Οταν τη γνώρισα σε μια νησιώτικη παραλία, στη χώρα μας είχαμε χούντα και η Λάουρα θα ήτανε γύρω στα πενήντα κάτι, πράγμα που δεν της φαινότανε και τόσο γιατί παιδιάριζε. Είχα βρεθεί σε μια συντροφιά καλλιτεχνών και, καθισμένοι στα βραχάκια κοντά σε κάτι παλιούς στάβλους που είχαν διαμορφωθεί σε εξοχικό σπιτάκι, μιλάγαμε για την σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική απόδραση του υπουργού Γιώργου Μυλωνά.
Η Λάουρα δεν ήταν καλλιτέχνις, μόνο κάπου κάπου παρίστανε αμισθί το μοντέλο σε μια φίλη γλύπτρια, καθώς και σε δυο καταξιωμένες φωτογράφους που συστεγάζονταν σε ένα μυθικό για την εποχή στούντιο, γιατί η Λάουρα είχε ένα τέλειο κορμί και της άρεσε να το δείχνει. Η δουλειά της, πρόσφατα κληρονομημένη από τον πάμπλουτο πατέρα της, ήταν έμπορος λιπαντικών για αυτοκίνητα και μηχανές και θα πήγαινε καλά αν δεν την εξαπατούσε ο βασικός παράγοντας της εταιρείας και σύζυγός της.
Πρέπει να ήταν πολύ μόνη και δυστυχισμένη, αλλά το έκρυβε τεχνηέντως που λένε, με γέλια τρανταχτά και χορευτικές κινήσεις αταίριαστες για την ηλικία της, που όμως η συντροφιά κατανοούσε και δικαιολογούσε ψιθυρίζοντας ολοένα "η καημένη η Λάουρα". Ούτε στιγμή δεν θα της πέρασε από το νου να ζητήσει βοήθεια από φίλους δοκιμασμένους, γιατί δεν ήθελε μάλλον "να δώσει δικαιώματα" να τη λυπηθούν. Αλήθεια, πίστευε, με την αφέλεια που την έδερνε, ότι μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους μπορεί να κρατηθεί μυστική.
Τελοσπάντων, όταν γύρισα στο σπίτι μετά τις μακρόσυρτες εκείνες διακοπές κι έδειχνα τις αναμνηστικές φωτογραφίες, "α, η Λάουρα!" ξεφώνησε ο θείος Στέφανος, εξηγώντας στη συνέχεια "ήταν συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό" και συμπλήρωσε περιεργαζόμενος προσεκτικότερα τις φωτογραφίες "κρατιέται καλά, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και κρίμα που ατύχησε στο γάμο της".
Ετσι, έμαθα αρκετά πράγματα για εκείνη τη γυναίκα, που έμελλε πολύ αργότερα, μετά από είκοσι και πλέον χρόνια, να απασχολήσει αρνητικά τον τύπο της εποχής. Περιττό να σημειώσω ότι, ενώ είχα υποσχεθεί να περάσω από το μαγαζάκι της να τα πούμε καμμιά μέρα, πέρασα μονάχα απέξω: δεν μπήκα γιατί ντράπηκα να τη δω σε ένα περιβάλλον τόσο αταίριαστο με την εικόνα που εξακολουθούσε να επιδεικνύει. Να δει το βλέμμα μου, δηλαδή, πόσο απογοητευτικά θα την κοίταζα.
(συνεχίζεται)
Θα μπορούσα, βέβαια, να ξεκινήσω την ιστορία με τον καυτό ήλιο που έψηνε ανελέητα τα βραχάκια στο Κίνι ή με το κυματάκι που τα δρόσιζε, ή ακόμα και με την πλάτη του φίλου μου του Πάρη, που ήταν η αναμφίβολη πρωταγωνίστρια εκείνου του αυγουστιάτικου μεσημεριού, μια και ήταν η πρώτη τριχωτή πλάτη που συναντούσα στη ζωή μου και οι τρεις κυρίες -η εμπόρισσα και οι δυο καλλιτέχνιδες φωτογράφοι- τρέχανε ποια θα την πρωτοπασαλείψει αντηλιακά λάδια. Εμένα, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, απλώς με αηδίαζε να βλέπω τρίχες σε πλάτη, μαθημένη να βλέπω ίσαμε τότε όμορφες πλάτες αγαλματένιες, πάλευκες και λείες. Η πλάτη του Πάρη λοιπόν, ήταν μια μεγάλη απογοήτευση: αυτές οι τρίχες που κρεμόντουσαν δεξιά κι αριστερά σαν έτοιμες να πλεχτούν σε πλεξούδες, έκλεισαν κάθε δρόμο προς την καρδιά μου. Εξαφάνισε με μιας τη γοητεία από τις αστείες ιστορίες που με κάναν να ξεκαρδίζομαι στα γέλια, παραβλέποντας το φαλακρό της κεφαλής του, που τον έκανε να δείχνει τουλάχιστον σαραντάρης. Και να σκεφτείς ότι όδευε προς τη συμπλήρωση των εικοσιέξι χρόνων του, ενώ η αφεντιά μου είχα ήδη κλεισμένα τα εικοσιεφτά! Ο Πάρης ήταν ένας γεννημένος σαραντάρης και το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να μη βγάζει ποτέ το πουκάμισό του.
(συνεχίζεται)
Ο θείος Στέφανος συνάντησε την παλιά του συμμαθήτρια ένα απογευματάκι να περιπλανιέται στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Είπαν μερικές κουβέντες στα πεταχτά, αντάλλαξαν τηλέφωνα, εκείνη υποσχέθηκε να τον επισκεφτεί στο σπίτι του εκεί κοντά την επομένη, περίπου την ίδια ώρα, κατά τις επτά, επειδή θα είχε πάλι ραντεβού με κάποιον που θα κανόνιζε τα χρέη της, αλλά θα του εξηγούσε με λεπτομέρειες την επομένη, όπως του είπε. Η επόμενη μέρα έφτασε, αλλά η Λάουρα δεν φάνηκε. "Κρίμα", είπε η θεία μου, που είχε φτιάξει κέικ για το τσάι προς τιμήν της Λάουρας, αλλά ο θείος μου δεν έδωσε μεγάλη σημασία "είναι ξεμυαλισμένη από μικρή, μπορεί να το ξέχασε" απάντησε.
"Μου φάνηκε ανήσυχη", κατέθεσε σε λίγες μέρες στο αστυνομικό τμήμα, όπου πήγε αυτοβούλως να καταθέσει μετά την ανακάλυψη του τεμαχισμένου πτώματος και τις σχετικές δημοσιεύσεις των εφημερίδων: η Λάουρα είχε κοπεί σε κομμάτια, γεμίζοντας 4-5 μαύρες σακκούλες παρατημένες σε ένα χαντάκι στον Περιφερειακό του Λυκαβηττού. Μάλλον ο δολοφόνος της υπολόγιζε να τις παραλάβει ο Δήμος μαζί με τις υπόλοιπες σακκούλες με τα μαζεμένα πούσια των πεύκων, αλλά δεν είχε υπολογίσει καθώς φαίνεται την απεργία των εργατών του Δήμου, ούτε και τα σκυλιά που έσκισαν τις σακκούλες. Ηταν και καλοκαιράκι βλέπεις, και τα πτώματα σαπίζουν γρήγορα.
"Τι άλλο γνωρίζετε για την υπόθεση; μπορείτε να περιγράψετε το θύμα;" ρώτησε ο αξιωματικός δίωξης και ο θείος μου περιέγραψε την Λάουρα ως μια πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της, αλλά λίγο μυστικοπαθή και κάπως επιπόλαιη που, μετά την κατρακύλα των οικονομικών της, απέφευγε τους παλιούς της φίλους. Επίσης, ανέφερε ότι, κατά τα λόγια της, είχε χρέη και περίμενε κάποιον που της είχε υποσχεθεί να τα τακτοποιήσει "ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί του" συμπληρώνοντας. Ο αστυνομικός του έδωσε να υπογράψει την κατάθεσή του, ο θείος μου υποσχέθηκε να είναι στη διάθεση της αστυνομίας και το θέμα έληξε.
(συνεχίζεται)
Την διαλεύκανση του εγκλήματος ανέλαβε ο επιθεωρητής Μολφέτας, νέος και σχετικά άπειρος αλλά εύστροφος αστυνομικός, με πρόσφατη προαγωγή λόγω εξιχνίασης κάποιου παλιού εγκλήματος της "συμμορίας των τεσσάρων" αν έχεις ακουστά, ενός αστυνομικού γρίφου που έλιωσε πολλά ζευγάρια παπούτσια αστυνομικών που σκεφτόντουσαν με τα πόδια και όχι με το μυαλό: τρέχανε δηλαδή, με αποτέλεσμα να μπει η υπόθεση στο αρχείο.Ο Μολφέτας δούλεψε με το σύστημά του, έναν περίεργο τρόπο που είχε να ψάχνει τα πράγματα εντελώς ανορθόδοξο για τους πολλούς, την ξεδιάλυνε και κέρδισε την προαγωγή με το σπαθί του. Μετά από αυτό, η μοναξιά του στο Τμήμα είχε μεγαλώσει, παράλληλα με το σεβασμό αλλά και τη μιρμίρα των συναδέλφων που απέδιδαν την επιτυχία του σε καθαρή τύχη: "όλα του έρχονται βολικά του μπαγάσα" λέγανε πίσω του μερικά φυντάνια, ενώ μπροστά του υποκλίνονταν.
Τελοσπάντων, ο Μολφέτας διέθετε και υπομονή και δεν πίεσε καθόλου τον ιατροδικαστή να βγάλει το πόρισμα που ήρθε φυσιολογικά μια βδομάδα αργότερα: η νεκρή είχε ναρκωθεί και είχε τεμαχιστεί όντας ακόμα ζωντανή, που σημαίνει πως το έγκλημα έγινε κατόπιν προμελέτης, δεν ήταν δηλαδή κάτι που συνέβη εν βρασμώ ψυχής, που λένε, πράγμα που θα δικαιολογούσε ένας πιθανός πανικός του δράστη με αποτέλεσμα τη μανία εξαφάνισης του πτώματος. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, ξεκίνησε συστηματικός έλεγχος για στοιχεία σε μικρή ακτίνα γύρω από την περιοχή ανακάλυψης της κομματιασμένης νεκρής.
(συνεχίζεται)
Περιμένοντας το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης, ο Μολφέτας δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Εξέτασε εξονυχιστικά τα ρούχα της Λάουρας μαζί με τον βοηθό του το Μενέλαο Στραπατσινόπουλο, Στραπ σε συντομία. Ο Στραπ είχε το πλεονέκτημα να δέχεται εντολές χωρίς να τις αμφισβητεί και να προβληματίζεται μονάχα αν του ζητούσαν τη γνώμη του. Ψάχνοντας λοιπόν, ανακάλυψε μερικά μικρά πραγματάκια ραμμένα στο στρίφωμα του φουστανιού, όπως π.χ. ένα χαρτονάκι με τα στοιχεία της! Φαίνεται ότι η Λάουρα ήταν πράγματι κρυψίνους και φοβισμένος άνθρωπος για να σκεφτεί κάτι τέτοιο: να κρύβει τον εαυτό της γραμμένο σε ένα ραμμένο χαρτονάκι. Στο στρίφωμα υπήρχαν ακόμα μερικά μικρούτσικα διαμαντάκια, για ώρα ανάγκης μάλλον. Φαίνεται ότι ο δολοφόνος ήταν περιορισμένης νοητικής ικανότητας για να μη ψάξει τα στριφώματα, ίσως πάλι να μην είχε και πολύ χρόνο για τέτοια λεπτομερή έρευνα. Ετσι λοιπόν, η ταυτότητα του θύματος αποκαλύφθηκε σχετικά νωρίς και ο Τύπος -άλλο που δεν ήθελαν οι δημοσιογράφοι- οργίασε με εικασίες και σχετικές ανακοινώσεις, κατόπιν αστυνομικής άδειας φυσικά: “Ζητείται κάθε πληροφορία περί του περιβάλλοντος της νεκρής” και τα τοιαύτα. Μια τέτοια ανακοίνωση θα είδε και ο θείος Στέφανος και ανταποκρίθηκε αμέσως.
