11 Οκτ 2015

το μικρό άσπρο χαρούμενο αρνάκι

το μικρό άσπρο χαρούμενο αρνάκι πηδολογούσε στη ζούγκλα ανάμεσα στα αιμοβόρα θηρία στα φίδια στα ερπετά στα αρπακτικά όρνεα και παρατρίχα τη γλύτωνε απο το να γίνει λιώμα κάτω από μια γιγάντια πατούσα ή να οδηγηθεί ολόκληρο σε κάνα πεινασμένο -ή και χορτάτο- στομάχι και κάθε τρεις και λίγο λαχταρούσε μια ησυχία μια ηρεμία μια ασφάλεια αλλά χωρίς μαντρί και τσοπάνη πράγμα δυσκολο -αδύνατο μάλλον καλύτερα στην εποχή μας ίσως και σε όλες τις εποχές- και μια μέρα που κουράστηκε να πηδολογάει βρεθήκαν κάτι επιτήδειοι και το ψήσανε να συμμετάσχει σε μια ένωση θηρίων "και τί δουλειά έχω εγώ το φτωχούλι ανάμεσα στα θηρία;" ρώτησε ψιλοπανικόβλητο αλλά ο επιτήδειος ήταν πολύ επιτήδειος επειδή τού'χαν τάξει και θα κονόμαγε πολλά απο τη θυσία του μικρού άσπρου χαρούμενου αρνιού -χώρια που ο ένας επιτήδειος πολλαπλασιάστηκε και γίναν πολλοί επιτήδειοι και ήταν όλοι τους κατά σύμπτωση αρνάκια κι αυτοί αλλά μαύρα που θέλαν να κερδίσουν και να φάνε τον άμπακο- και απάντησε στο αρνάκι μας "δε θέλεις ασφάλεια ηρεμία και ησυχία;" και "βέβαια θέλω να ξεκουραστώ λιγουλάκι και να μη τρομάζω συνέχεια απο τους λύκους που έρχονται απο την ανατολή και το βοριά" χωρίς να ξέρει ότι οι λύκοι ήταν μαριονέτες των θηρίων που τις παίζαν ειδικά για να τρομάζουν το αρνάκι και να το φέρνουν προς το μέρος τους για να το γδάρουν να πάρουν τη προβιά του και μετά να το ξεκοκκαλήσουν κιόλας -τί θηρία θα ήταν άμα δεν σκεφτόντουσαν έτσι μοβόρικα;- και το αρνάκι μάσησε το χόρτο που το τάισαν και βρέθηκε συνεταίρος ισότιμος των θηρίων φίλος κολλητός των ερπετών και αδερφάκι των αρπακτικών και πηδολόγαγε ήσυχο πια μέσα στη ζούγκλα και σίγουρο πως κανείς δεν θα το πατήσει να το λιώσει ούτε θα το γδάρει να το φάει ούτε θα το τρομάξει να πάθει κάνα έμφραγμα στα καλά καθούμενα και ο καιρός περνούσε και το μικρό άσπρο χαρούμενο αρνάκι ένοιωθε πολύ όμορφα και ανάμεσα σε φίλους ισχυρούς όμορφους ντυμένους κυριλέ με ριγέ γραββάτες και κοστούμια με βάτες και κυρίες αφράτες και γελαστές με οδοντοστοιχίες που στάζαν μέλι και βυζιά που μοσχοβολούσαν θυμάρι φρέσκο από τη Σίφνο και τον Υμηττό αλλά κάποια στιγμή η παράσταση τέλειωσε και οι εταίροι και φίλοι ζήτησαν από το αρνάκι ένα πανάκριβο εισιτήριο εισόδου στην ένωσή τους που αποδείχτηκε συμμορία και το αρνάκι τρόμαξε τόσο πολύ που δεν πρόλαβε να τρέξει να κρυφτεί και να γλιτώσει απο τα νύχια και τα δόντια τους τρόμαξε τόσο που μούδιασε ολόκληρο περισσότερο απο την προδοσία που υπέστη από εκείνους που νόμιζε φίλους και από τα μαύρα αρνιά που το οδήγησαν στη μαύρη παγίδα και στεκόταν ακίνητο περιμένοντας να δουλέψει το μυαλό του λέμε τώρα γιατί το μυαλό είχε υποστεί τη μεγαλύτερη βλάβη
_____________
την ίδια μέρα, 11/10/2015 γράφτηκε στον ίδιο τόπο με το προηγούμενο και επίσης δεν θυμάμαι γιατί και πώς μου ήρθε!

