11 Φεβ 2006

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ή Η ΠΛΥΣΗ

Αύριο θα ξημέρων' η μέρα της πλύσης κι ο μικρούλης Οδυσσέας έπεσε από νωρίς να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει το πρωί με τον κόκκορα, να κατέβει με τη μάνα στο ποτάμι. Αντε και ξημέρωσ' επί τέλους τούτη η μέρα, που όλα επιτρέπονταν. Και βόλτα πήγαινε μεγάλη, και ξάπλωνε στο χορτάρι, και μαμούνια μάζευε, και πεταλούδες κυνηγούσε, όλα. Κι ούτε δουλειές, ούτε μαλλώματα.
Η μάνα μάζεψε γρήγορα σ' ένα μεγάλο μπόγο τα ρούχα και τα πανιά όλα, τά 'δεσε και τα τοποθέτησε με προσοχή πάνω στο κεφάλι της, στο χαμηλό φεσάκι, πάν' απ' την κίτρινη μαντήλα με τα σχέδια τα μαύρα, κι ο 'Δυσσέας από κοντά, κρεμασμένος απ' τη φαρδειά φουστάνα. Στον ώμο, με το σκοινί περασμένο χιαστί, κρέμονταν το ταγάρι με το προσφάγι, λίγο ψωμί, τυρί, ελιές και κρεμμύδι κι η τσίγκινη κούπα για το νερό.

Ετσι κίνησαν κι εκείνο το πρωϊνό, ο μικρός Οδυσσέας με τη μάνα του για το ποτάμι. Ητανε παράξενη η μάνα, μα την αλήθεια, έτσι που φούσκωνε η κοιλιά της και, με τον τεράστιο μπόγο στο κεφάλι, έμοιαζε με δυό καρβέλια κολλημένα τό 'να πάν' στ' άλλο, που περπάταγαν, τσούλαγαν αργά και προσεκτικά. Εσκασε στα γέλια, σαν τού 'ρθ' η σκέψη ετούτη. «Τι γελάς ορέ 'Δυσσέα;» «Γελάω που φούσκωσες και το κεφάλι σ', δε σ' έφταν' η κοιλιά σ' η φουσκουμέν!» απάντησε το παιδάκι και γέλασε κι η μάνα: «Αμ' δε, που θάν' φουσκουμέν' για πουλύ ακόμα! Σήμερ' αύριο, θα τό 'χεις τ' αδέρφι σου, 'Δυσσέα μ'.»

Και πώς το περίμενε τούτο τ' αδέρφι ο μικρός, να παίζει μαζί του, να κάνει πέρα τ' άλλα παιδιά που τον πειράζανε, νά 'χει κι αυτός εν' αδερφό, να τους νικάνε όλους. Με τις παλληκαριές που φανταζόταν να κάνει με τον αδερφό του, δεν κατάλαβε για πότε φτάσανε στο ποτάμι, για πότε κατέβασ' η μάνα το μπόγο, για πότε τέλειωσε η πλύση. «Αντε, ν' απλώσεις τα τσ'ράπια εσύ και μετά να κολατσίσουμε» τού 'πε η μάνα, π' αρχίνησε ν' απλώνει τα μεγάλα πανιά και τα μεσοφόρια και τα πουκάμισα πάν' στα σκίνα.

Απλωνε τό 'να κι έπιανε μετά τη μέση της, από πίσω, και κοίταζε ψηλά, κι άντε πάλι και πάλι το ίδιο. «Τί έχ'ς μάνα;» έτρεξε το μικρό κοντά της. «Αντε, παιδάκι μ' στου Τάσου, να ζητήξεις το γαϊδούρ' γιατ' έχουμι πουλλά ρούχα κι είν' το βάρος μεγάλο να τα φορτώσω πάλι στο κεφάλι μ'.»

Ετρεξ' ο μικρός με το ψωμί στο χέρι και σε καμμιάν ώρα φάνηκε με το γάϊδαρο, καμαρωτός - καμαρωτός. Οπως κατέβαινε την πλαγιά, είδε τα ρούχα τ' απλωμένα πάν' στα σκίνα, αλλά τη μάνα δεν την έβλεπε πουθενά. Κοίταξε και προς τις ελιές, τίποτα. «Θά 'ν' στο καλυβάκι, σα πέρα, ξαπλωμένη» έβαλε με το νού του, κι έστριψε το γάϊδαρο προς τα 'κεί. Ως πλησίαζε, άκουσε αγκομαχητό μεγάλο, πνιχτές φωνές και μετά μιαν αναστεναξιά, ωσάν νά 'βγαιν' η ψυχή της. Πήδησ' απ' το γαϊδούρι γρήγορα, «τί έχ'ς μάνα μ'» ούτε πρόλαβε να καλοσκεφτεί, και με τα μικρά του ποδαράκια έτρεξε προς το καλυβάκι. Με το πού 'φτασε στ' άνοιγμα της πόρτας, είδε να ξεπροβάλλει κάτ' απ' τη φούστα τη φαρδειά κάτι ροδαλό, σαν αρνί και σαν τ' αγαλματάκι πού 'ταν' στον αυλόγυρο της εκκλησιάς.

