21 Δεκ 2005

Χριστουγεννιάτικες μέρες







Μισομπρουμυτισμένος στο χαλί σκαλίζει το σωρό από χαρτάκια που κείτονται στην άκρη του, κοντά στο πόδι του τραπεζιού, εδώ και κάτι μέρες μαζεύοντας σκόνη. Πιάνει στ’ ακροδάχτυλα του αριστερού του χεριού ένα ένα τα χαρτάκια, τα σηκώνει και τα κοιτάζει προσεχτικά στο φως, αφού τινάξει απαλά τη σκόνη από πάνω τους. Μετά τ’ απιθώνει σε κάποιον απ’ τους μικρότερους σωρούς, που σχηματίζονται σιγά σιγά γύρω-γύρω, ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Μερικά, τά βάζει σε μια γαλάζια νάϋλον σακκουλίτσα για να τα πετάξει, μάλλον αύριο, αφού τα επανεξετάσει.

Άλλα απ’ αυτά είναι παλιοί λογαριασμοί -πόσο νερό, πόσο ηλεκτρικό, πόσο τηλέφωνο!- θ’ αγόραζε σπίτι αν έκανε λιγάκι οικονομία τόσα χρόνια! Αποδείξεις κρασοκατανύξεων με φίλους, αποδείξεις ειδών ρουχισμού -από πότε είχε ν’ αγοράσει ρούχα; Ούτε που θυμάται, τα χαρτάκια όμως του το θυμίζουν με τις τυπωμένες ημερομηνίες τους. Χαρτάκια με αριθμούς τηλεφώνων, πρόχειρα σημειωμένοι χωρίς ένα όνομα πάνω -πώς να θυμηθεί σε ποιόν ανήκουν; Κι άλλα χαρτάκια με κάποιο στίχο, που πάλι δε θυμάται αν τον είχε ακούσει ή διαβάσει ή αποτελούσε μια έμπνευση της στιγμής. Επισκεπτήρια αγνώστων αλλά και ξεχασμένων γνωστών, που κάποτε έκανε στενή παρέα μαζί τους. Διαφημιστικές κάρτες υδραυλικών, ηλεκτρολόγων, γιατρών, σκουπιδιάρηδων -«αδειάζονται αποθήκες»- γραφείων μεταφορών. Κι άλλες κάρτες ευχετήριες -«Καλά Χριστούγεννα», «Καλό Πάσχα»- από φίλους, με όμορφες ζωγραφιές ή φωτογραφίες από εξωτικά μέρη. Μερικές είναι χειροποίητες, απόδειξη αληθινής αγάπης κι ενδιαφέροντος για το άτομό του.

Ντανιάζει με τάξη τις κάρτες σε στοίβες, λογαριάζει να κορνιζάρει μερικές απ’ αυτές σε μικρά καδράκια. Τώρα που οι περισσότεροι φίλοι του έχουν πάρει την άγουσα μετά την «αρρώστια» του και φοβούνται μια οποιαδήποτε επανασύνδεση μαζί του, οι κάρτες τους παραμένουν οι αδιάψευστοι μάρτυρες ενός ξένοιαστου και χαρούμενου παρελθόντος.
Ανάμεσα στα πολύχρωμα χαρτάκια ανακαλύπτει που και που και μερικές φωτογραφίες. Να, όπως αυτή με το αυτοκίνητο που είχε φέρει απ’ το Παρίσι και δεν πρόλαβε να το χαρεί γιατί το πούλησε πάνω στη βδομάδα. Δεν είχε σκεφτεί τη συντήρηση, την ασφάλεια και την εφορία, όταν, παραζαλισμένος απ’ την ομορφιά του, τό ’χε αγοράσει πριν τριαντατόσα χρόνια. Τί λεπτός και κομψός που ήταν τότε, πλάϊ στο μοντέλλο με τα έξυπνα φινιρίσματα! Και τώρα διατηρεί τη φόρμα του, τότε όμως δε χρειαζόταν να κάνει κανένα κόπο για να διατηρείται κομψός και περιποιημένος. Αρκούσε ένα καλό κούρεμα κι ένα μπάνιο για να δείχνει σφριγηλός -ήταν πολύ καλοφτιαγμένος ο άτιμος!- χαμογελά κάτω απ’ τ’ ανύπαρκτα μουστάκια του.

