Και που λες, το καράβι λαμπάδιασε. Δυο πιθαμές έξω από το λιμάνι. Το πλήθος, όλοι αυτοί που είχαν αποβιβαστεί ταχτικά ταχτικά πριν κάμποσην ώρα χωρίς να μυριστούν τη φωτιά που σιγόκαιγε στ' αμπάρια του καραβιού, το χάζευαν τώρα, από την ασφάλεια της προκυμαίας, να καίγεται.
Η φωτιά ξεπήδησε ξαφνικά από τα σπλάχνα του, όπως ανάβει ένα σπίρτο: μια τεράστια πορτοκαλιά φλόγα όρμησε προς τον ουρανό. Ο κόσμος, οι πρώην επιβάτες, έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος. Κάποιος είπε "ας κάνουμε κάτι", κάποιος άλλος "να πάρουμε την πυροσβεστική", ένας άλλος "τι να κάνουμε; εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια" και κάποιος άλλος παραπέρα "οι καλύτεροι είναι μέσα στο καράβι, αυτοί θα ξέρουν τι να κάνουν" κι έτσι το πλοίο έμεινε να καίγεται για ώρες, όσες ώρες ακριβώς έμειναν οι απέξω να το βλέπουν.
Μέσα στο καράβι, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, επικράτησε πανικός: τρέχανε ο κοσμάκης, άλλος να μαζέψει τις βαλίτσες κι άλλος τα παιδιά του. Ευτυχώς, μέσα στο πλοίο βρισκόταν ο κύριος Ινγκλις, εκείνος ο αμερικανός χωριάτης που ζούσε στο μικρό σπίτι μέσα στο λιβάδι και που όλα τα παιδιά θα θέλαν να τον είχανε πατέρα, όλοι οι άντρες φίλο κι όλες οι γυναίκες σύζυγο, κι έβαλε σε μια τάξη τα πράγματα. Αλλά, τι να σου κάνει κι αυτός; ένας μονάχα μέσα σε εκατοντάδες πανικόβλητους ανθρώπους που τρέχαν από δω κι από κει;
Οι απέξω πάντως, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι απομέσα ήταν καλύτεροι, πιο ικανοί να αντιμετωπίσουν τη φωτιά, την ίδια ώρα που οι απομέσα δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αργούσε η έξωθεν βοήθεια.
Το καράβι εξακολουθεί να καίγεται ως τα σήμερα, η φωτιά να θεριεύει, οι απέξω να κοιτάζουν αποσβολωμένοι και οι απομέσα να παλεύουν και να περιμένουν βοήθεια.
Η φωτιά ξεπήδησε ξαφνικά από τα σπλάχνα του, όπως ανάβει ένα σπίρτο: μια τεράστια πορτοκαλιά φλόγα όρμησε προς τον ουρανό. Ο κόσμος, οι πρώην επιβάτες, έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος. Κάποιος είπε "ας κάνουμε κάτι", κάποιος άλλος "να πάρουμε την πυροσβεστική", ένας άλλος "τι να κάνουμε; εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια" και κάποιος άλλος παραπέρα "οι καλύτεροι είναι μέσα στο καράβι, αυτοί θα ξέρουν τι να κάνουν" κι έτσι το πλοίο έμεινε να καίγεται για ώρες, όσες ώρες ακριβώς έμειναν οι απέξω να το βλέπουν.
Μέσα στο καράβι, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, επικράτησε πανικός: τρέχανε ο κοσμάκης, άλλος να μαζέψει τις βαλίτσες κι άλλος τα παιδιά του. Ευτυχώς, μέσα στο πλοίο βρισκόταν ο κύριος Ινγκλις, εκείνος ο αμερικανός χωριάτης που ζούσε στο μικρό σπίτι μέσα στο λιβάδι και που όλα τα παιδιά θα θέλαν να τον είχανε πατέρα, όλοι οι άντρες φίλο κι όλες οι γυναίκες σύζυγο, κι έβαλε σε μια τάξη τα πράγματα. Αλλά, τι να σου κάνει κι αυτός; ένας μονάχα μέσα σε εκατοντάδες πανικόβλητους ανθρώπους που τρέχαν από δω κι από κει;
Οι απέξω πάντως, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι απομέσα ήταν καλύτεροι, πιο ικανοί να αντιμετωπίσουν τη φωτιά, την ίδια ώρα που οι απομέσα δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αργούσε η έξωθεν βοήθεια.
Το καράβι εξακολουθεί να καίγεται ως τα σήμερα, η φωτιά να θεριεύει, οι απέξω να κοιτάζουν αποσβολωμένοι και οι απομέσα να παλεύουν και να περιμένουν βοήθεια.