«Ολα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνωωωω!» φώναζε ο πλανόδιος καρπουζάς με τη στεντόρεια φωνή του, σέρνοντας το ξύλινο καρότσι του, βαρυφορτωμένο με βαθυπράσινα ολοστρόγγυλα καρπούζια.
Θυμάμαι πόσο τρόμαξα όταν -μικρό παιδάκι- πρωτάκουσα αυτή την αιμοσταγή κραυγή, ξεκάθαρη απειλή στα απονήρευτα αυτάκια μου. Θυμάμαι και πόση ανακούφιση ένοιωσα όταν με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι να πάμε να διαλέξουμε καρπούζι.
Ο καρπουζάς, βλέποντάς μας να πλησιάζουμε, σταμάτησε το τσούλημα του καροτσιού. Εδωσε μιά με την ξανάστροφη του χεριού του και τίναξε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, φανερά ευγνώμων -για το σταμάτημα, τη μικρή ανάπαυλα στο μόχθο του ή για τα κέρματα που θα κέρδιζε; άγνωστο.
Ο πατέρας μου έπιασε ένα καρπούζι, το σήκωσε με τα δυο του χέρια, χτύπησε την επιφάνεια μιά με την παλάμη ανοιχτή και μιά με τους κόμπους των δαχτύλων, το κοίταξε καλά μην έχει εξωτερικές πληγές ή στριμμένο κοτσάνι και τό'δωσε στον καρπουζά που είχε ετοιμάσει εντωμεταξύ τη φορητή του ζυγαριά, την παλάντζα, «να το σφάξω κύριε;» ρωτώντας.
«Οχι, θα γεμίσουμε ζουμιά όσο να πάμε σπίτι» απάντησε ο πατέρας μου, πλήρωσε λίγα κέρματα και, πριν καλά καλά γυρίσουμε την πλάτη, ο καρπουζάς ξανάρχισε να φωνάζει το γνωστό του τροπάριο «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνωωωω!»
Τα βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος, έφερνα συχνά στο νου εικόνες της μέρας -παλιές και καινούργιες- κι έπαιζα μαζί τους, συνήθεια που έχει μείνει ώς τα τώρα. Παλιά, οι εικόνες οι καινούργιες ήταν περισσότερες, σήμερα υπερτερούν οι παλιές.
Θυμάμαι λοιπόν την εικόνα που πρωτοσχημάτισα για το μαχαιρωμένο καρπούζι, που ήταν τάχα ζωντανό κι έσταζε αίμα η τρυφερή και δροσερή καρδιά του.
Αργότερα, εμπλούτισα την εικόνα με μια ολόκληρη καρπουζόπολη που βρισκόταν μέσα στο καρπούζι, με μαύρα καρπουζανθρωπάκια -τους σπόρους- να σφάζεται από τον άγριο κατακτητή καρπουζά, που εκπορθούσε τα πράσινα βαθύχρωμα τείχη της με μια μαχαιριά.
Το αίμα του καρπουζιού ήταν πάντα ο πρωταγωνιστής. Αίμα ολοζώντανο, κατακόκκινο, που έρρεε άφθονο. Αίμα δροσερό και γλυκό. Αίμα που δρόσιζε τα ζοφερά καλοκαίρια της κουφόβρασης.
Προχτές, είδα στη λαϊκή καρπούζια κίτρινα και σκέφτηκα ότι δεν τους ταιριάζει καθόλου το σφάξιμο και το μαχαίρωμα. Ετσι χλεμπονιάρικα που ήταν, μοιάζαν έτοιμα να ψοφήσουν από κίτρινο πυρετό!
Γιατί, τί αίμα να βγάλει μια κίτρινη καρδιά; Κι αυτό το κιτρινόζουμο, όσο δροσερό κι αν είναι, μάλλον παραπέμπει σε λεμονόκουπα και λεμονοστίφτη...
- Ο πλανόδιος πωλητής καρπουζιών δεν είχε την πολυτέλεια να συντηρεί ένα υποζύγιο -άλογο ή, έστω γαϊδουράκι- να του σέρνει το καρότσι.
