ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Θα την πω Λουκία. Ενα όνομα εξίσου γλυκό και τρυφερό με το δικό της. Τη γνώρισα ένα καυτό μεσημέρι του Ιουλίου έξω από ένα Αθηναϊκό χειμερινό σινεμά. Εκεί μου είχε δώσει ραντεβού για να μου επιστρέψει τα πολύτιμα για μένα έγγραφα που είχαν κλαπεί μέσα από την τσάντα μου στο μετρό. Εντύπωση μου έκανε η θερμή και ικετευτική της χειραψία μετά τη συνάντησή μας, χειραψία αποχαιρετισμού ή χειραψία οιωνός θερμής φιλίας, όπως θα εξελισσόταν η γνωριμία μας. Δώσαμε τα χέρια μετά τη συναλλαγή και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Εξακολουθούσαμε να μιλάμε σα μαγεμένες που ανταμώσαμε, δυο ψυχές με τις ίδιες περίπου προδιαγραφές. Ας τα πάρω όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ενα μεσημέρι λοιπόν, καταμεσίς στο αθηναϊκό κατακαλόκαιρο, πήρα το μετρό απ’ το Σύνταγμα μέχρι το Μέγαρο Μουσικής για να πάω στην κλινική όπου νοσηλευόταν ο αδελφός μου με βαρειά νεφροπάθεια. Επρεπε να φτάσω εγκαίρως κι αντί για ταξί, προτίμησα -ως συγκοινωνιακό μέσο- το μετρό. Είχα πάει στο Ταμείο του να ενημερώσω το βιβλιάριο υγείας και να ζητήσω παράταση της νοσηλείας του. Το βιβλιάριο ήταν παλιό και πολύ φθαρμένο, έτσι το είχα τυλίξει σε μια θήκη από διαφανές ναϋλον, γιατί το σιχαινόμουν να το βάλω, έτσι λιγδερό που ήταν, μέσα στην τσάντα μου.
Κρατάω πάντα μικρές τσάντες ή πορτοφόλια γιατί δε μου αρέσει να κουβαλάω βαρειά πράγματα, άλλωστε τα υπάρχοντά μου χωράνε άνετα εκεί, μια και δε συνηθίζω να σέρνω μαζί μου τα συνήθη αξεσουάρ μακιγιάζ, αφού δε βάφομαι σχεδόν ποτέ. Ετσι λοιπόν κι εκείνο το μεσημέρι κρατούσα ένα μικρό μαύρο τσαντάκι κρεμασμένο στο δεξί μου ώμο. Ηταν σε σχήμα φακέλλου μια θέση όλη κι όλη με ένα μικρό τσεπάκι όπου είχα την ταυτότητά μου, εισιτήρια λεωφορείου και μια τηλεκάρτα για παν ενδεχόμενο. Εμπρός, χύμα τσιγάρα κι αναπτήρας, κλειδιά, χαρτομάντηλα και το μικρό καφετί πορτοφολάκι μου γεμάτο κέρματα. Πίσω από αυτά, ήταν ταχτικά τοποθετημένα μερικά χαρτιά με τηλέφωνα νοσοκομείων, φίλων, και άλλων βοηθειών που πιθανότατα θα χρησίμευαν σε κάποια κρίσιμη στιγμή. Είχα μαζί μου ακόμα, τις σημειώσεις μου από το σεμινάριο που είχα παρακολουθήσει την προηγούμενη μέρα, σε ένα λευκό χαρτί σχήματος Α4 διπλωμένο στα τέσσερα, όπου ήταν γραμμένο το τηλέφωνο μιας ελβετικής κλινικής.
Επίσης, ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου τράπεζας, που μέσα του υπήρχε ένα χαρτονόμισμα των διακοσίων ευρώ προορισμένο για την έξτρα πληρωμή του νεφρολόγου που παρακολουθούσε τον ασθενή εκτός των υποχρεώσεων της κλινικής, την τελευταία ειδοποίηση για πληρωμή της δικής μου εισφοράς στο Ταμείο μου, ένα διαφημιστικό γνωστού καταστήματος πώλησης ηλεκτρικών συσκευών και -πίσω απ’ όλο αυτό το χαρτομάνι, κολλητά στην πλάτη της μικρής τσάντας- είχα τοποθετήσει το βιβλιάριο υγείας του αδελφού μου, σκουρόχρωμο από τη λίγδα και την πολυκαιρία, τυλιγμένο εξωραϊστικά στη διαφανή του θήκη. Ετσι παχουλό και γυαλιστερό θα το είδε ο κλέφτης και το βούτηξε νομίζοντάς το για φουσκωμένο πορτοφόλι.
Χαμένη στις σκέψεις μου ή μάλλον εντελώς παραζαλισμένη απ’ τον κόπο και τις αλλεπάλληλες κεραμίδες εξ αιτίας των οικογενειακών ευθυνών που είχα αναλάβει τα τελευταία δυο χρόνια, προχωρούσα προς το σταθμό του Συντάγματος για να πάρω το μετρό, το συγκοινωνιακό μέσο που ελαχιστοποιούσε το χρόνο μετάβασης, γλυτώνοντάς μας από τη φθορά, να αλωνίζουμε ντάλα μεσημέρι, μεσα στο κατακαλόκαιρο την ασφαλτοστρωμένη επιφάνεια της πρωτεύουσας. Εφτασα κάθιδρη και αγκομαχώντας στη σχετικά δροσερή αίθουσα υποδοχής και έτρεξα για εισιτήριο στο αυτόματο εκδοτήριο. Εκεί ήταν ήδη μια κυρία και τη ρώτησα για το κόστος της διαδρομής, μια και δεν είμαι και πολύ τακτική πελάτισσα του μέσου. Εβδομήντα λεπτά, μου είπε κι έβγαλα από το πορτοφολάκι μου δυο νομίσματα. Τά 'ριξα στη σχισμή, πήρα το εισιτήριο και κατευθύνθηκα προς την κυλιόμενη σκάλα. Δε θυμάμαι καθόλου αν ξανακούμπωσα το τσαντάκι μου, που ανέμιζε κρεμασμένο απ’ το δεξί μου ώμο.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα, ακούστηκε ο συριχτός ήχος του μετρό που πλησίαζε. Ετρεξα προς το πλησιέστερο βαγόνι, όπου συνωστίζονταν ένα αναψοκοκκινισμένο πλήθος, με την ελπίδα να βρω μια θέση, έστω για τις δυο στάσεις που με χώριζαν από τον προορισμό μου, το Μέγαρο Μουσικής. Η νεφρολογική κλινική βρισκόταν δυο βήματα πιο πέρα. Το μπουλούκι με έσπρωξε και δεν καλοκατάλαβα πως βρέθηκα σ’ ένα δευτερόλεπτο καθισμένη στο κάθισμα απέναντι από την πόρτα. Πήρα μια βαθειά ανάσα και ακούμπησα το τσαντάκι στα γόνατά μου. Πρόσεξα αμέσως πως ήταν ακόμα ανοιχτό. Κούμπωνα τη σούστα όταν άκουσα πίσω και λοξά κάποιον να φωνάζει: «Ενα ρολόϊ, βρήκα ένα ρολόϊ, έχασε κανείς ένα ρολόϊ;»
Ασυναίσθητα γύρισα το κεφάλι μου πάνω από το δεξί μου ώμο κι αντίκρυσα το ρολόϊ μου, που το είχα βγάλει απ’ το χέρι μου για να μη το ιδρώνω και τό 'χα ρίξει χύμα στο μπροστινό μέρος της τσάντας, με φόντο ένα γαλάζιο μπλουζάκι να κρέμεται με το μπλε λουρί του κατακόρυφα, ελαφρά κινούμενο στον αέρα. Απλωσα το χέρι και, λέγοντας: "Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ" το πήρα, άνοιξα την τσάντα και τό 'ριξα πάλι μέσα χύμα, ξανακουμπώνοντάς την αμέσως μετά. Πριν φτάσει ο συρμός στη στάση του Μεγάρου σηκώθηκα και στάθηκα να περιεργάζομαι τους όρθιους επιβάτες, με σκοπό να ξαναευχαριστήσω αυτόν που είχε βρει το ρολόϊ μου. Είδα κάποιο νεαρό με γαλάζιο μπλουζάκι αλλά το βλέμμα του δε διασταυρώθηκε με το δικό μου, σα να με απέφευγε. Είδα ακόμα και κάποιον άλλο, αρκετά πιο ηλικιωμένο με κατσαρά γκρίζα μαλλιά, που κι αυτός κύτταζε αλλού. Το μετρό σταμάτησε και κατέβηκα αμέσως, χαρούμενη που είχα γλυτώσει αρκετό από το χρόνο μου. Ανέβηκα σύντομα την κυλιόμενη σκάλα και σε δυο λεπτά της ώρας ήμουνα κιόλας στην κλινική.
Στην είσοδο έβγαζαν εκείνη τη στιγμή μια ηλικιωμένη γυναίκα με φορείο, το νοσοκομειακό περίμενε με τα αλάρμ αναμμένα. Μπήκα μόλις ελευθερώθηκε η πόρτα και, προχωρώντας προς τη γραμματεία, άνοιξα το τσαντάκι μου να βγάλω το βιβλιάριο με κλειστά μάτια, που λένε, μια και η θέση του ήταν απολύτως γνωστή. Το χέρι μου όμως δε βρήκε τίποτα στη θέση του βιβλιαρίου, έτσι γύρισα την τσάντα με το άνοιγμα προς το μέρος μου για να κυττάξω καλύτερα. Πουθενά το βιβλιάριο! Είχε κάνει φτερά! Χαμογέλασα μ' ένα χαζοχαρούμενο ύφος στην κοπέλλα της γραμματείας λέγοντας: "Με κλέψανε, μού 'κλεψαν το βιβλιάριο απ' την τσάντα μου μέσα στο μετρό" η κοπέλλα όμως δεν έδειξε την παραμικρή συμπαράσταση. Ζήτησα τηλέφωνο, κάπου να τηλεφωνήσω τελοσπάντων, υπηρεσία ασφαλείας του μετρό, αστυνομία, οπουδήποτε. Τρία ζευγάρια μάτια με κυττούσαν απλανώς πίσω απ' τον πάγκο της γραμματείας και τρία στόματα απήγγειλαν σχεδόν ταυτόχρονα: "Δεν ξέρουμε, δεν έχουμε τηλέφωνο του μετρό, περάστε αύριο πάλι" τι άλλο να πουν τα χαζοκόριτσα; Υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια επιλογής υπαλλήλων γραμματείας, η εξυπνάδα και η ετοιμότητα φαίνεται πως δεν είναι απαραίτητα προσόντα.
