- Θα πάρει καναδυό ωρίτσες να το σενιάρω κερία...
- Μεγάλη η βλάβη, ε; ωχ.. και τι θα...
- Και τι θα κάνεις μέχρι να τελειώσω; Ε, πενήντα μέτρα πιο πέρα εχει ένα μαγαζί... Κάτσε κει να φας και τίποτα κι άμα τελειώσω θα στο φέρω.
- Ετσι, ε;
- Ετσι.
- Και πόσο θα...
- Πόσο θα κοστίσει; Μη σκας, κερία, θα τα βρούμε!
Μετά από αυτή τη σύντομη στιχομυθία, δεν είχα να κάνω κάτι καλύτερο από το να περπατήσω τα πενήντα μέτρα, για να βρω το μαγαζί. Τα μέτρα δεν ήταν ακριβώς πενήντα, μάλλον προς το πέντε φορές πενήντα το πήγαιναν, αλλά το μαγαζί ήταν πράγματι μαγαζί, ένα από αυτά τα παλιά ξεχασμένα μαγαζιά που πουλάνε τα πάντα και συνάμα είναι και καφενεία και ταβέρνες και ουζερί. Στο χωριό-χωρίς-όνομα, όπου είχε διαλέξει να με εγκαταλείψει το σαραβαλάκι μου, δεν περίμενα να βρω κάτι διαφορετικό. Δε λες που ήμουν τυχερή και η βλάβη εκδηλώθηκε σχεδόν μπροστά στο συνεργείο; Λέω. Ημουν πράγματι τυχερή -μέσα στην ατυχία μου, φυσικά!
Φτάνω στο μαγαζί κι απλώνομαι και στις τέσσερις καρέκλες που βρίσκω -χέρια, πόδια, τσάντα- και σε λίγο φανερώνεται μπροστά μου ένας μπάρμπας με τσιμπούκι και κασκέτο, ολόιδιος με το περίφημο πορτρέτο του καπετάνιου, που στολίζει όλα σχεδόν τα κορνιζάδικα.
- Ε, κοπελιά, πώς κι απ' τα μέρη μας; ρωτά ο μπάρμπας και η βαθειά τραγανιστή φωνή του με ξαφνιάζει ευχάριστα.
- Επαθε βλάβη το αυτοκίνητο... ψελλίζω.
- Ε, κι αν έπαθε, θα διορθωθεί! Να σε ψήσω καφέ; Πεινάς; Να σε φέρω λίγη πίττα; Θες κάνα κοψίδι; συνεχίζει να ρωτά απανωτά.
- Ενα καφεδάκι πρώτα και βλέπουμε...
- Και σαν τί να ιδούμε που δεν τό 'χουμε ειδωμένο... μουρμουράει ο μπάρμπας, μπαίνει στο μαγαζί και δεν αργεί να βγει με ένα δίσκο: καφές και πίττα το μενού. Αλλά, τί καφές! Και τί πίττα!
Κάθεται στη καρέκλα απέναντί μου, τραβώντας τη μαλακά, και με χαζεύει να τρώω και να ρουφάω ηδονικά το μαύρο καϊμακλίδικο ζουμί.
- Τη πίττα, εσύ τη φτιάχνεις μπάρμπα;
- Οχι, η κερά μου, η Λιούμπω! απαντάει περήφανα.
- Και πού είναι τώρα η κερά; ρωτάω για να πω κάτι.
- Στα πρόβατα.
- Εχεις και πρόβατα λοιπόν...
- Ε, και ποιος δεν έχει; Από τα πρόβατα ζούμε όλοι εδώ... Το μαγαζί είναι για εξυπηρέτηση.. ίσα ίσα τα έξοδά του βγάζει.. μη νομίζεις...
Δεν νομίζω τίποτα. Δεν έχω σκοπό να μπλεχτώ με ονειροφαντασίες και υποθέσεις. Βρίσκομαι εδώ για να περιμένω να σιαχτεί το όχημα. Τίποτε περισσότερο. Ο μπάρμπας όμως συνεχίζει, σαν να έχει πολύ καιρό να μιλήσει σε άνθρωπο ή σαν να θέλει να λύσει απορίες που νομίζει ότι έχω.