14 Αυγ 2015

Γης Μαριάμ

εις το προκαύλιον του Μεγάρου, ήτο σύνηθες να προσκαλούνται εις συγκεντρώσεις οι μεγάλοι Ψώλωνες και να συζητούν τας υποθέσεις του Κράτους, ενώ τινες νεαραί Ψωλίναι έπαιζαν κυνηγητό μέ τινα μικρά Πουτσάκια διασκορπίζοντας άνθη πέριξ των προσκεκλημένων. Τότε, οι μεγάλοι Ψώλωνες έριπτον βλέμματα βλοσυρά επί των ζωηρών παιδίων, απειλώντας αυτά ότι θα τα επακουμβήσουν εάν συνεχιστούν αι αταξίαι. Κατόπιν, όλα έβαινον καλώς, το προκαύλιον ηρεμούσε, αι Αποφάσεις υπεγράφοντο τάχιστα και τα νεαρούδια απεσύροντο εις τας κουζίνας του Μεγάρου ίνα δειπνήσουν. Μετά, εισήρχοντο οι μπουζουκτσίδαι μετά των λαρύγγων των και τοις οίδε τι εγίνετο. Γης Μαριάμ πιθανότατα.

12 Μαρ 2015

Ο ΛΕΚΕΣ (Απόγνωση)


Χύθηκε κυριολεκτικά. Πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στο μονό κρεβάτι του ξενοδοχείου, ένοιωσε σαν ένας πελώριος λεκές. Ένας λεκές παχύς και πηχτός, με ακαθόριστο σχήμα, όπως είναι τα νησιά στο χάρτη περίπου, άχρωμος εντελώς. Ένας παχύρρευστος λεκές, που ξεχείλιζε και χυνόταν σα σεντόνι τσαλακωμένο στα πλάγια του κρεβατιού. Έτσι ακριβώς ένοιωσε, σα να χύθηκαν τα μυαλά του, σα να ήταν ολόκληρος ένα χυμένο μυαλό. Τώρα κατάλαβε πλέον που τον οδηγεί η μοίρα του. Στην απόλυτη μοναξιά. Γιατί που αλλού είχε να πάει παρά σ’ ένα ξενοδοχείο; Ακριβό, φτηνό, έχει καμιά σημασία; Σημασία έχει πως βρισκόταν τώρα εδώ, εντελώς μόνος, όπως μόνος προέβλεπε πως θα 'ταν πια στην υπόλοιπη ζωή του.

Η Μάγδα είχε φύγει το ίδιο πρωί μαζί με τα παιδιά για τη χώρα της. Τό 'γραφε στο σύντομο σημείωμα που άφησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Να μη τη γυρέψει του 'γραφε, δε θα ξαναγύριζε πίσω, ούτε ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της, αρκετά είχε τραβήξει μαζί του. Τα παιδιά μικρά ήταν, θα συνήθιζαν άλλον για πατέρα τους, αν αποφάσιζε να τους χαρίσει ένα πατέρα –τέτοιοι άχρηστοι που είναι σήμερα οι άντρες.
Μα τόσο πολύ βλάκας ήταν θέ μου, τόσο παρωπιδιασμένος; Κάθε μέρα που περνούσε μαζί με την οικογένειά του, του φαινόταν όμορφη και γεμάτη ζωντάνια. Έπαιζε με τα παιδιά πάνω στο χαλί, έβαζε την αγαπημένη του μουσική μόλις γύρναγε στο σπίτι –και τί σπίτι! Σωστό παλατάκι στα βόρεια προάστια είχε στήσει. Με κήπο, με σιντριβάνι, με σπιτάκι για τη Μπέλλα τη σκυλίτσα –το θηλυκό λυκόσκυλο- που την πήρε κι αυτή μαζί της η κακούργα. Όχι όμως, όχι μίσος, είπε μέσα του. Τι ωφελεί να μισήσω; Το θέμα είναι να σκεφτώ. Να καταφέρω να σκεφτώ... Ούτε να κλάψει μπορούσε. Όχι επειδή «οι άντρες δεν κλαίνε» δεν είχε αναστολές πάνω σ' αυτό. Είχε φάει όμως τόσο απότομα την κεραμίδα που στέγνωσε η ψυχή του.

Κάποτε συνήλθε κάπως και το κατάλαβε επειδή αισθάνθηκε ν' ακουμπάει κάπου το σώμα του. Ένοιωσε το στρώμα κάτω απ' τις παγωμένες του παλάμες και κατάλαβε πως «κάπου» βρίσκεται. Όμως δεν ήταν έτοιμος ακόμα να σηκωθεί. Ήθελε να μείνει έτσι χυμένος μέχρι να σκεφτεί κάτι, να ξέρει το λόγο για τον οποίο θα 'πρεπε να σηκωθεί. Για πρώτο βήμα άνοιξε σιγά σιγά ένα μάτι, αυτό που δεν ήταν βουτηγμένο στο στρώμα του κρεββατιού. Απέναντι απ’ το μάτι αυτό ήταν το παράθυρο. Εξω απ’ το παράθυρο ένα κλαδί γυμνό απο φύλλα –το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, Νοέμβρης κιόλας. Ενα μικρό πουλάκι στεκόταν απέναντι απ’ το μάτι του και τσιμπούσε κάτι τι ή ακόνιζε το ράμφος του. Ενας λόγος ακόμα για να μείνει ακίνητος: Μη τρομάξει το πουλάκι. Εκείνο ούτε πού 'χε πάρει χαμπάρι πως ένας άνθρωπος εντελώς απελπισμένος βρισκόταν πίσω απ' το τζάμι, όπου καθρεφτίζονταν τα γκριζοπράσινα φτεράκια του. Έστριβε το κεφαλάκι του δώθε κείθε ανέμελο, χωρίς να νοιώθει κίνδυνο –και γιατί να νοιώσει άλλωστε;

Έστριψε κι αυτός ολόκληρο το κεφάλι του προς το παράθυρο, να παρατηρεί και με τα δυο του μάτια το πλασματάκι αυτό που ζούσε ελεύθερο στη φύση, χωρίς ευθύνες και υποχρεώσεις και καθήκοντα κι όλ' αυτά που καταφέρνουν και βαραίνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αποφάσισε να σηκωθεί. Μάζεψε όλη του τη δύναμη και στάθηκε στα πόδια του, που τον οδήγησαν στο νιπτήρα. Μπόλικο νερό στο πρόσωπο, ένα βιαστικό κοίταγμα στον καθρέφτη... Πως ήταν έτσι, θε μου, ανατσουτσουριασμένος, με τα μαλλιά κάγκελο, μια κατακόκκινη μύτη απ’ το πατίκωμα –τόση ώρα μπρούμυτα- το δέρμα του προσώπου σα χαρακωμένο; Τρόμαξε κι έψαξε γρήγορα για το χαμόγελό του. Μια δυο, προσπάθεια στην προσπάθεια, η στραβή γκριμάτσα κάπως πήγαινε προς χαμόγελο επιτέλους!

Σήκωσε τον κορμό και τέντωσε τα χέρια στην έκταση, μετά ανάταση κι έκταση ξανά, σπρώχνοντας τις πλάτες προς τα πίσω. Αν κατάφερνε να βγάλει και τον αναστεναγμό που τον έπνιγε θα 'νοιωθε σίγουρα καλύτερα. Ξανά νερό στο πρόσωπο, ήθελε κούρεμα το μαλλί, τώρα το πρόσεξε, να μια καλή ιδέα! Θα πήγαινε να κουρευτεί. Έστρωσε τα ρούχα του πάνω στο κορμί του, καλύτερα να 'βγαζε το σακάκι, παραήταν τσαλακωμένο. Στο σάκο του είχε ένα παλιό μπουφάν. Το φόρεσε και βγήκε σφυρίζοντας απ' το δωμάτιο. Άφησε το κλειδί στη ρεσεψιόν και βγήκε κι απ' το ξενοδοχείο. Περπατούσε αρκετή ώρα κάτω απ' τα δέντρα του πάρκου όταν κατάλαβε κι ο ίδιος πως εξακολουθούσε να σφυρίζει... 
________________________________
ΣΗΜ1. πρωτοανέβηκε εδώ: http://www.flytoistros.com/modules.php?name=News&file=article&sid=285
ΣΗΜ.2. έτσι φανταζόμουν την απόγνωση το 2003.. εκεινη την παλιά μυθική εποχή!