Βγήκα παραζαλισμένη, δεν ανέβηκα ούτε στο δωμάτιο του αδελφού μου, δεν άντεχα και τη γκρίνια του επιπλέον. Πήρα ένα ταξί που βρέθηκε μπροστά μου και πήγα στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου να δηλώσω την κλοπή, που ονομάζεται "απώλεια" σ' αυτές τις περιπτώσεις. Με υποδέχτηκε μια αστυνομικίνα ψηλή και όμορφη, της διηγήθηκα την περιπέτειά μου με δυο λόγια, ήμουν άτυχη όμως γιατί, όπως διαπιστώθηκε, δε βρισκόμουν στο κατάλληλο μέρος. Επρεπε να είχα πάει στο τμήμα που είναι αρμόδιο για την περιοχή όπου έγινε η κλοπή, το αστυνομικό τμήμα του Συντάγματος. Μου λέει την πρώτη σωστή κουβέντα που άκουσα εκείνη τη μέρα: Μπορείτε να κάνετε την καταγγελία ως τις οκτώ η ώρα, πηγαίνετε στο σπίτι σας να ησυχάσετε λίγο και πηγαίνετε το απόγευμα.
Ξεκίνησα για το σπίτι, στο δρόμο όμως σκέφτηκα το βιβλιάριο της τράπεζας. Επρεπε κάτι να κάνω και μ' αυτό. Ευτυχώς το υποκατάστημα της τράπεζάς μου δεν απέχει παραπάνω από τριάντα μέτρα απ' την πόρτα της πολυκατοικίας όπου μένω, έτσι κατευθύνθηκα αμέσως προς τα εκεί. Στην πόρτα ήταν κρεμασμένο ένα χαρτί που έλεγε πως η τράπεζα κλείνει στις δύο, ίσα ίσα πρόφταινα. Μπαίνω φουριόζα και εκθέτω την ιστορία μου στην ευγενέστατη κοπελίτσα που μ' εξυπηρετεί συνήθως, ενημερώνοντας το βιβλιάριό μου εκτός ταμείων. Βρήκα πλήρη κατανόηση αλλά ο προϊστάμενος είχε τη γνώμη πως έπρεπε να ξαναπεράσω την άλλη μέρα το πρωί για να βγάλω νέο βιβλιάριο με άλλον αριθμό. Για την ώρα θα μπλοκάριζε το χαμένο.
Γύρισα λοιπόν στο σπίτι και -μπλουμ- μπήκα γρήγορα για ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να βγω από τη μπανιέρα και χτύπησε το τηλέφωνο πέντε φορές. Δεν το πρόλαβα, έτρεξα όμως να ακούσω το μήνυμα στον τηλεφωνητή, έτσι όπως ήμουνα τυλιγμένη στο μπουρνούζι μου. Ηταν ο αδελφός μου που ανησυχούσε, του εξήγησα τι έγινε και τον καθησύχασα με το να του πω πως θα πήγαινα στο Ταμείο του την επόμενη μέρα να πάρω μια βεβαίωση, αφού θα έκανα τη δήλωση για την κλοπή στην αστυνομία. Τσίμπησα μια σαλάτα, ξάπλωσα στον καναπέ και -που βρήκα τη διάθεση;- κοιμήθηκα λιγουλάκι. Οταν ξύπνησα η ώρα ήταν ήδη πέντε. Ντύθηκα βιαστικά και ξεκίνησα για το τμήμα. Ο αστυνομικός υπηρεσίας ήταν ευγενέστατος, έγραψε τη δήλωσή μου και την υπέγραψα. Αφού του είχα εξηγήσει την κατάσταση, έβγαλε επί τόπου αντίγραφο κι έφυγα αρκετά ήσυχη.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο Ταμείο, ζήτησα και πήρα την απαραίτητη βεβαίωση, πήγα ξανά στην κλινική, την έδωσα, είδα και τον αδελφό μου και επέστρεψα στο σπίτι μου. Εκανα ακριβώς το ίδιο δρομολόγιο με την προηγούμενη, Σύνταγμα - Μέγαρο Μουσικής, την ίδια περίπου ώρα. Παρατήρησα πολύ προσεκτικά τον κόσμο που στεκόταν και περίμενε το μετρό. Δε στριμώχτηκα καθόλου για να μπω, έτσι δε βρήκα θέση. Εξακολούθησα να παρατηρώ όσους ήταν μέσα στο βαγόνι, το ίδιο βαγόνι που είχα μπει και την προηγούμενη μέρα. Ενας άντρας περίπου εικοσπέντε με τριάντα χρονών στεκόταν όρθιος δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσε τον κόσμο που βρισκόταν μέσα στο βαγόνι, παράλληλα ένας πενηντάρης πενηνταπεντάρης καθόταν λοξά στο κάθισμα κοντά στην πόρτα. Τα πρόσωπά τους μου φάνηκαν κάπως γνωστά, αυτά όμως που μου φάνηκαν γνωστότερα ήταν τα ρούχα τους. Το γαλάζιο μπλουζάκι του νέου και το καρώ πουκάμισο του γηραιότερου, καθώς και τα κατσαρά γκρίζα του μαλλιά. Παρατήρησα προσεκτικά το πρόσωπο του νεαρού, είχε μια χαρακτηριστική αετίσια μύτη έτσι που τον έβλεπα προφίλ. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο σαν αρπακτικό στους επιβάτες. Πότε πότε έστριβε προς τον γηραιότερο και κοιτάζονταν βιαστικά χωρίς όμως να δίνουν άλλο σημάδι γνωριμίας εκτός από ένα σύντομο βλέμμα. Καμμιά απολύτως λέξη δεν αντάλλαξαν και κάποιος που δεν είχε την κακή μου εμπειρία θα πίστευε πως δε γνωρίζονταν. Σε μένα δεν έριξε κανείς τους ούτε μια ματιά, ίσως επειδή φορούσα τα ίδια ακιβώς ρούχα και θα πρέπει να με ανεγνώρισαν.
