"Χάρισέ μου τον ύπνο σου" της είπε κι εκείνη έπεσε ξερή στην αγκαλιά του. Κοιμήθηκε αμέσως σαν πουλάκι, επειδή της το ζήτησε, επειδή του είχε εμπιστοσύνη, επειδή τον αγαπούσε, όλα αυτά μαζί.. κι από εκείνη τη στιγμή κοιμόταν χαμένη μέσα σε έναν ύπνο χαρισμένο από Εκείνη προς Εκείνον. Σπάνια, αραιά και που, σηκωνόταν σαν υπνωτισμένη και φρόντιζε την επιβίωσή της, να τσιμπήσει κάτι, να πλυθεί, και μετά ξαναχανόταν σε έναν ύπνο μακάριο, απελευθερωμένο από όνειρα, γιατί το όνειρό της είχε εκπληρωθεί: ήταν δική του, ήταν δική του ολόκληρη, σώμα και ψυχή και σκέψεις, ακόμα και ο ύπνος της ήταν πλέον δικός του.
Εκείνος, έμενε ξύπνιος και την έβλεπε με αγαλίαση πόσο ήρεμα κοιμόταν και ηρεμούσε το μέσα του, ο ύπνος της δρούσε ευεργετικά στη δική του πίεση, εξαφάνιζε το καθημερινό του στρεσσάρισμα στη δουλειά, παντού. Εφτανε μια στιγμούλα να φέρει το ήρεμο κοιμισμένο της πρόσωπο στο νού του και αμέσως ένοιωθε άλλος άνθρωπος, ξεκούραστος και με νέες αναδυόμενες δυνάμεις για ζωή, χωρίς να κλείνει μάτι βέβαια. Είχε ρέψει μεν σωματικά, αλλά το μυαλό του δούλευε ρολόι. Γερνούσε δίχως να το καταλαβαίνει.
Εκείνη, απλώς κοιμόταν κι όσο κοιμόταν τόσο έδειχνε πιο νέα και πιο όμορφη -ο ύπνος ομορφαίνει τη γυναίκα, όπως λένε, και είναι αλήθεια. Δεν έδειχνε όμως μονάχα: γινόταν πράγματι ωραιότερη και νεότερη και αυτή η μετατροπή τρόμαζε Εκείνον που δεν ήξερε πια τί να κάνει. Την είδε να γίνεται έφηβη, να περνά στην παιδική ηλικία, να ξαναγίνεται μωρό, διστάζοντας να την ξυπνήσει.
Οταν έφτασε στο σημείο να πρέπει να της αλλάζει πάνες, ε, δεν κρατήθηκε και την ξύπνησε με ένα απαλό φιλάκι και τότε έγινε το θαύμα! Εκείνη ξύπνησε μαχμουρλίδικα, άνοιξε τα ματάκια της, έσκασε ένα χαμογελάκι και... μεγάλωσε ξαφνικά! Ηρθε στη δική του ηλικία, έγινε αγνώριστη στα μάτια του γιατί δεν είχε το χρόνο Εκείνος να παρακολουθήσει την ωρίμανσή της. Ετσι, της έδωσε πίσω τον ύπνο της και θα έτρεχε ασθμαίνων να βρει τον ύπνο κάποιας άλλης, αν Εκείνη, τώρα που είχε μάθει το κόλπο, δεν του ζήταγε να της χαρίσει το δικό του ύπνο. Ε, καιρός ήταν!
μετάφραση στα γερμανικά από την Gerrit Monnartz:
Εκείνος, έμενε ξύπνιος και την έβλεπε με αγαλίαση πόσο ήρεμα κοιμόταν και ηρεμούσε το μέσα του, ο ύπνος της δρούσε ευεργετικά στη δική του πίεση, εξαφάνιζε το καθημερινό του στρεσσάρισμα στη δουλειά, παντού. Εφτανε μια στιγμούλα να φέρει το ήρεμο κοιμισμένο της πρόσωπο στο νού του και αμέσως ένοιωθε άλλος άνθρωπος, ξεκούραστος και με νέες αναδυόμενες δυνάμεις για ζωή, χωρίς να κλείνει μάτι βέβαια. Είχε ρέψει μεν σωματικά, αλλά το μυαλό του δούλευε ρολόι. Γερνούσε δίχως να το καταλαβαίνει.