Να και η Ζακλίν! Με το στενό λιλά πουλοβεράκι της και το παρδαλό φουλάρι που της στόλιζε τον αδύνατο λαιμό. Ποτέ δεν είχε ντυθεί με γούστο αυτή η κοπέλλα, αυτή ήταν η κύρια αιτία που είχε διακόψει το δεσμό μαζί της. Γαλλίδες και έμφυτη κομψότητα, ένας μύθος ακόμα… Μαγείρευε όμως καταπληκτικά, όταν ήθελε βέβαια, όχι συχνά, αλλά στις συγκεντρώσεις με τους συναδέλφους τον έβγαζε πάντα ασπροπρόσωπο.
Γιατί έφυγε απ’ τη Ζακλίν και απ’ το Παρίσι, δε μπορεί να το εξηγήσει. Ούτε και τότε που, με το καινούργιο του αυτοκίνητο της μιας εβδομάδας, αριβάρησε στην Αθήνα είχε μπορέσει να το εξηγήσει. Κάτι ανεπαίσθητο και αδιόρατο, κάτι σαν άϋλος μαγνήτης, τον είχε τραβήξει προς την πόλη όπου γεννήθηκε, προς τη γειτονιά όπου μεγάλωσε, προς τη μιζέρια, προς την «αρρώστια», προς την τελική του πτώση.

Τώρα είναι μόνος, μπρούμυτα στο κόκκινο μάλλινο παχύ χαλί του, να κοιτάζει με καινούργιο μάτι το παρελθόν και να μετανοιώνει για τη σκόνη που άφησε να το καλύψει. Τώρα δεν του μένει τίποτ’ άλλο απ’ το να ξεχωρίζει τα χαρτάκια με τις αποδείξεις, τους λογαριασμούς, τα επισκεπτήρια, τις κάρτες, τις φωτογραφίες. Τώρα, αυτή τη στιγμή, δεν έχει να σκεφτεί άλλο απ’ το φαγητό, που ετοιμάζει ο ίδιος, και το πλυντήριο που πλένει μόνο του. Τώρα, είναι αυτός κι ο εαυτός του, δύο σε ένα, όπως λέει η διαφήμιση. Τώρα βράδιασε πια, πιάστηκε τόση ώρα μπρούμυτα. Ανακατεύει ξανά όλα τα χαρτάκια σ’ ένα μεγάλο σωρό, σηκώνεται με κόπο και προχωρεί προς την κουζίνα. Αύριο πάλι...

3 σχόλια:

Νicola Beerman είπε...

''τα χρονια φευγουν θες δεν θες
σαν των ματιων σου τις βαφες...''
(αν καταλαβα σωστα)
Υπαρχουν ανθρωποι που τους χαιρεσαι οταν γερνανε και υπαρχουν κι αλλοι που γερνανε προωρα και 'πεθαινουν'πριν επελθει ο βιολογικος θανατος.Ας προσπαθησουμε να'μαστε στη δευτερη κατηγορια(το λεω εγω ο κατεξοχην πεσιμιστης)

Νicola Beerman είπε...

διορθωνω το προηγουμενο ποστ.Ας προσπαθησουμε να'μαστε στην πρωτη κατηγορια(το λεω εγω ο κατεξοχην πεσσιμιστης)

Rodia είπε...

Για τη Β' κατηγορία δε χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια. Μερικοί γεννιούνται έτσι!;-)
Καλά.. απο πεσσιμισμό σκίζεις!
(δε με πείθεις, ε)

Το διήγημα όμως υπονοεί και κάποια πνευματική ασθένεια... Αυτούς τους ανθρώπους που έχουμε απομονώσει ιδίως κάθε τέτοιες μέρες.