- Εγώ, που λές, τυχαία βρέθηκα εδώ πάνω στα κατσικοπρόβατα. Και τί δουλειά είχα να βρεθώ, λες;
Δεν λέω τίποτα και δεν θέλω να μάθω τίποτα, αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι να σιαχτεί σύντομα το σαραβαλάκι, να φύγω από αυτό τον τόπο του πουθενά, αλλά ο μπάρμπας έχει γυρίσει τη μανιβέλα των αναμνήσεων κι έχει βάλει πλώρη στα γερά προς τα πίσω.
- Ταξίδευα στα καράβια, που λες, θερμαστής. Σκληρή δουλειά, πιο σκληρή δε γίνεται. Ψήσιμο κανονικό, αλλά έτσι ήτανε τότε, έτσι δούλευαν τα καράβια, με ατμό και χωρίς κάρβουνο ατμός δε γινότανε. Αλλα χρόνια, άλλη ζωή -μαύρη σαν το κάρβουνο!
- Και μετά, πώς... είπα έτσι, για να πω κάτι, να δείξω πως παρακολουθώ.
- Και μετά, μια μέρα των ημερών, αρραβωνιάστηκε ο Βασιλάκης, ο κολλητός μου. Ο Βασιλάκης μαζί μου στο καράβι κι η αρρεβωνιάρα στο χωριό του! Ε, έτσι γινόσαντε τότε πολλοί αρρεβώνες με ναυτικούς. Εδεναν τη κοπέλα κι άμα γυρνάγανε με το καλό, τη παντρευόσαντε. Αλλοι καιροί βλέπεις...
- Και; ρώτησα με ειλικρινή περιέργεια, μια και μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον.
- Και ο Βασιλάκης μου ζήτησε να γενώ κουμπάρος, κι έτσι βρέθηκα εδώ πάνω και είδα πως υπάρχουνε κι άλλα τόπια, άλλα μέρη, πώς το λέτε, και ρίζωσα και δεν ξαναματαταξίδεψα στους χάρους με τα κάρβουνα!
- Τόσο απλά! Κι ο Βασιλάκης τι έγινε;
- Α, ο Βασιλάκης έφερε τρακτέρια απέξω για το όργωμα, έσιαξε και συνεργείο για τα τρακτέρια, έβγαλε παράδες, μια μέρα όμως τόνε πάτησε ένα τρακτέρι και πάει, πέθανε. Το συνεργείο το δουλεύει τώρα ο γιος του, αυτός που σ' έστειλε εδώ -από το συνεργείο δεν ήρθες;- και θέλει να φύγει, να πάει στα καράβια αυτός τώρα, που δεν έχει δει θάλασσα ούτε στον ύπνο του!
- Πώς δεν έχω δει! Αυτήναν ονειρεύομαι κάθε βράδυ! ακούστηκε η βαρειά φωνή του νέου απ’ το συνεργείο, που είχε φτάσει αθόρυβα με το σαραβαλάκι έξω απο το μαγαζί, προσθέτοντας: «Ετοιμο το αμάξι σου κερία!»
- Α, ρε άτιμο ζωντανό, το φύλαες να ακούσεις τη κουβέντα μου! λέει ο μπάρμπας και σκάει στα γέλια. Γελάω και 'γώ παρασυρμένη, η συγκυρία ήταν πράγματι για γέλια.
- Είναι φορές που η τύχη παίζει κάτι παιχνίδια... αρχίζω να λέω, αλλά η φωνή του μπάρμπα με κόβει απότομα.
- Ναι, κάτι παιχνίδια, που δεν φαίνονται σαν παιχνίδια. Είναι σαν σχέδιο επί χάρτου, πώς το λένε αυτό, σαν να είναι όλα σχεδιασμένα με όλες τις λεπτομέρειες. Σαν να φτιάνεις πίττα και να μη ξεχνάς κανένα υλικό απ' τη συνταγή, όπως κάνει η Λιούμπω που όλο και ξεχνάει κάτι τις... Για πες, τι έλειπε από τη πίττα πού 'φαγες;
- Εγώ; Τι να πω; Ωραιότερη πίττα δεν έχω φάει μέχρι σήμερα! Δεν έλειπε τίποτα!
- Ετσι λες, ε; Ελειπε λίγος δυόσμος, αυτό έλειπε! Σαν να το κάνει επίτηδες, που ξέρει ότι μ' αρέσει.
- Βάζουνε δυόσμο στις πίττες;
- Γίνεται πίττα χωρίς δυόσμο; Αυτό είναι το ρώτημα, απάντησε κλείνοντας το μάτι και προσθέτοντας: «Ο δυόσμος στο σχέδιο της τύχης το σημερνό, είσαι εσύ κερία μου!»
- Εγώ; Δυόσμος; Δεν καταλαβαίνω...
- Θα καταλάβεις στο δρόμο. Αντε, μπέκα στο αμάξι, έπιασε να ψιχαλίζει κιόλας.
Με έσπρωξε απαλά στη θέση του συνοδηγού, δίνοντάς μου ένα κουτί χάρτινο που μοσχομύριζε πίττα και κοψίδια -πότε πρόλαβε κιόλας να τα ψήσει; Ο γιος του Βασιλάκη έβαλε μπρος και σε λίγο βγήκαμε από το χωριό. Εριξα μια ματιά πίσω και είδα τη ταμπέλα με το όνομά του: «Τυχερό» το λέγαν. Η ψιχάλα δεν άργησε να γίνει κατακλυσμός και πολύ μου άρεσε που δεν οδηγούσα το σαραβαλάκι. Δεν διέθετα την επιδεξιότητα του νεαρού να παίρνει άνετα τις κλειστές σαν φουρκέτες στροφές στον κατήφορο.
- Και πώς θα γυρίσεις στο χωριό σου;
- Δεν θα γυρίσω!
- Και τι σου χρωστάω για την επισκευή;
- Τίποτα. Θα πατσίσουμε μόλις κατέβω στο πρώτο λιμάνι που θα βρεθεί στο δρόμο μας.
Εχουν περάσει καμμιά εικοσαριά χρόνια από τότε που χάλασε το παλιό μου αμάξι στο Τυχερό. Αλληλογραφούμε ταχτικά με το Γιωργή, που έγινε καραβομάγειρας, έγινα και κουμπάρα του όταν παντρεύτηκε μια κοπέλα ξένη, στο Ρόττερνταμ, του βάφτισα και το πρώτο αγόρι Βασιλάκη. Στο Τυχερό δεν ξαναπήγα. Δεν θέλησα να προκαλέσω άλλη μια φορά την Τύχη. Α! στις πίττες δεν ξεχνώ ποτέ να προσθέτω και λιγάκι δυόσμο...
1 Σεπ 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Πανέμορφο,έχω ζήσει τέτοιες στιγμές πολλές και διαβάζοντάς το ήταν σαν να τις ξαναζούσα. Πηγαία διήγηση και οι λέξεις και ο τρόπος. Έτσι είμαστε στα χωριά, ενθουσιάστηκα μπράβο σου.
Ευχαριστω :)
Με ενθαρρύνει το σχόλιό σου.
Yπάρχει μια παλιά τέχνη που επανέρχεται ως καινούργια. ΄Εχει αυτή τη στιγμή καμια δεκαπενταριά στην Ελλάδα. Είναι η αφήγηση. Τό έχουν περιορίσει σε παραμύθια. ΄Ομως η αφήγηση είναι τέχνη για κάθε στιγμή τις ζωής . Ο κόσμος θέλγεται με τις ιστορίες. Στα αγγλικά ο όρος καθιερώθηκε ως story telling και χρησιμοποιείτε από πολιτικούς γίνονται και φεστιβάλ. ΄Ομως θα πρέπει να συνδυάσεις αυτό που μπορείς.Η κάθε ιστορία δεν είναι απλά αφήγηση ή παραμύθι είναι στην ουσία του μύθος. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του κάτι μυθικό είναι αυτό που είναι κοινό στη συνείδηση ενός λαού. Ο τρόπος της αφήγησης είναι αυτή η σύνδεση με τον "κοινό" μύθο.
Προσπαθώ να κανω κατι στις εκπομπες μου στο www.radiobubble.gr αλλα ακομα εχω πολύ δρομο..
Ειναι διαφορετικη η διηγηση προσωπο με προσωπο (οπου τα καταφερνω σχετικα καλουτσικα) απο τη διηγηση μπροστα στο μικροφωνο.
Δεν το ηξερα πως υπαρχει σχετικος όρος στα αγγλικα! Ευχαριστω. :)
Ωραία ιστορία !
Δημοσίευση σχολίου