Οταν έφτασα στο σπίτι, σήκωσα το ακουστικό για ν' ακούσω τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Υπήρχαν τρία μηνύματα στη θυρίδα μου. Το πρώτο είχε αποθηκευτεί λίγο μετά την αναχώρησή μου. Μια ευγενέστατη γυναικεία φωνή με πληροφορούσε πως είχε βρει το βιβλιάριο υγείας και τα υπόλοιπα χαρτιά, όλα σκισμένα, κοντά σ' ένα κάδο σκουπιδιών. Της έκανε εντύπωση το βιβλιάριο της τράπεζας μου είπε και κοίταξε και τα υπόλοιπα χαρτιά, βρήκε το τηλέφωνό μου και με κάλεσε αμέσως. Είχε αφήσει τ' όνομα και το τηλέφωνό της, έτσι, χωρίς ν' ακούσω τα υπόλοιπα μηνύματα, της τηλεφώνησα αμέσως. Κλείσαμε ραντεβού στις τέσσερις ακριβώς έξω απ' το χειμερινό σινεμά της περιοχής μου. Τέσσερις παρά τέταρτο ήμουνα ήδη εκεί. Παρόλη τη φοβερή ζέστη κυκλοφορούσαν αρκετοί άνθρωποι, μάλιστα τρεις γυναίκες που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας μεγάλωσαν την αγωνία της προσμονής μου. Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα και, πάνω που σκεφτόμουνα να φύγω, έφτασε η Λουκία. Ηταν μια όμορφη γυναίκα μεγάλης ηλικίας μ' ένα φωτεινό γκρίζο βλέμμα. Φτωχικά ντυμένη αλλά με ρούχα πεντακάθαρα, καμμιά σχέση με τη ρακοσυλλέκτρια που είχα στο νου μου. Είχε καθυστερήσει μου είπε επειδή κολλούσε τα φύλλα του βιβλιαρίου υγείας με σελοταίηπ. Είχε όλα τα χαρτιά σ' ένα νάϋλον σακκουλάκι κι ούτε που το άνοιξα να τα δω, τόση ήταν η ανακούφιση που ένοιωσα. Σταθήκαμε λίγη ώρα και μιλήσαμε για τους ανθρώπους που δε σέβονται το διπλανό τους, για τα ζώα -είχε ένα μπάσταρδο σκυλάκι- για την εμπιστοσύνη που είχε χάσει προς τους ανθρώπους και κάλυπτε αυτη την έλλειψη χάρη στη σχέση της με τα ζώα. Με το ζόρι της έβαλα ένα χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ στο χέρι, να πάρει τροφή για τα ζωάκια της γειτονιάς της που τα τάϊζε καθημερινά, ανελλιπώς. Μόνο έτσι δέχτηκε να το πάρει.
Δώσαμε τα χέρια για μια αποχαιρετιστήρια χειραψία, εξακολουθούσαμε όμως να μιλάμε για τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία που μαστίζει τις μέρες που ζούμε και τα χέρια μας λες και ήταν κολλημένα. Για αρκετή ώρα αισθανόμουν μια ζέστη στο δεξί μου χέρι, μια ζέστη που με ευχαριστούσε παρόλη την καλοκαιρινή λαύρα.