- Τότε, τα καρπούζια ήταν ακόμα ολοστρόγγυλα. Δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους στην αγορά τα μακρουλά, περήφανα και υπέρβαρα καρπούζια με τις ανοιχτόχρωμες ραβδώσεις στο εξωτερικό τους δέρμα, αυτά που τα είπαν "αμερικάνικα" όταν φανερώθηκαν.
- Ο καρπουζάς διέθετε μια τρομερή φωνή, πιο δυνατή κι από ντουντούκα.
Θυμάμαι πόσο τρόμαξα όταν -μικρό παιδάκι- πρωτάκουσα αυτή την αιμοσταγή κραυγή, ξεκάθαρη απειλή στα απονήρευτα αυτάκια μου. Θυμάμαι και πόση ανακούφιση ένοιωσα όταν με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι να πάμε να διαλέξουμε καρπούζι.
Ο καρπουζάς, βλέποντάς μας να πλησιάζουμε, σταμάτησε το τσούλημα του καροτσιού. Εδωσε μιά με την ξανάστροφη του χεριού του και τίναξε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, φανερά ευγνώμων -για το σταμάτημα, τη μικρή ανάπαυλα στο μόχθο του ή για τα κέρματα που θα κέρδιζε; άγνωστο.
Ο πατέρας μου έπιασε ένα καρπούζι, το σήκωσε με τα δυο του χέρια, χτύπησε την επιφάνεια μιά με την παλάμη ανοιχτή και μιά με τους κόμπους των δαχτύλων, το κοίταξε καλά μην έχει εξωτερικές πληγές ή στριμμένο κοτσάνι και τό'δωσε στον καρπουζά που είχε ετοιμάσει εντωμεταξύ τη φορητή του ζυγαριά, την παλάντζα, «να το σφάξω κύριε;» ρωτώντας.
«Οχι, θα γεμίσουμε ζουμιά όσο να πάμε σπίτι» απάντησε ο πατέρας μου, πλήρωσε λίγα κέρματα και, πριν καλά καλά γυρίσουμε την πλάτη, ο καρπουζάς ξανάρχισε να φωνάζει το γνωστό του τροπάριο «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνωωωω!»
Τα βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος, έφερνα συχνά στο νου εικόνες της μέρας -παλιές και καινούργιες- κι έπαιζα μαζί τους, συνήθεια που έχει μείνει ώς τα τώρα. Παλιά, οι εικόνες οι καινούργιες ήταν περισσότερες, σήμερα υπερτερούν οι παλιές.
Θυμάμαι λοιπόν την εικόνα που πρωτοσχημάτισα για το μαχαιρωμένο καρπούζι, που ήταν τάχα ζωντανό κι έσταζε αίμα η τρυφερή και δροσερή καρδιά του.
Αργότερα, εμπλούτισα την εικόνα με μια ολόκληρη καρπουζόπολη που βρισκόταν μέσα στο καρπούζι, με μαύρα καρπουζανθρωπάκια -τους σπόρους- να σφάζεται από τον άγριο κατακτητή καρπουζά, που εκπορθούσε τα πράσινα βαθύχρωμα τείχη της με μια μαχαιριά.
Το αίμα του καρπουζιού ήταν πάντα ο πρωταγωνιστής. Αίμα ολοζώντανο, κατακόκκινο, που έρρεε άφθονο. Αίμα δροσερό και γλυκό. Αίμα που δρόσιζε τα ζοφερά καλοκαίρια της κουφόβρασης.
Προχτές, είδα στη λαϊκή καρπούζια κίτρινα και σκέφτηκα ότι δεν τους ταιριάζει καθόλου το σφάξιμο και το μαχαίρωμα. Ετσι χλεμπονιάρικα που ήταν, μοιάζαν έτοιμα να ψοφήσουν από κίτρινο πυρετό!
Γιατί, τί αίμα να βγάλει μια κίτρινη καρδιά; Κι αυτό το κιτρινόζουμο, όσο δροσερό κι αν είναι, μάλλον παραπέμπει σε λεμονόκουπα και λεμονοστίφτη...