14 Μαρ 2007

ΤΟ ΠΑΡΔΑΛΟ ΠΑΠΑΚΙ


Μιά φορά κι έναν καιρό, στην όμορφη αυλή ενός χωριατόσπιτου, ζούσε μιά παπιο-οικογένεια. Ο μπαμπάς Πάπιος, η μαμά Πάπια, και το παιδάκι τους το Λευκό παπάκι.

Ο μπαμπάς Πάπιος φορούσε ένα πράσινο παπιγιόν και, κάθε πρωί, πήγαινε στη δουλειά του τραγουδώντας παράξενα τραγούδια, που τα είχε μάθει στα νιάτα του, όταν σπούδαζε στο Παρίσι. Τα μεσημέρια κουβαλούσε μιά μεγάλη φουσκωτή τσάντα γεμάτη με τα ψώνια της ημέρας: Φρούτα, λαχανικά, ρύζι, μακαρόνια και μυρωδικά βότανα. Μόλις έφτανε κι άνοιγε την πόρτα του σπιτιού, τον υποδεχόταν η μαμά Πάπια μ’ ένα ηχηρό φιλί και στρώνονταν κι οι δυό τους στη μαγειρική, όπου ήταν πραγματικοί καλλιτέχνες! Μοσχομύριζε η γειτονιά όταν μαγείρευαν κι οι γείτονες περίμεναν πώς και πώς μιά πρόσκλησή τους σε γεύμα ή σε δείπνο τις γιορτινές μέρες.

Η μαμά Πάπια εργαζόταν στο σπίτι. Καθόταν στη ραπτομηχανή της και γάζωνε ποδιές και πιαστήρια για την κουζίνα. Είχε τα υφάσματα δίπλα της στο πάτωμα μέσα σ’ ένα πανέρι, απ’ όπου τα έπαιρνε ένα-ένα και τα μεταμόρφωνε σε πανέμορφα “είδη νοικοκυριού”. Μ’ αυτό το όνομα τα πούλαγε η αδελφή της η Παπουλίνα, που είχε το μεγάλο μαγαζί στην πλατεία.

Το Λευκό παπάκι ήταν μικρό ακόμα και πήγαινε στο σχολείο. Αυτό όμως δεν το εμπόδιζε να αναλαμβάνει κάποιες ευθύνες, όπως το να ψωνίζει κάθε μεσημέρι ψωμί για το σπίτι από το φούρνο της γωνίας.

Μιά μέρα όμως ο φούρνος ήταν κλειστός επειδή ο φούρναρης έλειπε γιατί είχε πάει στο χωριό του να φέρει αλεύρι από φρεσκοαλεσμένο σιτάρι. Ετσι, το Λευκό παπάκι έπρεπε να πάει σε άλλο φούρνο, πιό μακριά. Η μαμά Πάπια του έδωσε χρήματα και του είπε να πάει και νάρθει κατευθείαν, να μη χασομερήσει καθόλου και να προσέξει, να μη πιάσει κουβέντα με κανένα ξένο.

Το Λευκό παπάκι ήταν πολύ χαρούμενο που το εμπιστεύτηκαν οι γονείς του να πάει σε μιά τόσο μακρινή γειτονιά μόνο του και ακόμα πιό χαρούμενο που θα γνώριζε ένα καινούργιο τόπο. Ξεκίνησε λοιπόν, σφυρίζοντας δυνατά το αγαπημένο του τραγούδι “Μιά πάπια, μα ποιά πάπια” και περπατούσε κορδωμένο και περήφανο, με τη μεγάλη πορτοκαλιά τσάντα για το ψωμί να ανεμίζει σαν επαναστατική παντιέρα.

Οταν πλησίαζε στο φούρνο, αφού είχε θαυμάσει τα όμορφα μαγαζιά της μακρινής γειτονιάς, συνάντησε ένα άλλο παπάκι, το Παρδαλό παπάκι.

Το Παρδαλό παπάκι ήταν όνομα και πράγμα, που λένε, με φτερά σε όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους:
Είχε γαλαζοπρασινοκιτρινοπορτοκαλλόμαυρο λαιμό, πρασινοκαστανο-γκριζόασπρες φτερούγες και ασπρογαλαζοπρασινολιλά ουρά. Μόλις το Λευκό παπάκι αντίκρυσε το Παρδαλό παπάκι, έμεινε άφωνο και κοίταζε με θαυμασμό το απαράμιλλο αυτό θαύμα της φύσης.

“- Ε, τι με κοιτάζεις έτσι;” Ρώτησε το Παρδαλό παπάκι, συμπληρώνοντας στα γρήγορα: “Θέλεις να γίνουμε φίλοι;”
“- Και βέβαια θέλω!” Απάντησε το Λευκό παπάκι χωρίς να σκεφτεί.
“- Πάμε λοιπόν στο σινεμά, έχεις λεφτά;”
“- Πάμε! Και βέβαια έχω!” Κι έβγαλε από την τσέπη του τα χρήματα που του είχε δώσει η μανούλα του για ν’ αγοράσει ψωμί, αφού σκέφτηκε από μέσα του ότι θα πάει στο φούρνο μετά το σινεμά.

