Οταν ήρθανε βιζαβί κι αντίκρυ, εκείνος πρόσεξε την πράσινη σαύρα που μπαινόβγαινε στα ρουθούνια της και αρκέστηκε σε ένα φλογερό φιλί, αν και ήθελε να την αρπάξει και να τη δαγκώσει σαν τρελός. Τα χείλια της ήταν κρύα, αλλά πώς να μην ήταν αφού η σαύρα τα πάγωνε κάθε τόσο με την ουρά της;
Φιλώντας τη, ένιωθε την ουρά να κινείται ανάμεσά τους και προσπάθησε καναδυό φορές να την αρπάξει με τα δόντια, αλλά μπερδευόταν με τη γλώσσα του και δεν το διακινδύνεψε. Εκείνη έμενε ακίνητη σαν άγαλμα και τον βασάνιζε η ιδέα μπας και είχε μείνει ξερή στα χέρια του. Της έδωσε ένα ελαφρύ μπατσάκι, το οποίο του ανταπέδωσε η σαύρα με τα νύχια της. Από το μάγουλό του έτρεξε αίμα και σταμάτησε να την φιλάει.
Απομακρύνθηκε και τότε είδε πως στα μάτια της φώλιαζαν άλλες δυο σαύρες, μαυροπράσινες και μονόφθαλμες. Αναψε το φακό του και είδε κι απο τα αφτιά της να κρέμονται δυο σαυρίσιες ουρές σαν σκουλαρίκια. Εσβησε το φακό τρομαγμένος. Του έφταναν οι σαύρες που έβλεπε με το φως του φεγγαριού.
- Εχεις σαύρες στα αφτιά σου, της είπε.
- Το ξέρω, του απάντησε εκείνη, δεν σου αρέσουν; Να τις βγάλω.
- Οχι, όχι, μη κάνεις τον κόπο. Μόνο πες στη σαύρα της μύτης σου να μη μπερδεύεται με τη γλώσσα μου.
- Η γλώσσα σου είναι ξύλινη; τον ρώτησε.
- Οχι, απ' όσο ξέρω είναι μια κανονική γλώσσα.
- Ελληνική δηλαδή;
- Μάλλον.
- Δεν έχεις άλλη γλώσσα; Καμμιά εγγλέζικη ας πούμε...
- Οχι, τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική!
- Α! Εχω πέντ' έξι γλώσσες καβάντζα, για παν ενδεχόμενον.
- Τι μου λες; Είσαι ένα μορφωμένο κορίτσι λοιπόν.
- Παραμορφωμένο, θα έλεγα...
- Εχεις δίκιο. Δεν φαντάζεσαι πόσο δίκιο έχεις.
- Ναι; Το πιστεύεις στ' αλήθεια;
- Φυσικά. Με τη σαύρα όμως τι θα γίνει; Θα με αφήσει να σε φιλήσω;
Εκείνη έβγαλε τη γλώσσα της και έσπρωξε τη σαύρα, να χωθεί ολόκληρη στη μύτη της, να μην εξέχει καθόλου και "έλα τώρα να φιληθούμε" του είπε, "δε θα μας ενοχλήσει κανείς".
Επεσε πάνω της, τη στρίμωξε στο χαμηλό μαντρότοιχο, άρχισε να τη φιλά και να την πασπατεύει, έτριβε το πρόσωπό του στα μάγουλα και στα μαλλιά της, κατέβαινε σιγά σιγά όλο και χαμηλότερα, μέχρι που έγινε κι αυτός μια καταπράσινη σαύρα και χώθηκε στον αφαλό της.
Μετά από λίγη ώρα ξημέρωσε. Ενας περαστικός νέος είδε ένα σωρό καταπράσινες σαύρες να μπαινοβγαίνουν ανάμεσα στους αρμούς μιας χαμηλής ξερολιθιάς. Πήρε μια πέτρα, την έριξε καταπάνω τους κι εκείνες εξαφανίστηκαν για λίγο.
- Χμμ, τη νύχτα που έχει πανσέληνο θά 'ρθω να σας κανονίσω σαυρούλες μου, είπε και συνέχισε το δρόμο του.
