Η Βαλεντίνη ακούμπησε τρυφερά το χέρι στο στομάχι του νεαρού μόλις βγήκαν απο το ασσανσέρ, όταν, μετα το ερώτημα «Τι κάνει η μαμά σου;», έλαβε την απάντηση «Πέθανε τη Δευτέρα». Ηταν κιόλας Παρασκευή. Η κηδεία είχε γίνει. Είχε πεθάνει και ταφεί η καλύτερή της φίλη κι εκείνη δεν είχε πάρει είδηση. Την τελευταία φορά που μίλησαν στο τηλέφωνο, την είχε ακούσει να της παραπονιέται για το γιο της, πόσο ανάλγητος νέος είχε γίνει, πόσο ασχημα της φερόταν, πως την πίεζε να πουλήσουν το σπίτι τους στο Χαλάντρι, όλο τέτοια έλεγε κλαίγοντας σχεδόν και η Βαλεντίνη την άφηνε να μιλά για να ελαφρώσει την καρδιά της. Ετσι δεν κάνουν οι φίλοι; Οσα είχε να της πει για τον μικρό, της τα είχε πει δια μακρών με κάθε λεπτομέρεια πριν απο πολλά πολλά χρόνια, τότε που τον είχαν μοσχαναθρεμένο μάνα και γιαγιά και φρόντιζαν τίποτα να μη του λείπει και ρεγουλάριζαν τις δικές τους ζωές συμφωνα με τις ιδιόρυθμες απαιτήσεις του.
Ο μικρός μεγάλωνε, αλλά εκείνες δεν το έβλεπαν αυτό, δεν είδαν τίποτα όταν πούλησε το κολλιέ της γιαγιάς του για πενταροδεκάρες, να παίξει στα ποδοσφαιράκια, ούτε είδαν τίποτα όταν μετά το Λύκειο σήκωσε τα ασημικά και τα σκότωσε στο Μοναστηράκι. Τίποτα δεν είδαν όταν μετά το στρατό, που λέγαν ότι εκεί θα στρώσει ο "μικρός", εκείνος ξεπούλησε ένα Σαββατοκύριακο τα έπιπλα του σαλονιού και τη βιβλιοθήκη μαζί με τα ανεκτίμητα βιβλία. Μάνα και γιαγιά στο εξοχικό, γύρισαν και βρήκαν το σπίτι τσίτσιδο, ευτυχώς που άφησε τα κρεββάτια.
Δεν έβλεπαν τίποτα, σαν να φορούσαν παρωπίδες ή σαν να σκίαζαν κατάμαυρα γυαλιά τα μάτια της ψυχής τους. «Είναι καλόψυχο παιδί, μονάχα λιγάκι επιπόλαιο» έλεγε η γιαγιά και «θα στρώσει με τον καιρό, θα βρεθεί μια κοπέλα να τον στρώσει» διατηρούσε ελπίδες η μάνα. Και να που βρέθηκε η κοπέλα, το είχε εξομολογηθεί η μακαρίτισσα στη φιλενάδα της, τη Βαλεντίνη, μόνο που η κοπέλα ήθελε η ίδια στρώσιμο, μια γαϊδούρα ξεκαπίστρωτη ήταν που του έβαλε την ιδέα να πουλήσει το σπίτι -και τι φταίνε τα καημένα τα γαϊδουράκια...
Η Βαλεντίνη, χαϊδεύοντας τον νέο, σήκωσε το κεφάλι να αντικρύσει τα μάτια του και το βλεμμα του την πάγωσε. Ενα κοροϊδευτικό βλεμμα απαντούσε στην προσφορά της «ό,τι χρειαστείς, μη διστάσεις να το ζητήσεις», σαν να της έλεγε «εσύ είσαι πονηρή και ξέρω πως δεν πρόκειται να βγάλω τίποτα από σένα». Καμμιά θλίψη, μόνο παγωνιά. Κρίμα.