Θα την πω Λουκία. Ενα όνομα εξίσου γλυκό και τρυφερό με το δικό της. Τη γνώρισα ένα καυτό μεσημέρι του Ιουλίου έξω από ένα Αθηναϊκό χειμερινό σινεμά. Εκεί μου είχε δώσει ραντεβού για να μου επιστρέψει τα πολύτιμα για μένα έγγραφα που είχαν κλαπεί μέσα από την τσάντα μου στο μετρό. Εντύπωση μου έκανε η θερμή και ικετευτική της χειραψία μετά τη συνάντησή μας, χειραψία αποχαιρετισμού ή χειραψία οιωνός θερμής φιλίας, όπως θα εξελισσόταν η γνωριμία μας. Δώσαμε τα χέρια μετά τη συναλλαγή και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν. Εξακολουθούσαμε να μιλάμε σα μαγεμένες που ανταμώσαμε, δυο ψυχές με τις ίδιες περίπου προδιαγραφές. Ας τα πάρω όμως τα πράγματα απ’ την αρχή.
Ενα μεσημέρι λοιπόν, καταμεσίς στο αθηναϊκό κατακαλόκαιρο, πήρα το μετρό απ’ το Σύνταγμα μέχρι το Μέγαρο Μουσικής για να πάω στην κλινική όπου νοσηλευόταν ο αδελφός μου με βαρειά νεφροπάθεια. Επρεπε να φτάσω εγκαίρως κι αντί για ταξί, προτίμησα -ως συγκοινωνιακό μέσο- το μετρό. Είχα πάει στο Ταμείο του να ενημερώσω το βιβλιάριο υγείας και να ζητήσω παράταση της νοσηλείας του. Το βιβλιάριο ήταν παλιό και πολύ φθαρμένο, έτσι το είχα τυλίξει σε μια θήκη από διαφανές ναϋλον, γιατί το σιχαινόμουν να το βάλω, έτσι λιγδερό που ήταν, μέσα στην τσάντα μου.
Κρατάω πάντα μικρές τσάντες ή πορτοφόλια γιατί δε μου αρέσει να κουβαλάω βαρειά πράγματα, άλλωστε τα υπάρχοντά μου χωράνε άνετα εκεί, μια και δε συνηθίζω να σέρνω μαζί μου τα συνήθη αξεσουάρ μακιγιάζ, αφού δε βάφομαι σχεδόν ποτέ. Ετσι λοιπόν κι εκείνο το μεσημέρι κρατούσα ένα μικρό μαύρο τσαντάκι κρεμασμένο στο δεξί μου ώμο. Ηταν σε σχήμα φακέλλου μια θέση όλη κι όλη με ένα μικρό τσεπάκι όπου είχα την ταυτότητά μου, εισιτήρια λεωφορείου και μια τηλεκάρτα για παν ενδεχόμενο. Εμπρός, χύμα τσιγάρα κι αναπτήρας, κλειδιά, χαρτομάντηλα και το μικρό καφετί πορτοφολάκι μου γεμάτο κέρματα. Πίσω από αυτά, ήταν ταχτικά τοποθετημένα μερικά χαρτιά με τηλέφωνα νοσοκομείων, φίλων, και άλλων βοηθειών που πιθανότατα θα χρησίμευαν σε κάποια κρίσιμη στιγμή. Είχα μαζί μου ακόμα, τις σημειώσεις μου από το σεμινάριο που είχα παρακολουθήσει την προηγούμενη μέρα, σε ένα λευκό χαρτί σχήματος Α4 διπλωμένο στα τέσσερα, όπου ήταν γραμμένο το τηλέφωνο μιας ελβετικής κλινικής.
Επίσης, ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου τράπεζας, που μέσα του υπήρχε ένα χαρτονόμισμα των διακοσίων ευρώ προορισμένο για την έξτρα πληρωμή του νεφρολόγου που παρακολουθούσε τον ασθενή εκτός των υποχρεώσεων της κλινικής, την τελευταία ειδοποίηση για πληρωμή της δικής μου εισφοράς στο Ταμείο μου, ένα διαφημιστικό γνωστού καταστήματος πώλησης ηλεκτρικών συσκευών και -πίσω απ’ όλο αυτό το χαρτομάνι, κολλητά στην πλάτη της μικρής τσάντας- είχα τοποθετήσει το βιβλιάριο υγείας του αδελφού μου, σκουρόχρωμο από τη λίγδα και την πολυκαιρία, τυλιγμένο εξωραϊστικά στη διαφανή του θήκη. Ετσι παχουλό και γυαλιστερό θα το είδε ο κλέφτης και το βούτηξε νομίζοντάς το για φουσκωμένο πορτοφόλι.