Μπήκαν λοιπόν τα δυό παπάκια στο σινεμά γελώντας με τα αστεία, που έλεγε το Παρδαλό παπάκι, μα όταν βγήκαν απ’ το σινεμά είχε κιόλας νυχτώσει κι ο φούρνος ήταν πλέον κλειστός. Το Λευκό παπάκι ήταν απαρηγόρητο.

“- Τι θα πώ τώρα στους γονείς μου;” Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον καινούργιο του φίλο, μα το Παρδαλό παπάκι είχε αλλού το νού του.
“- Ωραία ταινία, ε; Αξιζε τον κόπο! Να πάμε και την άλλη βδομάδα! Είσαι;” Ελεγε και ξανάλεγε χωρίς ν’ ακούει το πρόβλημα του φίλου του.
Πέρασαν λίγα λεπτά μέχρι να καταλάβουν τα δυό παπάκια ότι έλεγε το καθένα τα δικά του.
“- Εχεις γονείς; Πώς είναι να έχεις γονείς;” Ρώτησε το Παρδαλό παπάκι.
“- Ελα να σου δείξω!” Απάντησε το Λευκό παπάκι με αυτοπεποίθηση, έχοντας πάρει την απόφαση να παρουσιάσει το φίλο του στη μαμά Πάπια και τον μπαμπά Πάπιο. Ξεκίνησαν λοιπόν παρέα το δρόμο της επιστροφής.

Στην αυλή του χωριατόσπιτου ήταν όλοι ανάστατοι. Ο μπαμπάς Πάπιος και η μαμά Πάπια είχαν ξεσηκώσει όλους τους γείτονες να ψάχνουν για το παιδάκι τους που είχε χαθεί απ’ το μεσημέρι.

“- Σου είπα μη το στείλεις το παιδί στο φούρνο. Τί θα παθαίναμε μιά μέρα χωρίς ψωμί;” Φώναζε ο μπαμπάς Πάπιος.
“- Εσύ όλο λες πως μεγάλωσε και πρέπει ν’ αναλαμβάνει ευθύνες” Απαντούσε τσιριχτά η μαμά Πάπια.
“- Ωραία οικογένεια, ένα παιδί είχαν και το χάσανε!” Κουτσομπόλευε η κυρία Κοτούλα μαζεύοντας τα νυσταγμένα κοτοπουλάκια της κάτω απ’ τις απλωμένες της φτερούγες, μετρώντας και ξαναμετρώντας τα.

Ο κύριος Σκυλάκος και η κυρία Γατουλίνα ξέχασαν τις καθημερινές προστριβές τους και, παρατώντας τα μωράκια τους στη γιαγιά και στον παπού, έτρεξαν με προθυμία να βοηθήσουν να βρεθεί το άτακτο Λευκό παπάκι.

“- Από δώ θα πήγε!” Ελεγε ο κύριος Σκυλάκος.
“- Οχι βέβαια, μάλλον από ’κεί!” Απαντούσε η κυρία Γατουλίνα, έτοιμη να καυγαδίσει ξανά με τον προαιώνιο εχθρό της.
“- Αμάν, πιά!” Γρύλλισε η κυρία Γουρουνίδου. “-Περιμένετε λιγάκι ακόμα, πού θα πάει, θα γυρίσει το παιδί.” Ηταν μαθημένη από τα γουρουνάκια της που χάνονταν όλη μέρα παίζοντας στις λάσπες, μα το βράδυ ξαναγύριζαν για να κοιμηθούν στο σπιτάκι τους.

Σε μιά στιγμή, όταν ο μπαμπάς Πάπιος και η μαμά Πάπια ετοιμάζονταν να πάρουν τους δρόμους για να ψάξουν το μοναχοπαίδι τους, κοκκάλωσε όλη η αυλή: Στην αυλόπορτα φάνηκε ο κανακάρης τους και μάλιστα με παρέα!

“- Μανούλα μου! Πατερούλη μου! Παιδάκι μου!” Κραυγές χαράς, που τις διαδέχτηκαν δακρύβρεχτες αγκαλιές.

Οταν ηρέμησαν τα πνεύματα, κοίταξαν όλοι μαζί προς τη μισάνοιχτη αυλόπορτα, όπου στεκόταν το Παρδαλό παπάκι, στηρίζοντας όλο του το βάρος στο ένα του πόδι και στη σκουριασμένη κλειδωνιά. Απειλητικά βλέμματα έπεσαν πάνω του σαν αστραπές χωρίς βροντή.

Το Λευκό παπάκι έτρεξε κι αγκάλιασε το φίλο του με την κάτασπρη φτερούγα του.

“- Είναι το Παρδαλό παπάκι κι είναι φίλος μου και δεν έχει δική του οικογένεια, ούτε γονείς, ούτε τίποτα, δεν έχει κανένα στον κόσμο!” Είπε με μιά αναπνοή.
“- Το συνάντησα έξω απ’ το φούρνο και πήγαμε σινεμά και ήρθαμε εδώ μαζί για να του δείξω πώς είναι να έχεις γονείς και οικογένεια και γείτονες που σ’ αγαπούν και σε σκέφτονται!” Συνέχισε ακάθεκτο, κοιτάζοντας όλους τους παρευρισκόμενους με νόημα.

Η μαμά Πάπια, ο μπαμπάς Πάπιος, η κυρία Γατουλίνα, ο κύριος Σκυλάκος, η κυρία Κοτούλα κι η κυρία Γουρουνίδου πλησίασαν σιγά-σιγά το νεοφερμένο.

“- Τί όμορφα φτερά!” Είπανε μ’ ένα στόμα.
“- Θα μείνει μαζί μας!” Είπε πρώτη η κυρία Γουρουνίδου. “- Θα τρελλαθεί στο παιχνίδι με τα μικρά μου, κι από λάσπη άλλο τίποτα!”
“- Και βέβαια όχι! Μαζί μας θα μείνει!” Πήρε το λόγο η κυρία Γατουλίνα.
“- Εχω κι εγώ ένα παιδάκι χρωματιστό, θα ταιριάξουν πολύ!”
“- Μα, τί λέτε τώρα; Το παιδί χρειάζεται ασφάλεια και ποιός μπορεί να του προσφέρει περισσότερη σιγουριά από μένα;” Είπε ο κύριος Σκυλάκος.
“- Δεν βλέπετε πως το παιδί μοιάζει σε μας; Εχει φτερά πολύχρωμα, είναι φτυστό η μαμά μου, μαζί μας θα μείνει κι από ασφάλεια, άλλο τίποτα!” Κακάρισε η κυρία Κοτούλα επιδεικνύοντας τα μικρά της που έτρεχαν συνέχεια μαζί της χωμένα κάτω απ’ τις πελώριες φτερούγες της.
“- Είναι φίλος μου, εγώ το βρήκα το Παρδαλό παπάκι, είμαι μόνο μου, δεν έχω αδελφάκι, μπορούμε μανούλα μου, μπορούμε πατερούλη μου, θέλω πολύ να το πάρουμε στο σπίτι μας!” Το Λευκό παπάκι κοίταξε με δάκρυα στα μάτια τους γονείς του.

Τότε ο μπαμπάς Πάπιος πήρε το λόγο:

“- Το Παρδαλό παπάκι δεν μίλησε καθόλου μέχρι τώρα. Πές μας, τί θέλεις λοιπόν μικρέ μου; Αν μείνεις με την κυρία Γουρουνίδου θα κυλιέσαι στη λάσπη όλη μέρα με τα γουρουνάκια της, αν μείνεις με την κυρία Γατουλίνα θα σκαρφαλώνεις με τα γατάκια της πάνω στη μουριά, αν μείνεις με τον κύριο Σκυλάκο θα μάθεις αυστηρή πειθαρχία, αν μείνεις με την κυρία Κοτούλα θα ζείς κάτω απ’ τις φτερούγες της μέχρι να μεγαλώσεις, αν μείνεις μαζί μας θα πηγαίνεις στο σχολείο μαζί με το Λευκό παπάκι και θα βοηθάς στις δουλειές του σπιτιού, αν πάλι προτιμάς να συνεχίσεις να μένεις μόνο σου στο δρόμο, σου λέω πως αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.”
“- Τώρα κατάλαβα τί θα πεί να έχεις οικογένεια και φίλους και γείτονες!” Μίλησε επιτέλους το Παρδαλό παπάκι.
“- Είναι πολύ σπουδαίο να υπάρχουν κάποιοι που ανησυχούν για μένα, που με σκέφτονται και με φροντίζουν. Θέλω να μείνω μαζί σας, θέλω να παίζω με όλους, θέλω να μάθω τις συνήθειές σας, θέλω να διδαχτώ απ’ τη σοφία σας, θέλω όμως και να πάω στο σχολείο μαζί με το φίλο μου και ν’ αναλάβω κι εγώ να σας φροντίζω όπως κι εσείς θα με φροντίζετε.”
“- Ααααχ!” Εβγαλαν όλοι έναν αναστεναγμό ανακούφισης κι η κυρία Γουρουνίδου καληνύχτησε και προχώρησε προς το σπιτάκι της. Το ίδιο έκαναν με τη σειρά τους η κυρία Κοτούλα και η κυρία Γατουλίνα. Ο κύριος Σκυλάκος έμεινε παραπίσω για να συζητήσει λίγο με το μπαμπά Πάπιο περί της ανατροφής του μικρού.

Γύρω στα μεσάνυχτα πλέον, είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι της αυλής στα σπιτάκια τους και ροχάλιζαν μακαρίως στα κρεββάτια τους, κάτω απ’ τις μαλακές τους κουβερτούλες, τα πλουμιστά τους φτερά ή το παχουλό τους δέρμα. Το Παρδαλό παπάκι με το κεφαλάκι κάτω απ’ την πλουμιστή του φτερούγα κοιμόταν δίπλα στο φίλο του περιμένοντας την καινούργια μέρα, τη μέρα που θα ξεκινούσε μιά νέα ζωή γεμάτη αγάπη…