Ηταν πολύ βιαστικός. Είχε ραντεβού με τον οφθαλμίατρο. Μετά, έπρεπε να πάει και στο μάθημα των αγγλικών. Η δασκάλα ήταν πολύ αυστηρή και αν αργούσε θα έμενε απέξω.
Φιλώντας τη, ένιωθε την ουρά να κινείται ανάμεσά τους και προσπάθησε καναδυό φορές να την αρπάξει με τα δόντια, αλλά μπερδευόταν με τη γλώσσα του και δεν το διακινδύνεψε. Εκείνη έμενε ακίνητη σαν άγαλμα και τον βασάνιζε η ιδέα μπας και είχε μείνει ξερή στα χέρια του. Της έδωσε ένα ελαφρύ μπατσάκι, το οποίο του ανταπέδωσε η σαύρα με τα νύχια της. Από το μάγουλό του έτρεξε αίμα και σταμάτησε να την φιλάει.
Απομακρύνθηκε και τότε είδε πως στα μάτια της φώλιαζαν άλλες δυο σαύρες, μαυροπράσινες και μονόφθαλμες. Αναψε το φακό του και είδε κι απο τα αφτιά της να κρέμονται δυο σαυρίσιες ουρές σαν σκουλαρίκια. Εσβησε το φακό τρομαγμένος. Του έφταναν οι σαύρες που έβλεπε με το φως του φεγγαριού.
- Εχεις σαύρες στα αφτιά σου, της είπε.
- Το ξέρω, του απάντησε εκείνη, δεν σου αρέσουν; Να τις βγάλω.
- Οχι, όχι, μη κάνεις τον κόπο. Μόνο πες στη σαύρα της μύτης σου να μη μπερδεύεται με τη γλώσσα μου.
- Η γλώσσα σου είναι ξύλινη; τον ρώτησε.
- Οχι, απ' όσο ξέρω είναι μια κανονική γλώσσα.
- Ελληνική δηλαδή;
- Μάλλον.
- Δεν έχεις άλλη γλώσσα; Καμμιά εγγλέζικη ας πούμε...
- Οχι, τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική!
- Α! Εχω πέντ' έξι γλώσσες καβάντζα, για παν ενδεχόμενον.
- Τι μου λες; Είσαι ένα μορφωμένο κορίτσι λοιπόν.
- Παραμορφωμένο, θα έλεγα...
- Εχεις δίκιο. Δεν φαντάζεσαι πόσο δίκιο έχεις.
- Ναι; Το πιστεύεις στ' αλήθεια;
- Φυσικά. Με τη σαύρα όμως τι θα γίνει; Θα με αφήσει να σε φιλήσω;
Εκείνη έβγαλε τη γλώσσα της και έσπρωξε τη σαύρα, να χωθεί ολόκληρη στη μύτη της, να μην εξέχει καθόλου και "έλα τώρα να φιληθούμε" του είπε, "δε θα μας ενοχλήσει κανείς".
Επεσε πάνω της, τη στρίμωξε στο χαμηλό μαντρότοιχο, άρχισε να τη φιλά και να την πασπατεύει, έτριβε το πρόσωπό του στα μάγουλα και στα μαλλιά της, κατέβαινε σιγά σιγά όλο και χαμηλότερα, μέχρι που έγινε κι αυτός μια καταπράσινη σαύρα και χώθηκε στον αφαλό της.
Μετά από λίγη ώρα ξημέρωσε. Ενας περαστικός νέος είδε ένα σωρό καταπράσινες σαύρες να μπαινοβγαίνουν ανάμεσα στους αρμούς μιας χαμηλής ξερολιθιάς. Πήρε μια πέτρα, την έριξε καταπάνω τους κι εκείνες εξαφανίστηκαν για λίγο.
- Χμμ, τη νύχτα που έχει πανσέληνο θά 'ρθω να σας κανονίσω σαυρούλες μου, είπε και συνέχισε το δρόμο του.
Ηταν πολύ βιαστικός. Είχε ραντεβού με τον οφθαλμίατρο. Μετά, έπρεπε να πάει και στο μάθημα των αγγλικών. Η δασκάλα ήταν πολύ αυστηρή και αν αργούσε θα έμενε απέξω.