Χαμένη στις σκέψεις μου ή μάλλον εντελώς παραζαλισμένη απ’ τον κόπο και τις αλλεπάλληλες κεραμίδες εξ αιτίας των οικογενειακών ευθυνών που είχα αναλάβει τα τελευταία δυο χρόνια, προχωρούσα προς το σταθμό του Συντάγματος για να πάρω το μετρό, το συγκοινωνιακό μέσο που ελαχιστοποιούσε το χρόνο μετάβασης, γλυτώνοντάς μας από τη φθορά, να αλωνίζουμε ντάλα μεσημέρι, μεσα στο κατακαλόκαιρο την ασφαλτοστρωμένη επιφάνεια της πρωτεύουσας. Εφτασα κάθιδρη και αγκομαχώντας στη σχετικά δροσερή αίθουσα υποδοχής και έτρεξα για εισιτήριο στο αυτόματο εκδοτήριο. Εκεί ήταν ήδη μια κυρία και τη ρώτησα για το κόστος της διαδρομής, μια και δεν είμαι και πολύ τακτική πελάτισσα του μέσου. Εβδομήντα λεπτά, μου είπε κι έβγαλα από το πορτοφολάκι μου δυο νομίσματα. Τά 'ριξα στη σχισμή, πήρα το εισιτήριο και κατευθύνθηκα προς την κυλιόμενη σκάλα. Δε θυμάμαι καθόλου αν ξανακούμπωσα το τσαντάκι μου, που ανέμιζε κρεμασμένο απ’ το δεξί μου ώμο.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα, ακούστηκε ο συριχτός ήχος του μετρό που πλησίαζε. Ετρεξα προς το πλησιέστερο βαγόνι, όπου συνωστίζονταν ένα αναψοκοκκινισμένο πλήθος, με την ελπίδα να βρω μια θέση, έστω για τις δυο στάσεις που με χώριζαν από τον προορισμό μου, το Μέγαρο Μουσικής. Η νεφρολογική κλινική βρισκόταν δυο βήματα πιο πέρα. Το μπουλούκι με έσπρωξε και δεν καλοκατάλαβα πως βρέθηκα σ’ ένα δευτερόλεπτο καθισμένη στο κάθισμα απέναντι από την πόρτα. Πήρα μια βαθειά ανάσα και ακούμπησα το τσαντάκι στα γόνατά μου. Πρόσεξα αμέσως πως ήταν ακόμα ανοιχτό. Κούμπωνα τη σούστα όταν άκουσα πίσω και λοξά κάποιον να φωνάζει: «Ενα ρολόϊ, βρήκα ένα ρολόϊ, έχασε κανείς ένα ρολόϊ;»
Ασυναίσθητα γύρισα το κεφάλι μου πάνω από το δεξί μου ώμο κι αντίκρυσα το ρολόϊ μου, που το είχα βγάλει απ’ το χέρι μου για να μη το ιδρώνω και τό 'χα ρίξει χύμα στο μπροστινό μέρος της τσάντας, με φόντο ένα γαλάζιο μπλουζάκι να κρέμεται με το μπλε λουρί του κατακόρυφα, ελαφρά κινούμενο στον αέρα. Απλωσα το χέρι και, λέγοντας: "Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ" το πήρα, άνοιξα την τσάντα και τό 'ριξα πάλι μέσα χύμα, ξανακουμπώνοντάς την αμέσως μετά. Πριν φτάσει ο συρμός στη στάση του Μεγάρου σηκώθηκα και στάθηκα να περιεργάζομαι τους όρθιους επιβάτες, με σκοπό να ξαναευχαριστήσω αυτόν που είχε βρει το ρολόϊ μου. Είδα κάποιο νεαρό με γαλάζιο μπλουζάκι αλλά το βλέμμα του δε διασταυρώθηκε με το δικό μου, σα να με απέφευγε. Είδα ακόμα και κάποιον άλλο, αρκετά πιο ηλικιωμένο με κατσαρά γκρίζα μαλλιά, που κι αυτός κύτταζε αλλού. Το μετρό σταμάτησε και κατέβηκα αμέσως, χαρούμενη που είχα γλυτώσει αρκετό από το χρόνο μου. Ανέβηκα σύντομα την κυλιόμενη σκάλα και σε δυο λεπτά της ώρας ήμουνα κιόλας στην κλινική.
Στην είσοδο έβγαζαν εκείνη τη στιγμή μια ηλικιωμένη γυναίκα με φορείο, το νοσοκομειακό περίμενε με τα αλάρμ αναμμένα. Μπήκα μόλις ελευθερώθηκε η πόρτα και, προχωρώντας προς τη γραμματεία, άνοιξα το τσαντάκι μου να βγάλω το βιβλιάριο με κλειστά μάτια, που λένε, μια και η θέση του ήταν απολύτως γνωστή. Το χέρι μου όμως δε βρήκε τίποτα στη θέση του βιβλιαρίου, έτσι γύρισα την τσάντα με το άνοιγμα προς το μέρος μου για να κυττάξω καλύτερα. Πουθενά το βιβλιάριο! Είχε κάνει φτερά! Χαμογέλασα μ' ένα χαζοχαρούμενο ύφος στην κοπέλλα της γραμματείας λέγοντας: "Με κλέψανε, μού 'κλεψαν το βιβλιάριο απ' την τσάντα μου μέσα στο μετρό" η κοπέλλα όμως δεν έδειξε την παραμικρή συμπαράσταση. Ζήτησα τηλέφωνο, κάπου να τηλεφωνήσω τελοσπάντων, υπηρεσία ασφαλείας του μετρό, αστυνομία, οπουδήποτε. Τρία ζευγάρια μάτια με κυττούσαν απλανώς πίσω απ' τον πάγκο της γραμματείας και τρία στόματα απήγγειλαν σχεδόν ταυτόχρονα: "Δεν ξέρουμε, δεν έχουμε τηλέφωνο του μετρό, περάστε αύριο πάλι" τι άλλο να πουν τα χαζοκόριτσα; Υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια επιλογής υπαλλήλων γραμματείας, η εξυπνάδα και η ετοιμότητα φαίνεται πως δεν είναι απαραίτητα προσόντα.
Βγήκα παραζαλισμένη, δεν ανέβηκα ούτε στο δωμάτιο του αδελφού μου, δεν άντεχα και τη γκρίνια του επιπλέον. Πήρα ένα ταξί που βρέθηκε μπροστά μου και πήγα στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου να δηλώσω την κλοπή, που ονομάζεται "απώλεια" σ' αυτές τις περιπτώσεις. Με υποδέχτηκε μια αστυνομικίνα ψηλή και όμορφη, της διηγήθηκα την περιπέτειά μου με δυο λόγια, ήμουν άτυχη όμως γιατί, όπως διαπιστώθηκε, δε βρισκόμουν στο κατάλληλο μέρος. Επρεπε να είχα πάει στο τμήμα που είναι αρμόδιο για την περιοχή όπου έγινε η κλοπή, το αστυνομικό τμήμα του Συντάγματος. Μου λέει την πρώτη σωστή κουβέντα που άκουσα εκείνη τη μέρα: Μπορείτε να κάνετε την καταγγελία ως τις οκτώ η ώρα, πηγαίνετε στο σπίτι σας να ησυχάσετε λίγο και πηγαίνετε το απόγευμα.
Ξεκίνησα για το σπίτι, στο δρόμο όμως σκέφτηκα το βιβλιάριο της τράπεζας. Επρεπε κάτι να κάνω και μ' αυτό. Ευτυχώς το υποκατάστημα της τράπεζάς μου δεν απέχει παραπάνω από τριάντα μέτρα απ' την πόρτα της πολυκατοικίας όπου μένω, έτσι κατευθύνθηκα αμέσως προς τα εκεί. Στην πόρτα ήταν κρεμασμένο ένα χαρτί που έλεγε πως η τράπεζα κλείνει στις δύο, ίσα ίσα πρόφταινα. Μπαίνω φουριόζα και εκθέτω την ιστορία μου στην ευγενέστατη κοπελίτσα που μ' εξυπηρετεί συνήθως, ενημερώνοντας το βιβλιάριό μου εκτός ταμείων. Βρήκα πλήρη κατανόηση αλλά ο προϊστάμενος είχε τη γνώμη πως έπρεπε να ξαναπεράσω την άλλη μέρα το πρωί για να βγάλω νέο βιβλιάριο με άλλον αριθμό. Για την ώρα θα μπλοκάριζε το χαμένο.
Γύρισα λοιπόν στο σπίτι και -μπλουμ- μπήκα γρήγορα για ένα ανακουφιστικό μπάνιο. Δεν είχα προλάβει καλά καλά να βγω από τη μπανιέρα και χτύπησε το τηλέφωνο πέντε φορές. Δεν το πρόλαβα, έτρεξα όμως να ακούσω το μήνυμα στον τηλεφωνητή, έτσι όπως ήμουνα τυλιγμένη στο μπουρνούζι μου. Ηταν ο αδελφός μου που ανησυχούσε, του εξήγησα τι έγινε και τον καθησύχασα με το να του πω πως θα πήγαινα στο Ταμείο του την επόμενη μέρα να πάρω μια βεβαίωση, αφού θα έκανα τη δήλωση για την κλοπή στην αστυνομία. Τσίμπησα μια σαλάτα, ξάπλωσα στον καναπέ και -που βρήκα τη διάθεση;- κοιμήθηκα λιγουλάκι. Οταν ξύπνησα η ώρα ήταν ήδη πέντε. Ντύθηκα βιαστικά και ξεκίνησα για το τμήμα. Ο αστυνομικός υπηρεσίας ήταν ευγενέστατος, έγραψε τη δήλωσή μου και την υπέγραψα. Αφού του είχα εξηγήσει την κατάσταση, έβγαλε επί τόπου αντίγραφο κι έφυγα αρκετά ήσυχη.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο Ταμείο, ζήτησα και πήρα την απαραίτητη βεβαίωση, πήγα ξανά στην κλινική, την έδωσα, είδα και τον αδελφό μου και επέστρεψα στο σπίτι μου. Εκανα ακριβώς το ίδιο δρομολόγιο με την προηγούμενη, Σύνταγμα - Μέγαρο Μουσικής, την ίδια περίπου ώρα. Παρατήρησα πολύ προσεκτικά τον κόσμο που στεκόταν και περίμενε το μετρό. Δε στριμώχτηκα καθόλου για να μπω, έτσι δε βρήκα θέση. Εξακολούθησα να παρατηρώ όσους ήταν μέσα στο βαγόνι, το ίδιο βαγόνι που είχα μπει και την προηγούμενη μέρα. Ενας άντρας περίπου εικοσπέντε με τριάντα χρονών στεκόταν όρθιος δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσε τον κόσμο που βρισκόταν μέσα στο βαγόνι, παράλληλα ένας πενηντάρης πενηνταπεντάρης καθόταν λοξά στο κάθισμα κοντά στην πόρτα. Τα πρόσωπά τους μου φάνηκαν κάπως γνωστά, αυτά όμως που μου φάνηκαν γνωστότερα ήταν τα ρούχα τους. Το γαλάζιο μπλουζάκι του νέου και το καρώ πουκάμισο του γηραιότερου, καθώς και τα κατσαρά γκρίζα του μαλλιά. Παρατήρησα προσεκτικά το πρόσωπο του νεαρού, είχε μια χαρακτηριστική αετίσια μύτη έτσι που τον έβλεπα προφίλ. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο σαν αρπακτικό στους επιβάτες. Πότε πότε έστριβε προς τον γηραιότερο και κοιτάζονταν βιαστικά χωρίς όμως να δίνουν άλλο σημάδι γνωριμίας εκτός από ένα σύντομο βλέμμα. Καμμιά απολύτως λέξη δεν αντάλλαξαν και κάποιος που δεν είχε την κακή μου εμπειρία θα πίστευε πως δε γνωρίζονταν. Σε μένα δεν έριξε κανείς τους ούτε μια ματιά, ίσως επειδή φορούσα τα ίδια ακιβώς ρούχα και θα πρέπει να με ανεγνώρισαν.
