Εσφιγγε το ταληράκι στη χούφτα του, η τσέπη του είχε μιά τρυπούλα, το ταληράκι θα ξέφευγε κι αλλοίμονό του. Δε μπορούσε να γελάσει τη μάνα. Μέσ' στο μυαλουδάκι του έκανε συνέχεια το λογαριασμό, κι όσο πληθαίναν οι πονετικοί περαστικοί, τόσο μπερδευότανε με τα νούμερα. Πότε πιά θά 'ρθει η μάνα, να της δώσει τον παρά και να γυρίσουνε στο καλυβάκι; Κουράστηκε να λογαριάζει, πεινούσε κιόλας. Στο πόστο του κολλημένο τ' αγοράκι, το πεντάχρονο. Να μην του το πάρει κανένα ξένο παιδί, κανένα Αλβανάκι. Αυτός είναι Ελληνόπουλο, καμάρι του.
Γράμματα θα μάθαινε του χρόνου, μα τα λεφτά τά 'ξερε καλά. Το κατοστάρικο το κόκκινο, το χάρτινο, και το χρυσό το κατοστάρι, το πενηντάρι πού 'τανε πιό μουντό, το εικοσάρικο, το δεκάρικο και το ταληράκι, που τ' αγάπαγε πιότερο γιατί ήτανε κι αυτό μικρό - μικρό κι είχε πέντε δραχμούλες, όσα τα χρονάκια του.
Ολο σκούπιζε τη μύξα με την παλάμη ανάστροφη, πριν την απλώσει για το ζήτα - ζήτα: «Δώσε, καλέ κυρία, στ' ορφανό» και «Δώσε, χτες ήρθαμ' απ' τον Πόντον» και «Δώσε καλέ, να συχωρεθούν τα πεθαμένα». Τα δυό πρώτα τα καταλάβαινε, το τρίτο που τού 'μαθε προχτές η μάνα κι ήτανε σα θαυματουργό για τις γριές, που σαν τ' άκουγαν άνοιγαν στα γλήγορα τις πορτοφόλες τους, δε μπορούσε να το νιώσει: «Και πώς να συχωρεθούνε, αφού είναι πιά πεθαμένα; Ή μήπως δεν είχαν ακόμα καλοπεθάνει;» σκεφτόταν άμα τού 'μενε καιρός.
Περνάγανε τ' αυτοκίνητα σα σίφουνες, παρακάτω στο φανάρι την είχανε στημένη κάτι μεγαλύτερα αλάνια και καθάριζαν τις τζαμαρίες μπροστά στον οδηγό. Αμα κράταγε το φανάρι, καλά. Αμα όμως έλαμπε το πράσινο, πήγαινε τζάμπα το καθάρισμα. Πάντως ήτανε καλύτερο πόστο απ' το δικό του, μα η μάνα δεν τον άφηνε γιατί ήτανε, λέει, μικρός και μπορούσανε να τον πατήσουνε τ' αυτοκίνητα. «Και πώς να με πατήσουνε, σάματις έχουνε πόδια, ή μήπως ξετρυπάνε και βγαίνουν από κάτω τίποτε θεόρατες πατούσες, άμα κυαλάρουν κανα μικρό παιδάκι;» Τέτοια σκεφτότανε κι η ώρα περνούσε, κι η λόρδα έκοβε τ' αντεράκι του, κι η μύξα έτρεχε καθώς έτρεχαν και τα ποδαράκια του πέρα - δώθε, κι άρπαζαν τα χεράκια παρακαλετά τό 'να τ' άλλο κι ενώνονταν σ' ένα σύμπλεγμα σπαραχτικής ικεσίας: «Δώσε, καλέ κυρία, στ' ορφανό» και πάλι «Δώσε....» και «Δώσε....»
Επιασε ντάλα μεσημέρι και το κεφαλάκι του έβραζε κάτω απ' τ' άλουστα σγουρά του, ξεκίνησε κι η δίψα ντουέττο με την πείνα και πάνω που φάνηκε το δάκρυ να πλησιάζει τη μύξα, φάνηκε κι η μάνα στην απέναντι γωνία. Λαχτάρησε η ψυχούλα του, «Μάνα» φώναξε, «στο φύλαξα το ταληράκι!» κι έτρεξε πετώντας να την ανταμώσει.
Τ' αλάνια στο φανάρι παραμέρισαν μπροστά στην πράσινη λάμψη, κάτι ακούστηκε να στριγγλίζει, η μάνα ήταν ή τα φρένα του ταξιτζή, κανείς δεν το πρόσεξε. Μέσ' στη φούρια και στο ξαφνικό, ένα περιστεράκι πέταξε μαζί με την ψυχούλα, που συνέχισε να φτερουγίζει με λαχτάρα αφήνοντας το κορμάκι νεκρό, στην άσφαλτο, να κρατάει σφιχτά στη χουφτίτσα του το ταληράκι.
___________________
ΣΗΜ. Το διήγημα πρωτοαναρτήθηκε πριν μερικά χρόνια στον Ιστρο
2 σχόλια:
...oποιος διαβασε ''το ταληρακι'' και δεν συγκινηθηκε(εστω λιγο),καλο ειναι να ψαξει βαθια μεσα του στην τσεπη της καρδιας του,μπας και βρει το δικο του ταληρακι που το'χασε...
Νικόλα, η εικόνα είναι αληθινή. Είχα δει αυτό το παιδάκι φευγαλέα, μέσα απο το παράθυρο του τρόλλεϊ, ένα μικρό κοριτσάκι να τρέχει σε μια νησίδα πότε προς τα δεξιά και πότε προς τ' αριστερά, να ζητιανεύει. Ηταν δεν ήταν 4 χρονών. Ελπίζω να μη του συνέβη κάτι κακό.. όμως, στη φαντασία μου, το μέγεθος του κινδύνου που διέτρεχε σκάρωσε αυτό το διηγηματάκι...
Δημοσίευση σχολίου