Ανασηκώθηκ' η μάνα κι έσκυψε και τό 'πιασ' αυτό το πράγμα, που σάλευε και που νιαούριζε σα γατί, τό 'πιασε και το κράτησε κοντά στον κόρφο της. «Αντε, παιδάκι μ', καλά και τό 'φερες το γαϊδούρι. Σύρε, μάσε τα πανιά τώρα κι έλα να βοηθήσεις να τα φορτώσουμε. Αντε, κι είσαι και τυχερός, τούτην δώ είν' η αδερφή σ'.» Και τού 'δειξε κείνο το σαμιαμίδι που νιαούριζε τώρα δυνατότερα.
Ετρεξε σα βολίδα και μάζευε τα πανιά και τα δίπλωνε, τα τύλιγε με μανία, με τα δάκρυα να πνίγουνε τα ματάκια του, μα να μη βγαίνουν να τρέξουν να ξαλαφρώσει, με το στόμα σφιχτό και το λαιμό κομποδιασμένο, να μη βγαίνει ανάσα σχεδόν. Ωχ, τί 'τανε πάλι και τούτο, αδερφό ήθελε αυτός, κι αδερφό μεγάλο, να κάνουν τις παλληκαριές τους, κι όχι αδερφή, και τί αδερφή κιόλας, ένα μωρό.

Πάτησε σε μιά κοτρώνα, έφτασε και τα φόρτωσε μόνος του τα ρούχα στο γαίδούρι και, σκυλιασμένος ακόμα, φώναξε τη μάνα: «Ελα και σύ με την κόρη σ', έτοιμος ο γάϊδαρος!» Η μάνα ξεπρόβαλλε στην πορτούλα της καλύβας, όμορφη, το βλέμμα της ολόγλυκο τον κοίταξε και τον κάλεσε κοντά της μα εκείνος τίποτα, ούτε κουνήθηκε. Κίνησε τότε η μάνα προς το μέρος του και, πριν ανέβει στο γαϊδούρι, τ' άρπαξε το κεφάλι και τό 'σφιξε πάνω στην κοιλιά της: «Βρέ χαζό, θα μεγαλώσ' η αδερφή σ' και θα σε φτιάνει γλυκά, και συ θα την προσέχεις, μη μας την πάρει κάνας γύφτος.»
Σήκωσε το βλέμμα το φουρτουνιασμένο και κοίταξε τη μάνα ίσια στα μάτια. Ο θυμός του διάβηκε με μιάς, τώρα αισθανόταν άντρας μεγάλος, πιό δυνατός ακόμα, 'τι τώρα θά 'πρεπε τις παλληκαριές να τις κάνει ολομόναχος, χωρίς βοήθεια, 'τι τώρα είχε δυό γυναίκες να διαφεντέψει.

--------------------
ακούγεται εδώ


4 σχόλια:

ViSta είπε...

Παλικαρι δηλαδη ο ΄δυσσεας; Βεβαια τι αλλο μπορουσε να ειναι...
Εχεις παιδια Ροδια; Απο τοτε που γεννησα, οποτε διαβαζω ή βλεπω σκηνες γεννας με συγκινουν παρα μα παρα πολυ. Να εισαι παντα καλα και μια ησυχη και ξεκουραστη νυχτα σου ευχομαι :-)

Katerina ante portas είπε...

Kαλημέρα! Τι γλυκό κείμενο! Τι φυσιολογική μοιάζει η γέννα! Γι αυτό κάποτε κάνανε πολλά παιδιά, γιατί ήταν κοντά στη φύση και τα έβλεπαν όλα με άλλο μάτι.
Πόσο απόμακρες και εγωίστριες, γυναίκες υστερίας, μοιάζουμε, μπροστά στη γυναίκα της ιστορίας σου..

Rodia είπε...

Σαν παραμύθια μοιάζανε οι παλιές ιστορίες που περιγράφανε γέννες.. έτσι και'γώ ήθελα το πρώτο μου παιδί να το γεννήσω στο σπίτι.. Το είπα στο γιατρό μου κι εκείνος έφριξε! Μου υπενθύμισε τους κινδύνους που παραμονεύουν, την περίπτωση κάποιας απρόβλεπτης δυσκολίας, κλπ κλπ, και δεν δυσκολεύτηκε να με πείσει ότι έπρεπε να πάω στην κλινική.

Πραγματικά, η επιστήμη έχει γλιτώσει τις γυναίκες από ένα σωρό προβλήματα σήμερα και η παιδική θνησιμότητα τείνει στο μηδέν.. αλλά.. από την άλλη μεριά, επεμβαίνει δραστικά στην επιλογή της φύσης και βλέπουμε σήμερα να γεννιούνται ένα σωρό παιδιά με προβλήματα.. Οχι πως "κακώς γεννιούνται" βέβαια, άλλωστε ποτέ δεν μπορούμε να πούμε για εναν άνθρωπο ότι "κακώς γεννήθηκε".. αλλά.. η υπερβολή δε γνωρίζει όρια.

:-)

ViSta είπε...

δυσκολο θεμα ανοιξες Ροδια...Αυτο με τα παιδια που πριν πολλα χρονια δεν θα ειχαν πιθανοτητες να γεννηθουν. Ομως τωρα ζουμε, τωρα υπαρχουν λυσεις, πολλες περισσοτερες απο τοτε, που ενα παιδι με συνδομο down ηταν καταδικασμενο να το κλεισουν οι γονεις του απο ντροπη στο υπογειο για ολη του την ζωη.

Ευτυχως προχωρα ο κοσμος, ευτυχως προχωρουν οι πιθανοτητες του τι μπορει να συμβει.
Την καλησπερα μου φιλεναδα...
Ποτε ερχεσαι να με επισκεπτεις ειπαμε; :-)