Οταν έφτασα στο σπίτι, σήκωσα το ακουστικό για ν' ακούσω τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Υπήρχαν τρία μηνύματα στη θυρίδα μου. Το πρώτο είχε αποθηκευτεί λίγο μετά την αναχώρησή μου. Μια ευγενέστατη γυναικεία φωνή με πληροφορούσε πως είχε βρει το βιβλιάριο υγείας και τα υπόλοιπα χαρτιά, όλα σκισμένα, κοντά σ' ένα κάδο σκουπιδιών. Της έκανε εντύπωση το βιβλιάριο της τράπεζας μου είπε και κοίταξε και τα υπόλοιπα χαρτιά, βρήκε το τηλέφωνό μου και με κάλεσε αμέσως. Είχε αφήσει τ' όνομα και το τηλέφωνό της, έτσι, χωρίς ν' ακούσω τα υπόλοιπα μηνύματα, της τηλεφώνησα αμέσως. Κλείσαμε ραντεβού στις τέσσερις ακριβώς έξω απ' το χειμερινό σινεμά της περιοχής μου. Τέσσερις παρά τέταρτο ήμουνα ήδη εκεί. Παρόλη τη φοβερή ζέστη κυκλοφορούσαν αρκετοί άνθρωποι, μάλιστα τρεις γυναίκες που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας μεγάλωσαν την αγωνία της προσμονής μου. Είχε περάσει σχεδόν μια ώρα και, πάνω που σκεφτόμουνα να φύγω, έφτασε η Λουκία. Ηταν μια όμορφη γυναίκα μεγάλης ηλικίας μ' ένα φωτεινό γκρίζο βλέμμα. Φτωχικά ντυμένη αλλά με ρούχα πεντακάθαρα, καμμιά σχέση με τη ρακοσυλλέκτρια που είχα στο νου μου. Είχε καθυστερήσει μου είπε επειδή κολλούσε τα φύλλα του βιβλιαρίου υγείας με σελοταίηπ. Είχε όλα τα χαρτιά σ' ένα νάϋλον σακκουλάκι κι ούτε που το άνοιξα να τα δω, τόση ήταν η ανακούφιση που ένοιωσα. Σταθήκαμε λίγη ώρα και μιλήσαμε για τους ανθρώπους που δε σέβονται το διπλανό τους, για τα ζώα -είχε ένα μπάσταρδο σκυλάκι- για την εμπιστοσύνη που είχε χάσει προς τους ανθρώπους και κάλυπτε αυτη την έλλειψη χάρη στη σχέση της με τα ζώα. Με το ζόρι της έβαλα ένα χαρτονόμισμα των δέκα ευρώ στο χέρι, να πάρει τροφή για τα ζωάκια της γειτονιάς της που τα τάϊζε καθημερινά, ανελλιπώς. Μόνο έτσι δέχτηκε να το πάρει.
Δώσαμε τα χέρια για μια αποχαιρετιστήρια χειραψία, εξακολουθούσαμε όμως να μιλάμε για τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία που μαστίζει τις μέρες που ζούμε και τα χέρια μας λες και ήταν κολλημένα. Για αρκετή ώρα αισθανόμουν μια ζέστη στο δεξί μου χέρι, μια ζέστη που με ευχαριστούσε παρόλη την καλοκαιρινή λαύρα.
(συνεχίζεται)
-->> το μυθιστόρημα τέλειωσε το Νοέμβρη, 2005
3 σχόλια:
ωραίες σκέψεις. εύκολες αλλά παράλληλα δύσκολες, δουλεμένες.
τι γίνεται που είναι η συνέχεια?
Ανταποδίδω την blogοεπίσκεψη και χαίρομαι πολύ που διαβάζω τις ιστορίες σας!
Ευχές για κάθε καλό!
Δημοσίευση σχολίου