Πρώτα, έφυγαν τα τζάμια.
Δεν έσπασαν, χάθηκαν,
έπαψαν να υπάρχουν.
Δεν ακούστηκε τίποτα, ούτε φύσηξε αέρας,
ούτε άλλαξε η θερμοκρασία
των δωματίων.
Καταλάβαμε πως έφυγαν τα τζάμια,
επειδή μπορούσαμε να βλέπουμε
πιο καθαρά
έξω.
Κατόπιν, έφυγαν οι τοίχοι. Εξαερώθηκαν.
Ούτε σκόνη, ούτε θόρυβος,
ούτε γκρεμίδια.
Χάθηκαν οι τοίχοι και μείναν
τα τζαμλίκια
να αιωρούνται ανάμεσα πάτωμα και ταβάνι.
Κατάλευκα,
με τα πόμολα στη θέση τους,
κλειστά.
Επειτα, ήρθε η σειρά των υποστηλωμάτων.
Χάθηκαν κι αυτά.
Πάει το μπετόν, πάνε και τα σίδερα.
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Εμειναν το πάτωμα και το ταβάνι
να αιωρούνται
Χωρίς θεμέλια, γιατί
-ξέχασα να πω-
το σπίτι ξεθεμελιώθηκε σε μια στιγμή,
σαν να το τράβηξε
ένα χέρι αόρατο
προς τα πάνω.
Ξαφνιάστηκα και κοίταξα γύρω μου και είδα:
Ολα τα σπίτια του κόσμου
είχαν βρεθεί διαμιάς στην
ίδια κατάσταση.
Πατώματα και ταβάνια να κολυμπούν
στον αέρα
Κατάλευκα κουφώματα να αιωρούνται
ανάμεσά τους, λες καρφωμένα στο πουθενά,
κι οι άνθρωποι να συνεχίζουν τις δουλειές τους
σαν να μη συνέβη τίποτα.
Να δουλεύουν στα γραφεία τους,
να κοιμούνται στα κρεβάτια τους,
μια νοικοκυρά να πλένει πιάτα
στο νεροχύτη,
ένα νήπιο να κάνει στράτα στο σαλόνι,
μια γριά να πλέκει
στην κουνιστή της πολυθρόνα.
Κανείς δεν αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο.
Αν φύσαγε δυνατός αέρας;
Αν έπιανε μπόρα;
Αν πέφταν κεραυνοί;
Αν η ζέστη γινόταν αφόρητη;
Πώς θα προστατευόμασταν;
Τηλεφώνησα σε φίλους, να μάθω
τη γνώμη τους γι αυτή την κατάσταση.
- Ποια κατάσταση; με ρωτούσαν όλοι.
- Μα δεν βλέπετε; Δεν βλέπετε πως όλα είναι στον αέρα;
- Πάντα έτσι ήταν, απαντούσαν, δεν βλέπουμε καμία διαφορά.
Τότε αποφάσισα να βγω έξω. Ανοιξα την πόρτα, παρόλο που δεν υπήρχε τοίχος να με εμποδίσει να περάσω. Ανοιξα την πόρτα. Η εξώπορτα ανοίγει πάντα προς τα μέσα, προς το εσωτερικό του σπιτιού. Η εξώπορτα άνοιξε, αλλά ήταν αδύνατο να βγω. Το βήμα μου βρήκε σε ένα τείχος αόρατο. Απλωσα τα χέρια και ένιωσα μια δύναμη να με απωθεί. Επέστρεψα μέσα. Πήγα να βγω από τον ανύπαρκτο τοίχο. Εκεί, η απώθηση ήταν πιο δυνατή, σαν να με έσπρωξε κάποιος δυνατά. Βρέθηκα πεσμένη στη μέση του δωματίου και, πάλι καλά που δεν έσπασα κάνα κόκκαλο. Ημουν παγιδευμένη μέσα σε ένα σπίτι, φαινομενικά ελεύθερο από όλες τις πλευρές. Πήγα στην κουζίνα. Ανοιξα το ψυγείο. Μπήκα μέσα. Εδώ είναι το σπίτι μου τώρα. Αν και κάπως στενάχωρα, νιώθω ασφαλής. Ανοιγοκλείνω την πόρτα όποτε θέλω, κόβω βόλτες στα δωμάτια, αποφεύγω να βλέπω προς τα έξω.
