«Να
πρόσεχεις τα ραμόνια, Τεν!» φωνάζει με την τραγουδιστή σέξυ φωνή της η
Μουλίν στον άντρα που ξεμακραίνει, κουνώντας του το μαντίλι.
Αυτός
είναι ο συνηθισμένος της χαιρετισμός. Κάθε που φεύγει ο Τεν Μπακς για
κάποια νέα μυστική αποστολή, τον αποχαιρετά με τον ίδιο τρόπο.
«Οέοοοο,
αγάπη, μην ανησυχείς, θα γυρίσω!» φωνάζει ο Τεν και ορμά χοροπηδηχτά
πάνω στο φτερωτό βουβάλι της Ρεντ Άι, της εθνικής εταιρείας
αερομεταφορών, με το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο στόλο ιπτάμενων
βουβαλιών παγκοσμίως.
Η
Μουλίν, αγγίζοντας με σιγουριά τα δυο γεμάτα καναπουτσάρ που κρέμονται
στερεωμένα δεξιά κι αριστερά στη ζώνη της -πρέπει να φυλάγεται κανείς τη
σήμερον ημέρα- στρέφεται προς το ροζ πέτρινο σπίτι, να τελειώσει τον
καφέ που άφησε μισοτελειωμένο. Πίσω από το σπίτι, ορθώνονται τα ροζ
βουνά της οροσειράς των Υδρογονανθρακών, το φυσικό σύνορο της
Νομανσλάνδης με την εχθρική χώρα των Απώνων. Στη χώρα αυτή, την Απωνία,
την ξακουστή για τα ραμόνια της που καλλιεργούνται στα εκτροφεία του
παραλιακού θερέτρου Μόδο, γίνονται οι συνηθισμένες αποστολές του Τεν.
Κάνει το παν για τη σύσφιξη των σχέσων των δύο χωρών, ως μυστικός
πράκτορας απευθείας εντεταλμένος του αυτοκράτορα Τσινγκ του Α΄. Οι
Απωνες έχουν θετική άποψη για μια συμμαχία που θα ευνοήσει την ειρήνη
μεταξύ των βουνίσιων κατοίκων της Νομανσλάνδης και των θαλασσινών
Απώνων, αλλά την τελευταία λέξη θα την πουν οι λαοί -με δημοψήφισμα
φυσικά.
Η
ζωή κυλά ήρεμα και απαλά σαν ποταμάκι στην Κοιλάδα του Χρόνου, εκεί
όπου κατοικούν η Μουλίν με τον άντρα των ονείρων της, τον θαρραλέο,
σκληρό και συνάμα τρυφερό σαν καρδιά μαρουλιού, τον Τεν Μπακς, που
πρόδωσε το σόι του για χατήρι της και δεν το μετάνοιωσε ποτέ του• γιατί ο
Τεν, ως γόνος της αγέρωχης και περήφανης κάστας των Τσαλντεάνων και
σπουδαγμένος ως εκτούτου στη Σχολή των Ταγιστών, ώφειλε να υπερασπίζεται
τα συμφέροντα της κάστας αυτής και όχι να συμπλέει με το λαουτζίκο.
Ευτυχώς, οι Τσαλντεάνοι περιορίστηκαν απο τον αυτοκράτορα Τσινγκ τον Α΄
στο μοναστήρι του Ντιντάτσε, όπου έχουν το ελεύθερο να συνομωσιολογούν
και να θυσιάζουν αρνάκια στο Γκράαλ, όσο και όταν τους κάνει κέφι.
Υπάρχουν μεν, αλλά δεν εμποδίζουν το λαό της Νομανσλάνδης στην πορεία
του προς το αύριο.
Το
αύριο της Νομανσλάνδης ταυτίζεται με τη συμπαραγωγή ραμονιών, να
δοκιμαστεί σε πρώτη φάση δηλαδή η καλλιέργειά τους στα ποτάμια της, μια
και η χώρα αυτή δεν έχει θάλασσα. Στο σχέδιο αυτό αντιδρά μαζικά ο λαός,
αλλά ο Τσινγκ ο Α΄ που επιθυμεί διακαώς να πραγματώσει το όραμά του
έχει ξαμολήσει ακόμα και τον εθνικό συνθέτη Λεβόν Μποχεμιάν, αυτόν που
έγραψε το εμβατήριο «Πάρε Πέντε», τον εθνικό ύμνο της χώρας, να βάλει τα
δυνατά του. Ο Μποχεμιάν, αν και γερασμένος πλέον, έχει την εκτίμηση και
την εμπιστοσύνη του λαού εξαιτίας, όχι μονάχα της λαοπλάνας στιβαρής
μουσικής του, αλλά και των παλαιών του αγώνων εναντίον των Τσαλντεάνων
που τον παλιό καιρό, όταν κατείχαν την εξουσία πριν τον Τσινγκ τον Α΄,
φορολογούσαν αγρίως τους νομανσλανδιανούς πολίτες και τσεπώναν τους
φόρους για να ζουν κολυμπώντας στα πλούτη και στην πολυτέλεια. Οι κυρίως
απόστολοι της ειρηνικής συνύπαρξης και συμμαχίας των δύο χωρών είναι,
εκτός από τον αφανή Τεν Μπακς, ο εθνικός ευεργέτης, εφοπλιστής και
τραπεζίτης Μπασέν ντε Λαντρ και ο δαιμόνιος Πράβο Γιάζντι, ο πρώην
νταλικιέρης που κατάφερε να γίνει Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών
της αυτοκρατορικής κυβέρνησης της χώρας, όταν πρότεινε την κατασκευή και
εγκατάσταση αόρατων διοδίων, καθώς και αυτομάτως επισκευαζόμενων
οδοστρωμάτων στις εθνικές οδούς.
Αν
και η Μουλίν δεν έχει δει ποτέ της ραμόνι και ούτε καν ξέρει τι θα πει
θάλασσα, μια και δεν επισκέφτηκε ποτέ την Απωνία, εντούτοις τα φοβάται
παθολογικά και, παρ’ όλες τις κοροϊδίες που τρώει από το θαρραλέο
αντρούλη της, τρέμει στην ιδέα ότι κάποια μέρα μπορεί να βρεθεί κάνα
ραμόνι στη σούπα της. Δεν έχει δει μεν, αλλά η πλούσια φαντασία της τα
φανερώνει αυτά τα καταραμένα τα ραμόνια στους εφιάλτες της και είναι
πλάσματα απαίσια, με νύχια γαμψά και σιδερένιες περικεφαλαίες, με όπλα
εντελώς διαφορετικά από τα καναπουτσάρ, τα οποία μελετά και βελτιώνει
διαρκώς το Ινστιτούτο Σκοτ Πόλαρ της αγαπημένης της πατρίδας.
Μαγειρεύει
τώρα στην κουζίνα της η ωραία Μουλίν και σκέφτεται με τρόμο πού να
βρίσκεται ο Τεν. Στριφογυρνά πάνω στα ξώφτερνα ψηλοτάκουνά της, που δεν
παύει να τα φορά μέρα νύχτα, αν και είναι εντελώς ακατάλληλα για την
κακοτράχαλη αγροτική περιοχή όπου κατοικεί, την Κοιλάδα του Χρόνου
δηλαδή. Απαξ και της είπε κάποτε ο Τεν ότι πεθαίνει στη θέα του
λικνιζόμενου κορμιού της πάνω σε αυτά τα ψηλοτάκουνα, το θέμα είναι
ληγμένο για την όμορφη Μουλίν· γιατί η Μουλίν είναι η ωραιότερη γυναίκα
της χώρας και ο Τεν αναγκάστηκε να μονομαχήσει στο σκάκι με τον
πρωταθλητή Τάλατ Μπλεντ για να κερδίσει την καρδιά -και το κορμί της,
εννοείται- μια και η Μουλίν ήταν ανέκαθεν φαν του σκακιού, είχε κάνει
και πρόεδρος της Ν.Ε.Σ. (Νομανσλανδιακή Ενωση Σκακιστών) για ένα
φεγγάρι. Είναι η μοναδική παρτίδα που έχει χάσει στη μέχρι σήμερα
καριέρα του ο Τάλατ με τη συννεφιασμένη όψη. Ευτυχώς για τη Μουλίν,
βέβαια, γιατί θα ήταν τρομερό να μένει κλεισμένη στο μουντό πύργο του
σκακιστή αντί να πιλαλάει ελεύθερη στα λιβάδια της Κοιλάδας του Χρόνου
-με τα ξώφτερνα ψηλοτάκουνα, βεβαίως.
Μαγειρεύει,
λοιπόν, η σέξυ και πανέξυπνη Μουλίν σιγοτραγουδώντας το σουξεδάκι της
μόδας που τυχαίνει να είναι και ύμνος σύνθημα των αντιραμονιστών «είμαι
σέξυ και πανέξυ και ραμόνια δεν θα βρέξει» και στη σκέψη της τριγυρνούν
ραμόνια, μπαλώνει τις κάλτσες του Τεν και ραμόνια μπερδεύονται στις
κλωστές, ξεσκονίζει και ραμόνια ανασύρονται από σκοτεινές γωνίες,
σφουγγαρίζει και ραμόνια αναδεύονται στον κουβά του σφουγγαρίσματος,
ιδρώνει και αποδίδει τη φούντωση σε ραμόνια που έχουν διεισδύσει στο
δέρμα της. Η κατάσταση πάει να γίνει τραγική, το καταλαβαίνει και
βγαίνει έξω, να σκαλίσει τα παρτέρια. Παραμονεύουν όμως ραμόνια κάτω από
το χώμα, μερικά είναι γαντζωμένα κάτω από τα πέταλα των λουλουδιών ή
ξεπροβάλουν σαν αγριεμένα αγκάθια από τα κοτσάνια τους, κάποιο άλλο,
τεράστιο ραμόνι, κρυφογελάει πίσω από τον κορμό της συκιάς έτοιμο να της
ορμήξει, η κατάσταση είναι αφόρητη, ξαναμπαίνει στο σπίτι, ξαπλώνει
στον καναπέ και ανοίγει τηλεόραση.
Τα
πράγματα όμως δεν είναι καθόλου καλύτερα, γιατί στην οθόνη παρελαύνουν
ραμόνια, κάθε παρουσιαστής και ραμόνι μεταμορφωμένο σε παρουσιαστή, κάθε
δημοσιογράφος και κρυφό ραμόνι. Τηλεφωνεί στο κινητό του «Τεν, αγάπη
μου, θα αργήσεις;» τον ρωτά κι εκείνος «όχι, μωράκι μου, σε λίγο φτάνω,
τώρα πετάω πάνω από τους Υδρογονανθρακούς» απαντά και η Μουλίν αρχίζει
να στρώνει τραπέζι.
Ο
ήλιος βάφει ακόμα πιο ρόδινα τα βουνά γέρνοντας προς τη δύση, ακούγεται
το μουγκρητό του ιπτάμενου βουβαλιού και μετά ο χτύπος της αυλόπορτας
που κλείνει. Επιτέλους! Ο Τεν είναι σπίτι.
«Τεν,
τα χέρια σου! Να πλύνεις καλά τα χέρια σου!» του φωνάζει η Μουλίν από
την κουζίνα, όπου βάζει τις τελευταίες πινελιές στο στόλισμα της
πιατέλας.
«Τι
θα φάμε σήμερα, αγαπούλα;» ακούγεται η φωνή του από το μπάνιο και «αυτό
που σου αρέσει!» απαντά η Μουλίν, «μακαρόνια με παστουρμά και σάλτσα
αντσούγια!» και, συμπληρώνοντας το καθιερωμένο «τι μού ’φερες σήμερα;»,
περνά με την πιατέλα στο καθιστικό, την ακουμπά στο χαμηλό τραπεζάκι
μπροστά στον καναπέ, χαμηλώνει το φως και περιμένει. Ο Τεν βγαίνει από
το μπάνιο τινάζοντας αγέρωχα τα νερά από τα μαλλιά του -ο μόνος πλούτος
που επιτρέπει στον εαυτό του ο λιτός ήρωας και που μοιράζεται ευχαρίστως
με τη γυναίκα του είναι αυτές οι τρίχες- απλώνει τα χέρια, η Μουλίν
πέφτει ξέπνοη στο στέρνο του -γκάπ!- και «Επιτέλους, αγάπη μου, φοβήθηκα
τόσο» του λέει και κάθονται να φάνε.
Μεταξύ
τυρού και αχλαδίου, που λένε, η γυναίκα ξαναρωτά «τι μού ’φερες» και ο
Τεν απλώνει το χέρι στην τσέπη του -πεταμένου πρόχειρα στη διπλανή
πολυθρόνα- σακακκιού του, βγάζει ένα κουτάκι και «δες το και μετά θα σου
πω τί είναι» της λέει, εκείνη ανοίγει το κουτάκι, βγάζει ένα υπέροχο
δαχτυλίδι με ροζ πέτρα «τι πέτρα είναι αυτή;» ξαναρωτά, ο Τεν απαντά
κλείνοντας το μάτι «ένα ραμόνι, καρδούλα μου!»
Η
Μουλίν μένει προς στιγμή άναυδη και μετά ξεραίνεται στα γέλια, νευρικά
γέλια, κοντεύουν να σπάσουνε τα τζάμια. «Ραμόνι; Αυτά είναι τα ραμόνια
λοιπόν; χαχαχα!» καταφέρνει να πει ανάμεσα στα τρανταχτά γέλια και ο
φόβος πετάει μακριά, φεύγει, πάει πέρα από βουνά και κορυφογραμμές,
χάνεται μέσα στο σκοτάδι και οι εφιάλτες δεν θα ξαναζωντανέψουν πια.
Τέλος.
Ετσι
συμβαίνει πάντα, ησυχάζει ο νους όταν ο φόβος παίρνει συγκεκριμένη
μορφή, εικονοποιείται, που λένε, παύει να είναι κάτι τι ακαθόριστο και
θολό. Φοβάται κανείς εκείνο που φαντάζεται, αυτό που σκορπίζεται μέσα
στη σκέψη και τη διαλύει και γιγαντώνεται από το λίπασμα της φαντασίας. Ο
σπόρος του φόβου, όταν φυτεύεται στο μυαλό, είναι επικίνδυνος. Ετσι την
πάτησε η ωραία και πανέξυπνη Μουλίν, που φοβόταν τα φαντάσματα που η
ίδια κατασκεύαζε μέσα στο δικό της το κεφαλάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου