Τρώω φύκια
σκουλήκια ραδίκια
τρώω σαύρες
κατάμαυρες λαύρες
τρώω πόνο
πονόδοντο μόνο
κάνω φόνους
φονεύοντας χρόνους
σφάζω νότες
ημιτόνια τόνους
παύλες σπάζω
αήττητος στάζω
τρεις τελείες
στρωτές παραλίες
με την άμμο
παράγγειλα γάμο
μέλι πίνω
ελιές καταπίνω
τουαλέτα
δεν πάω ποτέ μου
την αράζω
στο γκρι καναπέ μου
κι άλλα φύκια
ζεστά ξεραμένα
έλα τώρα
σε μένα σε μένα
να σου δώσω
το γκρίζο ποτό μου
αίμα γκρίζο
τουφέκι επ ώμου
το πιστόλι
το έχω στην τσέπη
όταν πρέπει
θα βγει, όταν πρέπει.
Ελα τώρα
να δεις άσπρη ώρα
έλα πάλι
να μπεις στο τσουκάλι
έλα φύγε
τη σκέψη μου πνίγε
έλα φτύνε
ξανάλα και μείνε
μείνε μείνε
τι ώρα να είναι
είναι ώρα
που φτάνουν τα δώρα
δώρα σπάνια
μεσάτα καφτάνια.
Ελα φόρα
το γκρι το δικό σου
να ταιριάζει
στο γκρί εαυτό σου
πώς σου μοιάζει
το γκρίζο ατλάζι
ατλαντίδα
ψηλή συναγρίδα
παγωμένη
στον πάγο πνιγμένη
βάλε φύκια
ραδίκια, σκουλήκια
να σε ψήσω
να καταβροχθίσω
την ουρά σου
τα μαύρα φτερά σου
γκρίζα λέπια
να βγάλω στη μούρη
είμαι ψάρι
με λένε λιγούρι.
------------------------
ΣΗΜ. Οταν η ροδιά θύμωνε, γινόταν δεινόσαυρος. Σιγά σιγά, κατάλαβε ότι δε χρειάζεται να μεταμορφώνεται και ότι όλα επιτρέπονται -σαν τα όνειρα.