Λίγο αργότερα σκέφτηκε το θριαμβευτικό χαμόγελο που συνόδευε την απάντηση «Πέθανε τη Δευτέρα», αλλά σε λίγο έπαψε να τον σκέφτεται. Ενα μεγάλο Χ διέγραψε έναν άνθρωπο. Η φιλία της είχε πεθάνει μαζί με τη φιλενάδα της, ο γιος ήταν ανάξιος να συνεχίσει αυτό το δέσιμο.
____________________________
-->>Photo by mixalis2004
Ο μικρός μεγάλωνε, αλλά εκείνες δεν το έβλεπαν αυτό, δεν είδαν τίποτα όταν πούλησε το κολλιέ της γιαγιάς του για πενταροδεκάρες, να παίξει στα ποδοσφαιράκια, ούτε είδαν τίποτα όταν μετά το Λύκειο σήκωσε τα ασημικά και τα σκότωσε στο Μοναστηράκι. Τίποτα δεν είδαν όταν μετά το στρατό, που λέγαν ότι εκεί θα στρώσει ο "μικρός", εκείνος ξεπούλησε ένα Σαββατοκύριακο τα έπιπλα του σαλονιού και τη βιβλιοθήκη μαζί με τα ανεκτίμητα βιβλία. Μάνα και γιαγιά στο εξοχικό, γύρισαν και βρήκαν το σπίτι τσίτσιδο, ευτυχώς που άφησε τα κρεββάτια.
Δεν έβλεπαν τίποτα, σαν να φορούσαν παρωπίδες ή σαν να σκίαζαν κατάμαυρα γυαλιά τα μάτια της ψυχής τους. «Είναι καλόψυχο παιδί, μονάχα λιγάκι επιπόλαιο» έλεγε η γιαγιά και «θα στρώσει με τον καιρό, θα βρεθεί μια κοπέλα να τον στρώσει» διατηρούσε ελπίδες η μάνα. Και να που βρέθηκε η κοπέλα, το είχε εξομολογηθεί η μακαρίτισσα στη φιλενάδα της, τη Βαλεντίνη, μόνο που η κοπέλα ήθελε η ίδια στρώσιμο, μια γαϊδούρα ξεκαπίστρωτη ήταν που του έβαλε την ιδέα να πουλήσει το σπίτι -και τι φταίνε τα καημένα τα γαϊδουράκια...
Η Βαλεντίνη, χαϊδεύοντας τον νέο, σήκωσε το κεφάλι να αντικρύσει τα μάτια του και το βλεμμα του την πάγωσε. Ενα κοροϊδευτικό βλεμμα απαντούσε στην προσφορά της «ό,τι χρειαστείς, μη διστάσεις να το ζητήσεις», σαν να της έλεγε «εσύ είσαι πονηρή και ξέρω πως δεν πρόκειται να βγάλω τίποτα από σένα». Καμμιά θλίψη, μόνο παγωνιά. Κρίμα.
Λίγο αργότερα σκέφτηκε το θριαμβευτικό χαμόγελο που συνόδευε την απάντηση «Πέθανε τη Δευτέρα», αλλά σε λίγο έπαψε να τον σκέφτεται. Ενα μεγάλο Χ διέγραψε έναν άνθρωπο. Η φιλία της είχε πεθάνει μαζί με τη φιλενάδα της, ο γιος ήταν ανάξιος να συνεχίσει αυτό το δέσιμο.
____________________________
-->>Photo by mixalis2004
2 σχόλια:
Ωραία γράφεις βρε...Σαν να το ΄χα ξεχάσει :)
Είναι θλιβερή η εικόνα ανθρώπων που μονίμως έχουν συγγενείς για αποκούμπι με τους τελευταίους να τους ανέχονται...Πόσο δύσκολο είναι να κόψει κανείς το κακό αυτό απο την ρίζα , δεν το ξέρω ...Πρέπει καμία φορά και οι γονείς να είναι σκληροί για να αποφύγουν τα χειρότερα..(ίσως και να μιλώ εκ του ασφαλούς γιατί δεν έχω παιδιά ο ίδιος)...Καθημερινές ιστορίες , όπως το λες , από ανθρώπους που ζούνε δίπλα μας....
Μάλλον πόνεσε διπλά η Βαλεντίνη κι ας έβαλε Χ Ροδιά.
Δημοσίευση σχολίου