Μια φορά που κοίταξα, είδα ένα διανομέα ψυγείων. Κάθε άνθρωπος και το ψυγείο του, από δω και μπρος. Ετσι πρέπει. Αυτό σημαίνει πρόοδος. Αυτό το κρύο κουτί που μας περιέχει, είναι η μοίρα μας πλέον.
______________________
Γραμμενο την Κυριακή, 22 Ιουνίου 2008, εδω.
12 Αυγ. 2016 >>> και η μετάφραση του κειμένου από την Gerrit Monnartz:
Der Kühlschrank
Zuerst waren die Scheiben weg
Sie zerbrachen nicht, sie verschwanden
Hörten auf, zu sein
Nichts war zu hören, weder ging der Wind
Noch änderte sich die Temperatur Der Zimmer
Wir begriffen, dass die Scheiben weg waren Weil wir klarer nach draußen
sehen konnten
Dann verschwanden die Wände. Sie verdunsteten. Weder Staub, noch Lärm, noch
Einsturzspuren.
Es verschwanden die Wände und es blieben Die Verschläge Zwischen Boden und
Decke hängen
Hellweiss Mit den Knäufen an ihrem Platz geschlossen
Dann kamen die Streben an die Reihe Die verschwanden auch. Es war einmal
Beton, es war einmal Stahl Als wären sie nie gewesen Übrig blieben der Boden
und die Decke In der Luft hängen Ohne Fundament, denn -ich vergaß zu sagen –
Das Haus wurde mit einem Mal aus dem Fundament gehoben Als zöge es Eine unsichtbare
Hand Nach oben Ich erschrak und sah um mich und sah Alle Häuser der Welt
Befanden sich auf einmal in Demselben Zustand Böden und Decken schwammen In der
Luft Hellweiße Türen und Fenster in der Luft Zwischen ihnen, wie genagelt ins
Nichts Und die Menschen weiter bei ihrer Arbeit Als sei nichts geschehn
Arbeiten an ihren Schreibtischen Schlafen in ihren Betten Eine Hausfrau spült
Teller Im Spülbecken Ein Kleinkind macht die ersten Schritte im Wohnzimmer Eine
alte Frau strickt In ihrem Schaukelstuhl Niemand war sich der Gefahr bewusst
Wenn starker Wind bliese? Ein Gewitter aufkäme? Blitze fielen? Wenn die Hitze
unerträglich würde? Wie würden wir Schutz finden? Ich rief Freunde an, um zu
erfahren, was sie von der Situation dachten -Welche Situation, fragten mich
alle. -Aber seht ihr denn nicht? Seht ihr nicht, dass alles in der Luft hängt?
-Das war immer so, antworteten sie, wir sehen keinen Unterschied. Da beschloss
ich, raus zu gehen. Ich öffnete die Tür, obwohl es keine Wand mehr gab, die
mich am Durchkommen gehindert hätte. Ich öffnete die Tür. Die Tür öffnet immer
nach innen, ins Innere des Hauses. Die Tür öffnete sich, aber es war unmöglich
hinauszukommen. Mein Schritt fing sich in einer unsichtbaren Mauer. Ich
breitete die Arme aus und spürte eine Kraft, die mich zurückwarf. Ich ging
wieder zurück nach Innen. Ich ging, um aus der inexistenten Mauer zu kommen.
Dort war der Druck stärker, als schubste mich jemand kräftig. Ich fand mich in
der Mitte des Zimmers, gefallen, Glück gehabt, dass ich mir nicht die Knochen
gebrochen hatte. Ich war im Haus gefangen, scheinbar frei nach allen Seiten.
Ich ging in die Küche. Ich öffnete den Kühlschrank. Ich ging hinein. Hier ist
jetzt mein zu Hause. Auch, wenn ich mich etwas traurig fühle, fühle ich mich
doch sicher. Ich öffne und schließe die Tür, wann immer ich will, drehe Runden
durch die Zimmer, vermeide es nach Draußen zu sehen. Einmal als ich hinaussah,
sah ich einen Kühlschranklieferanten. Jedem sein Kühlschrank, von nun an. So
muss es sein. Das heißt Fortschritt. Diese kalte Kiste, die uns birgt, ist
nunmehr unser Schicksal.
__________________
άργησα λίγο λόγω έλλειψης p/c, αλλά θα με συγχωρέσετε, έτσι δεν είναι;
2 σχόλια:
Πολύ κάλο
επίσης κρυο κουτί είναι και η τηλεόραση, κοινωνική ψευδαίσθηση
Merci :)
..αντι για ψυγειο, βαζουμε οποιο κουτι θελουμε!..
Δημοσίευση σχολίου