25 Απρ 2017

το κασελάκι του εγγλέζου


Το Μαριγώ του Διατσέντη ήτονε κάπως χαζοπούλι, αν και δεν είναι σίγουρο τι έχει κανείς στο τσερβέλο του. Οταν απόθανε ο Διατσέντης (Υάκινθος νομίζω βαφτισμένος) το Μαριγώ επήε να ζήσει στο καλυβάκι όξου στα χωράφια, επειδή το σπίτι τση έφερνε λύπη.
Το Μαριγώ, το λοιπόν, εξύπνησε μιαν ημέρα και είπε να σκαλίσει το χώμα και να φυτέψει πομοντόρα και μωρόπουλα νάχει τη σαλατίτσα τση να δροσίζεται κομμάτι. Επήρε το σκαλιστηράκι κι αρχίνησε να σκάβει, όχι και πολύ βαθειά, κι εκεί όπου έσκαβε εφανερώθη ένα κασελάκι ξύλινο. Τό ειδε το Μαριγώ κι έθαξε κι εφώναξε τσου γειτόνους κι εκείνοι εφωνάξανε το γραμματικό κι εκειός εφώναξε την αστενομία και μαζωχτήκαν ούλοι απάνω απού το κασελάκι κι επεριμένανε τι θα γένει κι ανοίξανε το κασελάκι ο σιδεράς κι οι δυο του παραγιοί, γιατί είχενε καδινάτσους και κλειδαριές σκουριασμένες.
Οντις άνοιξε, οι αθρώποι οπού 'τανε συναγμένοι πάνωθέ του, είχανε την τύχη να ιδούνε ένα θάμα: το κασελάκι ήτονε γεμάτο υποκάμισα γυαλιστερά σε ωραίους απαλούς χρωματισμούς, με τα πιετάκια τσου, τα κουμπάκια τσου, διπλωμένα προσεχτικά, εφαινόντουσαν και καλοσιδερωμένα. Η εικόνα ετούτη όμως, δεν εκράτησε πολύ, σε δυο τρία λεπτά τα υποκάμισα γίναν αέρας και σκόνη γκρίζα και στο κασελάκι απομείνανε ολίγα νομίσματα, κι αυτά σκουριασμένα.
Ο γραμματικός απεφάνθη πως το κασελάκι θα ήτονε καποιανού εγγλέζου, τα νομίσματα ήτον εγγλέζικα, μάτια μου, και δεν είχανε καμμιάν αξία και πως αν ήθελε το Μαριγώ ημπόριε να τα δωρίσει στο χωριό να τα βάλουνε σε έκθεση, αλλά εκείνη ηθέλησε να τα κρατήσει κι έτσι εγίνηκε.
Οταν εφύανε ούλοι κι απόμεινε η κοπέλα μοναχή τση, εμπήκε στο καλυβάκι νταγκανίζοντας τα κέρματα στην τσέπη τση. Ενοιωθε πολύ πλουσία, γλέπεις, και όχι μονάχα για τα νομίσματα οπού αξία δεν είχαν, όπως είχε πει κι ο γραμματικός, αλλά για τον κόσμο οπού είχε μαζωχτεί στο φτωχικό τση.
_________________________
ΣΗΜ. την ιστορία αυτή μου την είχε διηγηθεί η γιαγιά μου η κοντέσσα η κεφαλονίτισσα, που ήταν παρούσα και είχε δει το θαύμα επτάχρονο κοριτσάκι.

19 Απρ 2017

Oι Κατερίνες και το ψάρι

Ηταν μια Κατερίνα που δούλευε στο φούρνο και ήταν πεντάμορφη, έσφυζε από νιάτα και υγεία, ένα τσακ νά 'κανες πάνω στο δέρμα της το κάτασπρο και τεντωμένο και δροσερό και λες πως, αν το άγγιζες, δε θα χρειαζόταν να ξαναπιείς σε όλη τη ζωή σου. Είχε κόκκινα μαλλιά μακριά που πετούσαν ελεύθερα ένα γύρω και σάρωναν ξαφνικά τον αέρα, όταν άλλαζε κατεύθυνση στο πρασινόγκριζο βλέμμα της.

Τη γνώρισα όταν πήγα για ψήσιμο το ψάρι. Ενα ψάρι στρουμπουλό κι ασημένιο, τυλιγμένο σε λαδόκολλα κι αλουμινόχαρτο, να ψηθεί στο φούρνο της γειτονιάς για να μη μυρίσει το σπίτι ψαρίλα. Κάθε που πήγαινα στο φούρνο, η Κατερίνα λες και με περνούσε από ρεκτιφιέ. Το κέφι μου έφτιαχνε στο πιτς φιτίλι, το γέλιο της σαν νά 'ταν κολλητικό. Το ίδιο θα σκεφτόταν κάθε άντρας στην ηλικία μου, αλλά αυτό δεν είχε περάσει από το νου μου -τότε. Ηταν στα είκοσί της και 'γώ στα εικοσπέντε μου, άρτι απολυθείς του στρατεύματος και άνευ σταθερής εργασίας, θα κάναμε το τέλειο ζευγάρι λέμε, αν δεν την πλεύριζε ο μηχανικάκιας της απέναντι υπόγας, ένας μπαρμπούλης ψαρομάλλης γύρω στα σαράντα κάτι. Αυτός της φούσκωσε τα μυαλά και η Κατερίνα, αχ, γράφτηκε σε μια δραματική σχολή της πλάκας να γίνει ηθοποιός του θεάτρου.

Κάθε που σχόλαγε απο την οχτάωρη ορθοστασία του φούρνου και πριν πάει στη Σχολή, πέρναγε από το γραφειάκι του τυπά να δανειστεί βιβλία λογοτεχνικά να καλλιεργήσει το πνεύμα της και, βάζω στοίχημα, ότι ο μπάρμπας όλο και κάτι θα σούφρωνε από το καλλιεργημένο της κορμάκι. Τι κορμάκι δηλαδή, κορμάρα ήταν η Κατερίνα, ζουμερή κορμάρα με τέλειες αναλογίες λέμε. Μεταξύ μας, έσκασα που δεν πρόλαβα να παίξω τον κηπουρό σε αυτό τον Παράδεισο και να κατοικήσω μέσα του δια βίου, που λένε, αλλά έτσι είναι με τους νέους κι άβγαλτους άντρες. Διστάζουμε, να πάρει!

Πέρασαν κάτι χρόνια και τη συνάντησα στο δρόμο, κοντά στο καινούργιο μου σπίτι. Σουρωμένο το πρόσωπο, τα μαλλιά κατσιασμένα, τα μάτια ανήσυχα να παίζουν πέρα δώθε, το κορμί μαραγκιασμένο αλλά λεπτό -τάχα μου, τι λεπτό, πετσί και κόκκαλο-, οι κινήσεις της αγχωμένες, της είπα πως γράφω στην εφημερίδα, με ρώτησε αν γνωρίζω συγγραφείς, της είπα πως όλο και κάτι γίνεται, μου έδωσε το τηλέφωνό της αν ακούσω για κάνα θεατρικό ή κάνα βίντεο, είπα πως θά 'χω το νου μου, με ευχαρίστησε και χωρίσαμε. Γύρισα να την ξανακοιτάξω, να μαντέψω πού να είχε πάει εκείνο το γάργαρο σαν καταρράχτης γέλιο της, μπορεί και νά 'χε χαθεί κάτω από τα βήματά της που έσκαφταν την άσφαλτο όπως έτρεχε να διασχίσει το δρόμο.