αναπαραγωγη απο εδω: -->>
http://rodiat4.blogspot.com/2006/08/93.html
Μετάφραση στα γερμανικά απο Gerrit Monnartz:
Süßes
Eidechsenauge
Als sie
sich von Angesicht zu Angesicht gegenüber waren, bemerkte er die grüne
Eidechse, die aus ihren Nasenlöchern kroch.
Er wollte sie schnappen und wie verrückt nach ihr beißen. Stattdessen begnügte er sich mit einem heißen
Kuss. Ihre Lippen waren eiskalt, aber
wie sollten sie auch nicht, kühlte die Eidechse sie doch immer wieder mit ihrem
Schwanz.
Als er
sie küsste, spürte er, wie ihr Schwanz sich zwischen ihnen hin und her bewegte
und er versuchte auch ein- zweimal, ihn mit den Zähnen zu schnappen, aber er
kam mit der Zunge durcheinander und riskierte das lieber nicht. Sie blieb reglos wie eine Statue und er war
in Sorge, dass sie vielleicht in seinen Händen noch in Ohnmacht fiele. Er gab ihr einen leichten Klaps, den ihm die
Eidechse mit ihren Krallen erwiderte.
Von seiner Wange rann Blut und er hörte auf, sie zu küssen.
Er
entfernte sich ein wenig von ihr und da sah er, dass in ihren Augen noch zwei
weitere Eidechsen waren, grünschwarz und einäugig. Als er seine Taschenlampe anmachte, sah er, dass von ihren Ohren noch zwei weitere
Eidechsenschwänze hingen – wie Ohrringe.
Erschrocken löschte er das Licht.
Ihm waren die Eidechsen genug, die man im Mondlicht sehen konnte.
-
Du hast Eidechsen in den Ohren, sagte er zu ihr.
-
Weiß ich, sagte sie zu ihm, gefallen sie dir nicht? Dann zieh ich sie aus.
-
Nein, nein, mach Dir keine Mühe.
Sag nur bitte der Eidechse in deiner Nase, dass sie meiner Zunge nicht
in die Quere kommen soll.
-
Ist deine Zunge aus Holz?, fragte sie ihn.
-
Nein, soweit ich weiß, ist das eine ganz normale Zunge.
-
Also eine griechische ?
-
Wahrscheinlich schon.
-
Hast Du denn keine zweite? Eine
englische oder so …
-
Nein, die Zunge, mit der ich spreche, ist eine griechische!
-
Ach! Ich hab so an die sechs
Zungen parat, für alle Eventualitäten.
-
Was du nicht sagst! Da bist du
aber qualifiziertes Mädchen.
-
Überqualifiziert würde ich sagen…
-
Das stimmt. Du weißt gar nicht,
wie Recht du hast.
-
Ja. Glaubst du das wirklich?
Klar. Aber mit der Eidechse, was wird jetzt mit der? Lässt die mich dich küssen?
Klar. Aber mit der Eidechse, was wird jetzt mit der? Lässt die mich dich küssen?
Da nahm
sie ihre Zunge heraus und schob die Eidechse vollständig in ihre Nase zurück,
so dass sie gar nicht mehr heraus sah. „Komm, jetzt küssen wir uns“, sagte sie zu ihm. „Jetzt stört uns niemand.“
Er
beugte sich über sie, drückte sie gegen die niedrige Mauer, fing an, sie zu
küssen und an ihr herumzufummeln, rieb sein Gesicht an ihren Wangen und in
ihrem Haar und sie rutschten immer tiefer, bis das auch er eine grellgrüne
Eidechse wurde und in ihrem Nabel verschwand.
Kurz
darauf wurde es hell. Ein
vorbeikommender junger Mann sah eine Menge grellgrüner Eidechsen zwischen den
Ritzen einer niedrigen Mauer herumkriechen.
Er nahm einen Stein, warf sie mitten in die Eidechsen hinein und sie
verschwanden kurz.
Mmh,
wenn die Nacht jetzt Vollmond hat, dann komme ich und nehme euch mir vor,
Eidechsen!, sagte er und ging seines Weges.
Er war
sehr in Eile. Er musste noch zum
Augenarzt. Danach direkt zum
Englischunterricht. Die Lehrerin war
sehr streng und wenn er zu spät käme, würde sie ihn gleich wieder nach Hause schicken.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου