Τη ζαλίζουν πολύ όμως και τα χρησιμοποιεί σπάνια.
Είναι η ίδια μάνα που έτρεχε με το παραμικρό «τσακ» που γινόταν στα δωμάτιά μας, που αφουγκραζόταν την αναπνοή μας στα δέκα μέτρα. Πόσο θα υποφέρει τώρα!
06.
Πριν απο λίγο έκλεισα το παντζούρι του χωλ. Δεν έχει σκεβρώσει καθόλου. Τέτοιο καλό ξύλο. Σαρανταέξι χρόνια κιόλας έκλεισε το σπίτι, τα παντζούρια του μένουν αθάνατα, που λένε, με καλή συντήρηση πάντα. Ξύσιμο, βάψιμο, λάδωμα μεντεσέδες.
Θυμάμαι μόλις σκοτείνιαζε που γυρνούσε ο πατέρας σε όλα τα δωμάτια για να κλείσει τα «σκούρα» όπως τα λέγαμε τότε. Σιγά σιγά η λέξη «παντζούρι» έκανε εισβολή στο λεξιλόγιό μας, επικράτησε κι έμεινε μόνη της, επειδή μάλλον έτσι τα έλεγαν οι αθηναίοι συμμαθητές μας, με σμυρνέϊκη καταγωγή.
Οταν ψηλώσαμε αρκετά για να φτάνουμε να τα κλείσουμε, ακούγαμε την εντολή: «Παιδιά, κλείστε τα σκούρα»!
Τώρα που το γράφω, ηχεί στ' αφτιά μου.
07.
Γράφω στο τραπέζι της κουζίνας, πεντακάθαρο με ελαφρύ τραπεζομάντηλο σε χρώμα μπεζ, ένα καρρώ μπεζ με σχέδια, πολύ μεγάλες διασταυρούμενες γραμμές καφετιές και το φόντο ανοιχτόχρωμο.
Θυμάμαι τις φορές τις άπειρες, που καθόμαστε στην αρχή πέντε, μετά έξι, αργότερα εφτά, μέχρι που φτάσαμε τους έντεκα πολύ στενούς συγγενείς -γονείς, παιδιά, εγγόνια.
Σιγά σιγά το αυγάτισμα έγινε μείωση, αρχίσαμε να φεύγουμε απ’ το τραπέζι και κατόπιν κι απο τη ζωή. Ενας ένας, δυο δυο. Τώρα η μάνα κάθεται τις καθημερινές μονάχη στο τραπέζι παρέα με τα φαντάσματα.
08.
Ξαναβλέπω το ντουλάπι της κουζίνας, κάτασπρο λαδομπογιατισμένο με κόκκινα πόμολλα στρογγυλά σαν ρωγοβύζια ορθόστητα. Γεμάτο το ντουλάπι με πιατικά και τρόφιμα, κατακόκκινo κι απο μέσα βαμμένο με μια βαφή απαλή, σατινέ, δίνει την εντύπωση μεγάλων οισοφάγων ή μιας τεράστιας μήτρας, ενός γυναικείου κόλπου βελούδινου και ολοπόρφυρου, έτοιμου να καταβροχθίσει ηδονικά όποιον αγγίξει το ρωγοβύζι του κατάλευκου κορμιού της.
09.
Σαν το φάντασμα βγαίνω τις νύχτες στον κήπο.
Ενα αλύχτισμα μακρυνό, κάποιο μωρό κλαίει παραδίπλα, οι πασχαλιές ευωδιάζουν, οι λεμονανθοί, τα τριαντάφυλλα, ο δυόσμος, η αρμπαρόρριζα, το χαμομήλι.
Μεθάω με τ’ αρώματα, μεθώ με τη σιωπή που είναι πηχτή και την κόβουν σαν με το μαχαίρι τα κλάμματα του μωρού, το μακρυνό αλύχτισμα, ένα σφύριγμα ερωτευμένου συζύγου σε κάποιο μπαλκόνι.
Οταν φυσάει κι όταν χειμωνιάζει, ο κήπος είναι πιο σκοτεινός. Η σιωπή του σκίζεται απο το θρόϊσμα των φύλλων της δάφνης και της νεραντζιάς. Η λεμονιά μόλις που ακούγεται, προφυλαγμένη στη γωνία.
10.
Ο κήπος έγινε πηγάδι
Πόσο μίκρυνε ο ουρανός πάνω απ’ τον κήπο!
Παλιά τ' αστέρια απλώνονταν στον ορίζοντα του βλέμματος.
Σήμερα, ο κήπος έγινε πηγάδι.
Ο κήπος έγινε πηγάδι
Βάθυνε ανάμεσα στις πολυκατοικίες
Ο κήπος μας ο ανθισμένος
Το καμάρι της γειτονιάς
Πνίγηκε στο τσιμέντο
Χαμήλωσε τόσο
Που ο ουρανός μίκρυνε
Κι ούτε άστρο ούτε φεγγάρι
Μόνο κάτι σύννεφα περνούν
Σκιάζοντας λίγο ακόμη
Προσθέτοντας σκιά
Στον ανθισμένο πάτο
Του πηγαδιού
Που έγινε ο κήπος μας.
2 σχόλια:
Βλαμμένη νύχτα μανούλα, όσο όμορφα κι αν την γράψεις. Κοιμήσου. Αύριο θα είμαστε καλά.
Καληνύχτα.
Κάποτε, αργά ή γρήγορα, κάνουμε όλοι απολογισμούς και διαπιστώνουμε πόσα πράγματα δεν είχαμε προσέξει.
Και καλύτερα να γίνονται οι απολογισμοί στη φυσιολογική βιολογική σειρά, παρά να τους κάνουν μεγαλύτεροι για μας.
:-*
Δημοσίευση σχολίου