Πάνω από δεκαπέντε χρόνια είναι που μετακόμισα στη γειτονιά όπου κατοικώ τώρα και μόλις σήμερα πρόσεξα την Κατερίνα που δουλεύει στο φούρνο της πλατείας. Κοντούλα και ζουμερή, τριανταπέντε πάνω κάτω, κοκκινωπό μαλλί με ανταύγειες, φωνή μπάσα κι ένα γέλιο θεϊκό, με εξυπηρέτησε πρόθυμα αν και είχε τελειώσει το αγιορείτικο καρβελάκι που ψωνίζω συνήθως, ένεκα η ώρα. «Αργήσατε πάλι» μου είπε, «να σας φυλάξω γι αύριο;» ρώτησε στο καπάκι, την παρακάλεσα να μου φυλάξει, έγραψε τ' όνομά μου σ' ένα χαρτάκι και το κόλλησε στην ταμειακή μηχανή, τη ρώτησα αν ψήνουν ψάρι στο χαρτί, με διαβεβαίωσε πως ναι, αλλά να το πάω γύρω στις έντεκα που θά 'χει πάψει να βγαίνει ψωμί, είπα ότι θα το φροντίσω και γύρισα σπίτι.

Σαράντα κάτι εγώ, λογάριασα με το νου μου, σταθερή δουλειά έχω για την ώρα, αλλά και να τη χάσω δεν τρέχει τίποτα θα βρω άλλη, Κατερίνα όμως έχω καιρό να ξαναβρώ άραγε; Πετάχτηκα στα γρήγορα χωρίς να το πολυσκεφτώ, έτρεξα στην πλατεία, μπήκα στο φούρνο, η Κατερίνα δεν ήταν στο πόστο της, τη ζήτησα, «μόλις έφυγε, θα την προλάβετε στη στάση» μου είπαν, την πρόλαβα, την πήρα για ένα καφέ στο κοντινό μπαράκι, τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε, παντρευόμαστε, πετάω πετάω πετάω!!!

-------------
ΣΗΜ. Η ιστορία ατάκα κι επιτόπου, ανέβηκε στις 8-3-2007 από τη Rodia στο ΦιλοξενείοΦιλοξενείο
------------
Σχόλια: 
anonymous_bythelake said...
Άντε και καλούς απογόνους.
8 Μαρτίου 2007 - 12:25 π.μ.
 A.F.Marx said...
Πάνος Τούντας said:

Όταν περνώ για να σε ιδώ
αχ πώς με βασανίζεις
έχεις κεφτέδες στη φωτιά
αχ, Κατερίνα μου γλυκιά
και γλυκοτηγανίζεις

Αμάν Κατερίνα μου
κούζουμ Κατερίνα μου
τα παραπονάκια μου θέλω να στα πω
μάτια σαν τα κάστανα
μ' έβαλαν στα βάσανα
κι όλο από την πόρτα σου θέλω να περνώ
8 Μαρτίου 2007 - 10:32 π.μ.
 
Filoxeneio said...
Και η Αλίκη άδει: Βγαίνει η Κατερίνα τσάρκα στην Αθήνα :)
Ροδιά μου καλώς μας ήρθες ..
8 Μαρτίου 2007 - 11:45 π.μ.
 
Αλεπού said...
Κατερίνα, κατερινάκι
είσαι της ζωής τ' αεράκι
που έλεγε κι ένα παλιό τραγουδάκι.

Ωραίο άνεμο φύσηξες Ροδιά με την ιστορία σου, ανοιξιάτικο!
8 Μαρτίου 2007 - 12:33 μ.μ.
 
Olyf said...
....κι άμα σε ρωτάνε πετάει τό ψάρι; πετάει πετάει νά λες..λαχτάρα και σήμερα rodia μας :)
8 Μαρτίου 2007 - 12:37 μ.μ.
 
mpampakis said...
Πω-πω-πω, μύρισε φρεσκοψημένο ψωμί εδώ μέσα! :^)

(είναι όμως κάποια επαγγέλματα που είναι ξεδιάντροπα και δροσερά σέξυ, σωστά;)
8 Μαρτίου 2007 - 12:39 μ.μ.
 
dimitris-r said...
Ωραία!
Είχαμ' "ένα ψάρι στρουμπουλό κι ασημένιο", έναν που "στάθηκε αναποφάσιστος στη σωστή την ώρα", και μια Κατερίνα που το "δέρμα της το κάτασπρο και τεντωμένο και δροσερό (δεν δόθηκε σε διστακτικούς)...νέους κι άβγαλτους άντρες".
Και τί παίρνουμε στο χέρι; μια "κοντούλα και ζουμερή" (ένα ψάρι;), "τριανταπέντε πάνω κάτω, κοκκινωπό μαλλί με ανταύγειες"
Κι έτσι ο "κατερινάκιας" ο ...ψεκάστε, σκουπίστε, τυλήχτε τη φουρναροπούλα στο λαδόχαρτο... τύπος, απέδειξε κι ας ήταν και χωρίς να το πολυσκεφτεί πως "κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει".

Τσιπούρα μάλλον το πρώτο ψάρι, το δεύτερο δεν προέκυψε. Μας κρύψατε και τη συνταγή...
Απολαύσαμε όμως ένα κείμενο, που μοσχομύρησε ως εδώ κάτω στα μέρη μας, τα παράλια, μ' όλα του τα λαδολέμονα και τις φρεσκοτριμένες ρίγανες.
8 Μαρτίου 2007 - 5:30 μ.μ.
 
Στέφανος said...
Γειτονιά μύρισε και απλότητα.
Δουλειά ανθρώπινη και μεγαλωσύνη.

μας τύλιξες σε μιά (λαδό) κόλα χαρτί και μας έψησες σαν ψάρι σε χείλια :-)
Και μοσχομύρισε η γειτονιά!

Μαυρόασπρη παλιά Ελληνική ταινία μου θύμισε

Ευχαριστούμε
8 Μαρτίου 2007 - 6:45 μ.μ.
 
Χαρτοπόντικας said...
Τελικά ψάρι του έψησε;;;
9 Μαρτίου 2007 - 7:58 π.μ.
 
Rodia said...
Καλημέρα παιδιά!:-)
Ευχαριστώ που μπήκατε στον κόπο να σχολιάσετε την ιστοριούλα μου. Ταλαντεύτηκα μεταξύ μιας ιστορίας γκραν γκινιόλ -ξέρετε, αίματα, παράδοξο, κλπ- και μιας ιστορίας καθημερινής, σαν αυτές που σκαρώνει η ζωή. Είναι συρραφή τριών ιστοριών και μερικές φράσεις είναι απολύτως αληθινές. Οι Κατερίνες υπάρχουν, το ψάρι υπάρχει, η δραματική σχολή υπάρχει. Αυτό που πρόσθεσα είναι ο συνδετικός κρίκος, ο αφηγητής δηλαδή.
Γνωρίζω πως είναι μια βιαστική αφήγηση, αλλά δεν ήθελα να της δώσω μεγαλύτερη έκταση -την αντιμετώπισα ως δείγμα γραφής κι αν δεν βγήκε το καλύτερο, ε, δεν πάμε για το Νόμπελ!
Χαίρομαι που έδωσε μυρωδιές και άνοιξη, το μόνο που ήθελα κατά βάθος είναι να δώσω ένα σήμα στα μοναχικά παληκάρια μας, ότι η ζωή είναι ανοιχτή για τους τολμηρούς -παντού!!!

:-)) σμουτς! σε όλους

(να επανέλθω για αναλυτικές απαντήσεις ως είθισται?)

..αν έγραφα σήμερα, θα έγραφα ένα ποιηματάκι..
9 Μαρτίου 2007 - 11:11 π.μ. 
 
aeipote said...
Άψογο και. . . Κατερινάτο
[Ας πάει και το παλιόψαρο!]

Καλό Βράδυ.
12 Μαρτίου 2007 - 8:36 μ.μ.