Εκείνη, απλώς κοιμόταν κι όσο κοιμόταν τόσο έδειχνε πιο νέα και πιο όμορφη -ο ύπνος ομορφαίνει τη γυναίκα, όπως λένε, και είναι αλήθεια. Δεν έδειχνε όμως μονάχα: γινόταν πράγματι ωραιότερη και νεότερη και αυτή η μετατροπή τρόμαζε Εκείνον που δεν ήξερε πια τί να κάνει. Την είδε να γίνεται έφηβη, να περνά στην παιδική ηλικία, να ξαναγίνεται μωρό, διστάζοντας να την ξυπνήσει.
Οταν έφτασε στο σημείο να πρέπει να της αλλάζει πάνες, ε, δεν κρατήθηκε και την ξύπνησε με ένα απαλό φιλάκι και τότε έγινε το θαύμα! Εκείνη ξύπνησε μαχμουρλίδικα, άνοιξε τα ματάκια της, έσκασε ένα χαμογελάκι και... μεγάλωσε ξαφνικά! Ηρθε στη δική του ηλικία, έγινε αγνώριστη στα μάτια του γιατί δεν είχε το χρόνο Εκείνος να παρακολουθήσει την ωρίμανσή της. Ετσι, της έδωσε πίσω τον ύπνο της και θα έτρεχε ασθμαίνων να βρει τον ύπνο κάποιας άλλης, αν Εκείνη, τώρα που είχε μάθει το κόλπο, δεν του ζήταγε να της χαρίσει το δικό του ύπνο. Ε, καιρός ήταν!
μετάφραση στα γερμανικά από την Gerrit Monnartz:
„Schenk mir
Deinen Schlaf“, sagte er zu ihr und sie fiel fast ohnmächtig in seine Arme.
Sie schlief
sofort sanft wie ein Vögelchen. Weil er
sie darum gebeten hatte. Weil sie ihm vertraute. Weil sie ihn liebte. All das zusammen.
Und von
diesem Moment an schlief sie verloren einen Schlaf, den sie ihm schenkte.
Selten, dann
und wann, stand sie wie hypnotisiert auf und kümmerte sich um ihr Überleben.
Etwas zu essen. Sich zu waschen. Und
dann verlor sie sich wieder in einem glückseligen Schlaf. Frei von Träumen, denn
ihr Traum war in Erfüllung gegangen:
Sie war
sein. Sie war ganz sein. Körper, Geist und Gedanken. Nun war auch ihr Schlaf seiner. Er blieb wach
und sah sie frohlockend an, wie sie so ruhig schlief und sich ihr Innerstes beruhigte.
Ihr Schlaf wirkte sich wohltuend auf seinen Blutdruck aus. Sein alltäglicher Stress bei der Arbeit, bei allem,
verschwand. Es reichte schon ein kleiner Augenblick, sich ihr ruhig schlafendes
Gesicht vor Augen zu halten, und sofort fühlte er sich wie ein anderer Mensch,
erholt und mit neu aufgetauchten Lebenskräften.
Natürlich ohne ein Auge zu schließen. Er war zwar körperlich stark
geschwächt, aber sein Hirn lief wie ein Uhrwerk. Er alterte, ohne es zu merken.
Sie schlief
einfach nur und je länger sie schlief, desto jünger und schöner sah sie aus –
der Schlaf verschönert die Frau, wie man sagt, und es ist wahr.
Sie sah aber
nicht nur so aus: sie wurde wirklich schöner und jünger und diese Veränderung
erschreckte ihn so sehr, dass er nicht mehr wusste, was er tun sollte.
Er sah sie als junge Frau, dann, wie sie ins
Kindesalter überging und wieder ein Baby wurde und zögerte, sie aufzuwecken. Als
er an dem Punkt angekommen war, dass er ihr die Windeln wechseln musste, konnte
er sich nicht mehr zurückhalten und weckte sie mit einem sanften Küsschen. Da
geschah das Wunder!
Sie wachte verschlafen auf, öffnete die Äuglein,
lächelte verschmitzt und … wuchs plötzlich!
Sie kam in sein Alter, aber er konnte sie nicht
wiedererkennen, denn er hatte nicht die Zeit, ihr Heranreifen zu verfolgen. So
gab er ihr ihren Schlaf zurück. Er wäre
hechelnd gerannt, um den Schlaf einer anderen zu finden, wenn sie- jetzt wo sie seine Tricks kannte- nicht ihn gefragt hätte, ihr seinen Schlaf zu
schenken. Nun, es war an der Zeit!