(συνεχίζεται)
Οφείλω εδώ (για χατήρι του αναγνώστη που εξακολουθεί να διαβάζει την ιστορία, αλλά και για τα δικά μου μάτια, επειδή ο χαρακτηρισμός “νέος” είναι ανεπαρκής) να συμπληρώσω την εικόνα του επιθεωρητή Μολφέτα, που ξεπηδάει με το έτσι θέλω, που λένε, να αρπάξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τον εαυτό του. Ετσι συμβαίνει συχνά με τις ιστορίες: πλάθονται και καθοδόν, σπάνια βρίσκονται ολόκληρες μέσα στο κεφάλι εκείνου που τις γράφει. Ο επιθεωρητής Μολφέτας λοιπόν, πέρα από το ότι είναι νέος και το “νέος” αυτό δεν χαρακτηρίζει τόσο την ηλικία, γιατί για νέος λογαριάζεται ένας άνθρωπος 25-40 χρονών σήμερα, αλλά νέος είναι και ένας άνθρωπος με κοφτερό και ξύπνιο μυαλό, αλλά εδώ το “νέος” νοείται όσον αφορά τον χρόνο υπηρεσίας του επιθεωρητή στον τομέα του: στο Εγκληματολογικό Τμήμα της Αστυνομίας. Οπότε, μένει ελεύθερη η φαντασία να τον διαπλάσει όπως επιθυμεί και, επειδή για εικοσπεντάρη δεν τον βλέπω, μάλλον τοποθετείται γύρω στα σαράντα.
Ενας σαραντάρης λοιπόν, ένας άντρας στην ακμή του, με σπινθιροβόλο βλέμμα ανεξάρτητα από χρώμα ματιών, που, μεταξύ μας, θα τα προτιμούσα γκρίζα αλλά αν δεν συμφωνεί ο αναγνώστης μπορεί να τα βάψει όποιο χρώμα θέλει και το ίδιο μπορεί να κάνει και με το χρώμα του δέρματος. Εδώ ακριβώς, άραγε, αναδύεται ένας γόης μελαμψός με ανοιχτόχρωμα μάτια; Απαπαπα, θα κλέψει όλη την παράσταση! Άσε που είναι δύσκολο ένας τόσο ωραίος άντρας να θάβεται στα ντουλάπια των αρχείων ψάχνοντας παλιές υποθέσεις ώστε να εκμαιεύει την προαγωγή του, τη στιγμή που θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει παίζοντας σε διαφημιστικά σποτάκια. Επίσης, ένας ωραίος δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητος, πράγμα απαραίτητο για έναν ερευνητή δολοφονιών. Ο κύβος ερρίφθη: ο επιθεωρητής Μολφέτας είναι ένας άχρωμος κοινός άνθρωπος, σχετικά παχουλός και ήρεμος, μέσου αναστήματος και σωματικής διάπλασης, με μόνο διακριτό χαρακτηριστικό το σπινθιροβόλο βλέμμα: εδώ δεν σηκώνω διαφωνία!
(συνεχίζεται)
Η Λάουρα δεν ήταν καλλιτέχνις, μόνο κάπου κάπου παρίστανε αμισθί το μοντέλο σε μια φίλη γλύπτρια, καθώς και σε δυο καταξιωμένες φωτογράφους που συστεγάζονταν σε ένα μυθικό για την εποχή στούντιο, γιατί η Λάουρα είχε ένα τέλειο κορμί και της άρεσε να το δείχνει. Η δουλειά της, πρόσφατα κληρονομημένη από τον πάμπλουτο πατέρα της, ήταν έμπορος λιπαντικών για αυτοκίνητα και μηχανές και θα πήγαινε καλά αν δεν την εξαπατούσε ο βασικός παράγοντας της εταιρείας και σύζυγός της.
Δυστυχώς, έπεσε θύμα του και πριν το καλοκαταλάβει βρέθηκε να λουφάζει σε ένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Κάνιγγος, πεταμένη κυριολεκτικά έξω από τα πολυτελή γραφεία του Κολωνακίου και τη βίλλα του Ψυχικού. Ζούσε λοιπόν στο τριαράκι της Κυψέλης με μια πενιχρότατη σύνταξη του μπαμπά, ενεχυριάζοντας κατά διαστήματα μερικά πολυτελή αντικείμενα και κοσμήματα, μη θέλοντας να απαρνηθεί τις συνήθειες μιας ολόκληρης ζωής. Ηταν περήφανη και δέχτηκε τη μοίρα αυτή με αξιοπρέπεια, μη θέλοντας να παραδεχτεί τη βλακεία της να παντρευτεί κάποιον κατώτερο, από ηθική άποψη κυρίως, ένα ρεμάλι δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα όπως είναι.
Πρέπει να ήταν πολύ μόνη και δυστυχισμένη, αλλά το έκρυβε τεχνηέντως που λένε, με γέλια τρανταχτά και χορευτικές κινήσεις αταίριαστες για την ηλικία της, που όμως η συντροφιά κατανοούσε και δικαιολογούσε ψιθυρίζοντας ολοένα "η καημένη η Λάουρα". Ούτε στιγμή δεν θα της πέρασε από το νου να ζητήσει βοήθεια από φίλους δοκιμασμένους, γιατί δεν ήθελε μάλλον "να δώσει δικαιώματα" να τη λυπηθούν. Αλήθεια, πίστευε, με την αφέλεια που την έδερνε, ότι μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους μπορεί να κρατηθεί μυστική.
Τελοσπάντων, όταν γύρισα στο σπίτι μετά τις μακρόσυρτες εκείνες διακοπές κι έδειχνα τις αναμνηστικές φωτογραφίες, "α, η Λάουρα!" ξεφώνησε ο θείος Στέφανος, εξηγώντας στη συνέχεια "ήταν συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό" και συμπλήρωσε περιεργαζόμενος προσεκτικότερα τις φωτογραφίες "κρατιέται καλά, ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και κρίμα που ατύχησε στο γάμο της".
Ετσι, έμαθα αρκετά πράγματα για εκείνη τη γυναίκα, που έμελλε πολύ αργότερα, μετά από είκοσι και πλέον χρόνια, να απασχολήσει αρνητικά τον τύπο της εποχής. Περιττό να σημειώσω ότι, ενώ είχα υποσχεθεί να περάσω από το μαγαζάκι της να τα πούμε καμμιά μέρα, πέρασα μονάχα απέξω: δεν μπήκα γιατί ντράπηκα να τη δω σε ένα περιβάλλον τόσο αταίριαστο με την εικόνα που εξακολουθούσε να επιδεικνύει. Να δει το βλέμμα μου, δηλαδή, πόσο απογοητευτικά θα την κοίταζα.
(συνεχίζεται)
Θα μπορούσα, βέβαια, να ξεκινήσω την ιστορία με τον καυτό ήλιο που έψηνε ανελέητα τα βραχάκια στο Κίνι ή με το κυματάκι που τα δρόσιζε, ή ακόμα και με την πλάτη του φίλου μου του Πάρη, που ήταν η αναμφίβολη πρωταγωνίστρια εκείνου του αυγουστιάτικου μεσημεριού, μια και ήταν η πρώτη τριχωτή πλάτη που συναντούσα στη ζωή μου και οι τρεις κυρίες -η εμπόρισσα και οι δυο καλλιτέχνιδες φωτογράφοι- τρέχανε ποια θα την πρωτοπασαλείψει αντηλιακά λάδια. Εμένα, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, απλώς με αηδίαζε να βλέπω τρίχες σε πλάτη, μαθημένη να βλέπω ίσαμε τότε όμορφες πλάτες αγαλματένιες, πάλευκες και λείες. Η πλάτη του Πάρη λοιπόν, ήταν μια μεγάλη απογοήτευση: αυτές οι τρίχες που κρεμόντουσαν δεξιά κι αριστερά σαν έτοιμες να πλεχτούν σε πλεξούδες, έκλεισαν κάθε δρόμο προς την καρδιά μου. Εξαφάνισε με μιας τη γοητεία από τις αστείες ιστορίες που με κάναν να ξεκαρδίζομαι στα γέλια, παραβλέποντας το φαλακρό της κεφαλής του, που τον έκανε να δείχνει τουλάχιστον σαραντάρης. Και να σκεφτείς ότι όδευε προς τη συμπλήρωση των εικοσιέξι χρόνων του, ενώ η αφεντιά μου είχα ήδη κλεισμένα τα εικοσιεφτά! Ο Πάρης ήταν ένας γεννημένος σαραντάρης και το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να μη βγάζει ποτέ το πουκάμισό του.
(συνεχίζεται)
Ο θείος Στέφανος συνάντησε την παλιά του συμμαθήτρια ένα απογευματάκι να περιπλανιέται στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Είπαν μερικές κουβέντες στα πεταχτά, αντάλλαξαν τηλέφωνα, εκείνη υποσχέθηκε να τον επισκεφτεί στο σπίτι του εκεί κοντά την επομένη, περίπου την ίδια ώρα, κατά τις επτά, επειδή θα είχε πάλι ραντεβού με κάποιον που θα κανόνιζε τα χρέη της, αλλά θα του εξηγούσε με λεπτομέρειες την επομένη, όπως του είπε. Η επόμενη μέρα έφτασε, αλλά η Λάουρα δεν φάνηκε. "Κρίμα", είπε η θεία μου, που είχε φτιάξει κέικ για το τσάι προς τιμήν της Λάουρας, αλλά ο θείος μου δεν έδωσε μεγάλη σημασία "είναι ξεμυαλισμένη από μικρή, μπορεί να το ξέχασε" απάντησε.
"Μου φάνηκε ανήσυχη", κατέθεσε σε λίγες μέρες στο αστυνομικό τμήμα, όπου πήγε αυτοβούλως να καταθέσει μετά την ανακάλυψη του τεμαχισμένου πτώματος και τις σχετικές δημοσιεύσεις των εφημερίδων: η Λάουρα είχε κοπεί σε κομμάτια, γεμίζοντας 4-5 μαύρες σακκούλες παρατημένες σε ένα χαντάκι στον Περιφερειακό του Λυκαβηττού. Μάλλον ο δολοφόνος της υπολόγιζε να τις παραλάβει ο Δήμος μαζί με τις υπόλοιπες σακκούλες με τα μαζεμένα πούσια των πεύκων, αλλά δεν είχε υπολογίσει καθώς φαίνεται την απεργία των εργατών του Δήμου, ούτε και τα σκυλιά που έσκισαν τις σακκούλες. Ηταν και καλοκαιράκι βλέπεις, και τα πτώματα σαπίζουν γρήγορα.
"Τι άλλο γνωρίζετε για την υπόθεση; μπορείτε να περιγράψετε το θύμα;" ρώτησε ο αξιωματικός δίωξης και ο θείος μου περιέγραψε την Λάουρα ως μια πολύ όμορφη γυναίκα στα νιάτα της, αλλά λίγο μυστικοπαθή και κάπως επιπόλαιη που, μετά την κατρακύλα των οικονομικών της, απέφευγε τους παλιούς της φίλους. Επίσης, ανέφερε ότι, κατά τα λόγια της, είχε χρέη και περίμενε κάποιον που της είχε υποσχεθεί να τα τακτοποιήσει "ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί του" συμπληρώνοντας. Ο αστυνομικός του έδωσε να υπογράψει την κατάθεσή του, ο θείος μου υποσχέθηκε να είναι στη διάθεση της αστυνομίας και το θέμα έληξε.
(συνεχίζεται)
Την διαλεύκανση του εγκλήματος ανέλαβε ο επιθεωρητής Μολφέτας, νέος και σχετικά άπειρος αλλά εύστροφος αστυνομικός, με πρόσφατη προαγωγή λόγω εξιχνίασης κάποιου παλιού εγκλήματος της "συμμορίας των τεσσάρων" αν έχεις ακουστά, ενός αστυνομικού γρίφου που έλιωσε πολλά ζευγάρια παπούτσια αστυνομικών που σκεφτόντουσαν με τα πόδια και όχι με το μυαλό: τρέχανε δηλαδή, με αποτέλεσμα να μπει η υπόθεση στο αρχείο.Ο Μολφέτας δούλεψε με το σύστημά του, έναν περίεργο τρόπο που είχε να ψάχνει τα πράγματα εντελώς ανορθόδοξο για τους πολλούς, την ξεδιάλυνε και κέρδισε την προαγωγή με το σπαθί του. Μετά από αυτό, η μοναξιά του στο Τμήμα είχε μεγαλώσει, παράλληλα με το σεβασμό αλλά και τη μιρμίρα των συναδέλφων που απέδιδαν την επιτυχία του σε καθαρή τύχη: "όλα του έρχονται βολικά του μπαγάσα" λέγανε πίσω του μερικά φυντάνια, ενώ μπροστά του υποκλίνονταν.
Τελοσπάντων, ο Μολφέτας διέθετε και υπομονή και δεν πίεσε καθόλου τον ιατροδικαστή να βγάλει το πόρισμα που ήρθε φυσιολογικά μια βδομάδα αργότερα: η νεκρή είχε ναρκωθεί και είχε τεμαχιστεί όντας ακόμα ζωντανή, που σημαίνει πως το έγκλημα έγινε κατόπιν προμελέτης, δεν ήταν δηλαδή κάτι που συνέβη εν βρασμώ ψυχής, που λένε, πράγμα που θα δικαιολογούσε ένας πιθανός πανικός του δράστη με αποτέλεσμα τη μανία εξαφάνισης του πτώματος. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, ξεκίνησε συστηματικός έλεγχος για στοιχεία σε μικρή ακτίνα γύρω από την περιοχή ανακάλυψης της κομματιασμένης νεκρής.
(συνεχίζεται)
Περιμένοντας το πόρισμα της ιατροδικαστικής εξέτασης, ο Μολφέτας δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Εξέτασε εξονυχιστικά τα ρούχα της Λάουρας μαζί με τον βοηθό του το Μενέλαο Στραπατσινόπουλο, Στραπ σε συντομία. Ο Στραπ είχε το πλεονέκτημα να δέχεται εντολές χωρίς να τις αμφισβητεί και να προβληματίζεται μονάχα αν του ζητούσαν τη γνώμη του. Ψάχνοντας λοιπόν, ανακάλυψε μερικά μικρά πραγματάκια ραμμένα στο στρίφωμα του φουστανιού, όπως π.χ. ένα χαρτονάκι με τα στοιχεία της! Φαίνεται ότι η Λάουρα ήταν πράγματι κρυψίνους και φοβισμένος άνθρωπος για να σκεφτεί κάτι τέτοιο: να κρύβει τον εαυτό της γραμμένο σε ένα ραμμένο χαρτονάκι. Στο στρίφωμα υπήρχαν ακόμα μερικά μικρούτσικα διαμαντάκια, για ώρα ανάγκης μάλλον. Φαίνεται ότι ο δολοφόνος ήταν περιορισμένης νοητικής ικανότητας για να μη ψάξει τα στριφώματα, ίσως πάλι να μην είχε και πολύ χρόνο για τέτοια λεπτομερή έρευνα. Ετσι λοιπόν, η ταυτότητα του θύματος αποκαλύφθηκε σχετικά νωρίς και ο Τύπος -άλλο που δεν ήθελαν οι δημοσιογράφοι- οργίασε με εικασίες και σχετικές ανακοινώσεις, κατόπιν αστυνομικής άδειας φυσικά: “Ζητείται κάθε πληροφορία περί του περιβάλλοντος της νεκρής” και τα τοιαύτα. Μια τέτοια ανακοίνωση θα είδε και ο θείος Στέφανος και ανταποκρίθηκε αμέσως.
(συνεχίζεται)
Οφείλω εδώ (για χατήρι του αναγνώστη που εξακολουθεί να διαβάζει την ιστορία, αλλά και για τα δικά μου μάτια, επειδή ο χαρακτηρισμός “νέος” είναι ανεπαρκής) να συμπληρώσω την εικόνα του επιθεωρητή Μολφέτα, που ξεπηδάει με το έτσι θέλω, που λένε, να αρπάξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τον εαυτό του. Ετσι συμβαίνει συχνά με τις ιστορίες: πλάθονται και καθοδόν, σπάνια βρίσκονται ολόκληρες μέσα στο κεφάλι εκείνου που τις γράφει. Ο επιθεωρητής Μολφέτας λοιπόν, πέρα από το ότι είναι νέος και το “νέος” αυτό δεν χαρακτηρίζει τόσο την ηλικία, γιατί για νέος λογαριάζεται ένας άνθρωπος 25-40 χρονών σήμερα, αλλά νέος είναι και ένας άνθρωπος με κοφτερό και ξύπνιο μυαλό, αλλά εδώ το “νέος” νοείται όσον αφορά τον χρόνο υπηρεσίας του επιθεωρητή στον τομέα του: στο Εγκληματολογικό Τμήμα της Αστυνομίας. Οπότε, μένει ελεύθερη η φαντασία να τον διαπλάσει όπως επιθυμεί και, επειδή για εικοσπεντάρη δεν τον βλέπω, μάλλον τοποθετείται γύρω στα σαράντα.
Ενας σαραντάρης λοιπόν, ένας άντρας στην ακμή του, με σπινθιροβόλο βλέμμα ανεξάρτητα από χρώμα ματιών, που, μεταξύ μας, θα τα προτιμούσα γκρίζα αλλά αν δεν συμφωνεί ο αναγνώστης μπορεί να τα βάψει όποιο χρώμα θέλει και το ίδιο μπορεί να κάνει και με το χρώμα του δέρματος. Εδώ ακριβώς, άραγε, αναδύεται ένας γόης μελαμψός με ανοιχτόχρωμα μάτια; Απαπαπα, θα κλέψει όλη την παράσταση! Άσε που είναι δύσκολο ένας τόσο ωραίος άντρας να θάβεται στα ντουλάπια των αρχείων ψάχνοντας παλιές υποθέσεις ώστε να εκμαιεύει την προαγωγή του, τη στιγμή που θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει παίζοντας σε διαφημιστικά σποτάκια. Επίσης, ένας ωραίος δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητος, πράγμα απαραίτητο για έναν ερευνητή δολοφονιών. Ο κύβος ερρίφθη: ο επιθεωρητής Μολφέτας είναι ένας άχρωμος κοινός άνθρωπος, σχετικά παχουλός και ήρεμος, μέσου αναστήματος και σωματικής διάπλασης, με μόνο διακριτό χαρακτηριστικό το σπινθιροβόλο βλέμμα: εδώ δεν σηκώνω διαφωνία!
(συνεχίζεται)
3 σχόλια:
τη Λαουρα την εμαθα απο μακρια (απο σενα δλδς) αλλά για τις τριχες δεν εχω λογια να πω πόσο πολυ συμφωνουμε :)
μπερδεύτηκα τώρα!! ποιες τρίχες;
ααα κατάλαβα!!
Δημοσίευση σχολίου